×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VII. Ο Ποληκούσκα

VII. Ο Ποληκούσκα

Την άλλη ημέρα πρωί-πρωί μπροστά στον εξώστη του υπηρετικού περίπτερου ήταν σταματημένο το αμαξάκι που μ' αυτό έβγαινε κι ο ίδιος ο επιστάτης, ζεμένο με το χοντροκόκαλο, σκουροκόκκινο άλογο, που δεν ξέρω για ποιο λόγο το έλεγαν «Ταμπούρλο».

Η Ανιούτκα, η μεγαλύτερη κόρη του Ποληκέη παρ' όλη τη βροχή, το χιονόνερο και τον ψυχρό αέρα, στεκόταν ξυπόλυτη μπροστά στο κεφάλι του αλόγου, αρκετά μακριά και με φανερή τρομάρα. Κρατούσε με το ένα χέρι το χαλινάρι, ενώ με τ' άλλο πάσχιζε να συγκρατήσει πάνω στο κεφάλι της τον κιτρινοπράσινο σάκο, που μέσα στην οικογένεια εκτελούσε χρέη παπλώματος, γούνας, κεφαλόδεσμου, χαλιού, παλτού για τον Ποληκέη και πολλά άλλα ακόμη.

Στη γωνία μέσα, φασαρία μεγάλη γινόταν. Ήταν ακόμη σκοτεινά. Το πρωινό φως της βροχερής ημέρα, μόλις-μόλις ξεχώριζε στο παράθυρο, που τα τζάμια του εδώ και εκεί ήτανε στολισμένα με χαρτιά που έφραζαν τα σπασίματα. Η Ακουλίνα, αφήνοντας κατά μέρος τις καθημερινές ασχολίες της, το νοικοκυριό, το άναμμα του φούρνου και τα παιδιά, που τα πιο μικρά δεν είχαν ακόμα σηκωθεί και τρεμοχουχούλιζαν, γιατί τους είχαν πάρει το πάπλωμά τους και αντί μ' αυτό, τα είχαν σκεπάσει με το μαντίλι που έδενε το κεφάλι της η μάνα τους.

Η Ακουλίνα καταγινόταν αποκλειστικά στην προετοιμασία του άντρα της για το δρόμο. Του έδωσε το καθαρό πουκάμισο. Τα παπούτσια του τη σκότιζαν πολύ, γιατί ήταν πολύ φθαρμένα και έχασκαν σε πολλές μεριές. Έβγαλε τα μοναδικά χοντρά τσουράπια από τα πόδια της και τα έδωσε του Ποληκέη, κι ύστερα από ένα κομμάτι τσόχα που στρώνουν κάτω από τη σέλα του αλόγου και που εκείνος της το είχε κουβαλήσει πριν δυο μέρες από το στάβλο, κατάφερε κι έφτιαξε ένα ζευγάρι πάτους για τα παπούτσια, έτσι που έκλεισε όλες τις τρύπες για να 'ναι τα πόδια προφυλαγμένα από τα νερά.

Ο Ποληκέη, καθισμένος στο κρεβάτι, καταγινόταν να φορέσει το ζουνάρι του κατά τέτοιον τρόπο, που να μην έχει την όψη βρόμικου σχοινιού. Και το ψευδό κοριτσάκι, έχοντας το κοντογούνι περασμένο πάνω από το κεφάλι, χωρίς να κατορθώσει μ' αυτό να το κάνει να μη σέρνεται χάμω, έτρεξε στου Νικήτα, να γυρέψει δανεικό το σκούφο του. Τη φασαρία την έκαναν πιότερη, οι διάφορες γυναίκες της αυλής που πηγαινοέρχονταν να παρακαλέσουν τον Ποληκέη άλλη να της φέρει βελόνες, άλλη τσαγάκι, άλλη λαδάκι, άλλος καπνό.

Κι η μαραγκίνα για να τον καλοπιάσει και να της φέρει την παραγγελία της, άναψε γρήγορα-γρήγορα το σαμοβάρι και του έφερε ένα μεγάλο φλιτζάνι ζεστό ρόφημα που αυτή του έλεγε τσάι. Παρ' όλο που ο Νικήτα αρνήθηκε να δανείσει το σκούφο του κι αναγκάστηκαν να μπαλώσουν και να σουβλοράψουν τον κατακουρελιασμένο σκούφο του Ποληκέη, παρ' όλο που τα παπούτσια με τους πάτους που φιλοτέχνησε η Ακουλίνα δυσκολεύτηκε πολύ να τα περάσει στα πόδια του ο Ποληκέη, παρ' όλο που η Ανιούτκα ξεπάγιασε και παράτησε τον Ταμπούρλο κι η Μάσκα με το σερνόμενο κοντογούνι πήγε στη θέση της κι όταν η Μάσκα αναγκάστηκε να βγάλει το κοντογούνι, πήγε κι έπιασε το άλογο η ίδια η Ακουλίνα, παρ' όλα αυτά, το αποτέλεσμα, ήταν πως ο Ποληκέη, αφού φόρεσε σχεδόν όλα τα ρούχα της οικογένειας, αφήνοντας μοναχά τον κιτρινοπράσινο σάκο και τις παντούφλες και συγυρίστηκε, ανέβηκε στο αμαξάκι διπλοκουμπώθηκε, άνοιξε το σανό, διπλοκουμπώθηκε ξανά, πήρε τα γκέμια στα χέρια του, κάθισε όμορφα-όμορφα έτσι που κάνουν οι αξιόπρεποι νοικοκυραίοι και ξεκίνησε.

