×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

LingQ Mini Stories, 55 - Η Σία και ο Γιώργος

A) Η Σία και ο Γιώργος θα ήθελαν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι επειδή τα δύο τους παιδιά μεγαλώνουν.

Δυστυχώς, έχει γίνει δύσκολο να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι γιατί το κόστος των σπιτιών έχει ανέβει περισσότερο από τα εισοδήματα των ανθρώπων.

Για να μπορέσουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι, εξοικονομούσαν χρήματα για χρόνια.

Αν ήθελαν να αγοράσουν μια μονοκατοικία, θα έπρεπε να ζουν μακρυά από την πόλη.

Αυτό θα σήμαινε μια μεγάλη διαδρομή για την δουλειά και για τους δύο.

Κοίταζαν για διαμερίσματα, αλλά αυτά είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν τους άρεσαν.

Συνειδητοποιούν ότι ακόμη και αν και οι δύο δουλεύουν σκληρά και δεν ξοδεύουν χρήματα απερίσκεπτα, δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το σπίτι που θέλουν.

Σκέφτηκαν, κάποια στιγμή, να νοικιάσουν ένα σπίτι, αλλά πραγματικά αισθάνθηκαν ότι ήθελαν να έχουν το δικό τους σπίτι.

Τελικά αποφάσισαν να μετακομίσουν σε μια πιο μικρή πόλη.

Αισθάνονταν ότι μπορούσαν να ζήσουν μια πιο απλή ζωή και να απολαύσουν μια καλύτερη οικογενειακή ζωή.

B) Είχαμε θελήσει να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι επειδή τα δύο μας παιδιά είχαν μεγαλώσει.

Δυστυχώς, είχε γίνει δύσκολο να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι, γιατί το κόστος των σπιτιών είχε αυξηθεί περισσότερο από τα εισοδήματα μας.

Για να μπορέσουμε να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι, εξοικονομούσαμε χρήματα για χρόνια.

Αν θέλαμε να αγοράσουμε μια μονοκατοικία, θα έπρεπε να ζούμε μακρυά από την πόλη.

Αυτό θα σήμαινε μια μεγάλη διαδρομή για την δουλειά και για τους δύο.

Είχαμε κοιτάξει για διαμερίσματα, αλλά αυτά είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν μας άρεσαν.

Συνειδητοποιήσαμε ότι ακόμη και αν και οι δύο δουλέψαμε σκληρά και δεν ξοδεύαμε χρήματα απερίσκεπτα, δεν μπορούσαμε να αντέξουμε οικονομικά το σπίτι που εμείς θέλαμε.

Είχαμε σκεφτεί, κάποια στιγμή, να νοικιάσουμε ένα σπίτι, αλλά πραγματικά αισθανθήκαμε ότι προτιμούσαμε να έχουμε το δικό μας σπίτι.

Τελικά αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε μια πιο μικρή πόλη.

Αισθανόμασταν ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια πιο απλή ζωή εκεί και να απολαύσουμε μια καλύτερη οικογενειακή ζωή.

Ερωτήσεις

A) 1) Η Σία και ο Γιώργος θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι επειδή τα δύο τους παιδιά μεγαλώνουν.

Γιατί η Σία και ο Γιώργος θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι?

Θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι επειδή τα παιδιά τους μεγαλώνουν.

2) Εξοικονομούσαν χρήματα για πολλά χρόνια.

Για πόσο η Σία και ο Γιώργος εξοικονομούσαν χρήματα?

Εξοικονομούσαν χρήματα για πολλά χρόνια.

3) Αν θέλουν να αγοράσουν μια μονοκατοικία, θα πρέπει να ζουν μακρυά από την πόλη.

Τι θα συνέβαινε αν αγόραζαν μια μονοκατοικία?

Θα έπρεπε να ζουν μακρυά από την πόλη.

4) Κοίταξαν για διαμερίσματα, αλλά αυτά είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν τους άρεσαν.

Γιατί δεν τους αρέσουν τα διαμερίσματα που κοίταξαν?

Δεν τους αρέσουν τα διαμερίσματα που κοίταξαν επειδή είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν τους άρεσαν.

B) 5) Είχαμε θελήσει να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι, επειδή τα δύο μας παιδιά είχαν μεγαλώσει.

Τι είχαμε θελήσει να κάνουμε?

Είχατε θελήσει να αγοράσετε ένα καινούριο σπίτι, επειδή τα παιδιά σας είχαν μεγαλώσει.

6) Είχαμε σκεφτεί, κάποια στιγμή, να νοικιάσουμε ένα σπίτι.

Τι είχαμε σκεφτεί κάποια στιγμή?

Είχατε σκεφτεί, κάποια στιγμή, να νοικιάσετε ένα σπίτι.

7) Αισθανθήκαμε πραγματικά ότι προτιμούσαμε να έχουμε το δικό μας σπίτι.

Τι αισθανθήκαμε ότι προτιμούσαμε να έχουμε?

Αισθανθήκατε ότι προτιμούσατε να έχετε το δικό σας σπίτι.

8) Τελικά αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε μια πιο μικρή πόλη.

Τι αποφασίσαμε τελικά?

Τελικά αποφασίσατε να μετακομίσετε σε μια πιο μικρή πόλη.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

A) Η Σία και ο Γιώργος θα ήθελαν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι επειδή τα δύο τους παιδιά μεγαλώνουν. A||Sia|||||auraient||acheter|||||||||grandissent |The|Sia|and|the|George|will|want|to|buy|a|new|house|because|the|two|their|children|are growing up ||Sia||||würden||||||||||||groß werden ||Sia|||||gostariam||comprar||novo|casa|porque||dois|seus|filhos|crescem A) Sia und George würden gerne ein neues Haus kaufen, weil ihre beiden Kinder größer werden. A) Sia and George would like to buy a new home because their two children are growing up. A) A Shia y a George les gustaría comprar una casa nueva porque sus dos hijos ya están creciendo. A) Sia ja George haluaisivat ostaa uuden talon, koska heidän kaksi lastaan ovat kasvamassa. A) Sia et George aimeraient acheter une nouvelle maison car leurs deux enfants grandissent vite. A)Sia e George vorrebbero comprare una nuova casa perché i loro due figli stanno crescendo. A ) サリー と ジョージ は 新しい 家 を 買いたい です , なぜなら 彼 ら の 二 人 の 子供 が 大きく なって いる から です 。 A)혜선과상현은 두 자녀가 커가고 있기 때문에 새로운 집을 마련하고 싶어합니다. A) Sia en George willen graag een nieuw huis kopen omdat hun twee kinderen ouder worden. A) Shia e George gostariam de comprar uma nova casa porque seus dois filhos estão crescendo. А) Сиа и Джордж хотели бы купить новый дом, потому что их двое детей становятся старше. A) 萨莉 和 乔治 想 买 一个 新房子 因为 他们 的 两个 孩子 长大 了 。

