×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1)

Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1)

Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και

μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης.

Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα.

Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα.

Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες.

— Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά.

— Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! είπε ο Αστόχαστος. Αύριο θύμισέ μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει.

— Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος.

— Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμά του.

Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει.

Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του:

— Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο.

Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε.

— Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο.

Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε.

— Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε.

Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου.

— Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος.

— Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι.

Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά.

— Εσύ πήγες πεζή. Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα.

— Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε.

— Με σκότισες! φώναξε ο Βασιλιάς. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς.

Και κάθισε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά 1 της παρδαλής του φορεσιάς.

Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας.

— Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα!

Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό.

Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα.

— Πού πάμε; ρώτησε. 1

Κυπρί: κουδούνι

— Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα!

— Θέλεις να εκπατριστείς;

— Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω!

Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.

Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της.

Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.

Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα.

Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας.

Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της.

Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά.

Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε.

— Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.

Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του.

Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα.

— Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.

— Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι.

Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του.

Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως.

Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του.

— Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν.

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι.

Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.

— Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.

— Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.

Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.

— Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.

Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε ‘λαφριά.

— Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.

Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια.

Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.

Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά 2.

— Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;

— Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά. 2

Σοφάς: είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού

— Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά. Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.

— Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο.

Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.

— Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.

Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα.

Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά.

— Κρίμα!… Κρίμα!… Κρίμα!…Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;

Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε.

Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.

— Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!

Στο περιβολάκι η κυραΦρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα.

Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια.

— Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιούν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλά μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας.

Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή.

- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;

Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.

— Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα.

Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.

— Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;

Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:

— Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του.

Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.

— Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.

— Σε ξέρει η μάνα μου. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.

— Και γιατί φύγατε;

— Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθίσαμε

σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.

— Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!

— Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.

— Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου.

— Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος…

— Διόρθωσέ τον, αποκρίθηκε η κόρη.

— Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.

Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.

— Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.

— Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.

— Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.

— Τι έχω;

— Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.

Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:

— Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;

— Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.

— Μα πώς! Πώς!

— Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!… Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.

Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν. Ύστερα είπε:

— Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. Ευχαριστώ.

Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε.

— Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ.

Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε.

— Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. Είναι όμως πολύτιμο.

Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει.

— Τι είναι αυτά; ρώτησε.

— Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.

— Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.

— Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.

Κάθισε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες.

Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.

— Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.

Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμά της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του.

Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια.

— Τι διασκεδαστικό που είναι! είπε μ' ενθουσιασμό. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ;

— Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου.

— Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι;

— Όλες τις δουλειές του σπιτιού. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι…

— Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1) G'|IN THE|POORHOUSE||| Γ'. DANS L'HOSPICE DE MME JOY (1) G’. AT THE POOR HOUSE OF KYRA-FRONISI (1)

Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και Running|climbed up again|to the|palace|the|Panourgakos| Panourgakos rushed back to the palace and

μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης. entered|in the|room|where|King|Queen|Princesses|and|attendants|seated|all|in the|round|were looking|doubled over|in|laughter|the|cross-eyed|and|the|clownish antics|that|did|a|joker|short|hunchbacked|and|cross-eyed entered the room, where the King, Queen, Princesses, and attendants, all sitting in a circle, were laughing uproariously at the antics and silly faces made by a short, hunchbacked, cross-eyed jester.

Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα. Next to|at the|window|were standing|the|Prince|who|was chatting|with|the|Irinoula|and|her|was telling|the|beauties|of the|forest|that|had|gone|the|afternoon By the window stood the Prince, who was chatting with Irinoula, telling her about the beauties of the forest he had visited that afternoon.

Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα. The|voices|of|others|as|entered|the|Panourgakos|interrupted|the|conversation|their|and|the|two|brothers|turned|surprised The voices of the others interrupted their conversation as Panourgakos entered, and the two siblings turned around in surprise.

Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες. The|chancellor|opened|with|pride|the|bag|his|and|from|inside|took out|two|chickens|cooked|three|bottles|wine|one|large|pastitsio|and|one|basket|bright red|strawberries The chancellor proudly opened his bag, and from inside he took out two roasted chickens, three bottles of wine, a large pastitsio, and a basket of bright red strawberries.

— Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά. I brought|I brought|my Lord|my|from|the|Lord|cousin|your|he answered|to the|questions|of the|King — I brought these, my Lord, from your cousin the Baron, he replied to the King's questions.

— Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! Hello|to you|dear|my|Panourgakos — Hello, my dear Panourgakos! είπε ο Αστόχαστος. said|the|Unthinking said the Unthinking. Αύριο θύμισέ μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει. Tomorrow|remind|me|to|you|give|the|Diamond-studded|Great Cross|of the|Unrestrained|Devotion|because|you|deserves Tomorrow remind me to give you the Diamond-Studded Grand Cross of Unrestrained Devotion, because you deserve it.

— Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος. Not|has|anymore|any|medal|in the|chest|said|with|hesitation|the|chancellor — He no longer has any medals in the chest, said the chancellor hesitantly.

— Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμά του. Not|has|Hmm|Not|bothers|to you|I give|the|diploma|his — He doesn't?… Hmm… It doesn't matter, I'll give you his diploma.

Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει. The|Panourgakos|threw|again|a|glance|at the|jewels|of the|crown|pursed|the|lips|his|and|was preparing|to|answer Panourgakos took another look at the jewels of the crown, pursed his lips, and was preparing to respond.

Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του: But|the|Prince|him|caught up|and|said|to his|father|his But the Prince interrupted him and said to his father:

— Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. King|my|and|father|my|the|man|this|says|lies — My king and my father, this man is lying. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Of course|not|he went|to the|Archon|cousin|our Of course, he didn't go to our cousin the Archon. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. When|arrived|already|It takes|two|days|to|go|and|another|so many|to|return When did he even manage to get there? It takes two days to go and just as many to return. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! He asked|him|where|he found|those|the|foods|and|until|to|it|you learn|to|not|eats|anyone|anything Ask him where he found this food, and by the time you find out, no one should eat anything! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο. he added|holding|the|hand|her|Jealously|the|moment|when|they were getting ready|to|dip|the|finger|her|in the|pastitsio he added, grabbing Zili's hand, just as she was about to dip her finger into the pastitsio.

Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε. The|King|stopped short The King paused.

— Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο. Really|Do you want|two|days|to||to the|Archon|cousin|my|asked|him|Panourgakos — Really? Do you want to go to my cousin Archon's place for two days? asked Panourgakos.

Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε. He|them|lost|started|some|explanations|got confused|and|stopped He was taken aback, started to explain something, got confused, and stopped.

— Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. Father|said|the|Prince|the|food|these|are|stolen — Father, said the Prince, this food is stolen. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε. And|to you|I ask|as|a favor|to|make him|him|to|them|return|there|where|them|took And I ask you as a favor to make him return it to where he took it.

Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. The|King|pushed|nervously|the|crown|back|behind|and|rubbed|the|forehead|his|with|the|heel|his|hand|his The King nervously pushed the crown back and rubbed his forehead with the back of his hand. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου. The|idea|to|lose|the|food|his|not|to him|occurred|at all The idea of losing his food did not come to him at all.

— Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος. But|where|do you know|you|how long|time|needs|anyone|to|go|to the|kingdom|of|cousin|our|asked|worried — But how do you know how long it takes to go to our cousin's kingdom? he asked, troubled.

— Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. me|you sent|there|one|time|to|(subjunctive particle)|ask for|coins — You sent me there once, to ask for coins. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! The|you forgot|father|I|it|remember Did you forget, father? I remember it! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. answered|the|Prince the Prince replied. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. I took|two|days|to|go|and|another|two|to|return It took me two days to freeze, and another two to return. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. And|four|days|I waited|there|until|to||the|Lord|of|place And I waited there for four days, until I saw the Lord of the land. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι. Why|the|cousin|King|not|accepts|beggars|except|only|when|his|comes|the|mood Because the cousin King does not accept beggars, only when he feels like it.

Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά. The|proud|demeanor|of|son|his|began|to|anger|the|King The proud demeanor of his son began to anger the King.

— Εσύ πήγες πεζή. You|went|on foot — You went on foot. Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα. The|Panourgakos|will|take|horse|said|abruptly Panourgakos will take a horse, he said abruptly.

— Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. Road|not|exists|and|from|the|rocks|horse|not|passes — There is no road, and a horse cannot pass over the rocks. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε. But|and|if|had|road|again|not|would|would arrive in time But even if there was a road, he still wouldn't make it.