Τ' αγοράκι του ο Μίσκα που πετάχτηκε για μια στιγμή έξω, γύρεψε να τον πάει άτα, και το ψευδό κοριτσάκι παρακάλεσε και κείνο να το πάρει λίγο στο αμάξι ο μπαμπάς κι είπε πως δεν κρύωνε καθόλου που δε φορούσε τη γούνα. Ο Ποληκέη σταμάτησε για μια στιγμή τον Ταμπούρλο, χαμογέλασε με κείνο το αχνό χαμόγελο του, κι η Ακουλίνα του παράδωσε τα δυο παιδιά και με την ευκαιρία αυτή, έσκυψε και ψιθύρισε στ' αφτί του να μη βάλει στάλα στο στόμα του ώσπου να γυρίσει. Ο Ποληκέη έκανε μια βόλτα τα παιδιά του ίσαμε το σιδηρουργείο, εκεί σταμάτησε, τα κατέβασε από το αμάξι, καλοκάθισε πάνω στο σανό, και με κανονικό βήμα ξεκίνησε από την αυλή. Η Μάσκα κι ο Μίσκα με τόση ορμή και τόσα ξεφωνητά ρίχτηκαν να γυρίσουν σπίτι τους τρέχοντας ξυπόλυτα πάνω στο γυαλιστερό κατήφορο που κάποιο σκυλί του χωριού που έκανε να χωθεί στην αυλή, τα κοίταξε και μονομιάς ζάρωσε την ουρά του και γαβγίζοντας, γύρισε πίσω στο χωριό, πράγμα, που έκανε τους διαδόχους του Ποληκέη, να δεκαπλασιάσουν τα ξεφωνητά τους.

Ο καιρός ήταν απαίσιος. Ο δυνατός αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο του Ποληκέη, που το κατάβρεχαν πότε η βροχή, πότε το χιονόνερο, πότε το ψιλό χαλάζι που έπεφταν ορμητικά. Τα χέρια του ήταν μουσκεμένα και ξυλιασμένα και μάταια πάσχιζε να τα προφυλάξει μαζί με τα παγωμένα γκέμια μέσα στα μανίκια του σάκου του ή πάνω στο γέρικο κεφάλι του Ταμπούρλου, που ζάρωνε τ' αφτιά του και τα μάτια του.

Ύστερα ολομεμιάς ξαστέρωσε για μια στιγμή. Μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα γαλαζωπά σύννεφα που έφερναν το χιόνι κι ο ήλιος σάμπως ν' αρχινούσε να προβάλει, όμως δειλιασμένα και μελαγχολικά, όπως το χαμόγελο του Ποληκέη. Παρ' όλα τούτα όμως εκείνος ήταν βυθισμένος σ' ευχάριστες σκέψεις. Αυτός, που παραλίγο να τον στείλουν εξορία στη Σιβηρία, που τον απειλούσαν όλη την ώρα πως θα τον έστελναν στο στρατό, που μονάχα οι τεμπέληδες δεν τον έβριζαν και δεν τον ξυλοκοπούσαν, που πάντα τον έχωναν στις χειρότερες αγγαρείες, αυτός, πήγαινε τώρα να εισπράξει χρηματικό ποσό και μεγάλο μάλιστα, κι η κυρία τον εμπιστεύτηκε και πρόσταξε να ζέψουν τον Ταμπούρλο (που πολλές φορές το ζεύαν και στο δικό της αμάξι) στο αμαξάκι του επιστάτη, και ξεκίνησε από τ' αρχοντικό μ' επισημότητα σάμπως να ήταν κανένας επίσημος υπάλληλος. Και κορδωνόταν όσο μπορούσε πάνω στο κάθισμά του, έσιαζε ολοένα τα μπαμπάκια που ξεπετιόνταν από τα σκισίματα του σκούφου του και διπλωνόταν στο σάκο του.

Ωστόσο, αν ο Ποληκέη φανταζόταν πως έμοιαζε με επίσημο κι αρχοντικό υπάλληλο, πλανιόταν οικτρά. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και των δέκα χιλιάδων ρουβλιών οι έμποροι, ξεκινάνε μέσα σε όμοια αμαξάκια, όμως... αλλά τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας. Βλέπεις να κάθεται στο αμαξάκι ένας νοικοκυρεμένος ανθρωπάκος, με γενειάδα, τυλιγμένος στο μπλε ή το μαύρο καφτάνι του, τον βλέπεις κι αμέσως σου ρίχνεται στο μάτι αν το αλογάκι είναι καλοθρεμμένο, αν ειν' ο ίδιος καλοθρεμμένος, αν τ' αμαξάκι είναι περιποιημένο, τέλος ο τρόπος που κάθεται ο ίδιος και βγάζεις το συμπέρασμα αμέσως αν ο μουζίκους αυτός κάνει τζίρο χιλιάδες ρούβλια ή εκατοντάδες. Έτσι ο κάθε έμπειρος άνθρωπος με την πρώτη ματιά που θα έριχνε στον Ποληκέη από κοντά, στα χέρια του, στο πρόσωπό του, στα γένια του, που δεν ήταν πολύ μεγάλα, στο ζουνάρι του, στο σανό που ήταν σκορπισμένος όπως-όπως μέσα στ' αμαξάκι, θα καταλάβαινε χωρίς πολύ κόπο, πως επρόκειτο για κάποιο φτωχό δουλοπάροικο κι όχι για εμπορευόμενο μουζίκο, ούτε για μεγαλέμπορα, ούτε για επίσημο υπάλληλο και που δεν είχε περιουσία όχι χιλιάδες, όχι εκατοντάδες μα ούτε δεκάδες ρούβλια.

Μα κείνος δε σκεφτόταν έτσι. Πλανιόταν και μάλιστα πλανιόταν πολύ ευχάριστα· θα έφερνε τρεις πεντακοσαριές ρουβλάκια στον κόρφο του. Κι άμα του κάπνιζε, μπορούσε να στρίψει τον Ταμπούρλο κατά τη μεριά της Οντέσας και να τραβήξει όπου θα ήθελε. Μα ποτές δε θα το έκανε αυτό, παρά θα έφερνε τα λεφτά ατόφια και θα τα παράδινε στην κυρά κι ύστερα θα είχε να λέει πως αυτά ήταν μικροπράγματα, μπρος στ' άλλα ποσά που θα του έχουν εμπιστευτεί να μεταφέρει.

