×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), X. Ο Ποληκούσκα

X. Ο Ποληκούσκα

Ολάκερη εκείνη την ημέρα δεν είδε κανένας τον Ποληκέη στο Πακρόβσκογιε. Η κυρία ρώτησε κάμποσες φορές το απόγευμα κι η Αξιούτκα έτρεχε στην Ακουλίνα μ' αυτήν την εντολή, μα η Ακουλίνα αποκρινόταν πως δεν είχε φανεί και, φαίνεται, πως θα τον χασομέρησε ο περιβολάρης ή κάτι θα έπαθε το άλογο.

«Μπορεί και να κουτσάθηκε το ζωντανό - έλεγε. Την περασμένη φορά που στείλανε το Μαξίμ, το ίδιο και κείνος ολάκερο μερόνυχτο στο γυρισμό, πήρε το δρόμο περπατώντας και σέρνοντας το αμάξι με το κουτσαμένο άλογο!». Κι η Αξιούτκα έβανε μπρος τα εκκρεμή της και ξαναγύριζε άπραχτη στο αρχοντικό, ενώ η Ακουλίνα προσπαθούσε να μαντέψει ποια ήτανε τάχα η αιτία της τόσης καθυστέρησης του άντρα της και να ησυχάσει, μα δεν τα κατάφερνε! Η καρδιά της ήτανε βαριά κι όλες οι δουλειές της για την αυριανή γιορτή μένανε πίσω. Και βασανιζόταν ακόμα πιότερο γιατί η μαραγκίνα τη διαβεβαίωνε πως την αυγή είδε με τα μάτια της «έναν άνθρωπο που έμοιαζε του Ηλίτς να κοντοζυγώνει με τ' αμάξι στο αρχοντικό κι ύστερα μονομιάς να γυρίζει πίσω».

Και τα παιδιά το ίδιο με ανησυχία κι ανυπομονησία περίμεναν το μπαμπά τους να γυρίσει, όμως για άλλες αιτίες αυτά. Η Ανιούτκα κι η Μάσκα είχαν απομείνει δίχως τη γούνα και το σάκο που φορώντας τα, μπορούσαν να πεταχτούν λίγο παρά έξω, ενώ τώρα ήταν υποχρεωμένες τουρτουρίζοντας μέσα στα φουστανάκια τους να κάνουν τρεχάλα μερικές βόλτες μονάχα κοντά στο σπίτι, πράγμα που τρομερά ενοχλούσε τους άλλους συγκάτοικους, που μπαινόβγαιναν για τις διάφορες δουλειές τους.

Κάποια φορά η Μάσκα σκόνταψε πάνω στη μαραγκίνα που κουβαλούσε νερό, και παρ' όλο, που καθώς κουτούλησε πάνω στα γόνατα της γυναίκας, έβαλε τα κλάματα προκαταβολικά, δέχτηκε κι αρκετές σβερκιές, τόσο που ύστερα έκλαψε στ' αλήθεια. Κι όταν το τρέξιμό της μπροστά στο σπίτι τελείωνε δίχως κανένας επεισόδιο, έμπαινε τρεχάλα μέσα, και πατώντας στον κάδο που ήτανε εκεί δα, ανέβαινε στο πατάρι. Μονάχα η κυρία κι η Ακουλίνα ανησυχούσαν κυρίως για το Ποληκέη, ενώ τα παιδιά, μονάχα για κείνα που φορούσε. Ο δε επιστάτης όταν παρουσιάστηκε στην κυρία για την καθημερινή του εισήγηση στην ερώτηση της: «Ακόμα δε γύρισε ο Ποληκέη, και πού μπορεί να βρίσκεται;», χαμογέλασε κι αποκρίθηκε.

- Δεν μπορώ να ξέρω, κι ήταν φανερή η ευχαρίστησή του, που οι αμφιβολίες του για τον Ποληκέη βγήκαν αληθινές. «Θα έπρεπε να είχε γυρίσει το γιόμα», πρόσθεσε μονάχα με ύφος σημαντικό.

Ολάκερη κείνη τη ημέρα κανένας στo Πακρόβσκογιε δεν ήξερε τίποτα για τον Ποληκέη. Μονάχα αργότερα μαθεύτηκε πως διάφοροι μουζίκοι από τα γειτονικά χωριά τον είδανε ξεσκούφωτο να τρέχει σαν τρελός και να ρωτάει όποιον αντάμωνε: «Μη βρήκατε το γράμμα;». Κάποιος είπε πως τον είδε να κοιμάται ξαπλωμένος καταγής στην άκρη του δρόμου δίπλα στο σταματημένο αμάξι. «Και φαντάστηκα πως ήτανε μεθυσμένος -πρόσθεσε ο άνθρωπος αυτός- και τ' άλογο έμοιαζε σάμπως να μην είχε φάει και να μην είχε ποτιστεί δυο μέρες, τόσο ήτανε το χάλι του».

