×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

1 - Ο Χάρι Πότερ και η Φιλοσοφική Λίθος (AudioBookWorms), 1. Το αγόρι που σώθηκε (1)

1. Το αγόρι που σώθηκε (1)

Ο κύριος και η κυρία Ντάρσλι, που έμεναν στο νούμερο 4 της οδού Πριβέτ, έλεγαν συχνά, και πάντα με υπερηφάνεια, πως ήταν απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να δει ανακατεμένους σε κάτι παράξενο ή μυστήριο, απλώς και μόνο γιατί και οι ίδιοι πίστευαν πως δεν υπήρχαν αληθινά τέτοιες ανοησίες στη ζωή.

Ο κύριος Ντάρσλι ήταν ο διευθυντής ενός εργοστασίου με το όνομα «Γκράνινγκς», το οποίο έφτιαχνε γεωτρύπανα. Ήταν ένας ψηλός και χοντρός άντρας χωρίς καθόλου λαιμό, όμως είχε ένα πραγματικά τεράστιο μουστάκι. Η κυρία Ντάρσλι ήταν ξανθή και αδύνατη κι ο δικός της λαιμός ήταν δυο φορές πιο μακρύς απ' τους συνηθισμένους, κάτι πολύ χρήσιμο γι' αυτή, αφού περνούσε τις περισσότερες ώρες της κρυφοκοιτάζοντας πάνω από φράχτες και κατασκοπεύοντας τους γείτονες. Οι Ντάρσλι είχαν ένα μικρό γιο, τον Ντάντλι, και πίστευαν πως ήταν το καλύτερο αγόρι σ' όλο τον κόσμο.

Οι Ντάρσλι είχαν όλα όσα θα ήθελαν στη ζωή. Είχαν όμως κι ένα μυστικό κι ο μεγαλύτερος φόβος τους ήταν πως κάποιος θα το μάθαινε. Κι οι δυο ήταν απόλυτα σίγουροι πως δε θα το άντεχαν, αν κάποιος μάθαινε για τους Πότερ. Η κυρία Πότερ ήταν η αδελφή της κυρίας Ντάρσλι, είχαν όμως να συναντηθούν αρκετά χρόνια. Η αλήθεια ήταν πως η κυρία Ντάρσλι παρίστανε πως δεν είχε αδελφή, γιατί η αδελφή της κι ο ανεπρόκοπος ο άντρας της ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους Ντάρσλι. Οι Ντάρσλι ένιωθαν ρίγη φρίκης και μόνο στη σκέψη πως οι Πότερ μπορεί να έρχονταν στη γειτονιά τους. Ήξεραν πως κι οι Πότερ είχαν ένα μικρό γιο, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. Αυτό το αγόρι ήταν ένας ακόμη λόγος για να κρατούν τους Πότερ σε απόσταση. Δεν ήθελαν ο γιος τους, ο Ντάντλι, να κάνει παρέα μ' ένα τέτοιο παιδί.

'Οταν ο κύριος κι η κυρία Ντάρσλι ξύπνησαν εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό μιας Τρίτης, όπου και αρχίζει η ιστορία μας, δεν υπήρχε γύρω τους το παραμικρό σημάδι που να δείχνει πως, σύντομα, παράξενα και μυστηριώδη πράγματα θα συνέβαιναν σ' ολόκληρη τη χώρα. Ο κύριος Ντάρσλι σιγοσφύριζε καθώς διάλεγε την πιο άχρωμη γραβάτα του να φορέσει για το γραφείο κι η κυρία Ντάρσλι κουτσομπόλευε με τη συνηθισμένη της άνεση, καθώς έβαζε το γιο της, που στρίγκλιζε, στο καρεκλάκι του κοντά στο τραπέζι, για το πρωινό.

Κανείς τους δεν πρόσεξε μια μεγάλη καστανόχρωμη κουκουβάγια να φτερουγίζει έξω απ' το παράθυρο.

Στις οκτώμισι ακριβώς ο κύριος Ντάρσλι πήρε το χαρτοφύλακα του, φίλησε τη γυναίκα του στο μάγουλο και προσπάθησε να φιλήσει και το γιο του, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Ντάντλι έκανε τώρα νάζια και πετούσε την κρέμα του ένα γύρω. «Γλυκό παλιόπαιδο», μουρμούρισε περήφανα ο κύριος Ντάρσλι καθώς έβγαινε από το σπίτι. Μετά μπήκε στο αμάξι του και βγήκε με την όπισθεν απ' το γκαράζ του σπιτιού.

Ο κύριος Ντάρσλι είχε φτάσει στη γωνία του δρόμου, όταν πρόσεξε το πρώτο σημάδι από κάτι περίεργο: μια γάτα, που κοιτούσε σ' έναν ανοιχτό χάρτη! Για μια μονάχα στιγμή, ο κύριος Ντάρσλι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει. Μετά γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω, για να κοιτάξει πάλι. Μια γκρίζα γάτα στεκόταν πραγματικά στη γωνία της οδού Πριβέτ, αλλά ο χάρτης δε φαινόταν πουθενά. Πώς του είχε περάσει η ιδέα πως τον είχε δει; Κάποιο παιχνίδισμα απ' το φως θα ήταν... Ο κύριος Ντάρσλι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι τη γάτα. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά. Καθώς ο κύριος Ντάρσλι έστριβε με το αμάξι του στη γωνία, συνέχιζε να κοιτάζει τη γάτα στο μικρό καθρέφτη. Και την είδε να διαβάζει την επιγραφή «οδός Πριβέτ». Όχι να τη διαβάζει βέβαια, αλλά να έχει σηκώσει το κεφάλι της και να την κοιτάζει. Οι γάτες δεν μπορούν να διαβάσουν επιγραφές... ούτε και χάρτες, βέβαια! Ο κύριος Ντάρσλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κι έβγαλε τη γάτα απ' το μυαλό του. Καθώς συνέχιζε να οδηγεί προς την πόλη, δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο από τη μεγάλη παραγγελία για γεωτρύπανα που ήλπιζε να πάρει εκείνη τη μέρα.

Πλησιάζοντας στην πόλη, κάθε σκέψη για γεωτρύπανα αντικαταστάθηκε στο μυαλό του από κάτι άλλο. Ακινητοποιημένος όπως ήταν στο συνηθισμένο πρωινό μποτιλιάρισμα, πρόσεξε πως αρκετοί από τους ανθρώπους γύρω του ήταν παράξενα ντυμένοι· ντυμένοι με μανδύες... Ο κύριος Ντάρσλι δεν μπορούσε ν' αντέξει τους ανθρώπους που ντύνονται με παράξενα ρούχα, ούτε καν τις Απόκριες. Μισούσε ιδιαίτερα τα περίεργα ρούχα που φορούσε τελευταία η νεολαία, ακόμη και τ' αγόρια. Βλέποντας τόσους μανδύες γύρω του, σκέφθηκε πως θα ήταν κάποια καινούρια, ανόητη μόδα. Αφηρημένα, άρχισε να παίζει τα δάχτυλα του στο τιμόνι, ενώ το βλέμμα του έπεσε σε μια ομάδα από αυτούς τους παράξενα ντυμένους τύπους που βρίσκονταν εκεί κοντά. Έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ο κύριος Ντάρσλι νευρίασε βλέποντας πως μερικοί από αυτούς δεν ήταν καν νέοι. Διάολε, αυτός εκεί ο τύπος πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερός του κι όμως φορούσε έναν καταπράσινο μανδύα! Μα δεν ντρεπόταν καθόλου; Κατόπιν, όμως, ο κύριος Ντάρσλι σκέφθηκε πως μπορεί να ήταν μια ακόμη ανόητη διαφήμιση... Ίσως αυτοί οι τύποι να έκαναν κάποιον έρανο. Ναι, αυτό θα ήταν. Το μποτιλιάρισμα τελείωσε και λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος Ντάρσλι έφτανε στο εργοστάσιο με το μυαλό του πάλι γεμάτο από γεωτρύπανα.

Στο γραφείο του στον ένατο όροφο, ο κύριος Ντάρσλι καθόταν πάντα με την πλάτη του γυρισμένη προς το παράθυρο. Αν δεν καθόταν έτσι, ασφαλώς και θα το είχε βρει πολύ δύσκολο να σκέφτεται τα γεωτρύπανα εκείνο το γκρίζο πρωινό. Έτσι καθισμένος, όμως, δεν είδε τις μεγάλες κουκουβάγιες που πετούσαν εδώ κι εκεί στον ουρανό. Άλλοι άνθρωποι κάτω στους δρόμους τις είδαν, και μάλιστα πολύ καθαρά. Τις έδειχναν κιόλας ο ένας στον άλλον κι όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό! Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν είχαν δει κουκουβάγιες ούτε τη νύχτα. Ο κύριος Ντάρσλι, πάντως, δεν είδε ούτε καν μια κουκουβάγια και πέρασε έτσι ένα ολότελα συνηθισμένο πρωινό: έβαλε τις φωνές σε πέντε διαφορετικούς υπαλλήλους κι έκανε μερικά σημαντικά τηλεφωνήματα, φωνασκώντας και σ' αυτά. Ήταν σε πολύ καλή διάθεση ως το μεσημέρι, όταν αποφάσισε να πάει περπατώντας ως τον απέναντι φούρνο και ν' αγοράσει ένα ζεστό φραντζολάκι.

Είχε ξεχάσει τους τύπους με τους μανδύες, αλλά τους ξαναθυμήθηκε όταν είδε μερικούς απ' αυτούς δίπλα στο φούρνο. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον έκαναν να νιώθει ανήσυχος. Καθώς προσπερνούσε, τους έριξε μια θυμωμένη ματιά. Εκείνοι ψιθύριζαν κι έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ κανείς τους δεν κρατούσε κουτί για έρανο. Στο γυρισμό, καθώς ο κύριος Ντάρσλι περνούσε και πάλι δίπλα τους, κρατώντας τη χαρτοσακούλα με το ζεστό φραντζολάκι του, μπόρεσε να «πιάσει» μερικές λέξεις απ' αυτά που έλεγαν.

«Ναι... Οι Πότερ, έτσι άκουσα...»

«... ναι, ο γιος τους, ο μικρός Χάρι...»

Ο κύριος Ντάρσλι έμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος, με το φόβο να σφίγγει την καρδιά του σαν ατσαλένιο χέρι. Έριξε μιαν ακόμη ματιά στους παράξενους τύπους κι άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε κάτι να τους ρωτήσει, αλλά το μετάνιωσε.

Κατόπιν πέρασε γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στο γραφείο του, φώναξε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς κι άρχισε να παίρνει στο τηλέφωνο τον αριθμό του σπιτιού του. Κάπου στα μισά του αριθμού σταμάτησε. Ακούμπησε αργά το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να χαϊδεύει αφηρημένος το μουστάκι του, ενώ σκεφτόταν... Όχι, αυτός ο φόβος του ήταν καθαρή ανοησία. Το Πότερ δεν ήταν δα και κανένα ασυνήθιστο επώνυμο. Ήταν σίγουρος πως υπήρχαν πολλές οικογένειες με το επώνυμο Πότερ, που είχαν ένα γιο με το όνομα Χάρι. Εξάλλου, τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν καν σίγουρος πως ο ανιψιός του λεγόταν Χάρι. Δεν τον είχε δει ποτέ και μπορεί θαυμάσια να τον έλεγαν Χάρβι, ή Χάρολντ... Δεν υπήρχε κανένας λόγος ν' ανησυχήσει τη γυναίκα του, από τη στιγμή μάλιστα που στενοχωριόταν αφάνταστα ακόμη και ν' άκουγε μόνο το όνομα της αδελφής της. Όχι, δηλαδή, πως την αδικούσε γι' αυτό. Κι εκείνος, αν είχε μια τέτοια αδελφή... Παρ' όλα αυτά, εκείνοι οι τύποι με τους μανδύες τον είχαν ανησυχήσει πολύ.

Εκείνο το απόγευμα ο κύριος Ντάρσλι δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει το μυαλό του στα γεωτρύπανα. Και στις πέντε το απόγευμα, όταν βγήκε από το κτίριο, ήταν ακόμη τόσο απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις, που έπεσε πάνω σε κάποιον ακριβώς έξω απ' την πόρτα.

