×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Intermediate Greek on YouTube, Why Is There A Russian In My Bus?

Why Is There A Russian In My Bus?

Κάποτε μετακόμισα από την Κρήτη στην Αθήνα για να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο.

Γρήγορα έμαθα πως όταν είσαι στο μετρό, στο λεωφορείο και στα άλλα μέσα μεταφοράς

δεν υπάρχει πάντα κάποιος που ελέγχει αν έχεις εισιτήριο ή όχι.

Για αυτό αποφάσισα, το ίδιο γρήγορα, πως τις περισσότερες φορές δε θα αγοράζω εισιτήρια.

Μια μέρα πήρα το λεωφορείο - χωρίς εισιτήριο, φυσικά - και κάποια στιγμή, μπήκαν στο ίδιο λεωφορείο δύο άντρες:

‘'Τα εισιτήριά σας, παρακαλώ.‘'

‘'Σκατά‘' , σκέφτηκα. Ελεγκτές εισιτηρίων.

Πίεσα το stop για να μπορέσω να κατέβω από το λεωφορείο και να μην καταλάβουν ότι δεν έχω εισιτήριο.

Από τους δύο ελεγκτές, ο ένας ήταν πολύ ανυπόμονος και θυμωμένος.

Κάποιοι επιβάτες προσπαθούσαν να του πουν ψέματα, ότι ‘'εδώ είχα το εισιτήριό μου αλλά το έχασα!‘', και αυτό τον έκανε ακόμα πιο θυμωμένο.

Ο άλλος άντρας ήταν ζεν σαν βουδιστής μοναχός, και αυτό κάπως έφερνε την ισορροπία στο σύμπαν.

Έλεγξαν το μισό λεωφορείο, και τώρα στέκονταν μπροστά μου: ‘'Το εισιτήριό σας, παρακαλώ.‘'

Αυτό που έκανα μετά, είναι απο εκείνα τα τρελά πράγματα που σήμερα δε θα έκανα ποτέ,

αλλά εξακολουθώ να είμαι πολύ εντυπωσιασμένη με τον εαυτό μου που τα έκανε τότε, στο παρελθόν.

Οι ελεγκτές κοίταζαν εμένα. Εγώ κοίταζα τους ελεγκτές, μπερδεμένη. Πολύ μπερδεμένη.

Επειδή δε μοιάζω πολύ με ελληνίδα, και επειδή μουρμούρισα μερικές λέξεις στα αγγλικά, υπέθεσαν ότι ήμουν τουρίστρια.

Ο Νευριασμένος Ελεγκτής μού γρύλισε στα αγγλικά: ‘'ΤΙΚΕΤΣ, ΠΛΙΖ!!!‘'

‘'... Oh! I am a student!‘' απάντησα.

*'Kalinka' playing in the background* Έβγαλα από το πορτοφόλι μου τη φοιτητική κάρτα μου και τους είπα ότι είμαι από τη Ρωσία (καθώς έβαζα λίγη έξτρα ρώσικη προφορά όσο μιλούσα)

και οτι μόλις είχα έρθει στην Ελλάδα για να σπουδάσω.

Το όνομά μου είναι όντως ρώσικο λόγω της καταγωγής των γονιών μου, και πάνω στη φοιτητική κάρτα όντως έγραφε ότι ξεκίνησα τις σπουδές μου εκείνο το μήνα

- άρα φαινόταν ότι έλεγα την αλήθεια.

‘'Ναι αλλά ΠΟΥ είναι το εισητήριό σας;;;‘' επέμενε ο Θυμωμένος άντρας, που τώρα γινόταν ακόμα πιο ανυπόμονος.

Πριν προλάβω να δώσω μια ψεύτικη δικαιολογία, μου μίλησε ο Βουδιστής Μοναχός:

‘'Για να χρησιμοποιήσεις το λεωφορείο πρέπει να έχεις ένα εισιτήριο, αλλά εσύ δεν έχεις. Άρα, πρέπει να πληρώσεις πρόστιμο‘'.

Κοίταξα τον άντρα με τα γκρίζα μαλλιά και την ήρεμη φωνή.

Προσπάθησα να μιμηθώ τη γαλήνη του. Κράτησα τη δική μου φωνή ήρεμη, αλλά σταθερή.

Καμπούριασα λίγο την πλάτη μου για να φαίνομαι μικρότερη, και στο βλέμμα μου υπήρχε μια μίξη από σύγχυση, απολογία και ντροπή:

‘'Λυπάμαι πολύ, κύριε‘', είπα. ‘'Είμαι εδώ μόνο μια εβδομάδα και μου είπαν ότι οι φοιτητές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μεταφοράς δωρεάν,

μόνο με τη φοιτητική τους κάρτα.

Αν έκανα λάθος, φυσικά θα πληρώσω το πρόστιμο.‘' Ο Μοναχός φάνηκε χαρούμενος με αυτή την απάντηση.