Η Ακουλίνα όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι κι είχε αδιάκοπα τεντωμένη την προσοχή της ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της, μα εκείνος δε φάνηκε. Η Ακουλίνα θα ήταν ακόμα πιο δυστυχισμένη αν ήταν πλούσια κι είχε στη διάθεσή της μάγειρα και καμαριέρες για τις δουλείες της, μα, μόλις κράξανε οι τρίτοι κοκόροι και σηκώθηκε η μαραγκίνα, αναγκάστηκε κι αυτή να σηκωθεί και να καταπιαστεί με τα διάφορα. Ξημέρωνε γιορτή, έπρεπε, ίσαμε τα ξημερώματα, να έχουν ψηθεί τα ψωμιά, να φτιάξει το κβας, να ψήσει τα κουλουράκια, ν' αρμέξει τη γελάδα, να σιδερώσει τα φουστανάκια και τα πουκάμισα, να πλύνει τα παιδιά, να κουβαλήσει νερό και να μην αφήσει τη γειτόνισσα να πιάσει ολάκερο το φούρνο. Και η Ακουλίνα έχοντας αδιάκοπα τ' αφτιά της τεντωμένα για ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της καταπιάστηκε μ' αυτές τις δουλειές.

Έφεξε πια για καλά, η καμπάνα της εκκλησίας σήμανε για το όρθρο, τα παιδιά όλα σηκώθηκαν, μα ο Ποληκέη δε φαινόταν. Την περασμένη έριχνε χιονόνερο, και το χιονάκι είχε σκεπάσει ακανόνιστα τον κάμπο, το δρόμο και τις σκεπές των σπιτιών, μα σήμερα, σάμπως γιατί ήτανε γιορτή, η ημέρα ξημέρωσε ηλιοπεριχυμένη, παρ' όλη την παγωνιά, και μπορούσε κάποιος να διακρίνει και ν' ακούσει από πολύ μακριά. Μα η Ακουλίνα, καθώς στεκόταν κοντά στο φούρνο, χώνοντας το κεφάλι της στο στόμιό του, τόσο ήταν απορροφημένη να παρακολουθεί πώς ψήνονταν τα κουλουράκια της, που δεν πήρε είδηση πως γύρισε ο Ποληκέη και το αντιλήφθηκε μονάχα από τα ξεφωνητά των παιδιών.

Η Ανιούτκα, σαν πιο μεγάλη, μοναχή της λάδωσε τα μαλλιά της και ντύθηκε. Φόρεσε το καινούριο ροζ τσίτι φόρεμα, δώρο της κυρίας, που στεκόταν σαν κολλημένο απάνω της κι έμπαινε στα μάτια των γειτόνων. Τα μαλλιά της γυάλιζαν από το πολύ λάδωμα. Τα παπούτσια της, παρ' όλο που δεν ήταν καινούρια, ήταν αρκετά καλά. Η Μάσκα ήτανε ακόμα άντυτη και άπλυτη. Η Ανιούτκα δεν την άφηνε να πάει κοντά της για να μην τη λερώσει. Η Μάσκα βρέθηκε έξω, όταν γύρισε ο Ποληκέη, κρατώντας τα ψώνια στα χέρια του. «Ο μπαμπάς γύλισε!» - ξεφώνισε το ψευδό κοριτσάκι, ορμώντας μέσα σαν σίφουνας και καθώς πέρασε άγγιξε την Ανιούτκα και της λέρωσε το φουστάνι. Και κείνη, χωρίς πια να φοβάται μην λερωθεί, την άρπαξε και την ξυλοκόπησε για τα καλά. Η Ακουλίνα δε μπορούσε ν' αποσπαστεί από τη δουλειά της, για τούτο αρκέστηκε μονάχα να φοβερίσει τις κόρες της: «Έγνοια σας και σας διορθώνω άμα τελειώσω!» και στράφηκε κατά την πόρτα.

Ο Ποληκέη με τα ψώνια μπήκε στην είσοδο κι αμέσως τράβηξε για τη γωνιά του. Της Ακουλίνας της φάνηκε πως ήτανε χλομός και πως το πρόσωπό του έμοιαζε σάμπως να χαμογελούσε ή σάμπως να έκλαιγε, όμως δεν ευκαιρούσε να καλοεξετάσει το πράγμα.

- Τι νέα Ηλίτς; Πήγες κι ήρθες με το καλό;

Κάτι αποκρίθηκε ο Ποληκέη, που η Ακουλίνα δεν κατάλαβε και ρώτησε:

- Τι είπες; Πήγες στης κυράς;

Ο Ηλίτς καθόταν στο κρεβάτι, έριχνε άγριες ματιές γύρω τους και χαμογελούσε με κείνο το φταιξιάρικο και το βαθύτατα πικραμένο χαμόγελό του. Για πολλή ώρα δεν αποκρίθηκε της γυναίκας του.

- Μίλα Ηλίτς! Σε ρωτάω! Ακούστηκε η φωνή της Ακουλίνας.

- Τα έδωσα τα λεφτά στην κυρά, Ακουλίνα. Να έβλεπες πως μ' ευχαρίστησε! -είπε ξαφνικά και περίεφερε ακόμη πιο ανήσυχα τα μάτια του τριγύρω χωρίς να πάψει να χαμογελάει.