Σαν κοντοζύγωσαν το καπηλειό, το Ταμπούρλο άρχισε να τραβάει τ' αριστερό γκέμι να κοντοστέκεται και να γυρίζει κατά εκεί, μα ο Ποληκέη, παρ' όλο που είχε λεφτά για διάφορες αγορές που του παράγγειλαν, τον φοβέρισε με το κνούτο και το προσπέρασε. Το ίδιο έκανε και στο δεύτερο καπηλειό, που βρισκόταν στο δρόμο τους και κατά το μεσημέρι σταμάτησε το αμαξάκι του, κατέβηκε, άνοιξε την αυλόπορτα του σπιτιού του έμπορα, που σ' αυτόν στάθμευαν οι άνθρωποι του αρχοντικού, πέρασε στη αυλή, ξέζεψε τ' άλογο, το έβαλε να τρώει, γευμάτισε με τους εργάτες του έμπορα, δεν παράλειψε να ιστορήσει τη σπουδαία δουλειά, που του ανάθεσε η κυρά, και τράβηξε να βρει τον περιβολάρη, με το γράμμα της κυρίας μέσα στο σκούφο του.

Ο περιβολάρης ήξερε τον Ποληκέη, για τούτο, σα διάβασε το γράμμα, με φανερή δυσπιστία τον ρώτησε και τον ξαναρώτησε, αν πραγματικά, πρόσταξε η κυρία να μετρήσει σ' αυτόν τα λεφτά. Ο Ποληκέη ήθελε να δείξει πως πειράχτηκε γι' αυτή τη δυσπιστία, μα δεν τα κατάφερε, παρά μονάχα χαμογέλασε μελαγχολικά. Ο περιβολάρης ξαναδιάβασε προσεχτικά το γράμμα και μέτρησε τα λεφτά. Ο Ποληκέη, αφού τα παράλαβε, τα έκρυψε στον κόρφο του και τράβηξε για το σπίτι του έμπορα, που είχε σταματήσει. Μήτε τα καπηλειά, μήτε τα ρακοπουλειά που τύχαιναν στο δρόμο του τον τράβηξαν. Αισθανόταν ένα ευχάριστο ερεθισμό σ' όλο του το είναι και μονάχα μπροστά στα εμπορικά με τα διάφορα δελεαστικά εμπορεύματα τους, (παπούτσια, ρούχα, σκούφους, τσίτια και τρόφιμα) στάθηκε πολλές φορές. Κι αφού τα καμάρωνε μια στιγμή, απομακρυνόταν με το ευχάριστο συναίσθημα πως: να, μαθές όλα μπορώ να τ' αγοράσω, όμως δεν το κάνω!

Τράβηξε στην αγορά, αγόρασε όλες τις παραγγελίες που του είχαν δώσει και παζάρεψε κάποια γούνα, που γι' αυτήν ο έμπορας ζητούσε είκοσι πέντε ρούβλια και του μίλαγε με κάποιο δισταγμό, γιατί κρίνοντας από το εξωτερικό του αγοραστή, είχε αμφιβολίες αν θα μπορούσε να την αγοράσει. Μα ο Ποληκέη, που ένιωσε το δισταχτικό του ύφος του έδειξε τον κόρφο του, λέγοντας του, πως με τα λεφτά που έκρυβε εκεί μέσα μπορούσε αν ήθελε, ολάκερο το μαγαζί του να τ' αγοράσει και απαίτησε να προβάρει τη γούνα. Σαν τη φόρεσε, την περιεργάστηκε απ' όλες τις μεριές, χάιδεψε το γουναρικό, το φύσησε, και στο τέλος, βγάζοντας την είπε μ' αναστεναγμό: «Τα λεφτά που ζητάς είναι πολλά. Αν μου την άφηνες το ελάχιστο για δεκαπέντε ρούβλια». Ο έμπορας με θυμό άδραξε τη γούνα και την πέταξε πέρα από την προθήκη, ενώ ο Ποληκέη, κατευχαριστημένος, τράβηξε για τα σπίτι.

Αφού δείπνησε πήγε και πότισε τον Ταμπούρλο, του έβαλε βρώμη να τρώει, κι ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιο, ανέβηκε στο πατάρι, έβγαλε το φάκελο με τα λεφτά, τον κοίταξε πολλές φορές ολούθε και στο τέλος παρακάλεσε το θυρωρό που ήξερε γράμματα να του διαβάσει τη διεύθυνση και τα λόγια που ήταν γραμμένα απ' έξω: «Εσώκλειστα χίλια εξακόσια δεκαεφτά ρούβλια σε χαρτονομίσματα». Ο φάκελος ήταν από απλό χαρτί κι οι σφραγίδες που τον στόλιζαν από κοκκινωπό βουλοκέρι με μια άγκυρα στο κέντρο. Πέντε ήταν όλες-όλες οι σφραγίδες: η μεσιανή πιο μεγάλη κι οι τέσσερεις στις γωνίες πιο μικρές. Κι ακόμα και στα πλάγια είχαν στάξει βουλοκέρι.

Ο Ποληκέη τα παρατήρησε προσεχτικά όλα τούτα κι έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά το επανόγραμμα και μάλιστα αλαφροχάιδεψε με τ' ακροδάχτυλά του τα διπλωμένα χαρτονομίσματα που οι άκρες τους ξεχώριζαν μέσα στο φάκελο. Δοκίμασε ένα είδος παιδιάστικης χαράς, νιώθοντας να κρατάει στα χέρια του τόσα λεφτά. Έχωσε το φάκελο στο σκίσιμο του σκούφου του, απίθωσε το σκούφο κάτω από το κεφάλι του και πλάγιασε. Μα και τη νύχτα ξύπνησε πολλές φορές και σιγοχάιδευε τον πολύτιμο φάκελο. Και κάθε φορά, βρίσκοντάς τον στη θέση του, δοκίμαζε το ευχάριστο συναίσθημα της διαπίστωσης, πως τάχα, να, αυτός, ο Ποληκέη, ο χιλιοπεριφρονημένος και χιλιοκατατρεγμένος, αυτός παράλαβε τούτα τα λεφτά, και θα τα παραδώσει εντάξει στην κυρία, τόσο εντάξει που ίσως-ίσως ούτε κι ο επιστάτης να μην το κατάφερνε.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