— Με σκότισες! Me|you darkened — You have confused me! φώναξε ο Βασιλιάς. shouted|the|King the King shouted. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς. Finally|tell|that|flew|and|not|me|annoy|anymore|otherwise|you|I put|in the|prison|and|even if|go|to|you are|the|tomorrow's|King Finally, say that it flew away and stop bothering me, otherwise I'll throw you in jail even if you are tomorrow's King.

Και κάθισε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά 1 της παρδαλής του φορεσιάς. And|sat|at the|food|without|to|lose|time|together|with|the|women|the|Panourgakos|and|the|Tzotze|who|from|the|joy|his|did|a|somersault|jingling|the|bells|of the|colorful|his|outfit And he sat down to eat, without wasting any time, along with the women, Panourgakos, and Jojo, who, out of joy, did a somersault, jingling the bells of his colorful outfit.

Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας. The|Prince|grabbed|the|hand|of|Irinoula The Prince grabbed Irinoula's hand.

— Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα! Come|with|me|he said|will|burst|here|inside — Come with me, he said, I'm going to burst in here!

Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό. They went out|outside|together|and|silently|with|difficulty|stumbling|in the|dark|they descended|the|mountain They went outside together, and silently, with difficulty, stumbling in the dark, they descended the mountain.

Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα. In the|field|stopped|the|Irinoula In the plain, Irinoula stopped.

— Πού πάμε; ρώτησε. Where|are we going|he asked — Where are we going? she asked. 1 1

Κυπρί: κουδούνι Cypriot|bell Cypriot: bell

— Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα! Wherever|and|if|is|but|far|far|from|this|the|kingdom|where|happen|such|things — Wherever it is, far away, far away from this kingdom, where such things happen!

— Θέλεις να εκπατριστείς; Do you want|to|expatriate — Do you want to emigrate?

— Ναι! Yes — Yes! ναι! yes yes! ναι! yes yes! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω! To|leave|from|the|cursed|this|place|and|to|it|forget To leave this cursed place and forget it!

Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε. The|little Irini|not|answered Irinioula did not respond.

Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. The|heart|her|bled|when|left|the|place|where|had|been born|and|grown up Her heart bled as she left the place where she was born and raised. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της. The|poverty|his|The|loneliness|his|and|The|misfortune|his|even|all|the|loved|because|was|place|of her She loved its poverty, its desolation, and even its misfortune; it was her place.

Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της. Silently|followed|the|brother|her Silently, she followed her brother.

Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα. And|they walked|hours|and|more|hours|inside|in the|stones|and|inside|the|willows And they walked for hours and more hours among the stones and the wild branches.

Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. But|was|unaccustomed|to|such|roads But she was unaccustomed to such roads. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. The|feet|her|that|just|were covered|by|the|torn|silk|her|little shoes|had|blistered Her feet, barely covered by her torn silk shoes, had become sore. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας. The|old|gold-embroidered|colorful|skirt|her|hung|tattered|from|the|thorns|where|got caught|passing Her old gold-threaded colorful skirt hung tattered from the thorns where it got caught while passing.

Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της. He/She turned around|and|looked at|the|brother|her She turned and looked at her brother.

Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. With|the|lips|clenched|and|the|head|high|walked|the|Prince|indifferent|for|the|pain|and|the|fatigue With his lips pressed together and his head held high, the Prince walked on, indifferent to the pain and fatigue. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά. And|the|night|breeze|caressed|the|forehead|his|playing|in|the|brown|hair|his|that|fell|curly|and|thick|down to|the|embroidered|his|collar And the night breeze caressed his forehead, playing in his brown hair that fell curly and rich to his embroidered collar.

Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε. To her|seemed|so|handsome|that|him|kissed She found him so beautiful that she kissed him.

— Ναι! Yes — Yes! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! I will|come|with|you|wherever|and|if|you go I will come with you, wherever you go! του είπε. to him|he said she said.

Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του. And|with|new|courage|took again|the|road|her|side|of him And with new courage, she took the side road again.

Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. In|a little|but|the|fatigue|her|defeated But soon fatigue overcame her. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα. She sat|on the|edge|of the|road|and|she rested|her|head|her|on the|folded|her|knees She sat at the edge of the road and rested her head on her folded knees.

