×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 2. Το γράμμα του Αντρέα

2. Το γράμμα του Αντρέα

Και τάχα δεν μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί ψηλά; Πολλές φορές ο δάσκαλος τους είχε πει στο μάθημα, πως τα παιδιά που είναι στην τελευταία τάξη του ελληνικού μπορούν να πάνε μόνα τους στο βουνό. Πως, άμα έχουν θάρρος και πειθαρχία, μπορούν να κατοικήσουν μόνα τους εκεί έναν δυο μήνες. Φτάνει να έχουν την άδεια του πατέρα τους, την κατοικία και την τροφή.

—Πόσα πράγματα, τους είπε, θα μάθετε όταν πάτε τόσο ψηλά! Ούτε το βιβλίο μπορεί να σας τα πει ούτ' εγώ.

Κι έφυγε για την πατρίδα του, για να περάσει τις διακοπές. Ήταν βέβαιος πως, άμα θέλουν τα παιδιά, θα το κατορθώσουν.

Τα παιδιά παρακάλεσαν τους γονείς τους να τους αφήσουν να πάνε. Εκείνοι αντιστάθηκαν στην αρχή.

—Πού ξέρουμε, είπαν, τι θα κάνετε τόσο μακριά; Τάχα θα μπορείτε να βρίσκετε ό,τι σας χρειάζεται; Θα φροντίζει ο ένας για τον άλλο; Θα είστε αχώριστοι;

Υποσχέθηκαν πως και τα είκοσι πέντε παιδιά θα είναι σαν ένας. Μα ύστερα οι δικοί τους ρώτησαν:

—Πού θα βρείτε τις καλύβες να καθίσετε; Ήταν η πρώτη δυσκολία. Ύστερα τους είπαν:

—Πού θα βρίσκετε την τροφή, για να ζείτε τόσο μακριά; Μπροστά στις δύο δυσκολίες τα παιδιά σταμάτησαν· άφησαν το ταξίδι για άλλη φορά.

Και κείνο που μένει για άλλη φορά σπάνια γίνεται.

---

Ένας όμως μαθητής, ο Αντρέας, προσπάθησε να κάνει αυτός μόνος, εκείνο που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν.

Ήταν το παιδί που τολμούσε. Ο Αντρέας κυνηγούσε πιο πολύ τα δύσκολα παρά τα εύκολα. Δεν τον θυμούνται να δείλιασε ποτέ. Αλλά πιο γενναίος ήταν εκεί που θα ωφελούσε τους άλλους.

Ο πατέρας του, ο κυρ Στέφανος, ήταν εργολάβος ξυλείας στο δάσος που τους είπε ο δάσκαλος να πάνε, στο Χλωρό. Είχε πολλούς λοτόμους εκεί.

Τον παρακάλεσε λοιπόν ο Αντρέας να δώσει χάρισμα την ξυλεία για τις καλύβες που χρειάζονταν τα παιδιά. Και για να το πετύχει, ακολούθησε μια μέρα τον πατέρα του στο δάσος, όπου είχε πάει να επιβλέψει την εργασία.

Σε δύο μέρες οι λοτόμοι έστησαν οχτώ καλύβες. Οχτώ γερές και χαριτωμένες καλύβες· ένα χωριουδάκι. Η κατοικία ετοιμάστηκε.

Από τους λοτόμους πάλι έμαθε ο Αντρέας πως οι βλάχοι θα πήγαιναν στα Τρίκορφα, καθώς το λένε κείνο το βουνό, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους· γιατί φέτος βγήκε πολύ χορτάρι σε κείνο το μέρος.

Βρέθηκε λοιπόν το σπουδαιότερο, η τροφή. Από το κοπάδι θα έχουν το κρέας και τα γαλακτερά.

Ο Αντρέας έμεινε στο δάσος ανυπομονώντας να έρθουν οι βλάχοι. Κι όταν ήρθαν, έστειλε στην πόλη, στα δύο παιδιά, αυτή την παραγγελία:

«Παιδιά,

Στις είκοσι εννιά, των Αγίων Αποστόλων, εσείς οι δύο, κατά το βράδυ, να κοιτάζετε στο βουνό, προς το μέρος μας, προς το Χλωρό. Αν δείτε τρεις φωτιές στην αράδα, να ξέρετε πως αυτό θα είναι μήνυμα δικό μου για σας· θα σημαίνει πως όλα έχουν ετοιμαστεί, κι η τροφή, κι οι καλύβες κι ό,τι άλλο χρειάζεται. Μόνο να ειδοποιήσετε γι' αυτό τον Φάνη και τ' άλλα παιδιά. Και να κάνετε ό,τι μπορείτε για να έρθετε. Μη χάνετε καιρό. Τι ωραία που είναι ‘δώ ψηλά!»

Είκοσι εννιά, των Αγίων Αποστόλων, απόψε, να οι φωτιές!

---

Τα δύο παιδιά έφτασαν κι έφεραν το μήνυμα στον Φάνη, στον Μαθιό και στον Κωστάκη.

Ανέλπιστη χαρά! Ποτέ δεν είχαν συνεννοηθεί από τόσο μακριά. Θα πάνε; Και πότε; Πώς;

Τρέχουν στο σπίτι με τα μάτια προς τις τρεις φωτιές.

—Μας γνέφουν! φωνάζει ο Κωστάκης.