Ο Ελεγκτής Τυφώνας είχε ελέγξει τους υπόλοιπους επιβάτες και είχε επιστρέψει σε εμάς:

‘'Κατεβαίνουμε στην επόμενη στάση‘', είπε με τη σκληρή φωνή του, ‘'θα έρθεις μαζί μας να πληρώσεις το πρόστιμο‘'.

Όταν βρεθήκαμε στη στάση, ο Θυμωμένος Ελεγκτής μίλησε με κάποιον στο τηλέφωνο. Δε ξέρω ποιος ήταν, αλλά ξέρω ότι μιλούσαν για εμένα.

Ο Ελεγκτής Δαλάι Λάμα γύρισε σε εμένα και, σαν να ήταν γονιός μου, μού εξήγησε με γλυκό και ήρεμο τρόπο:

‘'Ώς φοιτήτρια πρέπει να αγοράζεις εισιτήριο, απλά αυτό που είναι στη μισή τιμή, όχι αυτό με την ολόκληρη τιμή.

Να το θυμάσαι αυτό, γιατί αν δεν έχεις εισιτήριο, θα πληρώνεις πρόστιμο.‘'

Σήκωσα τα φρύδια μου με μια αντίδραση ψεύτικης συνειδητοποίησης:

‘'Ωωωω! Δεν το ήξερα! Μου είπαν ότι μπορώ να χρησιμοποιώ τα μέσα μεταφοράς δωρεάν, αλλά όπως καταλαβαίνω, αυτό δεν είναι σωστό.

Με συγχωρείτε για αυτό, κύριε.‘'

‘'Είναι εντάξει, όμως να το θυμάσαι την επόμενη φορά.‘' ‘'Ευχαριστώ, θα το κάνω.‘'

Με την ίδια φιλική προθυμία μού έδειξε το πιο κοντινό περίπτερο για να αγοράσω ένα εισιτήριο, και μετά, γύρισε στο Θυμωμένο φίλο του:

‘'Έλα, είναι εντάξει. Η κοπέλα είναι καινούρια εδώ και δεν ήξερε. Θα την αφήσουμε να φύγει.‘'

Μου είπε αντίο και σαν όραμα απο Νιρβάνα, πήρε τον θυελλώδη φίλο του και εξαφανίστηκε.

Στάθηκα στο ίδιο σημείο για λίγα λεπτά, και ένιωθα ευγνώμων που κατάφερα να ξεφύγω και να μην πληρώσω πρόστιμο.

Όπως μου είπαν, πήγα στο περίπτερο, αλλά ήμουν παρανοϊκή και σκεφτόμουν ότι ο άντρας που δούλευε στο περίπτερο ήταν, με κάποιο τρόπο,

κι αυτός ένας Ελεγκτής - μέλος μιας Μυστικής Ομάδας Δημοσίων Μεταφορών που δουλεύει ακούραστη μέρα και νύχτα για να πιάνει παραβάτες σαν εμένα.

Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό, αποφάσισα να συνεχίσω να παίζω τον Οσκαρικό ρόλο της Άσχετης Ρωσίδας Φοιτήτριας μέχρι να φτάσω στο σπίτι

- αυτή τη φορά ως μια καλή πολίτης, με ένα εισιτήριο σε μισή τιμή.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Why Is There A Russian In My Bus? |ist|da||Russe||meinem|Bus Why|is|there||Russian||my|bus Warum ist ein Russe in meinem Bus? Why Is There Is A Russian In My Bus? ¿Por qué hay un ruso en mi autobús? Pourquoi y a-t-il un Russe dans mon bus ? Perché c'è un russo nel mio autobus? Dlaczego w moim autobusie jest Rosjanin? Почему в моем автобусе есть русский?

Κάποτε μετακόμισα από την Κρήτη στην Αθήνα για να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο. eines Tages|||||||||studieren|| "Once"|moved|from|the|Crete|to|Athens|to||study||University |引っ越した|||||||||| Ich bin einmal von Kreta nach Athen gezogen, um an der Universität zu studieren. I once moved from Crete to Athens to study at the University. かつて、クレタ島からアテネに引っ越して大学で勉強しました。

Γρήγορα έμαθα πως όταν είσαι στο μετρό, στο λεωφορείο και στα άλλα μέσα μεταφοράς ||||you are||subway||bus||||means of transport|means of transport ||||||||||||交通手段|交通機関 Das habe ich schnell gelernt, wenn man in U-Bahn, Bus und anderen Verkehrsmitteln unterwegs ist I quickly learned that when you are on the subway, bus and other means of transportation J'ai vite appris que lorsque vous êtes dans le métro, le bus et les autres moyens de transport すぐに、地下鉄やバス、その他の交通機関にいるときには、

