IX. Ο Ποληκούσκα
IX. Polikuska
Σαν απλώθηκε απόλυτη ησυχία παντού, ο Ποληκέη, σηκώθηκε σιγά-σιγά, σαν φταίχτης, κατέβηκε προσεχτικά από το πατάρι κι άρχισε να ετοιμάζεται για το γυρισμό.
||||||||||||came down|||||||||||
As absolute silence spread everywhere, Polikei slowly got up, like a culprit, carefully descended from the loft and began to prepare for the return.
Δεν ξέρω γιατί του έκανε πολύ καλό, να βρίσκεται ανάμεσα στους κληρωτούς.
I don't know why it did him so much good to be among the draftees.
Οι κοκόροι λαλούσαν ζωηρά.
|roosters||
The roosters were crowing lively.
Το Ταμπούρλο έχει φάει όλη τη βρόμη του και τέντωνε το λαιμό του κατά τον κουβά με το νερό.
The Tambourine has eaten all its oats and was stretching its neck towards the bucket with the water.
Ο Ποληκέη το έζεψε και έσυρε τ' αμαξάκι του στην αυλή, περνώντας ανάμεσα απ' τ' αμάξια των μουζίκων.
|||drove||||||||||||||
Polikei harnessed it and dragged his cart into the yard, passing between the carts of the peasants.
Ο σκούφος με το πολύτιμο περιεχόμενο ήταν εντάξει, κι έτσι οι ρόδες του μικρού αμαξιού, κύλησαν γοργά πάνω στο δρόμο που έφερνε στο Πακρόβσκογιε.
The cap with the precious content was fine, so the wheels of the small cart rolled quickly on the road that led to Pakrovskoye.
Ο Ποληκέη, ξαλάφρωσε μονάχα σαν βρέθηκε έξω από την πολιτεία.
Polikey, only felt relief when he found himself outside the city.
Γιατί όλη την ώρα είχε την εντύπωση πως όπου να' ναι, θα έβγαιναν τρεις-τέσσερεις καβαλάρηδες, θα τον πρόφταιναν, θα τον γύριζαν πίσω, και δένοντας τα χέρια του πισθάγκωνα θα έστελναν αυτόν στο στρατό στη θέση του Ηλία.
why||||||||||||||||||||||||tying|||||||||||||
Because all the time he had the impression that at any moment, three or four horsemen would emerge, catch up with him, turn him around, and binding his hands behind his back would send him to the army in place of Ilia.
Και θέτε από το φόβο του στην τρομερή αυτή σκέψη, θέτε από το κρύο, το αίμα του πάγωνε και βίαζε ολοένα τον Ταμπούρλο, να ξεφύγουν το γρηγορότερο απ' τον φανταστικό εκείνο κίνδυνο.
And whether it was from his fear of this terrifying thought, or from the cold, his blood froze and he was constantly urging Tambourlo to escape as quickly as possible from that imaginary danger.
Πρώτο-πρώτο αντάμωσε ένα παπά με τον ψηλό χειμωνιάτικο σκούφο, που τον συνόδευε κάποιος μονόφθαλμος εργάτης.
||||||||||||||one-eyed|
First of all, he met a priest wearing a tall winter hat, who was accompanied by a one-eyed worker.
Σ' αυτό το συναπάντημα σφίχτηκε πιότερο η καρδιά του Ποληκέη.
In this encounter, Polikeis's heart tightened more.
Μα σαν βγήκε από την πολιτεία σιγά-σιγά διαλύθηκε όλη κείνη η κακοκεφιά του.
But as he slowly left the city, all that bad mood dissipated.
Το Ταμπούρλο προχωρούσε με βήμα κανονικό, κι όσο το πρωινό φως δυνάμωνε, διακρινόταν και πιο καθαρά ο δρόμος μπροστά.
The Tambourlo was moving at a regular pace, and as the morning light intensified, the road ahead became clearer.
Ο Ποληκέη έβγαλε το σκούφο του και πασπάτεψε το φάκελο με τα λεφτά.
Polikei took off his hat and fumbled the envelope with the money.
«Να τα έβανα στον κόρφο μου; - στοχάστηκε.
||putting||||
"Should I tuck it in my bosom? - he pondered.
Μα για τούτο θα πρέπει να λύσω το ζουνάρι.
But for this, I will have to untie the harness.
Ουφ μπελάς!
Ugh, what a hassle!
Μα εκεί δα στο χαμήλωμα, πριν την ανηφοριά, σταματώ και συγυρίζομαι.
||||||||I stop||
But right there at the lowering, before the uphill, I stop and tidy myself up.
Ο σκούφος είναι καλά ραμμένος από πάνω, κι από κάτω απ' τη φόδρα δεν ξεγλιστράει το γράμμα.
||||||||||||||slips||
The hat is well sewn from the top, and from the bottom under the lining the letter doesn't slip out.
