VIII. Ο Ποληκούσκα
VIII. Polikuska
VIII. Polikuska
Κοντά τα μεσάνυχτα δυνατοί χτύποι στην αυλόπορτα και φωνές μουζίκων, ξύπνησαν και τους εργάτες του έμπορα και τον Ποληκέη.
Around midnight, loud knocks at the gate and voices of peasant men woke up the merchant's workers and Polikay.
Ήταν οι κληρωτοί από το Πακρόβσκογιε.
They were the conscripts from Pakrovskoje.
Όλοι-όλοι κάπου δέκα νομάτοι: ο Χοριούσκιν, ο Μιτιούσκιν, κι ο Ηλία (ο ανιψιός του Ντουτλόβ), δύο αντικαταστατικοί, ο πρόεδρος του χωριού, ο γερο-Ντουτλόβ κι οι αγωγιάτες.
||||||Khoryuskin||Mityuskin|||||||||||||||||||carriers
All together about ten people: Khoryuskyn, Mityuskin, and Ilya (Dutlov's nephew), two replacements, the village president, old Dutlov, and the transporters.
Το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από το καντηλάκι.
||||||little lamp
The room was illuminated only by the small candle.
Η μαγείρισσα κοιμόταν στον καναπέ, κάτω από τα εικονίσματα.
The cook was sleeping on the sofa, under the icons.
Τινάχτηκε επάνω και πήρε ν' ανάψει ένα σπαρματσέτο.
She sprang up and began to light a match.
Ο Ποληκέη, καθώς ξύπνησε, έγειρε από το πατάρι που ήταν ξαπλωμένος και κοίταζε τους νιόφερτους.
||||||||||||||newcomers
Polikei, as he woke up, leaned from the loft where he was lying down and looked at the newcomers.
Οι μουζίκοι έμπαιναν και κάθιζαν στους ξύλινους καναπέδες.
The muzhiks were entering and sitting on the wooden sofas.
Όλοι τους ήταν απόλυτα ήρεμοι, έτσι που κανείς δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιοι, ποιους ήρθαν να ξεπροβοδίσουν, χαιρετούσαν, χωράτευαν, κουβέντιαζαν, γύρευαν φαγητό.
|||||||||||||||||see off|||||
They were all completely calm, so that no one could distinguish who had come to see off whom; they were greeting, joking, chatting, and looking for food.
Είναι αλήθεια πως μερικοί ήταν σιωπηλοί και μελαγχολικοί, όμως οι άλλοι αντίθετα φαίνονταν πολύ κεφάτοι, προφανώς θα τα είχαν κοπανήσει.
|||||||melancholy||||||||||||
It is true that some were silent and melancholic, but the others, on the contrary, seemed very cheerful; they had obviously been partying.
Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Ηλία, που ίσαμε τότες ποτές του δεν είχε βάλει βότκα στο στόμα.
One of them was Ilia, who until then had never put vodka in his mouth.
- Ε, παιδιά τι λέτε, να δειπνήσουμε ή να πλαγιάσουμε καλύτερα; - είπε ο πρόεδρος.
|||||dine|||||||
- Well, kids, what do you say, should we have dinner or would it be better to lie down? - said the president.
- Να φάμε πρώτα, αποκρίθηκε ο Ηλία ξεκουμπώνοντας τη γούνα του, και πρόσθεσε, καθώς καθόταν στον καναπέ.
||||||unbuttoning|||||||||
- Let's eat first, replied Ilia unbuttoning his fur coat, and added as he sat on the couch.
Στείλε για βότκα.
Send for vodka.
- Σου φτάνει πια η βότκα, του πέταξε κοφτά ο πρόεδρος και στράφηκε στους άλλους.
- You've had enough vodka, the president snapped back at him and turned to the others.
Δειπνήστε το λοιπόν με το ψωμάκι που έχετε ο καθένας, παιδιά.
dine||||||||||
So dine then with the little bread you each have, kids.
Τι να ξεσηκώνουμε τον κόσμο τέτοια ώρα.
||we wake up||||
What are we stirring up the world at this hour for?
- Θέλω βότκα, ξανάπε ο Ηλία δίχως να κοιτάζει και με έναν τέτοιο τόνο, που ήταν φανερό, πως δε θα υποχωρούσε εύκολα.