«Συγγνώμη», μουρμούρισε, καθώς ο μικροκαμωμένος κι ηλικιωμένος άντρας που είχε σκουντήσει, παραπάτησε και σχεδόν έπεσε στο πεζοδρόμιο. Και πάλι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, προτού ο κύριος Ντάρσλι προσέξει πως ο γέρος μπροστά του φορούσε ένα μακρύ μοβ μανδύα. Δεν έδειχνε, μάλιστα, καθόλου θυμωμένος που σχεδόν τον είχε ρίξει κάτω. Αντίθετα, το ζαρωμένο πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο και με τρεμουλιαστή φωνή είπε:

«Μην ανησυχείς, καλέ μου κύριε, γιατί τίποτα σήμερα δεν μπορεί να με κάνει να νευριάσω! Κι εσύ πρέπει να χαίρεσαι, γιατί ο Ξέρεις-Ποιος έφυγε, επιτέλους! Ακόμη κι ένας Μαγκλ σαν κι εσένα έπρεπε να γιορτάζει αυτή την τόσο ευτυχισμένη μέρα!»

Και μ' αυτά τα λόγια, ο παράξενος γέρος έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά του τον κύριο Ντάρσλι και απομακρύνθηκε.

Ο κύριος Ντάρσλι συνέχισε να μένει ακίνητος. Και να ήθελε, δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Ένας εντελώς άγνωστος του τύπος τον είχε αγκαλιάσει και τον είχε αποκαλέσει Μαγκλ, αν και δεν είχε ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Τώρα ένιωθε πραγματικά πολύ ταραγμένος και ξεκίνησε αμέσως με το αυτοκίνητο για το σπίτι του, ελπίζοντας πως δεν έτρεχε τίποτα το σοβαρό και πως όλα ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, κάτι που ως τώρα δεν είχε ευχηθεί ποτέ στη ζωή του, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η φαντασία.

Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στην πόρτα του σπιτιού με τον αριθμό 4, το πρώτο πράγμα που είδε — και του χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι — ήταν η γκρίζα γάτα που είχε προσέξει το ίδιο πρωί. Η γάτα καθόταν τώρα επάνω στο χαμηλό φράχτη του κήπου του. Ήταν σίγουρος πως ήταν η ίδια γάτα, γιατί είχε τις ίδιες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο γύρω απ' τα μάτια.

«Ξξξτ!» φώναξε δυνατά ο κύριος Ντάρσλι.

Η γάτα συνέχισε να μένει ακίνητη, αλλά του έριξε μια αυστηρή ματιά. Έτσι κάνουν οι γάτες; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του, μπήκε γρήγορα στο σπίτι, αποφασισμένος και πάλι να μην πει τίποτα στη γυναίκα του.

Η κυρία Ντάρσλι είχε μια ευχάριστη και συνηθισμένη μέρα. Καθώς έτρωγαν το βραδινό τους, είπε στον άντρα της όλα όσα είχε μάθει για τα προβλήματα της καινούριας γειτόνισσας με την κόρη της, καθώς και για τις δυο καινούριες λέξεις που είχε μάθει ο γιος τους, ο Ντάντλι: το «δε θέλω!» Ο κύριος Ντάρσλι προσπάθησε να φερθεί όσο γινόταν πιο φυσιολογικά. Κι όταν ο γιος τους αποκοιμήθηκε, πήγε στο σαλόνι κι άνοιξε την τηλεόραση για ν' ακούσει τις τελευταίες ειδήσεις.

«Και, τέλος», είπε ο εκφωνητής, «παρατηρητές πουλιών απ' όλη τη χώρα μάς δήλωσαν πως οι κουκουβάγιες φέρονται πολύ περίεργα σήμερα. Ενώ, συνήθως, οι κουκουβάγιες κυνηγούν τη νύχτα και σπάνια εμφανίζονται την ημέρα, σήμερα, από την ανατολή του ήλιου, εκατοντάδες από αυτά τα πουλιά θεάθηκαν να πετούν προς κάθε κατεύθυνση. Οι ορνιθολόγοι αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί οι κουκουβάγιες άλλαξαν ξαφνικά τις συνήθειές τους. Και τώρα θα δώσουμε το μικρόφωνο στο συνάδελφο Τζιμ ΜακΓκάφιν, για το δελτίο καιρού. Τι γίνεται, Τζιμ; Μήπως θα έχουμε αύριο καμιά βροχή από κουκουβάγιες;»

«Λοιπόν, Τεντ, δεν μπορώ να πω τίποτα γι αυτό», αποκρίθηκε ο Τζιμ. «Δεν είναι, όμως, μόνον οι κουκουβάγιες που φέρονται περίεργα σήμερα. Τηλεθεατές μας από διάφορες περιοχές της χώρας, από το Κεντ και το Γιόρκσιρ ως το Ντάντι, μας τηλεφώνησαν για να πουν πως, αντί για τη βροχή που η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεψε για σήμερα, είδαν μια πραγματική καταιγίδα από διάττοντες αστέρες! Ίσως, όμως, να πρόκειται για πυροτεχνήματα... Πάντως η αποψινή νύχτα θα είναι οπωσδήποτε βροχερή και...»

Ο κύριος Ντάρσλι πάτησε το κουμπί και συνέχισε να κάθεται ακίνητος στην πολυθρόνα του. Διάττοντες αστέρες σ' όλη τη χώρα; Κουκουβάγιες που πετούν τη μέρα στον ουρανό της Αγγλίας; Μυστηριώδεις τύποι με μανδύες παντού; Και ψίθυροι για τους Πότερ...

Εκείνη τη στιγμή η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο σαλόνι κρατώντας ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια τσάι. Η καρδιά του άντρα της ήταν τώρα βαριά σαν πέτρα. Όχι, δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κάτι έπρεπε να της πει, για να την προετοιμάσει...

Ξερόβηξε λοιπόν νευρικά κι άρχισε: «Ε... Πετούνια... μήπως είχες τελευταία τίποτα νέα από την αδελφή σου;»

Όπως το περίμενε, η κυρία Ντάρσλι έδειξε αμέσως ταραχή και θυμό. Δικαιολογημένα, αφού συνήθως παρίσταναν κι οι δυο πως δεν είχε αδελφή.

«Όχι!» αποκρίθηκε απότομα. «Γιατί ρωτάς;»

«Περίεργα πράγματα στο δελτίο ειδήσεων... Κουκουβάγιες, διάττοντες αστέρες... και παράξενοι τύποι με μανδύες...»

«Και λοιπόν;»

«Να... σκέφθηκα... πως μπορεί να είχε κάποια σχέση με... με το δικό της σινάφι...»

Σιωπηλή, η κύρια Ντάρσλι άρχισε να πίνει το τσάι της με σφιγμένα χείλη. Ο άντρας της αναρωτήθηκε, ανήσυχος, αν θα τολμούσε τελικά να της πει πως είχε ακούσει και το επώνυμο Πότερ. Τελικά αποφάσισε πως δε θα το τολμούσε, τουλάχιστον όχι ακόμη. Έτσι, μιλώντας όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, ρώτησε: «Εκείνος ο γιος τους... θα πρέπει τώρα να είναι σαν τον Ντάντλι μας...»

«Νομίζω πως ναι», αποκρίθηκε στυφά η κυρία Ντάρσλι. «Και... πώς τον λένε; Χάουαρντ, νομίζω...»

«Όχι. Χάρι, ένα άσχημο και πολύ συνηθισμένο όνομα!»

«Ναι, βέβαια», αποκρίθηκε ο κύριος Ντάρσλι, νιώθοντας την καρδιά του να βουλιάζει. «Συμφωνώ μαζί σου».

Δεν ξαναμίλησε γι αυτό το θέμα, μέχρι που τελείωσαν κι οι δυο το τσάι τους και σιωπηλοί ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Όταν η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο μπάνιο, ο κύριος Ντάρσλι πλησίασε στο παράθυρο, τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε κάτω στον κήπο. Η γάτα ήταν ακόμη επάνω στο φράχτη και κοιτούσε προς την αρχή της οδού Πριβετ, σαν κάτι να περίμενε.

Μήπως τα φαντάζομαι όλ' αυτά; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Μήπως όλ' αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους Πότερ; Γιατί, αν έχουν... κι αν μαθευόταν πως εκείνοι συγγένευαν μ' ένα ζευγάρι που... Όχι! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο κύριος Ντάρσλι ήταν σίγουρος πως ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, θα μπορούσαν να το αντέξουν.

Σε λίγο οι Ντάρσλι έπεσαν στο κρεβάτι. Η κυρία Ντάρσλι αποκοιμήθηκε αμέσως, ο άντρας της όμως έμεινε ξύπνιος, στριφογυρίζοντας όλ' αυτά τα περίεργα φαινόμενα στο μυαλό του. Η τελευταία και καθησυχαστική σκέψη του προτού αποκοιμηθεί, ήταν πως, ακόμη κι αν οι Πότερ είχαν κάποια σχέση μ' αυτή την περίεργη κατάσταση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να 'ρθουν σ' επαφή μ' αυτόν και τη γυναίκα του. Γιατί οι Πότερ ήξεραν πολύ καλά τη γνώμη που είχαν αυτός κι η Πετούνια για το σινάφι τους. Δεν έβλεπε για ποιο Λόγο εκείνος κι η Πετούνια θα μπορούσαν να βρεθούν ανακατεμένοι σε οτιδήποτε μπορεί να συνέβαινε... Και να συνέβαινε κάτι, πάλι δε θα μπορούσε να τους επηρεάσει... Ο κύριος Ντάρσλι χασμουρήθηκε, γύρισε στο πλάι κι αποκοιμήθηκε.

Πόσο λάθος έκανε...

Ο κύριος Ντάρσλι κοιμόταν τώρα βαθιά, αλλά η γάτα στον κήπο δεν έδειχνε ακόμη το παραμικρό σημάδι νύστας. Στεκόταν πάντα ακίνητη επάνω στο φράχτη, με το βλέμμα της στηλωμένο στην αρχή της οδού Πριλέτ. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια της, όταν η πόρτα ενός αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη λίγο πιο κάτω, ούτε όταν δυο κουκουβάγιες πέταξαν χαμηλά πάνω απ' το κεφάλι της. Κι ήταν πια σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η γάτα κουνήθηκε για πρώτη φορά.

Ένας άντρας φάνηκε ξαφνικά στην αρχή του δρόμου, στο σημείο προς το οποίο κοιτούσε τόσες ώρες η γάτα. Φάνηκε, μάλιστα, τόσο ξαφνικά κι αθόρυβα, σαν να είχε φυτρώσει απ' την άσφαλτο. Η γάτα κούνησε την ουρά και μισόκλεισε τα μάτια της.

Κανένας τύπος σαν αυτόν τον άντρα δεν είχε ποτέ φανεί στην οδό Πριβέτ. Ήταν ψηλός, αδύνατος και πολύ γέρος, με ασημένια μαλλιά και γένια τόσο μακριά, που ήταν και τα δυο χωμένα κάτω απ' τη ζώνη του παντελονιού του. Φορούσε μακριά ρόμπα και μανδύα, που άγγιζαν την άσφαλτο, ενώ οι ψηλές μπότες του είχαν τακούνια κι ασημένιες αγκράφες. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ανοιχτόχρωμα και λαμπερά πίσω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του κι η μύτη του πολύ μακριά και γυριστή στην άκρη, σαν ράμφος πουλιού. Το όνομα του ήταν Άλμπους Ντάμπλντορ.

Ο Αλμπους Ντάμπλντορ δεν έδειχνε να έχει καταλάβει πως βρισκόταν σε μια περιοχή όπου τα πάντα σ' αυτόν, απ' το όνομα ως τις ψηλές μπότες του, ήταν ανεπιθύμητα. Γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το να ψάχνει κάτι στο μανδύα του. Έδειχνε, όμως, να έχει καταλάβει πως τον παρακολουθούσαν, γιατί ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη γάτα, που συνέχιζε να τον κοιτάζει απ' την άλλη άκρη του δρόμου. Για κάποιο λόγο, η θέα της γάτας φάνηκε να τον διασκεδάζει, γιατί χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Έπρεπε να το περιμένω».

