×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, ΣΤ'. Ο ναργιλές

ΣΤ'. Ο ναργιλές

Την επαύριο το πρωί μεγάλη είδηση συντάραξε τα τέσσερα αδέλφια. Είπε η Αφροδίτη:

— Πάει η μις Ράις!

— Τι; Πέθανε;

— Όχι, έφυγε!

Κανένας δεν το πίστεψε. Κι ένας-ένας πήγε στην πλαγινή κάμαρα να βεβαιωθεί και βρήκε την πόρτα ανοιχτή και την κάμαρα άδεια. Και πήγαν τ' αδέλφια στη θάλασσα με την Αφροδίτη κι έκαναν όλες τις αταξίες και δεν ήθελαν πια να βγουν από το νερό, ώσπου θύμωσε η Αφροδίτη και φοβέρισε πως θα το πει της θείας.

Και όταν γύρισαν στο σπίτι και κάθισαν στο πρόγευμα, εκεί που σερβίριζε τον καφέ με το γάλα, είπε η θεία:

— Παιδιά, η μις Ράις ήταν άρρωστη χθες και έφυγε.

— Πού πήγε, θεία; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

— Δεν ξέρω. Μα ίσως πήγε στη μητέρα της, ώσπου να γίνει πάλι καλά. Και σεις κοιτάξτε να είστε πολύ φρόνιμοι σήμερα, να μη θυμώσω!

Ο θείος δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταξε τ' αδέλφια, το ένα ύστερα από το άλλο, μ' ένα χαμόγελο που στένευε τα μάτια του από τις πολλές τις δίπλες.

Ούτε τ' αδέλφια δεν είπαν τίποτα. Μόνο κοιτάχθηκαν και σώπασαν. Μα όταν βρέθηκαν μόνα, πήγε ροδάνι η γλώσσα τους.

— Και πρώτον, είπε η Αλεξάνδρα, άρρωστη δεν ήταν η μις Ράις, αφού έφυγε. Ένας άρρωστος παίρνει λάδι και μένει στο κρεβάτι. Και στη μητέρα της δεν πήγε, αφού μας είπε πως η μητέρα της πέθανε και ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε και δεν ξέρει πού είναι.

— Ναι, είπε η Πουλουδιά, μα και η θεία, βλέπεις, δεν ήξερε. Είπε «ίσως». Και πρέπει κάτι να τρέχει, γιατί, σα ρώτησα την Αφροδίτη, μου αποκρίθηκε πως ούτε κείνη δεν ήξερε πότε έφυγε η μις Ράις. Και όμως ύστερα είπε πως πονεί το χέρι της, γιατί κατέβασε το μπαούλο που ήταν πολύ βαρύ. Γιατί λοιπόν κατέβασε το μπαούλο, αν δεν ήξερε πως φεύγει η μις Ράις;

— Και η κερα-Ρήνη λέγει κοροφέξαλα! είπε πάλι η Αλεξάνδρα. Μου είπε, σαν τη ρώτησα: «Να πας να ρωτήσεις τη θεία σου! Εμένα δε με 'βαλαν να τη φυλάγω!» Και με την Αφροδίτη όλο κρυφομιλάει. — Ίσως... άρχισε ο Αλέξανδρος.

Μα δε βρήκε τι μπορούσε το «ίσως» να είναι κι έμεινε με τα χέρια του απλωμένα στα γόνατα του και με την απορία του.

— Και τι μας μέλει τι ώρα έφυγε και γιατί; Φθάνει που έφυγε! Ζήτω η ελευθερία! φώναξε ο Αντώνης χορεύοντας στο ένα πόδι, όπως είδε τον Γιάννη να το κάνει χθες. Πάει το μάθημα! Βούλιαξε το μάθημα! Παιχνίδι όλη μέρα σήμερα!

Μα τι παιχνίδι να φανταστούν, που να μη μοιάζει με κανένα παιχνίδι που έπαιξαν ως τώρα; Χρειάζουνταν για την περίσταση αυτή κάτι εντελώς διαφορετικό κι εξαιρετικό, κάτι μεγάλο και τρελό, άξιο της καινούριας ελευθερίας τους. Κι ενώ το συζητούσαν, ήλθε στο σπουδαστήριο η κερα-Ρήνη μ' ένα πανέρι βύσσινο για γλυκό. Το είχε στείλει η θεία Αργίνη κι έπρεπε να καθαριστεί γρήγορα, γιατί ήταν λίγο γινωμένο. Η θεία μηνούσε ν' αρχίσουν τα κορίτσια ευθύς το ξεκουκούτσιασμα κι εκείνη έρχεται αμέσως.

— Να παιχνίδι μια φορά! είπε καταχαρούμενη η Αλεξάνδρα που, σαν και την Πουλουδιά, τρελαίνουνταν για τις σπιτικές δουλειές.

Έλα, Αντώνη, και συ, να κάνομε πιο γρήγορα!

Μα ο Αντώνης ακατάδεχτα κοίταζε τις προετοιμασίες των κοριτσιών, τις ποδιές που ζώνουνταν, τα μανίκια που σήκωναν και τύλιγαν ως τον άγκωνα, τις σουπιέρες, το πακετάκι με άπιαστες φορκέτες, με πιάτα όπου θα έριχναν τα κουκούτσια. Αυτός δεν ήταν κορίτσι. Αυτή δεν ήταν αντρίκεια δουλειά. Φαντάσου να έλεγαν του πατέρα: «Βάλε ποδιά κι έλα να καθαρίσεις βύσσινο ή τριαντάφυλλο ή σταφύλι»! Σήκωσε τους ώμους του ο Αντώνης και, με τα χέρια στις τσέπες, βγήκε από την κάμαρα.

— Έλα, Αλέξανδρε, φώναξε, άφησε τις γυναικείες αυτές δουλειές στα κορίτσια!

Ο Αλέξανδρος, που είχε δέσει μια πετσέτα στη μέση του και με λαχτάρα ετοιμάζουνταν να βοηθήσει, διαλέγοντας και βάζοντας χωριστά τα σάπια βύσσινα και βγάζοντας τα κοτσάνια, δίστασε μια στιγμή. Ήταν μεγάλος ο πειρασμός να μείνει με τα κορίτσια και να πασπατεύει βύσσινα! Ήταν τόσο κόκκινα και δροσερά! Μα, πάλι, ν' αρνηθεί την πρόσκληση του Αντώνη, που του έκανε την τιμή να του φερθεί σαν αγόρι - τιμή σπάνια όσο και ποθητή - και να τον βάλει στην ίδια μοίρα με τον εαυτό του; Δεν μπόρεσε ο Αλέξανδρος ν' ανθέξει στο δεύτερο. Αναστενάζοντας, ξεζώθηκε την πετσέτα και ακολούθησε τον Αντώνη.

— Τόσο το καλύτερο! είπε λίγο πειραγμένη η Αλεξάνδρα, θα μας μείνει εμάς περισσότερο βύσσινο να καθαρίσομε!

Και με ζήλο έχωναν τα δυο κορίτσια το κεφάλι μιας φορκέτας σε κάθε βύσσινο, τραβούσαν έξω το κουκούτσι, έριχναν το φρούτο σε μια σουπιέρα και το κουκούτσι σ' ένα πιάτο. Το γλέντι ήταν μεγάλο. Έτρεχαν τα ζουμιά, κόκκινα σαν αίμα, σ' όλο το γυμνό μπράτσο κι έσταζαν από τον άγκωνα. Κι έπρεπε να προσέχεις να μη στάξουν ούτε χάμω ούτε στα ρούχα σου, γιατί λέκιαζαν, και να έχεις πάντα μια κατσαρόλα κάτω από τον άγκωνα, που να μαζεύει το ζουμί, γιατί η θεία φώναζε, μη χαθεί ούτε στάλα, που θα κάνει όμορφο χρώμα στο γλυκό.

