×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Ντοστογιέφσκι - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. XIV. Οι μουζίκοι το δείξανε

12. XIV. Οι μουζίκοι το δείξανε

Έτσι τελείωσε ο Φετιουκόβιτς κι ο ενθουσιασμός των ακροατών ξέσπασε αυτή τη φορά σα θύελλα. Ούτε σκέψη να τον συγκρατήσει κανείς: Οι γυναίκες κλαίγανε, κλαίγανε και πολλοί απ' τους άντρες, ακόμα και δυο αξιωματούχοι χύσανε δάκρυα. Ο πρόεδρος υποτάχτηκε και μάλιστα άργησε να χτυπήσει το κουδούνι.

«Να εναντιωθεί κανείς σ' έναν τέτοιο ενθουσιασμό θα 'ταν πραγματική ιεροσυλία», όπως φωνάζανε αργότερα οι κυρίες μας.

Ο ίδιος ο ρήτορας ήταν ειλικρινά συγκινημένος. Και να που σε μια τέτοια στιγμή σηκώθηκε να «δευτερολογήσει» ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μας. Τον κοίταξαν με μίσος:

«Πώς; τι θα πει αυτό; Τολμάει ακόμα να 'χει αντίρρηση;» άρχισαν να τιτιβίζουν οι κυρίες.

Μα κι αν ακόμα τιτίβιζαν οι κυρίες όλου του κόσμου μ' επικεφαλής την ίδια τη σύζυγο του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς και τότε αυτόν δε θα μπορούσε να τον συγκρατήσει κανείς κείνη τη στιγμή. Ήταν χλομός, έτρεμε απ' την ταραχή του. Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες φράσεις που πρόφερε ήταν μάλιστα ακατάληπτες. Πνιγόταν, τραύλιζε, έχανε τα λόγια του. Για να λέμε την αλήθεια, γρήγορα έστρωσε. Μα απ' αυτή την δεύτερη αγόρευσή του θα παραθέσω μονάχα μερικές φράσεις.

«...Μας κατηγορούν πως φτιάξαμε μυθιστορήματα. Μα τι είπε ο συνήγορος αν όχι μυθιστόρημα πάνω στο μυθιστόρημα; Μονάχα οι στίχοι έλειπαν. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, περιμένοντας την αγαπημένη του, σκίζει το φάκελο και τον ρίχνει στο πάτωμα. Παρατίθενται μάλιστα και τα λόγια που είπε σ' αυτή την καταπληκτική περίπτωση. Μα μήπως τάχα δεν είναι ποίημα αυτό; Και πού είναι η απόδειξη πως έβγαλε τα λεφτά από κει, ποιος άκουσε αυτά που έλεγε; Ο ηλίθιος Σμερντιακόβ μεταπλασμένος σε κάποιον βυρωνικό ήρωά που εκδικείται την κοινωνία για το παράνομο της γέννησής του —μήπως τάχα δεν είναι ποίημα αυτό σε στιλ βυρωνικό; Κι ο γιος που εισόρμησε στο σπίτι του πατέρα του, τον σκότωσε μα ταυτόχρονα και δεν τον σκότωσε, αυτό πια δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε ποίημα, είναι Σφίγγα που βάζει αινίγματα, που ούτε η ίδια φυσικά δε θα λύσει. Αν σκότωσε, σκότωσε. Πώς μπορεί να σκότωσε και να μην σκότωσε; Ποιος το καταλαβαίνει αυτό; Ύστερα μας πληροφορούν πως το βήμα μας είναι βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων και να που απ' αυτό το βήμα των “υγιών αντιλήψεων” μας διαβεβαιώνουν με όρκο πως το να ονομάζει κανείς το φόνο του πατέρα πατροκτονία είναι μονάχα μια πρόληψη! Μα αν η πατροκτονία είναι πρόληψη κι αν το κάθε παιδί αρχίσει ν' ανακρίνει τον πατέρα του: “Πατέρα, γιατί πρέπει να σ' αγαπώ;” —τότε τι θ' απογίνει με μας, τι θ' απογίνει με τα θεμέλια της κοινωνίας, πού θα καταλήξει η οικογένεια; Η πατροκτονία, βλέπετε, είναι μία απ' αυτές τις γρουσούζικες λέξεις που τρομάζουν τις εμπόρισσες της Μόσχας. Τα πιο πολύτιμα, οι πιο ιερές υποθήκες για τον προορισμό και το μέλλον της ρωσικής δικαιοσύνης παρουσιάζονται διαστρεβλωμένα κι επιπόλαια, μόνο και μόνο για να πετύχουμε το σκοπό μας, να δικαιώσουμε τα αδικαίωτα. Ω, κατασυντρίψτε τον με την ευσπλαχνία, αναφωνεί ο συνήγορος —άλλο που δε θέλει ο κακούργος κι αύριο κιόλας θα δούνε όλοι πόσο θα 'χει συντρίβει. Πολύ ολιγαρκής ο κύριος συνήγορος που ζητάει μονάχα την αθώωση του κατηγορουμένου! Γιατί να μην αξιώσει και την ίδρυση υποτροφίας στ' όνομα του πατροκτόνου για τη διαιώνιση του κατορθώματος του στις επόμενες γενεές και στη νεολαία; Διορθώνονται το Ευαγγέλιο κι η Θρησκεία: Αυτά όλα, λέει, είναι μυστικισμός, μονάχα εμείς έχουμε πραγματικό χριστιανισμό που δοκιμάστηκε πια απ' τη λογική ανάλυση και τις υγιείς αντιλήψεις. Και να που υψώνουν μπροστά μας ένα ψεύτικο ομοίωμα Χριστού. Τω γαρ αυτώ μέτρω, ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται και υμίν, αναφωνεί ο συνήγορος και την ίδια στιγμή βγάζει το συμπέρασμα πως ο Χριστός έδωσε την εντολή να μετράμε με κείνο το μέτρο που μας έχουν μετρήσει και μας- —κι αυτό απ' το βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων! Εμείς ρίχνουμε μια ματιά στο Ευαγγέλιο μονάχα την παραμονή των αγορεύσεών μας για να κάνουμε εντύπωση με τη γνωριμία μας μ' ένα έργο που, όσο να πεις, είναι αρκετά πρωτότυπο, που μπορεί να μας χρησιμέψει για κάποιο εφέ, όσο θα χρειαστεί, όλα κατά τις ανάγκες μας! Μα ο Χριστός ίσα-ίσα δεν προστάζει να κάνουμε έτσι, μα να φυλαγόμαστε μην κάνουμε έτσι, γιατί μονάχα ο κακός κόσμος κάνει έτσι, εμείς πρέπει να συγχωρούμε και να στρέφουμε την άλλη παρειά κι όχι να μετράμε με το μέτρο που . μας μετρήσανε οι εχθροί μας. Να τι μας δίδασκε ο Θεός μας κι όχι ότι είναι πρόληψη ν' απαγορεύουμε στα παιδιά μας να σκοτώνουν τον πατέρα τους. Κι ας μην αρχίσουμε να διορθώνουμε —απ' το βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων— το Ευαγγέλιο του Θεού μας που ο συνήγορος καταδέχεται μονάχα να τον ονομάζει “σταυρωμένο φιλάνθρωπο”, σ' αντίθεση μ' όλη την ορθόδοξη Ρωσία που Τον επικαλείται “Συ ει ο Θεός ημών!”»