Κι αλήθεια, οι τρεις φωτιές νόμιζες πως τους καλούσαν.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

2. Το γράμμα του Αντρέα |письмо|| |||d'André |Andreas' letter|of|Andrea's |dopis|| |||アンドレアの list|list|do|Andrzeja 2. Der Brief von Andrea 2\. Andrea's letter 2. La carta de Andrea 2. Andreaksen kirje 2. La lettre d'Andrea 2. アンドレアスの手紙 2. List Andrei 2\. A carta de Andrea 2\. Письмо Андреа 2. Andrea'nın mektubu 2.安德里亚的信

Και τάχα δεν μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί ψηλά; Πολλές φορές ο δάσκαλος τους είχε πει στο μάθημα, πως τα παιδιά που είναι στην τελευταία τάξη του ελληνικού μπορούν να πάνε μόνα τους στο βουνό. |может быть|||||||||||||||||||||||||||||||||| |||||||||là-haut|plusieurs|fois||maître|||dit||cours||||||||classe||grec|peuvent||aller|seuls||| "And"|"perhaps"|"not" or "could not"|could they|to|to be|"and"|they|"up there"|up high|many|times||teacher|their|had told them|had told them|"in the"|lesson|that|the|children|that|are|in the|last|grade/class level||Greek school|"can"||"go"|on their own|"them"|"in the"|mountain |||||||||hoch|||||||||||||||||||||||||| |||mohli||||||||||učitel||||na|||||||||třídě||řeckého||||sami||| |varmaankin||||||||korkealla|||||||||||||||||||kreikkiläisestä||||yksin||| |たぶん|||||||||||||||||||||||||クラス||ギリシャの||||一人で||| I czy|może|nie|mogli|móc||też|oni|||||||||||||||||||||szkoły greckiej||||||| Könnten sie nicht auch da oben sein? Oft hatte ihnen der Lehrer im Unterricht gesagt, dass die Kinder, die in der letzten Griechischstunde sind, alleine auf den Berg gehen können. And couldn't they be up there too? Many times their teacher had told them in class that children in the last grade of Greek could go up the mountain by themselves. Muchas veces el profesor les había dicho en clase que los niños que están en el último curso de griego pueden ir solos a la montaña. Eikö hekin voineet olla siellä ylhäällä? Usein opettaja oli sanonut heille tunnilla, että ne lapset, jotka ovat viimeisellä luokalla kreikassa, voivat mennä sinne vuorelle yksin. そして彼らもあそこ高いところにいることができなかったのだろうか?教師は授業で何度も言っていた、ギリシャ語の最後の学年の子供たちは一人で山に行くことができる。 Então eles não poderiam estar lá em cima também? Muitas vezes o professor lhes disse em sala de aula que as crianças que estão na última aula de grego podem ir à montanha sozinhas. Так они не могли быть там тоже? Много раз учитель говорил им в классе, что дети, которые в последнем классе греческого языка, могут пойти в гору сами. Ve onlar da orada olamazlar mıydı? Öğretmenleri onlara sınıfta birçok kez Yunanca'nın son sınıfındaki çocukların kendi başlarına dağa çıkabileceklerini söylemişti. 也许他们也能在那里高处吗?老师在课堂上多次告诉他们,希腊的最后一年级的孩子可以独自去山上。 Πως, άμα έχουν θάρρος και πειθαρχία, μπορούν να κατοικήσουν μόνα τους εκεί έναν δυο μήνες. |si||||discipline|ils peuvent||habiter||||||mois How|if|they have|courage||discipline|can live||"live by themselves"|on their own|||for||months |||Mut||Disziplin|||wohnen|||||| |pokud||odvahu|a|disciplína|||bydlet sami|sami||||| kuinka|jos||rohkeus||kuria|||asua|||||kaksi| ||||||||住む|||||| Wie, wenn sie Mut und Disziplin haben, können sie dort ein oder zwei Monate alleine leben. That, if they have courage and discipline, they can live there alone for a couple of months. Että jos heillä on rohkeutta ja kurinalaisuutta, he voivat asua siellä yksin yhden tai kaksi kuukautta. どうして、もし彼らが勇気と規律を持っていれば、1、2ヶ月そこに一人で住むことができる。 Como, se eles têm coragem e disciplina, podem viver lá sozinhos por um mês ou dois. Как, если у них есть мужество и дисциплина, они могут жить там сами по себе месяц или два. Eğer cesaretleri ve disiplinleri varsa, orada birkaç ay tek başlarına yaşayabilirler. 只要他们有勇气和纪律,他们可以在那里独自生活一个两个月。 Φτάνει να έχουν την άδεια του πατέρα τους, την κατοικία και την τροφή. ||||||||||||пища ||||||||||||nourriture "It is enough"||||permission|their father's|their father|||residence||the|food es reicht|||||||||Wohnung|||Nahrung riittää||||lupa||isä|||asunto||| 十分||||||||||||食べ物 Es reicht aus, die Erlaubnis des Vaters, Unterkunft und Essen zu haben. It is enough to have their father's permission, residence, and food. Riittää, että heillä on isänsä lupa, asunto ja ruoka. 父親の許可、住居、食糧があれば十分です。 Basta ter a permissão do pai, moradia e alimentação. Достаточно иметь разрешение отца, жилье и еду. Babalarının izni, barınma ve yiyecekleri olduğu sürece. 只要他们有父亲的许可,住所和食物。

—Πόσα πράγματα, τους είπε, θα μάθετε όταν πάτε τόσο ψηλά! combien|||||vous apprendrez||vous allez|| How many|things||he told||you will learn|when|"go"|so much|so high ||彼らに||||||| – Wie viele Dinge, sagte er zu ihnen, werdet ihr lernen, wenn ihr so hoch hinausgeht! —How many things, he told them, you will learn when you go so high! -¡Cuántas cosas, les dijo, aprenderéis cuando lleguéis tan alto! – Kuinka monta asiaa, hän sanoi, opitte, kun menette niin korkealle! — Quante cose, disse loro, imparerai quando salirai così in alto! —あなたたちがそんなに高いところに行ったら、どれだけのことを学ぶか!と彼は言った。 — Quantas coisas, disse-lhes, vocês aprenderão quando subirem tão alto! — Сколько вещей, — сказал он им, — вы узнаете, когда подниметесь так высоко! -O kadar yükseğe çıktığınızda ne çok şey öğreneceksiniz, dedi onlara! —你们会学到很多东西,他告诉他们,当你们到达那么高的地方! Ούτε το βιβλίο μπορεί να σας τα πει ούτ' εγώ. ||||||||ni| "Neither"||book||||them|tell|nor| |||||||言う|私も| Neither the book can tell you nor can I. Eikä kirja voi kertoa teille niitä, enkä minä. Nemmeno il libro può dirtelo, né io. 本も私もあなたたちにはそれらを教えることはできません。 Nem mesmo o livro pode lhe dizer, nem eu. Ни книга, ни я не могу вам этого сказать. 连书都不能告诉你们,我也不能。

