×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

LinguaTree Slow Greek Lessons, Τι σημαίνει η φράση "κόβω βόλτες"; | Phrasal verbs in Greek

Τι σημαίνει η φράση "κόβω βόλτες"; | Phrasal verbs in Greek

Στα αγγλικά τα phrasal verbs,

είναι συνήθως εκφράσεις

που αποτελούνται από δύο μέρη:

ένα ρήμα και ένα επίρρημα,

για παράδειγμα break down,

ένα ρήμα και μία πρόθεση

see to

ή έναν συνδυασμό των δύο

για παράδειγμα, look down on.

Στην περίπτωση των phrasal verbs

το ρήμα χάνει την αρχική του σημασία

και αποκτά μία καινούρια, διαφορετική σημασία.

Στα ελληνικά συμβαίνει επίσης κάτι παρόμοιο.

Μόνο που το ρήμα ακολουθεί συνήθως ένα ουσιαστικό.

Τέτοιου είδους φράσεις χρησιμοποιούνται

πολύ συχνά στον καθημερινό λόγο των Ελλήνων

και σήμερα μαζί θα μάθουμε οκτώ από αυτές.

Περνάω σημαίνει διασχίζω, είτε περπατώντας

είτε με κάποιο όχημα

με ένα αυτοκίνητο ή ένα ποδήλατο.

Για παράδειγμα όταν περνάμε τον δρόμο

κοιτάμε πάντα δεξιά κι αριστερά.

Όταν όμως λέμε ότι περνάω τον χρόνο μου

τότε σημαίνει ότι αφιερώνω χρόνο

σε κάποιον ή σε κάτι.

Για παράδειγμα,

όλο το καλοκαίρι περνούσα τον χρόνο μου κολυμπώντας.

Όλοι πιστεύω ότι γνωρίζετε το ρήμα κάνω.

Είναι ένα από τα ρήματα που μαθαίνει κανείς

ήδη από τα πρώτα μαθήματα ελληνικών.

Το ρήμα κάνω έχει πολλές και διαφορετικές σημασίες.

Πρώτο στη λίστα με τα συνώνυμα είναι το ρήμα φτιάχνω.

Όταν χρησιμοποιούμε όμως την φράση κάνω τον κόπο,

τότε σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε κάτι, μια εργασία,

που συνήθως δεν είναι και τόσο ευχάριστη.

Ο κόπος με άλλα λόγια είναι η κούραση.

Πάμε να δούμε αυτή τη φράση μέσα σε ένα παράδειγμα,

Μπορείς να κάνεις τον κόπο

και να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό.

Το επόμενο ρήμα είναι το ρήμα βάζω

που σημαίνει τοποθετώ.

Βάζω το βιβλίο μου πάνω στο ράφι

ή βάζω τον υπολογιστή μου πάνω στο γραφείο.

Όταν όμως κάποιος βάζει τα γέλια,

τα κλάματα ή τις φωνές,

σημαίνει ότι αρχίζει να γελάει,

αρχίζει να κλαίει

ή αρχίζει να φωνάζει.

Πάμε να δούμε μερικά παραδείγματα,

Όταν άκουσα την ιστορία της φίλης μου,

έβαλα τα γέλια

ή μόλις συνειδητοποίησε ότι έχασε το πορτοφόλι της,

έβαλε τα κλάματα.

Το μικρό αγόρι έσπασε το βάζο

και η μητέρα του έβαλε τις φωνές.

Και στις τρεις περιπτώσεις το ρήμα βάζω

έχει την έννοια του ξεκινάω,

του αρχίζω να κάνω αυτό που λέει το ουσιαστικό.

Όταν βάζω τα γέλια

σημαίνει ότι ξεκινάω να γελάω.

Τέταρτο στη σειρά είναι το ρήμα κόβω

Όταν κόβω κάτι, όταν κόβω για παράδειγμα ένα καρβέλι ψωμί

ή μία τούρτα,

σημαίνει ότι το διαιρώ σε μικρότερα κομμάτια

ή σε φέτες.