Και μήτε που θα βγάλω το σκούφο ίσαμε το σπίτι».
And I won't take off the hat until I get home.
Όμως σαν έφτασαν στους πρόποδες του μικρού λόφου, το Ταμπούρλο από μοναχό του πήρε τρεχάλα την ανηφοριά, κι ο Ποληκέη, που κι εκείνος, όπως και το άλογο, ποθούσε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα σπίτι, δεν το εμπόδισε καθόλου.
However, when they reached the foothills of the small hill, the Tambourlo, by itself, rushed up the slope, and Polikei, who also, like the horse, longed to get home sooner, did not stop it at all.
Όλα ήταν εντάξει, έτσι τουλάχιστον φανταζόταν αυτός, και για τούτο παραδόθηκε στα πιο ευχάριστα ονειροπολήματα για την ευγνωμοσύνη της κυρίας, για τα πέντε ρουβλάκια που θα του έδινε για τον κόπο του και για τη χαρά των δικών του.
Everything was fine, at least that's how he imagined it, and for this reason he surrendered to the most pleasant daydreams of the lady's gratitude, for the five rubles she would give him for his trouble and for the joy of his own.
Κάποια στιγμή έβγαλε το σκούφο του, ψαχούλεψε να δει αν ο φάκελος βρισκόταν στη θέση του, ξαναφόρεσε το σκούφο του, χώνοντας τον βαθιά στο κεφάλι και χαμογέλασε.
At some point, he took off his hat, fumbled to see if the envelope was in its place, put his hat back on, tucking it deep onto his head and smiled.
Η φόδρα του σκούφου ήταν λιωμένη και, καθώς η Ακουλίνα τη διπλόραψε στο μέρος που ήταν σχισμένη, σχίστηκε από την άλλη μεριά, και με κείνη ακριβώς την κίνηση που έκανε ο Ποληκέη, χώνοντας πιο βαθιά το φάκελο, όταν έβγαλε το σκούφο του στο σκοτάδι, με κείνη την κίνηση, τα ραψίματα ξηλώθηκαν και πρόβαλε η μια γωνιά του φακέλου κάτω από τη φόδρα.
|||||||||||double-stitched||||||||||||||||||||||||||||||||||||||seams|it was unraveled|||||||||||
The lining of the hat was worn out and, as Akulina stitched it back where it was torn, it ripped on the other side, and with that very movement made by Polikei, tucking the envelope deeper when he took off his hat in the darkness, with that movement, the stitches came undone and one corner of the envelope protruded from the lining.
Ξημέρωσε για καλά, κι ο Ποληκέη, που όλη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του.
It dawned well, and Polikei, who had not closed an eye all night, fell asleep in his seat.
Μισοκοιμισμένος, τράβηξε κι έχωσε ακόμα πιο βαθιά στο κεφάλι του σκούφο του και μ' αυτό ο φάκελος πρόβαλε ακόμα πιο πολύ.
Half-awake, he pulled and shoved his cap deeper onto his head and with that the envelope protruded even more.
Καθώς κοιμόταν, το κεφάλι του ταλαντευόταν ολοένα.
As he slept, his head kept swaying.
Σαν κοντοζύγωσε στο αρχοντικό ο Ποληκέη ξύπνησε.
As Polikeis approached the mansion, he woke up.
Η πρώτη του κίνηση ήταν να φέρει τα χέρια στο σκούφο.
His first move was to bring his hands to his cap.
Τον βρήκε εφαρμοσμένο στέρεα στο κεφάλι του.
||applied||||
He found it firmly applied to his head.
Μήτε που τον έβγαλε, τόσο ήταν σίγουρος πως ο φάκελος βρισκόταν μέσα.
Neither did he take it out, he was so sure that the envelope was inside.
Καλοκάθισε πάνω στ' άχυρα, πήρε πάλι το ύφος του αρχοντικού υπαλλήλου, έδωσε μια καμτσικιά στον Ταμπούρλο και μπήκε με φόρα στην αυλή του αρχοντικού.
He settled comfortably on the hay, took on the demeanor of a noble employee again, gave a whip to the Tambourlo and charged into the courtyard of the mansion.
Να η κουζίνα του προσωπικού, να οι κατοικίες του, να η μαραγκίνα με μια αγκαλιά μπαμπακερά πανιά στα χέρια, να το σπίτι της κυρίας, που μπαίνοντας τώρα δα ο Ποληκέη εκεί μέσα θ' αποδείξει έμπρακτα, πως είναι ένα άνθρωπος πιστός και τίμιος και πως, «τον καθένα, μαθές, μπορεί ο κακός κόσμος άδικα να τον κακολογήσει» κι η κυρία θα του πει: «Μπράβο, Ποληκέη, και σε ευχαριστώ, πάρε αυτά τα τρία...» μα μπορεί και πέντε, μπορεί και δέκα ρούβλια και θα προστάξει να του σερβίρουν ένα τσαγάκι, μα μπορεί και βοτκούλα.
|||||||||||||||cotton|sheets||||||||||||||||||in practice|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||they serve||||||boat
Here is the staff's kitchen, here are their residences, here is the maid with a bundle of cotton fabric in her hands, here is the lady's house, and as Polikei steps in, he will practically prove that he is a faithful and honest man and that, 'everyone, you see, can be slandered unjustly by the wicked world', and the lady will tell him: 'Well done, Polikei, and thank you, take these three...' but maybe five, maybe even ten rubles, and she will order them to serve him a little tea, or perhaps a little vodka.
