Greek lesson: Learn how to use the words ''δουλεύω'' and ''λειτουργώ''
||||||||||funktionieren
||||||||work||I function
Griechischunterricht: Lernen Sie die Wörter ''δουλεύω'' und ''λειτουργώ'' zu verwenden
Greek lesson: Learn how to use the words '' δουλεύω '' and '' λειτουργώ ''
Leçon de grec : Apprenez à utiliser les mots ''δουλεύω'' et ''λειτουργώ''.
Lekcja greckiego: Dowiedz się, jak używać słów "δουλεύω" i "λειτουργώ".
Lição de grego: Aprender a usar as palavras "δουλεύω" e "λειτουργώ
Yunanca dersi: ''δουλεύω'' ve ''λειτουργώ'' kelimelerinin nasıl kullanılacağını öğrenin
Урок грецької мови: Як вживати слова "δουλεύω" та "λειτουργώ
Γεια σας! Καλως ορίσατε σε ακόμη ένα μάθημα ελληνικών! Λοιπόν, αυτή τη βδομάδα έχετε εμένα πάλι! Σήμερα, θα απαντήσουμε την ερώτηση του Joris.
||welcome|welcome|to|another||lesson||well|||week|have|me|again|today|will|||||Joris
Hallo! Willkommen zu einer weiteren Griechischstunde! Nun, diese Woche habt ihr mich wieder! Heute werden wir die Frage von Joris beantworten.
Hello! Welcome to another Greek lesson! Well, this week you have me again! Today, we will answer Joris's question.
O Joris μας ρώτησε ποια είναι η διαφορά των λέξεων «δουλεύω» και «λειτουργώ».
O(1)|Joris|||||||||||I function
Joris asked us what the difference is between the words "I work" and "work".
Πότε χρησιμοποιούμε το ένα και πότε το άλλο;
When do we use one and the other?
Πάμε λοιπόν, να δούμε πρώτο ρήμα, το «δουλεύω».
|||||verb||
Let's go, see the first verb, the "work".
Λοιπόν, το «δουλεύω» χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε
||||||wir uns beziehen
|||is used|||refer to
Well, the "work" is used to refer
συνήθως στη δουλειά που κάνουμε, στο επάγγελμά μας.
||||||Beruf|
||||||profession|
normalerweise in der Arbeit, die wir tun, in unserem Beruf.
usually in the work we do, in our profession.
Για παράδειγμα, λέμε «δουλεύω σε μία εταιρεία επεξεργασίας μετάλλου» ή «πέρσι δούλευα σε ένα ξενοδοχείο».
||||||company|processing|metal||last year||||hotel
Wir sagen zum Beispiel „Ich arbeite in einem metallverarbeitenden Betrieb“ oder „Letztes Jahr habe ich in einem Hotel gearbeitet“.
For example, we say "I work in a metal processing company" or "last year I was working in a hotel".
Η λέξη αυτή επίσης, χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε στη γενικότερη προσπάθεια
|||also||||||general|effort
Dieses Wort wird auch verwendet, um sich auf die allgemeine Anstrengung zu beziehen
This word is also used to refer to the general effort
που κάνει κάποιος για να γίνει καλύτερος τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά.
||||||||persönlich|||beruflich
||||||||personally|||professionally
was man tut, um persönlich und beruflich besser zu werden.
someone makes to become better both personally and professionally.
Για παράδειγμα, λέμε «ο Νίκος δουλεύει πολύ με τον εαυτό του και έχει αλλάξει πολλές κακές συνήθειες του παρελθόντος».
||||||||||||||||||der Vergangenheit
||||||||||||||||habits|of the|of the past
Wir sagen zum Beispiel „Nikos arbeitet viel an sich und hat viele schlechte Angewohnheiten der Vergangenheit geändert.“
For example, we say 'Nikos works a lot on himself and has changed many bad habits from the past.'