VII. Ο Ποληκούσκα VII. Polikuska VII. Polikuska VII. Polikuska

Την άλλη ημέρα πρωί-πρωί μπροστά στον εξώστη του υπηρετικού περίπτερου ήταν σταματημένο το αμαξάκι που μ' αυτό έβγαινε κι ο ίδιος ο επιστάτης, ζεμένο με το χοντροκόκαλο, σκουροκόκκινο άλογο, που δεν ξέρω για ποιο λόγο το έλεγαν «Ταμπούρλο». |||||||veranda||service|the service kiosk||stopped||little cart|||||||||foreman||||thick-boned|dark red|||||||||| The next morning, early in the day, in front of the service kiosk, the little carriage was stopped, with the overseer himself about to get out, tied to the thick-boned, dark red horse, which I don't know why they called 'Tamburlo.'

Η Ανιούτκα, η μεγαλύτερη κόρη του Ποληκέη παρ' όλη τη βροχή, το χιονόνερο και τον ψυχρό αέρα, στεκόταν ξυπόλυτη μπροστά στο κεφάλι του αλόγου, αρκετά μακριά και με φανερή τρομάρα. ||||||||||||snowmelt||||||barefoot||||||||||| Anioutka, the eldest daughter of Polikei, despite the rain, the sleet, and the chilly air, stood barefoot in front of the horse's head, quite far away and with visible fear. Κρατούσε με το ένα χέρι το χαλινάρι, ενώ με τ' άλλο πάσχιζε να συγκρατήσει πάνω στο κεφάλι της τον κιτρινοπράσινο σάκο, που μέσα στην οικογένεια εκτελούσε χρέη παπλώματος, γούνας, κεφαλόδεσμου, χαλιού, παλτού για τον Ποληκέη και πολλά άλλα ακόμη. ||||||reins|||||struggled||||||||yellow-green||||||||comforter||head wrap|rug|overcoat||||||| She was holding the reins with one hand while with the other she struggled to keep the yellow-green sack on her head, which within the family served the functions of a blanket, fur, headgear, rug, coat for Polikei, and many other things.

Στη γωνία μέσα, φασαρία μεγάλη γινόταν. In the corner inside, there was a lot of commotion. Ήταν ακόμη σκοτεινά. It was still dark. Το πρωινό φως της βροχερής ημέρα, μόλις-μόλις ξεχώριζε στο παράθυρο, που τα τζάμια του εδώ και εκεί ήτανε στολισμένα με χαρτιά που έφραζαν τα σπασίματα. ||||rainy||||was breaking through|||||windows||||||||||covered the breaks||cracks The morning light of the rainy day barely distinguished itself at the window, where the panes were adorned here and there with papers that covered the breaks. Η Ακουλίνα, αφήνοντας κατά μέρος τις καθημερινές ασχολίες της, το νοικοκυριό, το άναμμα του φούρνου και τα παιδιά, που τα πιο μικρά δεν είχαν ακόμα σηκωθεί και τρεμοχουχούλιζαν, γιατί τους είχαν πάρει το πάπλωμά τους και αντί μ' αυτό, τα είχαν σκεπάσει με το μαντίλι που έδενε το κεφάλι της η μάνα τους. ||||||||||household||lighting|||||||||||||||shivered and trembled||||||their blanket||||||||||||||||||| Akoulina, setting aside her daily chores, the household duties, the lighting of the oven, and the children, the youngest of whom had not yet gotten up and were snuggling because their blanket had been taken away and instead, they had been covered with the scarf their mother used to tie her head.

Η Ακουλίνα καταγινόταν αποκλειστικά στην προετοιμασία του άντρα της για το δρόμο. Akoulina was exclusively focused on preparing her husband for the road. Του έδωσε το καθαρό πουκάμισο. She gave him the clean shirt. Τα παπούτσια του τη σκότιζαν πολύ, γιατί ήταν πολύ φθαρμένα και έχασκαν σε πολλές μεριές. ||||made her stumble|||||||||| Her shoes bothered her a lot, because they were very worn and had tears in many places. Έβγαλε τα μοναδικά χοντρά τσουράπια από τα πόδια της και τα έδωσε του Ποληκέη, κι ύστερα από ένα κομμάτι τσόχα που στρώνουν κάτω από τη σέλα του αλόγου και που εκείνος της το είχε κουβαλήσει πριν δυο μέρες από το στάβλο, κατάφερε κι έφτιαξε ένα ζευγάρι πάτους για τα παπούτσια, έτσι που έκλεισε όλες τις τρύπες για να 'ναι τα πόδια προφυλαγμένα από τα νερά. ||||thick socks|||||||||||||||felt|||||||||||||||carried it|||||||||||pair of|insoles|||||||||||||||protected||| She took off the only thick socks from her feet and gave them to Polikei, and then from a piece of felt that they spread under the saddle of the horse and which he had brought to her two days ago from the stable, she managed to make a pair of insoles for the shoes, so that she covered all the holes to keep her feet protected from the water.

Ο Ποληκέη, καθισμένος στο κρεβάτι, καταγινόταν να φορέσει το ζουνάρι του κατά τέτοιον τρόπο, που να μην έχει την όψη βρόμικου σχοινιού. |Polikei||||was struggling|||||||||||||||dirty|rope Polikei, sitting on the bed, was trying to wear his strap in such a way that it did not look like a dirty rope. Και το ψευδό κοριτσάκι, έχοντας το κοντογούνι περασμένο πάνω από το κεφάλι, χωρίς να κατορθώσει μ' αυτό να το κάνει να μη σέρνεται χάμω, έτρεξε στου Νικήτα, να γυρέψει δανεικό το σκούφο του. |||||||||||||||||||||||||||||borrowed||| And the little girl, with her short fur wrapped around her head, unable to make it stay off the ground, ran to Nikitas to borrow his cap. Τη φασαρία την έκαναν πιότερη, οι διάφορες γυναίκες της αυλής που πηγαινοέρχονταν να παρακαλέσουν τον Ποληκέη άλλη να της φέρει βελόνες, άλλη τσαγάκι, άλλη λαδάκι, άλλος καπνό. ||||||||||||||||||||needles||||little oil|| The commotion was made louder by the various women of the courtyard who came and went to ask Polikei for other needles, some tea, some oil, and some tobacco.