- I want vodka, Ilia said again without looking and with such a tone that it was clear he would not give in easily.
Οι μουζίκοι υπάκουσαν στη συμβουλή του πρόεδρου, έβγαλαν το ψωμάκι τους από τα δισάκια που είχαν στ' αμάξι του ο καθένας, έψαλαν ζήτησαν από τη μαγείρισσα από ένα ποτήρι κβας (Ζυθοειδές ποτό ρώσικης προέλευσης) και πλάγιασαν, άλλοι στο πατάρι κι άλλοι στο πάτωμα.
||||||president|||||||sacks||||||||sang||||||||||||of origin|||||||||
The peasants obeyed the president's advice, took out their bread from the sacks they had in the car, sang, asked the cook for a glass of kvass (a beer-like drink of Russian origin), and lay down, some in the loft and others on the floor.
Ο Ηλία επαναλάμβανε κάπου-κάπου «Δώστε μου βότκα σας λέω, δώστε μου βότκα».
Hlias kept repeating now and then, 'Give me vodka, I tell you, give me vodka.'
Και ξαφνικά είδε τον Ποληκέη.
And suddenly he saw Polikei.
- Ηλίτς, ε Ηλίτς!
Συ εδώ, φιλαράκο; Εγώ που λες, πάω στο στρατό.
Are you here, buddy? As for me, I'm going to the army.
Τους αποχαιρέτισα ολουνούς.
I said goodbye to everyone.
Τη μάνα μου, τη νοικοκυρά μου... Πώς έκλαιγε η άμοιρη!
My mother, my housewife... How she cried, the poor thing!
Είχανε δεν είχανε με στριμώξανε στο στρατό.
Whether they had or didn't have, they cornered me in the army.
Βάλε βότκα να πιούμε!
Pour vodka so we can drink!
- Δεν έχω λεφτά αποκρίθηκε ο Ποληκέη.
- I don't have any money, replied Polikey.
Μη χολοσκάς από τώρα.
Don't worry about it now.
Μπορεί οι γιατροί να σε βγάλουν βοηθητικό, πρόσθεσε παρηγορώντας τον.
||||||||comforting|
Maybe the doctors will declare you fit for duty, he added comforting him.
-Τι λες, αδερφέ.
- What do you say, brother.
Εγώ σαν την καθάρια τη σημύδα, δεν έχω δε καμιά αρρώστια ποτές μου.
|||||birch|||||||
I, like the pure birch, have never had any illness.
Και συ μου λες βοηθητικός!
||||helpful
And you call me supportive!
Ο Ποληκέη άρχισε να του διηγιέται κάποια ιστορία πως κάποιος μουζίκους σοφίστηκε και πάσαρε με τρόπο του γιατρού λεφτά και κείνος τον έβγαλε σκάρτο και γλίτωσε το στρατιωτικό.
|||||||||||||passed||||||||||crooked||||
Polikey began to tell him a story about how some peasant thought of a way to bribe the doctor with money, and he ended up getting off free and avoided the military service.
Ο Ηλία κοντοζύγωσε στο πατάρι και μίλησε εξ' απ' τα δόντια.
Ilia approached the loft and spoke through gritted teeth.
- Όχι, Ηλίτς, τώρα όλα τέλειωσαν και μηδέ εγώ ο ίδιος θέλω τώρα πια να μείνω.
- No, Ilits, now everything is over and I myself no longer want to stay.
Ο μπάρμπας μου μ' έκαψε.
My uncle burned me.
Τάχατες δεν άξιζα για να μ' εξαγοράσει; Μα όχι!
Wasn't I worth being bought off? But no!
Και το γιο του τον πονάει και τα λεφτά τα πονάει.
And his son hurts, and he hurts for the money.
Και στέλνει μένα στο στρατό... Και τώρα ούτε πια που το θέλω και μόνος μου να μείνω.
And he sends me to the army... And now I don't even want to stay alone.
(Μιλούσε σιγανά, ήσυχα, εμπιστευτικά, κάτω από την επίδραση κάποιας ανάλαφρης πίκρας).
|||||||||light|
(He/She spoke softly, quietly, confidentially, under the influence of some light bitterness).