Δυστυχώς, έχει γίνει δύσκολο να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι γιατί το κόστος των σπιτιών έχει ανέβει περισσότερο από τα εισοδήματα των ανθρώπων. malheureusement||devenu|||||||||coût|des|maisons||augmenté||||revenus||des gens Unfortunately|it has|become|difficult|to|buy|a|new|house|because|the|cost|of the|houses|has|risen|more|than|the|incomes|of the|people leider|ist|geworden|||||||||Kosten||Häuser||gestiegen||||Einkommen||Menschen infelizmente||ficado|difícil||||||||custo|dos|casas||subido|mais|||renda||das pessoas Leider ist es schwierig geworden, ein neues Haus zu kaufen, weil die Kosten für Wohnungen schneller gestiegen sind als ihr Einkommen. Unfortunately, it has become difficult to buy a new home because the cost of houses has risen higher than people's incomes. Sin embargo, se ha vuelto difícil comprar una casa nueva porque el costo de la vivienda ha aumentado más rápido que el de los ingresos de las personas. Malheureusement, il est devenu difficile d'acheter une nouvelle maison parce que le coût du logement a augmenté plus rapidement que les revenus des gens. Sfortunatamente è diventato difficile comprare una nuova casa perché I costi degli alloggi sono cresciuti più velocemente delle entrate delle famiglie. 残念な こと に 、 新しい 家 を 買う こと が 難しく なりました , なぜなら 家 の 価格 が 収入 より も 早く 値上がり した から です 。 집 가격이 사람들의 월급보다 가파르게 상승해서 안타깝게도 새 집을 마련하기 어려워졌습니다. Jammer genoeg is het moeilijk om een nieuw huis te kopen, want de huizenprijzen zijn meer gestegen dan de salarissen. Infelizmente, tornou-se difícil comprar uma nova casa porque o custo da habitação aumentou mais rapidamente do que suas receitas. К сожалению, стало трудно купить новый дом, потому что цены на жильё выросли быстрее, чем доходы населения. 不幸 的 是 , 现在 买 新房子 很难 因为 房子 的 价钱 比 人们 的 收入 增长 的 快 。

Για να μπορέσουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι, εξοικονομούσαν χρήματα για χρόνια. ||puissent||||||épargnaient|de l'argent||des années To|(particle for infinitive)|they can|(particle for infinitive)|buy|a|new|house|they saved|money|for|years ||||||||sparen||| ||possam||||||economizavam|||anos Um ein neues Haus kaufen zu können, sparen sie seit Jahren Geld an. In order to buy a new home, they have saved money for years. Para poder comprar una casa nueva, han estado ahorrando dinero durante años. Jotta he voisivat ostaa uuden talon, he säästivät rahaa vuosia. Afin de pouvoir acheter une nouvelle maison, ils économisent de l'argent depuis des années. Per poter comprare una nuova casa, stanno risparmiando soldi da anni. 新しい 家 を 買う ため に 、 彼 ら は 何年も お 金 を 貯めて いました 。 새 집을 마련하기 위해서 그들은 수년동안 돈을 저축해왔습니다. Om een nieuw huis te kunnen kopen, hebben ze een hele tijd gespaard. Para poder comprar uma nova casa, eles estão economizando dinheiro há anos. Чтобы смочь купить новый дом, они должны были бы откладывать деньги много лет. För att kunna köpa ett nytt hus sparade de pengar i flera år. 为了 买 新房子 , 他们 已经 存钱 好几年 了 。

Αν ήθελαν να αγοράσουν μια μονοκατοικία, θα έπρεπε να ζουν μακρυά από την πόλη. |sie wollten||||Einfamilienhaus||||||||Stadt If|they wanted|to|buy|a|single-family home|they would|have to|to|live|far|from|the|city |||||maison individuelle|||||loin|||ville |||||casa unifamiliar||||viver||||cidade Wenn sie sich ein Einfamilienhaus kaufen wollen, müssten sie weit weg von der Stadt leben. If they wanted to buy a house, they would have to live far away from the city. Si quieren comprar una simple casa familiar, tendrían que vivir lejos de la ciudad. S'ils veulent acheter une maison familiale, ils devront vivre loin de la ville. Se vogliono comprare una casa unifamigliare dovrebbero vivere lontano dalla città. もし 彼 ら が 一戸建て 住宅 を 買いたい なら 彼 ら は 町 から 離れた ところ に 住ま なければ なりません 。 만약 그들이 단독주택을 사고자 한다면 그들은 도시에서 먼 곳에 살아야 할 것입니다. Als ze een eengezinswoning willen kopen, moeten ze ver buiten de stad wonen. Se eles quiserem comprar uma casa, eles teriam que viver longe da cidade. Если они хотят купить односемейный дом, им бы пришлось жить далеко от города. 如果 他们 想 买 一个 独立 的 家庭 房 , 他们 需要 住 在 离 市区 很 远 的 地方 。

Αυτό θα σήμαινε μια μεγάλη διαδρομή για την δουλειά και για τους δύο. ||signifierait|||trajet|||||||deux das||würde bedeuten||große|Strecke|||||für||zwei This|will|mean|a|long|commute|for|the|work|and|for|both|two ||significaria||grande|trajeto|||trabalho|||| Das würde für beide einen langen Weg zu ihren Arbeitsplätzen bedeuten. This would mean a long way to work for both. Esto significaría un largo camino hacia sus trabajos para ambos. Se merkitsisi pitkää ajomatkaa töihin molemmille. Cela signifierait pour eux deux un long trajet afin d'aller au travail. Questo significa un lungo tragitto verso il posto di lavoro per entrambi. これ は 彼 ら 両方 の 仕事場 まで 長い 通勤 時間 に なる こと を 意味 します 。 이는 즉 두 사람 모두 직장에서 멀리 출퇴근해야 한다는 것입니다. Dan zullen ze beiden lang onderweg zijn naar hun werk. Isso significaria uma longa viagem aos seus empregos. Это значило бы долгую дорогу до работы для них обоих. Det skulle innebära en lång resa till jobbet för dem båda. 这 就 意味着 对 他们 两个 人 都 是 很长 的 通勤 时间 。

Κοίταζαν για διαμερίσματα, αλλά αυτά είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν τους άρεσαν. Ils regardaient||appartements|||soit|||||||quartiers||||aimaient They were looking|for|apartments|but|they|either|were|very|small|or|were|in|neighborhoods|that|not|to them|liked sie schauten||Wohnungen|||entweder|waren|sehr|||||Vierteln||||gefielen olhavam||apartamentos||eles|ou|||pequenos|ou|||vizinhanças||||gostavam Sie haben sich Wohnungen angesehen, aber diese waren entweder zu klein oder in Gegenden, die ihnen nicht gefielen. They were looking for apartments, but they either were very young or were in neighborhoods they did not like. Ellos han visto apartamentos pero estos eran demasiado pequeños o estaban en zonas que no les gustaban. He etsivät asuntoja, mutta ne olivat joko liian pieniä tai sijaitsivat asuinalueilla, joista he eivät pitäneet. Ils ont visité des appartements mais ceux-ci étaient soit trop petits, soit dans des quartiers qui ne leur plaisaient pas. Hanno guardato gli appartamenti ma erano o troppo piccoli o in un quartieri che non gli piacevano. 彼 ら は アパート を 見ました が 小さ すぎる か 隣人 が 気に入らない か の どちら か でした 。 그들은 아파트를 둘러보았지만 모두 너무 작거나 그들이 선호하지 않는 동네에 있었습니다. Ze hebben naar appartementen gekeken, maar deze waren of te klein of lagen in buurten die ze niet zo fijn vonden. Eles olharam apartamentos, mas eram pequenos demais ou em bairros que não gostavam. Они искали квартиру, но квартиры были либо слишком маленькими, либо в таких местах, которые им не нравились. De letade efter lägenheter, men de var antingen för små eller låg i områden som de inte gillade. 他们 看 了 看 公寓 但是 它们 不是 太小 就是 他们 不 喜欢 那个 小区 。