Κι έφυγε για την πατρίδα του, για να περάσει τις διακοπές. ||||родина|||||| |est parti|||pays||||passer|| "And"|he left|||homeland|his|to||spend||holidays ||||Heimat|||||| |帰った|||||||過ごす|| Und er ging in seine Heimat, um die Ferien zu verbringen. And he left for his homeland, to spend the holidays. Ja hän lähti kotimaahansa, jotta voisi viettää lomaa. E partì per la sua terra natale, per trascorrere le vacanze. 彼は故郷に帰り、休暇を過ごすために出発した。 E partiu para sua terra natal, para passar as férias. И уехал на родину, проводить каникулы. Ve tatilini geçirmek üzere memleketine gitti. 然后他回到了他的祖国,度假去了。 Ήταν βέβαιος πως, άμα θέλουν τα παιδιά, θα το κατορθώσουν. |||если||||||сумеют ||||veulent|||||réussiront "Was"|sure|that|if they|"they want"||the children||it|achieve it |||||||||schaffen |||jos||||||onnistuvat |||もし|||||| Er war sich sicher, wenn die Kinder wollten, würden sie Erfolg haben. He was sure that if the children wanted, they would succeed. Hän oli varma, että jos lapset haluavat, he onnistuvat. Era sicuro che se i bambini avessero voluto, avrebbero avuto successo. 彼は、子供たちが望むなら、成功できると確信していた。 Ele tinha certeza de que, se as crianças quisessem, teriam sucesso. Он был уверен, что если дети захотят, у них все получится. Çocuklar isterse bunu yapabileceklerinden emindi. 他确信,只要孩子们愿意,他们会成功的。

Τα παιδιά παρακάλεσαν τους γονείς τους να τους αφήσουν να πάνε. ||pyysivät||||||jättää|| ||ont demandé||parents|||||| ||haben gebeten|||||||| ||begged|their|parents||||let them go|| ||お願いした|||||||| The children begged their parents to let them go. Lapset pyysivät vanhempiaan antamaan heille luvan mennä. I bambini pregarono i genitori di lasciarli andare. 子供たちは両親に行かせてほしいと頼んだ。 As crianças imploraram aos pais para deixá-los ir. Дети умоляли родителей отпустить их. Çocuklar ailelerine onları bırakmaları için yalvardılar. 孩子们请求父母让他们去。 Εκείνοι αντιστάθηκαν στην αρχή. |устояли|| Ils|||début "They"|"resisted"|to|beginning he|vastasivat|| |抵抗した|| |oparli się|| They resisted at first. He vastustivat aluksi. All'inizio hanno resistito. 彼らは最初に抵抗しました。 Eles resistiram no início. Сначала сопротивлялись. İlk başta direndiler. 他们起初反抗了。

—Πού ξέρουμε, είπαν, τι θα κάνετε τόσο μακριά; Τάχα θα μπορείτε να βρίσκετε ό,τι σας χρειάζεται; Θα φροντίζει ο ένας για τον άλλο; Θα είστε αχώριστοι; ||||||||||сможете||||||||||||||| |||||vous ferez||loin||||||ce que||a besoin||s'occupera|||||||vous êtes|inseparables where|"we know"|they said||will|you will do|so|away|Supposedly allegedly||you will be able||find|"whatever"||is needed||take care of||one|||||you will be|inseparable |||||||||||||||||kümmert||||||||unzertrennlich |||||||||||||||||照顾||||||||形影不离 ||||||||||||löydätte|||||huolehtii||||||||erottamattomat ||||||||||||見つける|||||||||||||離れられない ||||||||||||||||||||||siebie nawzajem||| -Wie können wir wissen, sagten sie, was werdet ihr so weit weg tun? Werdet ihr in der Lage sein, alles zu finden, was ihr braucht? Werdet ihr euch umeinander kümmern? Werdet ihr unzertrennlich sein? —How do we know, said they, what you will do so far? So will you be able to find everything you need? Will they take care of each other? Will you be inseparable? —Mistä me tiedämme, he sanoivat, mitä teette niin kaukana? Voitteko muka löytää kaiken tarvitsemanne? Huolehtivatko toisistanne? Oletteko erottamattomia? — Come sappiamo, dicevano, cosa farai finora? Quindi sarai in grado di trovare tutto ciò di cui hai bisogno? Si prenderanno cura l'uno dell'altro? Sarai inseparabile? —どこで私たちがそんなに遠くで何をするか知っているでしょうか? あなたが必要なものを見つけることができるでしょうか? お互いを気にかけるでしょうか? あなたたちは一緒にいることができるでしょうか? — Como sabemos, disseram eles, o que você vai fazer até agora? Então você será capaz de encontrar tudo o que precisa? Eles vão cuidar um do outro? Você será inseparável? -- Откуда нам знать, -- сказали они, -- что вы будете делать до сих пор? Так вы сможете найти все, что вам нужно? Будут ли они заботиться друг о друге? Вы будете неразлучны? -Nasıl bilebiliriz, dediler, bu kadar uzakta ne yapacaksınız? İhtiyacınız olan her şeyi bulabilecek misiniz? Birbirinize bakabilecek misiniz? Birbirinizden ayrılamayacak mısınız? 我们怎么知道,你们说,你们要远走高飞?也许你们能找到你们需要的一切吗?你们会互相照顾吗?你们会形影不离吗?

