XIII. Ο Ποληκούσκα
XIII. Polikuska
- Η κυρά κοιμάται, για όχι; - ακούστηκε κοντά στην Αξιούτκα κάποια βαθιά φωνή μουζίκου.
- The lady is sleeping, isn’t she? - A deep voice of a muzhik was heard near Axioutka.
Η μικρή άνοιξε μεγάλα τα μάτια της, που πρωτύτερα τα κρατούσε ζαρωμένα κι είδε κάποια σιλουέτα, που της φάνηκε ψηλότερη από το σπίτι.
|||||||||||||||||||taller|||
The little girl opened her big eyes, which she had previously kept squinted, and saw a silhouette that seemed taller than the house.
Έμπηξε περίτρομη μια κραυγή και γύρισε πίσω, τρέχοντας με τέτοια φόρα, που η φούστα της ανεμιζόταν στον αέρα.
|terrified||||||||||||||||
She let out a terrified scream and turned back, running with such speed that her skirt flew in the air.
Μ' ένα πήδημα βρέθηκε στον εξώστη, με άλλο ένα στο δωμάτιο των κοριτσιών και με άγρια ξεφωνητά και κλάματα ρίχτηκε πάνω σ' ένα κρεβάτι.
With one jump, he found himself on the balcony, with another in the girls' room, and with wild screams and cries, he threw himself onto a bed.
Η Ντουνιάσα, η θεία της κι η άλλη κοπέλα πάγωσαν από την τρομάρα τους, μα προτού προφτάσουν να συνέλθουν, άκουσαν κάποια βαριά, αργοκίνητα και δισταχτικά βήματα στη μπασιά και κοντά στην πόρτα.
|Douniasa|||||||||||||||||||||slow-moving|||||||||
Douniasa, her aunt, and the other girl froze in fear, but before they could recover, they heard some heavy, slow, and hesitant footsteps in the hallway and near the door.
Η Ντουνιάσα έτρεξε στης κυρίας.
Douniasa ran to the lady's room.
Η δεύτερη κρύφτηκε πίσω από τα φουστάνια που κρέμονταν στον τοίχο.
The second one hid behind the dresses that were hanging on the wall.
Η θεία σαν πιο τολμηρή θέλησε να κρατήσει την πόρτα, μα δεν τα κατάφερε.
The aunt, being bolder, wanted to hold the door, but she couldn't do it.
Η πόρτα άνοιξε κι ένας μουζίκος μπήκε στο δωμάτιο.
The door opened and a servant boy entered the room.
Ο μουζίκος αυτός ήτανε ο Ντουτλόβ με τα βαρκάκια του.
This peasant was Doulov with his little boats.
Δίχως να δίνει σημασία στην τρομάρα που προξένησε η ξαφνική παρουσία του, αποζήτησε με το βλέμμα τα εικονίσματα και μη διακρίνοντας τη μικρή Παναγίτσα που κρεμόταν στην αριστερή γωνιά σταυροκοπήθηκε μπρος στο μπουφεδάκι με τα φλιτζάνια και τα πιατικά, απόθεσε το σκούφο του πάνω στο πεζούλι του παραθύρου και, χώνοντας το χέρι του βαθιά μέσα στον κόρφο του, λες κι ήθελε να ξυθεί στη μασχάλη ανέσυρε από εκεί μέσα το φάκελο με τις πέντε σφραγίδες με την άγκυρα.
||||||||||||sought||||||||not distinguishing||||||||||||buffet||||||||||||||||||||||||||||||shaving|||||||||||||||
Without paying attention to the fright caused by his sudden presence, he searched with his eyes for the icons and, not noticing the small Virgin Mary hanging in the left corner, he crossed himself in front of the sideboard with the cups and dishes, placed his cap on the windowsill, and, shoving his hand deep into his bosom, as if he wanted to scratch his armpit, he pulled out from there the envelope with the five seals with the anchor.
Η θειά της Ντουνιάσας έφερε ορμητικά και τα δυο της χέρια στο στήθος... Και με κόπο είπε.
|||Douniasas|||||||||||||
Aunt Douniasa hastily brought both her hands to her chest... And with effort she said.
- Με κατατρόμαξες, Ναούμιτς!
||Naoumits
- You scared me, Naomi!