Κι η μαραγκίνα για να τον καλοπιάσει και να της φέρει την παραγγελία της, άναψε γρήγορα-γρήγορα το σαμοβάρι και του έφερε ένα μεγάλο φλιτζάνι ζεστό ρόφημα που αυτή του έλεγε τσάι. And the carpenter's wife, to sweeten him up and get her order, quickly lit the samovar and brought him a large cup of hot drink that she called tea. Παρ' όλο που ο Νικήτα αρνήθηκε να δανείσει το σκούφο του κι αναγκάστηκαν να μπαλώσουν και να σουβλοράψουν τον κατακουρελιασμένο σκούφο του Ποληκέη, παρ' όλο που τα παπούτσια με τους πάτους που φιλοτέχνησε η Ακουλίνα δυσκολεύτηκε πολύ να τα περάσει στα πόδια του ο Ποληκέη, παρ' όλο που η Ανιούτκα ξεπάγιασε και παράτησε τον Ταμπούρλο κι η Μάσκα με το σερνόμενο κοντογούνι πήγε στη θέση της κι όταν η Μάσκα αναγκάστηκε να βγάλει το κοντογούνι, πήγε κι έπιασε το άλογο η ίδια η Ακουλίνα, παρ' όλα αυτά, το αποτέλεσμα, ήταν πως ο Ποληκέη, αφού φόρεσε σχεδόν όλα τα ρούχα της οικογένειας, αφήνοντας μοναχά τον κιτρινοπράσινο σάκο και τις παντούφλες και συγυρίστηκε, ανέβηκε στο αμαξάκι διπλοκουμπώθηκε, άνοιξε το σανό, διπλοκουμπώθηκε ξανά, πήρε τα γκέμια στα χέρια του, κάθισε όμορφα-όμορφα έτσι που κάνουν οι αξιόπρεποι νοικοκυραίοι και ξεκίνησε. ||||||||||||||patch up|||sew with a sk|||||||||||||||were crafted||||||||||||||||||||||||||||dragging|short coat|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||was fixed up||||double-buttoned|||||||||||||||||||decent|||

Τ' αγοράκι του ο Μίσκα που πετάχτηκε για μια στιγμή έξω, γύρεψε να τον πάει άτα, και το ψευδό κοριτσάκι παρακάλεσε και κείνο να το πάρει λίγο στο αμάξι ο μπαμπάς κι είπε πως δεν κρύωνε καθόλου που δε φορούσε τη γούνα. ||||Miska|||||||||||to the|||||||||||||||dad|||||||||||fur coat Misk's little boy who jumped out for a moment wanted to be taken by his father, and the little girl asked him to take her for a bit in the carriage and said that she wasn't cold at all since she wasn't wearing her fur. Ο Ποληκέη σταμάτησε για μια στιγμή τον Ταμπούρλο, χαμογέλασε με κείνο το αχνό χαμόγελο του, κι η Ακουλίνα του παράδωσε τα δυο παιδιά και με την ευκαιρία αυτή, έσκυψε και ψιθύρισε στ' αφτί του να μη βάλει στάλα στο στόμα του ώσπου να γυρίσει. ||||||||||that|||||||||||||||||||||||||||a drop|||||| Polikey stopped for a moment to Tamvourlo, smiled with that faint smile of his, and Akoulina handed him the two children and took the opportunity to lean down and whisper in his ear not to put a drop in his mouth until he returned. Ο Ποληκέη έκανε μια βόλτα τα παιδιά του ίσαμε το σιδηρουργείο, εκεί σταμάτησε, τα κατέβασε από το αμάξι, καλοκάθισε πάνω στο σανό, και με κανονικό βήμα ξεκίνησε από την αυλή. ||||||||||blacksmith shop||||||||sat down||||||||||| Polikey took his children for a walk to the blacksmith, there he stopped, got them out of the carriage, sat comfortably on the hay, and started walking from the yard. Η Μάσκα κι ο Μίσκα με τόση ορμή και τόσα ξεφωνητά ρίχτηκαν να γυρίσουν σπίτι τους τρέχοντας ξυπόλυτα πάνω στο γυαλιστερό κατήφορο που κάποιο σκυλί του χωριού που έκανε να χωθεί στην αυλή, τα κοίταξε και μονομιάς ζάρωσε την ουρά του και γαβγίζοντας, γύρισε πίσω στο χωριό, πράγμα, που έκανε τους διαδόχους του Ποληκέη, να δεκαπλασιάσουν τα ξεφωνητά τους. ||||||||||shouts|||||||||||slope||||||||||||||||tucked||tail||||||||||||successors of Polike||||||| The Mask and Miska, with such vigor and so many screams, rushed home running barefoot on the shiny slope, that a dog from the village, which had tried to sneak into the yard, looked at them and instantly tucked its tail in and, barking, turned back to the village, which made the successors of Polikei multiply their screams.

Ο καιρός ήταν απαίσιος. The weather was terrible. Ο δυνατός αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο του Ποληκέη, που το κατάβρεχαν πότε η βροχή, πότε το χιονόνερο, πότε το ψιλό χαλάζι που έπεφταν ορμητικά. |||whipped|||||||was drenching|||||||||small|||| The strong wind whipped Polikei's face, which was being soaked alternately by the rain, then by the melting snow, then by the fine hail that fell violently. Τα χέρια του ήταν μουσκεμένα και ξυλιασμένα και μάταια πάσχιζε να τα προφυλάξει μαζί με τα παγωμένα γκέμια μέσα στα μανίκια του σάκου του ή πάνω στο γέρικο κεφάλι του Ταμπούρλου, που ζάρωνε τ' αφτιά του και τα μάτια του. |||||||||||||||||reins|||||||||||||||wrinkled||||||| His hands were wet and numb, and he struggled in vain to protect them along with the frozen reins inside the sleeves of his bag or on the old head of Tamvourlou, who was wrinkling his ears and his eyes.