— Και τα κουκούτσια μη χαθούν, γιατί θα στραγγίσουν ύστερα, είπε η Αλεξάνδρα της Πουλουδιάς, ούτε κανένα από τα πολύ γινωμένα βύσσινα. Από αυτά θα γίνει ύστερα η βυσσινάδα...

Τη διέκοψε ο Αλέξανδρος που μπήκε στην κάμαρα σα σίφουνας:

— Αλεξάνδρα! Έλα γρήγορα! Ο Αντώνης είναι πολύ άρρωστος!

Γρήγορα! Γρήγορα! Θα κάνει, λέει, εμετό!

Πετάχθηκε πάνω η Αλεξάνδρα. Μα τι να κάνει τα ζουμιά που έσταζαν από τα χέρια της και που δεν έπρεπε να τα σκουπίσει, μη λεκιάσουν την πετσέτα; Ευτυχώς η κερα-Ρήνη είχε φροντίσει να βάλει και μια λεκάνη με νερό απάνω στο τραπέζι, για το τέλος της δουλειάς.

— Γρήγορα! Γρήγορα! φώναζε ο Αλέξανδρος.

Ξέβγαλε η Αλεξάνδρα τα χέρια της, βούτηξε και η Πουλουδιά τα δικά της και, τρεχάτες και οι δυο, ακολούθησαν τον Αλέξανδρο. Τις πήγε ίσια στο γραφείο του θείου.

Σωριασμένος στα γόνατα, ακουμπισμένος στον τοίχο, το πρόσωπο κατάχλομο και τα μάτια κλειστά, ο Αντώνης φαίνουνταν αλήθεια του «θανατά», όπως είπε ύστερα η Αλεξάνδρα, όταν τη ρώτησε η Αφροδίτη. Έτρεξαν οι δυο αδελφές κι έκαναν να τον σηκώσουν. Μα, καθώς τον άγγιξαν, γούρλωσε ο Αντώνης τα μάτια του, τις κοίταξε με αγωνία, έκανε να σηκωθεί, μα δεν πρόφθασε. Και... πλουφ... όλο το πρωινό πρόγευμα χύθηκε στο πάτωμα! Ευτυχώς συγύριζε ακόμα η Αφροδίτη την τραπεζαρία, όταν άκουσε τις φωνές των κοριτσιών κι έτρεξε. Σήκωσε τον Αντώνη, που είχε πέσει χάμω σα σακούλι άδειο, και τον ξάπλωσε στον καναπέ, του έβρεξε το μέτωπο και το πρόσωπο και βγήκε έξω να φέρει σφουγγαρόπανα και νερά να πλύνει το πάτωμα.

— Πώς σου ήλθε, Αντώνη; ρώτησε η Αλεξάνδρα που εξακολουθούσε να του βρέχει το μέτωπο, όπως είχε δει την Αφροδίτη να το κάνει.

Ο Αντώνης δε μίλησε. Αλλά βιαστικά, μήπως και του κόψει ο Αντώνης το λόγο και δεν προφθάσει να τα πει, διηγήθηκε ο Αλέξανδρος την ιστορία, με πολλά πήγαινε κι έλα, φασαρεύοντας και πολυλογώντας, για ν' αναπαραστήσει και να ζωντανέψει τη σκηνή.

— Να, έτσι! είπε ο Αλέξανδρος. Μου λέγει ο Αντώνης: «Τι να παίξομε;» Εγώ δεν ήξερα. Και είπε ο Αντώνης: «Εγώ θα είμαι ο θείος Ζωρζής και συ θα είσαι η κερα-Ρήνη!» Και κάθισε, να έτσι, στην πολυθρόνα. Εγώ δεν ήθελα να είμαι κερα-Ρήνη. Μου είπε ο Αντώνης: «Θα κάνεις μόνο αγορίστικες δουλειές. Φέρε μου το ναργιλέ του θείου!»...

— Αντώνη! αναφώνησε η Αλεξάνδρα πιάνοντας το πιγούνι της με τα δυο της χέρια. Πώς τόλμησες;

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε.

Κι εξακολούθησε ο Αλέξανδρος με ακόμα πιότερη πολυλογία:

— Ναι, κι εγώ του το είπα: «Όχι, Αντώνη. Ο θείος δε θέλει!» Μα εκείνος πρόσταξε: «Φέρε μού τον!» Κι εγώ δεν μπορούσα να τον σηκώσω. Λοιπόν ήλθε ο Αντώνης, να έτσι, και ήθελε να τον σηκώσει. Και ύστερα μου είπε: «Είναι αναμμένος. Θέλεις να κάνω, όπως κάνει ο θείος, φούσκες στο νερό;» Και είπα ναι. Κι εκείνος έβαλε το κεχλιμπάρι στο στόμα κι έκανε φούσκες στο νερό. Κι έκανε, ξέρεις, πολλέεεες... πολλές φούσκες! Και του είπα: «Κάνε το πάλι!» Και το ξανάκανε. Και του είπα: «Πάλι!» Μα εκείνος δεν ήθελε πια. Είπε: «Θα κάνω εμετό!» Και πήγε στον τοίχο κι έπεσε χάμω κι εγώ έτρεξα να σας το πω...

Με κλειστά μάτια μουρμούρισε ο Αντώνης:

— Μην το πείτε της θείας!

Την ίδια ώρα μπήκε μέσα η θεία. Φορούσε κι εκείνη μια μεγάλη ποδιά άσπρη και είχε τα μανίκια της σηκωμένα.

— Τι τρέχει; ρώτησε. Κανένας δε μίλησε.

Πίσω από τη θεία μπήκε μέσα η Αφροδίτη με σφουγγαρόπανα κι έναν κουβά νερό.

— Το παιδί είναι κακοδιάθετο, είπε, κι έκανε εμετό!

Η θεία φαίνουνταν ανήσυχη. Είχε πλησιάσει τον καναπέ κι έπιασε το μέτωπο του Αντώνη.

— Είναι δροσερός, είπε, και είναι σαν ιδρωμένος! Τι έχεις, Αντώνη; Μην έφαγες τίποτα βύσσινα;

— Όχι! Όχι, θεία! φώναξαν μαζί τα δυο κορίτσια, ούτε ήλθε μαζί μας να τα καθαρίσει! Μας φώναξε ο Αλέξανδρος εμάς τις δυο!

— Μα πώς του ήλθε; ρώτησε πάλι η θεία.

Κανένα από τ' αδέλφια δε μίλησε. Κι ευθύς είπε η Αφροδίτη:

— Θα 'ναι η ζέστη!

— Ναι, είπε η θεία, κάνει πολλή ζέστη σήμερα! Άνοιξε το παράθυρο, Αφροδίτη, να του φυσήξει...

Και παίρνοντας ένα χάρτινο ριπίδι από το τραπέζι, άρχισε να φυσά του Αντώνη.

Αισθάνεσαι καλύτερα; ρώτησε.

— Ναι, θεία, ευχαριστώ, είμαι καλά, αποκρίθηκε ο Αντώνης.

Μα ούτε άνοιγε τα μάτια του ούτε σηκώνουνταν. Και σαν είπε η θεία «Συνήλθε το χρώμα του. Είναι καλύτερα. Πάμε τώρα, κορίτσια, να καθαρίσομε το βύσσινο», σηκώθηκαν οι δυο αδελφές χωρίς να τολμήσουν να κοιτάξουν καν το ναργιλέ.

Η θεία όμως τον είδε. Τίποτα δεν ξέφευγε από τη γοργή ματιά της.

— Ποιος άγγιξε το ναργιλέ του κυρίου; ρώτησε την Αφροδίτη.

Η τραπεζιέρα που σφουγγάριζε το πάτωμα γύρισε και, σηκώνοντας με απορία τα φρύδια, της είπε:

— Κανένας, κυρία! Ποιος θα τον αγγίξει;

— Αυτό ρωτώ κι εγώ! είπε η θεία. Ο κύριος είχε τυλίξει το μαρκούτσι γύρω στο γυαλί, πριν φύγει! Ποιος το ξετύλιξε και το έριξε χάμω; Η Αφροδίτη γύρισε πάλι να δει και είπε βιαστικά:

— Θα ξετυλίχθηκε μόνο του το μαρκούτσι... ή θα το έριξα εγώ σαν ξεσκόνισα...