Συνειδητοποιούν ότι ακόμη και αν και οι δύο δουλεύουν σκληρά και δεν ξοδεύουν χρήματα απερίσκεπτα, δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το σπίτι που θέλουν. ils réalisent||même||||||travaillent|durablement|||dépensent||imprudemment||||teniront|||||veulent sie realisieren|||sogar|||||arbeiten||||ausgeben||unüberlegt||||aushalten|finanziell||||sie wollen They realize|that|even|and||and|||work|hard||do not|spend|money|recklessly|do not|can|to|afford|financially|the|house|that|they want Sie realisieren, dass, obwohl beide hart arbeiten und vorsichtig Geld ausgeben, sie sich immer noch nicht das Haus leisten können, das sie gerne haben wollen. They realize that even if they both work hard and do not spend money recklessly, they can not afford the house they want. Ellos se dan cuenta de que a pesar de que ambos trabajan duro y no gastan el dinero de forma innecesaria, aún así no pueden adquirir la casa que quieren. He huomaavat, että vaikka he molemmat tekevät kovasti töitä eivätkä tuhlaa rahaa holtittomasti, heillä ei ole varaa haluamaansa taloon. Ils réalisent que même s'ils travaillent dur tous les deux et ne dépensent pas de l'argent sans réfléchir, ils ne peuvent toujours pas se payer la maison qu'ils souhaitent. Si rendono conto che anche se entrambi hanno lavorato duramente e non hanno speso soldi in modo incauto, non possono ancora permettersi la casa che vogliono. 彼 ら は 必死に 仕事 を し 、 よく 考え ず に お 金 を 使う こと は し ない けれども 、 彼 ら が 欲しい 家 を 買う 余裕 が ない と 考えて います 。 그들은 자신들이 열심히 일하고 불필요한 소비를 하지 않음에도 불구하고 원하는 집을 살 형편이 안 된다는 것을 깨달았습니다. Ze realiseren zich dat ondanks dat ze beiden hard werken en ze slim met hun geld omgaan, ze nog steeds hun droomhuis niet kunnen betalen. Eles percebem, que apesar de ambos trabalharem duro e não esbanjarem dinheiro, eles ainda não podem pagar a casa que eles querem. Они поняли, что хотя они оба много работали и не тратили бездумно деньги, они всё ещё не могут позволить себе такой дом, какой они хотят. De inser att trots att de båda arbetar hårt och inte spenderar pengar vårdslöst, har de inte råd med det hus de vill ha. 他们 意识 到 即使 他们 俩 都 努力 工作 而且 不 随便 花钱 , 他们 还是 买不起 他们 想要 的 房子 。

Σκέφτηκαν, κάποια στιγμή, να νοικιάσουν ένα σπίτι, αλλά πραγματικά αισθάνθηκαν ότι ήθελαν να έχουν το δικό τους σπίτι. ils ont pensé|à un|moment||louer||maison||vraiment|ont ressenti||||||leur|| They thought|some|moment|to|rent|a|house|but|really|felt|that|they wanted|to|have|their|own|their|house dachten|irgendeine|||mieten|||||fühlten||||||eigene||Haus Sie überlegten sich irgendwann, ein Haus zu mieten, wollten aber im Grunde, dass sie ihr eigenes Haus besitzen. They thought, at some point, to rent a house, but they really felt they wanted to have their own home. En algún momento pensaron en alquilar una casa, pero realmente sintieron que preferían tener su propia casa. He harkitsivat jossain vaiheessa talon vuokraamista, mutta he todella halusivat oman kodin. Ils ont pensé à un moment donné, louer une maison, mais le désir de posséder leur propre maison était plus fort. A un certo punto pensarono di affittare una casa, ma sentivano di voler possedere la propria casa. 一 時 賃貸 に しよう と も 思いました が 、 彼 ら は 本当に 自分 たち の 家 を 持ちたい と 思いました 。 그들은 한때는 전세로 가는 것도 생각했지만 본인들 소유의 집을 사고 싶은 것이 솔직한 심정이었습니다. Ze hebben er op een bepaald moment aan gedacht om een huis te huren, maar ze wilden echt liever hun eigen huis hebben. W pewnym momencie myśleli o wynajęciu domu, ale naprawdę czuli, że chcą mieć własny dom. Eles pensaram, em certo momento, em alugar uma casa, mas sentiram que queriam possuir sua casa própria. В какой-то момент они подумали об аренде дома, но поняли, что хотят иметь собственный дом. Vid ett tillfälle funderade de på att hyra ett hus, men de kände verkligen att de ville ha ett eget hem. 他们 想过 租 一个 房子 , 但是 他们 还是 想 有 自己 的 房子 。

Τελικά αποφάσισαν να μετακομίσουν σε μια πιο μικρή πόλη. |entschieden||umziehen||||| Finally|they decided|to|move|to|a|more|small|city |||déménager|||||ville Schließlich beschlossen sie, in eine kleinere Stadt zu ziehen. Eventually they decided to move to a smaller town. Finalmente ellos decidieron mudarse a una ciudad más pequeña. Finalement, ils ont décidé de déménager dans une petite ville. Alla fine decisero di trasferirsi in una città più piccola. とうとう 、 彼 ら は 小さな 町 に 住む こと を 決めました 。 결국 그들은 더 작은 동네로 이사가기로 결정했습니다. Uiteindelijk besloten ze om naar een dorp te verhuizen. Finalmente, decidiram se mudar para uma cidade menor. В конце концов, они решили переехать в маленький городок. 最后 他们 决定 搬 去 一个 小镇 。

Αισθάνονταν ότι μπορούσαν να ζήσουν μια πιο απλή ζωή και να απολαύσουν μια καλύτερη οικογενειακή ζωή. Ils se sentaient||ils pouvaient||vivre|||simple|vie|||profiter de||meilleure|familiale| They felt|that|they could|to|live|a|more|simple|life|and|to|enjoy|a|better|family|life sie fühlten||||leben||eine|einfache|Leben|||genießen||bessere|Familien-| Sie fanden, sie könnten dort ein einfacheres und schöneres Familienleben genießen. They felt they could live a simpler life and enjoy a better family life. Sintieron que podrían tener una vida más sencilla allí y disfrutar de una mejor vida en familia. Ils pensaient pouvoir y trouver une qualité de vie plus simple et profiter d'une meilleure vie de famille. Sentivano di poter vivere una vita più semplice e godere di una vita famigliare migliore. 彼 ら は そこ で 質素な 生活 を 送り 、 より よい 家族 生活 を 楽しめる と 感じました 。 그들은 그곳에서 보다 심플한 삶을 살 수 있고 더 나은 가정 생활을 누릴 수 있을 것이라고 생각했습니다. Ze hadden het gevoel dat ze daar een simpeler bestaan en een beter gezinsleven konden hebben. Eles sentiram que poderiam viver uma vida mais simples lá e desfrutar de uma vida familiar melhor. У них было чувство, что они смогут жить там более простой жизнью и наслаждаться лучшей семейной жизнью. De kände att de kunde leva ett enklare liv och få ett bättre familjeliv. 他们 觉得 他们 可以 过 简单 的 生活 并且 享受 更好 的 家庭 生活 。