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

1. Το αγόρι που σώθηκε (1) the||| |||s'est sauvé The|boy|that|was saved |мальчик||спасся Das|Junge||gerettet |||구해졌다 1. Der Junge, der gerettet wurde (1) 1. The boy who was saved (1) 1. El niño que se salvó (1) 1. Le garçon sauvé (1) 1. Il ragazzo salvato (1) 1. De jongen die gered werd (1) 1. Chłopiec, który został uratowany (1) 1. O rapaz que foi salvo (1) 1. Мальчик, который был спасен (1) 1. Kurtarılan çocuk (1)

Ο κύριος και η κυρία Ντάρσλι, που έμεναν στο νούμερο 4 της οδού Πριβέτ, έλεγαν συχνά, και πάντα με υπερηφάνεια, πως ήταν απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. |господин||||Дарсли||||номер||улицы|Привит|говорили|часто||||гордостью|||абсолютно|нормальные|люди|ничего|больше|или|меньше |||||Dursley||habitaient|au||||||||||||||||||| The|Mr.|and|the|Mrs.|Dursley|who|"lived"|in|number|of|street|Privet|"used to say"|often|and|always|with|Pride|"that"|were|"completely"|"perfectly normal"|people|"nothing"|"more"|"and"|"nothing less" |||||||||||Straße|||||||Stolz|||völlig|normal||||| Mr. and Mrs. Darsley, who lived at No. 4 Privet Street, often said, and always proudly, that they were perfectly normal people, nothing more or less. M. et Mme Darsley, qui habitaient au numéro 4 de Privet Street, disaient souvent, et toujours avec fierté, qu'ils étaient des gens tout à fait normaux, ni plus ni moins. Ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να δει ανακατεμένους σε κάτι παράξενο ή μυστήριο, απλώς και μόνο γιατί και οι ίδιοι πίστευαν πως δεν υπήρχαν αληθινά τέτοιες ανοησίες στη ζωή. ||||||ждал|кто-то|||смешанными|||||тайна|||||||они|верили|||существовали|по-настоящему|такие|глупости|в (предлог)| ||||||||||vermischt||||||||||||they themselves||||||||| It was||"last"|people|who|would|"would expect"|one||see|mixed up in|in|something strange|strange|or|mystery|simply|and|"only"|because|and|the|"themselves"|"believed"|"that"|do not|there were|"truly"|such|nonsense|in|life |||||skulle||man||se|blandade i|||konstigt|||bara|och|||||de själva|trott|att||||sådana|||livet They were the last people you would expect to see involved in anything strange or mysterious, simply because they themselves believed that there was no such nonsense in life. Ce sont les dernières personnes que l'on s'attendrait à voir impliquées dans quoi que ce soit d'étrange ou de mystérieux, tout simplement parce qu'elles croient elles-mêmes que la vie n'a rien d'absurde.

Ο κύριος Ντάρσλι ήταν ο διευθυντής ενός εργοστασίου με το όνομα «Γκράνινγκς», το οποίο έφτιαχνε γεωτρύπανα. ||||||одного|завода||||Граннингс||которое|делал|буровые установки |||||Direktor||Fabrik||||Grannings|||herstellte|Bohrgeräte |Mr|Mr Darsley|was||Director|"of a"|factory|||name|Grannings|the|which|was making|drill bits År 1||||||||||||||| Herr Darsley war der Leiter einer Fabrik mit dem Namen „Grainings“, die Bohrgeräte herstellte. Mr. Dursley was the manager of a factory called "Granges" which made drilling rigs. Ήταν ένας ψηλός και χοντρός άντρας χωρίς καθόλου λαιμό, όμως είχε ένα πραγματικά τεράστιο μουστάκι. ||высокий||||без||шея|но||||огромное|усики |||||||überhaupt nicht||||||| He was|a|tall||fat|man|without|at all|neck|but|he had|a|really|huge|mustache Er war ein großer und dicker Mann ohne Hals, hatte aber einen wirklich riesigen Schnurrbart. He was a tall and fat man with no neck at all, but he had a really huge moustache. C'était un homme grand et gros, sans cou du tout, mais avec une moustache vraiment énorme. Η κυρία Ντάρσλι ήταν ξανθή και αδύνατη κι ο δικός της λαιμός ήταν δυο φορές πιο μακρύς απ' τους συνηθισμένους, κάτι πολύ χρήσιμο γι' αυτή, αφού περνούσε τις περισσότερες ώρες της κρυφοκοιτάζοντας πάνω από φράχτες και κατασκοπεύοντας τους γείτονες. ||||блондинка||худой|и||ее||шея||два|раза|более|длинный|чем||обычных|||полезно|для|||проводила|(в)|большинство|часов||подсматривая|вверх||фраза||шпионя||соседи ||||||dünn||||||||||lang|||gewöhnlichen||||||||||||heimlich beobachten|||Zäune|||| the|Mrs.|||blonde||slender|and||own||neck||two|twice|more|long|than||ordinary people's|something||useful for her|for|her|"since"|was spending||more|hours||snooping|up||fences||spying on||neighbors ||||||||||||||||||||ce qui est||||||passait|||||||||||| Frau Darsley war blond und dünn, und ihr Hals war doppelt so lang wie gewöhnlich, was für sie sehr nützlich war, da sie die meiste Zeit damit verbrachte, geheimnisvoll über Zäune zu spähen und die Nachbarn auszuspionieren. Mrs. Dursley was fair and thin, and her own neck was twice as long as usual, which was very useful to her, since she spent most of her hours peering over fences and spying on neighbors. Οι Ντάρσλι είχαν ένα μικρό γιο, τον Ντάντλι, και πίστευαν πως ήταν το καλύτερο αγόρι σ' όλο τον κόσμο. ||||маленький|сын||Дадли||||||||в|весь|| |||||||Dudley||||||||||| ||had||small|son||Dudley|and|believed|||the|best|boy||the whole||world The Dursleys had a young son, Dudley, and they thought he was the best boy in the whole world.

Οι Ντάρσλι είχαν όλα όσα θα ήθελαν στη ζωή. ||||всё что|||| ||||alles was|||| the|||all|"all that"|would|would want|in| The Dursleys had everything they wanted in life. Είχαν όμως κι ένα μυστικό κι ο μεγαλύτερος φόβος τους ήταν πως κάποιος θα το μάθαινε. |||||||большой|страх|||||||узнал they had|however|also||secret|||biggest|fear||was||someone|would||learn But they also had a secret and their biggest fear was that someone would find out. Κι οι δυο ήταν απόλυτα σίγουροι πως δε θα το άντεχαν, αν κάποιος μάθαινε για τους Πότερ. |||||сигурны||не|||||кто-то||||Поттер And|the|two|were|absolutely|sure|that|but|||could endure|if|someone else|learned||the|Potter Und beide waren sich absolut sicher, dass sie es nicht ertragen könnten, wenn jemand von den Potters erfahren würde. They were both absolutely certain that they couldn't take it if anyone found out about the Potters. Ambos estaban completamente seguros de que no podrían soportarlo si alguien descubría lo de los Potter. Η κυρία Πότερ ήταν η αδελφή της κυρίας Ντάρσλι, είχαν όμως να συναντηθούν αρκετά χρόνια. |||||||госпожи|||||встретиться||года |||||Schwester||Frau||||||| ||Potter|||sister||Mrs|Dursley|they had|however|to|meet each other|quite a few|years Frau Potter war die Schwester von Frau Dursley, sie hatten sich jedoch seit mehreren Jahren nicht gesehen. Mrs. Potter was Mrs. Dursley's sister, but they had not met for several years. Mme Potter était la sœur de Mme Dursley, mais elles ne s'étaient pas rencontrées depuis plusieurs années. Η αλήθεια ήταν πως η κυρία Ντάρσλι παρίστανε πως δεν είχε αδελφή, γιατί η αδελφή της κι ο ανεπρόκοπος ο άντρας της ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους Ντάρσλι. |истина||||||притворялась||||сестра|||сестра||||недоумок|||||совершенно|разные||| |truth||||||pretended|that||had||||||||good-for-nothing|||||completely|different||| Die Wahrheit war, dass Frau Dursley so tat, als hätte sie keine Schwester, denn ihre Schwester und ihr ungeschickter Ehemann waren völlig anders als die Dursleys. The truth was that Mrs. Dursley pretended that she had no sister, because her sister and her uncouth husband were quite different from the Dursleys. Οι Ντάρσλι ένιωθαν ρίγη φρίκης και μόνο στη σκέψη πως οι Πότερ μπορεί να έρχονταν στη γειτονιά τους. ||чувствовали||ужаса||||мысли о||||||приходили||район| The||felt|shivers of horror|horror|and|only||thought||the|Potter|might|to|might come|at|neighborhood| The Dursleys felt shivers of horror at the mere thought that the Potters might be coming to their neighborhood. Ήξεραν πως κι οι Πότερ είχαν ένα μικρό γιο, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. знали||||||||||||||||| they knew|that|||Potter|had|||son|but|||had|seen|never||| Sie wussten, dass die Potters einen kleinen Sohn hatten, aber sie hatten ihn niemals in ihrem Leben gesehen. They knew that the Potters had a young son too, but they had never seen him in their lives. Αυτό το αγόρι ήταν ένας ακόμη λόγος για να κρατούν τους Πότερ σε απόσταση. |||||еще||||держать||||расстоянии |the|||one|another|reason|||keep|||the Potters|at a distance Dieser Junge war ein weiterer Grund, die Potters auf Abstand zu halten. This boy was another reason to keep the Potters at a distance. Δεν ήθελαν ο γιος τους, ο Ντάντλι, να κάνει παρέα μ' ένα τέτοιο παιδί. |||||||||дружить|||такое|ребёнок ||the|||||to|to hang out|friend|with||such|child Sie wollten nicht, dass ihr Sohn, Dudley, mit einem solchen Kind befreundet ist. They didn't want their son, Dudley, hanging around with a kid like that.

'Οταν ο κύριος κι η κυρία Ντάρσλι ξύπνησαν εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό μιας Τρίτης, όπου και αρχίζει η ιστορία μας, δεν υπήρχε γύρω τους το παραμικρό σημάδι που να δείχνει πως, σύντομα, παράξενα και μυστηριώδη πράγματα θα συνέβαιναν σ' ολόκληρη τη χώρα. когда|||||||проснулись||||||вторника|где||начинается|||наша||было|вокруг|||малейшее|знак|||показывает||скоро|странно||мистическое|||происходило||всякий|(определённый артикль)|страна ||||||Dursley|se réveillèrent|||||||||||||||||||||||||||||||||| When||Mr|and||Mrs|Dursley|"woke up"|"that"||cloudy|morning|of a|Tuesday morning|where our story begins|and|begins|the|||not|was not|around them|around them||the slightest|sign|that||"shows"|that|soon|strange||mysterious|things|will|would happen|in|whole||country ||||||||||bewölkt||||||||||||||||||||||seltsame||||||||| When Mr. and Mrs. Dursley woke up on that cloudy Tuesday morning, where our story begins, there was not the slightest sign around them that strange and mysterious things were soon to happen all over the country. Lorsque M. et Mme Dursley se sont réveillés en ce mardi matin nuageux, où commence notre histoire, il n'y avait pas le moindre signe autour d'eux que des choses étranges et mystérieuses allaient bientôt se produire dans tout le pays. Ο κύριος Ντάρσλι σιγοσφύριζε καθώς διάλεγε την πιο άχρωμη γραβάτα του να φορέσει για το γραφείο κι η κυρία Ντάρσλι κουτσομπόλευε με τη συνηθισμένη της άνεση, καθώς έβαζε το γιο της, που στρίγκλιζε, στο καρεκλάκι του κοντά στο τραπέζι, για το πρωινό. |||тихо свистел||выбирал|||бесцветный|галстук|||надеть||||||||сплетничала|||привычной||удобство||садила|||||визжал||стульчик||рядом||стол||| |||||wählte||||||||||||||||||||||legte|das||||||||||||| |Mr.|Mr Dursley|"was humming softly"|"as"|was choosing||most|drab|tie|||wear to work|||office|and|the|Mrs Dursley|Mrs Dursley|"gossiped"|with||usual|usual|ease|"as"|was putting|the|son|her|who|screaming||high chair|of|near|to|table||| Mr. Dursley hissed as he chose his most colorless tie to wear for the office, and Mrs. Dursley gossiped with her usual comfort as she settled her son, who was squealing, in his little chair near the table for breakfast. Mr. Dursley sifflait en choisissant sa cravate la plus incolore pour le bureau, et Mrs. Dursley bavardait avec son aisance habituelle en installant son fils, qui piaillait, dans sa petite chaise près de la table pour le petit déjeuner.