Από τον καναπέ σηκώθηκε η φωνή του Αντώνη.

— Όχι, είπε, εγώ ξετύλιξα το σωλήνα! Τ' αδέλφια στάθηκαν παγωμένα.

— Εσύ; έκανε παίρνοντας φωτιά η θεία. Ο Αντώνης ήταν πάλι κατάχλομος.

Ναι, είπε χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του, εγώ έπιασα το ναργιλέ... κι έκανα φούσκες στο νερό...

Σώπασε ο Αντώνης και κανένας δε μίλησε. Και στη μεγάλη σιωπή ακούστηκε μόνο το φουρκισμένο σφουγγάρισμα της Αφροδίτης.

Πλησίασε η θεία τον καναπέ και τα κορίτσια και ο Αλέξανδρος άρχισαν να τρέμουν. Πωπώ!... Τι θα γίνει τώρα;

Μα η θεία, αντί να του τις βρέξει, όπως το περίμεναν τ' αδέλφια, έσκυψε απάνω στον Αντώνη και, με το μαντίλι της, σκούπισε το καταϊδρωμένο πρόσωπο του. - Δε σε τιμωρώ, του είπε, γιατί τιμωρήθηκες μόνος σου με τον εμετό που σου έφερε το κάπνισμα του ναργιλέ. Ελπίζω όμως αυτό να σου γίνει μάθημα και άλλη φορά να υπακούεις όταν σου λέγει ο θείος σου να μην αγγίζεις πράματα που δε σου ανήκουν... Σήκω τώρα να πας να πλυθείς. Και 'μεις, κορίτσια, πάμε στο βύσσινο μας...

— Ουφ! έκανε η Αλεξάνδρα, όταν, μετά το μεσημέρι, στην κρεβατοκάμαρα τους τ' αδέλφια βρέθηκαν πάλι μόνα. Τι τρομάρα πήρα, Αντώνη, σαν πήγες και είπες της θείας πως κάπνισες το ναργιλέ του θείου!

— Κι εγώ! είπε η Πουλουδιά.

Με τα χέρια στη ράχη πίσω, μαζεύοντας και ξεμαζεύοντας την άσπρη του φουστίτσα, ρώτησε ο Αλέξανδρος:

— Γιατί το είπες της θείας, Αντώνη, αφού μας είπες εμάς να μην το πούμε;

Αφού ρώτησε, έκανε ο Αντώνης.

— Μα η Αφροδίτη είχε πει πως από τη ζέστη έκανες εμετό. Και η θεία είπε ναι.

Ο Αντώνης δε μίλησε.

— Και η Αφροδίτη είπε πως δεν έπρεπε ποτέ να μιλήσεις, εξακολούθησε ο Αλέξανδρος, γιατί η θεία θα πίστευε ότι εκείνη έριξε κάτω το... πώς τον είπε η θεία το σωλήνα;

— Μαρκούτσι, αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

— Ναι, το μαρκούτσι. Γιατί είπες εσύ όχι;

— Αφού ήταν ψέματα! έκανε ο Αντώνης. η Αλεξάνδρα θαύμασε και επιδοκίμασε.

— Έχει δίκαιο ο Αντώνης! είπε. Η Πουλουδιά δάκρυσε.

— Και πάντα λέγει την αλήθεια ο Αντώνης! είπε με καμάρι. Μα εγώ φοβήθηκα! Πωπώ, πώς φοβήθηκα!

— Κι εγώ! είπε η Αλεξάνδρα. Και σαν ηχώ είπε ο Αλέξανδρος:

— Κι εγώ!

Μα όλη αυτή η κουβέντα δεν ικανοποίησε τον Αλέξανδρο που συλλογισμένος εξακολουθούσε να μαζεύει και ξεμαζεύει τη φουστίτσα του στα χέρια του.

— Αντώνη, ρώτησε πάλι, γιατί δεν είπες αμέσως όχι, όταν είπε η θεία και η Αφροδίτη πως η ζέστη σε πείραξε;

Και πού να ξέρω εγώ πως ο ναργιλές με πείραξε; αναφώνησε ο Αντώνης. Εγώ δεν είδα ποτέ το θείο να κάνει εμετό σαν καπνίζει.

— Αλήθεια! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Πού να το ξέρεις; Και όλοι θαύμασαν πάλι.

Μα οι απορίες του Αλέξανδρου πάλι δεν ησύχασαν.

— Γιατί λοιπόν δεν είπε την αλήθεια η Αφροδίτη; Εκείνη είπε πως είχε δει το ναργιλέ και κατάλαβε αμέσως, μα δεν πρόφθασε, λέει, να ξανατυλίξει το... Πώς το λένε, Αλεξάνδρα;

— Το μαρκούτσι.

— Ναι! Γιατί λοιπόν είπε πως σε πείραξε η ζέστη; Η Πουλουδιά είχε πάλι δακρυσμένα τα μάτια.

— Η Αφροδίτη είναι πολύ καλή, είπε, και δε θέλει ποτέ να μας μαλώνει η θεία!

— Αλήθεια! είπε η Αλεξάνδρα. Και όλα τ' αδέλφια συμφώνησαν.

Και είπε ο Αντώνης υπερήφανα:

— Εγώ την αγαπώ πολύ την Αφροδίτη! Σα μεγαλώσω, θα την πάρω για νταντά των παιδιών μου!

Και τότε κόντεψαν να μαλώσουν τ' αδέλφια.

— Εγώ θα την πάρω, είπε η Αλεξάνδρα, γιατί είμαι πιο μεγάλη!

— Όχι, εγώ! είπε η Πουλουδιά. Γιατί ένα βράδυ, που ήταν πάλι άρρωστη η μις Ράις και που εκείνη μου τύλιξε τα μαλλιά μου στα

χαρτιά και δε με πόνεσε καθόλου, μου είπε: «Θα σου τα τυλίγω πάντα εγώ!»

— Κι εμένα μου το είπε! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. Το ίδιο βράδυ!

— Μα εγώ είμαι αγόρι! είπε ο Αντώνης. Και περνώ πρώτος!

— Κι εγώ είμαι αγόρι! φώναξε ο Αλέξανδρος.

Οι φωνές ολοένα ανέβαιναν, αγρίευαν, η ατμόσφαιρα γέμιζε μπαρούτι. Τρεχάτη ανέβηκε η Αφροδίτη.

— Θα ξυπνήσετε το θείο σας, κακά παιδιά! τους είπε με θυμωμένα ψιθυρίσματα. Τι μαλώνετε, αντί να κοιμάστε;

Επίσης ψιθυριστά, όλα μαζί τ' αδέλφια, της είπαν την αιτία του καβγά. Και τη ρώτησε το καθένα:

— Δεν είναι αλήθεια, πες, πως θα 'ρθεις με τα δικά μου τα παιδιά; Γέλασε η Αφροδίτη και είπε:

— Θα πάγω μ' εκείνον από σας που θα παντρευτεί πρώτος!

Αυτή η λύση τους άρεσε ολονών και καθάρισε πάλι την ατμόσφαιρα, ως την ώρα που κατέβηκαν στην αυλή μ' ένα κομμάτι ψωμοτύρι στο χέρι.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΣΤ'. Ο ναργιλές ||hookah F'. The hookah F'。水烟壶

Την επαύριο το πρωί μεγάλη είδηση συντάραξε τα τέσσερα αδέλφια. |the next||||news|shook the four||| The next morning, big news shocked the four brothers. Είπε η Αφροδίτη: Aphrodite said:

— Πάει η μις Ράις! — There goes Miss Rice!

— Τι; Πέθανε; |He died - What; Passed away;

— Όχι, έφυγε!