Μονάχα τη μάνα μου λυπάμαι, τη δόλια.
I only feel sorry for my mother, the poor thing.
Αν την έβλεπες πώς δερνόταν η καψερή!
||||||unlucky
If you saw how the wretched one was being beaten!
Μα και τη νοικοκυρά μου τη λυπάμαι.
But I also feel sorry for my housewife.
Έτσι δα, για το τίποτα, πάει χαμένη.
Just like that, for nothing, she is wasted.
Γυναίκα στρατιώτη, σου λέει ο άλλος και, ξέρουμε δα τ' αποτελέσματα.
A soldier woman, the other says, and we already know the results.
Κάλλιο να μη με πάντρευαν.
||||married
It would be better if they didn't marry me.
Γιατί να με παντρέψουν; Αύριο θα έρθουν οι γυναίκες.
Why should they marry me? Tomorrow the women will come.
- Όμως γιατί σας φέρανε νωρίς; ρώτησε ο Ποληκέη.
- But why did they bring you early? asked Polikee.
Δίχως ν' ακουστεί, τίποτα έτσι δα, ξαφνικά.
Without being heard, nothing like that, suddenly.
- Σκιάζονται, βλέπεις για μένα, μην κάνω καμιά παλαβομάρα, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Ηλία.
- They worry, you see for me, that I might do something crazy, replied Ilia with a smile.
Μα ας μη σκιάζονται.
But let them not worry.
Δεν το έχω στο νου μου, κάτι τέτοιο.
I don't have anything like that in mind.
Και ούτε που θα χαθώ στο στρατό.
And I won't get lost in the army either.
Μονάχα τη μάνα μου πονάω.
I only hurt for my mother.
Αχ, γιατί να με παντρέψουν; -έλεγε σιγανά και λυπημένα.
Η πόρτα άνοιξε με κρότο και μπήκε ο γερό Ντουτλόβ, τινάζοντας το βρεμένο σκούφο του και σέρνοντας τα πόδια του μέσα στα τεράστια από δεντρόφλουδα παπούτσια, που πάντα τα έπαιρνε τόσο μεγάλα, λες κι ήταν από ξένα πόδια, κι έμοιαζαν σαν βαρκάκια.
||||||||||||||||||||||||wooden clogs|||||||||||||||||
- Αφανάση, είπε, κάνοντας το σταυρό του προς τα εικονίσματα και μιλώντας στο θυρωρό, μπας κι έχεις ένα φαναράκι να μου δώσεις, για να βάλω βρόμη στ' άλογα;
Afanasios||||||||||||||||||||||||oats||
Καθώς μιλούσε δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Ηλία, παρά έκανε πως προσπαθούσε ν' ανάψει το αποτσίγαρο του.
||||||||||||||||cigarette butt|
As he spoke, he didn’t cast a single glance at Ilia, but pretended to try to light his cigarette.
Είχε τα γάντια του και το κνούτο χωμένα στο ζουνάρι του και το χοντρό πανωφόρι του διπλωμένο και ζωσμένο σφιχτά.
||||||||||||||||||girted|
He had his gloves and whip stuffed into his belt, and his thick overcoat folded and tightly strapped.
Λες κι είχε έρθει για ειρηνική δουλειά στην πολιτεία, τόσο το δραστήριο πρόσωπό του ήταν ήρεμο κι απασχολημένο με τις συνηθισμένες, τις απλές δουλειές του νοικοκυριού.
|||||peaceful||||||||||||||||||||
It was as if he had come for peaceful work in the city, so calm and busy was his active face with the usual, simple household chores.
Ο Ηλία σαν είδε το θείο του σώπασε, στύλωσε πάλι τα μάτια του ζοφερά σ' ένα αόριστο σημείο κι ύστερα στράφηκε στον πρόεδρο.
When Ilias saw his uncle, he fell silent, fixed his gloomy eyes again on an indefinite point, and then turned to the president.
- Δώσε μου βότκα, Γιερμίλα, θέλω να πιω.
- Give me vodka, Yermila, I want to drink.
Η φωνή του ήταν άγρια και γεμάτη θυμό.
His voice was harsh and full of anger.
