×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Οι μεγαλομάρτυρες της πρωτοχρονιάς - Άντον Τσέχωφ

Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Οι μεγαλομάρτυρες της πρωτοχρονιάς - Άντον Τσέχωφ

Στους δρόμους κόλαση σε χρυσή κορνίζα. Αν δεν ήταν η γιορτινή έκφραση στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και των πολιτσμάνων, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι στην πρωτεύουσα μπαίνουν οι εχθροί. Πηγαινοέρχονται τρίζοντας και θορυβώντας τα γιορτινά έλκηθρα και οι άμαξες… Στα πεζοδρόμια τρέχουν οι επισκέπτες με τη γλώσσα έξω και τρίβοντας τα μάτια τους… Τρέχουν με τόση ορμή, που, έτσι και άρπαζε η γυναίκα του Πεντεφρία κανένα βιαστικό κρατικό υπάλληλο από την ουρά του φράκου, θα της έμενε στο χέρι όχι μόνο το φράκο, αλλά και όλη η πλευρά με τα συκώτια του και τη σπλήνα μαζί… Ξάφνου ακούγεται η διαπεραστική σφυρίχτρα του αστυνομικού. Τι έγινε; Οι οδοκαθαριστές παρατούν τα πόστα τους και τρέχουν προς τα εκεί που ακούστηκε το σφύριγμα… «Διαλυθείτε! Κάντε πιο πέρα! Δεν υπάρχει λόγος να στέκεστε εδώ! Δεν είδατε ποτέ σας νεκρό; Τι κόσμος κι αυτός…» Μπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σαν νεκρού, είναι τα σπασμένα του γυαλιά. Η γούνα είναι ανοιχτή στο στήθος και το πλήθος διακρίνει ένα μέρος του φράκου και το παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ». Το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά…

«Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο. «Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ! Αξιότιμε κύριε!»

Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται… Αφού ασχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά, χωρίς να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξης τον βάζουν σε μια άμαξα και τον μεταφέρουν στις Πρώτες Βοήθειες της αστυνομίας.

«Ωραία παντελόνια!» λέει ο πολιτσμάνος, βοηθώντας το νοσοκόμο να ξεντύσει τον ασθενή. «Πρέπει να κάνουν κάνα εξάρι ρούβλια! Και το γιλέκο δεν είναι άσχημο… Αν κρίνουμε από τα παντελόνια, πρέπει να είναι από τους ευκατάστατους…»

Στο Πρώτων Βοηθειών, ξαπλωμένος μιάμιση ώρα, κι έχοντας πιει ολόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ο κρατικός υπάλληλος ανακτά τις αισθήσεις του… Θα μάθουν ότι είναι ο τιτλούχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγεφ.

«Πού πονάτε;» τον ρωτάει ο αστυνομικός γιατρός.

«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει εκείνος, κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι και βαριανασαίνοντας.

«Επίσης… Όμως… πού πονάτε; Γιατί πέσατε; Για θυμηθείτε! Ήπιατε κάτι;» «Ό… όχι…» «Τότε γιατί αδιαθετήσατε;» «Παλάβωσα… Έκανα… έκανα επισκέψεις…» «Θα πρέπει να κάνατε πολλές επισκέψεις!» «Όχι… όχι, όχι πολλές… Μετά τη λειτουργία… ήπια το τσάι μου και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, βεβαίως, υπέγραψα… Μετά από κει πήγα στην Οφιτσέρκαγια… στον Κατσάλκιν… Επίσης υπέγραψα… Θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα… Από τον Κατσάλκιν πήγα στη Βίμπορσκαγια, στον Ιβάν Ιβάνιτς… Υπέγραψα…» «Φέρανε κι άλλον υπάλληλο!» ανέφερε ο πολιτσμάνος. «Από τον Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τον έμπορο Χριμόβ, να τον χαιρετήσω… Μπήκα… καθόταν όλη η οικογένεια… μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή… Πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις… Ε, ήπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα και λίγο σαλάμι… Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Πετρούπολης, για τον Λιχοντέγεφ… Καλός άνθρωπος…» «Όλα αυτά με τα πόδια;» «Με τα πόδια… Υπέγραψα στον Λιχοντέγεφ… Έπειτα, έφυγα για την Πελαγία Εμιλιάνοβνα… Εκεί, με κράτησαν για πρωινό και με φίλεψαν καφέ. Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι… Από την Πελαγία Εμιλιάνοβνα πήγα στον Ομπλεούχοφ… Τον Ομπλεούχοφ τον λένε Βασίλη, έχει τη γιορτή του, λοιπόν. Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή…» «Έφεραν ένα στρατιωτικό εν αποστρατεία και δυο υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος…

«Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στη Σαντοβάγια, στον Ιζιούμοφ… Στον Ιζιούμοφ ήπια κρύα μπίρα… και με πείραξε ο λαιμός μου… Από τον Ιζιούμοφ στον Κόσκιν, μετά στον Καρλ Κάρλιτς… κι από κει στο θείο μου τον Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανιψιά μου η Νάστια με κέρασε καυτή σοκολάτα… κατόπιν πέρασα από τον Λιάπκιν… όχι, λάθος, όχι στον Λιάπκιν, αλλά στην Ντάρια Νικοντόμοβνα. Από αυτήν πια, στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά πήγα στον Ιβάνοφ, τον Κουρντιουκόφ και τον Σίλερ, πήγα στο συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι εκεί επίσης ένιωθα καλά… Και από τον έμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο… Ήπια τρία ποτηράκια… έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει… Μόνο που να, όταν βγήκα από τον Ριζόφ, ένιωσα στο κεφάλι… λάμψη… αδυναμία… Δεν ξέρω γιατί…»

«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λίγο, και θα σας στείλουμε ύστερα στο σπίτι σας…» «Δεν μπορώ να πάω σπίτι…» βογκάει ο Σινκλετέγεφ. «Πρέπει ακόμη να περάσω από το γαμπρό μου, τον Κουζμά Βασίλιτς… από τον εκτελεστικό σύμβουλο… από τη Ναταλία Εγκόροβνα… Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν πήγα…» «Και δεν πρέπει να πάτε». «Δεν μπορώ… Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει… Αν δεν περάσω από τη Ναταλία Εγκόροβνα είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με τώρα να φύγω, κύριε γιατρέ, μη με κρατάτε…» Ο Σινκλετέγεφ σηκώνεται και πάει να πάρει τα ρούχα του. «Στο σπίτι να πάτε», λέει ο γιατρός, «αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεστε…» «Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…» αναστενάζει ο Σινκλετέγεφ. «Θα τα καταφέρω σιγά σιγά…» Ο υπάλληλος ντύνεται αργά, τυλίγεται στη γούνα και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο. «Έφεραν πέντε ακόμη υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος. «Πού να τους ακουμπήσω;»

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Οι μεγαλομάρτυρες της πρωτοχρονιάς - Άντον Τσέχωφ |Tales||great martyrs||||Chekhov New Year's Eve Stories | The great martyrs of the New Year - Anton Chekhov Cuentos de Nochevieja | Los grandes mártires de Año Nuevo - Anton Chéjov