Υποσχέθηκαν πως και τα είκοσι πέντε παιδιά θα είναι σαν ένας. ils ont promis||||vingt|||||| sie haben versprochen|||||||||| They promised|that|||twenty|twenty-five|children|||like|one 約束した|||||||||| Slíbili, že všech pětadvacet dětí bude jako jedno. Sie versprachen, dass alle fünfundzwanzig Kinder eins sein würden. They promised that all twenty-five children would be as one. He lupasivat, että kaikki kaksikymmentäviisi lasta olisivat kuin yksi. 彼らは25人の子供たち全員が一つのようであると約束しました。 Eles prometeram que todas as vinte e cinco crianças seriam uma só. Они пообещали, что все двадцать пять детей будут как один. Yirmi beş çocuğun hepsinin bir olacağına söz verdiler. 他们承诺说,他们的二十五个孩子会像一个人一样。 Μα ύστερα οι δικοί τους ρώτησαν: |||omansa|| |après||les leurs|| "But"|then|the|their people||"asked" |||彼らの人々|| Aber dann fragten ihre Leute: But then their people asked: Mutta sitten heidän omat kysyivät: その後、彼らの側の人々は尋ねました: Mas então seu povo perguntou: Но тогда их люди спросили: Ama sonra insanları sordu: 但是后来他们的亲人问道:

—Πού θα βρείτε τις καλύβες να καθίσετε; Ήταν η πρώτη δυσκολία. ||||mökkejä||istua|||| ||||Hütten||sitzen|||| ||find||huts|to|sit down|It was||first|first difficulty ||||||s'asseoir||||difficulté ||||||||||trudność —Wo findest du die Hütten zum Sitzen? Das war die erste Schwierigkeit. —Where will you find the huts to sit in? It was the first difficulty. —Mistä löydätte majoitukset, joissa istua? Se oli ensimmäinen vaikeus. —どこで座るための小屋を見つけますか?それが最初の難しさでした。 — Onde você vai encontrar as cabanas para se sentar? Foi a primeira dificuldade. — Где ты найдешь хижины, чтобы посидеть в них? Это была первая трудность. -Oturacak kulübe nerede bulacaksın? İlk zorluk buydu. - 在哪里可以找到小屋坐下?这是第一个困难。 Ύστερα τους είπαν: Then they said||they told Then they said to them: Sitten heille sanottiin: その後、彼らは言いました: Então lhes disseram: Тогда они сказали им: 然后他们被告知:

—Πού θα βρίσκετε την τροφή, για να ζείτε τόσο μακριά; Μπροστά στις δύο δυσκολίες τα παιδιά σταμάτησαν· άφησαν το ταξίδι για άλλη φορά. |||||||elätte||||||||||jättivät||||| ||||||||||devant|devant les||difficultés|||se sont arrêtés|||voyage||une autre| ||you will find||food|||to live|so|far away|In front|||difficulties|||stopped|left||journey||another|time ||||||||||Vor den|||||||||||| |||||||生きる||||||困難||||やめた||||| – Wo wirst du Nahrung finden, um so weit weg zu leben? Angesichts der beiden Schwierigkeiten blieben die Kinder stehen und verließen die Reise für ein anderes Mal. —Where will you find food, to live so far away? Faced with the two difficulties the children stopped; they left the journey for another time. —Mistä aiotte löytää ravintoa, jotta voitte elää niin kaukana? Kahden vaikeuden edessä lapset pysähtyivät; he jättivät matkan toiseen kertaan. —どこで食べ物を見つけて、そんなに遠くに住んでいるのですか?二つの困難の前で子供たちは立ち止まり、旅をまたの機会にすることにしました。 — Onde você vai encontrar comida, para morar tão longe? Diante das duas dificuldades, as crianças pararam, deixaram a viagem para outro momento. — Где ты возьмешь пропитание, чтобы жить так далеко? Столкнувшись с двумя трудностями, дети остановились, отложили путешествие на другой раз. -Bu kadar uzakta yaşamak için yiyeceği nereden bulacaksın? Bu iki zorluk karşısında çocuklar durdular; yolculuğu başka bir zamana bıraktılar. - 你们怎么找到食物,以便生活这么远?面对这两个困难,孩子们停下来了;他们把旅行留到下一次。

Και κείνο που μένει για άλλη φορά σπάνια γίνεται. |||reste||||rarement| ja|se||||||harvoin| |das||||||selten| "And"|"that thing"||remains|||time|rarely happens|becomes |それ||||||| Und was für ein anderes Mal bleibt, passiert selten. And what stays for another time rarely happens. Ja se, mikä jää toiseen kertaan, harvoin tapahtuu. E quello che rimane per un'altra volta accade raramente. そして、次回残るものはめったに実現しない。 E o que fica para outro tempo raramente acontece. А то, что остается на другой раз, случается редко. Ve başka bir zamana kalan nadiren olur. 还有很少的时候留下来下次再也见不到。

--- --- --- --- ---

Ένας όμως μαθητής, ο Αντρέας, προσπάθησε να κάνει αυτός μόνος, εκείνο που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν. yksi||||Andreas|||||||||||||onnistua |mais|||André|a essayé||||seul||||||ont pu|| one|however|student|the|Andreas|tried|||himself|alone||||others||could not||to accomplish ||||アンドレアス|||||||||||できなかった||達成する Aber ein Student, Andreas, versuchte zu tun, was die anderen alleine nicht schaffen konnten. But one student, Andreas, tried to do what the others could not do alone. Yksi oppilas, Andreas, yritti tehdä sen itse, mitä muut eivät pystyneet saavuttamaan. しかし、一人の生徒、アンドレアスは、他の人が成し遂げることができなかったことを、彼自身だけでやろうとしました。 Mas um aluno, Andreas, tentou fazer o que os outros não conseguiam sozinhos. Но один студент, Андреас, попытался сделать то, что другие не смогли сделать в одиночку. 但是有一个学生,安德烈斯,试图独自做到那些其他人无法办到的事情。