- Δεν έχει βότκα τέτοια ώρα, αποκρίθηκε ο πρόεδρος, ρουφώντας το κβας του.
- There's no vodka at this hour, the president replied, sipping his kvass.
Κοίτα, όλοι οι άνθρωποι έφαγαν το ψωμάκι τους και πλάγιασαν.
Look, everyone has had their little bread and has gone to bed.
Συ γιατί κάνεις φασαρία;
Why are you making a fuss?
Η λέξη «φασαρία» ήταν σαν να τον ηλέκτρισε.
|||||||electrified
The word 'noise' was as if it electrified him.
- Πρόεδρε, θάλασσα θα τα κάνω όλα, σα δε μου δώσεις βότκα.
- President, I'll make a mess of everything if you don't give me vodka.
- Δεν μπορείς, μακάρι συ, να του βάλεις μυαλό; - στράφηκε ο πρόεδρος στου Ντουτλόβ, που είχε ανάψει το φανάρι, μα κοντοστεκόταν, για ν' ακούσει τι θα γινόταν παραπέρα και λοξοκοίταζε τον ανιψιό του με κάποια συμπόνια, σάμπως ν' απορούσε γι' αυτά του τα καμώματα.
- Can you, for goodness' sake, make him see sense? - The president turned to Dutilov, who had lit the lantern but was pausing, wanting to hear what would happen next, and was looking at his nephew with some sympathy, as if he were wondering about these antics of his.
Ο Ηλία με το βλέμμα χαμηλωμένο, ξανάπε.
Ilias, with his gaze lowered, said again.
- Δώσε μου να πιω, ειδεμή και εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω.
- Give me something to drink, otherwise I don't know what I will do.
- Πάψε, Ηλία, είπε καλοσυνάτα ο πρόεδρος.
- Stop it, Ilias, the president said kindly.
Αλήθεια σου λέω, πάψε.
Θα 'ναι το καλύτερο...
Μα προτού προφτάσει ν' αποτελειώσει τη φράση του ο Γιερμίλα, ο Ηλία τινάχτηκε πάνω, έδωσε μια γροθιά στο τζάμι και ξεφώνισε μ' όλη του τη δύναμη:
But before Yermila could finish his sentence, Elias jumped up, punched the glass, and shouted with all his strength:
- Δεν θέλετε να μ' ακούσετε, να σας λοιπόν και εγώ! Κι όρμησε στο άλλο παράθυρο για να το σπάσει και κείνο.
- You don’t want to listen to me, well here I am! And he rushed to the other window to break that one too.
Ο Ποληκέη χωρίς να χάσει καιρό, με δυο κουτρουβάλες βρέθηκε στην άλλη γωνιά του παταριού, τόσο ορμητικά, που κατατρόμαξε όλες τις κατσαρίδες.
||||||||boulders|||||||||||||
Polikey quickly, without wasting time, with two tumbles found himself in the other corner of the attic, so energetically that he scared all the cockroaches.
Ο πρόεδρος παράτησε το κβας του κι έτρεξε προς τον Ηλία.
The president left his cube and ran towards Ilias.
Ο Ντουτλόβ με αργές κινήσεις παράτησε το φανάρι, έβγαλε το ζουνάρι του, κινώντας επιτιμητικά το κεφάλι και κοντοζύγωσε και κείνος τον Ηλία που πάλευε με τον πρόεδρο και το θυρωρό, γιατί αυτοί τον εμπόδιζαν να πλησιάσει το παράθυρο.
Dutlov, with slow movements, dropped the lantern, took off his belt, shaking his head reproachfully, and approached Ilias, who was struggling with the president and the doorman, as they were preventing him from getting closer to the window.
Τον είχαν πιάσει από τα χέρια και, φαινόταν να τον κρατούσαν γερά.
They had caught him by the arms and seemed to be holding him tightly.
Όμως, μόλις ο Ηλία αντίκρισε το θείο του με το ζουνάρι στα χέρια, έβαλε όλα του τα δυνατά λευτερώθηκε και με τα μάτια γουρλωμένα και τις γροθιές σφιγμένες κατά το Ντουτλόβ.