Δυο πράγματα τραβούσαν ξέχωρα την προσοχή του και σ' αυτά σταματούσαν τ' ανήσυχα και φλογισμένα από τον πυρετό μάτια του: το σχοινί που κρατούσε δεμένη την κούνια του μωρού και το μωρό. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήγε πιο κοντά και με τα επιδέξια δάχτυλά του έλυσε γρήγορα-γρήγορα τους κόμπους που στερέωναν το σκοινί, ύστερα στάθηκε και κοίταζε το μωρό. Μα την ίδια στιγμή μπήκε στη γωνία η Ακουλίνα με τα κου λουράκια πάνω σ' ένα σανίδι. Ο Ποληκέη έκρυψε βιαστικά το σκοινί που κρατούσε στον κόρφο του.

- Τι έχεις Ηλίτς; Σαν άρρωστος μου φαίνεσαι, είπε η Ακουλίνα.

- Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα, της αποκρίθηκε.

Ξαφνικά κάποια σιλουέτα φάνηκε να περνάει βιαστική κοντά από το παράθυρο και μετά από μια στιγμή όρμησε μέσα σα σβούρα η Αξιούτκα.

- Η κυρά προστάζει να έρθει τούτη τι στιγμή ο Ποληκέη Ηλίτς απάνω, ξεφούρνισε μονοκοπανιά. Τούτη τη στιγμή λέει, τούτη τη στιγμή...

Ο Ποληκέη κοίταξε την Ακουλίνα, κοίταξε την Αξιούτκα.

- Έφτασα! Τι να θέλει ακόμα; - είπε όλα τούτα τα λόγια τόσο ατάραχα, τόσο απλά, που η Ακουλίνα ησύχασε και στοχάστηκε μήπως η κυρά θα ήθελε να το δώσει κάτι για τον κόπο του. Πες πως έφτασα αμέσως.

Σηκώθηκε και βγήκε. Και η Ακουλίνα πήρε τη σκάφη, την έστησε πάνω στον πάγκο, έριξε μέσα κρύο νερό από τους κουβάδες που ήτανε κοντά στην πόρτα και ζεματιστό από το καζανάκι που έβραζε στη φωτιά, ανασκουμπώθηκε και φώναξε:

- Έλα, Μάσκα, να σε πλύνω.

Το ιδιότροπο ψευδό κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα.

- Έλα, βρομιάρα, να σε πλύνω και να σου φορέσω καθαρό πουκάμισο. Έλα μη με σκας, έχω ακόμα να πλύνω και την άλλη.

Ο Ποληκέη στο αναμεταξύ δεν ακολούθησε την Αξιούτκα για να πάει στης κυρίας, μα τράβηξε για αλλού. Στη μπασιά του σπιτιού, κοντά στον τοίχο, ήτανε μια στενή σκάλα, που έφτανε στη μισή ταράτσα. Ο Ποληκέη, βγαίνοντας από τη γωνία, σταμάτησε για μια στιγμή εκεί δα, κοίταξε γύρω του και καθώς είδε πως κανένας δεν τον έβλεπε, έσκυψε κι ανέβηκε βιαστικά κι αθόρυβα τη σκάλα.

- Μα τι να τρέχει που δε φαίνεται να έρχεται ο Ποληκέη; - είπε νευριασμένη η κυρία καθώς η πρώτη καμαριέρα τη χτένιζε. Πού είναι τόση ώρα; Για τί δεν έρχεται;

Η Αξιούτκα έδωσε άλλη μια τρεχάλα ίσαμε την κατοικία των δούλων και ξανάπε πως η κυρία πρόσταξε τον Ποληκέη να παρουσιαστεί.

- Μα εκείνος έφυγε από ώρα, αποκρίθηκε η Ακουλίνα, που στο αναμεταξύ είχε συγυρίσει τη Μάσκα και κείνη τη στιγμή είχε βάλει το μωρό μέσα στην σκάφη και του έβρεχε τ' ανάρια μαλάκια του, μη δίνοντας προσοχή στα ξεφωνητά του. Το μωρό χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές, ζάρωνε το μουτράκι του και κινούσε τ' αδύναμα χεράκια του πέρα-δώθε σαν να ήθελε κάτι να πιάσει. Η Ακουλίνα με το ένα χέρι της, το κρατούσε από την απαλή και παχουλή πλατούλα του με τα διάφορα λακκάκια και με τ' άλλο το έπλενε.

- Δε κοιτάς, μπας κι αποκοιμήθηκε σε καμιά γωνιά; - είπε κοιτάζοντας γύρω της μ' ανησυχία.

Η μαραγκίνα κείνη την ώρα, αχτένιστη, ασυγύριστη όπως ήταν, τράβηξε για την ταράτσα για να μαζέψει τα πλυμένα ρούχα της που θα είχαν στεγνώσει. Και ξαφνικά ένα ξεφωνητό απερίγραπτης τρομάρας ακούστηκε κι η μαραγκίνα, σαν τρελή, με τα μάτια κλειστά, κατρακύλησε τη σκάλα και βρέθηκε στη μπασιά.

- Ο Ηλίτς! - ξεφώνισε.

Τα χέρια της Ακουλίνας παράλυσαν και το μωρό της ξέφυγε κι έπεσε στη σκάφη.

- Κρεμάστηκε! Έμπηξε δεύτερη φωνή η μαραγκίνα.

Η Ακουλίνα, δίχως να δώσει σημασία πως το μωρό βρέθηκε ξαπλωμένο ανάσκελα μέσα στα νερά και πάλευε κινώντας τα ποδαράκια του, όρμησε στη μπασιά.

