×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XII. Ο Ποληκούσκα

XII. Ο Ποληκούσκα

Η γιορτή πέρασε πολύ άκεφα στο Πακρόβσκογιε. Παρ' όλο που η μέρα ήτανε τόσο όμορφη, ο κόσμος δεν εβγήκε να διασκεδάσει. Οι κοπέλες δεν συγκεντρώθηκαν για να τραγουδήσουν, τα παλικάρια που ήρθαν από τα εργοστάσια της πολιτείας δεν έπαιξαν μήτε τις φυσαρμόνικες, μήτε τις μπαλαλάικες, μήδε σκαρώσανε τα συνηθισμένα τους παιχνίδια με τις κοπέλες. Όλοι κάθονταν αποτραβηγμένοι στις γωνιές κι αν ξεπετούσαν καμιά κουβέντα μιλούσαν ψιθυριστά, σάμπως να φοβόνταν μην τυχόν και τους ακούει κάποιο κακό αφτί, που παραφύλαγε εκεί δα κρυμμένο. Κι έτσι άκεφα και βαρύθυμα πέρασε όπως-όπως η ημέρα.

Όμως το βραδάκι, σαν πήρε να σκοτεινιάζει, τα σκυλιά ούρλιαζαν και ταυτόχρονα σαν να ήταν συνεννοημένος σηκώθηκε ένας αέρας τόσο δυνατός, που έκανε να βουίζουν όλες οι καπνοδόχες, και τότε τέτοια τρομάρα κυρίεψε όλο το προσωπικό, που όσοι είχαν κεριά τ' ανάψανε μπροστά στα εικονίσματα, κείνοι που ήτανε μονάχοι πήγαν στους γείτονες παρακαλώντας να περάσουν μαζί της νύχτα, και κείνοι που είχανε υπηρεσία να βγουν να συγυρίζουν τα ζωντανά, ούτε καν ξεμύτισαν, παρά τ' αφήκανε δίχως φροντίδα κείνη τη βραδιά. Και τον αγιασμό που ο καθένας κρατούσε από την πρωτομηνιά φυλαγμένο σ' ένα μπουκαλάκι, όλον τον ξοδέψανε για ξόρκι.

Πολλοί μάλιστα άκουσαν να βαδίζει κάποιος με βαριά βήματα πάνω στην ταράτσα κι ο σιδηρουργός βεβαίωνε πως είδε με τα μάτια του ένα φτερωτό δράκο να πετάει πάνω από τη σκεπή. Στη γωνιά του Ποληκέη δε βρισκότανε κανένας. Την τρελή μητέρα και τα παιδιά τα είχανε πάει αλλού και μονάχα έμενε το νεκρό μωρουδάκι και δυο γριούλες που το φυλάγανε και κάποια περαστική προσκυνήτρα, από κείνες που τάζουν να γυρνάνε πεζοπορώντας το πιότερο από πολιτεία σε πολιτεία κι από χωριό σε χωριό ίσαμε που να φτάσουν σε μια από τις μεγάλες πολιτείες με τα μεγάλα μοναστήρια για προσκύνημα. Η γυναίκα αυτή διάβαζε το ψαλτήρι όχι για το μωρό, μα έτσι γενικά για όλη κείνη τη συμφορά. Αυτή ήτανε η επιθυμία της κυρίας. Οι τρεις αυτές γυναίκες άκουγαν πως άμα τέλειωνε το διάβασμα του ακάθιστου τριζομαχούσε κάποιο δοκάρι κι αναδινόταν ένα βαρυαναστέναγμα. Κι άμα διάβαζαν το «Ανάστα ο Θεός» σύχαζαν όλα.