B) Είχαμε θελήσει να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι επειδή τα δύο μας παιδιά είχαν μεγαλώσει. |nous avions|||acheter|||||||nos||avaient|grandi |We had|wanted|to|buy|a|new|house|because|the|two|our|children|had|grown ||||kaufen||||||||||groß geworden B) Wir wollten ein neues Zuhause kaufen, weil unsere beiden Kinder älter geworden waren. B) We wanted to buy a new home because our two children had grown up. B) Nosotros queríamos comprar una casa nueva porque nuestros dos hijos ya están creciendo. B) Nous avons voulu acheter une nouvelle maison car nos deux enfants grandissent vite. B)Avremmo voluto comprare una nuova casa perché I nostri due figli erano cresciuti. B ) 私達 は 新しい 家 を 買い たかった です , なぜなら 二 人 の 子供 が 大きく なって いた から です 。 B)우리는 두 자녀가 커가고 있기 때문에 새로운 집을 마련하고 싶었습니다. B) We wilden graag een nieuw huis kopen omdat onze twee kinderen ouder waren geworden. B) Nós queríamos comprar uma nova casa porque nossos dois filhos creseram. Б) Мы хотели купить новый дом, потому что наши двое детей выросли. B) Vi hade velat köpa ett nytt hus eftersom våra två barn hade vuxit upp. B) 我们 想 买 一个 新房子 因为 我们 的 两个 孩子 长大 了 。

Δυστυχώς, είχε γίνει δύσκολο να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι, γιατί το κόστος των σπιτιών είχε αυξηθεί περισσότερο από τα εισοδήματα μας. |||||||||||||||augmenté||||revenus| Unfortunately|had|become|difficult|to|buy|a|new|house|because|the|cost|of the|houses|had|increased|more|than|the|incomes|our |||||||||||||||gestiegen||||| Leider war es schwierig geworden, ein neues Haus zu kaufen, weil die Kosten für die Wohnungen schneller gestiegen waren als unser Einkommen. Unfortunately, it had become difficult to buy a new home, because the cost of the houses had risen more than our incomes. Sin embargo, se había vuelto difícil comprar una casa nueva porque el costo de la vivienda había aumentado más rápido que el de nuestros ingresos. Malheureusement, il est devenu difficile d'acheter une nouvelle maison parce que le coût du logement a augmenté plus rapidement que les revenus des gens. Sfortunatamente era diventato difficile comprare una nuova casa perché il costo degli alloggi era aumentato più velocemente delle nostre entrate. 残念な こと に 、 新しい 家 を 買う こと が 難しく なりました , なぜなら 家 の 価格 が 収入 より も 早く 値上がり した から です 。 집 가격이 사람들의 월급보다 가파르게 상승해서 안타깝게도 새 집을 마련하기 어려워졌습니다. Jammer genoeg was het moeilijk geworden om een nieuw huis te kopen, want de huizenprijzen waren meer gestegen dan onze salarissen. Niestety, kupno nowego domu stało się trudne, ponieważ koszty mieszkania wzrosły bardziej niż nasze dochody. Infelizmente, tornou-se difícil comprar uma nova casa porque o custo da habitação aumentou mais rapidamente do que os nossos rendimentos. К сожалению, стало трудно купить новый дом, потому что цены на жильё выросли быстрее, чем наши доходы. 不幸 的 是 , 现在 买 新房子 很难 因为 房子 的 价钱 比 人们 的 收入 增长 的 快 。

Για να μπορέσουμε να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι, εξοικονομούσαμε χρήματα για χρόνια. ||||||||nous économisions||| um||||||||sparen||| To|(particle for infinitive)|we can|(particle for infinitive)|buy|a|new|house|we saved|money|for|years Um ein neues Haus kaufen zu können, hatten wir jahrelang Geld gespart. In order to be able to buy a new home, we have saved money for years. Para poder comprar una casa nueva, hemos estado ahorrando dinero durante años. Afin de pouvoir acheter une nouvelle maison, nous avons économisé de l'argent depuis des années. Per poter comprare una nuova casa, stavamo risparmiando denaro da anni. 新しい 家 を 買う ため に 、 私達 は 何年も お 金 を 貯めて いました 。 새 집을 마련하기 위해서 우리는 수년동안 돈을 저축해왔습니다. Om een nieuw huis te kunnen kopen, hebben we een hele tijd gespaard. Para poder comprar uma nova casa, estávamos economizando dinheiro por anos. Чтобы смочь купить новый дом, мы должны были откладывать деньги много лет. 为了 买 新房子 , 我们 已经 存钱 好几年 了 。

Αν θέλαμε να αγοράσουμε μια μονοκατοικία, θα έπρεπε να ζούμε μακρυά από την πόλη. |nous voulions|||||||||||| If|we wanted|to|buy|a|single-family home|would|should|to|live|far|from|the|city |wir wollten|||||||||||| Hätten wir ein Einfamilienhaus kaufen wollen, hätten wir weit weg von der Stadt wohnen müssen. If we wanted to buy a house, we would have to live away from the city. Si hubiéramos querido comprar una simple casa familiar, tendríamos que vivir lejos de la ciudad. Jos haluaisimme ostaa talon, meidän olisi asuttava muualla kuin kaupungissa. Si nous avions voulu acheter une maison familiale, nous aurions dû vivre loin de la ville. Se avessimo voluto comprare una nuova casa, avremmo dovuto vivere lontano dalla città. もし 私達 が 一戸建て 住宅 を 買いたい なら 私達 は 町 から 離れた ところ に 住ま なければ なりません でした 。 만약 우리가 단독주택을 사고자 한다면 우리는 도시에서 먼 곳에 살아야 할 것입니다. Als we een eengezinswoning wilden kopen, moesten we ver buiten de stad wonen. Se quiséssemos comprar uma casa, teríamos que viver longe da cidade. Если мы хотели купить односемейный дом, нам бы пришлось жить далеко от города. 如果 我们 想 买 一个 独立 的 家庭 房 , 我们 需要 住 在 离 市区 很 远 的 地方 。

Αυτό θα σήμαινε μια μεγάλη διαδρομή για την δουλειά και για τους δύο. |||||Strecke||||||| This|will|mean|a|long|commute|for|the|work|and|for|both|two Das hätte für uns beide einen langen Weg zu unseren Arbeitsplätzen bedeutet. That would mean a great journey to work for both. Esto habría significado un largo camino hacia el trabajo para los dos. Cela aurait signifié pour nous deux un long trajet pour aller travailler. Questo avrebbe significato un lungo tragitto verso i nostri posti di lavoro. これ は 私達 両方 の 仕事場 まで 長い 通勤 時間 に なる こと を 意味 して いました 。 이는 즉 우리 두 사람 모두 직장에서 멀리 출퇴근해야 한다는 것입니다. Dan zouden we beiden lang onderweg zijn naar ons werk. Isso significaria uma longa viagem aos nossos empregos. Это значило бы долгую дорогу до работы для нас обоих. 这 就 意味着 对 我们 两个 人 都 是 很长 的 通勤 时间 。

Είχαμε κοιτάξει για διαμερίσματα, αλλά αυτά είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν μας άρεσαν. |||||||||||||Vierteln|||| We had|looked|for|apartments|but|they|either|were|very|small|or|were|in|neighborhoods|that|not|us|liked Wir hatten uns Wohnungen angesehen, aber diese waren entweder zu klein oder in Gegenden, die wir nicht mochten. We had looked for apartments, but these were either very young or were in neighborhoods we did not like. Habíamos visto apartamentos, pero estos eran demasiado pequeños o estaban en zonas que no nos gustaron. Nous avons visité des appartements mais ceux-ci étaient soit trop petits, soit dans des quartiers qui ne nous plaisaient pas. Avevamo guardato gli appartamenti, ma o erano troppo piccoli o in quartieri che non ci piacevano. 私達 は アパート を 見ました が 小さ すぎる か 隣人 が 気に入らない か の どちら か でした 。 우리는 아파트를 둘러보았지만 모두 너무 작거나 우리가 선호하지 않는 동네에 있었습니다. We hadden naar appartementen gekeken, maar die waren of te klein of lagen in buurten die we niet zo fijn vonden. Nós tínhamos olhado apartamentos, mas eles eram pequenos ou em bairros que não gostamos. Мы искали квартиры, но они были либо слишком маленькими, либо в таких местах, которые нам не нравились. 我们 看 了 看 公寓 但是 它们 不是 太小 就是 我们 不 喜欢 那个 区 。