Ύστερα ολομεμιάς ξαστέρωσε για μια στιγμή. |all at once|||| Then, all of a sudden, it cleared up for a moment. Μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα γαλαζωπά σύννεφα που έφερναν το χιόνι κι ο ήλιος σάμπως ν' αρχινούσε να προβάλει, όμως δειλιασμένα και μελαγχολικά, όπως το χαμόγελο του Ποληκέη. |||||bluish|||||||||||||||timidly and melanch||||||| One could discern the bluish clouds bringing the snow, and the sun seemed to begin to emerge, though timidly and melancholically, like the smile of Polikei. Παρ' όλα τούτα όμως εκείνος ήταν βυθισμένος σ' ευχάριστες σκέψεις. Despite all this, he was immersed in pleasant thoughts. Αυτός, που παραλίγο να τον στείλουν εξορία στη Σιβηρία, που τον απειλούσαν όλη την ώρα πως θα τον έστελναν στο στρατό, που μονάχα οι τεμπέληδες δεν τον έβριζαν και δεν τον ξυλοκοπούσαν, που πάντα τον έχωναν στις χειρότερες αγγαρείες, αυτός, πήγαινε τώρα να εισπράξει χρηματικό ποσό και μεγάλο μάλιστα, κι η κυρία τον εμπιστεύτηκε και πρόσταξε να ζέψουν τον Ταμπούρλο (που πολλές φορές το ζεύαν και στο δικό της αμάξι) στο αμαξάκι του επιστάτη, και ξεκίνησε από τ' αρχοντικό μ' επισημότητα σάμπως να ήταν κανένας επίσημος υπάλληλος. ||||||||||||||||||||||||lazy people|||they cursed||||beaten|||||||||||||||||||||||||||||||||harness||||||||||||||mansion|||||||| He, who was almost sent into exile in Siberia, who was constantly threatened with being conscripted into the army, who was only not cursed and beaten by the lazy ones, who was always assigned the worst chores, he was now going to collect a considerable amount of money, and the lady trusted him and ordered that the Tambourine (which they often harnessed to her carriage) be hitched to the caretaker's cart, and he set off from the mansion with such formality as if he were some official employee. Και κορδωνόταν όσο μπορούσε πάνω στο κάθισμά του, έσιαζε ολοένα τα μπαμπάκια που ξεπετιόνταν από τα σκισίματα του σκούφου του και διπλωνόταν στο σάκο του. |he puffed up||||||||increasingly|||||||tears|||||||| And he tried to sit up as straight as he could on his seat, constantly adjusting the cotton that was sticking out of the tears in his cap and folding himself into his sack.

Ωστόσο, αν ο Ποληκέη φανταζόταν πως έμοιαζε με επίσημο κι αρχοντικό υπάλληλο, πλανιόταν οικτρά. |||||||||||||tragically mistaken However, if Polikees imagined he looked like an official and aristocratic employee, he was sadly mistaken. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και των δέκα χιλιάδων ρουβλιών οι έμποροι, ξεκινάνε μέσα σε όμοια αμαξάκια, όμως... αλλά τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας. ||||||||||||||||little carts||||||rabbit|||| The truth is that even among the ten thousand ruble merchants, they start out in similar little carriages, but... look at the eyes of the hare, and those of the owl. Βλέπεις να κάθεται στο αμαξάκι ένας νοικοκυρεμένος ανθρωπάκος, με γενειάδα, τυλιγμένος στο μπλε ή το μαύρο καφτάνι του, τον βλέπεις κι αμέσως σου ρίχνεται στο μάτι αν το αλογάκι είναι καλοθρεμμένο, αν ειν' ο ίδιος καλοθρεμμένος, αν τ' αμαξάκι είναι περιποιημένο, τέλος ο τρόπος που κάθεται ο ίδιος και βγάζεις το συμπέρασμα αμέσως αν ο μουζίκους αυτός κάνει τζίρο χιλιάδες ρούβλια ή εκατοντάδες. |||||||little man|||||||||||||||||||||||well-fed|||||||||||||||||||||conclusion||||peasant|||turnover|||| You see a tidy little man sitting in the carriage, with a beard, wrapped in his blue or black caftan; you look at him, and immediately it catches your eye whether the little horse is well-fed, whether he himself is well-fed, whether the carriage is well-kept, and finally, the way he sits lets you draw the conclusion right away whether this muzhik is turning over thousands of rubles or hundreds. Έτσι ο κάθε έμπειρος άνθρωπος με την πρώτη ματιά που θα έριχνε στον Ποληκέη από κοντά, στα χέρια του, στο πρόσωπό του, στα γένια του, που δεν ήταν πολύ μεγάλα, στο ζουνάρι του, στο σανό που ήταν σκορπισμένος όπως-όπως μέσα στ' αμαξάκι, θα καταλάβαινε χωρίς πολύ κόπο, πως επρόκειτο για κάποιο φτωχό δουλοπάροικο κι όχι για εμπορευόμενο μουζίκο, ούτε για μεγαλέμπορα, ούτε για επίσημο υπάλληλο και που δεν είχε περιουσία όχι χιλιάδες, όχι εκατοντάδες μα ούτε δεκάδες ρούβλια. |||||||||||||Polikei||||||||||||||||||sash||||||scattered|||||cart|||||||||||serf|||||peasant|||big merchant|nor||||||||||||hundreds of|||| Thus, any experienced person at the first glance thrown at Polikei up close, at his hands, at his face, at his beard, which was not very large, at his sash, at the hay that was strewn about haphazardly inside the cart, would understand without much effort that he was a poor serf and not a trading peasant, nor a big merchant, nor an official employee and that he did not have wealth, not thousands, not hundreds, nor even dozens of rubles.