Ήταν το παιδί που τολμούσε. ||||uskalsi ||enfant||osait "Was"|the|child|that|"dared" ||||wagte ||||勇気を持っていた Er war das Kind, das sich traute. He was the kid who dared. Hän oli lapsi, joka uskalsi. それは勇気のある子供だった。 Ele foi o garoto que ousou. Он был ребенком, который осмелился. O cesaret eden bir çocuktu. 他是一个敢于尝试的孩子。 Ο Αντρέας κυνηγούσε πιο πολύ τα δύσκολα παρά τα εύκολα. ||kuihtui||||||| |||plus|||difficiles|||faciles ||jagte|mehr|||||| ||was chasing||||difficult things|rather than||easy ones ||狩りをしていた||||||| Andreas ging eher dem Schwierigen als dem Leichten nach. Andreas pursued the difficult rather than the easy. Andreas metsästi enemmän vaikeuksia kuin helppoja asioita. アンドレアスは簡単なことよりも難しいことを追い求めていた。 Andreas buscou o difícil ao invés do fácil. Андреас стремился к трудному, а не к легкому. Andreas kolay şeylerden çok zor şeylerin peşinden gitti. 安德烈更多地追求困难而不是容易。 Δεν τον θυμούνται να δείλιασε ποτέ. ||muistavat||epäillyt| ||erinnern||zögerte| "Do not"||remember him|"that he"|backed down|never ||||a eu peur|jamais ||||臆病になった| Sie erinnern sich nicht, dass er jemals ein Feigling war. They don't remember him ever being a coward. He eivät muista hänen koskaan epäröineen. Non si ricorda che si sia mai tirato indietro. 彼が臆病になったことを誰も覚えていない。 Eles não se lembram dele ter sido um covarde. Они не помнят, чтобы он когда-либо был трусом. Korkup kaçtığı hiç hatırlanmıyor. 人们记住他从不胆怯。 Αλλά πιο γενναίος ήταν εκεί που θα ωφελούσε τους άλλους. ||rohkeampi|||||hyödyttäisi|| ||courageux|||||profitait||autres but||braver||"there"|||"would benefit"||"others" ||mutig|||||nützen|| |||||||利益をもたらす|| Aber er war dort am mutigsten, wo er anderen nützen würde. But he was bravest where he would benefit others. Mutta rohkeampi hän oli siellä, missä hän voisi hyödyttää muita. しかし、他の人々に利益をもたらす場所での方がはるかに勇敢でした。 Mas ele era mais corajoso onde ele iria beneficiar os outros. Но он был самым смелым там, где мог принести пользу другим. Ama en cesurca olanı başkalarına fayda sağlayacağı yerdi. 但更勇敢的是在那里帮助了别人。

Ο πατέρας του, ο κυρ Στέφανος, ήταν εργολάβος ξυλείας στο δάσος που τους είπε ο δάσκαλος να πάνε, στο Χλωρό. ||||herra|Stefanos||urakoitsija|puutavaraa|||||||||||Hloró |père||||Stéphanos|||de bois||forêt|||||||||Chloros |"father"|||Mr.|Stefanos||contractor|timber contractor||forest|||||||go||Chloro (place name) |||||||Auftragnehmer|von Holz|||||||||||Chloro ||||||だった|木材請負業者||||||||||||Χλωρόの村 Sein Vater, Herr Stefanos, war Holzunternehmer in dem Wald in Chloro, in den der Lehrer sie geschickt hatte. His father, Mr. Stefanos, was a timber contractor in the forest that the teacher told them to go to, in Chloros. Hänen isänsä, herra Stefan, oli metsän puutavaran urakoitsija, johon opettaja sanoi heidän menevän, Hlusharin. Suo padre, il signor Stefanos, era un imprenditore di legname nella foresta in cui l'insegnante aveva detto loro di andare, a Chloro. 彼の父親、キュル・ステファノスは、教師に行くように言われた森の木材請負業者でした、クロロで。 Seu pai, o Sr. Stefanos, era um empreiteiro de madeira na floresta que o professor disse para eles irem, em Chloros. Его отец, г-н Стефанос, был подрядчиком по лесоматериалам в лесу, куда учитель сказал им пойти, в Хлоросе. 他的父亲史蒂芬先生是一个木材承包商,在老师告诉他们要去的森林里,叫做克洛罗。 Είχε πολλούς λοτόμους εκεί. ||lotomuksia| |beaucoup de|lotomistes| ||Lötomus| ||woodcutters| ||ロトモス| Er hatte dort viele Lotomos. He had many woodcutters there. Siellä oli paljon puunhakkaajia. そこで多くの木こりがいました。 Ele tinha muitos lotomos lá. Там у него было много лотомо. Orada bir sürü loto adamı vardı. 那里有很多木匠。

Τον παρακάλεσε λοιπόν ο Αντρέας να δώσει χάρισμα την ξυλεία για τις καλύβες που χρειάζονταν τα παιδιά. |pyysi||||||lahjoittaa||puutavara|||||tarvittiin|| |batte (an)||||||Geschenk||das Holz||||||| him|"begged"|"therefore"||Andreas|to|give|gift|the|lumber|for|the|huts|that|were needed|the|children ||alors|||||donner||bois|||||avaient besoin|| |||||||贈り物|||||||必要だった|| Also bat Andreas ihn, das Holz für die Hütten zu spenden, die die Kinder brauchten. So Andreas begged him to donate the wood for the huts the children needed. Andreas pyysi häntä siis lahjoittamaan sahatavaraa niille majoille, joita lapset tarvitsivat. それでアンドレアスは、子供たちが必要としていた小屋のために木材を贈るようにお願いしました。 Então Andreas implorou que ele doasse a madeira para as cabanas que as crianças precisavam. Поэтому Андреас умолял его пожертвовать дрова для хижин, в которых нуждались дети. Bunun üzerine Andreas, çocukların ihtiyacı olan kulübeler için odun vermesi için ona yalvardı. Και για να το πετύχει, ακολούθησε μια μέρα τον πατέρα του στο δάσος, όπου είχε πάει να επιβλέψει την εργασία. ||||réussir|||||||||||allé||superviser||travail and|to|to|it|achieve it|followed|a|day|the|father|his|to the|forest|where||gone|to|oversee|the|work ||||erreichen|folgte||||||||||||überwachen||Arbeit A||||||||||||||||||| ||||onnistua|seurasi||||||||||||valvoa|| ||||達成する|||||||||||||監督する||作業 Und um das zu erreichen, folgte er eines Tages seinem Vater in den Wald, wohin er gegangen war, um die Arbeit zu überwachen. And to achieve this, he followed his father one day into the forest, where he had gone to supervise the work. Ja saadakseen sen aikaan, hän seurasi eräänä päivänä isäänsä metsään, minne tämä oli mennyt valvomaan työtä. それを達成するために、ある日彼は父親について森に行き、そこで作業を監督するために行った。 E para isso, um dia seguiu seu pai até a floresta, onde foi supervisionar o trabalho. И для этого он однажды последовал за своим отцом в лес, куда тот отправился наблюдать за работой. Ve bunu yapmak için bir gün babasını, onun çalışmaları denetlemek için gittiği ormana kadar takip etti.