δεν υπάρχει πάντα κάποιος που ελέγχει αν έχεις εισιτήριο ή όχι. |||||überprüft||||| |there is||someone||checks|||ticket|| |||||チェックする||||| nicht immer kontrolliert jemand, ob man ein Ticket hat oder nicht. there is not always someone checking whether you have a ticket or not. il n'y a pas toujours quelqu'un qui vérifie si vous avez un billet ou non. 必ずしもチケットを持っているかどうかを確認する人がいるわけではないことを学びました。

Για αυτό αποφάσισα, το ίδιο γρήγορα, πως τις περισσότερες φορές δε θα αγοράζω εισιτήρια. |||||||||||||Tickets ||||same||that|the|most|||||tickets |||the|||||||||| Deshalb habe ich genauso schnell entschieden, dass ich die meiste Zeit keine Tickets kaufen würde. That's why I decided, just as quickly, that most of the time I won't buy tickets. C'est pourquoi j'ai décidé, tout aussi rapidement, que la plupart du temps, je n'achèterais pas de billets. そのため、私はほとんどの場合、チケットを買わないことに決めました。

Μια μέρα πήρα το λεωφορείο - χωρίς εισιτήριο, φυσικά - και κάποια στιγμή, μπήκαν στο ίδιο λεωφορείο δύο άντρες: |||||||||||stiegen||||| ||took|||||of course||||got on|||||men ||乗った||||||||瞬間|入ってきた|||||男 Eines Tages bin ich mit dem Bus gefahren - natürlich ohne Fahrkarte - und irgendwann sind zwei Männer in denselben Bus eingestiegen: One day I took the bus - without a ticket, of course - and at some point, two men got on the same bus: ある日、私はバスに乗りました - もちろんチケットなしで - そしてある時、同じバスに二人の男性が乗り込みました:

‘'Τα εισιτήριά σας, παρακαλώ.‘' |Tickets|| |tickets|| "Your tickets, please." 「チケットを見せてください。」

‘'Σκατά‘' , σκέφτηκα. Ελεγκτές εισιτηρίων. Scheiße||Kontrolleure|Fahrkarten "Damn," I thought. Ticket inspectors.||Ticket inspectors|ticket inspectors |||チケット „Scheiße“, dachte ich. Fahrkartenkontrolleure. Shit, I thought. Ticket inspectors. 'くそ'、と思った。乗車券の検査員。

Πίεσα το stop για να μπορέσω να κατέβω από το λεωφορείο και να μην καταλάβουν ότι δεν έχω εισιτήριο. drückte|||||||absteigen||||||||||| "I pressed"||stop button|for||I can||get off|||||||they realize|||| 押した|||||||||||||ない||||| Ich drückte auf die Haltestelle, um aus dem Bus auszusteigen ohne dass Sie es merkten, dass ich kein Ticket habe. I hit the stop so I could get off the bus and they wouldn't know I didn't have a ticket. J'ai appuyé sur l'arrêt pour pouvoir descendre du bus et ils ne comprendraient pas que je n'ai pas de ticket. バスから降りるためにストップボタンを押して、チケットを持っていないことに気づかれないようにした。

Από τους δύο ελεγκτές, ο ένας ήταν πολύ ανυπόμονος και θυμωμένος. |||Prüfer|||||||wütend |||inspectors|||||impatient||angry ||||||||せっかち|| Einer der beiden Auditoren war sehr ungeduldig und wütend. Of the two inspectors, one was very impatient and angry. 2人の検査員のうちの1人はとてもせっかちで怒っていた。

Κάποιοι επιβάτες προσπαθούσαν να του πουν ψέματα, ότι ‘'εδώ είχα το εισιτήριό μου αλλά το έχασα!‘', και αυτό τον έκανε ακόμα πιο θυμωμένο. ||versuchten||||Lügen|||||Ticket||||verloren|||||||wütend "Some"|passengers|were trying|||"tell"|lies||here|I had||ticket||but|it|"I lost it"||that||made him|even more||angrier いくつかの|||||||||||||||失くした|||||さらに||怒っている Einige Passagiere versuchten ihn anzulügen, wie „hier hatte ich mein Ticket, aber ich habe es verloren!“, und das machte ihn noch wütender. Some passengers tried to lie to him, that "here I had my ticket but I lost it!", and this made him even more angry. ある乗客は、‘'ここに私はチケットがあったが、失くしてしまった!‘'という嘘をつこうとしていました、そしてそれが彼をさらに怒らせました。

Ο άλλος άντρας ήταν ζεν σαν βουδιστής μοναχός, και αυτό κάπως έφερνε την ισορροπία στο σύμπαν. ||||zen||Buddhist|||||brachte||||Universum |The other|||zen-like||Buddhist monk|Buddhist monk|and||somehow|brought||balance|the|universe ||||||仏教徒|僧侶|||少し|持っていた||||宇宙 Der andere Mann war Zen wie ein buddhistischer Mönch, und das brachte das Universum irgendwie ins Gleichgewicht. The other man was zen like a Buddhist monk, and this somehow brought balance to the universe. もう一人の男性は、仏教の僧侶のように禅でした、そしてそれが宇宙のバランスをどこかもたらしました。