Κανείς τους δεν πρόσεξε μια μεγάλη καστανόχρωμη κουκουβάγια να φτερουγίζει έξω απ' το παράθυρο. |||обратил внимание||большую||сова||порхает|снаружи||| |||a remarquer|une|grande|brune||||||| None of them|them||noticed||large|brown-colored|owl|to|flap its wings|outside the window|of||the window |||||||||flattert|||| Keiner von ihnen bemerkte eine große braune Eule, die vor dem Fenster flatterte. Neither of them noticed a large brown owl fluttering outside the window.

Στις οκτώμισι ακριβώς ο κύριος Ντάρσλι πήρε το χαρτοφύλακα του, φίλησε τη γυναίκα του στο μάγουλο και προσπάθησε να φιλήσει και το γιο του, αλλά δεν τα κατάφερε. |восемь с половиной|||||взял||портфель||поцеловал|||||щеку||попробовал||поцеловать||||||||удалось ||précisément||||||||||||||||||||||||| at|half past eight|"exactly"||Mr|Mr Dursley|"took"||briefcase||kissed||his wife|||cheek||tried||kissed|||son||but||it|managed it ||||||||Aktentasche||||||||||||||||||| At exactly eight-thirty Mr. Dursley took his briefcase, kissed his wife on the cheek and tried to kiss his son, but he did not succeed. Ο Ντάντλι έκανε τώρα νάζια και πετούσε την κρέμα του ένα γύρω. ||делал||прибавки||летал||крем||| |Dantley|was making||tantrums||was throwing||cream||all around|around Der Dantli machte jetzt Zicken und warf seine Sahne herum. Dudley was now fidgeting and tossing his cream one around. «Γλυκό παλιόπαιδο», μουρμούρισε περήφανα ο κύριος Ντάρσλι καθώς έβγαινε από το σπίτι. Сладкий|мальчишка|прошептал|гордо|||||выходил||| |schlitzohr|||||||||| Sweet|"rascal"|"murmured"|proudly||Mr|Mr Dursley|as|was leaving||| „Süßes Bälgerchen“, murmelte stolz Herr Darsley, als er das Haus verließ. "Sweet little brat," Mr. Dursley murmured proudly as he came out of the house. Μετά μπήκε στο αμάξι του και βγήκε με την όπισθεν απ' το γκαράζ του σπιτιού. ||||||вышел|||задним ходом|||||дома Afterwards|got in||car|||backed out|with||in reverse|out of||garage||of the house Dann stieg er in sein Auto und fuhr rückwärts aus der Garage des Hauses. Then he got into his car and backed out of the garage of the house.

Ο κύριος Ντάρσλι είχε φτάσει στη γωνία του δρόμου, όταν πρόσεξε το πρώτο σημάδι από κάτι περίεργο: μια γάτα, που κοιτούσε σ' έναν ανοιχτό χάρτη! ||||||угол||||||||||странного||кот||смотрела||(1) один|открытой|карта ||||||||||||||||||||schaute|||| |Mr|Mr Dursley|had|"had reached"|at the|corner||street|when|noticed|||sign|of|something|strange||cat|that|was looking at|on|a|open|map Mr. Dursley had reached the street corner when he noticed the first sign of something strange: a cat, staring at an open map! M. Dursley avait atteint le coin de la rue lorsqu'il remarqua le premier signe de quelque chose d'étrange : un chat regardant une carte ouverte ! Για μια μονάχα στιγμή, ο κύριος Ντάρσλι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει. ||только|мгновение|||||понял||||||| for|a|"only"|moment||Mr.|Dursley|not|understand||exactly||||| Für einen einzigen Moment verstand Mr. Darsley nicht, was genau er gesehen hatte. For a single moment, Mr. Dursley did not understand exactly what it was that he had seen. Pour un bref instant, M. Dursley ne comprit pas exactement ce qu'il avait vu. Μετά γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω, για να κοιτάξει πάλι. |вернул|||голову||||назад|||| then|turned|suddenly||head||towards||backward|to||look|again Dann drehte er abrupt seinen Kopf nach hinten, um noch einmal zu schauen. Then he abruptly turned his head back to look again. Puis il retourna brusquement la tête en arrière pour regarder à nouveau. Μια γκρίζα γάτα στεκόταν πραγματικά στη γωνία της οδού Πριβέτ, αλλά ο χάρτης δε φαινόταν πουθενά. |||стояла|||||||||карта|||нигде ||||||||||||Karte||| a|gray|cat|was standing|really|at the|||||||map||"could be seen"|"anywhere" Eine graue Katze stand tatsächlich an der Ecke der Privetstraße, aber die Karte war nirgends zu sehen. A grey cat was actually standing on the corner of Privet Street, but the map was nowhere to be seen. Πώς του είχε περάσει η ιδέα πως τον είχε δει; Κάποιο παιχνίδισμα απ' το φως θα ήταν... Ο κύριος Ντάρσλι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι τη γάτα. как|||прошла|||||||Какое-то|игривость|||||||||||глаза|||посмотрел||| |||vergangen||||||||||||||||||||||||| how|of him||"crossed his mind"||idea|"that"|him|||some sort of|play of light|||light||||||blinked||eyes||and|looked||| Wie kam es ihm in den Sinn, dass er sie gesehen hatte? Es musste ein Spiel des Lichts gewesen sein... Mr. Dursley blinzelte und schaute wieder die Katze an. How had he gotten the idea that she had seen him? Some kind of play of light would be... Mr. Dursley blinked and looked at the cat again. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά. она||отвратила|| That one|his|returned|the|glance Diese erwiderte seinen Blick. She glanced back at him. Καθώς ο κύριος Ντάρσλι έστριβε με το αμάξι του στη γωνία, συνέχιζε να κοιτάζει τη γάτα στο μικρό καθρέφτη. ||||поворачивал|||||||||смотреть|||||зеркале ||||||||||||||||||Spiegel "As"||Mr||"was turning"||the||||corner|"kept"||looking at|||||mirror Während Mr. Dursley mit seinem Auto um die Ecke bog, schaute er weiterhin in den kleinen Spiegel auf die Katze. As Mr. Dursley turned his car around the corner, he continued to look at the cat in the small mirror. Και την είδε να διαβάζει την επιγραφή «οδός Πριβέτ». ||||читает||табличка|улица| ||||||Schriftzug|road| and||she saw||is reading|it|street sign|street|Privet And he saw it reading the sign 'Privet Drive'. Όχι να τη διαβάζει βέβαια, αλλά να έχει σηκώσει το κεφάλι της και να την κοιτάζει. ||||конечно||||подняло||||||| No||||of course||||lifted|the|||||| Not reading it, of course, but lifting its head and looking at it. Οι γάτες δεν μπορούν να διαβάσουν επιγραφές... ούτε και χάρτες, βέβαια! |кошки||могут||читать|таблицы|||карты| |cats||can||read|signs|"nor"||maps|of course Cats can't read signs... nor maps, of course! Ο κύριος Ντάρσλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κι έβγαλε τη γάτα απ' το μυαλό του. |||||||||вынул|||||ума| Mr.|Mr.|Dursley|nodded|slightly|the|head|||put out||cat|||mind|of him Mr. Dursley shook his head slightly and put the cat out of his mind. Καθώς συνέχιζε να οδηγεί προς την πόλη, δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο από τη μεγάλη παραγγελία για γεωτρύπανα που ήλπιζε να πάρει εκείνη τη μέρα. ||||||||думал|ничто|||||заказ|||||||||день ||||||||||||||Bestellung||||||||| "As"|"continued"||"was driving"||the|city|not|was thinking about|nothing|else||the|large|order||drill rigs||hoped to get||get|that|| As he continued to drive toward town, he thought of nothing but the big drilling order he hoped to get that day.

Πλησιάζοντας στην πόλη, κάθε σκέψη για γεωτρύπανα αντικαταστάθηκε στο μυαλό του από κάτι άλλο. Приближаясь|||||||заменилась|||||| Approaching|||every|thought||drilling rigs|was replaced by||his mind|||something else| Approaching the town, any thought of drilling rigs was replaced in his mind by something else. Ακινητοποιημένος όπως ήταν στο συνηθισμένο πρωινό μποτιλιάρισμα, πρόσεξε πως αρκετοί από τους ανθρώπους γύρω του ήταν παράξενα ντυμένοι· ντυμένοι με μανδύες... Ο κύριος Ντάρσλι δεν μπορούσε ν' αντέξει τους ανθρώπους που ντύνονται με παράξενα ρούχα, ούτε καν τις Απόκριες. Остановленный|как||||||||многие|||людей|||||одеты|одеты||плащи|||||мог|н|выдержать||людей||одеты|||одежда||кан||Пурим |||||||achte||several||||||||seltsam gekleidet||||||||||||||||||||| "Stuck"|as|he was|the|usual|morning traffic jam|traffic jam|noticed||several|of||people||||strangely|dressed|dressed strangely||cloaks|||||couldn't|to|"tolerate"||people||"dress"||strangely|clothes|"not even"|even||Halloween. Im Stau, wie gewohnt beim morgendlichen Verkehr, bemerkte er, dass viele der Menschen um ihn herum seltsam gekleidet waren; sie trugen Umhänge... Mr. Darsley konnte die Menschen nicht ertragen, die sich in seltsame Kleidung kleiden, nicht einmal an Halloween. Stunned as he was in the usual morning traffic jam, he noticed that several of the people around him were strangely dressed; dressed in cloaks Mr. Dursley couldn't stand people dressing in strange clothes, not even on Halloween. Immobilisé comme d'habitude lors du petit déjeuner, il remarqua que plusieurs personnes autour de lui étaient bizarrement habillées, vêtues de manteaux... M. Darcy ne pouvait pas supporter les personnes habillées de manière étrange, même pas pendant le carnaval. Μισούσε ιδιαίτερα τα περίεργα ρούχα που φορούσε τελευταία η νεολαία, ακόμη και τ' αγόρια. Ненавидела|||странные|||носила|последнее время||молодёжь|||такие|мальчики |||seltsamen|||||||||| "Hated"|particularly||strange|clothes||was wearing|lately||youth|even|even|the|the boys Er hasste besonders die merkwürdigen Kleider, die die Jugend in letzter Zeit trug, selbst die Jungen. He especially hated the strange clothes worn by the youth lately, even the boys. Il détestait particulièrement les vêtements étranges que portaient récemment les jeunes, même les garçons. Βλέποντας τόσους μανδύες γύρω του, σκέφθηκε πως θα ήταν κάποια καινούρια, ανόητη μόδα. видя|||||подумал||||какая-то|новая||мода Seeing|so many|cloaks|||thought|that||would be|some new|new|silly|new, silly fashion Als er so viele Umhänge um sich sah, dachte er, dass es wohl irgendeine neue, lächerliche Mode sein müsste. Seeing so many cloaks around him, he thought it must be some new, silly fashion. En voyant tous ces manteaux autour de lui, il pensa que ce devait être une nouvelle et stupide mode. Αφηρημένα, άρχισε να παίζει τα δάχτυλα του στο τιμόνι, ενώ το βλέμμα του έπεσε σε μια ομάδα από αυτούς τους παράξενα ντυμένους τύπους που βρίσκονταν εκεί κοντά. абстрактно|||играть||пальцы|||руль|когда||взгляд|||||группа||них|||одетых|типов||были|там| |||||||||während||Blick||||||||||||||| Absentmindedly|he began||playing||fingers|his||steering wheel|while|the|gaze||fell upon|||group||them|||strangely dressed|guys||"were located"|"there nearby"|"nearby" |||||||||||||||||||||habillés|||||près de Absentmindedly, he began fiddling with his fingers on the steering wheel, his eyes falling on a group of these strangely dressed guys standing nearby. Έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ ψιθύριζαν μεταξύ τους. они показывали|встревоженные|хотя|шептали|между| "Seemed"|upset|while|were whispering|among themselves| They looked upset while whispering to each other. Ο κύριος Ντάρσλι νευρίασε βλέποντας πως μερικοί από αυτούς δεν ήταν καν νέοι. ||||||некоторые||||||молодые ||||||||eux|||| ||Dursley|got angry|seeing that||some||them|||even|young people Mr. Dursley was angry to see that some of them were not even young. M. Dursley était furieux de voir que certains d'entre eux n'étaient même pas jeunes. Διάολε, αυτός εκεί ο τύπος πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερός του κι όμως φορούσε έναν καταπράσινο μανδύα! Черт возьми||||парень|||||||||||ярко-зеленый|плащ Verdammter||||||||||||||||Umhang Damn||||guy|||was|very|much older|"than him"||but||a|bright green|cloak Verdammter, dieser Typ da muss viel älter als er gewesen sein, und doch trug er einen knallgrünen Umhang! Hell, that guy over there must have been much older than him and yet he was wearing a green cloak! Μα δεν ντρεπόταν καθόλου; Κατόπιν, όμως, ο κύριος Ντάρσλι σκέφθηκε πως μπορεί να ήταν μια ακόμη ανόητη διαφήμιση... Ίσως αυτοί οι τύποι να έκαναν κάποιον έρανο. Ма||||потом|||||||||||||реклама|может быть|||||делали|кого-то|ерандо Ma||wasn't ashamed|at all|"Afterwards"|but||||"thought"|"that"|"might"|||an||stupid|advertisement|perhaps|they||guys|||someone|fundraising event Hat er sich denn überhaupt nicht geschämt? Danach dachte Herr Darsley, dass es vielleicht eine weitere dumme Werbung sein könnte... Vielleicht machen diese Typen einen Aufruf. But wasn't he ashamed at all? But then Mr. Dursley thought it might be another silly advertisement... Maybe these guys were holding a fundraiser. Ναι, αυτό θα ήταν. да||| Yes|||be Ja, das könnte es gewesen sein. Yes, that would be it. Το μποτιλιάρισμα τελείωσε και λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος Ντάρσλι έφτανε στο εργοστάσιο με το μυαλό του πάλι γεμάτο από γεωτρύπανα. |||||минуты|||||прибывал||завод||||||полным|| ||||||||||||Werk|||||||| |traffic jam|"ended"|||minutes|later|||Dursley|arrived at||factory||||||filled with|with|drilling rigs The traffic jam ended and a few minutes later Mr. Dursley arrived at the factory with his mind again full of drilling.

