XIV. Ο Ποληκούσκα
XIV. Polikuska
Όταν βρέθηκε επιτέλους στον καθαρόν αέρα, ο Ντουτλόβ αποτραβήχτηκε κατά την αλέα με τις φλαμουριές και μάλιστα έλυσε του ζουνάρι του, για να μπορέσει πιο εύκολα να βγάλει τη σακούλα από τον κόρφο του κι άρχισε να ταχτοποιεί τα χαρτονομίσματα.
When he finally found himself in the fresh air, Dudlov withdrew along the path with the linden trees and even untied his belt, so he could more easily take the bag out from his bosom and began to organize the banknotes.
Τα χείλη του κουνιόταν ολοένα, ζάρωναν και τεντώνονταν σπασμωδικά, μολονότι δεν έβγαλε μιλιά.
His lips kept moving incessantly, wrinkling and stretching spasmodically, although he did not utter a word.
Αφού ταχτοποίησε τα λεφτά κι έκρυψε στον κόρφο του τη σακούλα, ζώστηκε σφιχτά το ζουνάρι του, σταυροκοπήθηκε και τράβηξε να φύγει, βαδίζοντας σα μεθυσμένος στο δρομάκι, τόσο ήτανε απορροφημένος από τις σκέψεις του είχανε πλημμυρίσει το κεφάλι του.
After organizing the money and hiding the bag in his bosom, he tightly fastened his belt, made the sign of the cross, and set off to leave, walking like a drunken man down the alley, so absorbed was he in his thoughts that flooded his mind.
Ξαφνικά αντίκρισε κάποιο μουζίκο, που ερχόταν από την αντίθετη μεριά.
Suddenly he saw a peasant coming from the opposite side.
Ήτανε ο Γιεφίμ, που με τη μαγκούρα στο χέρι, έκανε το γύρο του περιπτέρου, φρουρώντας τον κρεμασμένο.
It was Yefim, who with a stick in hand, was walking around the kiosk, guarding the hanging one.
- Α, μπάρμπα-Σιεμιόν, του φώναξε χαρούμενα ο Γιεφίμ, κοντοζυγώνοντάς τον κατευχαριστημένος, γιατί του ερχόταν πολύ άσκημα να τριγυρίζει μονάχος μέσα στη νύχτα.
|||||||Yefim||||||||||||||
- Oh, Uncle Semyon, shouted Yefim joyfully, approaching him with great satisfaction, because it felt very bad to be wandering alone in the night.
Τι απόκανες, μπάρμπα; Τους παραδώσατε τους κληρωτούς;
|did you do|||||
What have you done, uncle? Did you hand over the recruits?
- Ναι.
- Yes.
Και συ πώς βρίσκεσαι εδώ πέρα;
And how are you here?
- Μα να, με βάλανε να φυλάω τον Ποληκέη που κρεμάστηκε.
- Well, they made me guard Polikéa who hanged himself.
- Πού;
- Where?
- Να, στην ταράτσα, λένε, αποκρίθηκε ο Γιεφίμ, δείχνοντας με τη μαγκούρα την ταράτσα του περίπτερου.
- Look, on the rooftop, they say, replied Yefim, pointing with his stick to the rooftop of the kiosk.
Ο Ντουτλόβ κοίταξε κατά εκεί που του έδειχνε ο Γιεφίμ, και μολονότι δεν είδε τίποτα, ζάρωσε τα μούτρα του, κατσούφιασε και κίνησε αόριστα το κεφάλι.
Dutlov looked in the direction that Yefim was pointing, and although he saw nothing, he frowned, sulked, and vaguely moved his head.
- Ήρθε ο αστυνόμος, είπε ο Γιεφίμ, έτσι έλεγε ο αμαξάς.
- The inspector has arrived, said Yefim, that’s what the coachman was saying.
Όπου να 'ναι θα τον κατεβάσουν τον Ποληκέη.
where|||||||
Any moment now they will bring Polikei down.
Όμως μπάρμπα μου, τι να σου πω, είναι πολύ άγρια τη νύχτα.
But uncle, what can I say, it is very wild at night.
Και να μου πούνε να ανέβω στην ταράτσα νύχτα, είναι αδύνατον να πάω.
And if they told me to go up to the terrace at night, it is impossible for me to go.
Ακόμα και να με σκοτώσει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς δεν πάω.
Even if Yegor Mikhailovich were to kill me, I wouldn't go.
- Πω, πω συμφορά!
Μεγάλη συμφορά!