Αν ακούσετε κάποιον να λέει ότι κόβει βόλτες,

σημαίνει ότι τριγυρνάει ή περπατάει

γύρω από μία συγκεκριμένη περιοχή

είτε άσκοπα είτε περιμένοντας κάτι.

Από το μπαλκόνι μου κάθε βράδυ, έβλεπα τον συγκάτοικο μου

να κόβει βόλτες με τον σκύλο του.

Δηλαδή να περπατάει γύρω, γύρω στο τετράγωνο

μαζί με τον σκύλο του.

Πάμε τώρα σε ένα ρήμα,

που μπερδεύει τους περισσότερους από εσάς.

Το ρήμα: ζητάω.

Όταν ζητάω κάτι, λέω σε κάποιον να μου δώσει κάτι.

Προηγουμένως για παράδειγμα ζήτησα ένα ποτήρι νερό.

Η έκφραση όμως ζητάω τα ρέστα

δεν έχει κυριολεκτική σημασία,

δεν σημαίνει ότι αγόρασα κάτι

και τώρα ζητάω πίσω τα ρέστα μου.

Η φράση ζητάω τα ρέστα

σημαίνει ότι αν και είμαι εγώ υπεύθυνη για μία κατάσταση,

κατηγορώ τους άλλους.

Για παράδειγμα,

τις προάλλες είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο,

ο οδηγός που με τράκαρε,

μιλούσε στο τηλέφωνο

και δεν πρόσεξε ότι το αυτοκίνητό μου

ήταν σταματημένο εξαιτίας της μεγάλης κίνησης.

Έτσι βγήκε θυμωμένος από το αυτοκίνητό του

και άρχιζε να μου φωνάζει.

Και με τράκαρε και μου ζητάει και τα ρέστα!

Το αντίθετο από το ζητάω τα ρέστα,

είναι το πληρώνω τη νύφη.

Πληρώνω σημαίνει ότι δίνω χρήματα σε κάποιον

για ένα προϊόν ή για τις υπηρεσίες του.

Πληρώνω τη νύφη λέμε όταν κάποιος θεωρείται ότι φταίει

για κάτι που δεν έχει κάνει,

κατηγορείται άδικα ή υφίσταται συνέπειες

για πράξεις άλλων.

Το λάθος ήταν του προπονητή,

όμως τη νύφη πλήρωσε ολόκληρη η ομάδα.

Παίρνω κυριολεκτικά σημαίνει

ότι κρατάω ένα αντικείμενο στα χέρια μου.

Πήρε τα λουλούδια και τα έβαλε σε ένα ανθοδοχείο.

Τώρα παίρνει το αυτί μου

σημαίνει ότι τυχαίνει να ακούσω κάτι,

ακούω κάτι κατά λάθος.

Για παράδειγμα,

πήρε το αυτί μου ότι με την καινούρια χρονιά

η εταιρεία θα αυξήσει τους μισθούς μας.

Τέλος βγάζω σημαίνει αφαιρώ.

Για παράδειγμα,

φοράω το κασκόλ μου

βγάζω το κασκόλ μου και το βάζω στον καναπέ.

Η φράση όμως βγάζω χρήματα,

σημαίνει κερδίζω χρήματα.

Για παράδειγμα,

ένας τρόπος για να βγάλει κανείς χρήματα

είναι να ξεκινήσει μία δικιά του επιχείρηση.

Αυτό λοιπόν, ήταν το σημερινό μάθημα,

αν θα θέλατε να κάνω και ένα δεύτερο βίντεο

με τέτοιου είδους εκφράσεις,

μην ξεχάσετε να κάνετε like

ή να αφήσετε ένα σχόλιο.

Εμείς θα τα πούμε την επόμενη φορά, στο επόμενο μάθημα.