Εδώ ο πρόεδρος επενέβη και συγκράτησε τον παρασυρμένο ρήτορα παρακαλώντας τον να μην υπερβάλλει, να μένει στα πρέποντα όρια κ.τ.λ, κ.τ.λ., όπως κάνουν συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις οι πρόεδροι. Μα κι η αίθουσα ήταν ανήσυχη. Το κοινό αδημονούσε, αναφωνούσε μάλιστα από αγανάκτηση. Ο Φετιουκόβιτς ούτε αντείπε καν, ανέβηκε στο βήμα μονάχα για να προφέρει με τόνο προσβλημένο και με το χέρι στην καρδιά μερικές λέξεις γεμάτες αξιοπρέπεια. Ελαφρά μονάχα και ειρωνικά αναφέρθηκε στα «μυθιστορήματα» και στην «ψυχολογία» και σ' ένα σημείο βρήκε την ευκαιρία να εξακοντίσει εναντίον του εισαγγελέα:

«Ω, Ζευ, θυμώνεις, θα πει λοιπόν πως έχεις άδικο» —πράμα που έκανε πολλούς να γελάσουν επιδοκιμαστικά, γιατί ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς κάθε άλλο παρά έμοιαζε με Δία.

Ύστερα, στην κατηγορία πως τάχα επιτρέπει στη νέα γενιά να σκοτώνει τους πατεράδες της, ο Φετιουκόβιτς με βαθιά αξιοπρέπεια παρατήρησε πως ούτε θ' αντιλέξει καν. Όσο για το ψεύτικο «ομοίωμα του Χριστού» και το ότι απαξίωσε να ονομάσει το Χριστό Θεό και τον ονόμασε μονάχα «σταυρωμένο φιλάνθρωπο», «πράγμα που είναι αντίθετο, λέει, με την ορθοδοξία και δεν μπορούσε να λεχθεί απ' το βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων» —ο Φετιουκόβιτς έκανε υπαινιγμό για τη «διαβολή» και για το ότι, όταν ετοιμαζόταν να 'ρθει εδώ, υπολόγιζε τουλάχιστον πως το εδώ βήμα είναι ασφαλισμένο από κατηγορίες «επικίνδυνες για το άτομό μου σαν πολίτου και πιστού υπηκόου...» Μα σ' αυτά τα λόγια ο πρόεδρος τον διέκοψε κι ο Φετιουκόβιτς κάνοντας μιαν υπόκλιση, τέλειωσε την απάντησή του συνοδευόμενος απ' τη γενική επιδοκιμασία της αίθουσας. Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, κατά τη γνώμη των κυριών μας, είχε «εκμηδενιστεί για πάντα».

Ύστερ' απ' αυτό δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο. Ο Μίτια σηκώθηκε μα είπε λίγα. Ήταν τρομερά κουρασμένος και σωματικά και ψυχικά. Το ύφος της ανεξαρτησίας και της δύναμης που μ' αυτό εμφανίστηκε το πρωί στην αίθουσα, είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Σα να 'χε ζήσει τούτη την ημέρα κάτι εξαιρετικά σπουδαίο που τον δίδαξε και τον σωφρόνισε για όλη του τη ζωή, κάτι που δεν το καταλάβαινε πρώτα. Η φωνή του είχε αδυνατίσει, δε φώναζε πια όπως πριν από λίγο. Στα λόγια του ακούστηκε κάτι καινούργιο, υποταγμένο, ηττημένο και γεμάτο κατανόηση.

«Τι να πω, κύριοι ένορκοι! Η μέρα της Κρίσης έφτασε για μένα, ακούω την δεξιάν του Κυρίου απάνω μου. Ήρθε το τέλος της άσωτης ζωής μου! Μα σα να εξομολογούμαι στο Θεό, σας λέω και σας: Για το αίμα του πατέρα μου —όχι, δεν είμαι ένοχος! Για τελευταία φορά το ξαναλέω: Δε σκότωσα εγώ! Ήμουν άσωτος μα αγαπούσα το καλό. Κάθε στιγμή προσπαθούσα να διορθωθώ μα ζούσα σαν άγριο θηρίο. Ευχαριστώ τον εισαγγελέα, αποκάλυψε πολλά πράματα για τον εαυτό μου που δεν τα 'ξερα και γω, μα δεν είναι αλήθεια πως σκότωσα τον πατέρα μου, έκανε λάθος ο εισαγγελέας! Ευχαριστώ και το συνήγορο, έκλαιγα καθώς τον άκουγα, μα δεν είναι αλήθεια πως σκότωσα τον πατέρα, ούτε και να το υποθέσει δε θα 'πρεπε! Μα τους γιατρούς μην τους πιστεύετε, έχω τα λογικά μου, μονάχα η ψυχή μου είναι βαριά. Αν με λυπηθείτε, αν με αφήσετε —θα προσευχηθώ για σας. Θα γίνω καλύτερος, δίνω το λόγο μου, μπροστά στο Θεό τον δίνω. Κι αν με καταδικάσετε —θα σπάσω μονάχος μου το σπαθί μου και θα φιλήσω τα κομμάτια του! Μα λυπηθείτε με, μη με στερήσετε απ' το Θεό μου, ξέρω τον εαυτό μου: θα επαναστατήσω! Βαριά είν' η ψυχή μου, κύριοι... λυπηθείτε με!»

Σωριάστηκε σχεδόν στη θέση του, η φωνή του έσπασε στην τελευταία φράση. Ύστερα το δικαστήριο άρχισε να ετοιμάζει τα ζητήματα. Μα δε θα τα περιγράψω όλα λεπτομερειακά. Τέλος οι ένορκοι σηκώθηκαν για να βγουν και να συσκεφτούν. Ο πρόεδρος ήταν πολύ κουρασμένος και γι' αυτό τους είπε ένα πολύ ισχνό παραινετικό λογύδριο:

«Να είστε αμερόληπτοι, μην παρασυρθείτε απ' τα ωραία λόγια της υπεράσπισης, μα ζυγίστε, θυμηθείτε πως έχετε να εκτελέσετε ένα σπουδαίο καθήκον» κ.τ.λ, κ.τ.λ.

Οι ένορκοι αποσύρθηκαν κι έγινε διακοπή της συνεδρίασης. Μπορούσε να σηκωθεί κανείς, να πάει μια βόλτα, ν' ανταλλάξει τις εντυπώσεις που είχαν μαζευτεί μέσα του, να πάρει ένα μεζέ στα μπουφέ. Ήταν πολύ αργά, κάπου μία μετά τα μεσάνυχτα μα κανένας δεν έφευγε. Τα νεύρα όλων ήταν τόσο τεταμένα και σε τέτοια κατάσταση που κανένας δεν είχε τη διάθεση ν' αναπαυθεί. Όλοι περιμένανε με σφιγμένη καρδιά, αν και, για να λέμε την αλήθεια, όχι όλοι. Οι κυρίες ήταν απλώς σε υστερική ανυπομονησία μα με ήσυχη την καρδιά.

«Η αθώωση είναι σίγουρη», λέγανε.

Όλες τους ετοιμάζονταν για την εντυπωσιακή στιγμή του γενικού ενθουσιασμού. Παραδέχομαι πως κι ανάμεσα στους άντρες της αίθουσας πολλοί ήταν βέβαιοι για τη σίγουρη αθώωση. Μερικοί χαίρονταν, άλλοι στραβομουτσούνιαζαν κι άλλοι είχαν κατεβάσει τα μούτρα τους: Δεν τη θέλανε την αθώωση! Ο ίδιος ο Φετιουκόβιτς ήταν σταθερά πεπεισμένος για την επιτυχία. Τον είχαν τριγυρίσει, δεχότανε συγχαρητήρια.

—Υπάρχουν, είπε σε μιαν ομάδα, όπως λέγανε αργότερα, υπάρχουν κάποια αόρατα νήματα που δένουν το συνήγορο με τους ενόρκους. Τα προαισθάνεται κανείς την ώρα της αγόρευσης ακόμα. Εγώ τα ένιωσα, υπάρχουν. Η νίκη είναι δική μας, να 'στε ήσυχοι.

—Να δούμε όμως οι μουζίκοι μας τι θα πουν, πρόφερε ένας συνοφρυωμένος, χοντρός και βλογιοκομμένος κύριος πλησιάζοντας σε μιαν ομάδα.

—Μα δεν είναι δα μονάχα μουζίκοι. Είναι και τέσσερις υπάλληλοι.

—Ναι, είναι κι οι υπάλληλοι, πρόφερε ένα μέλος του επαρχιακού συμβουλίου.