Μα κείνος δε σκεφτόταν έτσι. But he did not think that way. Πλανιόταν και μάλιστα πλανιόταν πολύ ευχάριστα· θα έφερνε τρεις πεντακοσαριές ρουβλάκια στον κόρφο του. |||he wandered||||||five hundred rubles|||| He was dreaming and indeed he was dreaming very pleasantly; he would bring three five-hundred ruble notes to his bosom. Κι άμα του κάπνιζε, μπορούσε να στρίψει τον Ταμπούρλο κατά τη μεριά της Οντέσας και να τραβήξει όπου θα ήθελε. |||||||||||||Odessa|||||| And if he felt like it, he could steer the Tambourlo towards Odessa and go wherever he wanted. Μα ποτές δε θα το έκανε αυτό, παρά θα έφερνε τα λεφτά ατόφια και θα τα παράδινε στην κυρά κι ύστερα θα είχε να λέει πως αυτά ήταν μικροπράγματα, μπρος στ' άλλα ποσά που θα του έχουν εμπιστευτεί να μεταφέρει. ||||||||||||in full|||||||||||||||||||||||||||transfer But he would never do that, instead he would bring the money intact and hand it over to the lady, and then he would have something to say about how these were trivial amounts compared to the other sums he had been entrusted to transport.

Σαν κοντοζύγωσαν το καπηλειό, το Ταμπούρλο άρχισε να τραβάει τ' αριστερό γκέμι να κοντοστέκεται και να γυρίζει κατά εκεί, μα ο Ποληκέη, παρ' όλο που είχε λεφτά για διάφορες αγορές που του παράγγειλαν, τον φοβέρισε με το κνούτο και το προσπέρασε. |||tavern||||||||gimpy||hesitates|||||||||||||||||||they ordered||||||||overtook him As they approached the tavern, the Tambourlo began to pull the left gimbal to slow down and turn that way, but Polikey, although he had money for various purchases that had been ordered, threatened him with the whip and drove past. Το ίδιο έκανε και στο δεύτερο καπηλειό, που βρισκόταν στο δρόμο τους και κατά το μεσημέρι σταμάτησε το αμαξάκι του, κατέβηκε, άνοιξε την αυλόπορτα του σπιτιού του έμπορα, που σ' αυτόν στάθμευαν οι άνθρωποι του αρχοντικού, πέρασε στη αυλή, ξέζεψε τ' άλογο, το έβαλε να τρώει, γευμάτισε με τους εργάτες του έμπορα, δεν παράλειψε να ιστορήσει τη σπουδαία δουλειά, που του ανάθεσε η κυρά, και τράβηξε να βρει τον περιβολάρη, με το γράμμα της κυρίας μέσα στο σκούφο του. |||||||||||||||||||||||yard gate||||||||parked||||||||unharnessed|||||||had lunch|||||||did not fail||||||||assigned to him||||||||||||||||| He did the same at the second tavern, which was on their way, and at noon he stopped his cart, got down, opened the gate of the merchant's house, where the people of the manor parked, went into the yard, unharnessed the horse, put it to eat, dined with the merchant's workers, did not fail to recount the important work that the lady entrusted to him, and set off to find the gardener, with the lady's letter inside his cap.

Ο περιβολάρης ήξερε τον Ποληκέη, για τούτο, σα διάβασε το γράμμα, με φανερή δυσπιστία τον ρώτησε και τον ξαναρώτησε, αν πραγματικά, πρόσταξε η κυρία να μετρήσει σ' αυτόν τα λεφτά. |||||||||||||distrust|||||||||||||||| The gardener knew Polikey, therefore, as he read the letter, with obvious disbelief he asked him and asked him again if the lady really ordered him to count the money for him. Ο Ποληκέη ήθελε να δείξει πως πειράχτηκε γι' αυτή τη δυσπιστία, μα δεν τα κατάφερε, παρά μονάχα χαμογέλασε μελαγχολικά. ||||||was affected||||||||||||melancholically Polikey wanted to show that he was bothered by this disbelief, but he didn't succeed; he only managed to smile melancholically. Ο περιβολάρης ξαναδιάβασε προσεχτικά το γράμμα και μέτρησε τα λεφτά. ||re-read||||||| The gardener read the letter carefully again and counted the money. Ο Ποληκέη, αφού τα παράλαβε, τα έκρυψε στον κόρφο του και τράβηξε για το σπίτι του έμπορα, που είχε σταματήσει. ||||received them||||||||||||||| Polikei, after taking it, hid it in his bosom and headed for the merchant's house, which he had stopped at. Μήτε τα καπηλειά, μήτε τα ρακοπουλειά που τύχαιναν στο δρόμο του τον τράβηξαν. ||taverns|||raki houses||||||| Neither the taverns nor the liquor shops that he came across on his way attracted him. Αισθανόταν ένα ευχάριστο ερεθισμό σ' όλο του το είναι και μονάχα μπροστά στα εμπορικά με τα διάφορα δελεαστικά εμπορεύματα τους, (παπούτσια, ρούχα, σκούφους, τσίτια και τρόφιμα) στάθηκε πολλές φορές. |||||||||||||commercial establishments|||||goods|||||toys||||| He felt a pleasant irritation throughout his being and only stopped in front of the shops with their various tempting goods (shoes, clothes, hats, sweets, and food) many times. Κι αφού τα καμάρωνε μια στιγμή, απομακρυνόταν με το ευχάριστο συναίσθημα πως: να, μαθές όλα μπορώ να τ' αγοράσω, όμως δεν το κάνω! |||he admired||||||||||||||||||| And after admiring them for a moment, he moved away with the pleasant feeling that: look, maybe I can buy them all, but I won't!

