×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XV. Ο Ποληκούσκα (1)

XV. Ο Ποληκούσκα (1)

Ο Ντουτλόβ, κινώντας αόριστα τα χείλη του τράβηξε για το σπίτι. Στην αρχή κάποια στενοχώρια του έσφιγγε την καρδιά, όμως όσο κοντοζύγωνε στο χωριό το συναίσθημα της χαράς τον κυρίευε ολοένα και πιο πολύ.

Τραγούδια και φωνές μεθυσμένων, ακούγονταν στο χωριό. Ήτανε πια πολύ αργά σαν έφτασε στο σπίτι του. Η γριά του κοιμόταν. Ο μεγάλος γιος του και τα εγγόνια του κοιμόνταν πάνω στο πατάρι του φούρνου, ο δεύτερος κοιμόταν στο κελάρι. Μονάχα η γυναίκα του Ηλία δεν κοιμόταν παρά καθόταν στον καναπέ με τη βρόμικη καθημερινή πουκαμίσα της, ξεχτένιστη και κλαψούριζε. Δε σηκώθηκε ν' ανοίξει του θείου της, παρά αρχίνησε να κλαίει και να μοιρολογάει πιο δυνατά, σαν τον είδε να μπαίνει. Κατά τη γνώμη της γριάς μοιρολογούσε πολύ όμορφα και καλά συνταιριασμένα, παρ' όλο που ανάλογα με την ηλικία της (ήτανε πολύ νέα) δεν μπορούσε να έχει την απαιτούμενη πείρα. Η γριά σηκώθηκε κι ετοίμασε του άντρα της να φάει κάτι. Ο Ντουτλόβ έδιωξε τη νύφη του από το τραπέζι. «Φτάνει σους, φτάνει σους πια!» είπε. Η νέα σηκώθηκε και μισογερμένη στον καναπέ εξακολουθούσε το δικό της. Η γριά έστρωσε το τραπέζι δίχως να πει λέξη και το ίδιο σιωπηλή το σήκωσε, άμα απόφαγε ο άντρας της. Ο Ντουτλόβ όλο αυτό το διάστημα δε μίλησε καθόλου.

Σαν απόφαγε, ρεύτηκε, έπλυνε τα χέρια του, πήρε το αριθμητήρι που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο κι αποσύρθηκε στο κελάρι. Εκεί πέρα κουβέντιασε πολλή ώρα ψιθυριστά με τη γριά του, ύστερα εκείνη βγήκε κι αυτός στρώθηκε στην αριθμητική. Επιτέλους έκλεισε με κρότο το μπαούλο και κατέβηκε στο κατώγι. Ώρα πολλή χασομέρησε ανεβοκατεβαίνοντας από το κατώγι στο κελάρι κι από κει πίσω στο κατώγι. Και σαν ξαναμπήκε στο σπίτι ήτανε πια σκοτεινά. Είχε αποκαεί το κερί. Η γριά, που συνήθως την ημέρα ήτανε σιγανή και δεν ακουγόταν καθόλου, τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε τρομερά. Η πολυλογού γυναίκα του Ηλία, κοιμόταν κι αυτή κι ανάσαινε αθόρυβα. Είχε γείρει πάνω στον καναπέ, δίχως να ξεντυθεί και δίχως να στρώσει τίποτα.

Ο Ντουτλόβ έκανε την προσευχή του, ύστερα έριξε μια ματιά στη νύφη του, κούνησε το κεφάλι του, ρεύτηκε άλλη μια φορά, έσβησε το κερί που κρατούσε, ανέβηκε στο πατάρι και ξάπλωσε πλάι στον μικρό έγγονά του. Στα σκοτεινά έριξε από πάνω τα χοντροπάπουτσά του, και ξάπλωσε ανάσκελα, παρατηρώντας το ταβάνι που διακρινόταν αχνά πάνω από το κεφάλι του και προσέχοντας τους διάφορους νυχτερινούς θορύβους: τις κατσαρίδες που πηγαινόρχονταν στον τοίχο, τα ροχαλητά, τ' αγκομαχητά των κοιμισμένων ανθρώπων, που μέσα στον ύπνο τους έξυναν το ένα πόδι με τ' άλλο και τη σιγανή φασαρία που έκαναν τα ζωντανά έξω.

Πολλήν ώρα δεν μπορούσε ν' αποκοιμηθεί. Βγήκε το φεγγάρι και φώτισε ανάλαφρα το εσωτερικό του σπιτιού. Ο Ντουτλόβ μπορούσε τώρα να διακρίνει τη νύφη του, που κοιμόταν ζαρωμένη στη γωνία του καναπέ, μα εκεί δα, κοντά της, έβλεπε και κάτι άλλο που δε μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήτανε. Αν ήτανε γιλέκο που το ξέχασε ο γιος του εκεί πέρα ή κάποιο μαστέλο, που το παράτησαν οι γυναίκες, ή σαν κάποιος να στεκόταν. Δεν ξέρω αν τον πήρε καθόλου ένας ανάλαφρος ύπνος, όμως στύλωνε πάλι τα μάτια του μεγάλα κατά κει... Φαίνεται πως κείνο το καταχθόνιο πνεύμα που έσπρωξε τον Ποληκέη στη ζοφερή του πράξη και που το άγγιγμά του το ένιωθε τόσο έντονα ολόκληρο το προσωπικό του αρχοντικού εκείνη τη νύχτα, κείνο το καταχθόνιο πνεύμα, φαίνεται πως έφτασε με την απλωμένη φτερούγα του κι ίσαμε το χωριό, ίσαμε το σπίτι του Ντουτλόβ, που εκεί μέσα βρίσκονταν τα λεφτά που αυτό τα μεταχειρίστηκε για τον αφανισμό του Ποληκέη. Ο Ντουτλόβ, τουλάχιστον ένιωθε την παρουσία του εκεί δα κι αναστατωνόταν. Ούτε να κουνηθεί μπορούσε πια, μα μήτε και να σηκωθεί είχε τη δύναμη. Από τη στιγμή που είδε κείνο το κάτι που αδυνατούσε να καθορίσει τι ήτανε, από το νου του πέρασε η όψη του Ηλία με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, ύστερα η όψη της νύφης του και το σιγανό μοιρολόγι της, ύστερα η όψη του Ποληκέη και τα κρεμάμενα χέρια του.

Ξαφνικά του φάνηκε σαν να πέρασε κάποιος μπροστά από το παράθυρο. «Τι να 'ναι τούτο; Για πάει κιόλας ο πρόεδρος να καλέσει τη συνέλευση;» στοχάστηκε. «Μα πώς άνοιξε την πόρτα;» - αναρωτήθηκε ακούγοντας βήματα στη μπασιά. «Η γριά θα λησμόνησε, πρέπει, να μανταλώσει, όντας βγήκε». Κάποιο σκυλί ούρλιαξε στην πίσω αυλή, μα το κακό πνεύμα πηγαινοερχόταν στη μπασιά, όπως διηγόταν αργότερα ο Ντουτλόβ, σάμπως να έψαχνε να βρει την πόρτα μα προσπέρασε, ύστερα εξακολούθησε να ψαχουλεύει τον τοίχο, σκόνταψε πάνω στο μαστέλο με βρόντο.