Καλό που θα ήταν αλήθεια, ένα αρχοντικό ποτηράκι βότκα με τούτο το κρύο.
It would truly be nice, a noble little glass of vodka with this cold.
Με δέκα ρουβλάκια κάπως θα μπορούσε να γλεντήσει τις γιορτές, και ν' αγοράσει κι ένα ζευγάρι παπούτσια της προκοπής, και να δώσει και του Νικήτα, ας είναι, κείνα τα τεσσεράμισι ρούβλια που του χρωστάει και που κάθε τόσο του φορτώνεται... Κάπου εκατό βήματα μακριά από το σπίτι, ο Ποληκέη ταχτοποιήθηκε ξανά, συγυρίστηκε όσο μπορούσε πιο καλύτερα, έβγαλε το σκούφο και χωρίς να βιάζεται έχωσε το χέρι του κάτω από τη φόδρα.
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||he settled|||||||||||||||||||||
With ten rubles, he could somewhat enjoy the holidays, buy a decent pair of shoes, and also give Nikita those four and a half rubles he owes him that he keeps piling on him... About a hundred steps away from the house, Polikei settled down again, tidied himself up as best as he could, took off his hat, and without hurrying, shoved his hand under the lining.
Το χέρι κινήθηκε μέσα στο σκούφο γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα.
The hand moved inside the hat quickly, even more quickly.
Χώθηκε και το άλλο, μάταια ψάχνοντας.
And the other thing was lost, searching in vain.
Το πρόσωπο χλόμιαζε ολοένα και πιο πολύ και κάποια στιγμή το ένα χέρι πρόβαλε από την άλλη μεριά του σκούφου.
The face was growing paler and at some point one hand emerged from the other side of the hat.
Ο Ποληκέη τινάχτηκε επάνω σταμάτησε τ' αμάξι, γονάτισε μέσα, ψάχνοντας παντού, το σανό, τα ψώνια, όλες τις γωνίες, τον κόρφο του, τις τσέπες του: πουθενά τα λεφτά.
Polikei shook up, stopped the cart, knelt inside, searching everywhere, the hay, the groceries, all the corners, his bosom, his pockets: nowhere to be found the money.
- Θεούλη μου!
- My God!
Μα τι είναι τούτο; Κακό που με βρήκε!
What is this? A misfortune that has befallen me!
- ξεφώνισε, μαδώντας τα μαλλιά του.
|pulling|||
- he exclaimed, pulling at his hair.
Μα την ίδια στιγμή στοχάστηκε πως θα μπορούσαν να τον έβλεπαν και τότε πήρε τα γκέμια στα χέρια του, έστριψε τ' αμάξι κι ανάγκασε τον Ταμπούρλο να τραβήξει πίσω, κατά το δρόμο.
But at the same moment he thought that they might see him and then he took the reins in his hands, turned the carriage and forced Tambourlo to pull back, towards the road.
«Καθόλου δε μ' αρέσει να βγαίνω με τον Ποληκέη - σίγουρα θα στοχάστηκε το Ταμπούρλο.
|||||I go out||||||||
"I don't like going out with Polikei at all - Tambourlo must have surely thought.
Η μόνη φορά, που με τάισε και με πότισε με την ώρα μου και κείνο για να με ξεγελάσει τόσο δυσάρεστα.
The only time he fed me and watered me in due time and that was to deceive me so unpleasantly.
Έβαλα όλα μου τα δυνατά να φτάσουμε γρήγορα σπίτι, απόστασα και δεν πρόφτασα να χαρώ που γυρίσαμε, να σου τον, που μ' αναγκάζει να πάμε πίσω!».
I did everything I could to get home quickly, I calculated and did not have time to enjoy our return, here he is, forcing me to go back!
- Μπρος, διάολε!
- Come on, damn it!
Ξεφώνισε πνιγμένος στα δάκρυα ο Ποληκέη, ορθός μέσα στ' αμάξι, τραβώντας μ' όλη του δύναμη τα γκέμια και χτυπώντας αλύπητα το άλογο με το κνούτο.
Polikeis shouted, choked with tears, standing upright in the carriage, pulling the reins with all his might and mercilessly striking the horse with the whip.