Μέχρι τότε, φιλάκια πολλά!!!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Τι σημαίνει η φράση "κόβω βόλτες"; | Phrasal verbs in Greek ||||||Phrasenhafte Verben|"κόβω βόλτες" - "herumgehen"|| |means|||"Take a walk"|walks|Phrasal||| Was bedeutet der Satz „Ich schneide Spaziergänge“? | Phrasalverben im Griechischen What does the phrase "take a walk" mean? | Phrasal verbs in Greek ¿Qué significa la expresión "tomar un atajo"? | Phrasal verbs en griego Que signifie l'expression "prendre un raccourci" ? | Les verbes à la phrase en grec Che cosa significa la frase "prendere una scorciatoia"? | Verbi frasali in greco

Στα αγγλικά τα phrasal verbs, ||||verbs Im Englischen sind die Phrasal Verbs, In English, phrasal verbs,

είναι συνήθως εκφράσεις |usually|expressions sind in der Regel Ausdrücke are usually expressions

που αποτελούνται από δύο μέρη: |bestehen aus||| |"consist of"|||parts |składają się||| bestehend aus zwei Teilen: consisting of two parts:

ένα ρήμα και ένα επίρρημα, ||||ein Adverb |verb|||adverb ein Verb und ein Adverb, a verb and an adverb,

για παράδειγμα break down, ||zusammenbrechen|zusammenbrechen ||break|break down zum Beispiel kaputt gehen, for example break down,

ένα ρήμα και μία πρόθεση ||||Präposition ||||preposition ||||przyimek ein Verb und eine Absicht a verb and a preposition

see to sich kümmern um| attend to| |to zu sehen

ή έναν συνδυασμό των δύο ||eine Kombination|| ||combination|| ||kombinację|| oder eine Kombination aus beidem or a combination of the two

για παράδειγμα, look down on. ||herabsehen|| ||look|| Schauen Sie zum Beispiel auf. for example, look down on.

Στην περίπτωση των phrasal verbs |Im Falle||| |case||| Bei Phrasalverben In the case of phrasal verbs

το ρήμα χάνει την αρχική του σημασία ||verliert||ursprüngliche|| ||loses||original||meaning das Verb verliert seine ursprüngliche Bedeutung the verb loses its original meaning

και αποκτά μία καινούρια, διαφορετική σημασία. |erhält|||| |acquires||new|different meaning|meaning und erhält eine neue, andere Bedeutung. and acquires a new, different meaning.

Στα ελληνικά συμβαίνει επίσης κάτι παρόμοιο. |||||ähnliches ||happens|also|something similar|similar Etwas Ähnliches passiert im Griechischen. In Greek something similar also happens.

Μόνο που το ρήμα ακολουθεί συνήθως ένα ουσιαστικό. |||||||Substantiv "Only"||||follows|usually||noun Nur das Verb folgt normalerweise einem Substantiv. Except that the verb is usually followed by a noun.

Τέτοιου είδους φράσεις χρησιμοποιούνται Solcher||| Such|kind of|phrases|"are used" Solche Phrasen werden verwendet Such phrases are used

πολύ συχνά στον καθημερινό λόγο των Ελλήνων |||alltäglichen||| |very often||everyday|speech||Greeks ||||języku|| sehr oft in der Alltagssprache der Griechen very often in the daily speech of the Greeks

και σήμερα μαζί θα μάθουμε οκτώ από αυτές. ||||"we will learn"|eight|| und heute werden wir gemeinsam acht davon lernen. and today together we will learn eight of them.

Περνάω σημαίνει διασχίζω, είτε περπατώντας Überqueren bedeutet gehen.||überqueren|entweder|zu Fuß I pass|means|"cross"|either|walking Passieren bedeutet überqueren, entweder zu Fuß Pass means to cross, either by walking

είτε με κάποιο όχημα |||Fahrzeug either||some|vehicle |||pojazdem oder mit einem Fahrzeug or by a vehicle

με ένα αυτοκίνητο ή ένα ποδήλατο. |||||bicycle mit Auto oder Fahrrad. with a car or a bicycle. con un'auto o una bicicletta.