Ύστερα συνέχισε το ψαχούλεμα, λες κι έψαχνε να βρει την πετούγια της πόρτα. Κάποια στιγμή τη βρήκε κι αδράχτηκε από δαύτηνε. Το αίμα του Ντουτλόβ πάγωσε. Να που πίεσε κιόλας την πετούγια και μπήκε με ανθρώπινη μορφή. Ο Ντουτλόβ ήξερε πια πως ήτανε αυτό. Ήθελε να κάνει το σταυρό του, μα δε μπορούσε. Το κακό πνεύμα πήγε κοντά στο τραπέζι, τράβηξε το τραπεζομάντιλο και το έριξε καταγής και στράφηκε ν' ανέβει στο πατάρι. Ο Ντουτλόβ κατάλαβε πως ήταν το κακό πνεύμα με τη μορφή του Ποληκέη. Μισάνοιγε τα χείλη, τα χέρια του ταλαντεύονταν. Ανέβηκε στο πατάρι έπεσε πάνω στο Ντουτλόβ κι άρχισε να τον πνίγει.

- Είναι δικά μου τα λεφτά είπε, ο Ποληκέη.

- Άσε με, δε θα τα κρατήσω, ήθελε ν' αποκριθεί ο Ντουτλόβ, μα δε μπορούσε.

Ο Ποληκέη, πεσμένος πάνω στο στήθος του, τον πίεζε μ' ένα τρομερό βάρος, λες κι ήτανε ολόκληρο βουνό από πέτρα. Ο γέρος ήξερε πως άμα έλεγε μια προσευχή, κι ήξερε πια προσευχή έπρεπε να πει, το κακό πνεύμα θα τον παρατούσε. Όμως ήτανε αδύνατο να προφέρει, έστω και νοερά, τα λόγια της προσευχής. Ξάφνου τ' αγγόνια του, που κοιμόταν δίπλα, έβαλε μια διαπεραστική κραυγή κι άρχισε να κλαίει. Ο παππούς το είχε στριμώξει κατά τον τοίχο, καθώς στριφογύρισε στον ύπνο του. Κείνο το ξεφωνητό του παιδιού άνοιξε τα χείλη του γέρου. «Ανάστα ο Θεός... και διασκορπισθήτωσαν...», ψιθύριζε μασημένα. Κι αμέσως το κακό πνεύμα κατέβηκε από το πατάρι. Ο Ντουτλόβ άκουσε πως χτύπησαν και τα δυο του πόδια στο πάτωμα. Ο γέρος συνέχισε να μουρμουρίζει αράδα όλες τις προσευχές που ήξερε. Το ξωτικό πήγε κατά την πόρτα, προσπέρασε το τραπέζι και βγαίνοντας βρόντησε τόσο δυνατά την πόρτα που το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα.

Όλοι κοιμόνταν, ωστόσο, εκτός από τον παππού και το μικρό έγγονα. Ο παππούς μουρμούριζε τις προσευχές κι έτρεμε σύγκορμος. Ο έγγονας κλαψούριζε καθώς αποκοιμόταν και σφιγγόταν κοντά στον πάππου του. Ύστερα όλα σίγησαν. Ο πάππους κειτόταν δίχως να κινείται. Ένας κόκορας λάλησε πισ' από τον τοίχο κάτω από τ' αφτί του Ντουτλόβ. Ύστερα ακούστηκε η φασαρία που έκαναν οι κότες καθώς ανακινήθηκαν πάνω στα ξύλα που είχαν κουρνιάσει κι η προσπάθεια κάποιου νεαρού κόκορα που θέλησε να λαλήσει μετά το γέρο και δεν τα κατάφερε. Κάτι ανακινήθηκε κοντά στα πόδια του Ντουτλόβ. Ήτανε η γάτα. Πήδησε ανάλαφρα από το πατάρι, πήγε κοντά στην πόρτα κι άρχισε να νιαουρίζει για να τη βγάλουν έξω. Ο παππούς σηκώθηκε. Ανασήκωσε το συρτό παράθυρο. Έξω ήτανε σκοτεινά. Όπως ήτανε ξυπόλυτος, βγήκε πατώντας μέσα στις λάσπες και κάνοντας το σταυρό του προχώρησε κατά το στάβλο να δει τα άλογα. Και δω το πέρασμα του ξωτικού ήτανε φανερό: Η φοράδα που ήτανε δεμένη στο υπόστεγο πρώτη πρώτη, είχε μπερδέψει το πόδι της στο δέσιμο, αναποδογύρισε τη νυχτερινή τροφή της και με το πόδι ανασηκωμένο και το λαιμό γερμένο, περίμενε να έρθει κάποιος να την ταχτοποιήσει.

Το πουλάρι είχε κυλιστεί μέσα στην κοπριά. Ο Ντουτλόβ το σήκωσε στα πόδια, ξεμπέρδεψε τη φοράδα, ταχτοποίησε την τροφή της και ξαναγύρισε στο σπίτι. Η γριά είχε σηκωθεί κι άναψε φως. «Να ξυπνήσεις τα παιδιά, της είπε ο Ντουτλόβ, θα πάω στην πολιτεία». Κι ανάβοντας ένα αγιοκέρι από κείνα που ήτανε κοντά στα εικονίσματα, κατέβηκε μ' αυτό στο κατώγι.

Την ώρα, που ανέβηκε από κει κάτω, σ' όλα τα γειτονικά σπίτια είχανε πια ανάψει φως. Τα παιδιά σηκώθηκαν κι ετοιμάζονταν. Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν, φέρνοντας κουβάδες με νερό και κανάτια με γάλα. Ο Ιγνάτ έζευε τ' αμάξι. Ο δεύτερος γιος ετοίμαζε τ' άλλο αμάξι. Η νύφη δεν έκλαιγε πια, μα ντυμένη και φορώντας το κεφαλόδεμά της καθόταν και περίμενε να ξεκινήσουν για την πολιτεία που θ' αποχαιρετούσε τον άντρα της. Ο γέρος φαινόταν εξαιρετικά αυστηρός. Σε κανένα δεν είπε λέξη. Φόρεσε το καινούριο του καφτάνι, ζώστηκε σφιχτά και μ' όλα τα λεφτά του Ποληκέη μέσα στον κόρφο του τράβηξε για τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς.

- Μη μου χασομεράς, φώναξε του Ιγνάτ, που στριφογύριζε τις ρόδες κρατώντας ανασηκωμένος τον άξονα που τον είχε αλείψει με μπόλικο κατράμι, θα γυρίσω σε λίγο. Και να είναι όλα έτοιμα.

Ο επιστάτης μόλις είχε σηκωθεί. Έπαιρνε το τσάι του κι ετοιμαζόταν κι αυτός για την πολιτεία που θα πήγαινε για να παραδώσει τους κληρωτούς.

- Τι τρέχει; - ρώτησε, σαν είδε τόσο νωρίς μπροστά του το Ντουτλόβ.

- Θέλω, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, να εξαγοράσω το παιδί. Κάντε το καλό. Πολύ σας περικαλώ. Μου λέγατε τις προάλλες πως ξέρετε κάποιον πρόθυμο να δεχτεί. Ορμηνέψτε με τι να κάνω. Όπως δα το ξέρετε, εμείς δε σκαμπάζουμε από τέτοιες δουλειές, μαθές.