Κανένας δεν το πίστεψε. Nobody believed it. Κι ένας-ένας πήγε στην πλαγινή κάμαρα να βεβαιωθεί και βρήκε την πόρτα ανοιχτή και την κάμαρα άδεια. |||||side room|||||found|||||||empty Και πήγαν τ' αδέλφια στη θάλασσα με την Αφροδίτη κι έκαναν όλες τις αταξίες και δεν ήθελαν πια να βγουν από το νερό, ώσπου θύμωσε η Αφροδίτη και φοβέρισε πως θα το πει της θείας. |||||||||||||mischief||||||||||until|got angry||Aphrodite||threatened|||||| And the brothers went to the sea with Aphrodite and did all the mischief and didn't want to get out of the water anymore, until Aphrodite got angry and threatened to tell her aunt.

Και όταν γύρισαν στο σπίτι και κάθισαν στο πρόγευμα, εκεί που σερβίριζε τον καφέ με το γάλα, είπε η θεία: ||||||||breakfast|||serving|||||||| And when they returned home and sat down at breakfast, where she was serving the coffee and milk, the aunt said:

— Παιδιά, η μις Ράις ήταν άρρωστη χθες και έφυγε. — Guys, Miss Rice was sick yesterday and left.

— Πού πήγε, θεία; ρώτησε η Αλεξάνδρα. — Where did he go, aunt? Alexandra asked.

— Δεν ξέρω. - I do not know. Μα ίσως πήγε στη μητέρα της, ώσπου να γίνει πάλι καλά. ||||||until|||| But maybe she went to her mother, until she gets well again. Και σεις κοιτάξτε να είστε πολύ φρόνιμοι σήμερα, να μη θυμώσω! ||make sure||||wise||||get angry And you see to it that you are very wise today, so that I don't get angry!

Ο θείος δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταξε τ' αδέλφια, το ένα ύστερα από το άλλο, μ' ένα χαμόγελο που στένευε τα μάτια του από τις πολλές τις δίπλες. |||||||||||||||||smile||narrowed||||||||wrinkles

Ούτε τ' αδέλφια δεν είπαν τίποτα. The brothers didn't say anything either. Μόνο κοιτάχθηκαν και σώπασαν. |they looked at each other||they fell silent They just looked at each other and were silent. Μα όταν βρέθηκαν μόνα, πήγε ροδάνι η γλώσσα τους. ||they found|alone||spinning wheel||| But when they were alone, their tongues turned red.

— Και πρώτον, είπε η Αλεξάνδρα, άρρωστη δεν ήταν η μις Ράις, αφού έφυγε. |||||sick||||||| — And in the first place, said Alexandra, Miss Rice was not ill, after she left. Ένας άρρωστος παίρνει λάδι και μένει στο κρεβάτι. |sick|takes|oil|||| A sick man takes oil and stays in bed. Και στη μητέρα της δεν πήγε, αφού μας είπε πως η μητέρα της πέθανε και ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε και δεν ξέρει πού είναι. ||||||||||||||||||remarried||||| And she didn't go to her mother, since she told us that her mother died and her father remarried and she doesn't know where she is.

— Ναι, είπε η Πουλουδιά, μα και η θεία, βλέπεις, δεν ήξερε. — Yes, said Pouloudia, but the aunt didn't know either, you see. Είπε «ίσως». Και πρέπει κάτι να τρέχει, γιατί, σα ρώτησα την Αφροδίτη, μου αποκρίθηκε πως ούτε κείνη δεν ήξερε πότε έφυγε η μις Ράις. ||||is going on||when|||||answered me|||||||||| And something must be going on, because when I asked Aphrodite, she replied that she didn't know when Miss Rice left either. Και όμως ύστερα είπε πως πονεί το χέρι της, γιατί κατέβασε το μπαούλο που ήταν πολύ βαρύ. |||||hurts|||||lowered||chest||||heavy But then she said that her arm hurts, because she lowered the trunk, which was very heavy. Γιατί λοιπόν κατέβασε το μπαούλο, αν δεν ήξερε πως φεύγει η μις Ράις; ||he lowered|||||||is leaving||| So why did he lower the trunk if he didn't know Miss Rice was leaving?

— Και η κερα-Ρήνη λέγει κοροφέξαλα! |||||gibberish — And the horn-Rini says loudly! είπε πάλι η Αλεξάνδρα. Alexandra said again. Μου είπε, σαν τη ρώτησα: «Να πας να ρωτήσεις τη θεία σου! She said to me, as if I asked her: "Go ask your aunt! Εμένα δε με 'βαλαν να τη φυλάγω!» Και με την Αφροδίτη όλο κρυφομιλάει. |||they put|||guard||||||whispers secretly They didn't put me in charge of her!" And with Aphrodite everything is secretive. — Ίσως... άρχισε ο Αλέξανδρος. — Perhaps... Alexander began.

Μα δε βρήκε τι μπορούσε το «ίσως» να είναι κι έμεινε με τα χέρια του απλωμένα στα γόνατα του και με την απορία του. ||||||||||he remained|||||spread out||knees|||||puzzlement| But he did not find what the "maybe" could be and remained with his hands spread on his knees and with his question.

— Και τι μας μέλει τι ώρα έφυγε και γιατί; Φθάνει που έφυγε! And|||it matters||||||It’s enough|| — And what do we care what time he left and why? He's gone enough! Ζήτω η ελευθερία! Long live||freedom Long live freedom! φώναξε ο Αντώνης χορεύοντας στο ένα πόδι, όπως είδε τον Γιάννη να το κάνει χθες. |||dancing||||||||||| cried Antonis, dancing on one leg, as he had seen John do yesterday. Πάει το μάθημα! The class is going|| Βούλιαξε το μάθημα! sank the lesson|| Take the lesson! Παιχνίδι όλη μέρα σήμερα! ||day| Game all day today!

Μα τι παιχνίδι να φανταστούν, που να μη μοιάζει με κανένα παιχνίδι που έπαιξαν ως τώρα; Χρειάζουνταν για την περίσταση αυτή κάτι εντελώς διαφορετικό κι εξαιρετικό, κάτι μεγάλο και τρελό, άξιο της καινούριας ελευθερίας τους. ||||imagine||||resembles|||||they played|||they needed|||occasion||||||exceptional||||crazy|worthy of||new|| But what game should they imagine, which is unlike any game they have played so far? They needed for this occasion something completely different and extraordinary, something big and crazy, worthy of their new freedom. Κι ενώ το συζητούσαν, ήλθε στο σπουδαστήριο η κερα-Ρήνη μ' ένα πανέρι βύσσινο για γλυκό. |||they were discussing|came||the study||||||basket of cherries|sour cherry|| And while they were discussing it, Kera-Rini came to the study with a sour cherry bread for dessert. Το είχε στείλει η θεία Αργίνη κι έπρεπε να καθαριστεί γρήγορα, γιατί ήταν λίγο γινωμένο. ||sent|||||||be cleaned|||||overripe Aunt Argini had sent it and it had to be cleaned quickly, because it was a little dirty. Η θεία μηνούσε ν' αρχίσουν τα κορίτσια ευθύς το ξεκουκούτσιασμα κι εκείνη έρχεται αμέσως. ||was signaling|||||immediately||pitting||she|comes| The aunt didn't want the girls to start undressing right away and she comes right away.

— Να παιχνίδι μια φορά! — Here's a game once! είπε καταχαρούμενη η Αλεξάνδρα που, σαν και την Πουλουδιά, τρελαίνουνταν για τις σπιτικές δουλειές. |overjoyed||||||||went crazy|||homemade|

Έλα, Αντώνη, και συ, να κάνομε πιο γρήγορα! |||||we do|| Come on, Antonis, and you, let's do it faster!

