×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Ο Μικρός Πρίγκιπας, 11//

11//

Στον δεύτερο πλανήτη κατοικούσε ένας ματαιόδοξος. «Α! Α! Επίσκεψη από έναν θαυμαστή!» φώναξε από μακριά ο ματαιόδοξος μόλις είδε τον μικρό πρίγκιπα. Καθώς, για τους ματαιόδοξους, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι θαυμαστές. «Καλημέρα» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Έχετε ένα παράξενο καπέλο». «Είναι για να χαιρετάω» του απάντησε ο ματαιόδοξος. «Είναι για να χαιρετάω όταν με χειροκροτούν. Δυστυχώς, ποτέ δεν περνάει κανείς από εδώ». «Α, ναι;» είπε ο μικρός πρίγκιπας που δεν καταλάβαινε. «Χτύπα τα χέρια σου, το ένα με το άλλο» τον συμβούλεψε ο ματαιόδοξος. Ο μικρός πρίγκιπας χτύπησε τα χέρια του, το ένα με το άλλο. Ο ματαιόδοξος χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη, σηκώνοντας το καπέλο του. «Εδώ πέρα είναι πιο διασκεδαστικά από την επίσκεψη στον βασιλιά» σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Κι άρχισε πάλι να χτυπά τα χέρια του, το ένα με το άλλο. Ο ματαιόδοξος άρχισε πάλι να χαιρετά σηκώνοντας το καπέλο του. Μετά από πέντε λεπτά εκγύμνασης, ο μικρός πρίγκιπας κουράστηκε από τη μονοτονία του παιχνιδιού: «Και, για να πέσει το καπέλο» ρώτησε, «τι πρέπει να κάνω;» Μα ο ματαιόδοξος δεν τον άκουσε. Οι ματαιόδοξοι δεν ακούν τίποτα άλλο πέρα από τις επευφημίες. Σ 11 42 «Στ' αλήθεια με θαυμάζεις τόσο πολύ;» ρώτησε τον μικρό πρίγκιπα. «Τι σημαίνει θαυμάζω;» «Θαυμάζω σημαίνει πως αναγνωρίζεις ότι είμαι ο πιο όμορφος, ο πιο καλοντυμένος, ο πιο πλούσιος και ο πιο έξυπνος στον πλανήτη». «Μα είσαι μόνος σου στον πλανήτη σου!» «Κάνε μου αυτή τη χάρη. Θαύμασέ με ούτως ή άλλως!» «Θα σε θαυμάζω» είπε ο μικρός πρίγκιπας ανασηκώνοντας τους ώμους «αλλά γιατί σ' ενδιαφέρει τόσο πολύ αυτό;» Κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε. “Οι ενήλικες είναι σίγουρα αρκετά παράξενοι”, σκέφτηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