Η μαραγκίνα κάλεσε κοντά της κείνη τη νύχτα μια κουμπάρα της κι αγρυπνώντας ήπιαν όλο το τσάι που είχε προμηθευτεί για μια βδομάδα. Κι αυτές άκουγαν πως έτριζαν τα δοκάρια της ταράτσας και κάτι βρόντους, λες και γκρεμίζονταν από πάνω τσουβάλια γιομάτα, βαριά. Οι μουζίκοι-φρουροί, που επιστράτεψε ο επιστάτης, έδιναν κάποιο κουράγιο στους ανθρώπους της αυλής που συντρόφευαν, γιατί αλλιώς όλοι κείνοι θα είχανε ξεψυχήσει από την τρομάρα τους. Οι μουζίκοι είχανε ξαπλώσει στη μπασιά πάνω σε μπόλικο στρωμένο σανό κι αργότερα βεβαίωναν πως κι αυτοί άκουσαν πολλά θαύματα να γίνονται στην ταράτσα, μολονότι πέρασαν όλη κείνη τη νύχτα κουβεντιάζοντας άνετα για την επιστράτευση, μασούλιζαν ξερό ψωμάκι που έφεραν μαζί τους, ξύνονταν και, το κυριότερο, γιόμισαν τον τόπο με κείνη την ξέχωρη δυσοσμία που αναδίνουν οι μουζίκοι μας, τόσο πολύ, που η μαραγκίνα καθώς περνούσε για να βγει έξω, βούλωσε τη μύτη της και τους έβρισε «παλιομουζίκοι, βρομιάρηδες!».

Όπως κι αν είχε το πράγμα ωστόσο, ο κρεμασμένος έμεινε στην ταράτσα κείνη τη νύχτα κι ήτανε σάμπως κάποιο κακό πνεύμα ν' άπλωνε πάνω από ολάκερο το περίπτερο τη μεγάλη του φτερούγα, δείχνοντας έτσι τη δύναμή του και πλησιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο όσο πιο πολύ μπορούσε τους ενοίκους. Τουλάχιστον εκείνοι όλο αυτό αισθάνονταν.

Δεν ξέρω αν ήτανε σωστή η άποψη. Μου φαίνεται μάλιστα εμένα, πως δεν ήτανε καθόλου σωστή. Και φαντάζομαι πως αν βρισκότανε κάποιος τολμηρός κείνη τη νύχτα κι άδραχνε ένα φανάρι ή ένα κερί και, κάνοντας το σταυρό του, ακόμα και μη κάνοντάς τον, τραβούσε για την ταράτσα και σκόρπιζε με το φως που κρατούσε τη φρίκη της σκοτεινιάς και φώτιζε τα δοκάρια και τα αραχνοσκεπασμένα πεζούλια, και τα ρούχα που παράτησε η μαραγκίνα να κρέμονται, κι έφτανε ίσαμε τον Ποληκέη κι αν, δίχως κανένα φόβο σήκωνε το φως ίσαμε το πρόσωπο κεινού, δεν θα έβλεπε παρά το γνώριμο λιπόσαρκο κορμί, με τα πόδια στυλωμένα χάμω (είχε ξελασκάρει πια το σκοινί) να γέρνει άπνοο από τη μια μεριά, με ξεκούμπωτο το γιακά του πουκαμίσου του, δίχως σταυρουδάκι κρεμασμένο στο λαιμό, και με το κεφάλι γερμένο πάνω στο στήθος και το αγαθό πρόσωπο μ' ανοιχτά τα δίχως όραση μάτια και με κείνο το ήσυχο το φταιξιάρικο χαμόγελο και μια αυστηρή γαλήνη και σιγαλιά απλωμένη παντού.

Μα την αλήθεια, η μαραγκίνα, καθώς ήταν στριμωγμένη στη μια άκρη του κρεβατιού της με τα μαλλιά αναστατωμένα και με τα μάτια περίτρομα και διαβεβαίωνε πως άκουγε να γκρεμίζονται με βρόντο τα γιομάτα σακιά, ήτανε πολύ πιο τρομερή η όψη της από τον Ποληκέη, παρ' όλο που κεινού του είχανε αφαιρέσει το σταυρουδάκι που φορούσε στο λαιμό και τα είχαν ακουμπήσει εκεί δα στο δοκάρι. Επάνω, δηλαδή στης κυρίας, ίδια τρομάρα επικρατούσε, όπως και στις γωνιές. Στο δωμάτιο της κυρίας ήτανε διάχυτη η μυρωδιά κολόνιας και φαρμάκων. Κείνη τη νύχτα στο δωμάτιο των κοριτσιών ήρθε να τις συντροφέψει η θειά της Ντουνιάσας, και οι τέσσερείς τους κάθονταν και κουβέντιαζαν σιγανά.

- Ποιος θα πάει να φέρει λάδι για το καντήλι; - είπε ξαφνικά η Ντουνιάσα.

- Εγώ δεν πάω, δεν πάω με κανέναν τρόπο, αποκρίθηκε αποφασιστικά η δεύτερη καμαριέρα.

- Έλα, τώρα. Να πας μαζί με την Αξιούτκα.

