×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Learn Greek with Katerina: Grammar, LEARN the GREEK ADJECTIVES in 6 MINUTES

LEARN the GREEK ADJECTIVES in 6 MINUTES

Γεια σας!

Είμαι η Κατερίνα

Και σήμερα θα μιλήσουμε για κάποια βασικά επίθετα

Της ελληνικής γλώσσας

Στον ενικό και στον πληθυντικό αριθμό

Μόνο στην ονομαστική πτώση

Και στα τρία γένη

Ξεκινάμε με το επίθετο

Ο καλός, η καλή, το καλό

Στον ενικό αριθμό

Όπως λέμε

Ο καλός άνθρωπος

Και στον πληθυντικό αριθμό

Οι καλοί, οι καλές

Και τα καλά

Όπως λέμε

Οι καλοί άνθρωποι

Μετά λέμε

Ο κακός, η κακιά, το κακό

Όπως είναι

Ο κακός άνθρωπος

Και οι κακοί, οι κακές

Τα κακά

Όπως λέμε

Οι κακοί άνθρωποι

Μετά λεμέ

Ο όμορφος, η όμορφη, το όμορφο

Δηλαδή, το όμορφο εξώφυλλο

Μετά οι όμορφοι, οι όμορφες, τα όμορφα

Τα όμορφα εξώφυλλα

Ο άσχημος, η άσχημη, το άσχημο

Το άσχημο εξώφυλλο

Οι άσχημοι, οι άσχημες, τα άσχημα

Τα άσχημα εξώφυλλα

Ο αστείος, η αστεία, το αστείο

Ο αστείος φίλος

Οι αστείοι, οι αστείες, τα αστεία

Οι αστείοι φίλοι

Ο σοβαρός, η σοβαρή, το σοβαρό

Ο σοβαρός φίλος

Οι σοβαροί, οι σοβαρές, τα σοβαρά

Οι σοβαροί φίλοι

Ο ψηλός, η ψηλή, το ψηλό

Το ψηλό αγόρι

Οι ψηλοί, οι ψηλές, τα ψηλά

Τα ψηλά αγόρια

Ο κοντός, η κοντή, το κοντό

Το κοντό αγόρι

Οι κοντοί, οι κοντές, τα κοντά

Τα κοντά αγόρια

Ο λεπτός, η λεπτή, το λεπτό

Η λεπτή ζύμη

Οι λεπτοί, οι λεπτές, τα λεπτά

Οι λεπτές ζύμες

Ο χοντρός, η χοντρή, το χοντρό

Η χοντρή ζύμη

Οι χοντροί, οι χοντρές, τα χοντρά

Οι χοντρές ζύμες

Ο μεγάλος, η μεγάλη, το μεγάλο

Το μεγάλο δωμάτιο

Οι μεγάλοι, οι μεγάλες, τα μεγάλα

Τα μεγάλα δωμάτια

Ο μικρός, η μικρή, το μικρό

Το μικρό δωμάτιο

Οι μικροί, οι μικρές. τα μικρά

Τα μικρά δωμάτια

Ο γλυκός, γλυκιά, το γλυκό

Ο γλυκός καφές

Οι γλυκοί, οι γλυκές, τα γλυκά

Οι γλυκοί καφέδες

Ο πικρός, η πικρή, το πικρό

Ο πικρός καφές

Οι πικροί, οι πικρές, τα πικρά

Οι πικροί καφέδες

Ο στενός, η στενή, το στενό

Το στενό φόρεμα

Οι στενοί, οι στενές, τα στενά

Τα στενά φορέματα

Ο φαρδύς, η φαρδιά, το φαρδύ

Το φαρδύ φόρεμα

Οι φαρδιοί, οι φαρδιές, τα φαρδιά

Τα φαρδιά φορέματα

Ο κλειστός, η κλειστή, το κλειστό

Η κλειστή πόρτα

Οι κλειστοί, οι κλειστές, τα κλειστά

Οι κλειστές πόρτες

Ο ανοιχτός, η ανοιχτή, το ανοιχτό

Η ανοιχτή πόρτα

Οι ανοιχτοί, οι ανοιχτές, τα ανοιχτά

Οι ανοιχτές πόρτες

Ο έξυπνος, η έξυπνη, το έξυπνο

Ο έξυπνος μαθητής

Οι έξυπνοι, οι έξυπνες, τα έξυπνα

Οι έξυπνοι μαθητές

Ο χαζός, η χαζή, το χαζό

Ο χαζός μαθητής

Οι χαζοί, οι χαζές, τα χαζά

Οι χαζοί μαθητές

Ο κρύος, η κρύα, το κρύο

Το κρύο τσάι

Οι κρύοι

Οι κρύες

Τα κρύα

Τα κρύα τσάι

Ο ζεστός, η ζεστή, το ζεστό

Το ζεστό τσάι

Και

Οι ζεστοί

Οι ζεστές

Τα ζεστά

Τα ζεστά τσάι

Αυτά για σήμερα

Ελπίζω να σας φανούν χρήσιμα

Γεια σας!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

LEARN the GREEK ADJECTIVES in 6 MINUTES |||adjectives||minutes LEARN the GREEK ADJECTIVES in 6 MINUTES LEER de GRIEKSE ADJECTIVES in 6 MINUTEN APRENDA OS ADJECTIVOS GREGOS em 6 MINUTOS YUNANCA ADJEKTİFLERİ 6 DAKİKADA ÖĞRENİN 6 分钟内学习希腊语形容词

