19. Προμηθεύονται εργαλεία για τους δρόμους
They obtain|tools|||roads
19. Supplying tools for the roads
19. Suministro de herramientas para las carreteras
19. Fourniture d'outils pour les routes
19. Fornitura di strumenti per le strade
19. Dostarczanie narzędzi na drogi
19. Fornecimento de ferramentas para as estradas
19. Поставка инструментов для дорог
19. Yollar için araç temini
Όταν έφτασαν τα παιδιά, βρήκαν μεγάλη ησυχία στο χωριό.
|arrived||the children|found|great|silence||village
When the children arrived, they found the village very quiet.
Πολλοί χωριανοί έλειπαν στα κτήματα.
|villagers|were absent||fields
Many villagers were away on the farms.
—Τόσοι λίγοι άνθρωποι εδώ μέσα, είπε ο Αντρέας, και να μαλώνουν!
So few|few||||||Andreas|||argue
-"So few people in here," said Andreas, "and fighting!
Πού να ήταν καμιά πολιτεία!
Where|||any|state
Wenn es doch nur ein Staat wäre!
If only it were a state!
Και προχώρησαν στο μέρος που το λένε «τα μαγαζιά».
|moved forward||part|||they call||stores
And they proceeded to the place called "the shops".
Όλα τα μαγαζιά ήταν ένα μαγαζί.
||stores|||
All the shops were one shop.
---
---
Τρεις χωριανοί κουτσόπιναν μέσα.
|villagers|were drinking slowly|inside
Three villagers limped inside.
Οι κότες απέξω τσιμπούσαν τη γη κι ένα σταχτί γαϊδουράκι στεκόταν ακίνητο σαν ψεύτικο.
The|chickens|outside|pecked at|||||ash-gray|little donkey|was standing|still||fake
The chickens outside were pecking the earth and an ashy donkey stood still as a fake.
O μπαλωματής μ' ένα παπούτσι στα γόνατά του έδινε γροθιές στον αέρα.
|cobbler|||shoe||his knees|his|was throwing punches|punches|the|air
The patcher with a shoe on his knee was punching the air.
—Να, να ο μπαλωματής!
|||the patcher
-Well, there's the patcher!
φώναξαν τα παιδιά.
the children shouted||
the children shouted.
Όποιος δεν έχει πρόκες στα παπούτσια του να βάλει.
Whoever||has|nails||shoes|||put on
Anyone who doesn't have nails in his shoes should put them on.
Χωρίς πρόκες εδώ πάνω θα μείνουμε ξυπόλυτοι.
Without|nails||up|will|we will stay|barefoot
Without nails up here, we'll be barefoot.
Μερικοί τον πλησίασαν, έβγαλαν τα παπούτσια τους και ζήτησαν να τους βάλει καρφιά.
some||approached him|took off|||||asked for|||put on|nail studs
Some approached him, took off their shoes and asked him to nail them.
—Μπάρμπα, είπαν, να μας πεταλώσεις.
Uncle||to||shoe our horses
-Barba, they said, to horseshoe us.
O μπαλωματής γέλασε με τα τρία δόντια του, πήρε το σφυρί κι άρχισε να καρφώνει πρόκες στα παπούτσια τους.
|Cobbler|laughed||||teeth||took||Hammer||began to||nail down|nails||shoes|
The patcher laughed with his three teeth, took the hammer and began to drive nails into their shoes.
---
---
Εκεί κοντά φάνηκε κι ο γέροντας που είχαν απαντήσει στον δρόμο και τους καλωσόρισε.
|close|appeared|||old man||they had|met|||||welcomed them
Nearby, the old man who had answered on the road appeared and welcomed them.
Τους είπε πως είναι προεστός της κοινότητας και τους ρώτησε γιατί ήρθαν κι από πού.
||that||leader of community||community|||asked them||they came|||where
He told them that he was the head of the community and asked them why they came and where they came from.
—Ήρθαμε να ψωνίσουμε, είπε ο Αντρέας.
We came||shop|||
-We came to shop, said Andreas.
Καθόμαστε απάνω στο Χλωρό κι έχουμε ανάγκη από κότες, απ' αυγά κι από λαχανικά.
We sit|on||Greenery|and|we have|need||chickens|||||vegetables
We're sitting up on the Chloro and we need chickens, eggs and vegetables.
—Μετά χαράς να τα πάρετε, είπε ο γέροντας.
|joy|||take them|||old man
-Du kannst sie gerne nehmen", sagte der alte Mann.
-"You may take them gladly," said the old man.
Κότες δα έχουμε πολλές.
Chickens|after all||
We have a lot of chickens.
—Μερικά τσαπιά και φτυάρια μπορείτε να μας δανείσετε για μια δουλειά;
|hoes||shovels|can|||lend us|||job
-Can you lend us some scoops and shovels for a job?
—Αν σας χρειάζονται, είπε ο γέροντας, να σας τα δώσουμε.
|you|need you|||elder||||give them to you
-"If you need them," said the old man, "we will give them to you.
—Μας χρειάζονται, γιατί η δική μας κοινότητα δεν έχει ούτ' ένα μονοπάτι.
|they need|||||community|||"not even"||pathway
-They need us, because our community does not have a path.
Θέλουμε ν' ανοίξουμε κανένα.
||open up|
We want to open one.
---
---
—Μπα; Έχετε και σεις κοινότητα;
Oh|you have|also|you too|community
-Ba? Do you have a community?
—Εμείς είμαστε η τελευταία τάξη του ελληνικού, μα τώρα, που ήρθαμε στο δάσος και ζούμε μαζί στο ίδιο μέρος, κοινότητα τη λέμε τη συντροφιά μας.
|we are||last|class||Greek|but|||we arrived||forest||live together||in the||part|community|the|we call||companionship|our
-We are the last class of Greek, but now that we have come to the forest and live together in the same place, we call our community our companionship.
Όλα τα 'χουμε μαζί.
||we have|together
We have it all together.
—Και πόσοι θα δουλέψετε με τα εργαλεία;
|||work|||tools
-And how many of you will work with the tools?
—Μερικοί απ' όλους ή όλοι μαζί, το ίδιο κάνει.
some|||||together|||doesn't matter
-Some of them all or all of them together, it does the same.
Η δουλειά μόνο να γίνει.
|work|only||be done
Just get the job done.
—Ποπό!
Oh my!
-Bottom!
Ντροπή!
Shame!
Shame!
έκανε ο γέρος.
the old man||
the old man did.
Μας ντρόπιασαν τα παιδιά!
|embarrassed||
We were embarrassed by the children!