Έλεγξαν το μισό λεωφορείο, και τώρα στέκονταν μπροστά μου: ‘'Το εισιτήριό σας, παρακαλώ.‘' Sie überprüften||halbe||||standen|||||| They checked||half|bus|and|now|were standing|in front of|||ticket|| ||||||立っていた|||||| Sie haben den halben Bus kontrolliert, und jetzt standen sie vor mir: "Deine Fahrkarte, bitte." They checked half the bus, and now they were standing in front of me: 'Your ticket, please.' 彼らはバスの半分をチェックし、今私の前に立っています:‘'チケットをお願いします。‘'

Αυτό που έκανα μετά, είναι απο εκείνα τα τρελά πράγματα που σήμερα δε θα έκανα ποτέ, ||||||||verrückten||||||| This||I did|after|is|of|those crazy things||crazy|things|that|today|not|would|would do|never ||||||||クレイジーな||||||| Was ich als nächstes tat, ist eines dieser verrückten Dinge, die ich heute niemals tun würde, What I did next is one of those crazy things that I would never do today. その後私がしたことは、今では絶対にやらないような狂ったことの一つです。

αλλά εξακολουθώ να είμαι πολύ εντυπωσιασμένη με τον εαυτό μου που τα έκανε τότε, στο παρελθόν. |ich bin weiterhin||||beeindruckt|||||||||| but|"still"|||very|impressed|with||||||did it|then||past |続ける|||||||||||||に| aber ich bin immer noch sehr beeindruckt von mir, dass ich es damals getan habe, in der Vergangenheit. but I'm still very impressed with myself for doing them back then. でも、当時それをやった自分にとても感心しています。

Οι ελεγκτές κοίταζαν εμένα. Εγώ κοίταζα τους ελεγκτές, μπερδεμένη. Πολύ μπερδεμένη. |||||sah|||verwirrt||verwirrt |inspectors|were looking|||was looking||"inspectors"|confused||confused |||||見ていた|||混乱した|| Die Inspektoren sahen mich an. Ich sah die Inspektoren verwirrt an. Sehr verwirrt. The controllers were looking at me. I was looking at the controllers, confused. Very confused. 検査官たちは私を見ていました。私は検査官たちを見返して、混乱していました。とても混乱していました。

Επειδή δε μοιάζω πολύ με ελληνίδα, και επειδή μουρμούρισα μερικές λέξεις στα αγγλικά, υπέθεσαν ότι ήμουν τουρίστρια. ||ich sehe aus||||||murmelte|||||nahmen an||| Because|not|look like|very||Greek woman||because|muttered|some|words|in|English|assumed||I was|tourist ||||||||つぶやいた|||||彼らは仮定した||| Weil ich nicht wie eine Griechin aussehe und weil ich ein paar Worte auf Englisch gemurmelt habe, hielten sie mich für einen Touristen. Because I don't look much like a Greek woman, and because I mumbled a few words in English, they assumed I was a tourist. 私はギリシャ人にとても似ているため、そして英語でいくつかの単語をつぶやいたため、彼らは私が観光客だと思った。

Ο Νευριασμένος Ελεγκτής μού γρύλισε στα αγγλικά: ‘'ΤΙΚΕΤΣ, ΠΛΙΖ!!!‘' |Nervös|Kontrolleur||||||BITTE |Angry|Inspector|me|growled|||TICKETS|"PLEASE" ||検査官|||||| Der Angry Auditor knurrte mich auf Englisch an: „TICKETS, PLIZ!!!“ The Angry Auditor growled at me in English: '' TICKETS, PLIZ !!! '' イライラした係員が英語で私に唸った:‘'チケットを出してください!!!‘'

‘'... Oh! I am a student!‘' απάντησα. Oh||||Student|antwortete Oh||I am|I answered|student|"I replied." |||||答えた '' ... Oh! Ich bin Student!'' antwortete ich. ''... Oh! I am a student!'' I answered. ‘'…ああ!私は学生です!‘'と答えました。

*'Kalinka' playing in the background* Έβγαλα από το πορτοφόλι μου τη φοιτητική κάρτα μου και τους είπα ότι είμαι από τη Ρωσία (καθώς έβαζα λίγη έξτρα ρώσικη προφορά όσο μιλούσα) Kalinka|spielt||||ich habe (heraus)geholt||||||Studenten-||||||||||||legte||extra|russische||| student ID card|playing|||in the background|I took out|||wallet||the|student|||and|||||||Russia|as|was adding||extra Russian accent|Russian|Russian accent|while|was speaking カリンカ||||||||財布|||学生||||彼らに|||||||として|入れていた||余分な|ロシアの|発音||話していた * 'Kalinka' spielt im Hintergrund * Ich nahm meinen Studentenausweis aus meiner Brieftasche und sagte ihnen, dass ich aus Russland komme (da ich beim Sprechen einen zusätzlichen russischen Akzent anlegte) *'Kalinka' playing in the background* I took my student card out of my wallet and told them I'm from Russia (as I put on a little extra Russian accent while I spoke) *'Kalinka'がバックグラウンドで流れている* 私は自分の財布から学生証を取り出し、ロシアから来たと伝えました(話しながら少しロシアなアクセントを加えました)