Για παράδειγμα όταν περνάμε τον δρόμο |||überqueren|| |||"we cross"|| Zum Beispiel, wenn wir die Straße überqueren For example, when crossing the street Ad esempio, quando attraversiamo la strada

κοιτάμε πάντα δεξιά κι αριστερά. we look|||| Wir schauen immer nach links und rechts. we always look both right and left.

Όταν όμως λέμε ότι περνάω τον χρόνο μου |but|"we say"||spend||| Aber wenn wir sagen, dass ich meine Zeit verbringe But when we say that I spend my time

τότε σημαίνει ότι αφιερώνω χρόνο |||Zeit widmen| "then"|means||dedicate|time |||poświęcam| dann bedeutet es, dass ich Zeit widme then it means I'm taking time significa che sto prendendo tempo

σε κάποιον ή σε κάτι. an jemanden oder etwas. to someone or something.

Για παράδειγμα, |for example Zum Beispiel, For example,

όλο το καλοκαίρι περνούσα τον χρόνο μου κολυμπώντας. |||verbrachte||||schwimmend ||summer|was spending||||swimming Den ganzen Sommer verbrachte ich meine Zeit mit Schwimmen. All summer I spent my time swimming. Per tutta l'estate ho passato il tempo a nuotare.

Όλοι πιστεύω ότι γνωρίζετε το ρήμα κάνω. |||||Verb| everyone|believe||know|||I do Ich denke, Sie alle kennen das Verb tun. I think all of you know the verb 'do'. Credo che tutti voi conosciate il verbo fare.

Είναι ένα από τα ρήματα που μαθαίνει κανείς ||||Verben||| ||||||one learns|one Es ist eines der Verben, die man lernt It is one of the verbs that one learns

ήδη από τα πρώτα μαθήματα ελληνικών. already||||| schon ab dem ersten Griechischunterricht. already from the first Greek lessons. già dalle prime lezioni di greco.

Το ρήμα κάνω έχει πολλές και διαφορετικές σημασίες. |||||||Bedeutungen |||||||meanings Das Verb do hat viele verschiedene Bedeutungen. The verb do has many different meanings.

Πρώτο στη λίστα με τα συνώνυμα είναι το ρήμα φτιάχνω. |||||Synonyme|||| ||list|||synonyms||||I make An erster Stelle der Synonymliste steht das Verb make. First on the list of synonyms is the verb φτιάχνω. Il primo dell'elenco dei sinonimi è il verbo φτιάχνω.

Όταν χρησιμοποιούμε όμως την φράση κάνω τον κόπο, |||||||die Mühe |||||I make||effort |||||||wysiłek Aber wenn wir den Ausdruck verwenden, bemühe ich mich, But when we use the phrase I make the effort,

τότε σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε κάτι, μια εργασία, ||||||||task or job dann bedeutet es, dass wir etwas tun müssen, einen Job, then it means we have to do something, a task,

που συνήθως δεν είναι και τόσο ευχάριστη. ||||||angenehm |usually||||"that"|pleasant ||||||przyjemna was meistens nicht so angenehm ist. which is usually not so pleasant.

Ο κόπος με άλλα λόγια είναι η κούραση. |Mühe|||||| The|Effort||other|words|||fatigue |wysiłek|||||| Das Problem ist mit anderen Worten Müdigkeit. Toil, in other words, is fatigue.

Πάμε να δούμε αυτή τη φράση μέσα σε ένα παράδειγμα, ||see||||"in"|||example Schauen wir uns diesen Satz in einem Beispiel an, Let's look at this sentence in an example,

Μπορείς να κάνεις τον κόπο ||||the effort Sie können sich die Mühe machen You can make the effort

και να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό. |||bringst mit||| |||bring||| und bring mir ein Glas Wasser. and get me a glass of water.