- Πάει να πει, άλλαξες γνώμη;

- Ναι, μαθές, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, άλλαξα γνώμη. Το πονάω το καψερό. Όσο να πεις, παιδί του αδερφού μου είναι. Κι ύστερις τα παλιολεφτά είναι γρουσούζικα. Κάλλιο να πάνε για το καλό του παιδιού. Σε περικαλώ, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, ορμήνεψέ με τι και πως..., έλεγε ο Ντουτλόβ κάνοντας ολοένα βαθύτατες υποκλίσεις μπροστά στον επιστάτη.

Ο επιστάτης, όπως έκανε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλή ώρα σούφρωνε και ξεσούφρωνε σιωπηλά και βαθυστόχαστα τα χείλη του, κι αφού έκρινε το ζήτημα, έγραψε δυο σημειώματα κι έδωσε οδηγίες στο Ντουτλόβ για το τι έπρεπε να κάνει στην πολιτεία.

Όταν ο Ντουτλόβ γύρισε σπίτι, η νύφη είχε φύγει πια με τον Ιγνάτ κι η φοράδα στεκόταν ζεμένη μπροστά στην αυλόπορτα. Ο Ντουτλόβ τράβηξε κι έκοψε μια βέργα απ' το φράχτη, διπλώθηκε σφιχτά στο καφτάνι του, κάθισε στ' αμάξι και ξεκίνησε. Βίαζε τόσο πολύ το άλογο για να τρέχει, που λες κι αχάμνηνε μέσα σ' αυτήν τη λίγη ώρα κι αυτός απόφευγε να το κοιτάξει, από φόβο μη τυχόν το λυπηθεί και μετριάσει το τρέξιμο. Γιατί τον βασάνιζε η σκέψη πως, αν αργοπορούσε, ο Ηλία θα πήγαινε στρατιώτης και κείνα τα διαολολεφτά θα του έμεναν στα χέρια.

Δε θα επιχειρήσω να περιγράψω όλες τις περιπέτειες του Ντουτλόβ εκείνο το πρωινό, λέω μονάχα πως τα πράγματα του ήρθανε πολύ βολικά. Ο άνθρωπος, για τον οποίο ο επιστάτης του είχε δώσει σχετικό σημείωμα, είχε κιόλας έτοιμο το παλικάρι που θ' αντικατάσταινε τον Ηλία στο στρατό. Ο μεσίτης που το προμήθευε γύρευε τετρακόσια ρούβλια, κάποιος που το παζάρευε για ν' αντικαταστήσει το γιο του έδινε τρακόσα, μα ο Ντουτλόβ είπε κοφτά: «Δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;», και τέντωσε το χέρι του με τέτοια έκφραση, που αμέσως έβλεπε κάποιος πως ήτανε πρόθυμος ν' ανεβάσει ακόμη την τιμή.

Ο άλλος δεν έδινε το χέρι του κι επέμενε στα τετρακόσια. «Δε δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;» επανάλαβε ο Ντουτλόβ, αδράχνοντας με τ' αριστερό του χέρι το δεξί του συνομιλητή του και απειλώντας να του καταφέρει μια με το δεξί. «Ε, δεν δέχεσαι; Ας είναι! Πάει καλά!» πρόσθεσε ξαφνικά χτυπώντας δυνατά το δεξί του χέρι πάνω στο δεξί του άλλου. «Πάρε τρακόσα πενήντα. Φέρε μου εδώ το παλικάρι. Και τώρα να, κι άλλα είκοσι για τα καλορίζικα!» Κι ο Ντουτλόβ ξεκούμπωσε το καφτάνι του κι έβγαλε τα λεφτά.

Ο άλλος παρ' όλο που δεν αποτραβούσε το χέρι του, καμωνόταν ακόμα πως δεν συμφωνούσε απόλυτα και γύρευε κι άλλα για μπαξίσι και για τραταμέντα.

- Έλα τώρα, έλα, αστ' αυτά, αποκρινόταν ο Ντουτλόβ, χώνοντάς του τα λεφτά στη φούχτα, καλά είναι τόσα, έλα τώρα άστα τα παζαρέματα και τις πλεονεξίες· θ' αποθάνουμε όλοι μια μέρα, κακομοίρη μου, πρόστεσε μ' ένα τόσο γλυκό διδαχτικό και σιγουρεμένο τόνο, που ο άλλος είπε στο τέλος:

- Ε, ας είναι. Πάει καλά! Η ώρα η καλή, ξανάσφιξαν τα χέρια τους κι έκαναν το σταυρό τους.

Ξύπνησαν το παλικάρι, που κοιμόταν ακόμη ύστερ' από το χτεσινό μεθύσι, τον περιεργάστηκαν καλά-καλά και τράβηξαν όλοι μαζί για το στρατολογικό γραφείο. Το παλικάρι ήτανε χαρούμενο, γύρεψε λεφτά για να πιει ρούμι να ξεζαλιστεί κι ο Ντουτλόβ του έδωσε, και δείλιασε μονάχα τη στιγμή που μπήκανε στην είσοδο των γραφείων. Πολλήν ώρα στέκονταν και περίμεναν εκεί μέσα, ο Ντουτλόβ, ο άλλος μουζίκος τυλιγμένος στη μπλε γούνα του και το παλικάρι με το κοντογούνι του, με τα φρύδια ανασηκωμένα και τα μάτια γουρλωμένα. Πολλήν ώρα κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, κάπου ζητούσαν να παρουσιαστούν, κάποιον ήθελαν να δουν, έβγαζαν τους σκούφους τους κι υποκλίνονταν βαθιά μπροστά στον κάθε γραφιά, και με σεβασμό μεγάλο και κατανόηση άκουσαν την απόφαση που έβγαλε ένας γραφιάς, γνώριμος του άλλου μουζίκου.

Είχαν πια παρατήσει κάθε ελπίδα πως θα ξεμπέρδευαν κείνη την ημέρα και το παλικάρι άρχισε πάλι να ξαναβρίσκει το κέφι του και να κουβεντιάζει χαρούμενα, όταν ξαφνικά ο Ντουτλόβ είδε τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς να μπαίνει. Δίχως να χάσει καιρό, έτρεξε κοντά του, τον χαιρέτισε με μια βαθύτατη υπόκλιση και τον παρακάλεσε να τους βοηθήσει να τελειώνουν το γρηγορότερο. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ενέργησε τόσο αποτελεσματικά που κατά τις τρεις το απόγευμα το παλικάρι το πέρασαν προς μεγάλη του δυσαρέσκεια και κατάπληξη στην αίθουσα του Προεδρείου. Και εκεί μέσα στη γενική ευθυμία, που ούτε αυτός ο Πρόεδρος έκανε εξαίρεση, το έγδυσαν, το κούρεψαν του φόρεσαν τη στολή και τ' άφηκαν να βγει έξω. Μετά πέντε λεπτά ο Ντουτλόβ μέτρησε τα τριακόσια πενήντα ρούβλια, πήρε τη σχετική απόδειξη και, αποχαιρετώντας το μουζίκο και το παλικάρι τράβηξε βιαστικός για το σπίτι του έμπορα, όπου είχανε σταματήσει οι κληρωτοί του Πακρόβσκογιε.