Συνειδητοποιήσαμε ότι ακόμη και αν και οι δύο δουλέψαμε σκληρά και δεν ξοδεύαμε χρήματα απερίσκεπτα, δεν μπορούσαμε να αντέξουμε οικονομικά το σπίτι που εμείς θέλαμε. nous avons réalisé||||||||avons travaillé||||dépensions||||nous pouvions||tenir|||||| wir haben realisiert||noch||||||arbeiteten||||ausgaben||unüberlegt||konnten||aushalten|||||wir| We realized|that|even|and|if|and|||worked|hard||not|spent|money|irresponsibly|not|could|to|afford|financially|the|house|that|we|wanted Wir stellten fest, dass wir, obwohl wir beide hart arbeiteten und vorsichtig Geld ausgaben, uns immer noch nicht das Haus leisten konnten, das wir wollten. We realized that even though we both worked hard and did not spend money recklessly, we could not afford the house that we wanted. Nos dimos cuenta de que a pesar de que los dos trabajamos duro y no gastamos el dinero de forma innecesaria, aún así no podíamos adquirir la casa que queríamos. Nous avons réalisé que même si nous travaillons dur tous les deux et ne dépensions pas de l'argent sans réfléchir, nous ne pouvions toujours pas nous payer la maison que nous souhaitions. Ci siamo resi conto che anche se entrambi avevamo lavorato duramente e non avevamo speso denaro inutilmente, non potevamo permetterci la casa che volevamo. 私達 は 必死に 仕事 を し 、 よく 考え ず に お 金 を 使う こと は し ない けれども 、 私達 が 欲しい 家 を 買う 余裕 が ない と 気づきました 。 우리는 둘 다 열심히 일하고 불필요한 소비를 하지 않음에도 불구하고 원하는 집을 살 형편이 안 된다는 것을 깨달았습니다. We realiseerden ons dat ondanks dat we beiden hard werkten en we slim met geld omgingen, we nog steeds ons droomhuis niet konden betalen. Nós percebemos que, embora nós dois trabalhássemos duro e não esbanjássemos dinheiro, ainda não podíamos pagar a casa que queríamos. Мы поняли, что хотя мы оба много работали и не тратили бездумно деньги, мы всё ещё не могли позволить себе такой дом, какой мы хотели. Vi insåg att vi inte hade råd med det hus vi ville ha, trots att vi båda arbetade hårt och inte spenderade pengar på ett vårdslöst sätt. 我们 意识 到 即使 我们 俩 都 努力 而且 不 随便 花钱 , 我们 还是 买不起 我们 想要 的 房子 。

Είχαμε σκεφτεί, κάποια στιγμή, να νοικιάσουμε ένα σπίτι, αλλά πραγματικά αισθανθήκαμε ότι προτιμούσαμε να έχουμε το δικό μας σπίτι. |pensé||||louer||||vraiment|nous avons ressenti||nous préférions|||||| We had|thought|some|moment|to|rent|a|house|but|really|we felt|that|we preferred|to|have|our|own|us|house |||||mieten|||||fühlten||wir bevorzugten|||||| Wir hatten einmal daran gedacht, ein Haus zu mieten, aber wir hatten wirklich das starke Gefühl, dass wir unser eigenes Haus besitzen wollten. We had thought, at some point, to rent a house, but we really felt we preferred to have our own home. En algún punto pensamos en alquilar una casa, pero realmente sentimos que preferimos tener nuestra propia casa. Nous avons pensé à un moment donné, louer une maison, mais le désir de posséder notre propre maison était plus fort. A un certo punto, avevamo pensato di affittare una casa, ma sentivamo davvero di voler possedere la nostra casa. 一 時 賃貸 に しよう と も 思いました が 、 私達 は 本当に 自分 たち の 家 を 持ちたい と 思いました 。 한때는 전세로 가는 것도 생각했지만 우리 소유의 집을 사고 싶은 것이 솔직한 심정이었습니다. We dachten er op een bepaald moment aan om een huis te huren, maar we wilden echt liever ons eigen huis hebben. Pensávamos, em certo momento, em alugar uma casa, mas realmente sentimos que preferíamos possuir nossa casa própria. В какой-то момент мы думали об аренде дома, но понимали, что на самом деле предпочитали иметь свой собственный дом. Vi hade vid ett tillfälle funderat på att hyra ett hus, men vi kände verkligen att vi hellre ville ha ett eget hem. 我们 想过 租 一个 房子 , 但是 我们 还是 想 有 自己 的 房子 。

Τελικά αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε μια πιο μικρή πόλη. |nous avons décidé||déménager||||| Finally|we decided|to|move|to|a|more|small|city |haben entschieden||umziehen||||| Schließlich beschlossen wir, in eine kleinere Stadt zu ziehen. Eventually we decided to move to a smaller town. Finalmente decidimos mudarnos a una ciudad más pequeña. Finalement, nous avons décidé de déménager dans une petite ville. Alla fine, decidemmo di trasferirci in una città più piccola. とうとう 、 私達 は 小さな 町 に 住む こと を 決めました 。 결국 우리는 더 작은 동네로 이사가기로 결정했습니다. Uiteindelijk besloten we om naar een dorp te verhuizen. Finalmente, decidimos mudar para uma cidade menor. В конце концов, мы решили переехать в маленький городок. 最后 我们 决定 搬 去 一个 小镇 。

Αισθανόμασταν ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια πιο απλή ζωή εκεί και να απολαύσουμε μια καλύτερη οικογενειακή ζωή. |||||vivre||||||||profiter|||| We felt|that|would|be able to|to|live|a|more|simple|life|there|and|to|enjoy|a|better|family|life |||||leben||||||||genießen|||familien-| Wir meinten, wir könnten dort ein einfacheres und ein schöneres Familienleben genießen. We felt that we could live a simpler life there and enjoy a better family life. Sentimos que podríamos tener una vida más sencilla allí y disfrutar de una mejor vida en familia. Nous avons pensé pouvoir y trouver une qualité de vie plus simple et profiter d'une meilleure vie de famille. Sentivamo di poter vivere una vita più semplice e godere di una vita famigliare migliore. 私達 は そこ で 質素な 生活 を 送り 、 より よい 家族 生活 を 楽しめる と 感じました 。 그곳에서 보다 심플한 삶을 살 수 있고 더 나은 가정 생활을 누릴 수 있을 것이라고 생각했습니다. We hadden het gevoel dat we daar een simpeler bestaan en een beter gezinsleven konden hebben. Sentimos que poderíamos viver uma vida mais simples lá e desfrutar de uma vida familiar melhor. У нас было чувство, что мы сможем жить там более простой жизнью и наслаждаться лучшей семейной жизнью. 我们 觉得 我们 可以 过 简单 的 生活 并且 享受 更好 的 家庭 生活 。

Ερωτήσεις Questions Fragen: Questions: Preguntas: Questions: Domande; 質問 : 질문 : Vragen: Questões: Вопросы 问题