Στο γραφείο του στον ένατο όροφο, ο κύριος Ντάρσλι καθόταν πάντα με την πλάτη του γυρισμένη προς το παράθυρο. ||||девятом|||||сидел||||спине||повернутой||| im|||||||||||||||||| |||on the|ninth|floor||||was sitting|always|||back||turned away|towards|| In his office on the ninth floor, Mr. Dursley always sat with his back to the window. Dans son bureau du neuvième étage, M. Dursley s'assoit toujours dos à la fenêtre. Αν δεν καθόταν έτσι, ασφαλώς και θα το είχε βρει πολύ δύσκολο να σκέφτεται τα γεωτρύπανα εκείνο το γκρίζο πρωινό. ||сидел|так|наверняка|||||||трудно||думать|||||серое| |||like this|"certainly"|||||found||very difficult||to think about||drilling rigs|||gray| Wenn er nicht so saß, hätte er es sicherlich sehr schwierig gefunden, an die Bohrmaschinen zu denken an diesem grauen Morgen. Had he not been sitting like that, he would certainly have found it very difficult to think about the drilling rigs on that grey morning. Έτσι καθισμένος, όμως, δεν είδε τις μεγάλες κουκουβάγιες που πετούσαν εδώ κι εκεί στον ουρανό. |сидя|||||большие|совы||летали|||||небе so|sitting down|||||large|owls||were flying|here|||"in the"|sky So sitzend jedoch sah er nicht die großen Eulen, die hier und da am Himmel flogen. But sitting like that, he did not see the big owls flying here and there in the sky. Mais assis ainsi, il ne voyait pas les grands hiboux qui volaient çà et là dans le ciel. Άλλοι άνθρωποι κάτω στους δρόμους τις είδαν, και μάλιστα πολύ καθαρά. другие||внизу||улицах||увидели||даже||ясно ||||||||sogar|| other||down|in the|streets||saw||indeed||clearly Andere Menschen unten auf den Straßen sahen sie, und zwar sehr deutlich. Other people down on the streets saw them, and very clearly. Τις έδειχναν κιόλας ο ένας στον άλλον κι όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό! ||уже||||другом||все||||рот| they|were showing|already||one||other||everyone|were|||mouth| They even showed them to each other and everyone was left with their mouths hanging open! Ils se les sont même montrés les uns aux autres et tout le monde est resté bouche bée ! Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν είχαν δει κουκουβάγιες ούτε τη νύχτα. |большинство||||||||| |most||||had||owls|"nor even"||night Most of them had not seen owls even at night. Ο κύριος Ντάρσλι, πάντως, δεν είδε ούτε καν μια κουκουβάγια και πέρασε έτσι ένα ολότελα συνηθισμένο πρωινό: έβαλε τις φωνές σε πέντε διαφορετικούς υπαλλήλους κι έκανε μερικά σημαντικά τηλεφωνήματα, φωνασκώντας και σ' αυτά. |||всё-таки||||||||прошло|||совершенно|||||крики||пять|разных|служителей||||важные|телефонные звонки|крича||| |Mr||anyway|||not even|||owl||spent|like this|a|entirely|ordinary|morning|shouted at|the|yelled at||five|different|employees|||some|important|phone calls|shouting in those||(1)|them Mr. Dursley, however, didn't even see an owl and so spent a perfectly ordinary morning: he yelled at five different employees and made a few important phone calls, yelling at them as well. Monsieur Darcy, cependant, n'a pas vu un seul hibou et a ainsi passé un matin tout à fait ordinaire : il a donné des ordres à cinq employés différents et a passé quelques appels importants en criant aussi. Ήταν σε πολύ καλή διάθεση ως το μεσημέρι, όταν αποφάσισε να πάει περπατώντας ως τον απέναντι φούρνο και ν' αγοράσει ένα ζεστό φραντζολάκι. |||хорошее|настроение|||полдень||решил|||пешком|до||противоположный|печь|||купить||горячую|батончик |||good|mood|until||noon||he decided|||on foot|up to|to the|opposite|bakery|and||buy||warm|bread roll He was in a very good mood until noon, when he decided to walk to the bakery across the street and buy a hot loaf of bread. Il était de très bonne humeur jusqu'au midi, quand il a décidé d'aller à pied jusqu'à la boulangerie en face pour acheter un croissant chaud.

Είχε ξεχάσει τους τύπους με τους μανδύες, αλλά τους ξαναθυμήθηκε όταν είδε μερικούς απ' αυτούς δίπλα στο φούρνο. |забыл||||||||вспомнил||||||рядом|| |vergessen|||||Umhänge|||||||||||Ofen |forgotten|the||with||the cloaks|||remembered again|when||some|||next to||oven Er hatte die Typen in Umhängen vergessen, aber er erinnerte sich an sie, als er einige von ihnen bei der Bäckerei sah. He had forgotten the guys in cloaks, but he remembered them when he saw some of them by the bakery. Il avait oublié les hommes en manteau, mais il s'en est souvenu en voyant certains d'entre eux près de la boulangerie. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον έκαναν να νιώθει ανήσυχος. |знал||||||чувствовать|тревожным |||||||fühlen|unsettled |he didn't know|||him||to|feel|uneasy He didn't know why, but they made him feel uneasy. Καθώς προσπερνούσε, τους έριξε μια θυμωμένη ματιά. |проезжал||||сердитым| |überholte||warf||| as|was passing by||threw||angry|glance As he walked past, he gave them an angry look. Εκείνοι ψιθύριζαν κι έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ κανείς τους δεν κρατούσε κουτί για έρανο. Они||||||||||коробка|| |flüsterten|||aufgeregt|während|||||||Spendenaktion they|whispered||were pointing|agitated|||||was holding|box||donation They were whispering and looking upset, and none of them were holding a collection box. Στο γυρισμό, καθώς ο κύριος Ντάρσλι περνούσε και πάλι δίπλα τους, κρατώντας τη χαρτοσακούλα με το ζεστό φραντζολάκι του, μπόρεσε να «πιάσει» μερικές λέξεις απ' αυτά που έλεγαν. |возвращении||||||||||||пакет||||||||услышать||слова|||| |Rückweg||||||||||||Papiertragetasche||||Brötchen||||fangen|||||| |"way back"|||||was passing by|||next to||holding||Paper bag||the||bread roll||was able to||catch|some|words|||| On the way back, as Mr. Dursley passed them again, holding the paper bag with his hot cup of coffee, he could "catch" a few words of what they were saying.

«Ναι... Οι Πότερ, έτσι άκουσα...» ||||слышал Ja|||| ||||I heard "Ja... Die Potters, so habe ich gehört..." "Yeah... The Potters, so I heard..."

«... ναι, ο γιος τους, ο μικρός Χάρι...» ||||||Харри |||||"little"|Harry "...yes, their son, little Harry..."

Ο κύριος Ντάρσλι έμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος, με το φόβο να σφίγγει την καρδιά του σαν ατσαλένιο χέρι. |||остался|неподвижный|как мрамор|||страх||сжимать||сердце||как|стальным| ||||bewegungslos|versteinert|||||schnüren|||||stahlhart| |Mr.|Mr Dursley|remained|motionless|petrified|with||fear|to|gripping||heart|of the|like an|steel-like|steel hand Mr. Dursley stood still, frozen, fear clutching his heart like a hand of steel. Έριξε μιαν ακόμη ματιά στους παράξενους τύπους κι άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε κάτι να τους ρωτήσει, αλλά το μετάνιωσε. |||||странным|||открыл||||как||хотел||||спросить|||пожалел |||||seltsamen Typen||||||||||||||||er bereute "Cast" or "threw"|one more|"one more"|glance||strange|types|and|opened|||the|like|to|"wanted to"||to|them|ask them something|||changed his mind He took one more look at the strange guys and opened his mouth, as if he wanted to ask them something, but he regretted it.