11// 11// 11// 11//

Στον δεύτερο πλανήτη κατοικούσε ένας ματαιόδοξος. |||||Eitelkeitsdöner |||||vain O segundo planeta era habitado por um homem vaidoso. «Α! A Α! Επίσκεψη από έναν θαυμαστή!» φώναξε από μακριά ο ματαιόδοξος μόλις είδε τον μικρό πρίγκιπα. |||Bewunderer|||||eitel||||| Visit|||fan|||||vain||||| A visit from a fan! " cried the vanity from afar as soon as he saw the little prince. A visita de um admirador!", gritou o vaidoso de longe, assim que viu o principezinho. Καθώς, για τους ματαιόδοξους, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι θαυμαστές. |||Eitelkeitsmenschen|||übrigen||| |||vain||||||admirers As for the vanities, all other people are admirers. Quanto aos vaidosos, todas as outras pessoas são fãs. «Καλημέρα» είπε ο μικρός πρίγκιπας. Good morning|||| «Έχετε ένα παράξενο καπέλο». |||chapeau ||strange| "You have a strange hat." «Vous avez un chapeau étrange». "Tens um chapéu estranho." «Είναι για να χαιρετάω» του απάντησε ο ματαιόδοξος. |||||||vaniteux |||grüßen||||Eitel |||greet||||vain "It's to say hello," the vanity replied. «C'est pour saluer», répondit l'orgueilleux. "É para cumprimentar", respondeu o homem vaidoso. «Είναι για να χαιρετάω όταν με χειροκροτούν. ||||||applaudieren |||to greet|||applaud "It's to say hello when I'm applauded. «C'est pour saluer quand on m'applaudit.» "Trata-se de acenar quando me batem palmas. Δυστυχώς, ποτέ δεν περνάει κανείς από εδώ». |never||passes||| Unfortunately, no one ever passes through here." Malheureusement, personne ne passe jamais par ici». Infelizmente, nunca ninguém passa por aqui". «Α, ναι;» είπε ο μικρός πρίγκιπας που δεν καταλάβαινε. ||||little||||understood "Oh yes;" said the little prince who did not understand. "Ah, sim?", diz o principezinho que não percebe. «Χτύπα τα χέρια σου, το ένα με το άλλο» τον συμβούλεψε ο ματαιόδοξος. Schlag|||||||||||| clap||||||||||advised||vain "Shake your hands, one with the other," advised the vanity. "Bate palmas, uma com a outra", aconselhou o homem vaidoso. Ο μικρός πρίγκιπας χτύπησε τα χέρια του, το ένα με το άλλο. ||prince|clapped|||||||| Ο ματαιόδοξος χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη, σηκώνοντας το καπέλο του. ||grüßte|||||| ||greeted||gratitude|lifting||| The vainglorious saluted gratefully, tipping his hat. O homem da vaidade saudou com gratidão, levantando o chapéu. «Εδώ πέρα είναι πιο διασκεδαστικά από την επίσκεψη στον βασιλιά» σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. |hier|||unterhaltsam||||||||| ||||fun||||||||| "Here it is more fun than visiting the king," thought the little prince. "Este sítio é mais divertido do que visitar o rei", pensou o principezinho. Κι άρχισε πάλι να χτυπά τα χέρια του, το ένα με το άλλο. ||||clap|||||||| And he started clapping his hands again, one on top of the other. E começou a bater de novo com as mãos, uma na outra. Ο ματαιόδοξος άρχισε πάλι να χαιρετά σηκώνοντας το καπέλο του. |||||grüßen|||| |||||greet|||| The vain man began again to greet by raising his hat. O homem da vaidade começou a acenar de novo, levantando o chapéu. Μετά από πέντε λεπτά εκγύμνασης, ο μικρός πρίγκιπας κουράστηκε από τη μονοτονία του παιχνιδιού: «Και, για να πέσει το καπέλο» ρώτησε, «τι πρέπει να κάνω;» Μα ο ματαιόδοξος δεν τον άκουσε. |||||||||||||||||||||||||||vaniteux||| ||||Training||||hatte sich müde|||Monotonie||||||fallen||Hut||||||||eitle||| ||||exercise||||got tired|||||||||fall||||||||||||| After five minutes of exercise, the little prince grew tired of the monotony of the game: 'And, for the hat to fall,' he asked, 'what should I do?' But the vain man did not hear him. Após cinco minutos de treino, o principezinho estava cansado da monotonia do jogo: "E, para fazer cair o chapéu", perguntou, "o que é que tenho de fazer? Οι ματαιόδοξοι δεν ακούν τίποτα άλλο πέρα από τις επευφημίες. |Eitelkeiten||||||||Beifall |vain||||||||applause Vain people do not hear anything but applause. Os vaidosos só ouvem aplausos. Σ 11 42 «Στ' αλήθεια με θαυμάζεις τόσο πολύ;» ρώτησε τον μικρό πρίγκιπα. ||||bewunderst|||||| |St|||admire|||||| P 11 42 "Do you really admire me that much?" asked the little prince. P 11 42 "Admiras-me assim tanto?", perguntou o principezinho. «Τι σημαίνει θαυμάζω;» «Θαυμάζω σημαίνει πως αναγνωρίζεις ότι είμαι ο πιο όμορφος, ο πιο καλοντυμένος, ο πιο πλούσιος και ο πιο έξυπνος στον πλανήτη». ||||||||||||||bien habillé||||||||| ||bewundern||||erkennst||||||||gut gekleidet||||||||| ||I admire|I admire|||||||||||well-dressed||||||||| What does it mean to admire? To admire means that you recognize that I am the most beautiful, the best dressed, the richest, and the smartest on the planet. "O que significa admirar?" "Admirar significa que reconheces que sou a pessoa mais bonita, mais bem vestida, mais rica e mais inteligente do planeta." «Μα είσαι μόνος σου στον πλανήτη σου!» «Κάνε μου αυτή τη χάρη. |||||||do||||favor But you are all alone on your planet! Do me this favor. "Mas vocês estão sozinhos no vosso planeta!" "Façam-me este favor. Θαύμασέ με ούτως ή άλλως!» «Θα σε θαυμάζω» είπε ο μικρός πρίγκιπας ανασηκώνοντας τους ώμους «αλλά γιατί σ' ενδιαφέρει τόσο πολύ αυτό;» Κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε. bewundere||so||anders||||||||hebt|||||||||||||| admire||||otherwise||||||||lifting||shoulders|||||||||||| Admire me anyway! I will admire you, said the little prince, shrugging his shoulders, but why does it matter to you so much? And the little prince left. Admira-me na mesma!" "Vou admirar-te", disse o principezinho, encolhendo os ombros, "mas porque é que te preocupas tanto com isso?" E o principezinho foi-se embora. “Οι ενήλικες είναι σίγουρα αρκετά παράξενοι”, σκέφτηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. |||surely||strange||||||| "Adults sure are pretty weird," he thought during his trip. "Os adultos são mesmo muito estranhos", pensou durante a viagem.