Ο Ηλία κι γυναίκα του κάθονταν σε μια γωνιά της κουζίνας και μόλις αντίκρισαν το γέρο, σώπασαν και τον κοίταξαν μ' ένα ύφος υποταχτικά εχθρικό. Ο Ντουτλόβ, όπως πάντα έκανε πρώτα την προσευχή του μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε το ζουνάρι του, πήρε από την εσωτερική τσέπη του κάποιο χαρτί και κάλεσε μέσα τη γριά μάνα του Ηλία και το γιο του τον Ιγνάτ, που τριγύριζαν απ' έξω.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

XV. Ο Ποληκούσκα (1) XV. The Polikouska (1) XV. Polikuska (1)

Ο Ντουτλόβ, κινώντας αόριστα τα χείλη του τράβηξε για το σπίτι. ||moving|vaguely||||||| Doutlov, moving his lips vaguely, headed for home. Στην αρχή κάποια στενοχώρια του έσφιγγε την καρδιά, όμως όσο κοντοζύγωνε στο χωριό το συναίσθημα της χαράς τον κυρίευε ολοένα και πιο πολύ. ||||||||||approached||||||||overwhelmed him|increasingly more||| At first, some sadness tightened his heart, but as he got closer to the village, the feeling of joy took over him more and more.

Τραγούδια και φωνές μεθυσμένων, ακούγονταν στο χωριό. |||of the drunk||| Songs and voices of the drunken could be heard in the village. Ήτανε πια πολύ αργά σαν έφτασε στο σπίτι του. It was already very late when he arrived at his house. Η γριά του κοιμόταν. His old woman was sleeping. Ο μεγάλος γιος του και τα εγγόνια του κοιμόνταν πάνω στο πατάρι του φούρνου, ο δεύτερος κοιμόταν στο κελάρι. ||||||grandchildren|||||||||||| His eldest son and his grandchildren were sleeping on the attic of the bakery, the second was sleeping in the cellar. Μονάχα η γυναίκα του Ηλία δεν κοιμόταν παρά καθόταν στον καναπέ με τη βρόμικη καθημερινή πουκαμίσα της, ξεχτένιστη και κλαψούριζε. |||||||||||||||||unkempt||whining Only Eliakim's wife was not sleeping but was sitting on the couch in her dirty everyday nightgown, disheveled and sniffling. Δε σηκώθηκε ν' ανοίξει του θείου της, παρά αρχίνησε να κλαίει και να μοιρολογάει πιο δυνατά, σαν τον είδε να μπαίνει. |||||||||||||lamenting||||||| She didn't get up to open for her uncle, but began to cry and wail louder when she saw him come in. Κατά τη γνώμη της γριάς μοιρολογούσε πολύ όμορφα και καλά συνταιριασμένα, παρ' όλο που ανάλογα με την ηλικία της (ήτανε πολύ νέα) δεν μπορούσε να έχει την απαιτούμενη πείρα. ||||||||||well combined|||||||||||||||||required|experience In the old woman's opinion, she wailed very beautifully and well-matched, even though according to her age (she was very young) she couldn't have the required experience. Η γριά σηκώθηκε κι ετοίμασε του άντρα της να φάει κάτι. The old woman got up and prepared something for her husband to eat. Ο Ντουτλόβ έδιωξε τη νύφη του από το τραπέζι. Dutlov drove his daughter-in-law away from the table. «Φτάνει σους, φτάνει σους πια!» είπε. |to you|||| "That's enough for you, that's enough for you already!" he said. Η νέα σηκώθηκε και μισογερμένη στον καναπέ εξακολουθούσε το δικό της. The girl got up and, half-slumped on the couch, continued her own. Η γριά έστρωσε το τραπέζι δίχως να πει λέξη και το ίδιο σιωπηλή το σήκωσε, άμα απόφαγε ο άντρας της. ||set||||||||||||||he finished eating||| The old woman set the table without saying a word and, just as silently, cleared it after her husband had finished eating. Ο Ντουτλόβ όλο αυτό το διάστημα δε μίλησε καθόλου. During all this time, Dutilov said nothing at all.

Σαν απόφαγε, ρεύτηκε, έπλυνε τα χέρια του, πήρε το αριθμητήρι που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο κι αποσύρθηκε στο κελάρι. |he finished eating||||||||||||||||| As soon as he finished eating, he burped, washed his hands, took the abacus that was hanging on the wall, and retreated to the cellar. Εκεί πέρα κουβέντιασε πολλή ώρα ψιθυριστά με τη γριά του, ύστερα εκείνη βγήκε κι αυτός στρώθηκε στην αριθμητική. |||||||||||||||settled down|| There, he chatted for a long time in whispers with his old woman, then she went out and he settled down to his arithmetic. Επιτέλους έκλεισε με κρότο το μπαούλο και κατέβηκε στο κατώγι. |||||||||the basement Finally, he slammed the chest shut with a bang and went down to the lower level. Ώρα πολλή χασομέρησε ανεβοκατεβαίνοντας από το κατώγι στο κελάρι κι από κει πίσω στο κατώγι. |||going up and down|||||cellar||||||the basement It took a long time to delay going up and down from the basement to the cellar and back to the basement. Και σαν ξαναμπήκε στο σπίτι ήτανε πια σκοτεινά. And when she re-entered the house, it was already dark. Είχε αποκαεί το κερί. |burned out|| The candle had burned out. Η γριά, που συνήθως την ημέρα ήτανε σιγανή και δεν ακουγόταν καθόλου, τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε τρομερά. The old woman, who was usually quiet during the day and was never heard at all, was now sleeping and snoring terribly. Η πολυλογού γυναίκα του Ηλία, κοιμόταν κι αυτή κι ανάσαινε αθόρυβα. The talkative wife of Ilia was also asleep and was breathing silently. Είχε γείρει πάνω στον καναπέ, δίχως να ξεντυθεί και δίχως να στρώσει τίποτα. |||||||||||make the bed|anything She had leaned back on the sofa, without undressing and without straightening anything.

Ο Ντουτλόβ έκανε την προσευχή του, ύστερα έριξε μια ματιά στη νύφη του, κούνησε το κεφάλι του, ρεύτηκε άλλη μια φορά, έσβησε το κερί που κρατούσε, ανέβηκε στο πατάρι και ξάπλωσε πλάι στον μικρό έγγονά του. |||||||||||||||||burped|||||||||||loft||||||grandson| Dutlov said his prayer, then took a look at his bride, shook his head, burped one more time, extinguished the candle he was holding, climbed to the loft, and lay down next to his little grandson. Στα σκοτεινά έριξε από πάνω τα χοντροπάπουτσά του, και ξάπλωσε ανάσκελα, παρατηρώντας το ταβάνι που διακρινόταν αχνά πάνω από το κεφάλι του και προσέχοντας τους διάφορους νυχτερινούς θορύβους: τις κατσαρίδες που πηγαινόρχονταν στον τοίχο, τα ροχαλητά, τ' αγκομαχητά των κοιμισμένων ανθρώπων, που μέσα στον ύπνο τους έξυναν το ένα πόδι με τ' άλλο και τη σιγανή φασαρία που έκαναν τα ζωντανά έξω. ||||||big shoes||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||scratched||||||||||||||animals| In the dark, he threw off his heavy slippers and lay on his back, looking at the ceiling that was faintly visible above his head and listening to the various night noises: the cockroaches moving back and forth on the wall, the snores, the gasps of the sleeping people who, in their sleep, scratched one leg with the other and the quiet commotion made by the animals outside.