Γεια σας! Здравейте! Hallo! Hello! ¡Hola! Здравствуйте! Merhaba!

Είμαι η Κατερίνα Казвам се Катерина Ich bin Katerina I'm Katerina Soy katerina Меня зовут Катерина Ben Katerina

Και σήμερα θα μιλήσουμε για κάποια βασικά επίθετα ||||||de base| И днес ще говорим за някои основни прилагателни Und heute werden wir über einige grundlegende Adjektive sprechen And today we will talk about some basic adjectives Y hoy hablaremos de algunos adjetivos básicos И сегодня мы поговорим о некоторых основных прилагательных Ve bugün bazı temel sıfatlar hakkında konuşacağız

Της ελληνικής γλώσσας На гръцкия език Von der griechischen Sprache Of the Greek language De la lengua griega Греческого языка Yunan dilinin

Στον ενικό και στον πληθυντικό αριθμό |singular|||plural| В единствено и множествено число In Singular- und Pluralform In singular and plural form En singular y plural В единственном и множественном числе Tekil, çoğul biçimde

Μόνο στην ονομαστική πτώση |||case Само в именителен падеж Nur im Nominativ Only in the nominative case Solo en el caso nominativo Только в именительном падеже ve yalın biçimde kullanılan sıfatları vardır

Και στα τρία γένη И при трите рода In allen drei Geschlechtern In all three genders En los tres géneros Во всех трёх родах Ayrıyetten cinsiyette önemli

Ξεκινάμε με το επίθετο |||adjective Да започнем с прилагателното Wir beginnen mit dem Adjektiv We start with the adjective Comenzamos con el adjetivo Начнем с прилагательного Sıfatla başlıyoruz

Ο καλός, η καλή, το καλό Добър, добра, добро Das Gute (männliches Geschlecht), das Gute (weibliches Geschlecht), das Gute (neutrales Geschlecht) The good (masculine gender), the good (feminine gender), the good (neutral gender) El buen (género masculino), la buena (género femenino), el bueno (género neutral) Хороший, хорошая, хорошее ο καλός (eril cinsiyet), η καλή, (dişil cinsiyet), το καλό (nötr)

Στον ενικό αριθμό В единствено число In der Singularform In the singular form En la forma singular В единственном числе Tekil biçimde

Όπως λέμε Например Wie wir sagen Like we say Como decimos Например Dediğimiz gibi

Ο καλός άνθρωπος Добър човек Der gute Mann The good man El buen hombre Хороший человек İyi adam

Και στον πληθυντικό αριθμό И в множествено число Und im Plural And in the plural form Y en forma plural И во множественном числе Ve çoğul biçimde

Οι καλοί, οι καλές Добри (м.р), добри (ж.р) Das Gute (masc. Gend.), Das Gute (fem. Gend.) The good (masc. gend.), the good (fem. gend.) Los buenos (masc. Gend.), Las buenas (fem. Gend.) Хорошие (муж. род), хорошие (жен. род) Οι καλοί, (eril cinsiyet), οι καλές,(dişil cinsiyet)

Και τα καλά И добри (ср.р) Und das Gute (neu. Gend.) And the good (neu. gend.) Y los buenos (neu. Gend.) И хорошие (сред. род) Ve τα καλά (nötr)

Όπως λέμε например Wie wir sagen As we say Como decimos Например Söylediğimiz gibi