—Το Ναζάρεβ, τον Προχόρ Ιβάνοβιτς, τον ξέρετε; Κείνον

τον έμπορα με το μετάλλιο, τον ένορκο;

—Και τι;

—Μεγάλο μυαλό.

—Μα δε βγάζει λέξη.

—Σωστά, μα τόσο το καλύτερο. Αυτός ο Πετρουπολίτης, δεν έχει τίποτα να του μάθει, μόνος του βάζει τα γυαλιά σ' όλη την Πετρούπολη. Δώδεκα παιδιά έχει, φανταστείτε.

—Μα για σταθείτε, είναι τάχα δυνατό να μην τον αθωώσουν, φώναξε σε μιαν άλλη παρέα ένας νεαρός μας υπάλληλος.

—Σίγουρα θα τον αθωώσουν, ακούστηκε μια κατηγορηματική φωνή.

—Θα 'ταν ντροπή, αίσχος να μην τον αθωώσουν! αναφωνούσε ο υπάλληλος. Ας σκότωσε, μα υπάρχουν πατεράδες και πατεράδες. Κι επιτέλους βρισκόταν σε μια τέτοια παραφορά —πραγματικά μπορεί έτσι στην τύχη να κούνησε το γουδοχέρι και κείνος να σωριάστηκε. Είναι άσκημο μονάχα που μπλέξανε δω πέρα το λακέ. Αυτό είναι απλώς ένα αστείο επεισόδιο. Εγώ στη θέση του συνηγόρου θα τους το 'λεγα καθαρά και ξάστερα: σκότωσε μα δεν είναι ένοχος, κι άντεστε στο διάολο.

—Μα αυτό έκανε, μονάχα που δε μας διαολόστειλε.

— Όχι, Μιχαήλ Σεμιόνιτς, σχεδόν το είπε, ακούστηκε μια τρίτη φωνούλα.

—Μα για σταθείτε, κύριοι, δεν αθωώσανε τη σαρακοστή μιαν ηθοποιό που έκοψε το λαιμό της γυναίκας του ερωμένου της;

—Ναι, μα δεν τον έκοψε ως το τέλος.

—Το ίδιο, το ίδιο κάνει, άρχισε να τον κόβει!

— Αμ αυτά που είπε για τα παιδιά; Υπέροχα!

—Υπέροχα.

—Αμ για το μυστικισμό, για το μυστικισμό, ε;

—Δεν τον παρατάτε το μυστικισμό, αναφώνησε κάποιος άλλος σκεφτείτε τον Ιππόλυτο, τη μοίρα του από δω και μπρος! Αύριο κιόλας η εισαγγελίνα του θα του βγάλει τα μάτια με τα νύχια της για το Μίτιενκα.

—Είν' εδώ αυτή;

—Τι λέτε; Αν ήταν εδώ, θα του τα 'χε βγάλει κιόλας.

Κάθεται σπίτι της, της πονούν τα δόντια, χε-χε-χε!

—Χε-χε-χε!

Σε τρίτη παρέα:

—Το Μίτιενκα θα τον αθωώσουν, καταπώς φαίνεται.

—Φοβάμαι πως αύριο θα τη διαλύσει την Πρωτεύουσα, δέκα μέρες θα μεθοκοπάει.

—Βρε, το διάβολο.

—Ναι, εδώ έχει βάλει την ουρά του ο διάβολος. Άλλωστε πού θα την έβαζε;

—Κύριοι, ας παραδεχτούμε πως τα είπε όμορφα. Όμως δεν μπορεί ο καθένας να σπάει το κεφάλι του πατέρα του με

βαρίδια. Αλλιώς πού θα φτάσουμε;

—Το άρμα, το άρμα, θυμάστε;

—Ναι, από κάρο το 'κανε άρμα.

—Κι αύριο από άρμα θα το κάνει κάρο, «όσο θα χρειαστεί, όλα κατά τις ανάγκες μας».

—Καπάτσος ο σημερινός κόσμος! Υπάρχει άραγε αλήθεια στη Ρωσία μας, κύριοι, ή χάθηκε ολότελα;

Μα ακούστηκε το κουδούνι. Οι ένορκοι συσκέφτονταν μιαν ώρα ακριβώς, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Βαθιά σιωπή επικράτησε μόλις ξανακάθισε το ακροατήριο. Θυμάμαι πως οι ένορκοι μπήκαν στην αίθουσα. Επιτέλους! Δεν παραθέτω τα ζητήματα σ' όλα τους τα σημεία, και τα 'χω ξεχάσει κιόλας. Θυμάμαι μονάχα την απάντηση στο πρώτο και σπουδαιότερο ζήτημα, δηλαδή «σκότωσε με σκοπό τη ληστεία, προμελετημένα;» (το κείμενο δεν το θυμάμαι ακριβώς). Όλα νεκρώθηκαν. Ο προϊστάμενος των ενόρκων, εκείνος ο υπάλληλος που ήταν ο μικρότερος απ' όλους, δυνατά και καθαρά, μέσα στη νεκρική σιγή της αίθουσας πρόφερε:

—Ναι, ένοχος.

Κι ύστερα σ' όλα τα ζητήματα ακολούθησε το ίδιο: ένοχος, είναι ένοχος, κι αυτό χωρίς την παραμικρή επιείκεια! Αυτό πια κανένας δεν το περίμενε, για την επιείκεια τουλάχιστον όλοι ήταν βέβαιοι. Η νεκρική σιγή της αίθουσας δε διακοπτόταν, λες κι όλοι είχαν πετρώσει κυριολεχτικά —κι αυτοί που διψούσαν την καταδίκη, κι αυτοί που θέλανε την αθώωση. Όμως αυτό μονάχα τις πρώτες στιγμές. Ύστερα έγινε τρομερό πανδαιμόνιο. Απ' τους άντρες πολλοί ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένοι. Μερικοί μάλιστα τρίβανε τα χέρια τους μην κρύβοντας τη χαρά τους. Οι δυσαρεστημένοι ήταν σαν καταβεβλημένοι, υψώνανε τους ώμους τους, ψιθύριζαν, -μα σα να μην καταλάβαιναν ακόμα. Όσο για τις κυρίες μας, —ω, Θεέ μου, τι έγινε! Νόμιζα πως θα σηκώσουν επανάσταση. Στην αρχή σα να μην πίστευαν στ' αυτιά τους. Και ξαφνικά, σ' όλη την αίθουσα ακούστηκαν φωνές: «Τι είναι αυτό; Τι είναι πάλι αυτό;»

Σηκώθηκαν απ' τις θέσεις τους. Φαίνεται πως νόμιζαν ότι μπορεί να τ' αλλάξει κανείς όλα και να τα μεταβάλει. Αυτή τη στιγμή σηκώθηκε ξαφνικά ο Μίτια και με μια σπαρακτική κραυγή φώναξε, απλώνοντας τα χέρια μπροστά του:

—Ορκίζομαι στο Θεό και στην Κρίση Του πως για το αίμα του πατέρα μου είμαι αθώος! Κάτια, σε συγχωρώ! Αδέρφια, φίλοι, λυπηθείτε την άλλη!

Δεν μπόρεσε να τελειώσει και ξέσπασε σε γοερά αναφιλητά. Θα 'λεγε κανείς πως μονομιάς η φωνή του είχε αλλάξει, πως δεν ήταν πια η δική του, πως ερχόταν ο Θεός ξέρει από πού. Από πάνω απ' τη γαλαρία, στην πιο πίσω γωνιά, αντήχησε μια διαπεραστική γυναικεία κραυγή: Ήταν η Γκρούσενκα. Είχε παρακαλέσει κάποιον και την αφήσανε να ξαναμπεί στην αίθουσα προτού αρχίσουν οι αγορεύσεις. Το Μίτια τον παρέλαβε η φρουρά. Η ανάγνωση της απόφασης είχε αναβληθεί για την άλλη μέρα. Όλη η αίθουσα σηκώθηκε μέσα σε ταραχή, μα εγώ πια δεν περίμενα και δεν άκουσα, θυμάμαι μονάχα μερικές αναφωνήσεις, στο κατώφλι πια, στην έξοδο.