Τέλος, υπάρχει και μία πολύ ωραία έκφραση με αυτό το ρήμα. Ρωτάνε πολλοί στην Ελλάδα «με δουλεύεις;» εννοώντας «με κοροϊδεύεις», μιλάς σοβαρά ή όχι;
||||||expression||||verb|they ask||||me|are you kidding|||you kidding|you serious|seriously||
Schließlich gibt es auch noch einen sehr schönen Ausdruck mit diesem Verb. Viele Menschen in Griechenland fragen: "Arbeitest du für mich?" bedeutet "du machst Witze", meinst du das ernst oder nicht?
Finally, there is a very nice expression with this verb. Many people ask in Greece "Do you work?" Meaning "you fool me", are you serious or not?
Από την άλλη, έχουμε τη λέξη «λειτουργώ» η οποία είναι διαφορετική από την προηγούμενη.
||||||||||different|||previous
Auf der anderen Seite haben wir das Wort "operieren", das sich vom vorherigen unterscheidet.
On the other hand, we have the word "operating" which is different from the previous one.
Όταν λέμε «λειτουργώ» αναφερόμαστε στη λειτουργία μιας μηχανής ή ενός οργάνου του σώματος.
|||we refer||function||machine|||organ||body
Wenn wir „operieren“ sagen, beziehen wir uns auf den Betrieb einer Maschine oder eines Körperorgans.
When we say "operate" we refer to the operation of a machine or organ of the body.
Για παράδειγμα, λέμε «αν σταματήσει να λειτουργεί η καρδιά μας θα πεθάνουμε»
||||sie aufhört||funktioniert|||||
||||||functions|||||we will die
Zum Beispiel sagen wir: "Wenn unser Herz aufhört zu arbeiten, werden wir sterben."
For example, we say "if our heart stops working we will die"
ή «οι μηχανές της εταιρείας ηλεκτρισμού λειτουργούν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο»
||machines|||electricity||||twenty-four
oder "Maschinen von Energieversorgern laufen 24 Stunden am Tag"
or "the machines of the electricity company operate 24 hours a day"
Επίσης, μπορείτε να πείτε «το περιβάλλον στη δουλειά μου δεν είναι καλό και δεν μπορώ να λειτουργήσω σωστά»
|||||Umfeld|||||||||||arbeiten|
|||||environment|||||||||||function|correctly
Sie können auch sagen: „Meine Arbeitsumgebung ist nicht gut und ich kann nicht richtig funktionieren.“
Also, you can say "the environment in my work is not good and I can not work properly"
δηλαδή δεν μπορώ να αποδώσω καλά, δεν μου ταιριάζει.
||||||||passt mir
||||perform well||||fits
d.h. ich kann keine gute Leistung bringen, es passt nicht zu mir.
That is, I can't perform well, it doesn't suit me.
Γενικότερα, το «δουλεύω» αναφέρεται στο επάγγελμα και σε αυτό που κάνουμε καθημερινά για να ζήσουμε και το «λειτουργώ»
Generally|||||profession||||||||||||
Allgemeiner bezieht sich „Arbeit“ auf Beruf und das, was wir jeden Tag für unseren Lebensunterhalt tun, und „operieren“
More generally, "work" refers to the profession and to what we do daily to live and "work"
αναφέρεται σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις μιας μηχανής, ενός ανθρώπινου οργάνου
||repetitive||||||
bezieht sich auf sich wiederholende Bewegungen einer Maschine, eines menschlichen Organs
refers to repeated movements of a machine, a human instrument
και στην δυνατότητα κάποιου να ενεργήσει σε ένα χώρο ή όχι.
||ability|someone's||act in space|||space||
und in der Fähigkeit, in einem Raum zu handeln oder nicht.
and the ability of someone to act in a space or not.
Αυτά για σήμερα, ελπίζω να σας βοήθησε αυτό το μάθημα και να μάθατε κάτι ακόμη στα ελληνικά.
Das war es für heute, ich hoffe, diese Lektion hat dir geholfen und du hast etwas mehr auf Griechisch gelernt.
For today, I hope you helped this lesson and learned something else in Greek.
Την άλλη βδομάδα πάλι θα δείτε την Ιωάννα με νέο μάθημα. Γεια σας από εμένα!
||next week|again||see|||||||||
Nächste Woche seht ihr Ioanna mit einer neuen Lektion wieder. Hallo von mir!
The next week you will see John with a new lesson. Hello from me!