Κατόπιν πέρασε γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στο γραφείο του, φώναξε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς κι άρχισε να παίρνει στο τηλέφωνο τον αριθμό του σπιτιού του. ||быстро|||тротуар|взошел|почти|бегом||||||секретарю|||не||побеспокоит|||||брать||телефон||номер||| daraufhin||||gegenüber|Bürgersteig||fast|||||||Sekretärin|||||stören|||||||||||| Afterwards|he crossed|quickly|to||sidewalk|he climbed|almost running|almost running||office||shouted at||secretary|||not||disturb|anyone at all||he began||to dial||telephone|him|number||| Then he quickly crossed to the opposite sidewalk, almost ran up to his office, shouted to his secretary not to be disturbed and started calling his home number on the phone. Κάπου στα μισά του αριθμού σταμάτησε. где-то|в районе|||числа|остановился Irgendwo||||| somewhere|at the|half||number|stopped Somewhere in the middle of the number he stopped. Ακούμπησε αργά το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να χαϊδεύει αφηρημένος το μουστάκι του, ενώ σκεφτόταν... Όχι, αυτός ο φόβος του ήταν καθαρή ανοησία. положил||||||||||гладить|внимательно||||||||||||чистая|глупость Lege ab|langsam||Hörer|||||||streicheln|abstrakt||||||||||||reine|reine Dummheit he placed|slowly||receiver||position||and|he began|to|"stroke absentmindedly"|absent-mindedly||||||No|||fear|of him|was|pure|nonsense He slowly put the receiver back in place and began absentmindedly stroking his moustache while thinking... No, this fear of his was pure nonsense. Το Πότερ δεν ήταν δα και κανένα ασυνήθιστο επώνυμο. |||||||необычное|фамилия ||||ja|||ungewöhnlich|Nachname |||was|after all|and|no|unusual|last name Potter wasn't exactly an unusual surname. Potter n'était pas un nom de famille particulièrement inhabituel. Ήταν σίγουρος πως υπήρχαν πολλές οικογένειες με το επώνυμο Πότερ, που είχαν ένα γιο με το όνομα Χάρι. |уверен|||много||||фамилия||||||||| |||||Familien|||||||||||| |sure|||many|families|||surname|Potter|||||||| He was sure there were many families with the surname Potter who had a son named Harry. Il était sûr qu'il y avait de nombreuses familles avec le nom de famille Potter, qui avaient un fils nommé Harry. Εξάλλου, τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν καν σίγουρος πως ο ανιψιός του λεγόταν Χάρι. впрочем|||||||||||племянник||звался| Übrigens|||||||||||Neffe||| besides|||it|he was thinking|||even|sure|||nephew|his|was named|Harry Besides, now that he thought about it, he wasn't even sure his nephew's name was Harry. En fait, maintenant qu'il y pensait, il n'était même pas sûr que son neveu s'appelait Harry. Δεν τον είχε δει ποτέ και μπορεί θαυμάσια να τον έλεγαν Χάρβι, ή Χάρολντ... Δεν υπήρχε κανένας λόγος ν' ανησυχήσει τη γυναίκα του, από τη στιγμή μάλιστα που στενοχωριόταν αφάνταστα ακόμη και ν' άκουγε μόνο το όνομα της αδελφής της. |||||||||||Харви||Харольд|||никакой||||||||||||огорчался|невероятно||||слушать|||||жену| |||||||||||Harvey||Harold||||||sich sorgen|||||||||sich Sorgen machen|unvorstellbar|||||||||Schwester| |||he had seen|never|||perfectly well|||they called|Harvey||Harold||there was|no one|||worry||his wife|||||especially|that|was distressed|immensely|even|||"heard"|||||sister| She had never seen him, and it might have been wonderful if his name had been Harvey, or Harold. There was no reason to worry his wife, since it distressed her immensely to even hear her sister's name. Il ne l'avait jamais vu et on pourrait merveilleusement l'appeler Harvey, ou Harold... Il n'y avait aucune raison de s'inquiéter pour sa femme, surtout que cela la rendait extrêmement triste même en entendant juste le nom de sa sœur. Όχι, δηλαδή, πως την αδικούσε γι' αυτό. |то есть|||обижал|| ||||unrecht tat|| |that is|how||wronged|| Not, that is, that he was wronging her for it. Non, en fait, il ne lui en voulait pas pour cela. Κι εκείνος, αν είχε μια τέτοια αδελφή... Παρ' όλα αυτά, εκείνοι οι τύποι με τους μανδύες τον είχαν ανησυχήσει πολύ. |||||такая||помимо|||||||||||| |||||||Aber|alles||||die Typen|||Umhänge|||| |he||||such a|sister|Despite|everything|||||||the cloaks||had|worried| And he, if he had such a sister... Still, those guys in cloaks had him very worried. Et lui, s'il avait une telle sœur... Malgré tout, ces types avec les capes l'avaient beaucoup inquiété.

Εκείνο το απόγευμα ο κύριος Ντάρσλι δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει το μυαλό του στα γεωτρύπανα. ||||||постарался|||сосредоточить||||| |||||||||sich konzentrieren|||||Bohrmaschinen ||"afternoon"||||had trouble|||focus|||||the drilling rigs That afternoon Mr. Dursley found it very difficult to concentrate his mind on the drilling boats. Και στις πέντε το απόγευμα, όταν βγήκε από το κτίριο, ήταν ακόμη τόσο απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις, που έπεσε πάνω σε κάποιον ακριβώς έξω απ' την πόρτα. |||||||||здание||||увлечённый||них||мыслях||||||||||дверь |||||||||||||vertieft|||||||||||||| ||||afternoon|||out of||building|||so|absorbed||them||thoughts||fell into someone|onto||someone|||||door And at five o'clock in the afternoon, when he came out of the building, he was still so preoccupied with these thoughts that he bumped into someone just outside the door.

«Συγγνώμη», μουρμούρισε, καθώς ο μικροκαμωμένος κι ηλικιωμένος άντρας που είχε σκουντήσει, παραπάτησε και σχεδόν έπεσε στο πεζοδρόμιο. извините||||||пожилой||||толкнул|пошатнулся||||| ||||kleinwüchsig||älterer||||angestoßen|stolperte leicht||||| Excuse me|murmured|as||short and elderly||elderly|man|||bumped into|"stumbled"||almost||to the| "Sorry," he muttered, as the small and elderly man he had tripped over stumbled and nearly fell to the pavement. Και πάλι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, προτού ο κύριος Ντάρσλι προσέξει πως ο γέρος μπροστά του φορούσε ένα μακρύ μοβ μανδύα. ||прошло|||||||заметит|||старик|перед||||длинный|пурпурный| ||||seconds|bevor||||notice|||||||||lila| ||a few seconds passed||seconds|before||Mr||will notice|||old man|"in front of"|him||a|long|purple|cloak Again a few seconds passed before Mr. Dursley noticed that the old man before him was wearing a long purple cloak. Δεν έδειχνε, μάλιστα, καθόλου θυμωμένος που σχεδόν τον είχε ρίξει κάτω. |выглядело||||||||бросил| |||||||||geworfen| not|seemed|indeed|at all|angry||almost||had|knocked down| In fact, he didn't seem angry at all that he had almost knocked him down. En fait, il ne semblait pas du tout fâché qu'il ait failli le faire tomber. Αντίθετα, το ζαρωμένο πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο και με τρεμουλιαστή φωνή είπε: напротив||сморщенное|лицо|||||широкое||||дрожащим|| ||verknittert||||||breites Lächeln||||zitternder|| "On the contrary"||wrinkled|his face|his|lit up||a|broad|smile||with|quivering|voice|he said Instead, his wrinkled face lit up with a broad smile and in a shaky voice he said:

«Μην ανησυχείς, καλέ μου κύριε, γιατί τίποτα σήμερα δεν μπορεί να με κάνει να νευριάσω! |беспокоиться|дорогой||господин|||сегодня|||||||разозлиться |machst dir Sorgen|lieber||||||||||||wütend werden don't|worry|my dear|my|my dear sir|because|nothing|today||can|||make|to|get angry "Don't worry, good sir, for nothing today can make me angry! Κι εσύ πρέπει να χαίρεσαι, γιατί ο Ξέρεις-Ποιος έφυγε, επιτέλους! |ты|||радоваться||||Кто|ушел|наконец ||||freust dich|||||| And|you||to|be happy|because||You-Know-Who|Who|left|"at last" And you should be happy, because You-Know-Who is gone, finally! Ακόμη κι ένας Μαγκλ σαν κι εσένα έπρεπε να γιορτάζει αυτή την τόσο ευτυχισμένη μέρα!» |||Магл||||||праздновать||||| |||Nichtmagier||||||||||| Even|even||Muggle|||you|should|should|celebrate||||happy day| Even a Muggle like you should be celebrating this happy day!"

Και μ' αυτά τα λόγια, ο παράξενος γέρος έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά του τον κύριο Ντάρσλι και απομακρύνθηκε. |||||||старик|сжал|||объятиях|||господина|||удалился ||||||||drückte fest|||||||||entfernte sich ||||words||strange|old man|hugged tightly||in|embrace||the|Mr.||and|moved away And with these words, the strange old man quickly clasped Mr. Darsley in his arms and walked away.

Ο κύριος Ντάρσλι συνέχισε να μένει ακίνητος. |||||оставаться| |Mr|Dursley|continued||remained|still Mr. Dursley continued to stand still. Και να ήθελε, δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. ||||||||||шаг "Even if"||||||||||step Even if he wanted to, he couldn't take a single step. Ένας εντελώς άγνωστος του τύπος τον είχε αγκαλιάσει και τον είχε αποκαλέσει Μαγκλ, αν και δεν είχε ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. |||||||||||назвал||||||||||||значит| ||unbekannter|||||umarmen||||bezeichnen||||||||||||| |completely|unknown||type|||hugged||||called|Muggle|even|||||||what|might||mean| A complete stranger had hugged him and called him Muggle, though he had no idea what that might mean. Τώρα ένιωθε πραγματικά πολύ ταραγμένος και ξεκίνησε αμέσως με το αυτοκίνητο για το σπίτι του, ελπίζοντας πως δεν έτρεχε τίποτα το σοβαρό και πως όλα ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, κάτι που ως τώρα δεν είχε ευχηθεί ποτέ στη ζωή του, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η φαντασία. |чувствовал||||||||||||||надеясь|||было|||серьезное|||||творение||фантазии||||||||пожелать||||||||нравилось|||фантазии ||||aufgewühlt||||||||||||||lief||||||||Erschaffung der Fantasie||||||||||gewünscht||||||||||| |he felt|||distressed||started immediately|immediately|with||car|to||||"hoping that"|||was going on|||serious|||||figment||imagination||something||as|now|||wished for|||||||his|"didn't like"|||imagination Now he was feeling really very agitated and immediately started driving home, hoping that nothing serious was wrong and that it was all a figment of his imagination, something he had never wished for in his life, because he didn't like imagination at all. Maintenant il se sentait vraiment très perturbé et il est immédiatement parti chez lui en voiture, espérant que rien de grave ne se passait et que tout était le fruit de son imagination, quelque chose qu'il n'avait jamais souhaité jusqu'à présent dans sa vie, car il n'aimait pas du tout l'imagination.

Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στην πόρτα του σπιτιού με τον αριθμό 4, το πρώτο πράγμα που είδε — και του χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι — ήταν η γκρίζα γάτα που είχε προσέξει το ίδιο πρωί. |||приближался||||||||||вещь|||||||||настроение|||||||обратила внимание||то же самое|утро |||näherte sich|||||||||||||||verderben||||Stimmung|||||||bemerkte||| |||was approaching||||||||||thing|||||spoiled|even|more||mood|||||||||same| Shortly afterwards, as he approached the door of the house at number 4, the first thing he saw - and it spoiled his mood even more - was the grey cat he had noticed that morning. Un peu plus tard, alors qu'il approchait de la porte de sa maison, avec le numéro 4, la première chose qu'il vit - et qui gâcha encore plus son humeur - fut le chat gris qu'il avait remarqué le matin même. Η γάτα καθόταν τώρα επάνω στο χαμηλό φράχτη του κήπου του. ||||||низком|заборе||сада| ||||||niedrig|Zaun||| ||was sitting||on||low|fence||garden| The cat was now sitting on the low fence of his garden. Le chat était maintenant assis sur la clôture basse de son jardin. Ήταν σίγουρος πως ήταν η ίδια γάτα, γιατί είχε τις ίδιες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο γύρω απ' τα μάτια. ||||||||||||полосы||лице|||| ||||||||||||Linien|||||| |||||same||because|||same|black|lines||face|||| He was sure it was the same cat, because it had the same black lines on the face around the eyes.

«Ξξξτ!» φώναξε δυνατά ο κύριος Ντάρσλι. Кс-кс-кс!||громко||| Ruf||||| "Get up!"|shouted|loudly||| "Xxxxt!" cried Mr. Dursley loudly.

Η γάτα συνέχισε να μένει ακίνητη, αλλά του έριξε μια αυστηρή ματιά. ||||||||||строгий| |||||bewegungslos|||||strenge| ||continued|||still|||gave||stern| The cat continued to stand still, but gave him a stern look. Έτσι κάνουν οι γάτες; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. |делают|||подумал||| ||||fragte sich||| |do||cats|wondered||| Is that what cats do?" asked Mr. Dursley. Προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του, μπήκε γρήγορα στο σπίτι, αποφασισμένος και πάλι να μην πει τίποτα στη γυναίκα του. ||не|потерять||хладнокровие||||||решившийся||||||||| |||||Gelassenheit||||||entschlossen||||||||| Trying|to|not|lose||calmness||||||determined|and|again|||say|||| Trying not to lose his temper, he quickly entered the house, determined again not to say anything to his wife.