Μου κόπηκαν τα ήπατα... Έτσι δα μου φάνηκε σάμπως να ήρθε το τέλος μου...
I felt like my liver was cut... It felt to me as if my end had come...
- Έτσι κάνουν; - πρόστεσε η δεύτερη καμαριέρα, προβάλλοντας πίσω από τις φούστες.
- Is that what they do? - added the second maid, peeking out from behind the skirts.
- Καταταράξατε και την κυρά, είπε η Ντουνιάσα μπαίνοντας κείνη τη στιγμή.
"you have disturbed"||||||||||
- You have detained the lady as well, said Douniasa as she entered at that moment.
Τι μου κουβαλιέσαι στα δωμάτιά μας δίχως πρώτα να στείλεις να ρωτήσεις; Σωστός μουζίκος πια!
||you are bringing yourself||||||||||||
What are you doing barging into our rooms without first sending someone to ask? You’ve really become a proper peasant!
Ο Ντουτλόβ δίχως να ζητήσει συγγνώμη επανάλαβε πως ειν' ανάγκη να δει την κυρία.
Dutlov, without asking for forgiveness, reiterated that it was necessary to see the lady.
- Είναι αδιάθετη, αποκρίθηκε η Ντουνιάσα.
- "She is unwell," replied Douniasa.
Εκείνη τη στιγμή η Αξιούτκα ξέσπασε σ' ένα δυνατό κι άτοπο γέλιο που αναγκάστηκε να ξανακρύψει το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια του κρεβατιού, απ' όπου, τόσην ώρα τώρα, παρ' όλες τις παρατηρήσεις της Ντουνιάσας και της θείας της, ήτανε αδύνατο να ξεμυτίσει δίχως να βάλει τα γέλια, σάμπως κάτι να της πίεζε το ρόδινο στήθος της και τα κατακόκκινα μάγουλά της.
|||||||||||||||hide again||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
At that moment, Axioutka burst into loud and inappropriate laughter, which forced her to hide her head back into the pillows of the bed, from where, for such a long time now, despite all the remarks from Douniasa and her aunt, it had been impossible for her to peek out without breaking into laughter, as if something was pressing on her rosy chest and her bright red cheeks.
Τόσο αστείο της φαινόταν που τρόμαξαν όλοι τόσο πολύ, που έκρυβε το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια και αναταραζόταν σύγκορμη πάνω στο κρεβάτι, σαν να τη βρήκανε σπασμοί.
It seemed so funny to her that everyone was so frightened, that she hid her head in the pillows and trembled all over the bed, as if she were having convulsions.
Ο Ντουτλόβ κοντοστάθηκε, κοίταξε προσεχτικά τη μικρή σαν να ήθελε να καταλάβει τι της συνέβηκε και, δίχως να το πετύχει, στράφηκε από την άλλη μεριά και συνέχισε:
Dutlov stopped, looked carefully at the girl as if he wanted to understand what happened to her and, without succeeding, turned to the other side and continued:
- Που θα πει, μαθές, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, είπε, να της πείτε μονάχα πως ένας μουζίκος βρήκε το γράμμα με τα λεφτά.
- Which means, you see, it's a very serious matter, he said, just tell her that a peasant found the letter with the money.
- Τι λεφτά;
- What money?
Η Ντουνιάσα προτού να πάει στης κυρίας, διάβασε τη διεύθυνση και ρώτησε το Ντουτλόβ πού και πώς βρήκε αυτός κείνα τα λεφτά που έπρεπε να τα φέρει από την πολιτεία ο Ποληκέη.
Before going to the lady's, Douniasa read the address and asked Dootlov where and how he found the money that Polikei was supposed to bring from the state.
Αφού άκουσε όλες τις λεπτομέρειες, κι αφού πρώτα έσπρωξε την Αξιούτκα που δεν έπαυε τα γέλια, στη μπασιά για να ξεθυμάνει, η Ντουνιάσα πήγε στης κυρίας.
After hearing all the details, and after first pushing Axioytka, who could not stop laughing, in the corner to cool off, Douniasa went to the lady's.
Μα προς μεγάλη απορία του Ντουτλόβ η κυρία δεν θέλησε να τον δεχτεί και δεν είπε τίποτα οριστικό στη Ντουνιάσα.
But to Dootlov's great surprise, the lady did not want to accept him and did not say anything definitive to Douniasa.