- Να... εκεί δα... στην ταράτσα... είναι κρεμασμένος, έλεγε η μαραγκίνα, μα σαν αντίκρισε την Ακουλίνα της κόπηκε η λαλιά.

Η Ακουλίνα σαν τρελή δρασκέλισε τη σκάλα και προτού προλάβουν να την συγκρατήσουν, βρέθηκε στην ταράτσα και με μια τρομερή κραυγή έπεσε κάτω ξερή και σίγουρα θα σκοτωνόταν αν δεν προλάβαινε ο κόσμος να τη σηκώσει.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

X. Ο Ποληκούσκα X. Polikuska

Ολάκερη εκείνη την ημέρα δεν είδε κανένας τον Ποληκέη στο Πακρόβσκογιε. Nobody saw Polikei in Pakrovskoye that whole day. Η κυρία ρώτησε κάμποσες φορές το απόγευμα κι η Αξιούτκα έτρεχε στην Ακουλίνα μ' αυτήν την εντολή, μα η Ακουλίνα αποκρινόταν πως δεν είχε φανεί και, φαίνεται, πως θα τον χασομέρησε ο περιβολάρης ή κάτι θα έπαθε το άλογο. The lady asked several times in the afternoon, and Axioutka ran to Akulina with this order, but Akulina responded that he hadn’t shown up, and it seems that the gardener might have delayed him or something might have happened to the horse.

«Μπορεί και να κουτσάθηκε το ζωντανό - έλεγε. |||lamed||| "The animal might have become lame," she said. Την περασμένη φορά που στείλανε το Μαξίμ, το ίδιο και κείνος ολάκερο μερόνυχτο στο γυρισμό, πήρε το δρόμο περπατώντας και σέρνοντας το αμάξι με το κουτσαμένο άλογο!». |||||||||||||||||||||||||lame| The last time they sent Maxim, he too spent the whole day and night on the way back, taking the road by walking and dragging the cart with the lame horse! Κι η Αξιούτκα έβανε μπρος τα εκκρεμή της και ξαναγύριζε άπραχτη στο αρχοντικό, ενώ η Ακουλίνα προσπαθούσε να μαντέψει ποια ήτανε τάχα η αιτία της τόσης καθυστέρησης του άντρα της και να ησυχάσει, μα δεν τα κατάφερνε! ||||||||||||||||||||||||||delay|||||||||| And Axioutka was getting her pendulums going and returning empty-handed to the manor, while Akulina tried to guess what could be the cause of her husband's long delay and to calm herself, but she couldn't! Η καρδιά της ήτανε βαριά κι όλες οι δουλειές της για την αυριανή γιορτή μένανε πίσω. Her heart was heavy and all her preparations for tomorrow's celebration were left behind. Και βασανιζόταν ακόμα πιότερο γιατί η μαραγκίνα τη διαβεβαίωνε πως την αυγή είδε με τα μάτια της «έναν άνθρωπο που έμοιαζε του Ηλίτς να κοντοζυγώνει με τ' αμάξι στο αρχοντικό κι ύστερα μονομιάς να γυρίζει πίσω». ||||||||assured||||||||||||||||||||||||||| And she was tormented even more because the seamstress assured her that at dawn she saw with her own eyes 'a man who resembled Elits approaching with the carriage to the mansion and then suddenly turning back.'

Και τα παιδιά το ίδιο με ανησυχία κι ανυπομονησία περίμεναν το μπαμπά τους να γυρίσει, όμως για άλλες αιτίες αυτά. And the children, too, waited anxiously and impatiently for their dad to return, but for different reasons. Η Ανιούτκα κι η Μάσκα είχαν απομείνει δίχως τη γούνα και το σάκο που φορώντας τα, μπορούσαν να πεταχτούν λίγο παρά έξω, ενώ τώρα ήταν υποχρεωμένες τουρτουρίζοντας μέσα στα φουστανάκια τους να κάνουν τρεχάλα μερικές βόλτες μονάχα κοντά στο σπίτι, πράγμα που τρομερά ενοχλούσε τους άλλους συγκάτοικους, που μπαινόβγαιναν για τις διάφορες δουλειές τους. ||||||||||||||||||jumping|||||||obliged|||||||||||||||||||||||||||| Anioutka and Mask had been left without the fur and the sack that, while wearing them, allowed them to dash outside a little, while now they were forced to shiver inside their little dresses and make a quick run for just a few laps near the house, which greatly disturbed the other roommates, who were coming in and out for their various tasks.

