×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

► 002 - Καλώς ορίσατε στην Ελλάδα - Modern Greek, 3.1. Ο Γιώργος / Georges

3.1. Ο Γιώργος / Georges

Τι ώρα ξυπνάς το πρωί ;

3.1. Ο Γιώργος

Ο Γιώργος είναι λογιστής και δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία πληροφορικής.

Ξυπνάει πολύ νωρίς το πρωί, στις 6.30 ή νωρίτερα.

Πρέπει να πάει στην δουλειά με το μετρό, γιατί δεν έχει αυτοκίνητο.

Δουλεύει σκληρά μέχρι τις δύο.

Τότε, κάνει ένα διάλειμμα και πηγαίνει για φαγητό.

Στις 15.30 γυρίζει στο γραφείο.

Τελειώνει στις 17.00 και επιστρέφει στο σπίτι του πολύ κουρασμένος.

Όταν είναι στο σπίτι του βλέπει τηλεόραση, ακούει μουσική ή διαβάζει τις εφημερίδες.

Πηγαίνει για ύπνο νωρίς, κατά τις 23.00.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

3.1. Ο Γιώργος / Georges ||Georges |George|George 3.1. georg / georges 3.1. George / Georges 3.1. George / Georges 3.1 George / Georges 3.1. Giorgio / Georges 3.1.ジョージ/ジョルジュ 3.1. George / Georges 3.1 George / Georges 3.1. Джордж / Georges 3.1. George / Georges 3.1 Джордж / Жорж

Τι ώρα ξυπνάς το πρωί ; ||wachst du|| ||wake up||in the morning Wann wachst du morgens auf? What time do you wake up in the morning ; ¿A qué hora se levanta por la mañana? À quelle heure vous réveillez-vous le matin ? 朝は何時に起きますか?

3.1. 3.1. Ο Γιώργος George

Ο Γιώργος είναι λογιστής και δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία πληροφορικής. |||Buchhalter|||||||Informatik |||Accountant||works|at||big|company|information technology company |||contador|||||||informática George ist Buchhalter und arbeitet in einem großen IT-Unternehmen. George is an accountant and works for a large IT company. Georg on kirjanpitäjä ja hän työskentelee suuressa tietoyhtiössä.

Ξυπνάει πολύ νωρίς το πρωί, στις 6.30 ή νωρίτερα. wach auf|||||||früher Wakes up|very|early||in the morning|at|or|earlier |||||||más temprano Er wacht sehr früh am Morgen auf, um 6:30 Uhr oder früher. He wakes up very early in the morning, at 6.30 or earlier. Hän herää hyvin aikaisin aamulla, kello 6.30 tai aiemmin. Il se réveille très tôt le matin, à 6h30 ou plus tôt. Si sveglia molto presto al mattino, alle 6.30 o prima. 朝はとても早く、6時半かそれ以前に起きる。

Πρέπει να πάει στην δουλειά με το μετρό, γιατί δεν έχει αυτοκίνητο. Muss|||||||U-Bahn|||| must||go|to the|work|||metro|because||he has|car |||||||||||coche Er muss mit der U-Bahn zur Arbeit fahren, weil er kein Auto hat. He has to go to work with the metro because he has no car. Hänen täytyy mennä töihin metrolla, koska hänellä ei ole autoa. Il doit prendre le métro pour se rendre au travail car il n'a pas de voiture. 彼は車を持っていないため、地下鉄で通勤している。

Δουλεύει σκληρά μέχρι τις δύο. ||||zwei works|hard|until|at|two |duro||| Er arbeitet hart bis zwei Uhr. It works hard up to two. Trabaja duro hasta las dos. Il travaille dur jusqu'à deux heures. Lavora sodo fino alle due. 彼は2時まで懸命に働く。 Pracuje ciężko do dwóch.

Τότε, κάνει ένα διάλειμμα και πηγαίνει για φαγητό. dann||||||| Then|he makes||break|and|go|for|food |||descanso|||| Dann macht er eine Pause und geht essen. Then, take a break and go for a meal. Poi fa una pausa e va a pranzo. そして休憩を取り、昼食に行く。

Στις 15.30 γυρίζει στο γραφείο. |kehrt zurück|| at|returns||office Um 15:30 Uhr kehrt er ins Büro zurück. At 15.30 he returns to the office. Alle 15.30 torna in ufficio. O 15.30 wraca do biura.

Τελειώνει στις 17.00 και επιστρέφει στο σπίτι του πολύ κουρασμένος. Endet|||kehrt zurück|nach||||müde Ends|||returns|||||very tired |||regresa||||| Er beendet seine Arbeit um 17:00 Uhr und kommt sehr müde nach Hause. He finishes at 17.00 and returns home very tired. Kończy o 17.00 i wraca do domu bardzo zmęczony.

Όταν είναι στο σπίτι του βλέπει τηλεόραση, ακούει μουσική ή διαβάζει τις εφημερίδες. ||||||||||||Zeitungen when|||house|his|watches|television|he listens|music|or|reads||newspapers ||||||||||||periódicos Wenn er zu Hause ist, sieht er fern, hört Musik oder liest Zeitungen. When he is at home he sees television, listens to music or reads the newspapers. Lorsqu'il est à la maison, il regarde la télévision, écoute de la musique ou lit les journaux. 家にいるときはテレビを見たり、音楽を聴いたり、新聞を読んだりしている。 W domu ogląda telewizję, słucha muzyki lub czyta gazety.

Πηγαίνει για ύπνο νωρίς, κατά τις 23.00. ||Schlaf||gegen| He/She goes|to|sleep|early|around| Geht früh um 23.00 Uhr ins Bett. Goes to bed early, around 23:00. Il se couche tôt, vers 23h00. 就寝は早く、23時頃だ。 Idzie spać wcześnie, o 23.00.