×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1)

Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1)

΄ Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο.

Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου

μόλις δυοτρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα.

— Τι θέλετε; ρώτησε απότομα.

— Να καθίσομε λιγάκι. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

— Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. Κι έκλεισε την πόρτα.

Τ' αδέλφια κάθισαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους.

Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο.

— Τι μου καθίσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα.

— Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί.

— Βέβαια μ' ενοχλείτε! Τραβάτε το δρόμο σας! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι.

— Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο.

Ο άνθρωπος θύμωσε.

— Το κατώφλι είναι δικό μου! φώναξε. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο!

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες.

Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα.

— Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος.

— Όχι βέβαια! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ!

— Τι έχει μέσα! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει.

— Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια.

— Όλα αυτά τα βρήκες μαζί;

— Όχι. Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. Δεν είναι ωραίο;

— Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη;

— Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάλιρα. Δε μου λες μπράβο;

— Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Δωσ' μου τα τάλιρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο. Σου αξίζει!

Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο.

— Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

— Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε.

— Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος;

— Όχι!

— Γιατί είναι κλεφταποδόχος 1, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας!

— Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα.

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.

— Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.

— Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.

— Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο.

— Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα.

— Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα. 1

Κλεπταποδόχος: αυτός που δέχεται αντικείμενα τα οποία αποτελούν προϊόντα κλοπής

— Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει.

Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε: «Σχολείο του Κράτους»

— Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Μα πού είναι τα παιδιά;

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:

— Λείπουν αυτή την ώρα.

— Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.

— Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού:

— Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! Κι εγώ πρέπει να ζήσω!

Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό.

— Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε.

— Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι!

— Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις!

Ο δάσκαλος χαμογέλασε.

— Σα να είναι κι εύκολο! είπε σιγανά. Είσαι παιδί! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο.

Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί.

Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του. Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους.

Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του.

— Η αυτοθυσία! μουρμούρισε. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό

ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία…

— Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου;

— Γιατί και ‘μεις ίδιοι είμαστε. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος…

Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους.

Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο.

Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του.

— Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια.

— Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μας αφήνεις να καθίσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε;

— Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γεροΦτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος.

Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθισαν στον μπάγκο πλάγι του.

— Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα;

— Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα.

— Μπα; Μακριά πάτε. Και τι θα κάνετε στη χώρα;

— Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. Ο γέρος χαμογέλασε:

— Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα.

— Γιατί;

— Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας.

Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη.

— Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε. Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους.

— Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρωτοβγαίναν. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.

— Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια.

— Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε…

— Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του.

— Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. Και πλήρωνε καλά. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου. Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. Μα δεν έχομε ασφάλεια!

— Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά 2 μου. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και 2

Σμερουριά: αγκαθωτός θάμνος άγριο φυτό που παράγει μικρού μεγέθους κόκκινους καρπούς

μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. Έτσι το 'θελε η μοίρα!

— Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν;

— Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές;

Ο Φτωχούλης γέλασε.

— Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε. Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη.

— Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες.

— Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο.

Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1) D'|ON|RETURN Δ'. AU TOURNANT (1) D. ON THE WAY BACK (1)

΄ Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο. Many|hours|walked|in the|dry|vast|plain They walked for many hours in the dry vast plain.

Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου At|the end|they arrived|at|a|ruined|village|where In the end, they reached a ruined little village, where

μόλις δυοτρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. only|two or three|houses|were standing|still|upright only two or three houses still stood upright. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. They stopped|at|first|and|they knocked|the|door They stopped at the first one and knocked on the door. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα. To them|opened|a|middle-aged|man|with|scowling|face|and|dirty|clothes A middle-aged man with a scowling face and dirty clothes opened the door.

— Τι θέλετε; ρώτησε απότομα. What|do you want|he asked|abruptly — What do you want? he asked abruptly.

— Να καθίσομε λιγάκι. Let's|sit|for a little while — We want to sit for a while. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. We are|tired|replied|the|Prince We are tired, replied the Prince.

— Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. Not|is|here|hotel|said|the|man — This is not a hotel, said the man. Κι έκλεισε την πόρτα. And|closed|the|door And he closed the door.