Κάποια φορά η Μάσκα σκόνταψε πάνω στη μαραγκίνα που κουβαλούσε νερό, και παρ' όλο, που καθώς κουτούλησε πάνω στα γόνατα της γυναίκας, έβαλε τα κλάματα προκαταβολικά, δέχτηκε κι αρκετές σβερκιές, τόσο που ύστερα έκλαψε στ' αλήθεια. |||||||||||||||||||||||||||||slaps|||||| One time, the Mask stumbled over the water carrier who was carrying water, and although she bumped into the woman's knees and started crying prematurely, she also received quite a few smacks, so much so that afterwards she cried for real. Κι όταν το τρέξιμό της μπροστά στο σπίτι τελείωνε δίχως κανένας επεισόδιο, έμπαινε τρεχάλα μέσα, και πατώντας στον κάδο που ήτανε εκεί δα, ανέβαινε στο πατάρι. And when her running in front of the house ended without any incident, she would rush inside and stepping on the bucket that was right there, she would climb up to the attic. Μονάχα η κυρία κι η Ακουλίνα ανησυχούσαν κυρίως για το Ποληκέη, ενώ τα παιδιά, μονάχα για κείνα που φορούσε. Only the lady and Akulina were mainly worried about Polikey, while the children were only concerned about what he was wearing. Ο δε επιστάτης όταν παρουσιάστηκε στην κυρία για την καθημερινή του εισήγηση στην ερώτηση της: «Ακόμα δε γύρισε ο Ποληκέη, και πού μπορεί να βρίσκεται;», χαμογέλασε κι αποκρίθηκε. But the supervisor, when he presented himself to the lady for his daily suggestion in response to her question: 'Has Polikei still not returned, and where could he be?', smiled and replied.

- Δεν μπορώ να ξέρω, κι ήταν φανερή η ευχαρίστησή του, που οι αμφιβολίες του για τον Ποληκέη βγήκαν αληθινές. - I can't know, and his pleasure was evident that his doubts about Polikei turned out to be true. «Θα έπρεπε να είχε γυρίσει το γιόμα», πρόσθεσε μονάχα με ύφος σημαντικό. ||||||gift||||| 'He should have returned by now,' he added only with a significant tone.

Ολάκερη κείνη τη ημέρα κανένας στo Πακρόβσκογιε δεν ήξερε τίποτα για τον Ποληκέη. |||||in||||||| The whole day, no one in Pakrovskoye knew anything about Polikei. Μονάχα αργότερα μαθεύτηκε πως διάφοροι μουζίκοι από τα γειτονικά χωριά τον είδανε ξεσκούφωτο να τρέχει σαν τρελός και να ρωτάει όποιον αντάμωνε: «Μη βρήκατε το γράμμα;». |||||||||||||||||||||he met|||| Only later did it become known that various peasants from the neighboring villages saw him running like crazy without a hat and asking anyone he met: 'Haven't you found the letter?'. Κάποιος είπε πως τον είδε να κοιμάται ξαπλωμένος καταγής στην άκρη του δρόμου δίπλα στο σταματημένο αμάξι. Someone said they saw him sleeping lying on the ground at the side of the road next to the stopped carriage. «Και φαντάστηκα πως ήτανε μεθυσμένος -πρόσθεσε ο άνθρωπος αυτός- και τ' άλογο έμοιαζε σάμπως να μην είχε φάει και να μην είχε ποτιστεί δυο μέρες, τόσο ήτανε το χάλι του». ||||||||||||||||||||||watered|||||||

Η Ακουλίνα όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι κι είχε αδιάκοπα τεντωμένη την προσοχή της ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της, μα εκείνος δε φάνηκε. Akoulina did not close her eyes all night and constantly kept her attention stretched to hear the return of her husband, but he did not appear. Η Ακουλίνα θα ήταν ακόμα πιο δυστυχισμένη αν ήταν πλούσια κι είχε στη διάθεσή της μάγειρα και καμαριέρες για τις δουλείες της, μα, μόλις κράξανε οι τρίτοι κοκόροι και σηκώθηκε η μαραγκίνα, αναγκάστηκε κι αυτή να σηκωθεί και να καταπιαστεί με τα διάφορα. ||||||||||||||||||||chores|||||||||||||||||||||| Akoulina would have been even more miserable if she were rich and had at her disposal a cook and maids for her chores, but as soon as the third roosters crowed and the carpenter got up, she too had to get up and tackle various tasks. Ξημέρωνε γιορτή, έπρεπε, ίσαμε τα ξημερώματα, να έχουν ψηθεί τα ψωμιά, να φτιάξει το κβας, να ψήσει τα κουλουράκια, ν' αρμέξει τη γελάδα, να σιδερώσει τα φουστανάκια και τα πουκάμισα, να πλύνει τα παιδιά, να κουβαλήσει νερό και να μην αφήσει τη γειτόνισσα να πιάσει ολάκερο το φούρνο. It was getting light|party|||||||||||||||||||||cow||||||||||||||||||||||||| It was dawn of the feast day, by early morning the breads had to be baked, she had to prepare the kvass, bake the cookies, milk the cow, iron the dresses and shirts, wash the children, fetch water, and not let the neighbor fill the entire oven. Και η Ακουλίνα έχοντας αδιάκοπα τ' αφτιά της τεντωμένα για ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της καταπιάστηκε μ' αυτές τις δουλειές. And Akoulina, having her ears stretched out continuously to listen for her husband's return, engaged in these tasks.