Οι καλοί άνθρωποι Добри хора Die guten Leute The good people La buena gente Хорошие люди İyi insanlar

Μετά λέμε След това, казваме Dann sagen wir Then we say Entonces decimos Потом мы говорим Sonra diyoruz ki

Ο κακός, η κακιά, το κακό |the bad||the bad|| Лош, лоша, лошо Das Böse (masc. Gend.), Das Böse (fem. Gend.), Das Schlechte (neu. Gend.) The bad (masc. gend.), the bad (fem. gend.), the bad (neu. gend.) El mal (masc. Gend.), La mala (fem. Gend.), el malo (neu. Gend.) Плохой, плохая, плохое Ο κακός, (eril cinsiyet), η κακιά, (dişil cinsiyet), το κακό (nötr)

Όπως είναι например Wie wir sagen As we say Como decimos Например Söylediğimiz gibi

Ο κακός άνθρωπος Лош човек Der böse Mann The bad man El mal hombre Плохой человек Kötü adam

Και οι κακοί, οι κακές ||the bad|| И лоши (м.р), лоши (ж.р) Und das Böse (masc. Gend.), Das Böse (fem. Gend.) And the bad (masc. gend.), the bad (fem. gend.) Y los malos (masc. Gend.), Las malas (fem. Gend.) И плохие (муж. род), плохие (жен. род) Ve kötü (eril cinsiyet), kötü (dişil cinsiyet.)

Τα κακά |the bad Лоши (ср.р) Das Böse (neu. Gend.) The bad (neu. gend.) Los malos (neu. Gend.) Плохие (сред. род) Kötü (nötr)

Όπως λέμε Например Wie wir sagen As we say Como decimos Например Söylediğimiz gibi

Οι κακοί άνθρωποι Лоши хора Die bösen Männer The bad men Los hombres malos Плохие люди Kötü adamlar

Μετά λεμέ |we say След това, казваме Dann sagen wir Then we say Entonces decimos Потом мы говорим Sonra diyoruz ki

Ο όμορφος, η όμορφη, το όμορφο Красив, красива, красиво Das Schöne (masc. Gend.), Das Schöne (fem. Gend.), Das Schöne (neu. Gend.) The beautiful (masc. gend.), the beautiful (fem. gend.), the beautiful (neu. gend.) El bello (masc. Gend.), La bella (fem. Gend.), el bello (neu. Gend.) Красивый, красивая, красивое ο ομορφος (eril cinsiyet), η ομορφη (dişil cinsiyet), το ομορφο (nötr.)

Δηλαδή, το όμορφο εξώφυλλο |||couverture |||cover design |||Cover И така, красива корица Das heißt, das schöne Cover That is, the beautiful cover Es decir, la hermosa portada. То есть красивая обложка Ο güzel kapak

Μετά οι όμορφοι, οι όμορφες, τα όμορφα ||beautiful|||| След това, имаме красиви (м.р), красиви (ж.р), красиви (ср.р) Dann das Schöne (masc. Gend.), Das Schöne (fem. Gend.), Das Schöne (neu. Gend.) Then the beautiful (masc. gend.), the beautiful (fem. gend.), the beautiful (neu. gend.) Entonces los bellos (masc. Gend.), Las bellas (fem. Gend.), Los bellos (neu. Gend.) Потом у нас красивые (муж. род), красивые (жен. род), красивые(сред. род) Sonra οι οορφοι (eril cinsiyet), οι ομορφες (dişil), τα ομορφα (nötr)

Τα όμορφα εξώφυλλα ||les belles couvertures ||covers Красиви корици Die schönen Decken The beautiful covers Las hermosas portadas Красивые обложки Güzel kapaklar

Ο άσχημος, η άσχημη, το άσχημο |hässlich|||| |ugly||||ugly Грозен, грозна, грозно Das Hässliche (masc. Gend.), Das Hässliche (fem. Gend.), Das Hässliche (neu. Gend.) The ugly (masc. gend.), the ugly (fem. gend.), the ugly (neu. gend.) El feo (masc. Gend.), La fea (fem. Gend.), el feo (neu. Gend.) Некрасивый, некрасивая, некрасивое Ο ασχημος (eril cinsiyet), η ασημη (dişil Cinsiyet), το ασημο (nötr)

Το άσχημο εξώφυλλο |laide| |ugly| Грозна корица Die hässliche Decke The ugly cover La fea tapa Некрасивая обложка Çirkin kapak