- Δεν ξέρω τίποτα κι ούτε θέλω να ξέρω, είπε η κυρία.
- I don't know anything and I don't want to know, said the lady.
Ποιος μουζίκος και ποια λεφτά;
Which peasant and which money?
Κανέναν δε μπορώ, μήτε θέλω να δω.
I can't see anyone, nor do I want to.
Να μ' αφήσουν όλοι ήσυχη.
Let everyone leave me alone.
- Και τι να κάνω εγώ το λοιπόν; - ρώτησε ο Ντουτλόβ στριφογυρίζοντας το φάκελο.
- So what should I do then? - asked Dutlov, twisting the envelope.
Είναι πολλά λεφτά.
It's a lot of money.
Είναι δηλαδής γραμμένο πόσα λεφτά είναι μέσα;- ρώτησε η Ντουνιάσα που τα ξαναδιάβασε.
Is it written how much money is inside? - asked Douniasa who read it again.
Ο Ντουτλόβ είχε ένα ύφος σαν να μην καλοπίστευε.
Doutlov had an expression as if he didn't quite believe it.
Φαινόταν να έλπιζε πως μπορεί τα λεφτά να μην ήτανε της κυρίας και πως δεν του διάβαζαν σωστά τη διεύθυνση.
He seemed to hope that the money might not belong to the lady and that they weren't reading the address correctly.
Όμως η Ντουνιάσα τον διαβεβαίωσε, πως έτσι ήτανε.
However, Douniasa assured him that it was like that.
Ο Ντουτλόβ αναστέναξε, έκρυψε το φάκελο στον κόρφο του κι ετοιμαζότανε να φύγει.
Dutlov sighed, hid the envelope in his bosom, and was getting ready to leave.
- Θα πρέπει, μαθές να τον πάω στον αστυνόμο, μουρμούρισε.
- I must, it seems, take it to the police chief, he murmured.
- Για στάσου, να ξαναρωτήσω άλλη μια φορά, τον σταμάτησε η Ντουνιά σα, που παρακολούθησε πολύ προσεχτικά την εξαφάνιση του φακέλου μέσα στον κόρφο του μουζίκου.
||||||||||Dounia||||||||||||||
- Wait a moment, let me ask one more time, did Dounia stop him, as she watched very carefully the disappearance of the envelope into the peasant's bosom.
Δος μου εδώ το γράμμα.
Give me the letter here.
Ο Ντουτλόβ έβγαλε το φάκελο, όμως δεν τον έδωσε αμέσως στο απλωμένο χέρι της Ντουνιάσας.
Dutlov took out the envelope, but he didn't immediately give it to the outstretched hand of Dounia.
- Να πείτε πως το βρήκε στο δρόμο ο Ντουτλόβ Σιεμιόν.
- Say that it was found on the road by Dootlov Siemon.
- Μα δος μου τον.
- But give it to me.
- Εγώ στοχάστηκα στην αρχή πως ήτανε κάποιο γράμμα μονάχα.
- At first, I thought it was just some letter.
Μα ένας στρατιώτης μου διάβασε πως είχε και λεφτά μέσα.
But a soldier read to me that there was also money inside.
- Δος μου τον εδώ.
- Give me it here.
- Και για τούτο μηδέ αποκότησα να περάσω από το σπίτι μου, παρά ήρθα ίσα εδώ..., συνέχισε ο Ντουτλόβ μη μπορώντας ν' αποχωριστεί τον πολύτιμο φάκελο, έτσι να της πείτε της κυράς.
- And for this reason, I didn't even hesitate to pass by my house, but I came straight here..., continued Doutlov, unable to part with the precious envelope, so tell it to the lady.
Η Ντουνιάσα πήρε επιτέλους το φάκελο και ξαναπήγε στης κυρίας.
Douniasa finally took the envelope and went back to the lady's.
- Αχ, Θεέ μου, Ντουνιάσα!
- Oh, my God, Duniasa!
Είπε η κυρία με φωνή επιτιμητική.
Said the lady in a reproachful voice.
Μη μου μιλάς γι' αυτά τα λεφτά.
Don't talk to me about that money.
Όταν θυμάμαι εγώ μονάχα κείνο το μωρουδάκι...
When I remember only that little baby...