- Πάω εγώ μονάχη μου. Για τίποτα δε φοβάμαι, φώναξε η Αξιούτκα, μα την ίδια κιόλας στιγμή σαν να δείλιασε.

- Άντε, το λοιπόν, κορίτσι μου, και γύρεψε από τη γιαγιά να σου βάλει στο ποτήρι και φέρτο. Πρόσεξε μην το χύσεις στο δρόμο.

Η Αξιούτκα με το ένα χέρι της συμμάζεψε και κράτησε τη φούστα της και, καθώς, εξαιτίας αυτό δε μπορούσε τώρα να κινεί τα δυο χέρια κίνησε το ελεύθερο μονάχα αλλά με διπλάσια δύναμη, κάθετα προς τη γραμμή της κατεύθυνσής της και έφυγε σαν αστραπή. Φοβόταν τρομερά κι ένιωθε πως αν τύχαινε να δει ή να ακούσει κάτι, ακόμα και την ίδια της τη μάνα να της μιλάει θα πέθαινε την ίδια στιγμή. Και περνούσε τρεχάτη, και με το μουτράκι της ζαρωμένο, το γνώριμο μονοπάτι.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

XII. Ο Ποληκούσκα XII. Polikuska

Η γιορτή πέρασε πολύ άκεφα στο Πακρόβσκογιε. The celebration passed very dull in Pakrovskoje. Παρ' όλο που η μέρα ήτανε τόσο όμορφη, ο κόσμος δεν εβγήκε να διασκεδάσει. |||||||||||went out|| Although the day was so beautiful, the people did not go out to have fun. Οι κοπέλες δεν συγκεντρώθηκαν για να τραγουδήσουν, τα παλικάρια που ήρθαν από τα εργοστάσια της πολιτείας δεν έπαιξαν μήτε τις φυσαρμόνικες, μήτε τις μπαλαλάικες, μήδε σκαρώσανε τα συνηθισμένα τους παιχνίδια με τις κοπέλες. ||||||||||||||||||||||||nor|they made||||||| The girls did not gather to sing, the young men who came from the state factories did not play either the harmonicas, the balalaikas, nor did they perform their usual games with the girls. Όλοι κάθονταν αποτραβηγμένοι στις γωνιές κι αν ξεπετούσαν καμιά κουβέντα μιλούσαν ψιθυριστά, σάμπως να φοβόνταν μην τυχόν και τους ακούει κάποιο κακό αφτί, που παραφύλαγε εκεί δα κρυμμένο. ||withdrawn|||||they slipped out|||||||||||||||||||| Everyone was sitting withdrawn in the corners and if they exchanged a few words, they spoke in whispers, as if they were afraid that some evil ear lurking nearby would hear them. Κι έτσι άκεφα και βαρύθυμα πέρασε όπως-όπως η ημέρα. And so, the day passed heavy and lifeless.

Όμως το βραδάκι, σαν πήρε να σκοτεινιάζει, τα σκυλιά ούρλιαζαν και ταυτόχρονα σαν να ήταν συνεννοημένος σηκώθηκε ένας αέρας τόσο δυνατός, που έκανε να βουίζουν όλες οι καπνοδόχες, και τότε τέτοια τρομάρα κυρίεψε όλο το προσωπικό, που όσοι είχαν κεριά τ' ανάψανε μπροστά στα εικονίσματα, κείνοι που ήτανε μονάχοι πήγαν στους γείτονες παρακαλώντας να περάσουν μαζί της νύχτα, και κείνοι που είχανε υπηρεσία να βγουν να συγυρίζουν τα ζωντανά, ούτε καν ξεμύτισαν, παρά τ' αφήκανε δίχως φροντίδα κείνη τη βραδιά. |||||||||||||||coordinated||||||||||||chimneys||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||emerged|||they left||||| However, in the evening, as it started to get dark, the dogs were howling and at the same time, as if they were all in agreement, a wind rose so strong that it made all the chimneys buzz, and then such terror gripped the entire staff that those who had candles lit them in front of the icons, those who were alone went to the neighbors begging to spend the night together, and those who had duty to go out and tend to the animals didn't even peek out, but left them uncared for that night. Και τον αγιασμό που ο καθένας κρατούσε από την πρωτομηνιά φυλαγμένο σ' ένα μπουκαλάκι, όλον τον ξοδέψανε για ξόρκι. |||||||||first of the month||||||||| And the holy water that everyone kept from the first of the month, saved in a little bottle, they all spent on a spell.