Στους δρόμους κόλαση σε χρυσή κορνίζα. ||hell|||frame Hell on the streets in a golden frame. Αν δεν ήταν η γιορτινή έκφραση στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και των πολιτσμάνων, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι στην πρωτεύουσα μπαίνουν οι εχθροί. ||||festive|||||of the street cleaners|||policemen||||||||||| If it weren't for the festive expression on the faces of the street cleaners and the police officers, one might think that enemies are entering the capital. Πηγαινοέρχονται τρίζοντας και θορυβώντας τα γιορτινά έλκηθρα και οι άμαξες… Στα πεζοδρόμια τρέχουν οι επισκέπτες με τη γλώσσα έξω και τρίβοντας τα μάτια τους… Τρέχουν με τόση ορμή, που, έτσι και άρπαζε η γυναίκα του Πεντεφρία κανένα βιαστικό κρατικό υπάλληλο από την ουρά του φράκου, θα της έμενε στο χέρι όχι μόνο το φράκο, αλλά και όλη η πλευρά με τα συκώτια του και τη σπλήνα μαζί… Ξάφνου ακούγεται η διαπεραστική σφυρίχτρα του αστυνομικού. |grinding|||||sleds|||||||||||||||||||||||||||||Pentefria|||state|employee|||||<fraku>|||||||||frock||||||||livers||||spleen||||||whistle|| The festive sleighs and carriages come and go, creaking and making noise... On the sidewalks, visitors run with their tongues out and rubbing their eyes... They run with such force that if Pentefria’s wife were to grab any hasty public servant by the tail of his tailcoat, she would be left holding not only the tailcoat but also the whole side with its liver and spleen... Suddenly, the piercing whistle of the police officer is heard. Τι έγινε; Οι οδοκαθαριστές παρατούν τα πόστα τους και τρέχουν προς τα εκεί που ακούστηκε το σφύριγμα… «Διαλυθείτε! ||||abandon||posts|their||||||||||"Disperse!" Κάντε πιο πέρα! Δεν υπάρχει λόγος να στέκεστε εδώ! ||||stand| Δεν είδατε ποτέ σας νεκρό; Τι κόσμος κι αυτός…» Μπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σαν νεκρού, είναι τα σπασμένα του γυαλιά. |did you see|||||||||||||||lies||||||fur|beaver||||||||||snow-white||||||| Have you ever seen a dead person? What a world this is..." In front of a door, on the sidewalk, lies a man, well-dressed, wearing a beaver fur coat and new rubber boots... Next to his freshly shaven face, as pale as a corpse, are his broken glasses. Η γούνα είναι ανοιχτή στο στήθος και το πλήθος διακρίνει ένα μέρος του φράκου και το παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ». |fur|||||||||||||||badge||degree|| The coat is open at the chest and the crowd can see part of the tuxedo and the third degree medal, the 'Stanislav'. Το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά… ||breathes||||||| The chest breathes slowly and heavily, the eyes are closed...

«Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο. |nudges|||||employee «Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ! Αξιότιμε κύριε!» Dear|

Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται… Αφού ασχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά, χωρίς να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξης τον βάζουν σε μια άμαξα και τον μεταφέρουν στις Πρώτες Βοήθειες της αστυνομίας. ||||||||they occupied themselves||||||||bring him around|||||||||carriage|||they transfer|||First Aid||police

«Ωραία παντελόνια!» λέει ο πολιτσμάνος, βοηθώντας το νοσοκόμο να ξεντύσει τον ασθενή. |||||||nurse||undress||patient «Πρέπει να κάνουν κάνα εξάρι ρούβλια! |||a|six|rubles Και το γιλέκο δεν είναι άσχημο… Αν κρίνουμε από τα παντελόνια, πρέπει να είναι από τους ευκατάστατους…» ||jacket|||||we judge|||||||||well-off

Στο Πρώτων Βοηθειών, ξαπλωμένος μιάμιση ώρα, κι έχοντας πιει ολόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ο κρατικός υπάλληλος ανακτά τις αισθήσεις του… Θα μάθουν ότι είναι ο τιτλούχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγεφ. ||||one and a half||||drunk|entire|bottle|valerian||state||regains|||||||||titled||Gerasim|Kuzmich|Sinkletyev

«Πού πονάτε;» τον ρωτάει ο αστυνομικός γιατρός. |do you hurt|||||

«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει εκείνος, κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι και βαριανασαίνοντας. ||new|||||||||heavy breathing