- Ο μουζίκος, κυρία, δεν ξέρει πού θα διατάξετε να τα παραδώσει είπε η Ντουνιάσα.
- The poor child, ma'am, doesn't know where you will order him to deliver them, said Douniasa.
Η κυρία άνοιξε το φάκελο, ανατρίχιασε καθώς είδε τα λεφτά κι απόμεινε σκεφτική.
The lady opened the envelope, shivered as she saw the money, and remained thoughtful.
- Τρομερό πράγμα τα λεφτά, πόσο κακό μπορούν να κάνουν!
- A terrible thing money is, how much harm it can do!
- είπε.
- he said.
- Ο Ντουτλόβ τα βρήκε κυρία.
- Dutilov found it, madam.
Θα προστάξετε να φύγει ή θα θελήσετε να τον ακούσετε; - ρώτησε η Ντουνιάσα.
Will you order him to leave or will you want to hear him? - asked Douniasa.
- Δεν τα θέλω αυτά τα λεφτά.
- I don't want this money.
Είναι φριχτά, είναι απαίσια.
It's horrible, it's dreadful.
Πόσο κακό έκαναν!
How bad they did!
- Πέστου να τα πάρει για δικά του, αν τα θέλει, είπε ξαφνικά η κυρία αποζητώντας το χέρι της Ντουνιάσας.
||||||||||||||seeking||||
- Tell him to take them as his own, if he wants, said the lady suddenly, seeking the hand of Douniasa.
Ναι, ναι, ναι, επανάλαβε, ενώ η Ντουνιάσα την άκουγε εμβρόντητη.
|||||||||astonished
Yes, yes, yes, she repeated, while Douniasa listened to her in shock.
Να τα πάρει για δικά του και να τα κάνει ό,τι θέλει.
To take them for his own and do whatever he wants.
- Μιάμιση χιλιάδα ρούβλια και κάτι παραπάνω, παρατήρησε η καμαριέρα, χαμογελώντας ανάλαφρα, σαν να μιλούσε σε κάποιο μωρό.
- One and a half thousand rubles and a little more, the maid remarked, smiling lightly, as if she were speaking to a baby.
- Να τα πάρει όλα, ξανάπε ανυπόμονα η κυρία.
- To take them all, the lady repeated impatiently.
Πώς δε με καταλαβαίνεις; Τα λεφτά αυτά είναι γρουσούζικα.
How do you not understand me? This money is unlucky.
Μη μου ξανακάνεις κουβέντα γι' αυτά.
Don’t talk to me about that again.
Να τα πάρει για δικά του αυτός ο μουζίκος που τα βρήκε.
Let that poor guy who found them take them for himself.
Πήγαινε.
Πήγαινε, λοιπόν!
So go on!
Η Ντουνιάσα γύρισε στο δωμάτιό της.
Douniasa went back to her room.
- Είναι σωστά; - ρώτησε ο Ντουτλόβ.
- Is it right? - asked Dutlov.
- Μέτρησέ τα ελόγου σου, αποκρίθηκε η Ντουνιάσα δίνοντάς του το φάκελο.
Measure||||||||||
- Count them yourself, replied Douniasa, handing him the envelope.
Έχω διαταγή της κυράς να στα δώσω.
I have a command from the lady to give them to you.
Ο Ντουτλόβ έχωσε το σκούφο του κάτω από τη μασχάλη κι άρχισε να μετράει.
Dutlov tucked his hat under his armpit and started to count.
Φαντάστηκε πως η κυρία δεν ένιωθε να μετράει και πρόσταξε να τα μετρήσει αυτός.
He imagined that the lady did not feel like counting and ordered him to count instead.
- Σπίτι σου τα μετράς.
|||you count
- You count them at your house.
Είναι δικά σου!
They are yours!
Είναι δικά σου τα λεφτά!
The money is yours!
Φώναξε με θυμό η Ντουνιάσα.
The Douniasa shouted at me with anger.
Δε θέλω, λέει η κυρά, να τα δω αυτά τα παλιολεφτά.
||||||||||old money
I don't want to see that dirty money, says the lady.
Να τα δώσεις σε κείνον που τα έφερε.
Give it to the one who brought it.
Ο Ντουτλόβ μένοντας σκυμμένος ακόμα, στύλωσε τα μάτια του στη Ντουνιάσα.