Πολλοί μάλιστα άκουσαν να βαδίζει κάποιος με βαριά βήματα πάνω στην ταράτσα κι ο σιδηρουργός βεβαίωνε πως είδε με τα μάτια του ένα φτερωτό δράκο να πετάει πάνω από τη σκεπή. Many even heard someone walking with heavy steps on the roof, and the blacksmith assured that he saw with his own eyes a winged dragon flying over the roof. Στη γωνιά του Ποληκέη δε βρισκότανε κανένας. In the corner of Polikei, there was no one. Την τρελή μητέρα και τα παιδιά τα είχανε πάει αλλού και μονάχα έμενε το νεκρό μωρουδάκι και δυο γριούλες που το φυλάγανε και κάποια περαστική προσκυνήτρα, από κείνες που τάζουν να γυρνάνε πεζοπορώντας το πιότερο από πολιτεία σε πολιτεία κι από χωριό σε χωριό ίσαμε που να φτάσουν σε μια από τις μεγάλες πολιτείες με τα μεγάλα μοναστήρια για προσκύνημα. |||||||||||||||||||||were guarding|||passing|pilgrim|||||||walking||||||||||||||||||||||||||| The crazy mother and the children had been taken elsewhere, and only the dead little baby remained along with two old women who were watching over it and a passing pilgrim, one of those who vow to walk mostly from town to town and from village to village until they reach one of the large cities with the big monasteries for pilgrimage. Η γυναίκα αυτή διάβαζε το ψαλτήρι όχι για το μωρό, μα έτσι γενικά για όλη κείνη τη συμφορά. This woman was reading the psalter not for the baby, but generally for that whole misfortune. Αυτή ήτανε η επιθυμία της κυρίας. That was the lady's wish. Οι τρεις αυτές γυναίκες άκουγαν πως άμα τέλειωνε το διάβασμα του ακάθιστου τριζομαχούσε κάποιο δοκάρι κι αναδινόταν ένα βαρυαναστέναγμα. |||||||||||unseated|was creaking||||||heavy sighing These three women heard that when the reading of the Akathist was finished, a beam would creak and a heavy sigh would emanate. Κι άμα διάβαζαν το «Ανάστα ο Θεός» σύχαζαν όλα. |||||||they were calming down| And when they read 'Arise, O God', everything would calm down.

Η μαραγκίνα κάλεσε κοντά της κείνη τη νύχτα μια κουμπάρα της κι αγρυπνώντας ήπιαν όλο το τσάι που είχε προμηθευτεί για μια βδομάδα. The carpenter's wife called a close friend that night, and while keeping vigil, they drank all the tea that she had procured for a week. Κι αυτές άκουγαν πως έτριζαν τα δοκάρια της ταράτσας και κάτι βρόντους, λες και γκρεμίζονταν από πάνω τσουβάλια γιομάτα, βαριά. ||||||||||||||||||full of| And,,too,oh,how,do,th,obt,th,bo,th,dock,th,t,whir,how,th,how,th,th,bo,th,vo,th,vo,th,th,bo,th,th,bo,th,vo,th,th,bo,th,bo,th,th,mwf,k,bo,th,th,th,th,bo,th,p,th,vo,c,th,bo,bo,th,th,mwf,c,th,th,g,th,th,th,mwf,p,th,bo,x,th,th,c,th,bo,th,mwf,p,th,th,bo,th,th,mwf,c,th,mwf,p,c,myp,k,th,bo,c,th,th,th,th,bo,th,mwf,p,w,k,th,c,th,mwf,p,th,th,mwf,p,mp$g,th,p,th,p,c Οι μουζίκοι-φρουροί, που επιστράτεψε ο επιστάτης, έδιναν κάποιο κουράγιο στους ανθρώπους της αυλής που συντρόφευαν, γιατί αλλιώς όλοι κείνοι θα είχανε ξεψυχήσει από την τρομάρα  τους. ||||summoned|||||||||||were accompanying||||||||||| Th,mwf,c(m,th,c,x,p,mw,th,mwbm,th,mwf,th,mwf,th,mwf,m,p,mwf,c,f,mwb,m,mwf,mw,c,mwx,x,mwf,f,mwf,mwb,th,mw,x,th,mwp,x,mwx,mwb,x,mx,mw,mwx,x,mwf,mpx,th,mw,mw,x,mw,w,x,th,mw,th,th,th,x,mrwd,c Οι μουζίκοι είχανε ξαπλώσει στη μπασιά πάνω σε μπόλικο στρωμένο σανό κι αργότερα βεβαίωναν πως κι αυτοί άκουσαν πολλά θαύματα να γίνονται στην ταράτσα, μολονότι πέρασαν όλη κείνη τη νύχτα κουβεντιάζοντας άνετα για την επιστράτευση, μασούλιζαν ξερό ψωμάκι που έφεραν μαζί τους, ξύνονταν και, το κυριότερο, γιόμισαν τον τόπο με κείνη την ξέχωρη δυσοσμία που αναδίνουν οι μουζίκοι μας, τόσο πολύ, που η μαραγκίνα καθώς περνούσε για να βγει έξω, βούλωσε τη μύτη της και τους έβρισε «παλιομουζίκοι, βρομιάρηδες!». |||||||||||||||||||||||||||||||||||they were munching|||||||they were||||happening|||||||||they were giving off||||||||||||||||||||||muzziks| Th,mx,m,x,th,mw,g,th,m,x,mwf,mrwx,c,x,x,mw,mwf,x,x,th,k,mw,mm,x,w,w,th,x,mwx,th,mwf,mp,mx,th,mwf,w,w,th,x,x,mwb,x,x,w,x,m,c,x,mx,mwb,g,th,x,th,x,x,w,x,w,x,x,th,w,th,x,mw,x,tg,m,k,m,qc,th,m,mwb,mrth,mw,x,mx,x,mx,mw,th,x,mx,x,mx,mw,g,x,mx,mwb,mx,th,mwf,mm,m,mx,x,x,mrth,mx,mwf,c,mw,c,c,mwf,mwx,th,mc,mwx,mfw,th,mwm,th,c,mwx