«Επίσης… Όμως… πού πονάτε; Γιατί πέσατε; Για θυμηθείτε! |||||you fell||remember Ήπιατε κάτι;» «Ό… όχι…» «Τότε γιατί αδιαθετήσατε;» «Παλάβωσα… Έκανα… έκανα επισκέψεις…» «Θα πρέπει να κάνατε πολλές επισκέψεις!» «Όχι… όχι, όχι πολλές… Μετά τη λειτουργία… ήπια το τσάι μου και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, βεβαίως, υπέγραψα… Μετά από κει πήγα στην Οφιτσέρκαγια… στον Κατσάλκιν… Επίσης υπέγραψα… Θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα… Από τον Κατσάλκιν πήγα στη Βίμπορσκαγια, στον Ιβάν Ιβάνιτς… Υπέγραψα…» «Φέρανε κι άλλον υπάλληλο!» ανέφερε ο πολιτσμάνος. did you drink||||||you felt unwell|I got crazy|||||||||visits|||||||||||||||Nikolai|Mikhailits|||I signed||||||Ophitsérkagia||Katsalkin|||||||tea||blew||||||||Vimborskaya||Ivan|Ivanits||they brought|||employee||| «Από τον Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τον έμπορο Χριμόβ, να τον χαιρετήσω… Μπήκα… καθόταν όλη η οικογένεια… μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή… Πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις… Ε, ήπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα και λίγο σαλάμι… Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Πετρούπολης, για τον Λιχοντέγεφ… Καλός άνθρωπος…» «Όλα αυτά με τα πόδια;» «Με τα πόδια… Υπέγραψα στον Λιχοντέγεφ… Έπειτα, έφυγα για την Πελαγία Εμιλιάνοβνα… Εκεί, με κράτησαν για πρωινό και με φίλεψαν καφέ. |||||||I jumped||||Khrimov|||greet|I entered||||||||||||||||||offend|||||||glasses|I bit||||||||||||of Peterburg|||Likhondeyev||||||||||||||||||Pelagia|Emilianovna|||||breakfast|||offered| Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι… Από την Πελαγία Εμιλιάνοβνα πήγα στον Ομπλεούχοφ… Τον Ομπλεούχοφ τον λένε Βασίλη, έχει τη γιορτή του, λοιπόν. |||dizzied|||||straight|||||||||Ombleukhov|||||Vasily||||| Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή…» «Έφεραν ένα στρατιωτικό εν αποστρατεία και δυο υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος… ||||||||||||||retirement|||employees|||

«Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στη Σαντοβάγια, στον Ιζιούμοφ… Στον Ιζιούμοφ ήπια κρύα μπίρα… και με πείραξε ο λαιμός μου… Από τον Ιζιούμοφ στον Κόσκιν, μετά στον Καρλ Κάρλιτς… κι από κει στο θείο μου τον Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανιψιά μου η Νάστια με κέρασε καυτή σοκολάτα… κατόπιν πέρασα από τον Λιάπκιν… όχι, λάθος, όχι στον Λιάπκιν, αλλά στην Ντάρια Νικοντόμοβνα. |||||vodka||||Santovagia||Izyumov||||||||bothered||||||||Koskin|||Karl|Karl Karlits||||||||Piotr|Semionovich|||||Nastia||I drank|||||||Liapkin||||||||Daria|Nikontomovna Από αυτήν πια, στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά πήγα στον Ιβάνοφ, τον Κουρντιουκόφ και τον Σίλερ, πήγα στο συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι εκεί επίσης ένιωθα καλά… Και από τον έμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο… Ήπια τρία ποτηράκια… έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει… Μόνο που να, όταν βγήκα από τον Ριζόφ, ένιωσα στο κεφάλι… λάμψη… αδυναμία… Δεν ξέρω γιατί…» |||||||I felt||||||Ivanov||Kourdioukof|||Schiller|||colonel|Poroskov||||||||||Dutkin|||||||||sausage|||||||||||||||||||Rizof|||||weakness|||

«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λίγο, και θα σας στείλουμε ύστερα στο σπίτι σας…» «Δεν μπορώ να πάω σπίτι…» βογκάει ο Σινκλετέγεφ. you have exhausted|||||||||||||||||| «Πρέπει ακόμη να περάσω από το γαμπρό μου, τον Κουζμά Βασίλιτς… από τον εκτελεστικό σύμβουλο… από τη Ναταλία Εγκόροβνα… Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν πήγα…» «Και δεν πρέπει να πάτε». ||||||son-in-law|||Kuzma|Vasilits|||||||Natalia|Engorovna||||||||||| «Δεν μπορώ… Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει… Αν δεν περάσω από τη Ναταλία Εγκόροβνα είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με τώρα να φύγω, κύριε γιατρέ, μη με κρατάτε…» Ο Σινκλετέγεφ σηκώνεται και πάει να πάρει τα ρούχα του. |||||||wish|||||||||||||||||||||||||||doctor||||||||||||| «Στο σπίτι να πάτε», λέει ο γιατρός, «αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεστε…» «Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…» αναστενάζει ο Σινκλετέγεφ. |||||||||||||think|||||||||| «Θα τα καταφέρω σιγά σιγά…» Ο υπάλληλος ντύνεται αργά, τυλίγεται στη γούνα και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο. |||||||dresses||wraps himself||fur||stumbling||| «Έφεραν πέντε ακόμη υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος. |||employees||| «Πού να τους ακουμπήσω;» |||put