Τ' αδέλφια κάθισαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους. The|siblings|sat|on the|low wall|and|took out|to|eat|the|bread|their The siblings sat on the doorstep and took out their bread to eat.

Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. In|a little while|they heard|the|window|that|opened|with|care After a while, they heard the window opening carefully. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο. They turned around|and|saw|the|same|man They turned and saw the same man.

— Τι μου καθίσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα. What|to me|did you sit|there|at the|doorstep|my|he said|abruptly — Why are you sitting there, on my threshold? he said abruptly.

— Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί. you|disturb|asked|the|Prince|without|to|rise — Are we bothering you? asked the Prince without getting up.

— Βέβαια μ' ενοχλείτε! Of course|me|you annoy — Of course you are bothering me! Τραβάτε το δρόμο σας! Follow|the|road|your Get on with your way! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. answered|the|man the man replied. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι. not|me|like|the|beggars I don't like beggars.

— Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο. Not|to you|we ask|anything|said|quietly|the|Prince — We are not asking you for anything, said the Prince quietly.

Ο άνθρωπος θύμωσε. The|man|got angry The man got angry.

— Το κατώφλι είναι δικό μου! The|threshold|is|mine|my — The threshold is mine! φώναξε. shouted he shouted. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο! Get out|from|here|otherwise|I|catch|with|the|stick Get out of here, otherwise I will hit you with a stick!

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. The|two|brothers|got up|and|went|further The two brothers got up and went further. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν. But|the|spring|sun|was|warm|and|in order to|to|find|coolness|they went|to the|back|part|of the|house|where|among|in|some|debris|they lay down|in|shady|corner|and|they fell asleep But the spring sun was warm, and to find some coolness, they went to the back of the house, where, among some ruins, they lay down in a shady corner and fell asleep.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. light|noise|woke up|the|Prince A faint noise woke the Prince. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες. To him|seemed|as|to|have heard|speeches It seemed to him that he heard conversations.

Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα. He rose|with|caution|He looked|between|through|the|stones|without|to|be seen|and|He saw|the|same|unfriendly|man|who|from|the|window|at the|back|part|of the|house||quietly|with|one|child|loaded|a|bag He got up carefully, looked between the stones, without being seen, and saw the same unfriendly man, who from the window at the back of the house, was quietly talking to a child carrying a bag.

— Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος. You|saw|anyone|asked|quietly|the|man — Did anyone see you? the man asked quietly.

— Όχι βέβαια! No|of course — Of course not! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. foolish|I am|I|to|(subjunctive particle)|me|catch|replied|the|child Am I a fool to get caught? the child replied. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ! but|unload|me|now|the|sack|is|heavy But unload me now, the bag is heavy!

— Τι έχει μέσα! What|has|inside — What’s inside! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει. asked|the|man|bending|to|it|catch the man asked, bending down to pick it up.

— Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια. One|jug|wine|three|apples|one|shoe|two|pies|and|one|hat — A jug of wine, three apples, one shoe, two pies, and a cap.

— Όλα αυτά τα βρήκες μαζί; All|these|the|you found|together — Did you find all of these together?

— Όχι. No — No. Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. The|Talaioporakis|was|home|his Talaioporakis was at home. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. I took|the|wine|and|the|apples|that|were cooling|in the|window|and|it|I put|in the|feet I took the wine and the apples that were cooling on the windowsill and I ran away. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. The|others|are|from|the|Dystychopoulos The others are from Dystichopoulos. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. He was absent|in the|country|where|he went|witness|in the|trial|his|Kakomiridis|and|so|with|the|peace|my|I tidied up|the|house|his|and|the|child|laughed He was away in the country where he testified in the trial of Kakomiridis, so I quietly tidied up his house, and the child laughed. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. But|not|you saw|the|best|he continued|taking out|from|the|pocket|his|a|silver|watch But you haven't seen the best part, he continued, pulling a silver watch from his pocket. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. This|it|took|yesterday|night|from|the|pocket|of|Kakomiridis I took this last night from Kakomiridis's pocket. Δεν είναι ωραίο; It|is|nice Isn't it nice?

— Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη; Hmm|And|where|him|did you see|the|Kakomiridis — Oh? And where did you see the unfortunate one?

— Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. Sure|I was|there|the|time|when|the|palace guard|with|the|chain|him|threw|from|the|mountain|to|to|his|take|the|bag|his — Of course, I was there when the palace guard threw him down the mountain to take his bag. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάλιρα. Then|I tumbled down|and|I|as|down|him|I found|unconscious|I rummaged|the|pockets|his|and|I took|the|watch|and|two|silver|coins Then I rolled down too, found him unconscious, searched his pockets, and took the watch and two silver coins. Δε μου λες μπράβο; not|to me|you say|bravo Aren't you going to say well done?

— Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Come|inside|said|happily|the|man — Come in, said the man happily. Δωσ' μου τα τάλιρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο. give|me|the|talers|and|will|receive|a|big|bravo Give me the thalers and you will get a big well done. Σου αξίζει! You|deserve You deserve it!

Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι. The|window|closed|and|the|child|disappeared|behind|from|the|house The window closed and the child disappeared behind the house.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. The|Prince|woke up|the|sister|his The Prince woke up his sister. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο. The|face|his|was|darkened His face was darkened.

— Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Come|he said|we must|and|from|here|to|leave — Come on, he said, we must leave from here too. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε. The|little Irini|got up|and|him|followed Irinoula got up and followed him.

— Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε. Who|us|drives away|again|asked — Who is driving us away again? she asked.

— Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος; Irinoula|said|with|furrowed|eyebrows|the|Vasilopoulo|you know|why|not|us|wanted|before|at|threshold|his|this|the|man — Irinoula, said the Prince with furrowed brows, do you know why this man didn't want us at his doorstep before?

— Όχι! No — No!

— Γιατί είναι κλεφταποδόχος 1, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Why|is|receiver of stolen goods|and|they were afraid|lest|we see|the|child|his|who|him|was carrying|the|stolen|things — Because he is a thief and was afraid we would see his child carrying the stolen goods. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. And|you know|what|was|the|food|that|brought|the|Panourgakos|yesterday|night|to the|palace|It|had|stolen|from|some|unfortunate|Kakomiridis|and|him|threw|later|from|above|from|the|mountain|to|not||speak And do you know what the food that Panourgakos brought to the palace last night was? He had stolen it from some unfortunate wretch, and then threw him off the mountain so he wouldn't talk. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας! look|what|happens|in the|kingdom|our This is what happens in our kingdom!

— Παναγία μου! Holy Mary|my — My God! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια. murmured|the|Irinoula|with|tears|in|eyes Irinoula murmured with tears in her eyes.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα. They passed|through|a|small|country|with|roads|crooked|and|dirty|and|houses|half-destroyed They passed through a small country, with crooked and dirty roads and half-ruined houses.

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Above|from|a|door|they noticed|something|black|letters Above a door, they noticed some black letters. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν. But|not|knew|to|them|read But they didn't know how to read them.

— Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο. Let's|knock|to|ask|what|is|here|said|the|Prince — Let's knock and ask what this is, said the Prince.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι. They knocked|the|door|and|them|opened|a|man|pale|and|thin|who|was holding|a|book|in the|hand They knocked on the door and a pale and thin man, holding a book in his hand, opened it.

— Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη. What|do you want|children|my|asked|with|kindness — What do you want, my children? he asked kindly.

— Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο. We want|to|learn|what|is|this|the|house|apologized|the|Prince — We want to learn what this house is, the Prince apologized.

— Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! This|the|house|But|it|writes|from|outside|children|my — This house? But it says it outside, my children! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα. said|with|curiosity|the|man|pointing|the|black|letters|above|over|the|door the man said in surprise, pointing to the black letters above the door.

— Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα. Not|we know|to|read|said|shamefully|the|Eirini — We don't know how to read, said Irinoula shamefully. 1 1

Κλεπταποδόχος: αυτός που δέχεται αντικείμενα τα οποία αποτελούν προϊόντα κλοπής receiver of stolen goods|he|who|accepts|items|which|that|are|products|theft Receiver of stolen goods: someone who accepts items that are products of theft.

— Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ah|did|the|man — Oh...? said the man. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει. However|in|all|the|kingdom|are|the|same|mess|and|no one|young person|not|knows|anymore|to|read However, throughout the kingdom, it's the same mess, and no young person knows how to read anymore.

Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε: «Σχολείο του Κράτους» And|to them|explained|that|from|outside|it wrote|School|of|State And he explained to them that outside it said: "State School".

— Σχολείο! School — School! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. exclaimed|with|joy|the|Prince the Prince exclaimed joyfully. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Never|to me|not|saw|school|and|I wanted|so much|to|know|how|it is I have never seen a school, and I wanted so much to know what it is like! Μα πού είναι τα παιδιά; But|where|are|the|children But where are the children?

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε: The|man|scratched|the|ear|his|stopped|and|at the|end|said The man scratched his ear, paused, and finally said:

— Λείπουν αυτή την ώρα. They are absent|this|the|hour — They are not here at the moment.

— Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο. And|what|time|will|return|for|the|lesson|I will|like|to|them||said|the|Vasilopoulos — And what time will they return for the lesson? I would like to see them, said the Prince.

— Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος. But|not|they do|lesson|he replied|hesitantly|the|man — But... they are not having a lesson... the man replied hesitantly.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού: And|seeing|the|confusion|in the|eyes|of the|boy And seeing the confusion in the boy's eyes:

— Ε, ναι! Yes|yes — Well, yes! δεν τους κάνω μάθημα! do not|to them|I give|lesson I'm not teaching them! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. burst out|and|to him|said|with|bitterness he burst out and told him bitterly. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! as|to|be|also|easy|to|do|anyone|that|which|should|in|this|the|place As if it's easy for anyone to do what they should in this place! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. me|put|the|State|teacher|and|to me|entrusts|the|children|his|to|them|teach|letters The State made me a teacher, and hands over its children to me to teach them letters. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! But|he forgets|to|me|pay|he forgets|that|I have|needs|and|I|that|must|and|to|eat|and|to|dress But he forgets to pay me, he forgets that I have needs too, that I have to eat and dress! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. The children come|the|children|but|not|to them|I give|lesson The kids come, but I don't teach them. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. I|put|in the|garden|to|dig|in order to|to|earn|my|bread||and|them|send|to the|forest|to||gather|sometimes|strawberries|sometimes|blackberries|or|other|fruits|of the|season I put them in the garden to dig, so I can earn my bread, and I send them to the forest to gather strawberries, wild fruits, or other seasonal fruits. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! I am|human|and|I I am a person too! Κι εγώ πρέπει να ζήσω! And|I|must|to|live And I have to live!

Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του. The|said|these|the|teacher|with|sadness|and|would well up|the|eyes|his The teacher said this with a sense of regret, and his eyes were welling up.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο. The|Prince|him|looked|thoughtful The Prince looked at him thoughtfully. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό. The|face|his|was|serious His face was serious.

— Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε. And|who|you|forces|to|stay|teacher|asked — And who forces you to remain a teacher? he asked.

— Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. but|otherwise|I will|die|from|the|cold — Otherwise, I will die from the cold. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι! Here|at least|I have|home At least here I have a home!

— Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις! The|house|then|it|accept|said|the|Vasilopoulos|with|lit|eyes|but|your|debt|your|not|it|do — So you accept the home, said the Prince with bright eyes, but you do not fulfill your duty!

Ο δάσκαλος χαμογέλασε. The|teacher|smiled The teacher smiled.

— Σα να είναι κι εύκολο! as|to be|is|and|easy — As if it's easy! είπε σιγανά. said|softly he said softly. Είσαι παιδί! You are|child You are a child! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! (You) do not|know|what|will||life|and|it|think|simple|and|easy|to|do|your|duty|(your)|when|is|to|work|without|reward|for|foreign|benefit You don't know what life means, and you think it's simple and easy to do your duty when it comes to working without reward, for someone else's benefit! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. But|to|(particle for subjunctive)|you do|the|duty|your|child|my|requires|sometimes|heroic|self-sacrifice But to fulfill your duty, my child, sometimes heroic self-sacrifice is needed. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο. And|everyone|not|are|heroes|in the|world And not everyone is a hero in the world.

Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί. The prince went out|outside|the|prince|without|to|respond The Prince went outside, without responding.

Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του. Thoughts|and|other|thoughts|were bumping into each other|in the|mind|his Thoughts and other thoughts stumbled in his mind. Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους. To him||that|he was facing|new|worlds It seemed to him that he was facing new worlds.

Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του. Quite a|while|he walked|silently|holding|the|hand|of her|sister|of him For a while, he walked silently, holding his sister's hand.

— Η αυτοθυσία! The|self-sacrifice — Self-sacrifice! μουρμούρισε. murmured he murmured. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό The|you heard|little Eirini|It needs|it says|heroic|self-sacrifice|and|all|the|people|not|are|heroes|Do you remember|the|words|of the|Knowledge|that|working|for|the|general|good Did you hear that, Irinoula? They say it requires heroic self-sacrifice, and not everyone is a hero... Do you remember the words of Knowledge, that by working for the common good

ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. we benefit|the|ourselves|our|in the|end|I fear|that|in the|place|our|no one|not|it|learned|this we benefit ourselves in the end? I fear that in our country no one has learned this. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία… The|each one|of us|seeks|only|the|own|his|the|interest|or|at least|the|own|his|peace Each of us only seeks our own interest or at least our own peace...

— Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου; Why|it|you say|this|brother|my — Why do you say that, my brother?

— Γιατί και ‘μεις ίδιοι είμαστε. Because|and|we|the same|are — Because we ourselves are the same. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος… Neither|you|nor|I|nor|nobody|us|not|did|ever|anything|for|the|general|good|Yes|little Eirini|for that|this|was destroyed|the|State Neither you nor I nor any of us have ever done anything for the common good... Yes, Irinoula, that's why the State was destroyed...

Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους. The siblings continued|the|siblings|the|road|their|without|to|speak|anymore|lost|in the|thoughts|their The brothers continued on their way without speaking anymore, lost in their thoughts.

Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο. They arrived|at|another|village|poor|and|devastated|like|the|first They arrived at another village, poor and devastated like the first.

Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του. in|a|small garden|unkempt|and|uncultivated|sat|next|to|a|half-dried|mulberry tree|a|old man|poorly dressed|who|was daydreaming|playing|the|worry beads|his In an unkempt and uncultivated little garden, sat an old man dressed in rags, daydreaming while playing with his worry beads.

— Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια. Good times|good|he said|as|they passed|near|him|the|two|brothers — Good hours, he said as the two brothers passed by him.

— Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Good evening|grandfather|replied|the|Prince — Good evening, grandfather, replied the Prince. Μας αφήνεις να καθίσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε; Us|you let|to|sit|in the|little garden|your|near|you|to|rest Will you let us sit in your little garden near you, to rest?

— Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γεροΦτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος. And|not|you enter|children|my|to|me|tell|two|words|and|me|of|old Poorlittle|to|forget|also|I|the|sufferings|my|replied|the|old man — And won't you come in, my children, to tell me a few words too, old Poor Man, so I can forget my troubles as well? replied the old man.

Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθισαν στον μπάγκο πλάγι του. They entered|into|little garden|and|they sat|on the|bench|next|to it They entered the little garden and sat on the bench beside him.

— Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. to me|seems bad|only|that|not|to me|is found|nothing|to|to you|treat|said|the|old man — It bothers me only that I have nothing to offer you, said the old man. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! But|to me|they stole|the|only|thing|that|I had|there|and|I|few|fresh|raspberries|that|were|the|pride|my But they stole the only thing I had, a few fresh raspberries, which were my pride! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα; And|for|where|are|little lords And where are you going, young nobles?

— Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. For|the|country|replied|the|Irinoula — To the country, replied Irinoula.

— Μπα; Μακριά πάτε. Huh|Far|you go — Oh? You're going far. Και τι θα κάνετε στη χώρα; And|what|will|you do|in the|country And what will you do in the country?

— Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. Let's go|to|find|job|said|the|Vasilopoulos — Let's go find a job, said Vasilopoulos. Ο γέρος χαμογέλασε: The|old man|smiled The old man smiled:

— Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. to|in vain|you make|the|effort|children|my — You're wasting your time, my children. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα. Not|is found|anymore|job|in the|country There are no jobs left in the country.

— Γιατί; Why — Why?

— Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας. Why|nobody|not|is|so|foolish|to|work|to|to|earn|the|bread|that|will|his|eat|the|neighbor — Because no one is so foolish as to work to earn the bread that their neighbor will eat.

Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη. And|he showed|around|him|the|thorns|and|the|weeds|that|covered|the|ground And he pointed around at the thorns and the weeds that covered the land.

— Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε. All|the|place|like this|prospers|like|the|little garden|my|continued — The whole place is thriving like my little garden, he continued. Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. Once|time|was|joy|of God|this|the|little corner Once, this little corner was a joy of God. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους. But|who|her|recognizes|anymore|He left|the|boy|my|I remained|alone|and|I got bored|to|work|for|others But who recognizes it anymore? My boy is gone, I am left alone and I am tired of working for others.

— Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Why|did leave|the|boy|your|asked|the|Vasilopoulos — Why did your boy leave? asked Vasilopoulos.

— Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. What|to|should|do|here|Together|we cultivated|the|fields|our|which|extended|as far as|beyond|there|and|we sold|the|produce|in|all|the|neighboring|places — What was he supposed to do here? We were cultivating our fields together, which went all the way over there, and we sold the produce in all the neighboring areas. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. We were picking|and|oranges|apples|grapes We also harvested oranges, apples, and grapes. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρωτοβγαίναν. All|the|lush|greens|and|fruits|here|first appeared All the plump greens and vegetables first came out here. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. The|palace|from|here|took care of||good|wanted The palace over there took care of whatever good it wanted. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. they|changed|the|things|died|the|good|our|King|and|the||his|sleeps Things have changed for me, our good King has died and his son is asleep. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου. for|that|we go|towards|devil That's why we are going to hell.

— Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια. Why|you say|that|sleeps|asked|the|Irinoula|bright red|and|with|teary|eyes — Why do you say he is asleep? asked Irinoula, blushing and with teary eyes.

— Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε… Not|sleeps|that is|but|the|same|does|since|all|dances|and|parties|knew|to|command|and|from|work|not|cared|anything|until|ate||had|and|not|had — He is not asleep, but he does the same thing, since he only knew how to command dances and parties, and he didn't care about work at all, until he consumed everything he had and didn't have…

— Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του. This|not|to us|tells|why|left|the||your|interrupted|the|Vasilopoulos|who|not|wanted|to|hear|more|about|the|father|his — This doesn't tell us why your son left, interrupted the Prince, who didn't want to hear more about his father.

— Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. How|not|us|tells|Then|in the|good|weather|when|lived|the|Wise|A'|paid|the|palace||took — Why doesn't he tell us? Back then, in good times, when the Wise A' was alive, he paid the palace whatever he took. Και πλήρωνε καλά. And|paid|well And he paid well. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. Then|not|paid|anymore|but|took|always Then, he no longer paid, but always took. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. hurriedly|and|quickly|therefore|we cut|and|we sent|abroad|in the|foreign||bulky|was found|in the|place|in order to|to|we earn|at least|some|money So, hurriedly and quickly, we cut and sent abroad whatever plump things were found in the place, to at least make some money. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. But|the|roads|were ruined|no one|not|them|took care of|the|cars|our|broke|in the|ditches But the roads fell into disrepair, no one took care of them, our carts broke in the ditches. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. In|a little|not even|the|animals|not|could|anymore|to|pass Soon even the animals could no longer pass. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. rotted|the|wheat|our|in the|warehouses|or|us|them|ate|unpaid|the|palace Our wheat was rotting in the warehouses, or the palace was eating it unpaid. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Poverty|and|misery|fell|on the|land|the|trade|was destroyed|the|warehouses|collapsed|left|the|young men|the|best|went|to the|foreign lands|others|went|to the|country|to|become|they say|scientists|and|die|from|the|hunger Poverty and misery fell upon the land, trade was destroyed, the warehouses collapsed, the young men left, the best went abroad, others went to the country to become, they say, scientists and are dying of hunger. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου. The|worst|remained|and|live|on the|back|of the|one|and|of the|other The worst remained and live off the backs of one another. Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. My son got bored|the|son|my|sold off|the|properties|our|to me|left|the|money|and|left|and|he|to the|foreign lands My son got tired, sold our lands, left me the money, and he too went abroad. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. I|was working|the|small garden|my|and|was taking out|still|the|vegetables|my|and|was buying|the|bread|my I was working in my little garden and still harvesting my vegetables and buying my bread. Μα δεν έχομε ασφάλεια! But|not|we have|insurance But we don't have security!

— Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα. What|to you|do|asked|the|Irinoula — What are they doing to you? asked Irinoula.

— Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! What|not|us|do|ask|little child|my — What aren't they doing to us, my little child! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. was deserted|the|village|not|remained|anyone|to|us|protect|us|steal||is found|in the|orchards|and|out of|envy|us|destroy|the|trees|and|the|vegetables The village has been deserted, no one is left to protect us, they steal everything that is in the gardens, and out of envy, they destroy our trees and vegetables. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά 2 μου. Here|yesterday|evening|still|my|they stole|the|few|raspberries|that|were ripening|||in the|raspberry bush|my Well, last night they stole the few raspberries that were slowly ripening in my raspberry patch. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! And|not|is enough|this|only|to me|they cut|and|to me|they ruined|the|plant|whole And that's not enough, they also cut down and ruined the whole plant! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και 2 I got bored|them|I gave up|everything|and|I live|also|I|||as long as|until|to|be saved|and I'm fed up, I've given up on everything, and I live just barely, until my days are saved.

Σμερουριά: αγκαθωτός θάμνος άγριο φυτό που παράγει μικρού μεγέθους κόκκινους καρπούς Smilax|thorny|bush|wild|plant|that|produces|small|size|red|fruits Raspberry patch: a thorny bush, a wild plant that produces small-sized red fruits.

μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. me|the|days|my|and|to|find peace|from|the|sufferings|of the|world I just want my days to pass and to be free from the world's troubles. Έτσι το 'θελε η μοίρα! So|it|wanted|the|fate So it was meant to be!

— Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα. And|the|money|that|your|left|the||your|asked|the|Irinoula — And the money your son left you? asked Irinoula.

— Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! to me|them|they stole|daughter|my|if|were|and|others — They stole it from me, my daughter, as if there were more! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν; paradises|you seek|here|when|not even|bread|not|us|they leave You seek riches here, when they don't even leave us bread?

— Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. How|not||to the|court|asked|with|exasperation|the|Prince — Why don't you go to court? asked Vasilopoulos with indignation. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές; Why|then|we have|judges So why do we have judges?

Ο Φτωχούλης γέλασε. The|Poor little one|laughed The Poor Man laughed.

— Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε. The|judges|not|are|for|us|he said — Judges are not for us, he said. Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. It is|for|the|rich|who|them|fill|their|pocket They are for the rich who fill their pockets. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. From|us|the|poor people|not|take out|anything From us, the poor, they get nothing. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη. here|if|you go|to the|country|and|you have|curiosity|go|to the|trial|of|Kakomiridis|to|you hear|justice If you go to the country and are curious, go to the trial of Kakomiridis to hear justice.

— Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες. I will|go|said|the|Prince|I want|with|the|eyes|my|to|the||those|that|you say — I will go, said the Prince, I want to see with my own eyes what you are talking about.

— Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. To|go|boy|my|and|to|them|see|with|the|eyes|your|and|to|them|hear|with|the|ears|your — Go, my boy, and see it with your own eyes and hear it with your own ears. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο. The|trials|take place|in the|square|under|from|the|large|plane tree The trials take place in the square, under the big plane tree.

Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα. The|siblings|said goodbye to|the|old man|and|pulled|towards|the|countryside The brothers said goodbye to the old man and headed towards the country.

SENT_CWT:AFkKFwvL=5.23 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=2.9 en:AFkKFwvL openai.2025-01-22 ai_request(all=234 err=0.00%) translation(all=195 err=0.00%) cwt(all=1926 err=0.99%)