Doutlov, still bent over, fixed his eyes on Douniasa.
Η θεία της κοπέλας χτύπησε τα χέρια της με θαυμασμό και απορία.
The girl's aunt clapped her hands in admiration and wonder.
- Μανούλα μου!
- My mother!
Να, τύχη μια φορά, που του έστειλε ο Θεός!
Look, it's luck for once that God sent him!
Παναγιά βοήθα!
Holy Mary, help!
- Μα τι λέτε; Χωρατεύετε; ρώτησε τη Ντουνιάσα.
|||are you joking|||
- But what are you saying? Are you joking? asked Douniasa.
- Όρεξη είχα για χωρατά, αποκρίθηκε η άλλη, δίχως να κρύβει τη φούρκα που την είχε κυριέψει.
- I was in the mood for some fun, replied the other, without hiding the anger that had taken hold of her.
Η κυρά έτσι μου είπε: - δώστα στο μουζίκο που τα έφερε... Έλα, τώρα.
|||||give it|||||||
The lady said to me: - give them to the servant who brought them... Come on now.
Πάρτα τα λεφτά και τράβα.
Take the money and go.
Για άλλους ξημερώνει πίκρα, για άλλους τύχη με το τσουβάλι...
For some, it dawns bitterness, for others luck with a sack...
- Για λίγο το έχεις; Πάνω από μιάμιση χιλιάδα ρούβλια, παρατήρησε η θεία.
- Do you have it for a little while? More than one and a half thousand rubles, the aunt remarked.
- Ναι, πάνω από μιάμιση χιλιάδα, τη βεβαίωσε η ανιψιά της.
- Yes, more than one and a half thousand, her niece assured her.
- Έλα, τράβα τώρα, και βάλε ένα κεράκι μιας δεκάρας στον Άι-Νικόλα, στράφηκε κοροϊδευτικά στο Ντουτλόβ.
||||||||dime|||||||
"Come on, go now, and put a candle worth a dime for Saint Nicholas," he turned mockingly to Dutlov.
Τι έπαθες, καλέ, κι αλάλιασες έτσι δα; Και χαλάλι του να τα έβρισκε κανένας φτωχός! Μα τούτος εδώ που έχει τόσα...
||||you went crazy||||||||||||||||
What happened to you, dear, that you became so stunned? And it would be fine if a poor person found it! But this one here who has so much...
Ο Ντουτλόβ επιτέλους κατάλαβε πως του μιλούσαν σοβαρά κι άρχισε να μαζεύει τα λεφτά που τα είχε απλώσει για να τα μετρήσει, και να τα ξαναστριμώχνει μέσα στο φάκελο.
|||||||||||||||||||||||||stuffing them again|||
Finally, Doutlov understood that they were speaking to him seriously and began to gather the money he had spread out to count, and to stuff it back into the envelope.
Μα τα χέρια του έτρεμαν κι ολοένα γύριζε και κοίταζε τη Ντουνιάσα, δείχνοντας πως κείνη οπωσδήποτε περιφρονούσε και το μουζίκο και τα λεφτά.
But his hands were shaking, and he kept turning and looking at Douniasa, showing that she certainly despised both the peasant and the money.
- Δος μου να στα συγυρίσω εγώ.
||||tidy up|
- Let me tidy it up myself.
Κι έκανε να τα πάρει.
And he made a move to take them.
Μα ο Ντουτλόβ δεν την άφησε.
But Noutlov didn't let her.
Τα ζάρωσε όπως-όπως, τα έχωσε βαθιά στο φάκελο κι άδραξε το σκούφο του.
- Εισ' ευχαριστημένος;
are|
- Μήτε που ξέρω τι να πω.
Μα την αλήθεια...
By the truth...
Και δίχως ν' αποτελειώσει τη φράση του, κίνησε αόριστα το χέρι και βγήκε μισοχαμογελώντας, μισοκλαίγοντας.
And without finishing his sentence, he moved his hand vaguely and left half-smiling, half-crying.
Ακούστηκε το καμπανάκι της κυρίας.
The lady's bell was heard.
- Λοιπόν; Του τα έδωσες;
- So? Did you give it to him?
- Μάλιστα κυρία.
- Yes, ma'am.
- Και, δε μου λες, είναι ευχαριστημένος;
- And, tell me, is he satisfied?