—Είκοσι χρονάκια στο ορυχείο μυρίζει.

— Όχι λιγότερα.

—Ναι, οι μουζίκοι μας το δείξανε.

—Και τον αποτέλειωσαν για τα καλά το Μίτιενκα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

12. XIV. Οι μουζίκοι το δείξανε 12. XIV. The muses showed it 12. XIV. Les muses l'ont montré

Έτσι τελείωσε ο Φετιουκόβιτς κι ο ενθουσιασμός των ακροατών ξέσπασε αυτή τη φορά σα θύελλα. |a terminé||||||||||||| Thus ended Fetiyukovitch, and the enthusiasm of the listeners erupted this time like a storm. Ainsi se termina le Fetioukovitch et l'enthousiasme des auditeurs éclata cette fois comme une tempête. Ούτε σκέψη να τον συγκρατήσει κανείς: Οι γυναίκες κλαίγανε, κλαίγανε και πολλοί απ' τους άντρες, ακόμα και δυο αξιωματούχοι χύσανε δάκρυα. ||||||||||||||hommes||||fonctionnaires|ont versé|larmes |||||||||||||||||||shed| Not a thought of anyone trying to hold him back: Women were crying, crying, and many of the men, even two officials shed tears. Aucune pensée pour le retenir : les femmes pleuraient, pleuraient et beaucoup d'hommes aussi, même deux fonctionnaires ont versé des larmes. Ο πρόεδρος υποτάχτηκε και μάλιστα άργησε να χτυπήσει το κουδούνι. |président|s'est soumis||indeed|a déçu||sonner||cloche The president submitted and in fact delayed ringing the bell. Le président s'est soumis et en fait, il a même tardé à sonner la cloche.

«Να εναντιωθεί κανείς σ' έναν τέτοιο ενθουσιασμό θα 'ταν πραγματική ιεροσυλία», όπως φωνάζανε αργότερα οι κυρίες μας. "To oppose such enthusiasm would truly be a sacrilege," as our ladies later exclaimed.

Ο ίδιος ο ρήτορας ήταν ειλικρινά συγκινημένος. The orator himself was genuinely moved. Και να που σε μια τέτοια στιγμή σηκώθηκε να «δευτερολογήσει» ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μας. |||||||||second time|||| And behold, at such a moment, Hippolytus Kyritovich stood up to 'speak again'. Τον κοίταξαν με μίσος: They looked at him with hatred:

«Πώς; τι θα πει αυτό; Τολμάει ακόμα να 'χει αντίρρηση;» άρχισαν να τιτιβίζουν οι κυρίες. "How? What does this mean? Does he still dare to have an objection?" the ladies started to chirp.

Μα κι αν ακόμα τιτίβιζαν οι κυρίες όλου του κόσμου μ' επικεφαλής την ίδια τη σύζυγο του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς και τότε αυτόν δε θα μπορούσε να τον συγκρατήσει κανείς κείνη τη στιγμή. ||||tweeted||||||||||||||||||||||||||| But even if all the ladies of the world were chirping with the wife of Hippolytus Kirilovich leading them, no one could have restrained him at that moment. Ήταν χλομός, έτρεμε απ' την ταραχή του. He was pale, trembling from his agitation. Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες φράσεις που πρόφερε ήταν μάλιστα ακατάληπτες. The first words, the first phrases he uttered were indeed incomprehensible. Πνιγόταν, τραύλιζε, έχανε τα λόγια του. He was choking, stammering, losing his words. Για να λέμε την αλήθεια, γρήγορα έστρωσε. To tell the truth, he quickly got down to business. Μα απ' αυτή την δεύτερη αγόρευσή του θα παραθέσω μονάχα μερικές φράσεις. But from this second speech of his, I will only quote a few phrases.