Σε δύο μέρες οι λοτόμοι έστησαν οχτώ καλύβες. ||||lotot mitkä|rakensivat|| |||||ont installé|huit| ||two days||woodcutters|set up|eight|huts |||||stellten|| |||||建てた|| In zwei Tagen errichteten die Lotomis acht Hütten. In two days, the Lotomo erected eight huts. Kahdessa päivässä puunhakkaajat rakensivat kahdeksan majaa. 二日後に伐採者たちは八つの小屋を建てました。 Em dois dias, o Lotomo ergueu oito cabanas. За два дня Лотомо построили восемь хижин. Lottolar iki gün içinde sekiz kulübe kurdular. Οχτώ γερές και χαριτωμένες καλύβες· ένα χωριουδάκι. |vahvat||suloiset|||kylä |starke||hübsche|||Dörfchen Eight|sturdy|and|cute|huts|a|small village |||charmantes|||petit village ||||||小さな村 Acht robuste und niedliche Hütten, ein kleines Dorf. Eight sturdy and cute huts; a small village. Kahdeksan vahvaa ja viehättävää majaa; pieni kylä. 8つの堅くて可愛らしい小屋;小さな村。 Oito cabanas robustas e fofas; uma pequena vila. Восемь крепких и симпатичных хижин, небольшая деревня. Sekiz sağlam ve zarif kulübe; küçük bir köy. Η κατοικία ετοιμάστηκε. ||valmistui ||a été préparée the|The residence is ready.|was prepared ||wurde fertiggestellt Die Residenz wurde vorbereitet. The residence was prepared. Asunto valmistui. 住居が準備された。 A residência foi preparada. Резиденция была подготовлена. Konut hazırlandı.

Από τους λοτόμους πάλι έμαθε ο Αντρέας πως οι βλάχοι θα πήγαιναν στα Τρίκορφα, καθώς το λένε κείνο το βουνό, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους· γιατί φέτος βγήκε πολύ χορτάρι σε κείνο το μέρος. ||||sai|||||vlaakit||||Trikorfat||||seuraavaan|||||pastoroida||laumat||||kasvoi||nurmi|||| ||bûcherons||a appris|||||les Vlachs||iraient||Trikorfá|comme||||||||faire paître|||||cette année|est sorti||herbe|||| from|the|the shepherds|again|learned||Andreas|that|the|Vlachs|would|would go|to|Trikorfa Mountain|"as"|it|"they call"|"that"|that|mountain|to|to|graze|the|herds|them|because|this year|"grew"|a lot of|grass|in|that|that|place |||||||||Vlachen||||Trikorfa|||||||||weiden||||||||Gras|||| ||ロトモス|||||||バルカン人||行く予定だった|||||||||||草を食べる|||||||||||| Andreas erfuhr erneut von den Lotomos, dass die Vlachs nach Trikorfa, wie dieser Berg heißt, gehen würden, um ihre Herden zu weiden, denn dieses Jahr wuchs dort viel Gras. Andreas learned once again from the loggers that the Vlachs would go to Tricorfa, as they call that mountain, to graze their herds; because a lot of grass grew there this year. Andreas sai taas lampaankasvatuksesta, että vlaakit aikoivat mennä Trikorfaan, kuten sitä vuorta kutsutaan, jotta voisivat paimentaa karjaansa; sillä tänä vuonna siellä kasvoi paljon ruohoja. アンデレはロトモウスから、今年その場所にたくさんの草が生えたので、彼らが自分の群れを放牧するために、彼らが言うトリコルファ山に行くつもりだと聞いた。 Novamente Andreas soube dos Lotomos que os Vlachs iriam para Trikorfa, como eles chamam aquela montanha, para pastar seus rebanhos, porque neste ano muita grama cresceu naquele lugar. Снова Андреас узнал от Лотомо, что влахи пойдут на Трикорфу, как они называют эту гору, пасти свои стада, потому что в этом году в этом месте росло много травы. Andreas yine lottomlardan köylülerin sığırlarını otlatmak için Trikorfa dedikleri dağa gittiklerini öğrendi, çünkü bu yıl orada çok fazla ot vardı.

Βρέθηκε λοιπόν το σπουδαιότερο, η τροφή. löytyi|||tärkein|| a été trouvé|||le plus important|| "Was found"|then|the|most important thing|the|food |||wichtigste|| 見つかった|||最も重要な|| Das Wichtigste war also gefunden: das Essen. So the most important thing was found, the food. Löydettiin siis tärkein, ravinto. だから、最も重要なものが見つかりました、それは食べ物です。 Então o mais importante foi encontrado, a comida. Итак, самое главное найдено — еда. Böylece en önemli şey bulundu, yemek. Από το κοπάδι θα έχουν το κρέας και τα γαλακτερά. ||lauma|||||||maitotuotteet ||Herde|||||||Milchprodukte from|the|herd|will|they will have|the|meat|and|the|dairy products ||||||viande|||produits laitiers Von der Herde bekommen sie das Fleisch und die Milch. From the herd they will have meat and dairy products. Laumasta he saavat lihaa ja maitotuotteita. 群れから肉と乳製品を得るでしょう。 Eles terão carne e laticínios do rebanho. У них будут мясные и молочные продукты от стада. Sürüden et ve süt alacaklar.