A) 1) Η Σία και ο Γιώργος θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι επειδή τα δύο τους παιδιά μεγαλώνουν. |The|Sia|and|the|George|want|to|buy|a|new|house|because|the|two|their|children|are growing up A) 1) Shia und George wollen ein neues Haus kaufen, weil ihre beiden Kinder älter werden. A) 1) Sia and George want to buy a new home because their two children are getting older. A) 1) Shia y George quieren comprar una casa nueva porque sus dos hijos ya están creciendo. A) 1) Sia et George aimeraient acheter une nouvelle maison car leurs deux enfants grandissent vite. A)1) Sia e George vogliono comprare una nuova casa perché I loro due figli stanno crescendo. A) 1) サリー と ジョージ は 新しい 家 を 買いたい です なぜなら 彼 ら の 二 人 の 子供 が 大きく なって いる から です 。 A)1) 혜선과상현은 두 자녀가 커가고 있기 때문에 새로운 집을 마련하고 싶어합니다. A) 1) Sia en George willen graag een nieuw huis kopen omdat hun twee kinderen ouder worden. A) 1) Shia e George querem comprar uma nova casa porque seus dois filhos cresceram. А) 1) Сиа и Джордж хотят купить новый дом, потому что их двое детей становятся старше. A) 1) 萨莉 和 乔治 想 买 一个 新房子 因为 他们 的 两个 孩子 长大 了 。

Γιατί η Σία και ο Γιώργος θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι? Why|the|Sia|and|the|George|want|to|buy|a|new|house Warum wollen Shia und George ein neues Haus kaufen? Why do Sia and George want to buy a new home? ¿Por qué quieren Shia y George comprar una casa nueva? Pourquoi Sia et George souhaitent-ils acheter une nouvelle maison ? Perché Sia e George vogliono comprare una nuova casa? 何故 サリー と ジョージ は 新しい 家 を 買いたい のです か ? 혜선과 상현은 왜 새로운 집을 마련하려고 싶어합니까? Waarom willen Sia en George een nieuw huis kopen? Por que Shia e George querem comprar uma nova casa? Почему Сиа и Джордж хотят купить новый дом? 为什么 萨莉 和 乔治 想 买 一个 新房子 ?

Θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι επειδή τα παιδιά τους μεγαλώνουν. They want|to|buy|a|new|house|because|the|children|their|are growing up Sie wollen ein neues Hauskaufen, weil ihre Kinder älter werden. They want to buy a new home because their children are getting older. Ellos quieren comprar una casa nueva porque sus dos hijos ya están creciendo. Ils aimeraient acheter une nouvelle maison car leurs deux enfants grandissent vite. Vogliono comprare una nuova casa perché I loro due figli stanno crescendo. 彼 ら は 新しい 家 を 買いたい です なぜなら 彼 ら の 二 人 の 子供 が 大きく なって いる から です 。 그들은 두 자녀가 커가고 있기 때문에 새로운 집을 마련하고 싶어합니다. Ze willen graag een nieuw huis kopen omdat hun twee kinderen ouder worden. Eles querem comprar uma nova casa porque seus filhos cresceram. Они хотят купить новый дом, потому что их дети становятся старше. 他们 想 买 一个 新房子 因为 他们 的 孩子 长大 了 。

2) Εξοικονομούσαν χρήματα για πολλά χρόνια. sie sparten|||| They were saving|money|for|many|years 2) Sie sparen seit vielen Jahren Geld an. 2) They have been saving money for many years. 2) Ellos han estado ahorrando dinero durante años. 2) Ils économisent de l'argent depuis des années. 2) Stanno risparmiando soldi da molti anni. 2) 彼 ら は 何年も お 金 を 貯めて いました 。 2) 새 집을 마련하기 위해서 그들은 수년동안 돈을 저축해왔습니다. 2) Ze hebben een hele tijd gespaard. 2) Eles têm economizado há muitos anos. 2) Они экономили деньги много лет. 2) 他们 已经 存钱 好几年 了 。

Για πόσο η Σία και ο Γιώργος εξοικονομούσαν χρήματα? |wie lange||||||| For|how long|the|Sia|and|the|George|were saving|money Wie lange sparen Shia und George schon Geld an? How long have Sia and George been saving money? ¿Por cuánto tiempo han estado Shia y George ahorrando dinero? Depuis combien de temps Sia et George économisent de l'argent? Da quanto tempo, Sia e George , stanno risparmiando soldi? サリー と ジョージ は どの ぐらい お 金 を 貯めて いました か ? 얼마동안 그들은 돈을 저축해왔습니까? Hoelang sparen Sia en George al? Há quanto tempo a Shia e George estão economizando dinheiro? Как долго Сиа и Джордж экономили деньги? 他们 已经 存钱 多久 了 ?

Εξοικονομούσαν χρήματα για πολλά χρόνια. They were saving|money|for|many|years Sie sparen seit vielen Jahren Geld an. They have been saving money for many years. Ellos han estado ahorrando dinero durante años. Ils économisent de l'argent depuis des années. Stanno risparmiando soldi da molti anni. 彼 ら は 何年も お 金 を 貯めて いました 。 그들은 수년동안 돈을 저축해왔습니다. Ze hebben een hele tijd gespaard. Oszczędzali pieniądze przez wiele lat. Eles têm economizado há muitos anos. Они экономили деньги много лет. 他们 已经 存钱 好几年 了 。

3) Αν θέλουν να αγοράσουν μια μονοκατοικία, θα πρέπει να ζουν μακρυά από την πόλη. If|they want|to|buy|a|single-family home|will|must|to|live|far|from|the|city 3) Wenn sie ein Einfamilienhaus kaufen wollen, müssten sie weit weg von der Stadt leben. 3) If they want to buy a single family house, they would have to live far from the city. 3) Si ellos quieren comprar una simple casa familiar, tendrían que vivir lejos de la ciudad. 3) S'ils veulent acheter une maison familiale, ils devront vivre loin de la ville. 3) Se vogliono comprare una casa unifamigliare, dovrebbero vivere lontano dalla città. 3) もし 彼 ら が 一戸建て 住宅 を 買いたい なら 彼 ら は 町 から 離れた ところ に 住ま なければ なりません 。 3) 만약 그들이 단독주택을 사고자 한다면 그들은 도시에서 먼 곳에 살아야 할 것입니다. 3) Als ze een eengezinswoning willen kopen, moeten ze ver buiten de stad wonen. 3) Se eles querem comprar uma casa, eles teriam que viver longe da cidade. 3) Если они хотят купить односемейный дом, им бы пришлось жить далеко от города. 3) 如果 他们 想 买 一个 独立 的 家庭 房 , 他们 需要 住 在 离 市区 很 远 的 地方 。

Τι θα συνέβαινε αν αγόραζαν μια μονοκατοικία? ||würde passieren||sie kauften|| What|would|happen|if|they bought|a|single-family home ||||achetaient|| Was würde passieren, wenn sie ein Einfamilienhaus kaufen würden? What would happen if they were to buy a single family house? ¿Qué pasaría si ellos compraran una simple casa familiar? Mitä tapahtuisi, jos he ostaisivat omakotitalon? Que se passerait-il s'ils achetaient une maison familiale? Cosa dovrebbe succedere se volessero comprare una casa unifamigliare? もし 彼 ら が 一戸建て 住宅 を 買いたい なら 何 が おきます か ? 그들이 단독주택을 사고자 한다면 어떻게 되겠습니까? Wat gebeurt er als ze een eengezinswoning willen kopen? O que aconteceria se comprassem uma casa? Что случилось бы, если бы они купили односемейный дом? 如果 他们 买 一个 独立 的 家庭 房会 发生 什么 ?