«...Μας κατηγορούν πως φτιάξαμε μυθιστορήματα. "...They accuse us of creating novels. Μα τι είπε ο συνήγορος αν όχι μυθιστόρημα πάνω στο μυθιστόρημα; Μονάχα οι στίχοι έλειπαν. But what did the lawyer say if not a novel about the novel? Only the lines were missing. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, περιμένοντας την αγαπημένη του, σκίζει το φάκελο και τον ρίχνει στο πάτωμα. Fyodor Pavlovich, waiting for his beloved, rips the envelope and throws it on the floor. Παρατίθενται μάλιστα και τα λόγια που είπε σ' αυτή την καταπληκτική περίπτωση. presented||||||||||| Moreover, the words he said in this remarkable case are quoted. Μα μήπως τάχα δεν είναι ποίημα αυτό; Και πού είναι η απόδειξη πως έβγαλε τα λεφτά από κει, ποιος άκουσε αυτά που έλεγε; Ο ηλίθιος Σμερντιακόβ μεταπλασμένος σε κάποιον βυρωνικό ήρωά που εκδικείται την κοινωνία για το παράνομο της γέννησής του —μήπως τάχα δεν είναι ποίημα αυτό σε στιλ βυρωνικό; Κι ο γιος που εισόρμησε στο σπίτι του πατέρα του, τον σκότωσε μα ταυτόχρονα και δεν τον σκότωσε, αυτό πια δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε ποίημα, είναι Σφίγγα που βάζει αινίγματα, που ούτε η ίδια φυσικά δε θα λύσει. ||||||||||||||||||||||||||transformed|||Byronic|||||||||||||||is|||||||||||||||||killed||||||||||||||||||||||||||| But is this not a poem? And where is the proof that he took the money from there, who heard what he said? The foolish Smerdyakov transformed into some Byronic hero who takes revenge on society for the illegality of his birth — could it not be a poem in Byronic style? And the son who rushed into his father's house, killed him but at the same time did not kill him, this is neither a novel nor a poem, it is a Sphinx that poses riddles, which even she will not solve, of course. Αν σκότωσε, σκότωσε. If he killed, he killed. Πώς μπορεί να σκότωσε και να μην σκότωσε; Ποιος το καταλαβαίνει αυτό; Ύστερα μας πληροφορούν πως το βήμα μας είναι βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων και να που απ' αυτό το βήμα των “υγιών αντιλήψεων” μας διαβεβαιώνουν με όρκο πως το να ονομάζει κανείς το φόνο του πατέρα πατροκτονία είναι μονάχα μια πρόληψη! ||||||||||||||inform us||||||||||||||||||||||||they assure|||||||||||||||| How can he have killed and not killed? Who understands this? Then they inform us that our step is a step of truth and healthy perceptions and look, from this step of “healthy perceptions” they assure us with an oath that to call the murder of one’s father patricide is merely a prejudice! Μα αν η πατροκτονία είναι πρόληψη κι αν το κάθε παιδί αρχίσει ν' ανακρίνει τον πατέρα του: “Πατέρα, γιατί πρέπει να σ' αγαπώ;” —τότε τι θ' απογίνει με μας, τι θ' απογίνει με τα θεμέλια της κοινωνίας, πού θα καταλήξει η οικογένεια; Η πατροκτονία, βλέπετε, είναι μία απ' αυτές τις γρουσούζικες λέξεις που τρομάζουν τις εμπόρισσες της Μόσχας. But if patricide is prevention and if every child begins to interrogate their father: 'Father, why must I love you?' — then what will become of us, what will become of the foundations of society, where will the family end up? Patricide, you see, is one of those ominous words that terrify the merchants of Moscow. Τα πιο πολύτιμα, οι πιο ιερές υποθήκες για τον προορισμό και το μέλλον της ρωσικής δικαιοσύνης παρουσιάζονται διαστρεβλωμένα κι επιπόλαια, μόνο και μόνο για να πετύχουμε το σκοπό μας, να δικαιώσουμε τα αδικαίωτα. |||||sacred|||||||||||are presented|distorted|||||||||||||justify||unjustifiable acts The most precious, the most sacred pledges for the destiny and future of Russian justice are presented distorted and frivolously, just to achieve our goal, to justify the unjustifiable. Ω, κατασυντρίψτε τον με την ευσπλαχνία, αναφωνεί ο συνήγορος —άλλο που δε θέλει ο κακούργος κι αύριο κιόλας θα δούνε όλοι πόσο θα 'χει συντρίβει. Oh, completely crush him with compassion, exclaims the lawyer — it's just what the villain wants, and tomorrow everyone will see how much he will have been crushed. Πολύ ολιγαρκής ο κύριος συνήγορος που ζητάει μονάχα την αθώωση του κατηγορουμένου! |very frugal|||||||||| The very ascetic Mr. Advocate who only asks for the defendant's acquittal! Γιατί να μην αξιώσει και την ίδρυση υποτροφίας στ' όνομα του πατροκτόνου για τη διαιώνιση του κατορθώματος του στις επόμενες γενεές και στη νεολαία; Διορθώνονται το Ευαγγέλιο κι η Θρησκεία: Αυτά όλα, λέει, είναι μυστικισμός, μονάχα εμείς έχουμε πραγματικό χριστιανισμό που δοκιμάστηκε πια απ' τη λογική ανάλυση και τις υγιείς αντιλήψεις. |||||||||||tueur de père||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| |||to demand||||scholarship||||father-killer|||perpetuation||achievement||at||generations||||are corrected|||||||||||||||||||||||||| Why doesn't he also demand the establishment of a scholarship in the name of the patricide for the perpetuation of his achievement in the next generations and among the youth? The Gospel and Religion are corrected: All of this, he says, is mysticism; only we have true Christianity that has already been tested by logical analysis and healthy perceptions. Και να που υψώνουν μπροστά μας ένα ψεύτικο ομοίωμα Χριστού. |||raise up|||||| And here they raise before us a fake image of Christ. Τω γαρ αυτώ μέτρω, ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται και υμίν, αναφωνεί ο συνήγορος και την ίδια στιγμή βγάζει το συμπέρασμα πως ο Χριστός έδωσε την εντολή να μετράμε με κείνο το μέτρο που μας έχουν μετρήσει και μας- —κι αυτό απ' το βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων! |||||||||||||||||||||Christ|||||||||||||||||||||||||| |for|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| For with the same measure you use, it will be measured to you; the advocate exclaims, and at the same moment concludes that Christ commanded us to measure by that measure with which we have been measured, and this from the podium of truth and sound understandings! Εμείς ρίχνουμε μια ματιά στο Ευαγγέλιο μονάχα την παραμονή των αγορεύσεών μας για να κάνουμε εντύπωση με τη γνωριμία μας μ' ένα έργο που, όσο να πεις, είναι αρκετά πρωτότυπο, που μπορεί να μας χρησιμέψει για κάποιο εφέ, όσο θα χρειαστεί, όλα κατά τις ανάγκες μας! |||||évangile|||||||||||||rencontre||||||||||||||||||||||||||besoins| |throw|||||||||speeches||||||||||||||||||||||||||||||||||| We take a glance at the Gospel only on the eve of our speeches to impress others with our acquaintance with a work that, to be fair, is quite original, which might serve us for some effect, as needed, everything according to our needs! Nous jetons un œil à l'Évangile seulement la veille de nos discours pour impressionner avec notre connaissance d'une œuvre qui, disons-le, est assez originale, qui peut nous servir pour un effet, tant que nécessaire, tout selon nos besoins ! Μα ο Χριστός ίσα-ίσα δεν προστάζει να κάνουμε έτσι, μα να φυλαγόμαστε μην κάνουμε έτσι, γιατί μονάχα ο κακός κόσμος κάνει έτσι, εμείς πρέπει να συγχωρούμε και να στρέφουμε την άλλη παρειά κι όχι να μετράμε με το μέτρο που . ||||||||||||nous protéger|||||||||||||||||||||||||||| ||||||||||||we guard|||||||||||||||||turn|||cheek|||||||| But Christ precisely does not command us to do so, but to be careful not to do so, because only the wicked world does so; we must forgive and turn the other cheek and not measure with the measure that. Mais le Christ ne commande justement pas à agir ainsi, mais à veiller à ne pas agir de cette manière, car seul le monde malveillant agit ainsi, nous devons pardonner et tendre l'autre joue et non pas mesurer avec la mesure avec laquelle. μας μετρήσανε οι εχθροί μας. Our enemies have measured us. nos ennemis nous ont mesurés. Να τι μας δίδασκε ο Θεός μας κι όχι ότι είναι πρόληψη ν' απαγορεύουμε στα παιδιά μας να σκοτώνουν τον πατέρα τους. This is what our God taught us, and not that it is superstitious to forbid our children from killing their father. Κι ας μην αρχίσουμε να διορθώνουμε —απ' το βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων— το Ευαγγέλιο του Θεού μας που ο συνήγορος καταδέχεται μονάχα να τον ονομάζει “σταυρωμένο φιλάνθρωπο”, σ' αντίθεση μ' όλη την ορθόδοξη Ρωσία που Τον επικαλείται “Συ ει ο Θεός ημών!”» |||||correcting||||||||||||||||||condescends to|||||crucified|philanthropist||||||||||calls upon||||| And let us not begin to correct —from the platform of truth and healthy perceptions— the Gospel of our God, whom the advocate condescends only to call 'crucified philanthropist,' in contrast to all of Orthodox Russia, which calls upon Him, 'You are our God!'

Εδώ ο πρόεδρος επενέβη και συγκράτησε τον παρασυρμένο ρήτορα παρακαλώντας τον να μην υπερβάλλει, να μένει στα πρέποντα όρια κ.τ.λ, κ.τ.λ., όπως κάνουν συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις οι πρόεδροι. |||||||swayed||||||||||appropriate limits|||||||||||||||| Here the president intervened and restrained the carried away orator, asking him not to exaggerate, to stay within appropriate limits, etc., etc., as presidents usually do in such cases. Μα κι η αίθουσα ήταν ανήσυχη. But the room was also restless. Το κοινό αδημονούσε, αναφωνούσε μάλιστα από αγανάκτηση. ||was impatient|||| The audience was eager, even shouting out of indignation. Ο Φετιουκόβιτς ούτε αντείπε καν, ανέβηκε στο βήμα μονάχα για να προφέρει με τόνο προσβλημένο και με το χέρι στην καρδιά μερικές λέξεις γεμάτες αξιοπρέπεια. Fetiu Kovich neither objected at all; he went up to the podium only to utter, with an offended tone and his hand on his heart, a few words full of dignity. Ελαφρά μονάχα και ειρωνικά αναφέρθηκε στα «μυθιστορήματα» και στην «ψυχολογία» και σ' ένα σημείο βρήκε την ευκαιρία να εξακοντίσει εναντίον του εισαγγελέα: He only lightly and ironically referred to the 'novels' and to 'psychology,' and at one point found the opportunity to launch an attack against the prosecutor:

«Ω, Ζευ, θυμώνεις, θα πει λοιπόν πως έχεις άδικο» —πράμα που έκανε πολλούς να γελάσουν επιδοκιμαστικά, γιατί ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς κάθε άλλο παρά έμοιαζε με Δία. |Zeus|||||||||||||||||||||||| "Oh, Zeus, you are angry, then it means you are wrong" — something that made many laugh approvingly, because Hippolytus Kirilovich looked anything but like Zeus.