και οτι μόλις είχα έρθει στην Ελλάδα για να σπουδάσω. and|"that"|just||I had come|||||study |that|||||||| und dass ich gerade zum Studieren nach Griechenland gekommen war. and that I had just come to Greece to study. そして、ちょうどギリシャに来て勉強を始めたばかりだと言いました。

Το όνομά μου είναι όντως ρώσικο λόγω της καταγωγής των γονιών μου, και πάνω στη φοιτητική κάρτα όντως έγραφε ότι ξεκίνησα τις σπουδές μου εκείνο το μήνα |||||russisch|||||||||||||||ich begann||Studium||in diesem|| |||is|"indeed"|Russian|"due to"||origin of||parents|||||student||"indeed"|it said||I started||studies||"that"|| ||||||理由||出身||||||||||||始めた||学業|||| Mein Name ist eigentlich russisch wegen der Herkunft meiner Eltern, und auf dem Studentenausweis stand tatsächlich, dass ich in diesem Monat mein Studium begonnen habe My name is indeed Russian because of my parents' origins, and on the student card it did say that I started my studies that month 私の名前は実際に両親の出身によりロシア風で、学生証にはその月に勉強を始めたと書かれていました

- άρα φαινόταν ότι έλεγα την αλήθεια. "so"|seemed||||the truth |見えた|||| - also schien es, als würde ich die Wahrheit sagen. - so it looked like I was telling the truth. - だから、私が真実を話しているように見えました。

‘'Ναι αλλά ΠΟΥ είναι το εισητήριό σας;;;‘' επέμενε ο Θυμωμένος άντρας, που τώρα γινόταν ακόμα πιο ανυπόμονος. |||||Ticket||||||||||| yes|||||ticket||insisted||angry||||was becoming|||impatient |||||||persisted||||||なっていた||| „Ja, aber WO ist deine Fahrkarte???“, beharrte der Wütende, der nun noch ungeduldiger wurde. ''Yes but WHERE is your ticket???'' insisted the Angry Man, now getting even more impatient. ‘'はい、でもあなたのチケットはどこですか;;;‘'と怒っている男が、今やさらに我慢できなくなっていました。

Πριν προλάβω να δώσω μια ψεύτικη δικαιολογία, μου μίλησε ο Βουδιστής Μοναχός: |ich es schaffe||geben|||||sprach||| before|"manage to"||||fake|fake excuse||"spoke to me"||Buddhist Monk|Buddhist Monk |間に合う|||||||||| Bevor ich eine falsche Entschuldigung vorbringen konnte, sprach der buddhistische Mönch zu mir: Before I could give a false excuse, the Buddhist Monk spoke to me: Avant que je puisse donner une fausse excuse, le moine bouddhiste s'est adressé à moi : 私が偽の言い訳をする暇もなく、仏教の修道士が私に話しかけました:

‘'Για να χρησιμοποιήσεις το λεωφορείο πρέπει να έχεις ένα εισιτήριο, αλλά εσύ δεν έχεις. Άρα, πρέπει να πληρώσεις πρόστιμο‘'. ||||||||||||||||||Geldstrafe ||use||||||||||||so|||pay|fine ||使用|||||||||||||||支払う|罰金 '' Um den Bus zu benutzen, muss man eine Fahrkarte haben, aber Sie haben keine. "Also müssen Sie eine Strafe zahlen." ''To use the bus you have to have a ticket, but you don't. So, you have to pay a fine''. ‘バスを利用するにはチケットが必要ですが、あなたは持っていません。つまり、罰金を払う必要があります。‘

Κοίταξα τον άντρα με τα γκρίζα μαλλιά και την ήρεμη φωνή. ich habe geschaut|||||||||ruhige| I looked at||man|||gray|hair|and||calm|voice 見た|||||||||| Ich sah den Mann mit den grauen Haaren und der ruhigen Stimme an. I looked at the man with the gray hair and the calm voice. 灰色の髪と穏やかな声の男性を見ました。

Προσπάθησα να μιμηθώ τη γαλήνη του. Κράτησα τη δική μου φωνή ήρεμη, αλλά σταθερή. ich habe versucht||nachahmen||Ruhe||||||||| "I tried"||imitate||calmness||I kept|||||calm||steady ||||静けさ|||||||||安定した Ich versuchte, seinen Frieden nachzuahmen. Ich hielt meine eigene Stimme ruhig, aber bestimmt. I tried to imitate his calmness. I kept my own voice calm, but firm. 彼の静けさを真似しようとしました。自分の声を穏やかに保ちましたが、しっかりとしました。