Μα ο Αντώνης ακατάδεχτα κοίταζε τις προετοιμασίες των κοριτσιών, τις ποδιές που ζώνουνταν, τα μανίκια που σήκωναν και τύλιγαν ως τον άγκωνα, τις σουπιέρες, το πακετάκι με άπιαστες φορκέτες, με πιάτα όπου θα έριχναν τα κουκούτσια. |||disdainfully|||preparations||||aprons||were tied||sleeves||they rolled up||wrapping|||elbow||soup tureens||little package||unreachable|forks|||||would throw||seeds But Antonis disapprovingly looked at the girls' preparations, the aprons that were being tied, the sleeves that were being lifted and rolled up to the elbow, the soup bowls, the packet of elusive forks, with plates where the seeds would be dropped. Αυτός δεν ήταν κορίτσι. |||girl He wasn't a girl. Αυτή δεν ήταν αντρίκεια δουλειά. |||manly| This was not a manly job. Φαντάσου να έλεγαν του πατέρα: «Βάλε ποδιά κι έλα να καθαρίσεις βύσσινο ή τριαντάφυλλο ή σταφύλι»! Imagine||they said|||put on|apron||||clean|cherry||rose||grapes Imagine if they said to the father: "Put on an apron and come clean a cherry or a rose or a grape"! Σήκωσε τους ώμους του ο Αντώνης και, με τα χέρια στις τσέπες, βγήκε από την κάμαρα. ||shoulders||||||||||he went out||| Antonis shrugged his shoulders and, with his hands in his pockets, left the chamber.

— Έλα, Αλέξανδρε, φώναξε, άφησε τις γυναικείες αυτές δουλειές στα κορίτσια! |||leave|||||| — Come, Alexander, he shouted, leave these women's jobs to the girls!

Ο Αλέξανδρος, που είχε δέσει μια πετσέτα στη μέση του και με λαχτάρα ετοιμάζουνταν να βοηθήσει, διαλέγοντας και βάζοντας χωριστά τα σάπια βύσσινα και βγάζοντας τα κοτσάνια, δίστασε μια στιγμή. ||||tied||towel||||||longing|was preparing|||choosing||putting|separately||rotten|cherries||removing||stems|hesitated for a moment|| Alexander, who had tied a towel around his waist and was eagerly preparing to help, picking and putting away the rotten cherries and removing the stems, hesitated for a moment. Ήταν μεγάλος ο πειρασμός να μείνει με τα κορίτσια και να πασπατεύει βύσσινα! |||temptation||||||||fondle|cherries The temptation was great to stay with the girls and pick sour cherries! Ήταν τόσο κόκκινα και δροσερά! ||||fresh They were so red and cool! Μα, πάλι, ν' αρνηθεί την πρόσκληση του Αντώνη, που του έκανε την τιμή να του φερθεί σαν αγόρι - τιμή σπάνια όσο και ποθητή - και να τον βάλει στην ίδια μοίρα με τον εαυτό του; Δεν μπόρεσε ο Αλέξανδρος ν' ανθέξει στο δεύτερο. |||refuse||invitation|||||made||honor|||treat|||honor|rare|||desirable||||put|||fate||||||||||withstand|| But, again, to refuse the invitation of Antonis, who did him the honor of treating him like a boy - an honor as rare as it is desirable - and put him in the same fate as himself? Alexander could not endure the second one. Αναστενάζοντας, ξεζώθηκε την πετσέτα και ακολούθησε τον Αντώνη. Sighing|unwrapped||towel||followed|| Sighing, she unwrapped the towel and followed Antonis.

— Τόσο το καλύτερο! — So much the better! είπε λίγο πειραγμένη η Αλεξάνδρα, θα μας μείνει εμάς περισσότερο βύσσινο να καθαρίσομε! ||a bit annoyed||||||||sour cherry||clean said Alexandra a little teased, we will have more cherry to clean!

Και με ζήλο έχωναν τα δυο κορίτσια το κεφάλι μιας φορκέτας σε κάθε βύσσινο, τραβούσαν έξω το κουκούτσι, έριχναν το φρούτο σε μια σουπιέρα και το κουκούτσι σ' ένα πιάτο. ||zeal|were inserting|||||||fork|||black cherry|pulling out|||pit|they threw|||||soup tureen|||pit|||plate And with zeal the two girls stuck the head of a fork to each cherry, pulled out the pit, threw the fruit into a soup bowl and the pit into a plate. Το γλέντι ήταν μεγάλο. |party|| The feast was great. Έτρεχαν τα ζουμιά, κόκκινα σαν αίμα, σ' όλο το γυμνό μπράτσο κι έσταζαν από τον άγκωνα. were running||juices|||||||bare|arm||dripped|||elbow The juices ran, red as blood, all over the bare arm and dripped from the elbow. Κι έπρεπε να προσέχεις να μη στάξουν ούτε χάμω ούτε στα ρούχα σου, γιατί λέκιαζαν, και να έχεις πάντα μια κατσαρόλα κάτω από τον άγκωνα, που να μαζεύει το ζουμί, γιατί η θεία φώναζε, μη χαθεί ούτε στάλα, που θα κάνει όμορφο χρώμα στο γλυκό. |||be careful|||drop||on the ground||||||they stain||||||pot||||αγκώνα|||collects||juice||||||||drop||||beautiful|color||dessert And you had to be careful not to let it drip on your clothes, because they would stain, and always have a pot under the elbow to collect the juice, because the aunt used to shout, not a drop should be lost, which will make a beautiful color in the dessert.

— Και τα κουκούτσια μη χαθούν, γιατί θα στραγγίσουν ύστερα, είπε η Αλεξάνδρα της Πουλουδιάς, ούτε κανένα από τα πολύ γινωμένα βύσσινα. ||seeds||get lost|||drain out||||||||||||ripened|black cherries — And the pits should not be lost, because they will be drained later, said Alexandra of Poulodia, nor any of the overripe sour cherries. Από αυτά θα γίνει ύστερα η βυσσινάδα... from||||||cherry soda These will then make the tart...

Τη διέκοψε ο Αλέξανδρος που μπήκε στην κάμαρα σα σίφουνας: |interrupted||||||||hurricane She was interrupted by Alexander who entered the chamber like a siphon:

— Αλεξάνδρα! Έλα γρήγορα! Ο Αντώνης είναι πολύ άρρωστος! |||very|

Γρήγορα! Quickly! Γρήγορα! Quickly Θα κάνει, λέει, εμετό! |||vomit He will, he says, throw up!

Πετάχθηκε πάνω η Αλεξάνδρα. was thrown||| Alexandra jumped up. Μα τι να κάνει τα ζουμιά που έσταζαν από τα χέρια της και που δεν έπρεπε να τα σκουπίσει, μη λεκιάσουν την πετσέτα; Ευτυχώς η κερα-Ρήνη είχε φροντίσει να βάλει και μια λεκάνη με νερό απάνω στο τραπέζι, για το τέλος της δουλειάς. |||||juices||were dripping|||||||||||wipe them||stain||towel||||||taken care||put|||bowl|||||table|||||

— Γρήγορα! Γρήγορα! φώναζε ο Αλέξανδρος.

Ξέβγαλε η Αλεξάνδρα τα χέρια της, βούτηξε και η Πουλουδιά τα δικά της και, τρεχάτες και οι δυο, ακολούθησαν τον Αλέξανδρο. washed||||||dipped in||||||||running||||followed|| Τις πήγε ίσια στο γραφείο του θείου. she|she went|straight|||| He took them straight to uncle's office.