Έφεξε πια για καλά, η καμπάνα της εκκλησίας σήμανε για το όρθρο, τα παιδιά όλα σηκώθηκαν, μα ο Ποληκέη δε φαινόταν. |||||||||||matins||||||||| It was already bright, the church bell rang for the dawn service, all the children got up, but Polikei was nowhere to be seen. Την περασμένη έριχνε χιονόνερο, και το χιονάκι είχε σκεπάσει ακανόνιστα τον κάμπο, το δρόμο και τις σκεπές των σπιτιών, μα σήμερα, σάμπως γιατί ήτανε γιορτή, η ημέρα ξημέρωσε ηλιοπεριχυμένη, παρ' όλη την παγωνιά, και μπορούσε κάποιος να διακρίνει και ν' ακούσει από πολύ μακριά. ||||||||||||||||||||||||||||sun-drenched||||||||||||||| Last night it had been drizzling snow, and the snow had irregularly covered the field, the road, and the roofs of the houses, but today, as if it was a holiday, the day dawned sun-drenched, despite the cold, and one could discern and hear from very far away. Μα η Ακουλίνα, καθώς στεκόταν κοντά στο φούρνο, χώνοντας το κεφάλι της στο στόμιό του, τόσο ήταν απορροφημένη να παρακολουθεί πώς ψήνονταν τα κουλουράκια της, που δεν πήρε είδηση πως γύρισε ο Ποληκέη και το αντιλήφθηκε μονάχα από τα ξεφωνητά των παιδιών. |||||||||||||opening||||||||were baking|||||||||||||||||||| But Akoulina, as she stood near the oven, stuffing her head into its opening, was so absorbed in watching how her little cookies were baking that she didn't notice that Polikei had come back, and she realized it only from the children's screams.

Η Ανιούτκα, σαν πιο μεγάλη, μοναχή της λάδωσε τα μαλλιά της και ντύθηκε. |||||||oiled||||| Anioutka, being older, oiled her hair by herself and got dressed. Φόρεσε το καινούριο ροζ τσίτι φόρεμα, δώρο της κυρίας, που στεκόταν σαν κολλημένο απάνω της κι έμπαινε στα μάτια των γειτόνων. She wore the new pink chintz dress, a gift from the lady, which clung to her so tightly that it caught the eyes of the neighbors. Τα μαλλιά της γυάλιζαν από το πολύ λάδωμα. |||||||greasing Her hair shone from too much oiling. Τα παπούτσια της, παρ' όλο που δεν ήταν καινούρια, ήταν αρκετά καλά. Her shoes, although not new, were quite good. Η Μάσκα ήτανε ακόμα άντυτη και άπλυτη. The Mask was still undressed and unwashed. Η Ανιούτκα δεν την άφηνε να πάει κοντά της για να μην τη λερώσει. Aniutka wouldn't let her come near so as not to dirty her. Η Μάσκα βρέθηκε έξω, όταν γύρισε ο Ποληκέη, κρατώντας τα ψώνια στα χέρια του. Maska was outside when Polikei returned, holding the groceries in his hands. «Ο μπαμπάς γύλισε!» - ξεφώνισε το ψευδό κοριτσάκι, ορμώντας μέσα σαν σίφουνας και καθώς πέρασε άγγιξε την Ανιούτκα και της λέρωσε το φουστάνι. ||turned||||||||||||||||||| "Daddy's back!" - screamed the false little girl, rushing inside like a whirlwind and as she passed, she touched Aniutka and got her dress dirty. Και κείνη, χωρίς πια να φοβάται μην λερωθεί, την άρπαξε και την ξυλοκόπησε για τα καλά. ||||||||||||chopped||| And she, no longer afraid of getting dirty, grabbed her and gave her a good thrashing. Η Ακουλίνα δε μπορούσε ν' αποσπαστεί από τη δουλειά της, για τούτο αρκέστηκε μονάχα να φοβερίσει τις κόρες της: «Έγνοια σας και σας διορθώνω άμα τελειώσω!» και στράφηκε κατά την πόρτα. Akoulina couldn't detach herself from her work, so she contented herself with frightening her daughters: "It's your concern and I'll correct you when I finish!" and turned towards the door.

Ο Ποληκέη με τα ψώνια μπήκε στην είσοδο κι αμέσως τράβηξε για τη γωνιά του. Polikei entered through the entrance with the groceries and immediately headed for his corner. Της Ακουλίνας της φάνηκε πως ήτανε χλομός και πως το πρόσωπό του έμοιαζε σάμπως να χαμογελούσε ή σάμπως να έκλαιγε, όμως δεν ευκαιρούσε να καλοεξετάσει το πράγμα. |Akoulina||||||||||||||||||||||||| Akoulina thought that he looked pale and that his face seemed to be smiling or perhaps crying, but she did not have time to examine the matter closely.

- Τι νέα Ηλίτς; Πήγες κι ήρθες με το καλό; - What news, Ilits? Did you go and come back safely?

Κάτι αποκρίθηκε ο Ποληκέη, που η Ακουλίνα δεν κατάλαβε και ρώτησε: Polikei replied something that Akoulina did not understand and asked:

- Τι είπες; Πήγες στης κυράς; - What did you say? Did you go to the lady's?

Ο Ηλίτς καθόταν στο κρεβάτι, έριχνε άγριες ματιές γύρω τους και χαμογελούσε με κείνο το φταιξιάρικο και το βαθύτατα πικραμένο χαμόγελό του. |||||||||||||||||||sorrowful|| Elits was sitting on the bed, casting wild glances around them and smiling with that guilty and deeply bitter smile of his. Για πολλή ώρα δεν αποκρίθηκε της γυναίκας του. For a long time, he did not respond to his wife.