Ύστερα, στην κατηγορία πως τάχα επιτρέπει στη νέα γενιά να σκοτώνει τους πατεράδες της, ο Φετιουκόβιτς με βαθιά αξιοπρέπεια παρατήρησε πως ούτε θ' αντιλέξει καν. |||||||||||||||||||||||will argue| Later, in the category of somehow allowing the new generation to kill their fathers, Fetiouković remarked with deep dignity that no one would argue. Όσο για το ψεύτικο «ομοίωμα του Χριστού» και το ότι απαξίωσε να ονομάσει το Χριστό Θεό και τον ονόμασε μονάχα «σταυρωμένο φιλάνθρωπο», «πράγμα που είναι αντίθετο, λέει, με την ορθοδοξία και δεν μπορούσε να λεχθεί απ' το βήμα της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων» —ο Φετιουκόβιτς έκανε υπαινιγμό για τη «διαβολή» και για το ότι, όταν ετοιμαζόταν να 'ρθει εδώ, υπολόγιζε τουλάχιστον πως το εδώ βήμα είναι ασφαλισμένο από κατηγορίες «επικίνδυνες για το άτομό μου σαν πολίτου και πιστού υπηκόου...» Μα σ' αυτά τα λόγια ο πρόεδρος τον διέκοψε κι ο Φετιουκόβιτς κάνοντας μιαν υπόκλιση, τέλειωσε την απάντησή του συνοδευόμενος απ' τη γενική επιδοκιμασία της αίθουσας. ||||||||||deigned||||||||||||||||||||||||be said||||||||||||||||slander||||||||||||||||||||||||||citizen|||citizen and subject|||||||||||||||||||||||||| As for the fake 'likeness of Christ' and the fact that he refused to name Christ God and merely called him 'crucified philanthropist,' 'which is contrary, he says, to orthodoxy and could not be said from the podium of truth and healthy perceptions'—Fetiouković hinted at the 'slander' and that when he was preparing to come here, he at least expected that this podium would be safeguarded from accusations 'dangerous to my person as a citizen and faithful subject...' But in these words, the president interrupted him and Fetiouković, bowing, finished his answer amidst the general approval of the hall. Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, κατά τη γνώμη των κυριών μας, είχε «εκμηδενιστεί για πάντα». Hipolyte Kirilović, in the opinion of our ladies, had been 'annihilated forever.'

Ύστερ' απ' αυτό δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο. After that, the floor was given to the accused. Ο Μίτια σηκώθηκε μα είπε λίγα. Mitya stood up but said little. Ήταν τρομερά κουρασμένος και σωματικά και ψυχικά. He was terribly exhausted both physically and mentally. Το ύφος της ανεξαρτησίας και της δύναμης που μ' αυτό εμφανίστηκε το πρωί στην αίθουσα, είχε σχεδόν εξαφανιστεί. |||independence|||||||||||||| The air of independence and strength that he had displayed that morning in the room had almost vanished. Σα να 'χε ζήσει τούτη την ημέρα κάτι εξαιρετικά σπουδαίο που τον δίδαξε και τον σωφρόνισε για όλη του τη ζωή, κάτι που δεν το καταλάβαινε πρώτα. |||||||||||||||sanctified||||||||||| It was as if he had experienced something extraordinarily significant that day that taught and sobered him for his whole life, something he hadn't understood at first. Η φωνή του είχε αδυνατίσει, δε φώναζε πια όπως πριν από λίγο. His voice had weakened; he no longer shouted like he had just a moment ago. Στα λόγια του ακούστηκε κάτι καινούργιο, υποταγμένο, ηττημένο και γεμάτο κατανόηση. |||||||defeated||| In his words, something new sounded, submissive, defeated and full of understanding.

«Τι να πω, κύριοι ένορκοι! "What can I say, gentlemen jurors!" Η μέρα της Κρίσης έφτασε για μένα, ακούω την δεξιάν του Κυρίου απάνω μου. |||||||||right|||| "The day of Judgment has come for me, I hear the right hand of the Lord upon me." Ήρθε το τέλος της άσωτης ζωής μου! ||||profligate|| The end of my prodigal life has come! Μα σα να εξομολογούμαι στο Θεό, σας λέω και σας: Για το αίμα του πατέρα μου —όχι, δεν είμαι ένοχος! But as if I were confessing to God, I tell you: For my father's blood — no, I am not guilty! Για τελευταία φορά το ξαναλέω: Δε σκότωσα εγώ! For the last time I say it again: I did not kill! Ήμουν άσωτος μα αγαπούσα το καλό. |prodigal|||| I was prodigal but I loved the good. Κάθε στιγμή προσπαθούσα να διορθωθώ μα ζούσα σαν άγριο θηρίο. Every moment I tried to correct myself but I lived like a wild beast. Ευχαριστώ τον εισαγγελέα, αποκάλυψε πολλά πράματα για τον εαυτό μου που δεν τα 'ξερα και γω, μα δεν είναι αλήθεια πως σκότωσα τον πατέρα μου, έκανε λάθος ο εισαγγελέας! I thank the prosecutor, he revealed many things about myself that I didn't know, but it is not true that I killed my father, the prosecutor made a mistake! Ευχαριστώ και το συνήγορο, έκλαιγα καθώς τον άκουγα, μα δεν είναι αλήθεια πως σκότωσα τον πατέρα, ούτε και να το υποθέσει δε θα 'πρεπε! I thank the lawyer too, I was crying as I listened to him, but it's not true that I killed my father, nor should anyone even assume that! Μα τους γιατρούς μην τους πιστεύετε, έχω τα λογικά μου, μονάχα η ψυχή μου είναι βαριά. But don't believe the doctors, I have my sanity, only my soul is heavy. Αν με λυπηθείτε, αν με αφήσετε —θα προσευχηθώ για σας. If you have pity on me, if you let me —I will pray for you. Θα γίνω καλύτερος, δίνω το λόγο μου, μπροστά στο Θεό τον δίνω. I will become better, I give you my word, I give it in front of God. Κι αν με καταδικάσετε —θα σπάσω μονάχος μου το σπαθί μου και θα φιλήσω τα κομμάτια του! And if you condemn me — I will break my sword by myself and kiss its pieces! Μα λυπηθείτε με, μη με στερήσετε απ' το Θεό μου, ξέρω τον εαυτό μου: θα επαναστατήσω! |||||||||||||||I will rebel But have mercy on me, do not deprive me of my God, I know myself: I will rebel! Βαριά είν' η ψυχή μου, κύριοι... λυπηθείτε με!» My soul is heavy, gentlemen... have pity on me!

Σωριάστηκε σχεδόν στη θέση του, η φωνή του έσπασε στην τελευταία φράση. He almost collapsed in his place, his voice broke on the last phrase. Ύστερα το δικαστήριο άρχισε να ετοιμάζει τα ζητήματα. Then the court began to prepare the issues. Μα δε θα τα περιγράψω όλα λεπτομερειακά. But I will not describe everything in detail. Τέλος οι ένορκοι σηκώθηκαν για να βγουν και να συσκεφτούν. Finally, the jurors rose to leave and deliberate. Ο πρόεδρος ήταν πολύ κουρασμένος και γι' αυτό τους είπε ένα πολύ ισχνό παραινετικό λογύδριο: |||||||||||||advisory| The president was very tired, and for that reason he gave them a very weak admonitory speech:

«Να είστε αμερόληπτοι, μην παρασυρθείτε απ' τα ωραία λόγια της υπεράσπισης, μα ζυγίστε, θυμηθείτε πως έχετε να εκτελέσετε ένα σπουδαίο καθήκον» κ.τ.λ, κ.τ.λ. ||||get carried away||||||||weigh carefully|||||execute||||||||| "Be impartial, don't be swayed by the beautiful words of the defense, but weigh [the evidence], remember that you have a significant duty to perform" etc., etc.

Οι ένορκοι αποσύρθηκαν κι έγινε διακοπή της συνεδρίασης. The jurors withdrew and the session was interrupted. Μπορούσε να σηκωθεί κανείς, να πάει μια βόλτα, ν' ανταλλάξει τις εντυπώσεις που είχαν μαζευτεί μέσα του, να πάρει ένα μεζέ στα μπουφέ. One could get up, go for a walk, exchange the impressions that had accumulated within him, and grab a snack at the buffet. Ήταν πολύ αργά, κάπου μία μετά τα μεσάνυχτα μα κανένας δεν έφευγε. It was very late, about one o'clock after midnight, but no one was leaving. Τα νεύρα όλων ήταν τόσο τεταμένα και σε τέτοια κατάσταση που κανένας δεν είχε τη διάθεση ν' αναπαυθεί. Everyone's nerves were so tense and in such a state that no one was in the mood to relax. Όλοι περιμένανε με σφιγμένη καρδιά, αν και, για να λέμε την αλήθεια, όχι όλοι. Everyone was waiting with a heavy heart, although, to tell the truth, not everyone. Οι κυρίες ήταν απλώς σε υστερική ανυπομονησία μα με ήσυχη την καρδιά. The ladies were simply in hysterical anticipation but with a calm heart.