Σωριασμένος στα γόνατα, ακουμπισμένος στον τοίχο, το πρόσωπο κατάχλομο και τα μάτια κλειστά, ο Αντώνης φαίνουνταν αλήθεια του «θανατά», όπως είπε ύστερα η Αλεξάνδρα, όταν τη ρώτησε η Αφροδίτη. slumped||knees|leaning against|||||pale||||closed|||seemed|really||death|||||||her||| Collapsing on his knees, leaning against the wall, his face gloomy and his eyes closed, Antonis seemed truly "dead", as Alexandra later said, when Aphrodite asked her. Έτρεξαν οι δυο αδελφές κι έκαναν να τον σηκώσουν. ||||||||lift him The two sisters ran and made him stand up. Μα, καθώς τον άγγιξαν, γούρλωσε ο Αντώνης τα μάτια του, τις κοίταξε με αγωνία, έκανε να σηκωθεί, μα δεν πρόφθασε. |as||they touched|he bulged|||||||||anxiety|he tried||get up|||he didn't make it But, as they touched him, Antonis rolled his eyes, looked at them anxiously, tried to get up, but did not reach. Και... πλουφ... όλο το πρωινό πρόγευμα χύθηκε στο πάτωμα! ||||breakfast|breakfast|spilled||floor And... poof... the whole morning's breakfast was spilled on the floor! Ευτυχώς συγύριζε ακόμα η Αφροδίτη την τραπεζαρία, όταν άκουσε τις φωνές των κοριτσιών κι έτρεξε. |tidying up|||||dining room||||||||ran over Fortunately Aphrodite was still circling the dining room when she heard the girls' voices and ran. Σήκωσε τον Αντώνη, που είχε πέσει χάμω σα σακούλι άδειο, και τον ξάπλωσε στον καναπέ, του έβρεξε το μέτωπο και το πρόσωπο και βγήκε έξω να φέρει σφουγγαρόπανα και νερά να πλύνει το πάτωμα. |||||fallen|on the ground|||empty|||laid him down||the couch|to him|he wet||forehead|||||||||sponges||||wash the floor||the floor He picked up Antonis, who had fallen like an empty bag, and laid him on the couch, wet his forehead and face and went out to get a mop and water to wash the floor.

— Πώς σου ήλθε, Αντώνη; ρώτησε η Αλεξάνδρα που εξακολουθούσε να του βρέχει το μέτωπο, όπως είχε δει την Αφροδίτη να το κάνει. ||came to you||||||continued to|||wet||forehead|||||||| — How did you feel, Antonis? asked Alexandra who was still showering his forehead like she had seen Aphrodite do.

Ο Αντώνης δε μίλησε. Antonis did not speak. Αλλά βιαστικά, μήπως και του κόψει ο Αντώνης το λόγο και δεν προφθάσει να τα πει, διηγήθηκε ο Αλέξανδρος την ιστορία, με πολλά πήγαινε κι έλα, φασαρεύοντας και πολυλογώντας, για ν' αναπαραστήσει και να ζωντανέψει τη σκηνή. |hastily|perhaps|||cut|||||||he doesn't manage||||narrated|||||||comings and goings|||making a fuss||talking a lot|||recreate|||bring to life||scene But hastily, lest Antonis should interrupt him and not have time to tell them, Alexander told the story, going back and forth a lot, fussing and talking, in order to represent and enliven the scene.

— Να, έτσι! είπε ο Αλέξανδρος. Μου λέγει ο Αντώνης: «Τι να παίξομε;» Εγώ δεν ήξερα. |says|||||play||| Antonis says to me: "What shall we play?" I didn't know. Και είπε ο Αντώνης: «Εγώ θα είμαι ο θείος Ζωρζής και συ θα είσαι η κερα-Ρήνη!» Και κάθισε, να έτσι, στην πολυθρόνα. |||||will|||||||||||||sat down||like this||armchair And Antonis said: "I will be uncle Georges and you will be the candle-Rini!" And he sat down, just like that, in the armchair. Εγώ δεν ήθελα να είμαι κερα-Ρήνη. ||wanted|||| I didn't want to be Kera-Rini. Μου είπε ο Αντώνης: «Θα κάνεις μόνο αγορίστικες δουλειές. |||||||boyish| Antonis told me: "You will only do boyish jobs. Φέρε μου το ναργιλέ του θείου!»... |||hookah|| Bring me uncle's hookah!"...

— Αντώνη! αναφώνησε η Αλεξάνδρα πιάνοντας το πιγούνι της με τα δυο της χέρια. exclaimed|||holding||chin|||||| Alexandra exclaimed, cupping her chin with both hands. Πώς τόλμησες; |dare you How dare you?

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. |||did not respond Antonis did not answer.

Κι εξακολούθησε ο Αλέξανδρος με ακόμα πιότερη πολυλογία: |continued|||||more|verbosity And Alexander continued with even more verbosity:

— Ναι, κι εγώ του το είπα: «Όχι, Αντώνη. — Yes, I also told him: "No, Antonis. Ο θείος δε θέλει!» Μα εκείνος πρόσταξε: «Φέρε μού τον!» Κι εγώ δεν μπορούσα να τον σηκώσω. ||||||commanded||||||||||lift him Uncle doesn't want it!" But he commanded: "Bring him to me!" I couldn't lift him either. Λοιπόν ήλθε ο Αντώνης, να έτσι, και ήθελε να τον σηκώσει. So Antonis came, like that, and wanted to pick him up. Και ύστερα μου είπε: «Είναι αναμμένος. |||||lit And then he said to me: "He's on. Θέλεις να κάνω, όπως κάνει ο θείος, φούσκες στο νερό;» Και είπα ναι. ||I make|||||bubbles||||| Do you want me to make bubbles in the water like uncle does?' And I said yes. Κι εκείνος έβαλε το κεχλιμπάρι στο στόμα κι έκανε φούσκες στο νερό. ||||amber||mouth||made|bubbles|| And he put the amber in his mouth and made bubbles in the water. Κι έκανε, ξέρεις, πολλέεεες... πολλές φούσκες! |||many||bubbles And it made, you know, lots... lots of bubbles! Και του είπα: «Κάνε το πάλι!» Και το ξανάκανε. ||||||||did it again And I said to him: "Do it again!" And they did it again. Και του είπα: «Πάλι!» Μα εκείνος δεν ήθελε πια. And I said to him: "Again!" But he didn't want to anymore. Είπε: «Θα κάνω εμετό!» Και πήγε στον τοίχο κι έπεσε χάμω κι εγώ έτρεξα να σας το πω... |||vomit||||wall||fell down||||I ran|||| He said, "I'm going to throw up!" And he went to the wall and fell down and I ran to tell you...

Με κλειστά μάτια μουρμούρισε ο Αντώνης: |closed||murmured|| Antonis muttered with closed eyes:

— Μην το πείτε της θείας! — Don't tell the aunt!

Την ίδια ώρα μπήκε μέσα η θεία. At the same time the aunt came in. Φορούσε κι εκείνη μια μεγάλη ποδιά άσπρη και είχε τα μανίκια της σηκωμένα. |||||apron|white||||sleeves||rolled up She also wore a large white apron with her sleeves rolled up.

— Τι τρέχει; ρώτησε. Κανένας δε μίλησε. No one||

Πίσω από τη θεία μπήκε μέσα η Αφροδίτη με σφουγγαρόπανα κι έναν κουβά νερό. |||||||||sponges|||bucket|

— Το παιδί είναι κακοδιάθετο, είπε, κι έκανε εμετό! |||in bad spirits||||vomited — The child is in a bad mood, he said, and he vomited!

Η θεία φαίνουνταν ανήσυχη. ||seemed|worried The aunt looked worried. Είχε πλησιάσει τον καναπέ κι έπιασε το μέτωπο του Αντώνη. |approached||the couch||touched||forehead|| He had approached the sofa and grabbed Antonis' forehead.

— Είναι δροσερός, είπε, και είναι σαν ιδρωμένος! |cool|||||sweaty — He's cool, he said, and he's like sweaty! Τι έχεις, Αντώνη; Μην έφαγες τίποτα βύσσινα; ||||you ate||cherries What's up, Antony? Didn't you eat anything sour?

— Όχι! Όχι, θεία! φώναξαν μαζί τα δυο κορίτσια, ούτε ήλθε μαζί μας να τα καθαρίσει! ||||||he came|||||clean them shouted the two girls together, he didn't even come with us to clean them! Μας φώναξε ο Αλέξανδρος εμάς τις δυο! Alexander called us both!