Καμπούριασα λίγο την πλάτη μου για να φαίνομαι μικρότερη, και στο βλέμμα μου υπήρχε μια μίξη από σύγχυση, απολογία και ντροπή: Ich buckelte|||||||scheinen|kleiner|||||||Mischung||Verwirrung|Entschuldigung||Scham I hunched slightly|||back||||appear|smaller|and||gaze||"there was"|a|mix||confusion|apology||shame |||背中||||見えるように|小さな|||視線||||混合|||謝罪||恥ずかしさ Ich neigte meinen Rücken ein wenig, um kleiner auszusehen, und in meinen Augen lag eine Mischung aus Verwirrung, Entschuldigung und Scham: I tilted my back a little to look smaller, and there was a mixture of confusion, apology and shame in my eyes: 私は小さく見えるように少し背中を曲げ、目には混乱、謝罪、そして恥ずかしさが入り混じっていました。

‘'Λυπάμαι πολύ, κύριε‘', είπα. ‘'Είμαι εδώ μόνο μια εβδομάδα και μου είπαν ότι οι φοιτητές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μεταφοράς δωρεάν, ich bedaure||||||||||||||Studenten|||verwenden||||kostenlos I’m sorry||"Sir"|||||||||they told me|||students|||"use"||public transport|transport|for free |||||||||||||||||使用する||||無料で „Es tut mir sehr leid, Sir“, sagte ich. „Ich bin erst seit einer Woche hier und mir wurde gesagt, dass Studenten die Verkehrsmittel kostenlos nutzen können, ''I'm so sorry, sir,'' I said. ''I've only been here a week and I was told that students can use the transport for free, ‘'非常に申し訳ありません、先生‘'と言った。「‘'私はここに一週間だけいて、学生は学生証を使って公共交通機関を無料で利用できると聞きました。」

μόνο με τη φοιτητική τους κάρτα. |||student|| nur mit ihrem Studentenausweis. only with their student card. 「もし私が間違っていたら、もちろん罰金を払います。」

Αν έκανα λάθος, φυσικά θα πληρώσω το πρόστιμο.‘' Ο Μοναχός φάνηκε χαρούμενος με αυτή την απάντηση. |||||||||||||||Antwort |I made||of course||I will pay||fine||Monk|"seemed"|happy|||that|answer |||||支払う||||修道士|見えた|幸せ||||答え Wenn ich mich geirrt habe, werde ich natürlich die Strafe bezahlen.“ Der Mönch schien mit dieser Antwort zufrieden zu sein. If I was wrong, of course I will pay the fine. '' The monk seemed happy with this answer. モナフがこの答えに満足そうでした。

Ο Ελεγκτής Τυφώνας είχε ελέγξει τους υπόλοιπους επιβάτες και είχε επιστρέψει σε εμάς: ||Typhoon||überprüft||verbleibenden||||zurück|| |Inspector|Typhoon Controller||had checked|the|remaining|passengers|||had returned|to us|us ||||チェックした||残りの||||戻ってきた|| Der Hurricane Controller hatte die anderen Passagiere überprüft und war zu uns zurückgekehrt: Controller Typhoon had checked the remaining passengers and returned to us: 盲目の検査官は他の乗客をチェックし、私たちのところに戻ってきた:

‘'Κατεβαίνουμε στην επόμενη στάση‘', είπε με τη σκληρή φωνή του, ‘'θα έρθεις μαζί μας να πληρώσεις το πρόστιμο‘'. wir steigen ab|||||||harten|||||||||| "We get off"|||stop||||harsh||||come with us||||pay||fine |||||||厳しい|||||||||| „Wir gehen zur nächsten Haltestelle“, sagte er mit schroffer Stimme, „Sie kommen mit uns, um die Strafe zu bezahlen.“ ''We're getting off at the next stop,'' he said in his harsh voice, ''you will come with us to pay the fine.'' ‘'次の停留所で降ります‘'、彼は厳しい声で言った、‘'罰金を支払いに一緒に来てくれ‘'。

Όταν βρεθήκαμε στη στάση, ο Θυμωμένος Ελεγκτής μίλησε με κάποιον στο τηλέφωνο. Δε ξέρω ποιος ήταν, αλλά ξέρω ότι μιλούσαν για εμένα. |wir uns trafen|||||||||||||||||||| |we found ourselves||bus stop||angry|Inspector||||||||||||||| |会った|||||||||||||||||||| Als wir an der Haltestelle ankamen, sprach der Angry Controller mit jemandem am Telefon. Ich weiß nicht, wer er war, aber ich weiß, dass sie über mich sprachen. When we got to the stop, the Angry Controller spoke to someone on the phone. I don't know who it was, but I know they were talking about me. 停留所に着いたとき、怒っている検査官は誰かと電話で話していた。誰だったのかは分からないが、私のことを話していたことは知っている。