Η κυρία Ντάρσλι είχε μια ευχάριστη και συνηθισμένη μέρα. |||||приятная||| |||||||gewöhnlich| the|||||pleasant||usual| Mrs. Dursley had a pleasant and ordinary day. Καθώς έτρωγαν το βραδινό τους, είπε στον άντρα της όλα όσα είχε μάθει για τα προβλήματα της καινούριας γειτόνισσας με την κόρη της, καθώς και για τις δυο καινούριες λέξεις που είχε μάθει ο γιος τους, ο Ντάντλι: το «δε θέλω!» Ο κύριος Ντάρσλι προσπάθησε να φερθεί όσο γινόταν πιο φυσιολογικά. |ели||||||мужу||||||||проблемы||новой|соседки|||дочери|||||||новые||||выучил||||||||хочу||||||ферти|сколько|становилось||физиологически |||||||||||||||||neuen|||||||||||||||||||||||||||||sich verhalten|||| |were eating||dinner||||husband||everything|all that||learned|||problems||new|neighbor||the|daughter||as well as|and||||new||||||||||||I want||||||"to behave"|"as much as"|"as possible"|as possible|normally As they ate their dinner, she told her husband everything she had learned about the new neighbor's problems with her daughter, and the two new words their son, Dudley, had learned: "I don't want to!" Mr. Dursley tried to act as normal as possible. Κι όταν ο γιος τους αποκοιμήθηκε, πήγε στο σαλόνι κι άνοιξε την τηλεόραση για ν' ακούσει τις τελευταίες ειδήσεις. |||||уснул||||||||||услышать||последние|новости |||||schlief ein|||||||||||||Nachrichten |||||fell asleep|he went||living room||||the television|||listen||latest|news And when their son fell asleep, he went into the living room and turned on the TV to listen to the latest news.

«Και, τέλος», είπε ο εκφωνητής, «παρατηρητές πουλιών απ' όλη τη χώρα μάς δήλωσαν πως οι κουκουβάγιες φέρονται πολύ περίεργα σήμερα. |в конце|||диктор|наблюдатели|птиц||всей||||сообщили||||ведут себя||| ||||Sprecher|Vogelsichtende|||||||gemeldet|||Eulen|verhalten sich||| and|finally|||announcer|bird watchers|birds'||all over|the|country|"to us"|"reported to us"||||are behaving||strangely| "And, finally," said the announcer, "bird watchers from all over the country have told us that the owls are acting very strangely today. Ενώ, συνήθως, οι κουκουβάγιες κυνηγούν τη νύχτα και σπάνια εμφανίζονται την ημέρα, σήμερα, από την ανατολή του ήλιου, εκατοντάδες από αυτά τα πουλιά θεάθηκαν να πετούν προς κάθε κατεύθυνση. |обычно|||охотятся||||редко|появляются||день||||восходе||солнца|сотни||||птицы|увидели||летают|||направление |||Eulen|jagen||||selten|erscheinen||||||||||||||gesehen||fliegen||| |usually|||hunt||||rarely|appear||daytime||||sunrise||of the sun|hundreds||||birds|were seen flying||flying|||direction While owls usually hunt at night and rarely appear during the day, today, by sunrise, hundreds of these birds were seen flying in every direction. Οι ορνιθολόγοι αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί οι κουκουβάγιες άλλαξαν ξαφνικά τις συνήθειές τους. ||не могут|||||||вдруг||привычки| |Ornithologists|können nicht|||||||plötzlich||| |Ornithologists|are unable to||explain|||owls|changed|suddenly||habits| Ornithologists are at a loss to explain why the owls suddenly changed their habits. Και τώρα θα δώσουμε το μικρόφωνο στο συνάδελφο Τζιμ ΜακΓκάφιν, για το δελτίο καιρού. |||дадим||микрофон||||МакГаффин|||бюллетень|погоды |||||||Kollegen Jim McGuffin|Jim|Jim MacGuffin|||Wetterbericht|Wetter |||give||microphone||colleague|Jim|MacGuffin|||weather report|weather report And now we'll turn the microphone over to our colleague Jim McGuffin for the weather report. Τι γίνεται, Τζιμ; Μήπως θα έχουμε αύριο καμιά βροχή από κουκουβάγιες;» |происходит||может быть||||никакая|дождь|| |is happening|Jim|perhaps||we will have|tomorrow|any|rain of owls|| What's up, Jim? Are we going to have a rain of owls tomorrow?"

«Λοιπόν, Τεντ, δεν μπορώ να πω τίποτα γι αυτό», αποκρίθηκε ο Τζιμ. ну|Тед||||сказать||||ответил|| |||||||||antwortete|| well|Ted||can’t||say||||"replied"|| "Well, Ted, I can't say anything about that," answered Jim. «Δεν είναι, όμως, μόνον οι κουκουβάγιες που φέρονται περίεργα σήμερα. |||только|||||| |||||Eulen||verhalten|seltsam| |||only||||"behaving"|strangely| "But it is not only the owls that are acting strangely today. Τηλεθεατές μας από διάφορες περιοχές της χώρας, από το Κεντ και το Γιόρκσιρ ως το Ντάντι, μας τηλεφώνησαν για να πουν πως, αντί για τη βροχή που η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεψε για σήμερα, είδαν μια πραγματική καταιγίδα από διάττοντες αστέρες! Телезрители|||разные|районы|||||Кент|||Йоркшир|||Данди||позвонили|||сказать||вместо||||||метеорологическая|служба|предсказала|||||реальная|буря||падающие|звезды Zuschauer|||||||||Kent|||Yorkshire|||Dundee|uns|telefonierten|||||||||||Wetterdienst|Dienst|vorhergesagt||||||||Sternschnuppen|Sternen viewers|||various|areas||"the country"|||Kent|||Yorkshire|||Dundee||called us|||to say||instead of|||rain||the rain predicted|meteorological|weather service|"predicted"||today|||real|Meteor shower|from|shooting stars|shooting stars Our viewers from across the country, from Kent and Yorkshire to Dundee, called in to say that instead of the rain the Met Office predicted for today, they saw a real storm of shooting stars! Ίσως, όμως, να πρόκειται για πυροτεχνήματα... Πάντως η αποψινή νύχτα θα είναι οπωσδήποτε βροχερή και...» |||речь идет||фейерверки|||сегодняшняя||||обязательно|| |||||Feuerwerk|||heutige||||auf jeden Fall|regnerisch| perhaps|but|to|be about||fireworks|in any case||tonight's||||definitely|rainy| But maybe it's just fireworks... Anyway, tonight is definitely going to be a rainy night and..."

Ο κύριος Ντάρσλι πάτησε το κουμπί και συνέχισε να κάθεται ακίνητος στην πολυθρόνα του. |||||кнопку||||сидеть|||| |||drückte||Knopf||||sit|||Sessel| |||pressed||button||continued||sitting|||armchair| Mr. Dursley pressed the button and continued to sit motionless in his chair. Διάττοντες αστέρες σ' όλη τη χώρα; Κουκουβάγιες που πετούν τη μέρα στον ουρανό της Αγγλίας; Μυστηριώδεις τύποι με μανδύες παντού; Και ψίθυροι για τους Πότερ... ||||||||||||||Англии|таинственные||||везде||шепоты||| Sternschnuppen|||||||||||||||Mysteriöse||||||Flüstern||| shooting|||all over|||||fly||||sky||England's|Mysterious figures|||cloaks|everywhere||whispers about the Potters||| Shooting stars all over the country? Owls flying by day in the skies of England? Mysterious guys in cloaks everywhere? And whispers of the Potters...

Εκείνη τη στιγμή η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο σαλόνι κρατώντας ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια τσάι. ||||||||||||||чашки|чай |||||||||||Tablett|||Tassen| ||||||"entered"|||holding||tray|||cups|tea At that moment Mrs. Dursley entered the living room carrying a tray with two cups of tea. Η καρδιά του άντρα της ήταν τώρα βαριά σαν πέτρα. |||||||||камень |||||||schwer|| |||||||heavy|like|stone Her husband's heart was now as heavy as a stone. Όχι, δεν μπορούσε να το αποφύγει. |||||избежать |||||vermeiden |||||avoid it No, he couldn't avoid it. Κάτι έπρεπε να της πει, για να την προετοιμάσει... ||||||||подготовить ||||||||vorbereiten something|had to|||||||prepare her He had to tell her something to prepare her...

Ξερόβηξε λοιπόν νευρικά κι άρχισε: «Ε... Πετούνια... μήπως είχες τελευταία τίποτα νέα από την αδελφή σου;» покашлял||нервно|||Э|Петуния||была|последнее|||||| hustete||nervös||||Petunie||||||||| Cleared his throat|then|nervously|||"Um"|Petunia|perhaps|"you had"|lately|nothing|||||your So he coughed nervously and began: "Ε... Petunia... have you heard from your sister lately?"

Όπως το περίμενε, η κυρία Ντάρσλι έδειξε αμέσως ταραχή και θυμό. ||||||показала||волнение||гнев ||||||||Unruhe|| as||||||showed||distress||anger As he expected, Mrs. Dursley immediately showed agitation and anger. Δικαιολογημένα, αφού συνήθως παρίσταναν κι οι δυο πως δεν είχε αδελφή. оправданно|||притворялись||||||| gerechtfertigt|da||vorgaben||||||| "Justifiably"|since|usually|"pretended"||||||| Justifiably so, since they both usually pretended he didn't have a sister.

«Όχι!» αποκρίθηκε απότομα. |antwortete abrupt|kurz angebunden |answered|abruptly "No!" he answered sharply. «Γιατί ρωτάς;» |спрашиваешь |fragst |"you ask" "Why do you ask?"

«Περίεργα πράγματα στο δελτίο ειδήσεων... Κουκουβάγιες, διάττοντες αστέρες... και παράξενοι τύποι με μανδύες...» ||||новостей|||||странные||| |||Nachrichten|Nachrichten|||||seltsame||| |||news bulletin|news bulletin|owls|shooting|||strange people|||cloaks "Strange things on the news... Owls, shooting stars... and strange guys in cloaks..."

«Και λοιπόν;» and|so "So what?"

«Να... σκέφθηκα... πως μπορεί να είχε κάποια σχέση με... με το δικό της σινάφι...» |||||||связь||||своё||сословие |gedacht||||||||||||Zunft that|"I thought"||||||relation||||her||"own kind" "Well... I thought... that she might have had something to do with... with her own kind..."

Σιωπηλή, η κύρια Ντάρσλι άρχισε να πίνει το τσάι της με σφιγμένα χείλη. тихая||госпожа|||||||||сжатыми| Stille|||||||||||fest|Lippen Silent||Mrs||||drinking|||||tightened|lips tightly pressed In silence, Mrs. Dursley began to drink her tea with pursed lips. Ο άντρας της αναρωτήθηκε, ανήσυχος, αν θα τολμούσε τελικά να της πει πως είχε ακούσει και το επώνυμο Πότερ. |||||||осмелился|в конце концов|||||||||| |||fragte sich||||wagen||||||||||Nachname| |||wondered|worried|||"dare to"|finally|||||||||surname|Potter Her husband wondered, anxiously, if she would finally dare to tell her that she had heard the last name Potter. Τελικά αποφάσισε πως δε θα το τολμούσε, τουλάχιστον όχι ακόμη. в конце концов||||||осмелился|по крайней мере|| ||||||wagte|zumindest nicht|| "Finally"|decided||not|||"dare to do"|at least|not yet|yet Eventually he decided he wouldn't dare, at least not yet. Έτσι, μιλώντας όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, ρώτησε: «Εκείνος ο γιος τους... θα πρέπει τώρα να είναι σαν τον Ντάντλι μας...» |говоря|||равнодушно||спросил||||||||||||| ||||gleichgültig emotionslos||||||||||||||| so|speaking|as||indifferently|he could|"he asked"|||son||will|||||||Dudley| So, speaking as nonchalantly as he could, he asked, "That son of theirs... must now be like our Dudley..."

«Νομίζω πως ναι», αποκρίθηκε στυφά η κυρία Ντάρσλι. ||||сурово||| |||antwortete|scharf||| I think|||replied|curtly||| "I think so," replied Mrs. Dursley stiffly. «Και... πώς τον λένε; Χάουαρντ, νομίζω...» |||зовут|Ховард| ||||Howard| |||they call|Howard|I think "And... what's his name? Howard, I think..."

«Όχι. "No. Χάρι, ένα άσχημο και πολύ συνηθισμένο όνομα!» ||некрасивое|||| ||ugly||very|common| Harry, an ugly and very common name!"

«Ναι, βέβαια», αποκρίθηκε ο κύριος Ντάρσλι, νιώθοντας την καρδιά του να βουλιάζει. |||||||||||тонуть ||||||fühlend|||||sinken ||replied||||feeling|||||sinking "Yes, of course," replied Mr. Dursley, feeling his heart sink. «Συμφωνώ μαζί σου». согласен|| I agree|with| "I agree with you."