— Μα πώς του ήλθε; ρώτησε πάλι η θεία. |||came to him|asked again||| — But how did it come to him? the aunt asked again.

Κανένα από τ' αδέλφια δε μίλησε. none|||||spoke None of the brothers spoke. Κι ευθύς είπε η Αφροδίτη: |immediately||| And immediately Aphrodite said:

— Θα 'ναι η ζέστη! — It will be hot!

— Ναι, είπε η θεία, κάνει πολλή ζέστη σήμερα! ||||it is||| — Yes, said the aunt, it is very hot today! Άνοιξε το παράθυρο, Αφροδίτη, να του φυσήξει... ||the window||||let it blow Open the window, Aphrodite, let him blow...

Και παίρνοντας ένα χάρτινο ριπίδι από το τραπέζι, άρχισε να φυσά του Αντώνη. |taking||paper|paper fan||||||blow on|| And taking a paper fan from the table, he began to blow Antonis.

Αισθάνεσαι καλύτερα; ρώτησε. you feel|| Are you feeling better; asked.

— Ναι, θεία, ευχαριστώ, είμαι καλά, αποκρίθηκε ο Αντώνης. |||||replied|| — Yes, aunt, thank you, I'm fine, replied Antonis.

Μα ούτε άνοιγε τα μάτια του ούτε σηκώνουνταν. |||||||he was lifting But he neither opened his eyes nor got up. Και σαν είπε η θεία «Συνήλθε το χρώμα του. |||||returned||| And as the aunt said, "His color has recovered." Είναι καλύτερα. Πάμε τώρα, κορίτσια, να καθαρίσομε το βύσσινο», σηκώθηκαν οι δυο αδελφές χωρίς να τολμήσουν να κοιτάξουν καν το ναργιλέ. ||||we will clean||the cherry||||sisters|||||look|even||hookah Let's go now, girls, to clean the cherry", the two sisters stood up without even daring to look at the hookah.

Η θεία όμως τον είδε. But the aunt saw him. Τίποτα δεν ξέφευγε από τη γοργή ματιά της. |||||swift|| Nothing escaped her quick gaze.

— Ποιος άγγιξε το ναργιλέ του κυρίου; ρώτησε την Αφροδίτη. |touched||hookah||||| — Who touched the master's hookah? asked Aphrodite.

Η τραπεζιέρα που σφουγγάριζε το πάτωμα γύρισε και, σηκώνοντας με απορία τα φρύδια, της είπε: |table||mopping|||||raising with surprise||puzzlement||eyebrows|| The table maid who was mopping the floor turned and, raising her eyebrows in wonder, said to her:

— Κανένας, κυρία! Ποιος θα τον αγγίξει; who|||touch Who will touch him?

— Αυτό ρωτώ κι εγώ! |ask|| — That's what I'm asking too! είπε η θεία. said the aunt. Ο κύριος είχε τυλίξει το μαρκούτσι γύρω στο γυαλί, πριν φύγει! |||wrapped||hose|||glass|| The gentleman had wrapped the crowbar around the glass before leaving! Ποιος το ξετύλιξε και το έριξε χάμω; Η Αφροδίτη γύρισε πάλι να δει και είπε βιαστικά: ||unwrapped it|||threw it down||||||||||hastily Who unwrapped it and threw it away? Aphrodite turned to look again and said hastily:

— Θα ξετυλίχθηκε μόνο του το μαρκούτσι... ή θα το έριξα εγώ σαν ξεσκόνισα... |unraveled||||the little thing||||I will throw it|||dusted "Would the rope unwrap itself... or would I drop it like a duster..."

Από τον καναπέ σηκώθηκε η φωνή του Αντώνη. |||rose|||| Antonis' voice rose from the couch.

— Όχι, είπε, εγώ ξετύλιξα το σωλήνα! |||unraveled||tube — No, he said, I unwound the tube! Τ' αδέλφια στάθηκαν παγωμένα. ||stood|frozen The brothers stood frozen.

— Εσύ; έκανε παίρνοντας φωτιά η θεία. ||catching fire||| - You; said the aunt, catching fire. Ο Αντώνης ήταν πάλι κατάχλομος. ||||pale as a ghost Antonis was again gloomy.

Ναι, είπε χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του, εγώ έπιασα το ναργιλέ... κι έκανα φούσκες στο νερό... |||||||||I grabbed||hookah|||bubbles|| Yes, he said without opening his eyes, I grabbed the hookah... and made bubbles in the water...

Σώπασε ο Αντώνης και κανένας δε μίλησε. Antonis was silent|||||| Antonis fell silent and no one spoke. Και στη μεγάλη σιωπή ακούστηκε μόνο το φουρκισμένο σφουγγάρισμα της Αφροδίτης. |||silence||||furious|mopping||of Aphrodite And in the great silence only the furious mopping of Aphrodite was heard.

Πλησίασε η θεία τον καναπέ και τα κορίτσια και ο Αλέξανδρος άρχισαν να τρέμουν. approached||||||||||||| The aunt approached the sofa and the girls and Alexander began to tremble. Πωπώ!... Wow!... Τι θα γίνει τώρα; What will happen now;

Μα η θεία, αντί να του τις βρέξει, όπως το περίμεναν τ' αδέλφια, έσκυψε απάνω στον Αντώνη και, με το μαντίλι της, σκούπισε το καταϊδρωμένο πρόσωπο του. |||||||rain||||||leaned over|||||||handkerchief||wiped||sweaty|| But the aunt, instead of wetting him, as the brothers expected, leaned over Antonis and, with her handkerchief, wiped his sweaty face. - Δε σε τιμωρώ, του είπε, γιατί τιμωρήθηκες μόνος σου με τον εμετό που σου έφερε το κάπνισμα του ναργιλέ. ||punish||||you punished yourself|||||vomiting|||brought you||hookah smoking||hookah - I'm not punishing you, he told him, because you punished yourself with the vomiting brought on by smoking the hookah. Ελπίζω όμως αυτό να σου γίνει μάθημα και άλλη φορά να υπακούεις όταν σου λέγει ο θείος σου να μην αγγίζεις πράματα που δε σου ανήκουν... Σήκω τώρα να πας να πλυθείς. |||||||||||you obey|||||||||touch|||||belong|get up|||||wash yourself But I hope this will be a lesson for you and next time you obey when your uncle tells you not to touch things that don't belong to you... Now get up and go wash. Και 'μεις, κορίτσια, πάμε στο βύσσινο μας... |we||||cherry| And we, girls, go to our cherry...

— Ουφ! έκανε η Αλεξάνδρα, όταν, μετά το μεσημέρι, στην κρεβατοκάμαρα τους τ' αδέλφια βρέθηκαν πάλι μόνα. ||||||afternoon||bedroom||||found themselves||alone did Alexandra, when, after noon, the siblings found themselves alone again in their bedroom. Τι τρομάρα πήρα, Αντώνη, σαν πήγες και είπες της θείας πως κάπνισες το ναργιλέ του θείου! |scare|I got|||you went||||||smoked|||| What a horror I got, Antonis, when you went and told your aunt that you smoked your uncle's hookah!

— Κι εγώ! είπε η Πουλουδιά.

Με τα χέρια στη ράχη πίσω, μαζεύοντας και ξεμαζεύοντας την άσπρη του φουστίτσα, ρώτησε ο Αλέξανδρος: ||||back||gathering||unfolding||white||little skirt||| With his hands behind his back, gathering and untangling his white waistcoat, Alexander asked:

— Γιατί το είπες της θείας, Αντώνη, αφού μας είπες εμάς να μην το πούμε; — Why did you tell your aunt, Antonis, after you told us not to?

Αφού ρώτησε, έκανε ο Αντώνης. After asking, Antonis did.

— Μα η Αφροδίτη είχε πει πως από τη ζέστη έκανες εμετό. |||||||||you vomited|vomit — But Aphrodite had said that the heat made you vomit. Και η θεία είπε ναι. And the aunt said yes.

Ο Αντώνης δε μίλησε. Antonis did not speak.