- είπε ο Ντουτλόβ, σίγουρα μόνο για να πει κάτι, γιατί ήτανε φανερό, πως μήτε καν σκεφτόταν αυτά που έλεγε, παρά βιαζόταν μονάχα να φύγει το γρηγορότερο.
|||||||||||||||was thinking||||||||||
Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του επιστάτη κι αναγκάστηκε να σταματήσει.
But at that moment the voice of the overseer was heard and he was forced to stop.
- Ε Γιεφίμ, φώναξε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από τον εξώστη.
- Hey Yefim, shouted Yegor Mikhailovich from the balcony.
Έλα εδώ.
Come here.
- Αμέσως, αποκρίθηκε ο Γιεφίμ.
- Immediately, responded Yefim.
- Ποιος ήτανε ο άλλος μαζί σου;
- Who was the other one with you?
- Ο Ντουτλόβ.
- Dutlov.
- Έλα και συ, Σιεμιόν.
- Come on, Semyon.
Σαν πλησίασε ο Ντουτλόβ, διάκρινε στο φως του φαναριού που κρατούσε ο αμαξάς τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και κάποιον κοντούλη δημόσιο υπάλληλο με στολή.
As Dutlov approached, he distinguished in the light of the lantern held by the coachman Yegor Mikhailovich and a short public servant in uniform.
Αυτός ήταν ο αστυνόμος.
This was the police officer.
- Να, τώρα θα έρθει και τούτος ο γέροντας μαζί μας, είπε ο επιστάτης.
- Now, this old man will come with us too, said the foreman.
Ο Ντουτλόβ δεν ήτανε καθόλου πρόθυμος, μα βρέθηκε σε δύσκολη θέση.
Dutlov was not at all willing, but he found himself in a difficult position.
- Και συ, Γιεφίμ, σαν παλικάρι που είσαι, τρέχα να συγυρίσεις τη σκαλίτσα της ταράτσας, για να μπορέσει ν' ανέβει καλά ο ευγενέστατος.
|||||||||tidy up||||||||||||
- And you, Yefim, since you are a young man, run and tidy up the stairs to the terrace, so that the most noble gentleman can climb up well.
Ο Γιεφίμ, που πρωτύτερα έλεγε πως με κανέναν τρόπο δε θα πήγαινε νύχτα στην ταράτσα, τώρα έτρεξε αμέσως, δίχως να πει λέξη.
Ο αστυνόμος άναψε την πίπα του κι άρχισε να καπνίζει.
The inspector lit his pipe and began to smoke.
Κατοικούσε σ' ένα χωριό που απείχε δυο βέρστια απ' το Πακρόβσκογιε κι επειδή κείνες τις μέρες τον είχε κατσαδιάσει για καλά ο προϊστάμενός του, γιατί παραμελούσε την υπηρεσία του μεθοκοπώντας, τώρα έδειξε υπέρμετρο ζήλο κι έτρεξε στις δέκα τη νύχτα να εξετάσει αμέσως την υπόθεση.
||||||||||||||||||||||his boss||||||||||excessive||||||||||||
He lived in a village that was two versts away from Pakrovskoye, and since his supervisor had given him a good scolding during those days for neglecting his duties while drinking, he now showed excessive zeal and rushed at ten o'clock at night to immediately investigate the case.
Ο επιστάτης ρώτησε το Ντουτλόβ για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί πέρα αυτή την ώρα και κείνος του είπε το ιστορικό για τα λεφτά που βρήκε και πως η κυρία του τα χάρισε και πρόσθεσε πως σκοπός του ήτανε να δει πρωτύτερα το Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και να το πει κεινού, μα τα πράγματα ήρθανε ανάποδα.
The foreman asked Dutlov why he was there at that time, and he told him the story about the money he found and how his lady had given it to him, adding that his intention was to see Yegor Mikhailovich first and tell him, but things turned out differently.
Προς μεγάλη απόγνωση του Ντουτλόβ, ο επιστάτης ζήτησε να δει το φάκελο.
||despair|||||||||
To the great despair of Doutslov, the supervisor asked to see the folder.
Τον πήρε στα χέρια του και τον κοίταξε με περιέργεια.
He took it in his hands and looked at it with curiosity.
Ο αστυνόμος πήρε κι αυτός το φάκελο και ρώτησε σύντομα και κοφτά το τι και πώς.
|||||||||briefly and curtly||briefly and curtly||||
The inspector also took the folder and asked shortly and curtly what and how.