- Μίλα Ηλίτς! Σε ρωτάω! Ακούστηκε η φωνή της Ακουλίνας. The voice of Akoulina was heard.

- Τα έδωσα τα λεφτά στην κυρά, Ακουλίνα. - I gave the money to the lady, Akoulina. Να έβλεπες πως μ' ευχαρίστησε! You should have seen how grateful she was! -είπε ξαφνικά και περίεφερε ακόμη πιο ανήσυχα τα μάτια του τριγύρω χωρίς να πάψει να χαμογελάει. |||he moved around|||||||||||| - he suddenly said and moved his eyes around even more restlessly without stopping to smile.

Δυο πράγματα τραβούσαν ξέχωρα την προσοχή του και σ' αυτά σταματούσαν τ' ανήσυχα και φλογισμένα από τον πυρετό μάτια του: το σχοινί που κρατούσε δεμένη την κούνια του μωρού και το μωρό. Two things separately drew his attention, and on these his restless and fiery eyes, inflamed by fever, paused: the rope that held the baby's swing and the baby. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήγε πιο κοντά και με τα επιδέξια δάχτυλά του έλυσε γρήγορα-γρήγορα τους κόμπους που στερέωναν το σκοινί, ύστερα στάθηκε και κοίταζε το μωρό. ||||||||||||||||||were securing|||||||| At some point, he got up, went closer, and with his deft fingers quickly untied the knots that secured the rope, then he stood there and looked at the baby. Μα την ίδια στιγμή μπήκε στη γωνία η Ακουλίνα με τα κου λουράκια πάνω σ' ένα σανίδι. ||||||||||||leashes|||| At the same moment, Akoulina entered the corner with the little straps on a board. Ο Ποληκέη έκρυψε βιαστικά το σκοινί που κρατούσε στον κόρφο του. Polikee hastily hid the rope he was holding in his bosom.

- Τι έχεις Ηλίτς; Σαν άρρωστος μου φαίνεσαι, είπε η Ακουλίνα. - What's wrong, Ilits? You look like you're sick, said Akoulina.

- Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα, της αποκρίθηκε. - I didn't sleep all night, he replied.

Ξαφνικά κάποια σιλουέτα φάνηκε να περνάει βιαστική κοντά από το παράθυρο και μετά από μια στιγμή όρμησε μέσα σα σβούρα η Αξιούτκα. Suddenly, a silhouette appeared to rush by the window and after a moment, Aksioutka burst in like a whirlwind.

- Η κυρά προστάζει να έρθει τούτη τι στιγμή ο Ποληκέη Ηλίτς απάνω, ξεφούρνισε μονοκοπανιά. - The lady commands that Polikei Ilitch come up at this very moment, he blurted out in one breath. Τούτη τη στιγμή λέει, τούτη τη στιγμή... At this moment it says, at this moment...

Ο Ποληκέη κοίταξε την Ακουλίνα, κοίταξε την Αξιούτκα. Polikei looked at Akulina, looked at Axiutka.

- Έφτασα! - I have arrived! Τι να θέλει ακόμα; - είπε όλα τούτα τα λόγια τόσο ατάραχα, τόσο απλά, που η Ακουλίνα ησύχασε και στοχάστηκε μήπως η κυρά θα ήθελε να το δώσει κάτι για τον κόπο του. What more could she want? - she said all these words so calmly, so simply, that Akoulina was reassured and wondered if the lady wanted to give him something for his trouble. Πες πως έφτασα αμέσως. Say that I arrived immediately.

Σηκώθηκε και βγήκε. She got up and went out. Και η Ακουλίνα πήρε τη σκάφη, την έστησε πάνω στον πάγκο, έριξε μέσα κρύο νερό από τους κουβάδες που ήτανε κοντά στην πόρτα και ζεματιστό από το καζανάκι που έβραζε στη φωτιά, ανασκουμπώθηκε και φώναξε: ||||||||||||||||||||||||boiling|||||||||| And Akoulína took the basin, set it on the counter, poured in cold water from the buckets that were near the door, and scalding hot water from the kettle that was boiling on the fire, rolled up her sleeves and shouted:

- Έλα, Μάσκα, να σε πλύνω. - Come, Maska, let me wash you.

Το ιδιότροπο ψευδό κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα. The capricious little pretend girl started to cry.

- Έλα, βρομιάρα, να σε πλύνω και να σου φορέσω καθαρό πουκάμισο. Come on, you dirty one, let me wash you and put on a clean shirt for you. Έλα μη με σκας, έχω ακόμα να πλύνω και την άλλη. Come on, don't bother me, I still have to wash the other one.

Ο Ποληκέη στο αναμεταξύ δεν ακολούθησε την Αξιούτκα για να πάει στης κυρίας, μα τράβηξε για αλλού. Polikei in the meantime did not follow Axioutka to the lady's place, but went elsewhere. Στη μπασιά του σπιτιού, κοντά στον τοίχο, ήτανε μια στενή σκάλα, που έφτανε στη μισή ταράτσα. At the back of the house, near the wall, there was a narrow ladder that reached halfway up to the roof. Ο Ποληκέη, βγαίνοντας από τη γωνία, σταμάτησε για μια στιγμή εκεί δα, κοίταξε γύρω του και καθώς είδε πως κανένας δεν τον έβλεπε, έσκυψε κι ανέβηκε βιαστικά κι αθόρυβα τη σκάλα. Polikei, coming out from the corner, stopped for a moment right there, looked around him, and when he saw that no one was watching him, he bent down and hurriedly and silently climbed the ladder.