Τράβηξε στην αγορά, αγόρασε όλες τις παραγγελίες που του είχαν δώσει και παζάρεψε κάποια γούνα, που γι' αυτήν ο έμπορας ζητούσε είκοσι πέντε ρούβλια και του μίλαγε με κάποιο δισταγμό, γιατί κρίνοντας από το εξωτερικό του αγοραστή, είχε αμφιβολίες αν θα μπορούσε να την αγοράσει. ||||||||||||bargained for|||||||||||||||||||||||||||||||| He went to the market, bought all the orders he had been given, and haggled over a fur coat, for which the merchant was asking twenty-five rubles and spoke to him hesitantly, because judging from the buyer's appearance, he had doubts about whether he could afford it. Μα ο Ποληκέη, που ένιωσε το δισταχτικό του ύφος του έδειξε τον κόρφο του, λέγοντας του, πως με τα λεφτά που έκρυβε εκεί μέσα μπορούσε αν ήθελε, ολάκερο το μαγαζί του να τ' αγοράσει και απαίτησε να προβάρει τη γούνα. ||||||hesitant|||||||||||||||||||||||||||||||try on|| But Polikei, who felt his hesitant demeanor, showed him his bosom, telling him that with the money he was hiding in there, he could, if he wanted, buy the entire shop and demanded to try on the fur. Σαν τη φόρεσε, την περιεργάστηκε απ' όλες τις μεριές, χάιδεψε το γουναρικό, το φύσησε, και στο τέλος, βγάζοντας την είπε μ' αναστεναγμό: «Τα λεφτά που ζητάς είναι πολλά. |||||||||||fur||blew on it||||||||||||you ask|| As he wore it, he examined it from all angles, caressed the fur, blew on it, and in the end, taking it off, he sighed and said: 'The money you ask for is too much. Αν μου την άφηνες το ελάχιστο για δεκαπέντε ρούβλια». |||leave||||| If you could leave it for a mere fifteen rubles.' Ο έμπορας με θυμό άδραξε τη γούνα και την πέταξε πέρα από την προθήκη, ενώ ο Ποληκέη, κατευχαριστημένος, τράβηξε για τα σπίτι. The merchant angrily grabbed the fur and threw it over the showcase, while Polikéi, delighted, headed home.

Αφού δείπνησε πήγε και πότισε τον Ταμπούρλο, του έβαλε βρώμη να τρώει, κι ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιο, ανέβηκε στο πατάρι, έβγαλε το φάκελο με τα λεφτά, τον κοίταξε πολλές φορές ολούθε και στο τέλος παρακάλεσε το θυρωρό που ήξερε γράμματα να του διαβάσει τη διεύθυνση και τα λόγια που ήταν γραμμένα απ' έξω: «Εσώκλειστα χίλια εξακόσια δεκαεφτά ρούβλια σε χαρτονομίσματα». |had dinner|went|||||||oats|||||||||||||||||||||all around|||||||||||||||||||||||Inclosed||six hundred|||| After having dinner, he went and watered the Tambourlo, gave it some oats to eat, and then retired to his room, climbed to the loft, took out the envelope with the money, looked at it many times from all sides, and finally asked the doorman, who knew how to read, to read him the address and the words that were written on the outside: 'Enclosed one thousand six hundred seventeen rubles in banknotes.' Ο φάκελος ήταν από απλό χαρτί κι οι σφραγίδες που τον στόλιζαν από κοκκινωπό βουλοκέρι με μια άγκυρα στο κέντρο. ||||||||||||||wax||||| The envelope was made of plain paper, and the seals that adorned it were made of reddish wax with an anchor in the center. Πέντε ήταν όλες-όλες οι σφραγίδες: η μεσιανή πιο μεγάλη κι οι τέσσερεις στις γωνίες πιο μικρές. |||||stamps||middle||||||||| There were five seals in total: the middle one was bigger and the four in the corners were smaller. Κι ακόμα και στα πλάγια είχαν στάξει βουλοκέρι. |||||||wax And even on the sides, they had dripped wax.

Ο Ποληκέη τα παρατήρησε προσεχτικά όλα τούτα κι έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά το επανόγραμμα και μάλιστα αλαφροχάιδεψε με τ' ακροδάχτυλά του τα διπλωμένα χαρτονομίσματα που οι άκρες τους ξεχώριζαν μέσα στο φάκελο. ||||||||||||||revenue stamp|||lightly caressed||||||||||||||| Polikee carefully noticed all of this and learned the paperwork by heart, even gently caressing with his fingertips the folded banknotes whose edges stood out inside the envelope. Δοκίμασε ένα είδος παιδιάστικης χαράς, νιώθοντας να κρατάει στα χέρια του τόσα λεφτά. |||childish||||||||| He tried a kind of childish joy, feeling that he was holding so much money in his hands. Έχωσε το φάκελο στο σκίσιμο του σκούφου του, απίθωσε το σκούφο κάτω από το κεφάλι του και πλάγιασε. He shoved the envelope into the tear of his hat, placed the hat under his head, and lay down. Μα και τη νύχτα ξύπνησε πολλές φορές και σιγοχάιδευε τον πολύτιμο φάκελο. ||||||||gently caressed||| But even at night he woke up many times and gently caressed the precious envelope. Και κάθε φορά, βρίσκοντάς τον στη θέση του, δοκίμαζε το ευχάριστο συναίσθημα της διαπίστωσης, πως τάχα, να, αυτός, ο Ποληκέη, ο χιλιοπεριφρονημένος και χιλιοκατατρεγμένος, αυτός παράλαβε τούτα τα λεφτά, και θα τα παραδώσει εντάξει στην κυρία, τόσο εντάξει που ίσως-ίσως ούτε κι ο επιστάτης να μην το κατάφερνε. |||||||||||||realization||||||||thoroughly despised||thousand times persecuted||received|||||||deliver||to the|madam|||||||||foreman||||succeed And every time, finding him in his place, he experienced the pleasant feeling of realizing that, lo and behold, this was Polikei, the much despised and much persecuted, he received this money, and he will deliver it properly to the lady, so properly that perhaps even the overseer wouldn't manage it.