Ο Αντρέας έμεινε στο δάσος ανυπομονώντας να έρθουν οι βλάχοι. |||||odottaessaan||tulevat||vlaakit |||||en attendant||viennent|| O(1)|Andreas|stayed|in the|forest|eagerly waiting|to|to come|the|shepherds or herdsmen |||||ungeduldig||||Wallachen |||||||来る|| Andreas blieb im Wald und wartete auf die Ankunft der Vlachs. Andreas stayed in the forest waiting for the Vlachs to come. Andreas jäi metsään odottamassa, että vuoristolaiseth tulevat. アンドレアスは森に留まり、バラキの人々が来るのを待ち望んでいました。 Andreas ficou na floresta esperando os Vlachs chegarem. Андреас остался в лесу, ожидая прихода влахов. Andreas ormanda kaldı ve cahillerin gelmesini bekledi. Κι όταν ήρθαν, έστειλε στην πόλη, στα δύο παιδιά, αυτή την παραγγελία: |||lähetti|||||||| |||a envoyé||||||||commande And|when|"they came"|sent|to the|city|to the|two|children|this|the|order |||schickte||||||||Bestellung |||||||||||注文 Und als sie kamen, sandte er diesen Befehl in die Stadt, an die beiden Kinder: And when they came, he sent this order to the city, to the two children: Ja kun he tulivat, hän lähetti kaupunkiin, kahdelle lapselle, tämän tilauksen: そして彼らが来たとき、彼は町に二人の子供たちにこの命令を送りました: E quando eles chegaram, ele enviou esta ordem para a cidade, para os dois filhos: И когда они пришли, он послал такой приказ в город, к двум детям: Geldiklerinde kente, iki çocuğa şu emri gönderdi:

«Παιδιά, children "Guys, «Lapset, 「子供たち、

Στις είκοσι εννιά, των Αγίων Αποστόλων, εσείς οι δύο, κατά το βράδυ, να κοιτάζετε στο βουνό, προς το μέρος μας, προς το Χλωρό. ||||pyhien|Apostolien||||||||||||||||| ||||des Saints|des Apôtres||||||||regardez|||vers|||nous|vers|| on the|twenty|"twenty-nine"|"of the"|Saints|Holy Apostles'|you||two|"around"||evening||you look|to the|mountain|towards||||||Chloro (a place) ||||der Heiligen|||||||||||||||||| ||||聖なる|||||||||||||||||| Am neunundzwanzigsten der Heiligen Apostel schaut ihr beide abends auf den Berg, auf uns, auf Chloros. On the twenty-ninth, of the Holy Apostles, you two, during the evening, look at the mountain, towards us, towards Chloros. Kahdeskymmenesyhdeksäs, Pyhien Apostolien päivänä, te kaksi, illalla, katsokaa vuorelle, meidän puolellemme, kohti Vihreää. 29日の聖使徒の日に、あなたたち二人は、夜に山を見て、私たちの方、緑の方を向いてください。」 No dia vinte e nove dos Santos Apóstolos, vocês dois, durante a tarde, olhem para a montanha, para nós, para Cloros. Двадцать девятого, Святых Апостолов, вы двое, вечером, взгляните на гору, на нас, на Хлора. Kutsal Havariler'in yirmi dokuzuncu günü, saat yirmi dokuzda, siz ikiniz, akşamleyin, dağdan bize doğru, Kloro'ya doğru bakın. Αν δείτε τρεις φωτιές στην αράδα, να ξέρετε πως αυτό θα είναι μήνυμα δικό μου για σας· θα σημαίνει πως όλα έχουν ετοιμαστεί, κι η τροφή, κι οι καλύβες κι ό,τι άλλο χρειάζεται. |||||rivissä|||||||||||||||||valmistettu|||||||||| |||||ligne||sachez|||||message|à moi|||||signifiera||||préparé|||||||||| if|you see||fires|"in the"|in a row||know|||||message|of mine|mine|for|"for you"||"will mean"||||"been prepared"|||food|||huts||whatever||is needed |||||Reihe|||||||Nachricht||||||||||vorbereitet||||||||||benötigt |||||広場|||||||||||||||||準備されている|||||||||| Wenn du drei Feuer in der Arada siehst, wisse, dass dies meine Botschaft an dich sein wird; es wird bedeuten, dass alles vorbereitet ist, und das Essen, und die Hütten und alles andere, was benötigt wird. If you see three fires in the arada, know that this will be my message to you; it will mean that everything has been prepared, and the food, and the huts and everything else that is needed. Jos näette kolme tulta rivissä, tietäkää, että se on minun viestini teille; se tarkoittaa, että kaikki on valmiina, sekä ruoka, että majoitukset ja kaikki muu tarpeellinen. もし列に三つの火が見えたら、それは私からのあなたへのメッセージです。それはすべてが準備できていること、食べ物や小屋、その他必要なものがすべて揃っていることを意味します。 Se você vir três fogos na arada, saiba que esta será minha mensagem para você; significará que tudo foi preparado, e a comida, as cabanas e tudo o mais que for necessário. Если увидишь три огня в араде, знай, что это будет мое послание к тебе, это будет означать, что все приготовлено, и пища, и хижины, и все прочее, что нужно. Μόνο να ειδοποιήσετε γι' αυτό τον Φάνη και τ' άλλα παιδιά. ||ilmoittaa|||||||| ||prévenir|||||||| "Just"||notify|for|||Fani|||| ||benachrichtigen|||||||| ||知らせてください|||||||| Erzähl Fanis und den anderen einfach davon. Just tell Fanis and the other guys about it. Vain muistakaa ilmoittaa tästä Fanille ja muille lapsille. ただし、これについてファニスや他の子供たちに知らせてください。 Apenas conte a Fanis e aos outros caras sobre isso. Просто скажи об этом Фанису и другим ребятам. Fanny ve diğer çocukların bundan haberi olsun. Και να κάνετε ό,τι μπορείτε για να έρθετε. |||||||venir |||whatever|you can|||come |||||||来る Und tun Sie, was Sie können, um zu kommen. And do whatever you can to come. Ja tehkää kaikki, mitä voitte päästäksenne tänne. できるだけ来れるようにしてください。 E faça o que puder para vir. И делай все возможное, чтобы прийти. Ve gelmek için elinizden geleni yapın. Μη χάνετε καιρό. |perdez|temps do not|waste|time |verliert| |時間を無駄にしない| Vergeuden Sie keine Zeit. Don't waste time. Älkää hukatko aikaa. 時間を無駄にしないでください。 Não perca tempo. Не теряйте времени. Zaman kaybetmeyin. Τι ωραία που είναι ‘δώ ψηλά!» ||||täällä| ||||ici| |how nice|||up here|"up high" ||||ここ| Wie schön ist es hier oben!“ How nice it is up here!” Kuinka kaunista täällä ylhäällä on! Com'è bello quassù!". ここはなんて素晴らしいのでしょう! Como é bom aqui em cima!” Как здесь хорошо!» Burası ne kadar güzel!"