- Μα τι να τρέχει που δε φαίνεται να έρχεται ο Ποληκέη; - είπε νευριασμένη η κυρία καθώς η πρώτη καμαριέρα τη χτένιζε. - But why is he rushing when it seems that Polikei isn't coming? - said the lady irritably as the first maid was brushing her hair. Πού είναι τόση ώρα; Για τί δεν έρχεται; Where has he been all this time? Why isn't he coming?

Η Αξιούτκα έδωσε άλλη μια τρεχάλα ίσαμε την κατοικία των δούλων και ξανάπε πως η κυρία πρόσταξε τον Ποληκέη να παρουσιαστεί. The Aksioutka gave another hurry up to the slave quarters and again said that the lady commanded Polikei to appear.

- Μα εκείνος έφυγε από ώρα, αποκρίθηκε η Ακουλίνα, που στο αναμεταξύ είχε συγυρίσει τη Μάσκα και κείνη τη στιγμή είχε βάλει το μωρό μέσα στην σκάφη και του έβρεχε τ' ανάρια μαλάκια του, μη δίνοντας προσοχή στα ξεφωνητά του. |||||||||||||||||||||||||||||||his little head||||||| - But he left a while ago, replied Akulina, who in the meantime had tidied up the Mask and at that moment had put the baby into the basin and was wetting its soft parts, paying no attention to its cries. Το μωρό χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές, ζάρωνε το μουτράκι του και κινούσε τ' αδύναμα χεράκια του πέρα-δώθε σαν να ήθελε κάτι να πιάσει. The baby was making a ruckus with its cries, scrunching up its little face and moving its weak little arms back and forth as if it wanted to grab something. Η Ακουλίνα με το ένα χέρι της, το κρατούσε από την απαλή και παχουλή πλατούλα του με τα διάφορα λακκάκια και με τ' άλλο το έπλενε. ||||||||||||||little back||||||||||| Akoulina, with one hand, was holding it by its soft and chubby little back with the various dimples, while with the other she was washing it.

- Δε κοιτάς, μπας κι αποκοιμήθηκε σε καμιά γωνιά; - είπε κοιτάζοντας γύρω της μ' ανησυχία. - Don't you look, maybe it fell asleep in some corner? - she said, looking around her with concern.

Η μαραγκίνα κείνη την ώρα, αχτένιστη, ασυγύριστη όπως ήταν, τράβηξε για την ταράτσα για να μαζέψει τα πλυμένα ρούχα της που θα είχαν στεγνώσει. |Maragkína|||||untidy||||||||||||||||| The seamstress at that moment, uncombed and untidy as she was, headed for the terrace to collect her washed clothes that would have dried. Και ξαφνικά ένα ξεφωνητό απερίγραπτης τρομάρας ακούστηκε κι η μαραγκίνα, σαν τρελή, με τα μάτια κλειστά, κατρακύλησε τη σκάλα και βρέθηκε στη μπασιά. ||||of indescribable|||||||||||||||||| And suddenly a scream of indescribable terror was heard, and the seamstress, like a madwoman, with her eyes closed, tumbled down the stairs and found herself in the courtyard.

- Ο Ηλίτς! - Hilits! - ξεφώνισε.

Τα χέρια της Ακουλίνας παράλυσαν και το μωρό της ξέφυγε κι έπεσε στη σκάφη. ||||paralyzed||||||||| Akoulina's hands went numb and her baby slipped away and fell into the boat.

- Κρεμάστηκε! - It hung! Έμπηξε δεύτερη φωνή η μαραγκίνα. The carpenter's wife let out a second voice.

Η Ακουλίνα, δίχως να δώσει σημασία πως το μωρό βρέθηκε ξαπλωμένο ανάσκελα μέσα στα νερά και πάλευε κινώντας τα ποδαράκια του, όρμησε στη μπασιά. Akoulina, without paying attention to how the baby was lying on its back in the water and fighting by moving its little feet, rushed to the terrace.

- Να... εκεί δα... στην ταράτσα... είναι κρεμασμένος, έλεγε η μαραγκίνα, μα σαν αντίκρισε την Ακουλίνα της κόπηκε η λαλιά. - There... right there... on the terrace... he is hanging, the carpenter's wife said, but when she saw Akoulina, she lost her speech.

Η Ακουλίνα σαν τρελή δρασκέλισε τη σκάλα και προτού προλάβουν να την συγκρατήσουν, βρέθηκε στην ταράτσα και με μια τρομερή κραυγή έπεσε κάτω ξερή και σίγουρα θα σκοτωνόταν αν δεν προλάβαινε ο κόσμος να τη σηκώσει. |Akoulina|||||||||||||||||||||||||||||||||| Akoulina, like a madwoman, jumped the stairs and before anyone could stop her, found herself on the terrace and with a terrible scream fell down lifeless and would certainly have died if the people hadn't managed to lift her.