«Η αθώωση είναι σίγουρη», λέγανε. "The acquittal is certain," they were saying.

Όλες τους ετοιμάζονταν για την εντυπωσιακή στιγμή του γενικού ενθουσιασμού. All of them were preparing for the impressive moment of general excitement. Παραδέχομαι πως κι ανάμεσα στους άντρες της αίθουσας πολλοί ήταν βέβαιοι για τη σίγουρη αθώωση. Μερικοί χαίρονταν, άλλοι στραβομουτσούνιαζαν κι άλλοι είχαν κατεβάσει τα μούτρα τους: Δεν τη θέλανε την αθώωση! |||grimaced|||||||||||| Some were happy, others were frowning, and others had their faces downcast: They didn't want the acquittal! Ο ίδιος ο Φετιουκόβιτς ήταν σταθερά πεπεισμένος για την επιτυχία. Fetiu Kovits himself was firmly convinced of success. Τον είχαν τριγυρίσει, δεχότανε συγχαρητήρια. He was surrounded, accepting congratulations.

—Υπάρχουν, είπε σε μιαν ομάδα, όπως λέγανε αργότερα, υπάρχουν κάποια αόρατα νήματα που δένουν το συνήγορο με τους ενόρκους. |||||||||||||bind||||| —There are, he said to a group, as they later said, there are some invisible threads that connect the lawyer with the jurors. Τα προαισθάνεται κανείς την ώρα της αγόρευσης ακόμα. One senses them even at the time of the argument. Εγώ τα ένιωσα, υπάρχουν. I felt them, they exist. Η νίκη είναι δική μας, να 'στε ήσυχοι. The victory is ours, rest assured.

—Να δούμε όμως οι μουζίκοι μας τι θα πουν, πρόφερε ένας συνοφρυωμένος, χοντρός και βλογιοκομμένος κύριος πλησιάζοντας σε μιαν ομάδα. —But let's see what our muzhiks will say, said a frowning, fat, and bearded gentleman approaching a group.

—Μα δεν είναι δα μονάχα μουζίκοι. —But they are not just muzhiks. Είναι και τέσσερις υπάλληλοι. There are also four employees.

—Ναι, είναι κι οι υπάλληλοι, πρόφερε ένα μέλος του επαρχιακού συμβουλίου. —Yes, there are also the employees, said a member of the provincial council.

—Το Ναζάρεβ, τον Προχόρ Ιβάνοβιτς, τον ξέρετε; Κείνον |Nazareth|||||| —Do you know Nazarev, Prokhor Ivanovich? That one.

τον έμπορα με το μετάλλιο, τον ένορκο; ||||||juror the merchant with the medal, the juror?

—Και τι; —And what?

—Μεγάλο μυαλό. —Big mind.

—Μα δε βγάζει λέξη. —But he doesn't say a word.

—Σωστά, μα τόσο το καλύτερο. —That's right, but that makes it even better. Αυτός ο Πετρουπολίτης, δεν έχει τίποτα να του μάθει, μόνος του βάζει τα γυαλιά σ' όλη την Πετρούπολη. ||from Petersburg||||||||||||||| This Petrupolitan has nothing to learn from him, he puts the glasses on all of Petersburg by himself. Δώδεκα παιδιά έχει, φανταστείτε. He has twelve children, just imagine.

—Μα για σταθείτε, είναι τάχα δυνατό να μην τον αθωώσουν, φώναξε σε μιαν άλλη παρέα ένας νεαρός μας υπάλληλος. —Wait a minute, is it really possible that they won't acquit him? shouted a young employee to another group.

—Σίγουρα θα τον αθωώσουν, ακούστηκε μια κατηγορηματική φωνή. ||||||categorical| —They will definitely acquit him, a categorical voice was heard.

—Θα 'ταν ντροπή, αίσχος να μην τον αθωώσουν! —It would be a shame, a disgrace not to acquit him! αναφωνούσε ο υπάλληλος. the employee exclaimed. Ας σκότωσε, μα υπάρχουν πατεράδες και πατεράδες. So what if he killed, there are fathers and fathers. Κι επιτέλους βρισκόταν σε μια τέτοια παραφορά —πραγματικά μπορεί έτσι στην τύχη να κούνησε το γουδοχέρι και κείνος να σωριάστηκε. And finally they found themselves in such a frenzy —really, they might have just randomly swung the pestle and he ended up falling. Είναι άσκημο μονάχα που μπλέξανε δω πέρα το λακέ. ||||got tangled|||| It's just unfortunate that they've gotten the lackey involved here. Αυτό είναι απλώς ένα αστείο επεισόδιο. This is merely a funny episode. Εγώ στη θέση του συνηγόρου θα τους το 'λεγα καθαρά και ξάστερα: σκότωσε μα δεν είναι ένοχος, κι άντεστε στο διάολο. ||||||||||||||||||go to hell|| I, in the lawyer's position, would tell them clearly and plainly: he killed, but he is not guilty, now go to hell.

—Μα αυτό έκανε, μονάχα που δε μας διαολόστειλε. |||||||devil-send — But that's what he did, only he didn't send us to hell.

— Όχι, Μιχαήλ Σεμιόνιτς, σχεδόν το είπε, ακούστηκε μια τρίτη φωνούλα. ||Semyonovich||||||| — No, Mikhail Semyonovich, he almost said it; a third little voice was heard.

—Μα για σταθείτε, κύριοι, δεν αθωώσανε τη σαρακοστή μιαν ηθοποιό που έκοψε το λαιμό της γυναίκας του ερωμένου της; |||||||||||||||||lover| —But wait, gentlemen, didn't they acquit the actress who cut the throat of her lover's wife during Lent?

—Ναι, μα δεν τον έκοψε ως το τέλος. —Yes, but she didn't cut it all the way.

—Το ίδιο, το ίδιο κάνει, άρχισε να τον κόβει! —It's the same, it's the same, she started to cut it!

— Αμ αυτά που είπε για τα παιδιά; Υπέροχα! — Well, what he said about the kids? Wonderful!

—Υπέροχα. — Wonderful.

—Αμ για το μυστικισμό, για το μυστικισμό, ε; — Well, about mysticism, about mysticism, right?

—Δεν τον παρατάτε το μυστικισμό, αναφώνησε κάποιος άλλος σκεφτείτε τον Ιππόλυτο, τη μοίρα του από δω και μπρος! —Don’t leave him alone with mysticism, exclaimed someone else, think of Hippolytus, his fate from now on! Αύριο κιόλας η εισαγγελίνα του θα του βγάλει τα μάτια με τα νύχια της για το Μίτιενκα. |||little prosecutor||||||||||||| Tomorrow the little prosecutor will rip his eyes out with her nails for the Mitienka.

—Είν' εδώ αυτή; —Is she here?

—Τι λέτε; Αν ήταν εδώ, θα του τα 'χε βγάλει κιόλας. —What do you say? If he were here, he would have already taken them out.

Κάθεται σπίτι της, της πονούν τα δόντια, χε-χε-χε! She's sitting at home, her teeth are hurting, hee-hee-hee!

—Χε-χε-χε! —Hee-hee-hee!

Σε τρίτη παρέα: In a third group:

—Το Μίτιενκα θα τον αθωώσουν, καταπώς φαίνεται. - It seems that they will acquit Mitienka.

—Φοβάμαι πως αύριο θα τη διαλύσει την Πρωτεύουσα, δέκα μέρες θα μεθοκοπάει. - I'm afraid that tomorrow he will devastate the Capital, he will be drinking for ten days.

—Βρε, το διάβολο. —Hey, the devil.