Πολλήν ώρα δεν μπορούσε ν' αποκοιμηθεί. For a long time, he could not fall asleep. Βγήκε το φεγγάρι και φώτισε ανάλαφρα το εσωτερικό του σπιτιού. The moon came out and lit up lightly the interior of the house. Ο Ντουτλόβ μπορούσε τώρα να διακρίνει τη νύφη του, που κοιμόταν ζαρωμένη στη γωνία του καναπέ, μα εκεί δα, κοντά της, έβλεπε και κάτι άλλο που δε μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήτανε. |||||||||||||||||||||||||||||distinguish|| Dutlov could now discern his bride, who was curled up sleeping in the corner of the sofa, but there, near her, he also saw something else that he couldn't distinguish what it was. Αν ήτανε γιλέκο που το ξέχασε ο γιος του εκεί πέρα ή κάποιο μαστέλο, που το παράτησαν οι γυναίκες, ή σαν κάποιος να στεκόταν. |||||||||||||basket||||||||||standing Whether it was a vest that his son had forgotten there or some basin that the women had left behind, or as if someone was standing. Δεν ξέρω αν τον πήρε καθόλου ένας ανάλαφρος ύπνος, όμως στύλωνε πάλι τα μάτια του μεγάλα κατά κει... Φαίνεται πως κείνο το καταχθόνιο πνεύμα που έσπρωξε τον Ποληκέη στη ζοφερή του πράξη και που το άγγιγμά του το ένιωθε τόσο έντονα ολόκληρο το προσωπικό του αρχοντικού εκείνη τη νύχτα, κείνο το καταχθόνιο πνεύμα, φαίνεται πως έφτασε με την απλωμένη φτερούγα του κι ίσαμε το χωριό, ίσαμε το σπίτι του Ντουτλόβ, που εκεί μέσα βρίσκονταν τα λεφτά που αυτό τα μεταχειρίστηκε για τον αφανισμό του Ποληκέη. ||||||||||was propping||||||||||||underworld|||||||||||||touch||||||||||||||||||||||||||||||up to||||||||||||||||||| I don't know if he had any light sleep at all, but he was again staring wide-eyed over there... It seems that the infernal spirit that pushed Polikei into his gloomy act and whose touch was felt so intensely by the entire staff of the mansion that night, that infernal spirit seemed to have reached with its outstretched wing even to the village, to the house of Dutlov, where the money was kept that he used for the destruction of Polikei. Ο Ντουτλόβ, τουλάχιστον ένιωθε την παρουσία του εκεί δα κι αναστατωνόταν. ||||||||||was agitated Dutlov at least felt its presence right there and became agitated. Ούτε να κουνηθεί μπορούσε πια, μα μήτε και να σηκωθεί είχε τη δύναμη. He could neither move anymore, nor did he have the strength to get up. Από τη στιγμή που είδε κείνο το κάτι που αδυνατούσε να καθορίσει τι ήτανε, από το νου του πέρασε η όψη του Ηλία με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, ύστερα η όψη της νύφης του και το σιγανό μοιρολόγι της, ύστερα η όψη του Ποληκέη και τα κρεμάμενα χέρια του. ||||||||||||||||||||||||||||||||||||soft|lament|||||||||hanging|| From the moment he saw that something he could not define what it was, the image of Elias with his hands tied behind his back passed through his mind, then the image of his bride and her quiet lament, then the image of Polikei and his hanging hands.

Ξαφνικά του φάνηκε σαν να πέρασε κάποιος μπροστά από το παράθυρο. Suddenly it seemed to him that someone passed in front of the window. «Τι να 'ναι τούτο; Για πάει κιόλας ο πρόεδρος να καλέσει τη συνέλευση;» στοχάστηκε. "What could this be? Is the president already going to call the assembly?" he thought. «Μα πώς άνοιξε την πόρτα;» - αναρωτήθηκε ακούγοντας βήματα στη μπασιά. "But how did she open the door?" - she wondered, hearing footsteps in the hallway. «Η γριά θα λησμόνησε, πρέπει, να μανταλώσει, όντας βγήκε». The old woman must have forgotten to lock the door when she went out. Κάποιο σκυλί ούρλιαξε στην πίσω αυλή, μα το κακό πνεύμα πηγαινοερχόταν στη μπασιά, όπως διηγόταν αργότερα ο Ντουτλόβ, σάμπως να έψαχνε να βρει την πόρτα μα προσπέρασε, ύστερα εξακολούθησε να ψαχουλεύει τον τοίχο, σκόνταψε πάνω στο μαστέλο με βρόντο. ||||||||||coming and going||||||||as if|||||||||||||||stumbled||||| Some dog howled in the back yard, but the evil spirit was coming and going in the hall, as Dutlov later narrated, as if it were searching for the door but passed it by, then continued to feel the wall, stumbling over the barrow with a thud.

Ύστερα συνέχισε το ψαχούλεμα, λες κι έψαχνε να βρει την πετούγια της πόρτα. |||searching around|||||||door handle|| Then it continued to rummage, as if searching for the door's latch. Κάποια στιγμή τη βρήκε κι αδράχτηκε από δαύτηνε. At some point, he found her and grabbed her. Το αίμα του Ντουτλόβ πάγωσε. Dutlov's blood froze. Να που πίεσε κιόλας την πετούγια και μπήκε με ανθρώπινη μορφή. Look, he already pressed the lever and entered in human form. Ο Ντουτλόβ ήξερε πια πως ήτανε αυτό. Dutlov knew by now what it was. Ήθελε να κάνει το σταυρό του, μα δε μπορούσε. He wanted to make the sign of the cross, but he couldn't. Το κακό πνεύμα πήγε κοντά στο τραπέζι, τράβηξε το τραπεζομάντιλο και το έριξε καταγής και στράφηκε ν' ανέβει στο πατάρι. ||||||||||||threw it|on the ground|||||| The evil spirit went near the table, pulled the tablecloth, and threw it to the ground and turned to go up to the attic. Ο Ντουτλόβ κατάλαβε πως ήταν το κακό πνεύμα με τη μορφή του Ποληκέη. Dutlov realized that it was the evil spirit in the form of Polikei. Μισάνοιγε τα χείλη, τα χέρια του ταλαντεύονταν. half-opened||||||were swaying He half-opened his lips, his hands were wavering. Ανέβηκε στο πατάρι έπεσε πάνω στο Ντουτλόβ κι άρχισε να τον πνίγει. He climbed up to the loft and fell on Duttlov and started to choke him.

- Είναι δικά μου τα λεφτά είπε, ο Ποληκέη. - It's my money, said Polikei.

- Άσε με, δε θα τα κρατήσω, ήθελε ν' αποκριθεί ο Ντουτλόβ, μα δε μπορούσε. - Leave me, I won’t hold on to them, Dutlov wanted to reply, but he couldn’t.