Δεν ξαναμίλησε γι αυτό το θέμα, μέχρι που τελείωσαν κι οι δυο το τσάι τους και σιωπηλοί ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα. |снова говорил||||тема|до||||||||||молча|вошли||спальня |again spoke|||||||haben aufgehört||||||||still|sind hochgegangen||Schlafzimmer |spoke again||||subject|until||finished||||||||silent|"went up"||bedroom He did not speak of this matter again until they had both finished their tea and went up to the bedroom in silence. Όταν η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο μπάνιο, ο κύριος Ντάρσλι πλησίασε στο παράθυρο, τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε κάτω στον κήπο. ||||||||||||||||занавеска|||||сад ||||||||||||||||Vorhang||||| |||Dursley|||bathroom||||"approached"||window|pulled back|||curtain||looked|||garden When Mrs. Dursley went into the bathroom, Mr. Dursley approached the window, pulled the curtain a little and looked down into the garden. Η γάτα ήταν ακόμη επάνω στο φράχτη και κοιτούσε προς την αρχή της οδού Πριβετ, σαν κάτι να περίμενε. ||||||||||||||Привет|||| ||||||||||||||Privet|||| ||||on||fence||was looking|||beginning||street|Privet Drive||||was waiting for The cat was still on the fence, looking towards the beginning of Privet Street, as if waiting for something.

Μήπως τα φαντάζομαι όλ' αυτά; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. |||всё||||| |||all||fragte sich||| ||imagining|all||wondered||| Am I imagining all this?" asked Mr. Dursley. Μήπως όλ' αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους Πότερ; Γιατί, αν έχουν... κι αν μαθευόταν πως εκείνοι συγγένευαν μ' ένα ζευγάρι που... Όχι! |все|||||||||||имеют|||узнавалось|||родственники||||| ||||||Beziehung|||||||||wäre bekannt geworden|||verwandt||||| |all of||||any||||||||||was found out||they|were related to|||couple|| Doesn't all of this have anything to do with the Potters? Because if they do... ...and if it came out that they were related to a couple who were... No! Est-ce que tout cela n'a aucun rapport avec les Potter ? Parce que, si c'est le cas... et si on venait à découvrir qu'ils étaient liés à un couple qui... Non ! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο κύριος Ντάρσλι ήταν σίγουρος πως ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, θα μπορούσαν να το αντέξουν. |||||||||||||||||могли бы||| |passieren|||||||||||||||||||aushalten |happened||||||||||||||||could|||bear it If such a thing happened, Mr. Dursley was sure that neither he nor his wife could bear it. Si une telle chose arrivait, Mr. Darcy était sûr que ni lui, ni sa femme, ne pourraient le supporter.

Σε λίγο οι Ντάρσλι έπεσαν στο κρεβάτι. ||||||кровать ||||fell into||bed Soon the Dursleys fell into bed. Peu de temps après, les Darcy tombèrent dans le lit. Η κυρία Ντάρσλι αποκοιμήθηκε αμέσως, ο άντρας της όμως έμεινε ξύπνιος, στριφογυρίζοντας όλ' αυτά τα περίεργα φαινόμενα στο μυαλό του. |||||||||||вертясь|||||явления||| |||schlief ein|||||||wach|herumwirbelnd||||seltsame|phänomenen||| |||fell asleep|||||||awake|tossing and turning|||||phenomena|in|| Mrs. Dursley fell asleep at once, but her husband stayed awake, turning over all these strange phenomena in his mind. Η τελευταία και καθησυχαστική σκέψη του προτού αποκοιμηθεί, ήταν πως, ακόμη κι αν οι Πότερ είχαν κάποια σχέση μ' αυτή την περίεργη κατάσταση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να 'ρθουν σ' επαφή μ' αυτόν και τη γυναίκα του. |||успокаивающая||||||||||||||||||странная|состояние||||||||контакт||ним|||| |||beruhigend|||bevor|einschlafen||||||||||||||seltsame|||||||in Kontakt treten||in Kontakt|||||| |last||reassuring|||before|falls asleep|||||||||some|||||strange|situation||||||come into contact||contact with him||"him"|and||| His last and reassuring thought before falling asleep was that even if the Potters had something to do with this strange situation, there was no reason for them to contact him and his wife. Γιατί οι Πότερ ήξεραν πολύ καλά τη γνώμη που είχαν αυτός κι η Πετούνια για το σινάφι τους. |||||хорошо||мнение|||||||||| ||||||||||||||||Gesellschaft| |||knew||well||opinion|||||||about||class| Because the Potters knew very well what he and Petunia thought of their own kind. Δεν έβλεπε για ποιο Λόγο εκείνος κι η Πετούνια θα μπορούσαν να βρεθούν ανακατεμένοι σε οτιδήποτε μπορεί να συνέβαινε... Και να συνέβαινε κάτι, πάλι δε θα μπορούσε να τους επηρεάσει... Ο κύριος Ντάρσλι χασμουρήθηκε, γύρισε στο πλάι κι αποκοιμήθηκε. ||||причина||||||||встретиться|перепутанными||что угодно||||||||||||||влиять||||зевнул|||рядом|| ||||||||||||finden|vermischt||alles|||passieren|||||wieder||||||beeinflussen||||gähnte|||Seite||einschlafen |"could see"||which|reason|"he" or "that man"|||Petunia||could||"be involved in"|involved||anything that might|||was happening|"And"||was happening||again||||||affect them||||yawned|would turn||"on his side"|and| He did not see why he and Petunia should be involved in anything that might happen... Even if something did happen, it still couldn't affect them... Mr. Dursley yawned, turned on his side and fell asleep.

Πόσο λάθος έκανε... сколько|ошибся| "How much"|"mistake"| How wrong he was...

Ο κύριος Ντάρσλι κοιμόταν τώρα βαθιά, αλλά η γάτα στον κήπο δεν έδειχνε ακόμη το παραμικρό σημάδι νύστας. |||||глубоко||||||||||||дремоты |||schlief||||||||||||kleinste|Zeichen|Schläfrigkeit |||was sleeping||deeply|||||||was showing||||sign|drowsiness Mr. Dursley was now fast asleep, but the cat in the garden still showed no sign of sleep. Στεκόταν πάντα ακίνητη επάνω στο φράχτη, με το βλέμμα της στηλωμένο στην αρχή της οδού Πριλέτ. |||||||||||||||Прилета |||||Zaun|||Blick||starr|||||Prilet was standing|always|still|on||fence|||gaze||fixed on||beginning|||Prilet Street She always stood motionless on the fence, her eyes fixed on the beginning of Prillette Street. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια της, όταν η πόρτα ενός αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη λίγο πιο κάτω, ούτε όταν δυο κουκουβάγιες πέταξαν χαμηλά πάνω απ' το κεφάλι της. |||||||||||||силой||||||||полетели|низко||||| |||||||||||||||||||||geflogen|niedrig||||| not|blinked|even|||||||of a|car's|"closed"||force|||||when|||flew|low||||| She didn't even blink when the door of a car slammed shut with force a short distance away, nor when two owls flew low over her head. Κι ήταν πια σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η γάτα κουνήθηκε για πρώτη φορά. ||||||||пошевелилась||первый|раз |||fast|||||bewegte sich||| ||anymore||midnight||||moved||first|time And it was almost midnight when the cat moved for the first time.

Ένας άντρας φάνηκε ξαφνικά στην αρχή του δρόμου, στο σημείο προς το οποίο κοιτούσε τόσες ώρες η γάτα. |||||||||точка|||||столько||| |||plötzlich|||||||||||||| ||appeared|||||||point||the||was looking at|so many|hours|| A man suddenly appeared at the beginning of the road, at the spot where the cat had been looking for so many hours. Φάνηκε, μάλιστα, τόσο ξαφνικά κι αθόρυβα, σαν να είχε φυτρώσει απ' την άσφαλτο. |||||тихо|||||||асфальт |tatsächlich||||lautlos||||wachsen||| It appeared|indeed||||silently||||sprouted from|||asphalt It seemed, in fact, as suddenly and quietly as if it had sprouted from the asphalt. Η γάτα κούνησε την ουρά και μισόκλεισε τα μάτια της. ||||||половину закрыла||| ||||||halbgeschlossen||| the||it shook||tail||half-closed|||her The cat wagged its tail and half closed its eyes.

Κανένας τύπος σαν αυτόν τον άντρα δεν είχε ποτέ φανεί στην οδό Πριβέτ. |||||||||появился||улице| |||||||||gesehen||| |type||||||||has appeared||Privet Drive| No one like this man had ever been seen on Privet Street. Ήταν ψηλός, αδύνατος και πολύ γέρος, με ασημένια μαλλιά και γένια τόσο μακριά, που ήταν και τα δυο χωμένα κάτω απ' τη ζώνη του παντελονιού του. ||худой|||||серебряные|||борода||||||||засунуты||||поясе||брюки| ||||||||||Bart||||||||versteckt||||||Hose| ||thin|||very old man||silver-colored|hair||beard|so|long|that||and||both|tucked under||||belt||of his pants| He was tall, thin and very old, with silver hair and a beard so long that it was both tucked under the waistband of his trousers. Φορούσε μακριά ρόμπα και μανδύα, που άγγιζαν την άσφαλτο, ενώ οι ψηλές μπότες του είχαν τακούνια κι ασημένιες αγκράφες. ||||||касались|||||высокие||||каблуки||серебряные|пряжки ||Bademantel||||berührten||||||Stiefel|||Absätze|||Schnallen |long|robe||cloak||"touched"|||||high|boots|||heels||silver-colored|buckles He wore a long robe and cloak that touched the asphalt, while his high boots had heels and silver buckles. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ανοιχτόχρωμα και λαμπερά πίσω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του κι η μύτη του πολύ μακριά και γυριστή στην άκρη, σαν ράμφος πουλιού. |голубые||||светлые||||||половинках||(множественный род)|||||нос|||||изогнутая||конце||клюв|птицы |||||hellfarben||||||halb|Linsen||Brille|||||||||gebogen||Spitze||Schnabel| |blue|||were|light-colored||bright|behind|||half of|lenses of glasses||glasses||||nose|||||curved||"tip"||Beak of bird|bird's beak |||||||||||||||||||||μακριά||||||| His blue eyes were pale and bright behind half the lenses of his glasses and his nose was very long and turned to the side, like a bird's beak. Το όνομα του ήταν Άλμπους Ντάμπλντορ. |||||Дамблдор ||||Albus|Dumbledore ||his||Albus|Dumbledore His name was Albus Dumbledore.

Ο Αλμπους Ντάμπλντορ δεν έδειχνε να έχει καταλάβει πως βρισκόταν σε μια περιοχή όπου τα πάντα σ' αυτόν, απ' το όνομα ως τις ψηλές μπότες του, ήταν ανεπιθύμητα. |Албус||||||понял|||||район|||||||||||||||нежелательны |Albus||||||||||||||||||||||||||unerwünscht |Albus|Dumbledore||seemed|||understood||was located|||area||||||||||the||||"were"|Unwelcome Albus Dumbledore didn't seem to have realized that he was in an area where everything about him, from his name to his high boots, was unwelcome. Γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το να ψάχνει κάτι στο μανδύα του. |||занят||||искать|||| |||busy||||looking for|||| Because he was too busy looking for something in his cloak. Έδειχνε, όμως, να έχει καταλάβει πως τον παρακολουθούσαν, γιατί ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη γάτα, που συνέχιζε να τον κοιτάζει απ' την άλλη άκρη του δρόμου. |||||||следили||||||||||||||||||другой||| |||||||verfolgten|||hob sich auf|||||||||||||||||| he seemed|||||||were watching him|||"raised"|||||||||was continuing||||||||the| But he seemed to have realized that he was being watched, because he suddenly raised his head and looked at the cat, which continued to stare at him from across the street. Για κάποιο λόγο, η θέα της γάτας φάνηκε να τον διασκεδάζει, γιατί χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Έπρεπε να το περιμένω». ||||вид||кошки||||развлекать||улыбнулся||||||ждать ||||der Anblick|||schien|||unterhält|||||||| for|some|reason||view of the|of the|cat's||to||entertains him||smiled|||"I should have"|||wait For some reason, the sight of the cat seemed to amuse him, for he smiled and murmured: "I should have expected it." Pour une raison quelconque, la vue du chat semblait l'amuser, car il sourit et murmura : "Je devais m'y attendre".