- Έκανε σαν τρελός ολότελα.
- He acted completely crazy.
- Αχ, φώναξέ μου τον.
- Ah, call him for me.
Θα το ρωτήσω πως τα βρήκε.
I will ask him how he found it.
Φώναξέ τον να έρθει εδώ.
Call him to come here.
Εγώ δε μπορώ να βγω.
I can't go out.
Η Ντουνιάσα έτρεξε και πρόφτασε το Ντουτλόβ στη μπασιά.
Douniasa ran and caught up with Doutlov at the bass.
Δίχως να φορέσει το σκούφο του, στεκόταν εκεί δα.
Without wearing his hat, he was standing right there.
Είχε βγάλει τη σακούλα του και σκύβοντας προσπαθούσε να τη λύσει για να βάλει μέσα τα λεφτά, που τα κρατούσε στα δόντια του.
He had taken out his bag and, bending down, was trying to untie it to put the money inside, which he was holding in his teeth.
Μπορεί να του φαινόταν, πως, όσο τα λεφτά βρίσκονταν έξω από τη σακούλα, δεν ήτανε δικά του.
It may have seemed to him that as long as the money was outside the bag, it didn't belong to him.
Όταν η Ντουνιάσα τον κάλεσε να παρουσιαστεί στης κυρίας, ο Ντουτλόβ τρόμαξε.
When Douniasa called him to present himself to the lady, Doutslov was startled.
- Τι... τι... είπατε;... Μπας και θέλει να τα πάρει πίσω; Μακάρι ελόγου σας δεν παίρνετε το μέρος μου; Και εγώ να σας φέρω όσο μέλι θέλετε...
- What... what... did you say?... Is it possible he wants to take them back? I hope you don't take his side? And I will bring you as much honey as you want...
- Δεν τα παρατάς αυτά, λέω εγώ.
||give up|||
- You don't give that up, I say.
Κι όσο για το μέλι, σε ξέρουμε δα.
And as for the honey, we know you well enough.
Κι η Ντουνιάσα άνοιξε την πόρτα κι οδήγησε το μουζίκο στης κυρίας.
And Douniasa opened the door and led the servant to the lady.
Ο Ντουτλόβ πήγαινε με την καρδιά σφιγμένη.
Dutlov went with his heart tightened.
«Οχού, συμφορά μου!
Oh||
"Oh, my misfortune!"
Τώρα θα μου τα πάρει πίσω»!
σκεφτόταν και προχωρούσε.
He was thinking and moving forward.
Βάδιζε αδέξια, σηκώνοντας ψηλά το κάθε πόδι, λες και περνούσε μέσα σε ψηλά χορτάρια, και προσπαθούσε να μην κάνει κρότο με τα χοντρά παπούτσια του.
He walked awkwardly, lifting each foot high, as if he were moving through tall grass, trying not to make a noise with his thick shoes.
Δεν καταλάβαινε τίποτα, μήτε έβλεπε τίποτα απ' ό,τι ήτανε γύρω του.
He understood nothing, nor did he see anything of what was around him.
Πέρασε μπροστά από ένα μεγάλο καθρέφτη, έβλεπε κάτι λουλούδια, ένα μουζίκο που προχωρούσε σηκώνοντας προσεχτικά το κάθε πόδι του, το κάδρο του συχωρεμένου του αφέντη κρεμασμένο στον τοίχο, κάποιο πράσινο βαρελάκι και εκεί δα στη γωνία ένα άσπρο πράμα.
||||||||||||||||||||||deceased||||||||||||||||
He passed in front of a large mirror, saw some flowers, a little boy moving carefully, lifting each foot, the frame of his deceased master hanging on the wall, a small green barrel, and right there in the corner, a white thing.
Και να, που κάποια στιγμή κείνο το άσπρο πράμα μίλησε: ήτανε η κυρά.
Ο Ντουτλόβ δεν κατάλαβε τίποτα από κείνα που του έλεγε η κυρία, μονάχα γούρλωνε τα μάτια του.
|||||||||||||bulged|||
Δεν ήξερε πού βρισκόταν κι όλα του φαίνονται σαν μέσα σε μια καταχνιά.
He didn't know where he was, and everything seemed to him like being in a haze.
- Συ είσαι ο Ντουτλόβ;
- Are you Dootlov?