Ο Ποληκέη, πεσμένος πάνω στο στήθος του, τον πίεζε μ' ένα τρομερό βάρος, λες κι ήτανε ολόκληρο βουνό από πέτρα. ||fallen||||||pressed||||||||||| Polikee, fallen on his chest, pressed him with a terrible weight, as if he were a whole mountain of stone. Ο γέρος ήξερε πως άμα έλεγε μια προσευχή, κι ήξερε πια προσευχή έπρεπε να πει, το κακό πνεύμα θα τον παρατούσε. |||||he prayed|||||||||||||||would leave him The old man knew that if he said a prayer, and he knew already what prayer he had to say, the evil spirit would leave him alone. Όμως ήτανε αδύνατο να προφέρει, έστω και νοερά, τα λόγια της προσευχής. However, it was impossible to pronounce, even mentally, the words of the prayer. Ξάφνου τ' αγγόνια του, που κοιμόταν δίπλα, έβαλε μια διαπεραστική κραυγή κι άρχισε να κλαίει. |||||||||piercing||||| Suddenly, his grandchild, who was sleeping next to him, let out a piercing scream and began to cry. Ο παππούς το είχε στριμώξει κατά τον τοίχο, καθώς στριφογύρισε στον ύπνο του. The grandfather had pinned it against the wall as he tossed and turned in his sleep. Κείνο το ξεφωνητό του παιδιού άνοιξε τα χείλη του γέρου. That child's scream opened the old man's lips. «Ανάστα ο Θεός... και διασκορπισθήτωσαν...», ψιθύριζε μασημένα. ||||let them be scattered||muffled words "Arise, O God... and let them be scattered...", he whispered mumbled. Κι αμέσως το κακό πνεύμα κατέβηκε από το πατάρι. And immediately the evil spirit descended from the attic. Ο Ντουτλόβ άκουσε πως χτύπησαν και τα δυο του πόδια στο πάτωμα. Dutlov heard that both of his feet hit the floor. Ο γέρος συνέχισε να μουρμουρίζει αράδα όλες τις προσευχές που ήξερε. |||||in a row||||| The old man continued to murmur all the prayers he knew in a row. Το ξωτικό πήγε κατά την πόρτα, προσπέρασε το τραπέζι και βγαίνοντας βρόντησε τόσο δυνατά την πόρτα που το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα. ||||||||||||||||||||to its foundations The elf went towards the door, passed the table, and when exiting, slammed the door so loudly that the house shook to its very foundations.

Όλοι κοιμόνταν, ωστόσο, εκτός από τον παππού και το μικρό έγγονα. ||||||||||grandchild Everyone was sleeping, however, except for the grandfather and the little great-grandchild. Ο παππούς μουρμούριζε τις προσευχές κι έτρεμε σύγκορμος. The grandfather was muttering prayers and trembling all over. Ο έγγονας κλαψούριζε καθώς αποκοιμόταν και σφιγγόταν κοντά στον πάππου του. |grandson||||||||grandfather| The great-grandchild was whimpering as he fell asleep and snuggled close to his grandfather. Ύστερα όλα σίγησαν. Then everything fell silent. Ο πάππους κειτόταν δίχως να κινείται. The grandfather lay still. Ένας κόκορας λάλησε πισ' από τον τοίχο κάτω από τ' αφτί του Ντουτλόβ. ||crowed|||||||||| A rooster crowed behind the wall under Doutlov's ear. Ύστερα ακούστηκε η φασαρία που έκαναν οι κότες καθώς ανακινήθηκαν πάνω στα ξύλα που είχαν κουρνιάσει κι η προσπάθεια κάποιου νεαρού κόκορα που θέλησε να λαλήσει μετά το γέρο και δεν τα κατάφερε. |||noise||||||||||||||||||||||crow|||||||succeeded Then the noise that the hens made as they stirred on the wooden perches where they had settled down was heard, along with the effort of a young rooster who wanted to crow after the old one and failed. Κάτι ανακινήθηκε κοντά στα πόδια του Ντουτλόβ. Something stirred near Dutlov's feet. Ήτανε η γάτα. It was the cat. Πήδησε ανάλαφρα από το πατάρι, πήγε κοντά στην πόρτα κι άρχισε να νιαουρίζει για να τη βγάλουν έξω. ||||||||||||meow||||| She jumped lightly from the attic, went close to the door, and started meowing to be let out. Ο παππούς σηκώθηκε. The grandfather got up. Ανασήκωσε το συρτό παράθυρο. ||sliding| He lifted the sliding window. Έξω ήτανε σκοτεινά. Όπως ήτανε ξυπόλυτος, βγήκε πατώντας μέσα στις λάσπες και κάνοντας το σταυρό του προχώρησε κατά το στάβλο να δει τα άλογα. ||||||||||||||||stable|||| As he was barefoot, he stepped into the mud and, making the sign of the cross, walked towards the stable to see the horses. Και δω το πέρασμα του ξωτικού ήτανε φανερό: Η φοράδα που ήτανε δεμένη στο υπόστεγο πρώτη πρώτη, είχε μπερδέψει το πόδι της στο δέσιμο, αναποδογύρισε τη νυχτερινή τροφή της και με το πόδι ανασηκωμένο και το λαιμό γερμένο, περίμενε να έρθει κάποιος να την ταχτοποιήσει. ||||||||||||||||||tangled|||||tie|||||||||||||||||||||settle her And here the passage of the elf was evident: The mare that was tied in the shed first had tangled her leg in the binding, overturned her nighttime feed, and with her leg raised and her neck bent, waited for someone to come and tidy her up.

Το πουλάρι είχε κυλιστεί μέσα στην κοπριά. |foal||||| The colt had rolled in the manure. Ο Ντουτλόβ το σήκωσε στα πόδια, ξεμπέρδεψε τη φοράδα, ταχτοποίησε την τροφή της και ξαναγύρισε στο σπίτι. Dutlov lifted it to its feet, untangled the mare, prepared its food, and returned home. Η γριά είχε σηκωθεί κι άναψε φως. |||||turned on| The old woman had gotten up and turned on the light. «Να ξυπνήσεις τα παιδιά, της είπε ο Ντουτλόβ, θα πάω στην πολιτεία». |||||||||||the city "Wake the children, Dutlov told her, I will go to the city." Κι ανάβοντας ένα αγιοκέρι από κείνα που ήτανε κοντά στα εικονίσματα, κατέβηκε μ' αυτό στο κατώγι. |||votive candle||||||||||||the cellar And lighting a saint candle from those that were near the icons, she went down to the basement with it.

Την ώρα, που ανέβηκε από κει κάτω, σ' όλα τα γειτονικά σπίτια είχανε πια ανάψει φως. At the time she climbed up from down there, all the neighboring houses had already lit their lights. Τα παιδιά σηκώθηκαν κι ετοιμάζονταν. The children got up and were getting ready. Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν, φέρνοντας κουβάδες με νερό και κανάτια με γάλα. ||||buckets|||||| The women were coming and going, bringing buckets of water and jugs of milk. Ο Ιγνάτ έζευε τ' αμάξι. ||harnessed|| Ignat was harnessing the carriage. Ο δεύτερος γιος ετοίμαζε τ' άλλο αμάξι. The second son was preparing the other carriage. Η νύφη δεν έκλαιγε πια, μα ντυμένη και φορώντας το κεφαλόδεμά της καθόταν και περίμενε να ξεκινήσουν για την πολιτεία που θ' αποχαιρετούσε τον άντρα της. ||||||||||headpiece||||||||||||||| The bride no longer cried, but dressed and wearing her headdress, she sat and waited to leave for the city that would bid farewell to her husband. Ο γέρος φαινόταν εξαιρετικά αυστηρός. The old man looked extremely stern. Σε κανένα δεν είπε λέξη. He did not say a word to anyone. Φόρεσε το καινούριο του καφτάνι, ζώστηκε σφιχτά και μ' όλα τα λεφτά του Ποληκέη μέσα στον κόρφο του τράβηξε για τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς. He wore his new kaftan, tightened it around himself, and with all the money of Polikey inside his bosom, he set off for Yegor Mikhailovich.