— Και η Αφροδίτη είπε πως δεν έπρεπε ποτέ να μιλήσεις, εξακολούθησε ο Αλέξανδρος, γιατί η θεία θα πίστευε ότι εκείνη έριξε κάτω το... πώς τον είπε η θεία το σωλήνα; ||||||||||continued||Alexander||||||||threw down|||||||||the pipe — And Aphrodite said you should never speak, continued Alexander, because the aunt would think she dropped the... what did the aunt call the pipe?

— Μαρκούτσι, αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Markucci||| — Markoutsi, answered Alexandra.

— Ναι, το μαρκούτσι. ||hose — Yes, the hammer. Γιατί είπες εσύ όχι; Why did you say no?

— Αφού ήταν ψέματα! ||lies — Since they were lies! έκανε ο Αντώνης. Antonis did. η Αλεξάνδρα θαύμασε και επιδοκίμασε. ||admired||applauded Alexandra admired and approved.

— Έχει δίκαιο ο Αντώνης! |is right|| — Antonis is right! είπε. Η Πουλουδιά δάκρυσε. ||cried tears Pouloudia burst into tears.

— Και πάντα λέγει την αλήθεια ο Αντώνης! ||speaks|||| — And Antonis always tells the truth! είπε με καμάρι. ||pride he said proudly. Μα εγώ φοβήθηκα! ||I was afraid But I was scared! Πωπώ, πώς φοβήθηκα! Popo, how I was afraid!

— Κι εγώ! είπε η Αλεξάνδρα. Και σαν ηχώ είπε ο Αλέξανδρος: ||echo||| And like an echo Alexander said:

— Κι εγώ!

Μα όλη αυτή η κουβέντα δεν ικανοποίησε τον Αλέξανδρο που συλλογισμένος εξακολουθούσε να μαζεύει και ξεμαζεύει τη φουστίτσα του στα χέρια του. ||||conversation||satisfied||||lost in thought|continued to||gather||unravel||skirt|||| But all this conversation did not satisfy Alexander, who was thoughtfully still gathering and unpacking his waistcoat in his hands.

— Αντώνη, ρώτησε πάλι, γιατί δεν είπες αμέσως όχι, όταν είπε η θεία και η Αφροδίτη πως η ζέστη σε πείραξε; ||||||||when|||||||||||bothered you — Antony, he asked again, why didn't you immediately say no, when the aunt and Aphrodite said that the heat bothered you?

Και πού να ξέρω εγώ πως ο ναργιλές με πείραξε; αναφώνησε ο Αντώνης. |||||||hookah||affected me|exclaimed|| And how am I supposed to know that the hookah annoyed me? exclaimed Antonis. Εγώ δεν είδα ποτέ το θείο να κάνει εμετό σαν καπνίζει. ||||||||vomit||smoking I never saw the uncle throw up like he was smoking.

— Αλήθεια! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. validated||Alexandra confirmed Alexandra. Πού να το ξέρεις; Και όλοι θαύμασαν πάλι. ||||||marveled again| How do you know that? And everyone marveled again.

Μα οι απορίες του Αλέξανδρου πάλι δεν ησύχασαν. ||questions||Alexander|||settled down But Alexander's questions still did not subside.

— Γιατί λοιπόν δεν είπε την αλήθεια η Αφροδίτη; Εκείνη είπε πως είχε δει το ναργιλέ και κατάλαβε αμέσως, μα δεν πρόφθασε, λέει, να ξανατυλίξει το... Πώς το λένε, Αλεξάνδρα; ||||||||||||||hookah||she understood||||had time|||re-wrap||||| — So why didn't Aphrodite tell the truth? She said she had seen the hookah and understood immediately, but she didn't have time, she says, to re-roll it... What's it called, Alexandra?

— Το μαρκούτσι. |the little one — The sledgehammer.

— Ναι! Γιατί λοιπόν είπε πως σε πείραξε η ζέστη; Η Πουλουδιά είχε πάλι δακρυσμένα τα μάτια. |||||bothered|||||||tearful|| So why did he say the heat bothered you? Pouloudia was teary-eyed again.

— Η Αφροδίτη είναι πολύ καλή, είπε, και δε θέλει ποτέ να μας μαλώνει η θεία! ||||||||||||scold|| — Aphrodite is very good, she said, and she never wants aunt to argue with us!

— Αλήθεια! Truth είπε η Αλεξάνδρα. Και όλα τ' αδέλφια συμφώνησαν. ||||agreed And all the brothers agreed.

Και είπε ο Αντώνης υπερήφανα: ||||proudly And Antonis said proudly:

— Εγώ την αγαπώ πολύ την Αφροδίτη! — I love Aphrodite very much! Σα μεγαλώσω, θα την πάρω για νταντά των παιδιών μου! ||||||nanny||| I will raise you, I will take her as a nanny for my children!

Και τότε κόντεψαν να μαλώσουν τ' αδέλφια. ||almost||fight|| And then the brothers almost quarreled.

— Εγώ θα την πάρω, είπε η Αλεξάνδρα, γιατί είμαι πιο μεγάλη! — I'll take her, said Alexandra, because I'm older!

— Όχι, εγώ! είπε η Πουλουδιά. Γιατί ένα βράδυ, που ήταν πάλι άρρωστη η μις Ράις και που εκείνη μου τύλιξε τα μαλλιά μου στα ||||||||||||||wrapped||hair|| Because one night, when Miss Rice was sick again and she wrapped my hair in

χαρτιά και δε με πόνεσε καθόλου, μου είπε: «Θα σου τα τυλίγω πάντα εγώ!» papers||||hurt|||||||wrap|| papers and it didn't hurt me at all, he said: "I'll always wrap them up for you!"

— Κι εμένα μου το είπε! — He told me too! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. exclaimed|| Alexandra exclaimed. Το ίδιο βράδυ!

— Μα εγώ είμαι αγόρι! — But I'm a boy! είπε ο Αντώνης. Και περνώ πρώτος! And|I pass| And I pass first!

— Κι εγώ είμαι αγόρι! φώναξε ο Αλέξανδρος.

Οι φωνές ολοένα ανέβαιναν, αγρίευαν, η ατμόσφαιρα γέμιζε μπαρούτι. ||increasingly|were rising|grew fiercer||atmosphere|was filling|gunpowder The voices kept getting louder and louder, the atmosphere filled with gunpowder. Τρεχάτη ανέβηκε η Αφροδίτη. running|rose|| Aphrodite ascended today.

— Θα ξυπνήσετε το θείο σας, κακά παιδιά! |wake||||| — You will wake your uncle, you bad children! τους είπε με θυμωμένα ψιθυρίσματα. |||angry whispers|whispered words he told them in angry whispers. Τι μαλώνετε, αντί να κοιμάστε; |are you arguing|||you sleep What are you arguing instead of sleeping?

Επίσης ψιθυριστά, όλα μαζί τ' αδέλφια, της είπαν την αιτία του καβγά. also|whispering||||||||reason||fight Also in whispers, all the brothers together, told her the cause of the quarrel. Και τη ρώτησε το καθένα: ||||each one And each asked her:

— Δεν είναι αλήθεια, πες, πως θα 'ρθεις με τα δικά μου τα παιδιά; Γέλασε η Αφροδίτη και είπε: |||tell|||you will come||||||||||| — It is not true, say, how will you come with my children? Aphrodite laughed and said:

— Θα πάγω μ' εκείνον από σας που θα παντρευτεί πρώτος! |||that one|||||marry|first — I will go with the one of you who gets married first!

Αυτή η λύση τους άρεσε ολονών και καθάρισε πάλι την ατμόσφαιρα, ως την ώρα που κατέβηκαν στην αυλή μ' ένα κομμάτι ψωμοτύρι στο χέρι. |||||everyone||cleared up|||atmosphere|||||they came down||yard||||bread cheese|| They all liked this solution and cleared the atmosphere again, until the time when they went down to the yard with a piece of bread in hand.