Είκοσι εννιά, των Αγίων Αποστόλων, απόψε, να οι φωτιές! |||of the Saints|of the Apostles|tonight|||fires Neunundzwanzig der Heiligen Apostel, heute Nacht, seht die Feuer! Twenty-nine, of the Holy Apostles, tonight, behold the fires! Kaksikymmentä yhdeksän, pyhien apostolien, tänä iltana, katsokaa tulia! Ventinove, Santi Apostoli, stasera, ecco i fuochi! 今夜は聖使徒の29日、火が灯っています! Vinte e nove dos Santos Apóstolos, esta noite, contemplem os fogos! Двадцать девять, Святых Апостолов, сегодня вечером, вот огни! Yirmi dokuz, Kutsal Havariler, bu gece, işte ateşler!

--- --- ---

Τα δύο παιδιά έφτασαν κι έφεραν το μήνυμα στον Φάνη, στον Μαθιό και στον Κωστάκη. |||sont arrivés||||||||||| |||arrived||brought||message|to (the)|Fani||||| ||||も|持ってきた||||||||| Die beiden Kinder kamen an und überbrachten Fanis, Mathios und Kostakis die Nachricht. The two children arrived and brought the message to Fanis, Mathios and Kostakis. Kaksi lasta saapuivat ja toivat viestin Faanille, Matille ja Kostakille. 二人の子供たちが到着し、ファニ、マティオ、コスタキにメッセージを届けた。 As duas crianças chegaram e levaram a mensagem para Fanis, Mathios e Kostakis. Двое детей прибыли и принесли сообщение Фанис, Матиосу и Костакису. İki çocuk geldi ve mesajı Fanis, Mathios ve Kostakis'e götürdü.

Ανέλπιστη χαρά! odottamaton|ilo inattendue|joie unerwartete| Unexpected joy!|Unexpected joy! 予期しない| Unglaubliche Freude! Unbelievable joy! Odottamaton ilo! Una gioia irreale! 予期しない喜び! Alegria inacreditável! Невероятная радость! Ποτέ δεν είχαν συνεννοηθεί από τόσο μακριά. |||sopineet||| |||s'étaient entendus||| never||had|communicated||so|far away |||sich verständigt||| |||話し合った||| So weit waren sie noch nie miteinander ausgekommen. They had never gotten along so far. He eivät ole koskaan sopineet asioista näin kaukaa. こんなに遠くから連絡を取り合ったことはなかった。 Eles nunca tinham se dado bem até agora. Они никогда не ладили до сих пор. Θα πάνε; Και πότε; Πώς; ||a|| |||quand| |they will go||when|how Sie werden gehen; Und wann; Wie; They will go; And when; How; Menevätkö he? Ja milloin? Miten? 行くのか?いつ?どうやって? Eles irão; E quando; Quão; Они пойдут; И когда; Как;

Τρέχουν στο σπίτι με τα μάτια προς τις τρεις φωτιές. |||||yeux|||| They run|||with||eyes|toward|||fires Sie rennen ins Haus, ihre Augen auf die drei Feuer gerichtet. They run into the house with their eyes on the three fires. He juoksevat kotiin kolmea tulta kohti. 家に向かって走りながら、三つの火の方を見ている。 Eles correm para dentro da casa com os olhos nas três fogueiras. Они вбегают в дом, глядя на три огня.

—Μας γνέφουν! |vilkuttavat |font signe they are waving to us|They are waving! |winken |私たちに合図 — Sie winken uns! — They are beckoning us! —He viittaavat meille! —私たちに合図を送っている! — Eles estão nos chamando! — Нас манят! -Bizi çağırıyorlar! φωνάζει ο Κωστάκης. crie|| "shouts"|| 叫ぶ|| schreit Kostakis. shouts Kostakis. huutaa Kostakis. コスタキスが叫んでいる。 grita Kostakis.

Κι αλήθεια, οι τρεις φωτιές νόμιζες πως τους καλούσαν. ||||||||kutsuvat |||||tu pensais|||appelaient |indeed||three|fires|"you thought"|||were calling them ||||||||riefen Und wirklich, die drei Feuer, von denen du dachtest, sie würden sie rufen. And really, the three fires you thought were calling them. Ja todella, luulit että kolme tulta kutsui heitä. E davvero, i tre fuochi che pensavate li stessero chiamando. そして本当に、あなたは三つの火が彼らを呼んでいると思った。 E realmente, os três incêndios que você pensou que os chamavam. И действительно, три пожара, которые, как вы думали, вызывали их. Ve gerçekten, onları çağırdığını düşündüğünüz üç yangın.