However, as soon as Elia saw his uncle with the belt in his hands, he exerted all his strength to break free and with his eyes wide open and fists clenched towards Dutilov.
- Σε σκότωσα, μη κοντοζυγώσεις, βάρβαρε!
||||barbarian
- I killed you, don't get close, barbarian!
Συ με κατάστρεψες, μ' έκαψες συ, με τους γιους σου τους κλεφταράδες, εσείς όλοι με κάψατε!
||||burned|||||||||||
You destroyed me, you burned me, you and your sons the thieves, you all burned me!
Γιατί να με παντρέψεις; Μην κοντοζυγώσεις σ' έφαγα.
|||marry||||
Why would you marry me? Don't get too close, I will eat you.
Ο Ηλία ήταν τρομερός.
Hlias was terrible.
Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο, τα μάτια του πεταμένα έξω από τις κόγχες κι ολόκληρο το γερό νεανικό κορμί του αναταραζόταν σαν από δυνατό πυρετό.
His face was bruised, his eyes bulging out of their sockets, and his whole strong youthful body was shaking as if from a high fever.
Λες και ήθελε και μπορούσε να σκοτώσει και τους τρεις άντρες που τον τριγύριζαν.
||||he could|||||||||
As if he wanted and could kill all three men surrounding him.
- Αίμα αδελφικό πίνεις, αιμοβόρε.
|brotherly||
- You drink your brother's blood, bloodthirsty one.
Κάποια αστραπή πέρασε πάνω στο αιώνια ήρεμο πρόσωπο του Ντουτλόβ.
A flash of lightning passed over the eternally calm face of Dutlov.
Προχώρησε ένα βήμα.
Take a step forward.
- Δεν ήθελες με το καλό, είπε, και ξαφνικά (πού βρέθηκε όλη κείνη η γρηγοράδα, η δύναμη;) άδραξε με μια ορμητική κίνηση τον ανιψιό του, κυλίστηκε μαζί στο πάτωμα και, βοηθούμενος από τον πρόεδρο, άρχισε να του στρίβει τα χέρια.
- You didn’t want it the nice way, he said, and suddenly (where did all that swiftness, that strength come from?) he seized his nephew with a sudden movement, rolled together on the floor, and, helped by the president, began to twist his arms.
Πάλεψαν έτσι κάπου πέντε λεπτά.
they fought||||
They struggled like this for about five minutes.
Τέλος, ο Ντουτλόβ σηκώθηκε κάποια στιγμή, με τη βοήθεια των άλλων μουζίκων, ξεκόλλησε πάνωθέ του τα χέρια του Ηλία, που ήταν γαντζωμένα πάνω στη γούνα του, ορθώθηκε, ύστερα ανασήκωσε και τον Ηλία, με τα χέρια πισθάγκωνα δεμένα, και τον έβαλε να καθίσει στη γωνιά του καναπέ.
|||||||||||||||||||||hooked||||||||||||||||||||||||
Ο Ηλία με τα μαλλιά του αναστατωμένα, με το πρόσωπο κατάχλομο και του πουκάμισο στραπατσαρισμένο, περιέφερε τα μάτια του γύρω στο δωμάτιο, σάμπως να ήθελε να αναθυμηθεί πού βρισκόταν.
||||||||||||||||||||||||||remember||
Hlias, with his disheveled hair, pale face, and wrinkled shirt, scanned the room with his eyes as if he wanted to remember where he was.
Ο θυρωρός μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά και μ' ένα κοντογούνι έφραξε το σπασμένο παράθυρο για να μη μπαίνει το κρύο.
||||||||||blocked|||||||||
The doorman gathered the broken glass and with a short coat blocked the broken window to keep out the cold.
Ο πρόεδρος ξανακάθισε ν' αποτελειώσει το κβας του.
The president sat down again to finish his kvass.
- Αχ, Ηλία, Ηλία, μουρμούρισε.
Σε λυπάμαι, μα την αλήθεια!
Μα τι να γίνει!
Να κι ο Χαριούσκιν, κι αυτός νιόπαντρος είναι.
||||||newlywed|
Here is Khariouskin, he is newlywed too.
Έτσι ήταν το γραφτό σας, φαίνεται...
That's how it was meant to be for you, it seems...