Ο Ελεγκτής Δαλάι Λάμα γύρισε σε εμένα και, σαν να ήταν γονιός μου, μού εξήγησε με γλυκό και ήρεμο τρόπο: |||Lama|wandte sich|||||||Elternteil|||erklärte||||ruhigem| ||Dalai|Lama|turned to me|||||||parent||to me|explained to me||sweet||calm| |監査人||ダライ・ラマ|||||||||||||||穏やかな|方法やり方 Auditor Dalai Lama wandte sich an mich und erklärte mir, als wäre er mein Elternteil, auf sanfte und ruhige Weise: The Controller Dalai Lama turned to me and, as if he were my parent, explained to me in a sweet and calm way: ダライ・ラマの監査役が私の方を振り向き、まるで親のように、彼は優しく穏やかな口調で私に説明しました:

‘'Ώς φοιτήτρια πρέπει να αγοράζεις εισιτήριο, απλά αυτό που είναι στη μισή τιμή, όχι αυτό με την ολόκληρη τιμή. als||||kaufen||||||||Preis|||||| "As"|student|||buy||just|the one||||half|price|not||||full|price として|||||||||||||||||| „Als Student muss man ein Ticket kaufen, nur das zum halben Preis, nicht das zum vollen Preis. ''As a student you have to buy a ticket, just the half-price one, not the full-price one. '学生としては、半額のチケットを購入しなさい、全額のものではなくて。'

Να το θυμάσαι αυτό, γιατί αν δεν έχεις εισιτήριο, θα πληρώνεις πρόστιμο.‘' ||||||||||zahlst| ||"Remember"||||||||"you will pay"| ||覚えてる||||||||| Denken Sie daran, denn wenn Sie kein Ticket haben, zahlen Sie ein Bußgeld. Remember this, because if you don't have a ticket, you will pay a fine.'' これを覚えておいてください、なぜならチケットを持っていなければ、罰金を支払うことになるからです。'

Σήκωσα τα φρύδια μου με μια αντίδραση ψεύτικης συνειδητοποίησης: hob||Augenbrauen|||||falscher|falscher Erkenntnis "I raised"||my eyebrows||with|a|fake realization|false|false realization ||眉毛|||||| Ich hob meine Augenbrauen mit einer falschen Bewusstseinsreaktion: I raised my eyebrows in a reaction of false realization: 私は偽の認識の反応で眉を上げました:

‘'Ωωωω! Δεν το ήξερα! Μου είπαν ότι μπορώ να χρησιμοποιώ τα μέσα μεταφοράς δωρεάν, αλλά όπως καταλαβαίνω, αυτό δεν είναι σωστό. Oh|||||||||||||||||||| "Oh no!"|||I knew||||||"use"||public transport||for free||||||| おおおお|||||||できる||使う||||||||||| '' Ωωωω! Ich wusste nicht! Mir wurde gesagt, dass ich das Transportmittel kostenlos nutzen kann, aber so wie ich es verstehe, ist das nicht richtig. ''Ooooh! I did not know! I was told that I can use the transport for free, but as I understand, this is not correct. ‘おおお!それは知らなかった!交通手段を無料で使えると言われましたが、私が理解する限り、これは正しくありません。

Με συγχωρείτε για αυτό, κύριε.‘' |excuse me||| "Entschuldigen Sie bitte, Sir. Forgive me for that, sir.'' これについてお許しください、先生。’

‘'Είναι εντάξει, όμως να το θυμάσαι την επόμενη φορά.‘' ‘'Ευχαριστώ, θα το κάνω.‘' |||||remember||||||| „Schon okay, aber denk nächstes Mal dran." „Danke, ich werde es tun." ``It's fine, but remember that next time.''``Thanks, I'll do it.'' 「大丈夫だけど、次回は覚えておいてね。」 「ありがとう、そうします。」

Με την ίδια φιλική προθυμία μού έδειξε το πιο κοντινό περίπτερο για να αγοράσω ένα εισιτήριο, και μετά, γύρισε στο Θυμωμένο φίλο του: |||freundlichen|Bereitschaft|||||nächste|Kiosk|||||||||||| ||same|friendly|willingness||showed me|||nearest|kiosk|||buy|||||||angry|| ||||意欲|||||||||||||||||| Mit dem gleichen freundlichen Eifer zeigte er mir den nächsten Kiosk, um ein Ticket zu kaufen, und wandte sich dann an seinen wütenden Freund: With the same friendly willingness he showed me the nearest kiosk to buy a ticket, and then he turned to his Angry friend: 同じ親切な気持ちで、彼は私に最寄りの売店を示して切符を買うように勧めた。そして、次に彼は怒っている友人の方を向いた:

‘'Έλα, είναι εντάξει. Η κοπέλα είναι καινούρια εδώ και δεν ήξερε. Θα την αφήσουμε να φύγει.‘' "Come on"||||||new||||"didn't know"|will||let go|| ||||||||||知らなかった|||許可する|| „Komm schon, es ist okay. Das Mädchen ist neu hier und wusste es nicht. Wir lassen sie gehen." ''Come on, it's okay. The girl is new here and didn't know. We'll let her go.'' 「おい、大丈夫だよ。彼女はここにきたばかりで、知らなかっただけだ。彼女を行かせてあげよう。」

Μου είπε αντίο και σαν όραμα απο Νιρβάνα, πήρε τον θυελλώδη φίλο του και εξαφανίστηκε. |||||Vision||Nirvana|||stürmisch||||verschwand ||goodbye|and||vision from Nirvana||Nirvana|took||stormy|friend|||disappeared |||||||涅槃|取った||嵐のような||||消えた Er verabschiedete sich von mir und wie eine Vision aus dem Nirvana nahm er seinen stürmischen Freund und verschwand. He said goodbye to me and like a vision from Nirvana, he took his stormy friend and disappeared. 彼は私にさよならを告げ、まるでニルヴァーナからのビジョンのように、彼の嵐のような友人を連れて消えてしまった。

Στάθηκα στο ίδιο σημείο για λίγα λεπτά, και ένιωθα ευγνώμων που κατάφερα να ξεφύγω και να μην πληρώσω πρόστιμο. ich stand|||||||||dankbar||||||||| I stood|||spot||||and|I felt|grateful||I managed||get away||||pay a|fine |||場所||||||感謝して||成功した||||||| Ich stand ein paar Minuten an derselben Stelle und war dankbar, dass ich es geschafft hatte, zu entkommen und keine Strafe zu zahlen. I stood in the same spot for a few minutes, feeling grateful that I managed to get away without paying a fine. 私は同じ場所に数分間立ち尽くし、逃れられて罰金を払わずに済んだことに感謝していました。

Όπως μου είπαν, πήγα στο περίπτερο, αλλά ήμουν παρανοϊκή και σκεφτόμουν ότι ο άντρας που δούλευε στο περίπτερο ήταν, με κάποιο τρόπο, ||||||||paranoide|||||||arbeitete|||||| |||||kiosk|||paranoid||I was thinking||the|||"was working"||kiosk|was||some|somehow Wie mir gesagt wurde, ging ich zum Kiosk, aber ich war paranoid und dachte, dass der Mann, der am Kiosk arbeitete, in gewisser Weise As I was told, I went to the booth, but I was paranoid, thinking that the man working the booth was, somehow, 私が言われた通り、私は売店に行きましたが、私は偏執的で、売店で働いている男性が、何らかの形で、

κι αυτός ένας Ελεγκτής - μέλος μιας Μυστικής Ομάδας Δημοσίων Μεταφορών που δουλεύει ακούραστη μέρα και νύχτα για να πιάνει παραβάτες σαν εμένα. |||Kontrolleur|||Geheimen|Gruppe|Öffentlicher|Verkehr|||||||||fängt|Gesetzesbrecher|| |||Inspector|member||Secret|secret group|Public Transport Services|Public Transport Authority||works|tirelessly||||for||catches|offenders|| ||||||秘密の||公共の||||疲れ知らずの||||||捕まえる|違反者|| und er ist Wirtschaftsprüfer – ein Mitglied eines Geheimteams für öffentliche Verkehrsmittel, das Tag und Nacht unermüdlich daran arbeitet, Straftäter wie mich zu fassen. and he's an Inspector - a member of a Secret Public Transport Squad who works tirelessly day and night to catch offenders like me. 彼もまた、公営交通の秘密チームのメンバーとして、不正を見逃さないために昼夜を問わず働く監査官です。

Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό, αποφάσισα να συνεχίσω να παίζω τον Οσκαρικό ρόλο της Άσχετης Ρωσίδας Φοιτήτριας μέχρι να φτάσω στο σπίτι ||||||||fortsetzen||||Oscar-|||der Unbeteiligten|der Russin|Studentin|||ankomme|| |||thought in mind||mind|||I continue||play||Oscar-worthy|role||clueless Russian student|Russian student|Russian student|||"reach"|| |||||心|||||演じる||オスカー|ρόλο||無関係な|ロシアの|学生|||到着する|| Mit diesem Gedanken im Hinterkopf beschloss ich, die Oscar-Rolle des Irrelevanten russischen Studenten weiter zu spielen, bis ich nach Hause kam. With this thought in mind, I decided to continue playing the Oscar role of the Irrelevant Russian Student until I got home. その考えを胸に、私は家に着くまで、無関係なロシアの学生というオスカー風の役割を続けることに決めました。

- αυτή τη φορά ως μια καλή πολίτης, με ένα εισιτήριο σε μισή τιμή. ||||||Bürgerin|||||| ||||||good citizen|||||| ||||||市民|||||| - diesmal als braver Bürger, mit einem Ticket zum halben Preis. - this time as a good citizen, with a half price ticket. - 今回は、半額のチケットを持っている良い市民として。