Το επόμενο ρήμα είναι το ρήμα βάζω ||||||setzen |next|||||put Das nächste Verb ist das Verb, das ich gesetzt habe The next verb is the verb put

που σημαίνει τοποθετώ. ||bedeuten platzieren |means|"to place" was bedeutet ich stelle. which means to place.

Βάζω το βιβλίο μου πάνω στο ράφι ||||||Regal ||||on||shelf ||||||półka I put my book on the shelf

ή βάζω τον υπολογιστή μου πάνω στο γραφείο. |||||on|| or I put my computer on the desk.

Όταν όμως κάποιος βάζει τα γέλια, ||jemand||| |||"puts" or "starts"||bursts into laughter |||||śmiech Aber wenn einer lacht, But when someone laughs,

τα κλάματα ή τις φωνές, |Weinen||| |crying|||voices ||||głosy Schreie oder Stimmen, the crying or the screaming,

σημαίνει ότι αρχίζει να γελάει, ||||lacht auf ||starts||laughs bedeutet, dass er anfängt zu lachen, means he's starting to laugh,

αρχίζει να κλαίει ||cry beginnt zu weinen she starts to cry

ή αρχίζει να φωνάζει. |||"starts to shout" oder fängt an zu schreien. or he starts screaming.

Πάμε να δούμε μερικά παραδείγματα, Schauen wir uns einige Beispiele an, Let's look at some examples,

Όταν άκουσα την ιστορία της φίλης μου, |hörte||||| |"I heard"||||| Als ich die Geschichte meiner Freundin hörte, When I heard my friend's story,

έβαλα τα γέλια "I burst into"||laughter Ich lachte I laughed

ή μόλις συνειδητοποίησε ότι έχασε το πορτοφόλι της, |gerade eben|erkannte gerade||||Geldbörse|ihres |just now|realized||she lost||| ||uświadomiła||||| oder sobald sie merkte, dass sie ihre Brieftasche verloren hatte, or once she realized she lost her wallet,

έβαλε τα κλάματα. burst into||crying Sie weinte. she cried.

Το μικρό αγόρι έσπασε το βάζο |small||broke|| Der kleine Junge zerbrach das Glas The little boy broke the jar

και η μητέρα του έβαλε τις φωνές. ||||"started yelling"|| und seine Mutter erhob ihre Stimme. and his mother raised her voice.

Και στις τρεις περιπτώσεις το ρήμα βάζω |||Fällen||| In allen drei Fällen setze ich das Verb And in all three cases the verb 'βάζω' (put) has the meaning of 'start'.

έχει την έννοια του ξεκινάω, ||bedeutet anfangen||anfangen "has the meaning"||means||"to start" hat die Bedeutung von beginnen, it means 'to start',

του αρχίζω να κάνω αυτό που λέει το ουσιαστικό. ||||||||Substantiv ||||||||noun Ich fange an, ihm das anzutun, was das Substantiv sagt. I'm starting to do what the noun says.

Όταν βάζω τα γέλια |I burst||laughter Wenn ich lache When I laugh

σημαίνει ότι ξεκινάω να γελάω. ||||I laugh bedeutet, ich fange an zu lachen. means I start laughing.

Τέταρτο στη σειρά είναι το ρήμα κόβω ||||||schneiden "Fourth"||"in line"||||cut An vierter Stelle steht das Verb cut Fourth in the series is the verb cut

Όταν κόβω κάτι, όταν κόβω για παράδειγμα ένα καρβέλι ψωμί ||||||||Laib Brot schneiden| |I cut|||||for example||loaf of bread|bread loaf ||||||||bochenek| Wenn ich etwas schneide, wenn ich zum Beispiel einen Laib Brot schneide When I cut something, when I cut for example a loaf of bread

ή μία τούρτα, ||a cake oder Kuchen, or a cake,

σημαίνει ότι το διαιρώ σε μικρότερα κομμάτια |||teilen in kleinere||kleinere| means|||"divide"||smaller|pieces |||dzielę||| bedeutet, dass ich es in kleinere Stücke teile means that I divide it into smaller pieces

ή σε φέτες. ||in Scheiben schneiden ||"in slices" oder geschnitten. or in slices.