Όπως κι αν είχε το πράγμα ωστόσο, ο κρεμασμένος έμεινε στην ταράτσα κείνη τη νύχτα κι ήτανε σάμπως κάποιο κακό πνεύμα ν' άπλωνε πάνω από ολάκερο το περίπτερο τη μεγάλη του φτερούγα, δείχνοντας έτσι τη δύναμή του και πλησιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο όσο πιο πολύ μπορούσε τους ενοίκους. Τουλάχιστον εκείνοι όλο αυτό αισθάνονταν. At least they all felt that.

Δεν ξέρω αν ήτανε σωστή η άποψη. I don't know if their opinion was correct. Μου φαίνεται μάλιστα εμένα, πως δεν ήτανε καθόλου σωστή. It actually seems to me that it wasn't right at all. Και φαντάζομαι πως αν βρισκότανε κάποιος τολμηρός κείνη τη νύχτα κι άδραχνε ένα φανάρι ή ένα κερί και, κάνοντας το σταυρό του, ακόμα και μη κάνοντάς τον, τραβούσε για την ταράτσα και σκόρπιζε με το φως που κρατούσε τη φρίκη της σκοτεινιάς και φώτιζε τα δοκάρια και τα αραχνοσκεπασμένα πεζούλια, και τα ρούχα που παράτησε η μαραγκίνα να κρέμονται, κι έφτανε ίσαμε τον Ποληκέη κι αν, δίχως κανένα φόβο σήκωνε το φως ίσαμε το πρόσωπο κεινού, δεν θα έβλεπε παρά το γνώριμο λιπόσαρκο κορμί, με τα πόδια στυλωμένα χάμω (είχε ξελασκάρει πια το σκοινί) να γέρνει άπνοο από τη μια μεριά, με ξεκούμπωτο το γιακά του πουκαμίσου του, δίχως σταυρουδάκι κρεμασμένο στο λαιμό, και με το κεφάλι γερμένο πάνω στο στήθος και το αγαθό πρόσωπο μ' ανοιχτά τα δίχως όραση μάτια και με κείνο το ήσυχο το φταιξιάρικο χαμόγελο και μια αυστηρή γαλήνη και σιγαλιά απλωμένη παντού. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||darkness|||||||spiderweb-covered|planks|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||breathless||||||unbuttoned||||of the shirt|||cross||||||||||||||||||||||||||||||||||||| And I imagine that if there were some brave person that night who dared to take a lantern or a candle and, making the sign of the cross, even if he did not, went up to the rooftop and scattered with the light he held the horror of the darkness, illuminating the beams and the spiderweb-covered benches, and the clothes left hanging by the seamstress, and reached as far as Polikeo, and if, without any fear, he raised the light to that person's face, he would see nothing but the familiar emaciated body, with its legs splayed down (the rope had already loosened) leaning breathless to one side, with the collar of his shirt unbuttoned, without the little cross hanging around his neck, and with his head leaning on his chest and the good face with his sightless eyes open and that calm, blameworthy smile and a strict tranquility and silence spread everywhere.