- Μη μου χασομεράς, φώναξε του Ιγνάτ, που στριφογύριζε τις ρόδες κρατώντας ανασηκωμένος τον άξονα που τον είχε αλείψει με μπόλικο κατράμι, θα γυρίσω σε λίγο. ||don't waste time|||||||||||axle||||coated||||||| - Don't waste my time, he shouted to Ignat, who was spinning the wheels while holding the axle he had smeared with a lot of tar raised, I'll be back in a moment. Και να είναι όλα έτοιμα. And everything should be ready.

Ο επιστάτης μόλις είχε σηκωθεί. The supervisor had just gotten up. Έπαιρνε το τσάι του κι ετοιμαζόταν κι αυτός για την πολιτεία που θα πήγαινε για να παραδώσει τους κληρωτούς. ||||||||||||||||||the draftees He was having his tea and was also getting ready for the city he would go to in order to deliver the conscripts.

- Τι τρέχει; - ρώτησε, σαν είδε τόσο νωρίς μπροστά του το Ντουτλόβ. - What's wrong? - he asked, as he saw Dutlov in front of him so early.

- Θέλω, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, να εξαγοράσω το παιδί. ||||buy|| - I want, Yegor Mikhailovich, to buy the child. Κάντε το καλό. Do good. Πολύ σας περικαλώ. I beg you very much. Μου λέγατε τις προάλλες πως ξέρετε κάποιον πρόθυμο να δεχτεί. |||||||willing||accept You told me the other day that you know someone willing to accept. Ορμηνέψτε με τι να κάνω. advise|||| Guide me on what to do. Όπως δα το ξέρετε, εμείς δε σκαμπάζουμε από τέτοιες δουλειές, μαθές. ||||||understand|||| As you know, we don't understand such things, you see.

- Πάει να πει, άλλαξες γνώμη; - Does that mean you changed your mind?

- Ναι, μαθές, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, άλλαξα γνώμη. - Yes, you see, Giegor Mikhailovich, I changed my mind. Το πονάω το καψερό. |||poor thing I feel sorry for the poor thing. Όσο να πεις, παιδί του αδερφού μου είναι. After all, it is my brother's child. Κι ύστερις τα παλιολεφτά είναι γρουσούζικα. |later|||| And besides, the old money is cursed. Κάλλιο να πάνε για το καλό του παιδιού. Better to go for the good of the child. Σε περικαλώ, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, ορμήνεψέ με τι και πως..., έλεγε ο Ντουτλόβ κάνοντας ολοένα βαθύτατες υποκλίσεις μπροστά στον επιστάτη. ||||advise me|||||||||increasingly||||| I beg you, Yegor Mikhailovich, instruct me what and how..., said Dutlov, making deep bows before the supervisor.

Ο επιστάτης, όπως έκανε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλή ώρα σούφρωνε και ξεσούφρωνε σιωπηλά και βαθυστόχαστα τα χείλη του, κι αφού έκρινε το ζήτημα, έγραψε δυο σημειώματα κι έδωσε οδηγίες στο Ντουτλόβ για το τι έπρεπε να κάνει στην πολιτεία. ||||||similar||||||pursed|||thoughtfully|||||||||||||||||||||||| The supervisor, as he always did in similar cases, spent a long time silently and thoughtfully pursing and unpursing his lips, and after considering the matter, he wrote two notes and gave instructions to Dutlov on what he should do in the state.

Όταν ο Ντουτλόβ γύρισε σπίτι, η νύφη είχε φύγει πια με τον Ιγνάτ κι η φοράδα στεκόταν ζεμένη μπροστά στην αυλόπορτα. |||||||||||||||||tied up|||gate When Dutlov came home, the bride had already left with Ignat and the mare was standing hitched in front of the gate. Ο Ντουτλόβ τράβηξε κι έκοψε μια βέργα απ' το φράχτη, διπλώθηκε σφιχτά στο καφτάνι του, κάθισε στ' αμάξι και ξεκίνησε. Dutlov pulled and cut a stick from the fence, wrapped it tightly in his kaftan, sat in the carriage and set off. Βίαζε τόσο πολύ το άλογο για να τρέχει, που λες κι αχάμνηνε μέσα σ' αυτήν τη λίγη ώρα κι αυτός απόφευγε να το κοιτάξει, από φόβο μη τυχόν το λυπηθεί και μετριάσει το τρέξιμο. |||||||||||it gets tired|||||||||||||||||||||| He urged the horse so much to run that it seemed to be suffocating within this short time and he avoided looking at it, for fear that he might feel sorry for it and slow down its running. Γιατί τον βασάνιζε η σκέψη πως, αν αργοπορούσε, ο Ηλία θα πήγαινε στρατιώτης και κείνα τα διαολολεφτά θα του έμεναν στα χέρια. |||||||he was late|||||||||damn money|||would remain|| Because he was tormented by the thought that if he delayed, Ilia would go to the army and that damned money would be left in his hands.

Δε θα επιχειρήσω να περιγράψω όλες τις περιπέτειες του Ντουτλόβ εκείνο το πρωινό, λέω μονάχα πως τα πράγματα του ήρθανε πολύ βολικά. ||I will attempt||||||||||||||||||| I will not attempt to describe all the adventures of Doutlov that morning, I will only say that things turned out very conveniently for him. Ο άνθρωπος, για τον οποίο ο επιστάτης του είχε δώσει σχετικό σημείωμα, είχε κιόλας έτοιμο το παλικάρι που θ' αντικατάσταινε τον Ηλία στο στρατό. |||||||||||||||||||would replace|||| The man, for whom the foreman had given a related note, already had the young man ready who would replace Ilia in the army. Ο μεσίτης που το προμήθευε γύρευε τετρακόσια ρούβλια, κάποιος που το παζάρευε για ν' αντικαταστήσει το γιο του έδινε τρακόσα, μα ο Ντουτλόβ είπε κοφτά: «Δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;», και τέντωσε το χέρι του με τέτοια έκφραση, που αμέσως έβλεπε κάποιος πως ήτανε πρόθυμος ν' ανεβάσει ακόμη την τιμή. |broker||||||||||||||||||three hundred||||||||||||||||||||||||||||||

Ο άλλος δεν έδινε το χέρι του κι επέμενε στα τετρακόσια. The other one would not give his hand and insisted on four hundred. «Δε δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;» επανάλαβε ο Ντουτλόβ, αδράχνοντας με τ' αριστερό του χέρι το δεξί του συνομιλητή του και απειλώντας να του καταφέρει μια με το δεξί. "Do you not accept two hundred and twenty five?" repeated Dootlov, grasping with his left hand the right hand of his interlocutor and threatening to deal him a blow with his right. «Ε, δεν δέχεσαι; Ας είναι! "Well, you don't accept? So be it!" Πάει καλά!» πρόσθεσε ξαφνικά χτυπώντας δυνατά το δεξί του χέρι πάνω στο δεξί του άλλου. It's going well! «Πάρε τρακόσα πενήντα. Take three hundred and fifty. Φέρε μου εδώ το παλικάρι. Bring me the boy here. Και τώρα να, κι άλλα είκοσι για τα καλορίζικα!» Κι ο Ντουτλόβ ξεκούμπωσε το καφτάνι του κι έβγαλε τα λεφτά. And Dutlov unfastened his kaftan and took out the money.