- Ναι, κυρά.
- Yes, madam.
Όπως ήτανε ούτε που τ' άγγιξα, αποκρίθηκε ο γέρος με κόπο.
As it was, I didn't even touch them, the old man replied with difficulty.
Κακό, που με βρήκε, μα το Θεό!
Bad luck that found me, I swear to God!
Και τ' άλογο το τσάκισα να έρθω το γρηγορότερο στην αφεντιά σου...
||||I broke|||||||
And I broke the horse to come to you as quickly as possible...
- Ε, η τύχη σου ήτανε, παρατήρησε η κυρία μ' ένα χαμόγελο κάπως περιφρονητικό μα δίχως κακία.
- Well, it was your luck, observed my lady with a somewhat disdainful but not malicious smile.
Πάρτα, πάρτα για δικά σου.
Take them, take them for yourself.
Ο Ντουτλόβ γούρλωνε τα μάτια μου.
Dutlov was bulging my eyes.
- Ειμ' ευχαριστημένη που πέσανε στα χέρια σου.
I am glad that they fell into your hands.
Ο Θεός να δώσει να σου βγούνε σε καλό!
May God grant that it turns out well for you!
Εισ' ευχαριστημένος;
Are you satisfied?
- Πώς να μην είμαι μαθές; Και πολύ ευχαριστημένος μένω κυρά!
- How could I not be? I'm very satisfied, madam!
Θα δέομαι στο Θεό όλο για την αφεντιά σου.
I will pray to God for you.
Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη, δόξα να 'χει ο Παντοδύναμος, που έχουμε στη ζωή την κυρά μας και μας παραστέκει.
My joy is so great, glory be to the Almighty, that we have our lady in life and she stands by us.
Έτσι καλό να μη μου δώκει ο Θεός αν λέω ψέματα.
|||||gives|||||
May God not grant me such good if I am telling lies.
- Και πώς τα βρήκες;
- And how did you find it?
- Εμείς μαθές, όλοι μας μπορούμε πάντα να πασχίζουμε το καλό για την κυρά μας, παστρικά και τιμημένα, όχι σαν να λέμε...
- We, you see, all of us can always strive for good for our lady, clean and honorable, not as if to say...
- Αλάλιασε ολότελα, κυρία, και δεν ξέρει τι λέει, παρατήρησε η Ντουνιάσα.
- She is completely bewildered, madam, and doesn't know what she is saying, observed Douniasa.
- Επήγα με τον κληρωτό τον ανιψιό μου στην πολιτεία και στο γυρισμό τα βρήκα στο δρόμο.
I went|||||||||||||||
- I went with my drafted nephew to the city and on the way back I found them in the road.
Ο Ποληκέη πρέπει να τα έχασε, δίχως να το νιώσει.
Polikē is probably lost them, without realizing it.
- Καλά, πήγαινε τώρα στο καλό.
- Alright, go now in peace.
Και εγώ είμαι ευχαριστημένη για σένα.
And I am pleased with you.
- Ευχαριστώ σε, κυρία!...
- Thank you, madam!...
έλεγε και ξανάλεγε ο Ντουτλόβ.
Dutlov kept saying and re-saying.
Αργότερα θυμήθηκε πως δε συμπεριφέρθηκε καθόλου καλά, μήτε και που ευχαρίστησε την κυρία όπως θα έπρεπε.
Later he remembered that he hadn't behaved well at all, nor had he thanked the lady as he should have.
Η κυρία κι η Ντουνιάσα χαμογελούσαν, ενώ ο μουζίκος γύρισε να φύγει και βάδιζε πάλι, σαν και πρώτα, ανασηκώνοντας το κάθε πόδι του ψηλά σαν να περνούσε μέσα από ψηλά χορτάρια.
The lady and Douniasa were smiling, while the muzhik turned to leave and walked again, as before, lifting each of his legs high as if walking through tall grass.
Είχε μεγάλη διάθεση να τρέξει γρήγορα και με πολύν κόπο συγκρατιόταν και δεν το έκανε.
He had a great desire to run quickly and with much effort he restrained himself and did not do it.
Γιατί όλο του φαινόταν πως, όπου να 'ναι, κάποιος θα τον σταματούσε και του έπαιρνε τα λεφτά...
Because it always seemed to him that, any moment now, someone would stop him and take his money...