Μα την αλήθεια, η μαραγκίνα, καθώς ήταν στριμωγμένη στη μια άκρη του κρεβατιού της με τα μαλλιά αναστατωμένα και με τα μάτια περίτρομα και διαβεβαίωνε πως άκουγε να γκρεμίζονται με βρόντο τα γιομάτα σακιά, ήτανε πολύ πιο τρομερή η όψη της από τον Ποληκέη, παρ' όλο που κεινού του είχανε αφαιρέσει το σταυρουδάκι που φορούσε στο λαιμό και τα είχαν ακουμπήσει εκεί δα στο δοκάρι. But truth be told, the seamstress, as she was crammed into one corner of her bed with her hair disheveled and with her eyes wide open, assuring that she heard the full sacks crashing down with a bang, was much more terrifying in appearance than Polikeo, even though they had removed the little cross he wore around his neck and had placed it right there on the beam. Επάνω, δηλαδή στης κυρίας, ίδια τρομάρα επικρατούσε, όπως και στις γωνιές. Above, that is to say in the lady's room, the same terror prevailed, just like in the corners. Στο δωμάτιο της κυρίας ήτανε διάχυτη η μυρωδιά κολόνιας και φαρμάκων. ||||||||of cologne|| In the lady's room, the smell of cologne and medicines was pervasive. Κείνη τη νύχτα στο δωμάτιο των κοριτσιών ήρθε να τις συντροφέψει η θειά της Ντουνιάσας, και οι τέσσερείς τους κάθονταν και κουβέντιαζαν σιγανά. |||||||||||||||||four||||| That night in the girls' room, their aunt Douniasa came to keep them company, and all four of them sat and chatted quietly.

- Ποιος θα πάει να φέρει λάδι για το καντήλι; - είπε ξαφνικά η Ντουνιάσα. ||||||||||||Douniasa - Who will go and get oil for the lamp? - Douniasa suddenly said.

- Εγώ δεν πάω, δεν πάω με κανέναν τρόπο, αποκρίθηκε αποφασιστικά η δεύτερη καμαριέρα. - I am not going, I am not going in any way, the second maid replied decisively.

- Έλα, τώρα. - Come on, now. Να πας μαζί με την Αξιούτκα. You should go with Axioutka.

- Πάω εγώ μονάχη μου. - I'm going alone. Για τίποτα δε φοβάμαι, φώναξε η Αξιούτκα, μα την ίδια κιόλας στιγμή σαν να δείλιασε. I'm not afraid of anything, shouted Axioutka, but at the same moment she seemed to hesitate.

- Άντε, το λοιπόν, κορίτσι μου, και γύρεψε από τη γιαγιά να σου βάλει στο ποτήρι και φέρτο. ||||||||||||||||bring it - Well then, my girl, go and ask Grandma to put some in your glass and bring it. Πρόσεξε μην το χύσεις στο δρόμο. |||spill|| Be careful not to spill it on the road.

Η Αξιούτκα με το ένα χέρι της συμμάζεψε και κράτησε τη φούστα της και, καθώς, εξαιτίας αυτό δε μπορούσε τώρα να κινεί τα δυο χέρια κίνησε το ελεύθερο μονάχα αλλά με διπλάσια δύναμη, κάθετα προς τη γραμμή της κατεύθυνσής της και έφυγε σαν αστραπή. ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||direction||||| Axioutka, with one hand, gathered and held her skirt and, since she couldn’t now move both hands, she moved only the free one but with twice the force, perpendicular to the direction she was going, and she left like lightning. Φοβόταν τρομερά κι ένιωθε πως αν τύχαινε να δει ή να ακούσει κάτι, ακόμα και την ίδια της τη μάνα να της μιλάει θα πέθαινε την ίδια στιγμή. She was terribly afraid and felt that if she happened to see or hear anything, even her own mother speaking to her, she would die at that very moment. Και περνούσε τρεχάτη, και με το μουτράκι της ζαρωμένο, το γνώριμο μονοπάτι. And she was rushing by, with her wrinkled little face, along the familiar path.