Αν ακούσετε κάποιον να λέει ότι κόβει βόλτες, |||||||Runden dreht If|you hear|someone||saying|that|he is taking|walks around Wenn du jemanden sagen hörst, dass er Spaziergänge kürzt, If you hear someone say they're taking shortcuts, Se sentite qualcuno dire che sta prendendo delle scorciatoie,

σημαίνει ότι τριγυρνάει ή περπατάει ||herumläuft|| ||wanders around||walks ||krąży|| bedeutet, dass er geht oder geht means he wanders or walks

γύρω από μία συγκεκριμένη περιοχή |||bestimmten| around|||specific|around a specific area um einen bestimmten Bereich around a particular area

είτε άσκοπα είτε περιμένοντας κάτι. |sinnlos||auf etwas wartend| "either"|"aimlessly"|either|waiting for something| |bezcelowo||| entweder vergebens oder etwas erwartend. either aimlessly or expecting something.

Από το μπαλκόνι μου κάθε βράδυ, έβλεπα τον συγκάτοικο μου ||||||||Mitbewohner| ||balcony||||I saw|"my roommate"|roommate|"my" Von meinem Balkon aus beobachtete ich jeden Abend meinen Mitbewohner From my balcony every night, I saw my roommate Dal mio balcone, ogni sera, guardavo il mio compagno di stanza

να κόβει βόλτες με τον σκύλο του. |"walking"||||| mit seinem Hund spazieren gehen. walking his dog.

Δηλαδή να περπατάει γύρω, γύρω στο τετράγωνο ||walking|around|||the block ||||||kwadracie Das heißt, herumlaufen, um den Platz herum That is, to walk around, around the square

μαζί με τον σκύλο του. zusammen mit seinem Hund. with his dog.

Πάμε τώρα σε ένα ρήμα, Kommen wir nun zu einem Verb, Now let's go to a verb,

που μπερδεύει τους περισσότερους από εσάς. |verwirrt|||| |confuses|"the" or "them"|"most"||"you all" |myli|||| das verwirrt die meisten von euch. that confuses most of you.

Το ρήμα: ζητάω. ||Das Verb: suchen. ||"I ask for" Das Verb: ich frage. The verb: ask.

Όταν ζητάω κάτι, λέω σε κάποιον να μου δώσει κάτι. |||||someone|||give me| Wenn ich um etwas bitte, sage ich jemandem, er soll mir etwas geben. When I ask for something, I tell someone to give me something.

Προηγουμένως για παράδειγμα ζήτησα ένα ποτήρι νερό. "Previously"||example|I asked for||| wcześniej|||||| Früher habe ich zum Beispiel um ein Glas Wasser gebeten. Previously, for example, I asked for a glass of water.

Η έκφραση όμως ζητάω τα ρέστα |ask for change|however|||ask for more Der Ausdruck, aber ich bitte um die Änderung But the expression I ask for change

δεν έχει κυριολεκτική σημασία, ||literal|meaning spielt buchstäblich keine Rolle, it has no literal meaning,

δεν σημαίνει ότι αγόρασα κάτι |means||I bought|something bedeutet nicht, dass ich etwas gekauft habe doesn't mean I bought something

και τώρα ζητάω πίσω τα ρέστα μου. |||||change| und jetzt fordere ich mein Wechselgeld zurück. and now I'm asking for my change back.