Θα έπρεπε να ζουν μακρυά από την πόλη. ||||loin||| should|live|to|they|far|from|the|city Sie müssten weit weg von der Stadt leben. They would have to live far from the city. Si ellos quieren comprar una simple casa familiar, ellos tendrían que vivir lejos de la ciudad. Ils devront vivre loin de la ville. Dovrebbero vivere lontano dalla città. もし 彼 ら が 一戸建て 住宅 を 買いたい なら 彼 ら は 町 から 離れた ところ に 住ま なければ なりません 。 그들은 도시에서 먼 곳에 살아야 할 것입니다. Dan moeten ze ver buiten de stad wonen. Eles teriam que viver longe da cidade. Им бы пришлось жить далеко от города. 他们 需要 住 在 离 市区 很 远 的 地方 。

4) Κοίταξαν για διαμερίσματα, αλλά αυτά είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν τους άρεσαν. Ils ont regardé||||||||||||quartiers|||| They looked|for|apartments|but|they|either|were|very|small|or|were|in|neighborhoods|that|not|to them|liked 4) Sie haben sich Wohnungen angesehen, aber diese waren entweder zu klein oder in Gegenden, die ihnen nicht gefielen. 4) They looked at apartments but these were either too small or in neighbourhoods they didn't like. 4) Ellos han visto apartamentos pero estos eran demasiado pequeños o estaban en zonas que no les gustaban. 4) Ils ont visité des appartements mais ceux-ci étaient soit trop petits, soit dans des quartiers qui ne leur plaisaient pas. 4) Hanno guardato gli appartamenti, ma o erano troppo piccoli o In quartieri che non gli piacevano. 4) 彼 ら は アパート を 見ました が 小さ すぎる か 隣人 が 気に入らない か の どちら か でした 。 4) 그들은 아파트를 둘러보았지만 모두 너무 작거나 그들이 선호하지 않는 동네에 있었습니다. 4) Ze hebben naar appartementen gekeken, maar deze waren of te klein of lagen in buurten die ze niet zo fijn vonden. 4) Eles olharam apartamentos, mas eram pequenos demais ou em bairros que não gostavam. 4) Они искали квартиру, но квартиры были либо слишком маленькими, либо в таких местах, которые им не нравились. 4) 他们 看 了 看 公寓 但是 它们 不是 太小 就是 他们 不 喜欢 那个 小区 。

Γιατί δεν τους αρέσουν τα διαμερίσματα που κοίταξαν? |||||||geschaut haben Why|not|them|like|the|apartments|that|they looked Warum mögen sie die Wohnungen, die sie sich angesehen haben, nicht? Why don't they like the apartments they looked at? ¿Por qué no les han gustado los apartamentos que han visto? Pourquoi n'aiment-ils pas les appartements qu'ils ont visités ? Perchè non gli piacciono gli appartamenti che avevano guardato? 何故 彼 ら は 彼 ら が 見た アパート が 好きで は なかった のです か ? 왜 그들은 둘러본 아파트를 마음에 들어하지 않습니까? Waarom vonden ze de appartementen waarnaar ze hadden gekeken niet goed? Por que eles não gostaram dos apartamentos que eles olhavam? Почему им не нравились квартиры, которые они находили? 他们 为什么 不 喜欢 他们 看 的 公寓 ?

Δεν τους αρέσουν τα διαμερίσματα που κοίταξαν επειδή είτε ήταν πολύ μικρά ή ήταν σε γειτονιές που δεν τους άρεσαν. |||||||||||||||||||gefielen Not|them|like|the|apartments|that|they looked|because|either|were|very|small|or|were|in|neighborhoods|that|not|them|liked Sie mögen die Wohnungen nicht, die sie sich angesehen haben, weil sie entweder zu klein waren oder in Gegenden, die sie nicht mochten. They don't like the apartments they looked at because they were either too small or in neighbourhoods they didn't like Ellos han visto apartamentos pero estos eran demasiado pequeños o estaban en zonas que no les gustaban. Ils n'aiment pas les appartements visités car ceux-ci étaient soit trop petits, soit dans des quartiers qui ne leur plaisaient pas. Non gli piacciono gli appartamenti che hanno guardato perché o erano troppo piccoli o in quartieri che non gli piacevano. 彼 ら は アパート を 見ました が 小さ すぎる か 隣人 が 気に入らない か の どちら か でした 。 둘러본 아파트가 모두 너무 작거나 그들이 선호하지 않는 동네에 있었기 때문에 마음에 들어하지 않습니다. Ze vonden die appartementen niet goed omdat ze of te klein waren of in buurten lagen die ze niet zo fijn vonden. Eles não gostaram dos apartamentos que eles olhavam porque eram ou muito pequenos ou em bairros que não gostavam. Им не нравились квартиры, которые они находили, потому что они были либо слишком маленькими, либо в таких местах, которые им не нравились. 他们 不 喜欢 他们 看 的 公寓 因为 它们 不是 太小 就是 他们 不 喜欢 那个 小区 。

B) 5) Είχαμε θελήσει να αγοράσουμε ένα καινούριο σπίτι, επειδή τα δύο μας παιδιά είχαν μεγαλώσει. ||gewollt|||||||||||| |We had|wanted|to|buy|a|new|house|because|the|two|our|children|had|grown B) 5) Wir wollten ein neues Haus kaufen, weil unsere beiden Kinder älter geworden waren. B) 5) We had wanted to buy a new home because our two children had grown older. B) 5) Ellos querían comprar una casa nueva porque sus dos hijos ya están creciendo. B) 5) Nous avons voulu acheter une nouvelle maison car nos deux enfants grandissent vite. B)5) Avremmo voluto comprare una nuova casa perché I nostri due figli erano cresciuti. B) 5) 私達 は 新しい 家 を 買い たかった です なぜなら 二 人 の 子供 が 大きく なって いた から です 。 B)5) 우리는 두 자녀가 커가고 있기 때문에 새로운 집을 마련하고 싶었습니다. B) 5) We wilden graag een nieuw huis kopen omdat onze twee kinderen ouder waren geworden. B) 5) Queríamos comprar uma nova casa porque nossos dois filhos tinham crescido. Б) 5) Мы хотели купить новый дом, потому что наши двое детей выросли. B) 5) 我们 想 买 一个 新房子 因为 我们 的 两个 孩子 长大 了 。

Τι είχαμε θελήσει να κάνουμε? ||||machen What|we had|wanted|to|do Was wollten wir tun? What had we wanted to do? ¿Qué querían hacer ellos? Mitä me halusimme tehdä? Qu'avions-nous voulu faire ? Cosa avremmo volute fare? 私 たち は 何 を 望んで いました か ? 우리가 무엇을 하고 싶어했나요? Wat wilden we graag doen? O que queríamos fazer? Что мы хотели сделать? 我们 想 做 什么 ?