- Από τον κακούργο το θείο μου, χάνομαι, είπε ο Ηλία με πίκρα και θυμό.
- I am being ruined by my nasty uncle, said Ilias with bitterness and anger.
Κείνος το γιο του λυπάται... Η μάνα έπεσε στα πόδια του, ο επιστάτης τον ορμήνεψε να εξαγοράσει τον κλήρο.
||||||||||||||advised||||
He feels sorry for his son... The mother fell at his feet, the overseer urged him to redeem the inheritance.
Μα αυτός το δικό του.
But this is his own.
Δε θέλει... Λέει πως δε φτάνουν τα λεφτά... Τάχατες λίγο δουλέψαμε στο σπιτικό του ο αδερφός μου και εγώ;... Είναι κακούργος...
||||||||||worked||household||||||||
He doesn't want to... He says the money isn't enough... Supposedly, my brother and I worked a little at his house?... He's a scoundrel...
Ο Ντουτλόβ γύρισε από το στάβλο, σταυροκοπήθηκε μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε τη γούνα του και κάθισε κοντά στον πρόεδρο.
Dutlov returned from the stable, crossed himself in front of the icons, took off his coat and sat down near the president.
Η μαγείρισσα του σέρβιρε κβας κι ένα κουτάλι.
The cook served him kvass and a spoon.
Ο Ηλία σώπασε και κλείνοντας τα μάτια του έγειρε το κεφάλι του πάνω σε κάποιο ρούχο που ήταν τυλιγμένο εκεί δα.
Hlias fell silent and, closing his eyes, leaned his head on some piece of clothing that was wrapped right there.
Ο πρόεδρος, κουνώντας με συμπόνια το κεφάλι του, τον έδειξε με μια κίνηση του χεριού στο θείο του.
The president, shaking his head with compassion, pointed him out with a gesture of his hand to his uncle.
- Τάχατες δεν τον πονάω και εγώ; Είναι παιδί του αδερφού μου.
- Don't I hurt for him too? He is my brother's child.
Και σαν να μην έφτανε που τον πονάω τόσο, με το πες, πες τον έκαναν να με θεωρεί κακούργο.
And as if it wasn't enough that I hurt for him so much, with the constant talk, they made him consider me a villain.
Η γυναίκα του, βλέπεις, μια παμπόνηρη, κι ας είναι και τόσο μικρή στα χρόνια, του έβαλε στο νου πως έχω τόσα λεφτά, που μπορώ να εξαγοράσω τον κλήρο.
His wife, you see, a very cunning woman, and even though she is so young, put it in his mind that I have so much money that I can buy off the clergy.
Άντε να τους βγάλεις τώρα από το μυαλό πως τον αδίκησα.
Well, good luck trying to get it out of their minds that I have wronged him.
Και να ήξερες πόσο τον πονάω!
And if only you knew how much I hurt for him!
- Ωχ, τι να σου πω.
- Oh, what can I tell you.
Το παλικάρι είναι από τα λίγα κι είναι κρίμα να χαραμιστεί στο στρατό, παρατήρησε ο πρόεδρος.
The lad is one of the few and it's a shame to waste him in the army, the president remarked.
- Απόκανα με δαύτον τούτες τις μέρες.
I managed|from||||
- I’m exhausted with him these days.
Θα στείλω αύριο τον Ιγνάτ κι ήθελε να έρθει κι η γυναίκα του.
I will send Ignat tomorrow and he wanted his wife to come too.
- Ναι, ναι, ας έρθουν, πάει καλά, είπε ο Γιερμίλα κι ανέβηκε στο πατάρι.
- Yes, yes, let them come, it's fine, said Yermila and went up to the loft.
Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Τα λεφτά μια σκόνη είναι.
What good are the money? Money is just dust.
- Φτάνει να υπάρχουν τα άτιμα, τα λεφτά.
- It is enough for there to be those damn things, the money.
Τότες ποιος τα λογαριάζει!
Then who deals with them!
Παρατήρησε ο θυρωρός.
The doorman observed.
- Αχ, αυτά τα λεφτά!
Πόσο αμαρτάνουμε εμείς οι άνθρωποι εξαιτίας τους!
|we sin|||||
How much we humans sin because of them!