— Δεν μπορώ πια! I do not|can|anymore — I can't go on anymore! μουρμούρισε. murmured she murmured.

— Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι. Rest|a little|replied|the|Prince|and|we leave|again — Rest a little, replied the Prince, and we will leave again.

Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του. And|climbing|on|a|high|rock|he looked|around|him And climbing up a high rock, he looked around.

Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως. Far|through|from|some|trees|to him|seemed|that|shone|a|light Far away, through some trees, he thought he saw a light shining.

Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του. He descended|hurriedly|from|the|rock|and|he ran|to the|sister|his He hurried down from the rock and ran to his sister.

— Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! Get up|little peace|I saw|light — Get up, Irinoula, I saw a light! της φώναξε. to her|shouted she called out. Έλα! Come Come! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν. It will|be|any|house|and|maybe|us|open|and|us|host There must be a house nearby, and maybe they will open the door for us and host us.

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι. And|they took|again|the|road|their|towards|the|place|where|was appearing|the|light|and|they arrived|in front of|at|a|||pure white|little house And they took their way again towards the place where the light was shining, and they arrived in front of a tiny little white house.

Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα. The|Prince|knocked|the|door The Prince knocked on the door.

— Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή. Who|is|asked|from|inside|a|female|voice — Who is it? a woman's voice asked from inside.

— Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Open|to us|begged|the|Prince — Open for us, the Prince pleaded. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο. The|sister|my|and|I|we ask for|hospitality|to|warm up|and|to|rest|a little My sister and I are seeking hospitality, to warm ourselves and rest a little.

Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν. The|door|opened|and|an|old woman|with|gentle|face|and|snow-white|hair|them|made|gesture|to|enter The door opened, and an old woman with a gentle face and snow-white hair gestured for them to enter.

— Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. welcome|you arrived|to the|humble home|of the|||he/she said — Welcome to the humble home of Mrs. Frosini, she said. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε. Sit|children|my|to|rest Sit down, my children, to rest.

Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Lying|on|a|sofa|was sleeping|a|girl Lying on a sofa, a girl was sleeping. Η γριά το κούνησε ‘λαφριά. The|old woman|it|shook|lightly The old woman shook her lightly.

— Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Wake up|daughter|my|our|they have come|guests — Wake up, my daughter, we have guests. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια. Get up|to|heat|a little|milk|and|to|bring|some|rusks Get up to warm some milk and bring some rusks.

Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. The daughter stood up|the|daughter|and|lit|fire|and|warmed|the|milk The girl got up, lit a fire, and warmed the milk. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια. Then|it|poured|into|two|cups|and|smiling|them|placed|on the|table|together|with|one|plate|rusks|in front of|of the|hungry|siblings Then she poured it into two cups and, smiling, placed them on the table, along with a plate of rusks, in front of her hungry siblings.

Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της. But|not|managed|the|little Irini|to|eat|and|fell asleep|in the|armchair|her But little Irinoula didn't manage to eat, and fell asleep in her chair.

Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά 2. The|two|women|her|took|and|her|laid|on the|sofa The two women took her and laid her down on the sofa.

— Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Sleep|and|you|little lord|my|said|the|old woman|and|tomorrow|again|you continue|your|road|your — Sleep now, my little noble one, said the old woman, and tomorrow you will continue on your way. Πας μακριά; You go|far Are you going far?

— Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά. Yes|replied|the|Prince|I freeze|very|far — Yes, replied the Prince, I am going very far. 2 2

Σοφάς: είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού sofa|type|sofa|or|bed|sometimes|built-in Sofas: a type of couch or bed, sometimes built-in.

— Κρίμα! What a pity — What a pity! είπε συλλογισμένη η γριά. said|thoughtful|the|old woman the old woman said thoughtfully. Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού. And|sighing|stroked|the|curly|head|of the|boy And sighing, she stroked the curly head of the boy.

— Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο. What a pity|Why|asked|surprised|the|Prince — What a pity? Why? asked the startled Prince.

Μα η γριά χαμογέλασε μόνο. But|the|old woman|smiled|only But the old woman only smiled.

— Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε. Good night|child|my|sleep|peacefully|it is|late|to him|said — Good night, my child, sleep peacefully, it is late, she said.

Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα. And|with|the|daughter|her|went|to the|side|small room|and|closed|the|door And with her daughter, she went to the side room and closed the door.

Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. The|little prince|lay down|on the|carpet|in front of|at the|fireplace|and|tried|to|sleep The Prince lay down on the carpet in front of the fireplace and tried to sleep. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. But|with|all|his|the|fatigue|sleep|not|found But despite all his fatigue, he could not find sleep. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά. The|voice|of the|old woman|rang|inside|in|mind|his|sometimes|loudly|and|unpleasantly|sometimes|half-faded|and|as if|to|were coming|from|very|far away The old woman's words echoed in his mind, sometimes loudly and unpleasantly, sometimes half-muted as if they were coming from very far away.

— Κρίμα!… Κρίμα!… Κρίμα!…Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά; What a pity|pity||||What|meant|the|old woman — What a pity!… What a pity!… What a pity!… Why pity? What did the old woman mean?

Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε. And|with|the|collection|this|finally|fell asleep And with this collection, he finally fell asleep.

Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. The|sun|flooded|the|room|when|he woke up|the|morning The sun flooded the room when he woke up in the morning. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα. She got up|ran|to the|sofa|where|even|and|awake|she was|still|lying down|the|Irinoula He got up, ran to the sofa where, although awake, Irinoula was still lying down.

— Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. I|was waiting for you|to him|said|come|to|go out — I was waiting for you, she said to him, come let's go out. Είναι τόσο όμορφα έξω! It is|so|beautiful|outside It's so beautiful outside!

Στο περιβολάκι η κυραΦρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα. In the|little garden|the|Mrs Fronisi|was hanging|the|clothes|her|laundry|while|the|daughter|her|sitting|on|a|stool|was milking|the|cow In the little garden, old lady Frosini was hanging out her laundry, while her daughter, sitting on a stool, was milking the cow.

Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια. And|the|two|smiled|when|they saw|the|siblings Both smiled when they saw the siblings.

— Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιούν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Knowledge|daughter|my|give|to the|children|to|drink|from|the|milk|that|you milk|before|it cools|said|the|old woman — Knowledge, my daughter, give the children some of the milk you are milking, before it cools down, said the old woman. Καθήστε, αρχοντόπουλά μου. Sit down|my little lords|my Sit down, my noble children. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας. will|make|good|weather|for|the|trip|your The weather will be good for your journey.

Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή. The|Prince|remembered|the|reason|that|to him|had|told|the|eve The little prince remembered the reason she had told him the night before.

- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά; Mom|to her|said|why|do you find|a pity|that|I leave|far away - Mother, he said to her, why do you think it's a pity that I'm leaving far away?

Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι. But|the|old woman|had|chores|in the|house But the old woman had chores at home.

— Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. I do not|have|time|little lord|my|he said — I don't have time, my little lord, she said. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. The|Knowledge|will|to you|respond Knowledge will respond to you. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα. Actually|she|them|knows|all|these|better|and|than|me But she knows all of this better than I do.

Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί. And|he went|to|kitchen|her|to|prepare|the|food And she went to her kitchen to prepare the food.

— Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά; Tell|me|you|Knowledge|said|again|the|Prince|why|says|the|mother|your|that|is|a pity|to|leave|far away — You tell me, Knowledge, the Prince said again, why does your mother say that it is a shame for me to go far away?

Η κόρη δίστασε. The|daughter|hesitated The girl hesitated. Ύστερα είπε δειλά: Then|said|shyly Then she said timidly:

— Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του. Why|the|son|of|King|not|must|to|leave|the|land|of him — Because the King's son must not leave his land.

Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε. The|Prince|was surprised The Prince was taken aback.

— Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε. How|it|do you know|who|I am|asked — How do you know who I am? he asked.

— Σε ξέρει η μάνα μου. You|knows|the|mother|my — My mother knows you. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. One|time|we sit|and|we|in the|palace Once we were sitting in the palace. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. But|many years|many|years|since|then But many years have passed since then.

— Και γιατί φύγατε; And|why|did you leave — And why did you leave?

— Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Why|other|relatives|took|the|place|of|mother|my|and|not|could|anymore|to|stay — Because other relatives took my mother's place and we could no longer stay. Φύγαμε από το παλάτι και καθίσαμε We left|from|the|palace|and|we sat We left the palace and settled

σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. in|a|little house|in|countryside|at the|base|of|mountain in a little house in the countryside, at the foot of the mountain. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. But|the|new|servants|us|drove away|and|from|there|and|we left|and|we went|further|away|and|even|further|away|and|at|end|we came|here|at the|edge|of the|kingdom|where|not|us|sees|anyone|nor|us|relates|person But the new neighbors drove us away from there, and we left and went further away, and even further away, and in the end we came here, to the edge of the kingdom, where no one sees us, nor is anyone related to us. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά. And|we live|all alone|in the|loneliness|of the|countryside|that|once|was|lush|and|inhabited|but|that|now|is|all|stones|and|desolation And we live, all alone, in the solitude of the countryside that once was lush and inhabited, but now is all stones and desolation.

— Κι εμείς να έλθομε δω! And|we|to|come|here — And we came here! είπε η Ειρηνούλα. said|the|Irinoula said Irinoula. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα! It is|so|quietly|and|beautifully It is so quiet and beautiful!

— Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση. Not|you can||said|the|Knowledge — You cannot, said Knowledge.

— Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Why|asked|the|Prince — Why? asked the Prince.

— Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου. Why|must|(particle for infinitive)|you stay|among|in the|people|your — Because you must stay among your people.

— Αχ, δεν μπορώ! Oh|not|I can — Oh, I can't! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. exclaimed|the|Prince exclaimed the Prince. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος… Not|you know|what|is|the|people|my|the|palace|all|the|place You do not know what my people are, the palace, the whole place…

— Διόρθωσέ τον, αποκρίθηκε η κόρη. Correct him|him|replied|the|daughter — Correct him, the daughter replied.

— Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα. I|How|But|am|still|child|not|know|anything|not|learned|anything|not|am|anything — Me? How? But I am still a child, I know nothing, I have learned nothing, I am nothing.

Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη. The|daughter|him|looked|thoughtfully The daughter looked at him thoughtfully.

— Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε. Why|did you want|to|leave|he/she asked — Why did you want to leave? she asked.

— Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού. Why|I was in pain|very|inside|in the|malice|and|in the|disorder|of the|palace — Because I was in great pain within the malice and disorder of the palace.

— Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες. well|will|say|that|you have|inside|you|something|that|is worth|more|than|those|that|not|learned — Well, it means that you have something inside you that is worth more than those things you haven't learned.

— Τι έχω; What|do I have — What do I have?

— Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια. You have|honor|and|dignity — You have honor and dignity.

Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. The|Prince|thought|a little The Prince thought for a moment. Ύστερα ρώτησε: Then|asked Then he asked:

— Και τι μου χρησιμεύουν αυτά; And|what|to me|are useful|these — And what good are these to me?

— Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου. They serve|to|find|within|you|the|strength|and|the|will|to|rebuild|the|nation|your — They are useful to find within yourself the strength and the will to rebuild your nation.

— Μα πώς! but|how — But how! Πώς! How How!

— Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. I know|and|I|what|to|to you||I|were|I was|in the|position|your|would|go|back|and|would|return|to|all|the|kingdom — What do you want me to say? If I were in your position, I would go back and travel all over the kingdom. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Do not|stay|locked|in the|palace|but|speak|with|the|people|your|know|him|live|close|to him|and|learn|the|cause|of the|evil Don't stay locked up in the palace, but talk to your people, get to know them, live close to them, and learn the cause of the evil. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Live|and|in|nature|listen|what|will|to you||the||and|the||and|the||||insects Live in nature too, listen to what the birds, trees, flowers, and insects will tell you. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!… Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις. (If)|you knew|there|how many|truths|learns|one|how many|examples|finds|And|whenever|you wish|come|again|to|us|find If you knew how many truths one learns there, how many examples one finds!… And whenever you want, come back to find us.

Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν. The|Prince|remained|thoughtful|a long|hour The Prince remained deep in thought for a long time. Ύστερα είπε: Then|he said Then he said:

— Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. I will|go|back|Knowledge|and|I will|return|to|all|the|kingdom — I will go back, Knowledge, and I will return to the whole kingdom. Ευχαριστώ. Thank you Thank you.

Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε. He wanted|to|her|say goodbye|but|the|daughter|him|stopped He wanted to say goodbye to her, but the girl stopped him.

— Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. not|you want|to|stand|a little longer|bit|asked — Don't you want to stay a little longer? she asked. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. You are|ragged|and|you|and|the|sister|your You and your sister are in rags. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ. I have|something|to|give as a gift|to her|of the Princess|that|will|to her|be useful|very I have something to give to the Princess that will be very useful to her.

Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε. She took out|from|the|pocket|her|a|case|with|needles|and|a|ball|thread|and|to her|them|gave She took out of her pocket a case with needles and a ball of thread, and gave them to her.

— Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. You see|he said|not|is|big|gift|nor|expensive — You see, she said, it is not a big gift, nor expensive. Είναι όμως πολύτιμο. It is|however|precious But it is very precious.

Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει. The|little Irini|was looking|the|thread|and|the|needles|without|to|understand Irinoula was looking at the thread and the needles without understanding.

— Τι είναι αυτά; ρώτησε. What|are|these|he/she asked — What are these? she asked.

— Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση. How|not|sew|asked|the|Knowledge — What? You don't sew? Knowledge asked.

— Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει. No|nor|I saw|ever|another|to|sew — No, I have never seen anyone sew.

— Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω. Do you want|to|learn|Come|to|to you|show — Do you want to learn? Come, let me show you.

Κάθισε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες. Sat|the|Knowledge|at|threshold|of|house|took|the|torn|collar|of|Irinoula|and|sewed|the|holes Knowledge sat at the threshold of the house, took the torn collar of Irinoula, and sewed the holes.

Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία. The|little Irini|was looking|with|admiration|and|curiosity Irinoula looked on with admiration and wonder.

— Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! give|me|to|try|also|I — Let me try too! παρακάλεσε. he/she begged she pleaded.

Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμά της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του. She took|the|needle|and|sewed|the|dress|her|then|the|silk|her|little shoes|and|the|golden|laces|that|tied|the|sandals|of|brother|her|and|that|were|full of|knots|then|the|old|of|collar|and|the|torn|clothes|of She took the needle and sewed her dress, then her silk shoes, and the golden laces that tied her brother's sandals, which were all in knots, then his old collar and his torn clothes.

Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια. So|beautifully|the|wrote|that|after|she finished|to her|seemed|all|like|new She wrote it so beautifully that, when she finished, everything seemed new to her.

— Τι διασκεδαστικό που είναι! how|fun|that|is — How fun it is! είπε μ' ενθουσιασμό. said|to me|with enthusiasm she said with enthusiasm. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ; You|Knowledge|sew|a lot You, Knowledge, do you sew a lot?

— Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου. I sew|when|I finish|my|chores| — I sew when I finish my chores.

— Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι; Do you do|and|other|jobs|Tell|me|what — Do you do any other jobs? Tell me, what?

— Όλες τις δουλειές του σπιτιού. All|the|chores|of|house — All the housework. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι… I tidy up|I wash|I cook|I knead|I dig|the|garden I tidy up, wash, cook, knead, dig the garden…

— Μπα! Oh — No way! διέκοψε η Ειρηνούλα. interrupted|the|Irinoula Eirini interrupted. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! I|not|do|anything|and|am bored|terribly I do nothing and I am terribly bored! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Here|today|the|morning|until|to|wakes up|my|brother|my|I was passing|and|I was passing again|the|hand|my|in|in the|rays|of the|sun|and|I was looking|the|little pieces of paper|that|were bouncing|like that|to|to|pass|the|time Look, this morning, until my brother woke up, I was passing my hand through the sunbeams and watching the dust particles bouncing around, just to pass the time. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας! I do not|know|how|to|kill|the|endless|hours|of the|day I don't know how to kill the endless hours of the day!

SENT_CWT:AFkKFwvL=9.02 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=4.08 en:AFkKFwvL openai.2025-01-22 ai_request(all=250 err=0.00%) translation(all=208 err=0.00%) cwt(all=1940 err=1.08%)