Η φράση ζητάω τα ρέστα ||verlangen|| Der Satz Ich bitte um Veränderung The phrase I ask for the change

σημαίνει ότι αν και είμαι εγώ υπεύθυνη για μία κατάσταση, ||||||verantwortlich||| ||||||responsible|||situation bedeutet, dass ich zwar für eine Situation verantwortlich bin, means that although I am responsible for a situation, significa che anche se sono responsabile di una situazione,

κατηγορώ τους άλλους. Ich beschuldige andere.|| "I blame others."|| oskarżam|| Ich beschuldige andere. I blame others. Io do la colpa agli altri.

Για παράδειγμα, Zum Beispiel, For example,

τις προάλλες είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, |neulich|||Unfall||| |the other day|"I had"||accident||| |kilka dni temu|||||| Neulich hatte ich einen Autounfall, the other day I had an accident with the car,

ο οδηγός που με τράκαρε, |der Fahrer|||mich angefahren hat |driver||me|crashed into me ||||zderzył Der Fahrer, der mich angefahren hat, the driver who crashed into me, l'autista che mi ha investito,

μιλούσε στο τηλέφωνο was talking|| Er sprach am Telefon talking on the phone

και δεν πρόσεξε ότι το αυτοκίνητό μου ||hat bemerkt nicht|||| ||"didn't notice"|||| und nicht bemerkt, dass mein Auto and did not notice that my car e non ho notato che la mia auto

ήταν σταματημένο εξαιτίας της μεγάλης κίνησης. |war gestoppt wegen|wegen|||des Verkehrs |stopped|"because of"|||traffic ||z powodu||| wurde wegen starkem Verkehr angehalten. was stopped because of the heavy traffic.

Έτσι βγήκε θυμωμένος από το αυτοκίνητό του |stieg aus||||| |"got out"|angry|||| Also stieg er wütend aus seinem Auto So he angrily got out of his car

και άρχιζε να μου φωνάζει. ||||shouting und er fing an, mich anzuschreien. and he started yelling at me.

Και με τράκαρε και μου ζητάει και τα ρέστα! |||||verlangt||| ||crashed into me||"from me"|asks for|||change back Und er hat mich geschlagen und er bittet mich um das Wechselgeld! And he crashed me and asks me for the change!

Το αντίθετο από το ζητάω τα ρέστα, |Das Gegenteil von||||| |The opposite||||| Das Gegenteil von dem, was ich für die Änderung verlange, The opposite of asking for change,

είναι το πληρώνω τη νύφη. ||||die Zeche zahlen |I|pay for||pay the price ||||pannę młodą bezahle ich die Braut. is the I pay the bride.

Πληρώνω σημαίνει ότι δίνω χρήματα σε κάποιον Bezahlen bedeutet, jemandem Geld zu geben Pay means to give money to someone

για ένα προϊόν ή για τις υπηρεσίες του. ||Produkt||||Dienstleistungen| ||product||||services| ||produkt||||| für ein Produkt oder für seine Dienstleistungen. for a product or for its services.

Πληρώνω τη νύφη λέμε όταν κάποιος θεωρείται ότι φταίει ||||||||schuld ist ||bride||||"is considered"||"at fault" ||||||uważa się|| Ich bezahle die Braut sagen wir, wenn jemand als schuldig angesehen wird I pay the bride we say when someone is considered to be at fault Io pago la sposa è quello che si dice quando si ritiene che qualcuno sia colpevole.

για κάτι που δεν έχει κάνει, für etwas, was er nicht getan hat, for something he hasn't done,

κατηγορείται άδικα ή υφίσταται συνέπειες wird beschuldigt|zu Unrecht||erleidet|Folgen is accused|unjustly||suffers from|consequences |||ponosi|konsekwencje zu Unrecht beschuldigt wird oder Konsequenzen hat is wrongfully accused or suffers consequences è accusato ingiustamente o subisce conseguenze

για πράξεις άλλων. |Handlungen| |"actions"|"of others" |czyny| für Handlungen anderer. for the actions of others.

Το λάθος ήταν του προπονητή, ||||des Trainers ||||coach's ||||trenera Es war der Fehler des Trainers, It was the coach's fault.