Είχατε θελήσει να αγοράσετε ένα καινούριο σπίτι, επειδή τα παιδιά σας είχαν μεγαλώσει. vous aviez|||acheter||||||||| You had|wanted|to|buy|a|new|house|because|the|children|your|had|grown ||||||||||eure|| Du wolltest ein neues Haus kaufen, weil deine beiden Kinder älter geworden waren. You had wanted to buy a new home because your two children had grown older. Ellos querían comprar una casa nueva porque sus dos hijos ya están creciendo. Vous aimeriez acheter une nouvelle maison car vos deux enfants grandissent vite. Avreste voluto comprare una nuova casa perché I vostri due bambini erano cresciuti. あなた たち は 新しい 家 を 買い たかった です なぜなら あなた 方 の 二 人 の 子供 が 大きく なって いた から です 。 우리는 두 자녀가 커가고 있기 때문에 새로운 집을 마련하고 싶었습니다. We wilden graag een nieuw huis kopen omdat onze twee kinderen ouder waren geworden. Queríamos comprar uma nova casa porque nossos dois filhos tinham crescido. Вы хотели купить новый дом, потому что ваши двое детей выросли. 你们 想 买 一个 新房子 因为 你 的 两个 孩子 长大 了 。

6) Είχαμε σκεφτεί, κάποια στιγμή, να νοικιάσουμε ένα σπίτι. We had|thought|some|moment|to|rent|a|house 6) Wir hatten einmal daran gedacht, ein Haus zu mieten. 6) We had thought, at one point, of renting a home. 6) En algún momento ellos pensaron en alquilar una casa. 6) Nous avons pensé à un moment donné, louer une maison. 6) A un certo punto avevamo pensato di affittare una casa. 6) 私達 は 一 時 賃貸 に しよう と も 思いました 。 6) 한때는 전세로 가는 것도 생각했습니다. 6) We dachten er op een bepaald moment aan om een huis te huren. 6) Nós pensamos, em certo momento, alugar uma casa. 6) В какой-то момент мы думали арендовать дом. 6) 我们 想过 租 一个 房子 。

Τι είχαμε σκεφτεί κάποια στιγμή? What|we had|thought|some|moment Woran hatten wir einmal gedacht? What had we thought about at one point? ¿Qué habían pensado hacer en algún momento? À quoi avions-nous pensé à un moment donné? A un certo punto che cosa avevamo pensato? 一 時 私 たち は 何 を 考えました か ? 한때는 무슨 생각도 했나요? Waar dachten we op een bepaald moment aan? Em que pensávamos determinado momento? О чём мы думали в какой-то момент? 我们 想过 什么 ?

Είχατε σκεφτεί, κάποια στιγμή, να νοικιάσετε ένα σπίτι. Hatten|||||mieten|| You had|thought|some|moment|to|rent|a|house Du hattest einmal darüber nachgedacht, ein Haus zu mieten. You had thought, at one point, about renting a home. En algún momento ellos pensaron en alquilar una casa. Vous avez pensé à un moment donné, louer une maison. A un certo punto avevate pensato di affittare una casa. あなた 達 は 一 時 賃貸 に しよう と も 思いました 。 한때는 전세로 가는 것도 생각했습니다. We dachten er op een bepaald moment aan om een huis te huren. Pensávamos, em determinado momento, em alugar uma casa. В какой-то момент вы думали арендовать дом. 你们 想过 租 一个 房子 。

7) Αισθανθήκαμε πραγματικά ότι προτιμούσαμε να έχουμε το δικό μας σπίτι. wir fühlten|||wir bevorzugten|||||| We felt|really|that|we preferred|to|have|our|own|us|house 7) Wir zogen es wirklich vor, unser eigenes Haus zu haben. 7) We really felt we preferred to own our own home. 7) Realmente ellos sintieron que prefieren tener su propia casa. 7) Meistä todella tuntui, että haluaisimme mieluummin oman kodin. 7) Le désir de posséder notre propre maison était plus fort. 7) Sentivamo veramente che preferivamo possedere la nostra casa. 7) 私達 は 本当に 自分 たち の 家 を 持ちたい と 思いました 。 7) 우리 소유의 집을 사고 싶은 것이 솔직한 심정이었습니다. 7) We wilden echt liever ons eigen huis hebben. 7) Realmente sentimos que preferíamos possuir nossa casa própria. 7) Мы на самом деле чувствовали, что предпочитали иметь свой собственный дом. 7) 我们 真的 还是 想 有 自己 的 房子 。

Τι αισθανθήκαμε ότι προτιμούσαμε να έχουμε? |avons ressenti||nous préférions|| What|we felt|that|we preferred|to|have Was zogen wir wirklich vor, das wir haben wollten? What did we feel we preferred to own? ¿Qué sintieron que prefieren realmente tener? Qu'avons-nous préféré vouloir posséder ? Cosa sentivamo di preferire? 私達 は 自分 たち で 持ちたい と 思った の は 何 です か ? 우리 소유의 무엇을 사고 싶은 심정이었나요? Wat hadden we liever? O que sentimos que preferíamos possuir? Что мы чувствовали, что предпочитали иметь? 我们 真的 想 有 什么 ?

Αισθανθήκατε ότι προτιμούσατε να έχετε το δικό σας σπίτι. vous avez ressenti||vous préfériez|||||| You felt|that|you preferred|to|have|your|own|your|house Du zogst es wirklich vor, dein eigenes Haus zu haben. You felt you preferred to own your own home. Realmente ellos sintieron que prefieren tener su propia casa. Sinusta tuntui, että haluaisit mieluummin oman kodin. Vous avez préféré posséder votre propre maison. Sentivate di preferire possedere la vostra casa. 私達 は 本当に 自分 たち の 家 を 持ちたい と 思いました 。 우리 소유의 집을 사고 싶은 것이 솔직한 심정이었습니다. We wilden echt liever ons eigen huis hebben. Sentimos que preferíamos possuir nossa casa própria. Вы чувствовали, что предпочитали иметь свой собственный дом. 你们 真的 还是 想 有 自己 的 房子 。

8) Τελικά αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε μια πιο μικρή πόλη. Finally|we decided|to|move|to|a|more|small|city 8) Schließlich beschlossen wir, in eine kleinere Stadt zu ziehen. 8) Finally we decided to move to a smaller town. 8) Finalmente ellos deciden mudarse a una ciudad pequeña. 8) Finalement, nous avons décidé de déménager dans une petite ville. 8) Alla fine abbiamo deciso di trasferirci in una città più piccola. 8) とうとう 、 私達 は 小さな 町 に 住む こと を 決めました 。 8) 결국 우리는 더 작은 동네로 이사가기로 결정했습니다. 8) Uiteindelijk besloten we om naar een dorp te verhuizen. 8) Finalmente, decidimos mudar para uma cidade menor. 8) В конце концов, мы решили переехать в меньший город. 8) 最后 我们 决定 搬 去 一个 小镇 。

Τι αποφασίσαμε τελικά? |avons décidé|finalement What|did we decide|finally Was haben wir schließlich entschieden? What did we finally decide? ¿Qué deciden finalmente hacer? Qu'avez-vous finalement décidé ? Cosa abbiamo deciso alla fine? 私 たち は とうとう 何 を 決めました か ? 우리는 결국 어떻게 하기로 결정했나요? Wat besloten we uiteindelijk? O que finalmente decidimos? Что мы в конце концов решили? 我们 最后 决定 了 什么 ?

Τελικά αποφασίσατε να μετακομίσετε σε μια πιο μικρή πόλη. |vous avez décidé||déménager||||| Finally|you decided|to|move|to|a|more|small|city |habt entschieden||||||| Du hast dich schließlich entschieden, in eine kleinere Stadt zu ziehen. You finally decided to move to a smaller town. Finalmente ellos deciden mudarse a una ciudad pequeña. Vous avez décidé de déménager dans une petite ville. Alla fine avete deciso di trasferirvi in una città più piccola. とうとう 、 あなた 達 は 小さな 町 に 住む こと を 決めました 。 결국 더 작은 동네로 이사가기로 결정했습니다. Uiteindelijk besloten we om naar een dorp te verhuizen. Finalmente decidimos mudar para uma cidade menor. Вы в конце концов решили переехать в меньший город. 你们 最后 决定 搬 去 一个 小镇 。