« Ε , τώρα πια τα έχασα τα λεφτουδάκια»!
||||||little money
«Well, now I've really lost my little money!»
στοχαζόταν στο αναμεταξύ με φρίκη ο Ντουτλόβ, μα ο αστυνόμος του τα έδωσε πίσω, λέγοντας:
thought Doulov in horror in the meantime, but the policeman gave it back to him, saying:
- Αυτές είναι οι στραβομάρες της τύχης.
|||twists of fate||
- These are the misfortunes of fate.
- Όχι δα, του τα έστειλε σε καλή ώρα, παρατήρησε ο επιστάτης.
||||||||||foreman
- No way, he sent them at the right time, the supervisor noted.
Μόλις είχε πάει στην πολιτεία τον ανιψιό του για το στρατό, τώρα θα εξαγοράσει τον κλήρο.
||||||||||military|||buy off||
He had just taken his nephew to the city for the army, now he will redeem the clergy.
- Α, έτσι!
- Ah, I see!
- έκανε ο αστυνόμος και προχώρησε.
- The policeman did and moved on.
- Ε, τι λες, Σεμιόν; Θα τον εξαγοράσεις τώρα τον Ηλιούσκα; - ρώτησε ο επιστάτης.
||||||||||||foreman
- Well, what do you say, Semyon? Are you going to buy off Iliushka now? - asked the supervisor.
- Πώς να τον εξαγοράσω; Φτάνουν τάχατες τα λεφτά; Κι ύστερα κιόλας μπορεί να μην προφταίνω πια.
|||||perhaps|||||||||I might not make it|
- How can I buy him off? Are the money enough? And then maybe I won't have time anymore.
- Κάνε όπως ξέρεις, είπε ο επιστάτης κι ακολούθησαν και οι δυο τον αστυνόμο.
- Do as you know, said the foreman and both followed the policeman.
Πλησίασαν το περίπτερο που στη μπασιά του οι μουζίκοι-φρουροί περίμεναν με φανάρια αναμένα.
They approached|||||||||||||
They approached the booth where the peasant guards were waiting with lit lanterns.
Ο Ντουτλόβ ακολουθούσε τον επιστάτη και τον αστυνόμο.
Dutlov was following the foreman and the policeman.
Οι μουζίκοι στέκονταν σαν αποσβολωμένοι, και το ύφος αυτό ίσως να το είχανε πάρει εξαιτίας της συναίσθησης για τη χαρακτηριστική δυσοσμία που ανάδιναν, γιατί καμιά άλλη αφορμή δεν υπήρχε σε βάρος τους.
||||dazed|||expression|||||||||awareness|||||||||||||||
The peasants stood as if stunned, and this expression perhaps came from their awareness of the characteristic stench they gave off, because there was no other reason against them.
Όλοι σώπαιναν.
Everyone fell silent.
- Πού είναι; - ρώτησε ο αστυνόμος.
- Where is he? - asked the police officer.
- Εδώ, ψιθύρισε ο επιστάτης και πρόσθεσε.
|whispered||||added
- Here, whispered the foreman and added.
Γιεφίμ, συ που είσαι παλικάρι, τράβα μπροστά με το φανάρι.
Yefim, you who are a brave man, go ahead with the lantern.
Ο Γιεφίμ, που προηγουμένως είχε στερεώσει κάποιο σκαλοπάτι που κουνιόταν, φαινόταν να μη φοβάται πια καθόλου.
|||||||step (1)||||||||
Yefim, who had previously secured a wobbly step, seemed to no longer be afraid at all.
Με ζωηρή έκφραση στη μορφή του, ανέβηκε δυο-δυο και τρία-τρία τα σκαλοπάτια και κάθε τόσο γύριζε για να φωτίσει με το φανάρι του το δρόμο στους άλλους που ακολουθούσαν.
With a lively expression on his face, he climbed the stairs two by two and three by three, and every now and then he would turn to illuminate the path for the others who were following with his lantern.
Πρώτος ανέβαινε ο αστυνόμος κι από πίσω ο επιστάτης.
The policeman was the first to ascend, followed by the supervisor.
Όταν οι δύο αυτοί ανέβηκαν στην ταράτσα και δεν φαίνονταν πια, ο Ντουτλόβ με τον ένα πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι αναστέναξε και σταμάτησε.
||||went up||roof||||||||||||||||
When these two reached the roof and were no longer visible, Doutlov, with one foot on the first step, sighed and stopped.
Πέρασαν κάπου δυο λεπτά.
About two minutes passed.