όμως τη νύφη πλήρωσε ολόκληρη η ομάδα. |||bezahlte||| ||bride|paid|||team aber die Braut wurde von der ganzen Gruppe bezahlt. but the bride was paid for by the entire team.

Παίρνω κυριολεκτικά σημαίνει |wörtlich nehmen| |"literally"| Ich nehme es wörtlich bedeutet I take literally means Prendo alla lettera il significato di

ότι κρατάω ένα αντικείμενο στα χέρια μου. |||Gegenstand||| |hold||object||my hands| dass ich einen Gegenstand in meinen Händen halte. that I hold an object in my hands.

Πήρε τα λουλούδια και τα έβαλε σε ένα ανθοδοχείο. ||||||||Blumenvase She took|||||put them|||vase ||||||||wazon Er nahm die Blumen und stellte sie in eine Vase. He took the flowers and put them in a vase. Prese i fiori e li mise in un vaso.

Τώρα παίρνει το αυτί μου |||Ohr| |is ringing||ear| Jetzt bekommt er mein Ohr Now he's taking my ear

σημαίνει ότι τυχαίνει να ακούσω κάτι, ||passiert zufällig||| ||happens to||| ||zdarza się||| bedeutet, ich höre zufällig etwas, means I happen to hear something,

ακούω κάτι κατά λάθος. ||aus Versehen| ||by| Ich höre etwas aus Versehen. I hear something by mistake.

Για παράδειγμα, For example,

πήρε το αυτί μου ότι με την καινούρια χρονιά bekam mein Ohr, dass mit dem neuen Jahr I heard that with the new year,

η εταιρεία θα αυξήσει τους μισθούς μας. |||erhöhen||Gehälter| |The company||increase||salaries| Das Unternehmen wird unsere Gehälter erhöhen. the company will increase our salaries.

Τέλος βγάζω σημαίνει αφαιρώ. |||entfernen "End"|"take out"||"to remove" |||odejmuję Rausnehmen heißt schließlich auch abnehmen. Finally, take out means remove.

Για παράδειγμα,

φοράω το κασκόλ μου ||Ich trage meinen Schal.| ||scarf| Ich trage meinen Schal I wear my scarf.

βγάζω το κασκόλ μου και το βάζω στον καναπέ. take off||scarf||||||the couch Ich ziehe meinen Schal aus und lege ihn auf die Couch. I take off my scarf and put it on the couch.

Η φράση όμως βγάζω χρήματα, |||I make| Aber der Satz Ich verdiene Geld, The phrase, however, means making money. Ma la frase faccio soldi,

σημαίνει κερδίζω χρήματα. |Geld verdienen| |make money| bedeutet Geld verdienen. means earn money.

Για παράδειγμα, Zum Beispiel,

ένας τρόπος για να βγάλει κανείς χρήματα |way|||make|| eine Möglichkeit, Geld zu verdienen a way to make money

είναι να ξεκινήσει μία δικιά του επιχείρηση. ||||eigene||sein eigenes Unternehmen ||||||firma ist es, ein eigenes Unternehmen zu gründen. is to start his own business.

Αυτό λοιπόν, ήταν το σημερινό μάθημα, |"so"|||today's| Das ist also die Lektion heute, So that was today's lesson,

αν θα θέλατε να κάνω και ένα δεύτερο βίντεο If you would like me to make a second video

με τέτοιου είδους εκφράσεις, |such|kind of| with such expressions,

μην ξεχάσετε να κάνετε like |"forget"||| don't forget to like

ή να αφήσετε ένα σχόλιο. ||hinterlassen|| ||leave||comment or leave a comment.

Εμείς θα τα πούμε την επόμενη φορά, στο επόμενο μάθημα. |||talk|||||| We will see you next time, in the next lesson.

Μέχρι τότε, φιλάκια πολλά!!! ||Kisses| Until then, many kisses!!!