—Ναι, εδώ έχει βάλει την ουρά του ο διάβολος. —Yes, the devil has put his tail here. Άλλωστε πού θα την έβαζε; After all, where else would he put it?

—Κύριοι, ας παραδεχτούμε πως τα είπε όμορφα. —Gentlemen, let us admit that he spoke beautifully. Όμως δεν μπορεί ο καθένας να σπάει το κεφάλι του πατέρα του με However, not everyone can break their father's head with

βαρίδια. weights. Αλλιώς πού θα φτάσουμε; Otherwise, where will we arrive?

—Το άρμα, το άρμα, θυμάστε; —The chariot, the chariot, do you remember?

—Ναι, από κάρο το 'κανε άρμα. —Yes, it turned the cart into a chariot.

—Κι αύριο από άρμα θα το κάνει κάρο, «όσο θα χρειαστεί, όλα κατά τις ανάγκες μας». —And tomorrow, from a chariot, it will become a cart, 'as long as it takes, everything according to our needs.'

—Καπάτσος ο σημερινός κόσμος! —The world today is cunning! Υπάρχει άραγε αλήθεια στη Ρωσία μας, κύριοι, ή χάθηκε ολότελα; Is there any truth in our Russia, gentlemen, or has it completely disappeared?

Μα ακούστηκε το κουδούνι. But the bell rang. Οι ένορκοι συσκέφτονταν μιαν ώρα ακριβώς, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. ||were deliberating||||||| The jurors deliberated for exactly one hour, neither more nor less. Βαθιά σιωπή επικράτησε μόλις ξανακάθισε το ακροατήριο. A deep silence prevailed as soon as the audience sat down again. Θυμάμαι πως οι ένορκοι μπήκαν στην αίθουσα. I remember how the jurors entered the courtroom. Επιτέλους! Finally! Δεν παραθέτω τα ζητήματα σ' όλα τους τα σημεία, και τα 'χω ξεχάσει κιόλας. |I do not|||||||||||| I do not present the issues in all their points, and I have already forgotten them. Θυμάμαι μονάχα την απάντηση στο πρώτο και σπουδαιότερο ζήτημα, δηλαδή «σκότωσε με σκοπό τη ληστεία, προμελετημένα;» (το κείμενο δεν το θυμάμαι ακριβώς). I only remember the answer to the first and most important question, namely 'Did he kill with the intent to rob, premeditatedly?' (I don’t remember the text exactly). Όλα νεκρώθηκαν. |were killed Everything was silenced. Ο προϊστάμενος των ενόρκων, εκείνος ο υπάλληλος που ήταν ο μικρότερος απ' όλους, δυνατά και καθαρά, μέσα στη νεκρική σιγή της αίθουσας πρόφερε: |foreman||||||||||||||||||||| The foreman of the jurors, that employee who was the youngest of all, pronounced loudly and clearly, in the deathly silence of the hall:

—Ναι, ένοχος. —Yes, guilty.

Κι ύστερα σ' όλα τα ζητήματα ακολούθησε το ίδιο: ένοχος, είναι ένοχος, κι αυτό χωρίς την παραμικρή επιείκεια! And then in all matters it was the same: guilty, he is guilty, and this without the slightest leniency! Αυτό πια κανένας δεν το περίμενε, για την επιείκεια τουλάχιστον όλοι ήταν βέβαιοι. No one expected this anymore, at least everyone was sure about the leniency. Η νεκρική σιγή της αίθουσας δε διακοπτόταν, λες κι όλοι είχαν πετρώσει κυριολεχτικά —κι αυτοί που διψούσαν την καταδίκη, κι αυτοί που θέλανε την αθώωση. ||||||was interrupted|||||||||||||||||| The deathly silence of the room was not interrupted, as if everyone had literally turned to stone — both those who thirsted for the condemnation, and those who wanted the acquittal. Όμως αυτό μονάχα τις πρώτες στιγμές. But this lasted only for the first moments. Ύστερα έγινε τρομερό πανδαιμόνιο. Then a terrible pandemonium broke out. Απ' τους άντρες πολλοί ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένοι. Many of the men were extremely satisfied. Μερικοί μάλιστα τρίβανε τα χέρια τους μην κρύβοντας τη χαρά τους. Some were even rubbing their hands, not hiding their joy. Οι δυσαρεστημένοι ήταν σαν καταβεβλημένοι, υψώνανε τους ώμους τους, ψιθύριζαν, -μα σα να μην καταλάβαιναν ακόμα. |discontented|||||||||||||| The dissatisfied looked as if they were worn out, shrugging their shoulders, whispering, -but as if they still didn’t understand. Όσο για τις κυρίες μας, —ω, Θεέ μου, τι έγινε! As for our ladies, —oh, my God, what happened! Νόμιζα πως θα σηκώσουν επανάσταση. I thought they would rise in rebellion. Στην αρχή σα να μην πίστευαν στ' αυτιά τους. At first, it was as if they couldn't believe their ears. Και ξαφνικά, σ' όλη την αίθουσα ακούστηκαν φωνές: «Τι είναι αυτό; Τι είναι πάλι αυτό;» And suddenly, throughout the hall, voices were heard: 'What is this? What is this again?'

Σηκώθηκαν απ' τις θέσεις τους. They got up from their seats. Φαίνεται πως νόμιζαν ότι μπορεί να τ' αλλάξει κανείς όλα και να τα μεταβάλει. It seems they thought that anyone could change everything and alter it. Αυτή τη στιγμή σηκώθηκε ξαφνικά ο Μίτια και με μια σπαρακτική κραυγή φώναξε, απλώνοντας τα χέρια μπροστά του: ||||||||||heartbreaking||||||| At that moment, Mitia suddenly stood up and, with a heartbreaking scream, shouted, stretching his hands in front of him:

—Ορκίζομαι στο Θεό και στην Κρίση Του πως για το αίμα του πατέρα μου είμαι αθώος! I swear to God and His Judgment that I am innocent for my father's blood! Κάτια, σε συγχωρώ! Katya, I forgive you! Αδέρφια, φίλοι, λυπηθείτε την άλλη! Brothers, friends, have pity on the other!

Δεν μπόρεσε να τελειώσει και ξέσπασε σε γοερά αναφιλητά. He could not finish and burst into bitter sobs. Θα 'λεγε κανείς πως μονομιάς η φωνή του είχε αλλάξει, πως δεν ήταν πια η δική του, πως ερχόταν ο Θεός ξέρει από πού. One could say that all of a sudden his voice had changed, that it was no longer his, that God knows from where he was coming. Από πάνω απ' τη γαλαρία, στην πιο πίσω γωνιά, αντήχησε μια διαπεραστική γυναικεία κραυγή: Ήταν η Γκρούσενκα. From above in the gallery, in the farthest corner, a piercing woman's scream echoed: It was Grushenka. Είχε παρακαλέσει κάποιον και την αφήσανε να ξαναμπεί στην αίθουσα προτού αρχίσουν οι αγορεύσεις. She had begged someone and they let her re-enter the room before the speeches began. Το Μίτια τον παρέλαβε η φρουρά. Mitya was taken by the guards. Η ανάγνωση της απόφασης είχε αναβληθεί για την άλλη μέρα. The reading of the decision had been postponed to the next day. Όλη η αίθουσα σηκώθηκε μέσα σε ταραχή, μα εγώ πια δεν περίμενα και δεν άκουσα, θυμάμαι μονάχα μερικές αναφωνήσεις, στο κατώφλι πια, στην έξοδο. The whole room erupted in turmoil, but I no longer waited and did not listen, I only remember some exclamations, at the threshold now, at the exit.

—Είκοσι χρονάκια στο ορυχείο μυρίζει. —It smells like twenty years in the mine.

— Όχι λιγότερα. — Not less.

—Ναι, οι μουζίκοι μας το δείξανε. — Yes, the peasants showed us.

—Και τον αποτέλειωσαν για τα καλά το Μίτιενκα. ||finished him off||||| — And they finished off Mitienka for good.