Τα βήματα των άλλων δεν ακούγονταν πια στην ταράτσα.
||||||||the terrace
The steps of the others could no longer be heard on the terrace.
Φαίνεται είχανε πλησιάσει και σταματήσει κοντά στο πτώμα.
|||||||the body
It seems they had approached and stopped near the corpse.
- Μπάρμπα!
Σε φωνάζει είπε ο Γιεφίμ από το κεφαλόσκαλο.
|||||||the staircase
He is calling you, said Yefim from the staircase.
Ο Ντουτλόβ αναγκάστηκε ν' ανέβει.
Dutlov had to go up.
Στο φως του φαναριού διακρινόταν πίσω από το δοκάρι, μονάχα τα κεφάλια κι οι πλάτες του αστυνόμου και του επιστάτη και παραπίσω στεκόταν άλλος ένας, με τις πλάτες του κατά τη μεριά τους.
|||||||||||||||||||||||||||back|||||
In the light of the lantern, only the heads and backs of the policeman and the foreman were visible behind the beam, and standing a bit further back was another one, with his back turned towards them.
Αυτός ήτανε ο Ποληκέη.
This was Polikei.
Ο Ντουτλόβ πέρασε κάτω από το δοκάρι και σταμάτησε κάνοντας το σταυρό του.
||||||crossbar|||making|||
Doutlov passed under the beam and stopped, making the sign of the cross.
- Για γύρισε τον κατά εδώ, παιδιά, είπε ο αστυνόμος.
- Turn him this way, kids, said the policeman.
Κανένας δεν κουνήθηκε.
No one moved.
- Γιεφίμκα, συ που είσαι παλικάρι, πρόσταξε ο επιστάτης.
Yefimka||||brave young man|||
- Yefimka, you who are a brave young man, commanded the overseer.
Το παλικάρι, δίχως να χάσει καιρό, προχώρησε, γύρισε τον κρεμασμένο, στάθηκε δίπλα του και μ' ένα χαρούμενο ύφος, κοίταζε μια τον αστυνόμο, μια τον Ποληκέη, ίδια σαν κείνους τους θαυματοποιούς που μια κοιτάζουν το κοινό, μια το θαύμα που επιδείχνουν κι είναι πρόθυμοι να εκτελέσουν το κάθε τι που οι θεατές τους ζητήσουν.
|||||||||hanging||||||||||||||||||||magicians||||||||||they demonstrate|||||perform||||||||
The brave young man, without wasting any time, moved forward, turned around the hanging one, stood next to him, and with a cheerful expression, looked alternately at the police officer and Polikei, just like those magicians who sometimes look at the audience and sometimes at the wonder they are showcasing, eager to perform whatever the spectators ask of them.
- Γύρισέ τον ακόμα.
turn||
- Turn him again.
Τον ξαναγύρισε, έτσι που κινήθηκαν στο κενό τα χέρια του Ποληκέη και σύρθηκαν τα πόδια του.
||||||||||||were dragged|||
He turned him back, as the arms of Polikei moved in the void and his legs dragged.
- Πιάσε τώρα να τον ξεκρεμάσεις.
||||take him down
- Now grab him to unhang him.
- Διατάζετε να κόψουν το σκοινί, Βασίλη Μπορίσοβιτς; - ρώτησε ο επιστάτης.
Do you order|||||||||
- Are you ordering them to cut the rope, Vasily Borisovich? - the foreman asked.
Δώστε δω ένα τσεκούρι.
|||an axe
Give me an axe.
Αναγκάστηκαν να επαναλάβουν δυο και τρεις φορές τη διαταγή για ν' αποφασίσουν να το κάνουν οι φρουροί κι ο Ντουτλόβ.
||||||||||||||||guards|||
They had to repeat the order two or three times for the guards and Dutelov to decide to do it.
Ενώ ο Γιεφίμ συμπεριφερόταν με το Ποληκέη σαν με κάποιο τομάρι ψόφιου ζώου.
||||||||||piece of skin|dead|of a dead animal
While Yefim behaved with Polikey like he was handling a piece of the hide of a dead animal.
Κάποια στιγμή κατάφεραν να κόψουν το σκοινί, ξεκρέμασαν το πτώμα και το σκέπασαν.
At some point they managed to cut the rope, took down the corpse and covered it.
Ο αστυνόμος είπε, πως αύριο θα έστελνε το γιατρό και πως τώρα μπορούσαν να φύγουν όλοι.
The inspector said that tomorrow he would send the doctor and that now they could all leave.