- παρατήρησε μελαγχολικά ο Ντουτλόβ.
- melancholy remarked Douthlov.
Όλες οι πιότερες αμαρτίες που γίνονται είναι εξαιτίας τα λεφτά, το λέει κι η Γραφή.
Most of the sins that occur are because of money, the Scripture says so.
- Όλα τα λέει η Γραφή μα εμείς οι άνθρωποι, γνώση δε βάνουμε, είπε ο θυρωρός.
|||||||||||putting|||
- 'The Scripture says it all, but we humans do not understand,' said the doorkeeper.
Άκου τι μου έλεγε κάποτε ένας γνώριμός μου: ήτανε λέει μια φορά ένας έμπορας, θησαύρισε πλούτη αμέτρητα, όμως τίποτις δεν ήθελε να δώσει σε κανένα και ούτε ν' αποχωριστεί το θησαυρό του ήθελε.
||||||acquaintance||||||||he amassed||||nothing||||||||||||||
Listen to what a friend of mine once told me: there was once a merchant who accumulated countless riches, but he did not want to give anything to anyone and did not want to part with his treasure.
Και το λοιπόν τα πήρε μαζί του τα λεφτά του όλα στον τάφο του.
So, he took all his money with him to his grave.
Σαν ψυχομαχούσε άφησε παραγγελία, κείνο το προσκεφαλάκι που είχε πάντα κάτω από το κεφάλι του, να το βάλουν έτσι δα, σαν τον συγυρίσουν στην κάσα μέσα.
||||||pillow|||||||||||||||||||
As he was dying, he left a request that the little pillow he always had under his head be placed like that, as they arrange him in the coffin.
Ούτε φαντάστηκαν ποτές οι δικοί του, πως μέσα σε κείνο το προσκεφαλάκι, ήταν ραμμένος όλος του ο βιος.
|||||||||||||sewn||||
His family never imagined that inside that little pillow was all his wealth sewn up.
Σαν πέρασε καιρός, κι αφού μάταια ψάξανε παντού και πουθενά δε βρήκανε τίποτις, τότες μονάχα ο ένας από τους γιους του στοχάστηκε πως πρέπει μέσα σε κείνο το προσκεφαλάκι να τα έχει κρύψει ο γεροτσιγκούνης.
||||||||||||||||||||||||||||||||||old miser
After some time passed, and having searched everywhere in vain without finding anything, only then did one of his sons think that the old miser must have hidden it inside that little pillow.
Τότες κάνανε ενέργειες, να πάρουν την άδεια ν' ανοίξουν τον τάφο.
Then they took actions to obtain permission to open the grave.
Ίσαμε τον τσάρο φτάσανε για τούτη τη δουλειά.
They even reached the tsar for this matter.
Καμιά φορά η άδεια ήρθε, άνοιξαν τον τάφο και τι φαντάζεσαι; Το προσκεφαλάκι ήταν αδειανό, κι η κάσα γιομάτη φίδια.
Sometimes the permission came, they opened the grave and what do you think? The headstone was empty, and the coffin was full of snakes.
Ξανασκέπασαν μάνι-μάνι τον τάφο.
They covered again||||
They quickly covered the grave again.
Να, το λοιπόν τι κάνουν τα λεφτά.
So, this is what money does.
- Αυτό πια είναι γνωστό, πως μονάχα κακό μας φέρνουν τα λεφτά, παρατήρησε ο Ντουτλόβ, κι άρχισε να κάνει τη βραδινή του προσευχή.
- It's already known that money only brings us harm, noted Dutilov, and he began to say his evening prayer.
Σαν τελείωσε, γύρισε και κοίταξε τον ανιψιό του.
When he finished, he turned and looked at his nephew.
Εκείνος κοιμόταν.
He was sleeping.
Ο Ντουτλόβ πήγε κοντά του, του έλυσε τα χέρια, πήρε σιγά-σιγά, για να μην τον ξυπνήσει, το ζουνάρι του και πλάγιασε.
Dutlov went close to him, loosened his hands, slowly took off his belt so as not to wake him, and lay down.
Ο άλλος μουζίκος πήγε να κοιμηθεί στο στάβλο.
The other peasant went to sleep in the barn.