Ο άλλος παρ' όλο που δεν αποτραβούσε το χέρι του, καμωνόταν ακόμα πως δεν συμφωνούσε απόλυτα και γύρευε κι άλλα για μπαξίσι και για τραταμέντα. ||||||withdrew||||pretended|||||||||||tip|||treats The other one, although he didn't pull his hand back, continued to pretend that he didn't completely agree and was looking for more for a tip and a treat.

- Έλα τώρα, έλα, αστ' αυτά, αποκρινόταν ο Ντουτλόβ, χώνοντάς του τα λεφτά στη φούχτα, καλά είναι τόσα, έλα τώρα άστα τα παζαρέματα και τις πλεονεξίες· θ' αποθάνουμε όλοι μια μέρα, κακομοίρη μου, πρόστεσε μ' ένα τόσο γλυκό διδαχτικό και σιγουρεμένο τόνο, που ο άλλος είπε στο τέλος: |||leave|||||putting|||||||||||||bargaining|||greed|||||||||||||||sure||||||| - Come on now, come on, leave that aside, Dutlov replied, stuffing the money into his palm, it's good enough, come on now, leave the bargaining and the greed; we will all die one day, my poor friend, he added in such a sweet, instructive, and assured tone that the other finally said:

- Ε, ας είναι. - Well, let it be. Πάει καλά! It's going well! Η ώρα η καλή, ξανάσφιξαν τα χέρια τους κι έκαναν το σταυρό τους. ||||squeezed again|||||||| The good hour, they shook hands again and made the cross.

Ξύπνησαν το παλικάρι, που κοιμόταν ακόμη ύστερ' από το χτεσινό μεθύσι, τον περιεργάστηκαν καλά-καλά και τράβηξαν όλοι μαζί για το στρατολογικό γραφείο. ||||||||||||||well|||||||recruitment| Το παλικάρι ήτανε χαρούμενο, γύρεψε λεφτά για να πιει ρούμι να ξεζαλιστεί κι ο Ντουτλόβ του έδωσε, και δείλιασε μονάχα τη στιγμή που μπήκανε στην είσοδο των γραφείων. |||||||||||sober up||||||||||||||||offices The young man was happy, he asked for money to drink rum to get a bit tipsy, and Dutlov gave it to him, only hesitating at the moment they entered the office entrance. Πολλήν ώρα στέκονταν και περίμεναν εκεί μέσα, ο Ντουτλόβ, ο άλλος μουζίκος τυλιγμένος στη μπλε γούνα του και το παλικάρι με το κοντογούνι του, με τα φρύδια ανασηκωμένα και τα μάτια γουρλωμένα. ||||||||||||||||||||||||||eyebrows||||| They stood inside for a long time waiting, Dutlov, the other peasant wrapped in his blue fur, and the young man with his short fur coat, with raised eyebrows and bulging eyes. Πολλήν ώρα κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, κάπου ζητούσαν να παρουσιαστούν, κάποιον ήθελαν να δουν, έβγαζαν τους σκούφους τους κι υποκλίνονταν βαθιά μπροστά στον κάθε γραφιά, και με σεβασμό μεγάλο και κατανόηση άκουσαν την απόφαση που έβγαλε ένας γραφιάς, γνώριμος του άλλου μουζίκου. |||||||||||see||||||bowed deeply|||||||||||||||||||||| For a long time, they talked in low voices, at some point they wanted to present themselves, they wanted to see someone, they took off their hats and bowed deeply before each clerk, and with great respect and understanding, they listened to the decision made by a clerk, an acquaintance of the other peasant.

Είχαν πια παρατήσει κάθε ελπίδα πως θα ξεμπέρδευαν κείνη την ημέρα και το παλικάρι άρχισε πάλι να ξαναβρίσκει το κέφι του και να κουβεντιάζει χαρούμενα, όταν ξαφνικά ο Ντουτλόβ είδε τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς να μπαίνει. ||||hope|||get through||||||||||||||||chat||||||||||| They had long given up any hope of getting through that day, and the young man began to regain his spirits and chat happily, when suddenly Dutlov saw Yegor Mikhailovich entering. Δίχως να χάσει καιρό, έτρεξε κοντά του, τον χαιρέτισε με μια βαθύτατη υπόκλιση και τον παρακάλεσε να τους βοηθήσει να τελειώνουν το γρηγορότερο. |||||||||||deepest||||||||||| Without wasting any time, he ran up to him, greeted him with a deep bow, and asked him to help them finish as quickly as possible. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ενέργησε τόσο αποτελεσματικά που κατά τις τρεις το απόγευμα το παλικάρι το πέρασαν προς μεγάλη του δυσαρέσκεια και κατάπληξη στην αίθουσα του Προεδρείου. |||acted||||||||||||||||displeasure||||||Presidium Yegor Mikhailovich acted so effectively that by three in the afternoon, to the young man's great displeasure and astonishment, he was taken into the Presidium hall. Και εκεί μέσα στη γενική ευθυμία, που ούτε αυτός ο Πρόεδρος έκανε εξαίρεση, το έγδυσαν, το κούρεψαν του φόρεσαν τη στολή και τ' άφηκαν να βγει έξω. ||||||||||||exception||||they shaved it|||||||let him||| And there, in the general cheerfulness, which even the President did not make an exception, they stripped it off, shaved it, dressed it in a uniform, and let it go outside. Μετά πέντε λεπτά ο Ντουτλόβ μέτρησε τα τριακόσια πενήντα ρούβλια, πήρε τη σχετική απόδειξη και, αποχαιρετώντας το μουζίκο και το παλικάρι τράβηξε βιαστικός για το σπίτι του έμπορα, όπου είχανε σταματήσει οι κληρωτοί του Πακρόβσκογιε. After five minutes, Dutlov counted the three hundred fifty rubles, took the relevant receipt, and, bidding farewell to the muzhik and the young man, hurried off to the merchant's house, where the recruits from Pakrovskoye had stopped.

Ο Ηλία κι γυναίκα του κάθονταν σε μια γωνιά της κουζίνας και μόλις αντίκρισαν το γέρο, σώπασαν και τον κοίταξαν μ' ένα ύφος υποταχτικά εχθρικό. ||||||||||||||||||||||expression|submissively hostile|hostile submissive Ilya and his wife were sitting in a corner of the kitchen, and as soon as they saw the old man, they fell silent and looked at him with a submissively hostile expression. Ο Ντουτλόβ, όπως πάντα έκανε πρώτα την προσευχή του μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε το ζουνάρι του, πήρε από την εσωτερική τσέπη του κάποιο χαρτί και κάλεσε μέσα τη γριά μάνα του Ηλία και το γιο του τον Ιγνάτ, που τριγύριζαν απ' έξω. |||||first|||||||||||||||||||||||||||||||||||| Dutlov, as always, first said his prayer in front of the icons, took off his sash, retrieved some paper from his inner pocket, and called inside his old mother Ilia and his son Ignat, who were wandering outside.