Οι άσχημοι, οι άσχημες, τα άσχημα |les laids|||| |ugly||ugly|| Грозни (м.р), грозни (ж.р), грозни (ср.р) Das Hässliche (masc. Gend.), Das Hässliche (fem. Gend.), Das Hässliche (neu. Gend.) The ugly (masc. gend.), the ugly (fem. gend.), the ugly (neu. gend.) Los feos (masc. Gend.), Las feas (fem. Gend.), Los feos (neu. Gend.) Некрасивые (муж. род), некрасивые (жен. род), некрасивые (сред. род) οι ασχημοι (eril cinsiyet), οι ασημοι (dişil Cinsiyet), τα ασημα (nötr)

Τα άσχημα εξώφυλλα Грозни корици Die hässlichen Decken The ugly covers Las fundas feas Некрасивые обложки Çirkin kapaklar

Ο αστείος, η αστεία, το αστείο |drôle||la drôle|| |lustig|||| |||funny|| Смешен, смешна, смешно Das Lustige (masc. Gend.), Das Lustige (fem. Gend.), Das Lustige (neu. Gend.) The funny (masc. gend.), the funny (fem. gend.), the funny (neu. gend.) El gracioso (masc. Gend.), La graciosa (fem. Gend.), el gracioso (neu. Gend.) Смешной, смешная, смешное Komik (eril cinsiyet), komik (dişil cinsiyet), Komik (nötr)

Ο αστείος φίλος Смешен приятел Der lustige Freund The funny friend El amigo gracioso Смешной друг Komik arkadaş

Οι αστείοι, οι αστείες, τα αστεία |les comiques|||| |the funny|||| Смешни (м.р), смешни (ж.р), смешни (ср.р) Das Lustige (masc. Gend.), Das Lustige (fem. Gend.), Das Lustige (neu. Gend.) The funny (masc. gend.), the funny (fem. gend.), the funny (neu. gend.) Los graciosos (masc. Gend.), Las graciosas (fem. Gend.), Los graciosos (neu. Gend.) Смешные (муж. род), смешные (жен. род), смешные (сред. род) Komik (eril cinsiyet), komik (dişil cinsiyet), Komik (nötr)

Οι αστείοι φίλοι Смешни приятели Lustige Freunde Funny friends Amigos graciosos Смешные друзья Komik arkadaşlar

Ο σοβαρός, η σοβαρή, το σοβαρό |sérieux||sérieuse||sérieux |serious||serious|| Сериозен, сериозна, сериозно Das Ernsthafte (masc. Gend.), Das Ernsthafte (fem. Gend.), Das Ernsthafte (neu. Gend.) The serious (masc. gend.), the serious (fem. gend.), the serious (neu. gend.) El serio (masc. Gend.), La seria (fem. Gend.), el serio (neu. Gend.) Серьёзный, серьёзная, серьёзное Ciddi (eril cinsiyet), ciddi (dişil cinsiyet), ciddi (nötr).

Ο σοβαρός φίλος Сериозен приятел Der ernsthafte Freund The serious friend El amigo serio Серьёзный друг Ciddi arkadaş

Οι σοβαροί, οι σοβαρές, τα σοβαρά |les sérieux||sérieuses|| |serious||serious|| Сериозни (м.р), сериозни (ж.р), сериозни (ср.р) Das Ernsthafte (masc. Gend.), Das Ernsthafte (fem. Gend.), Das Ernsthafte (neu. Gend.) The serious (masc. gend.), the serious (fem. gend.), the serious (neu. gend.) Los serios (masc. Gend.), Las serias (fem. Gend.), Los serios (neu. Gend.) Серьёзные (муж. род), серьёзные (жен. род), серьёзные (сред. род) Ciddi (eril cinsiyet), ciddi (dişil cinsiyet), ciddi (nötr).

Οι σοβαροί φίλοι Сериозни приятели Die ernsthaften Freunde The serious friends Los amigos serios Серьёзные друзья Ciddi arkadaşlar

Ο ψηλός, η ψηλή, το ψηλό |||||tall Висок, висока, високо Der Große (masc. Gend.), Der Große (fem. Gend.), Der Große (neu. Gend.) The tall (masc. gend.), the tall (fem. gend.), the tall (neu. gend.) El alto (masc. Gend.), la alta (fem. Gend.), el alto (neu. Gend.) Высокий, высокая, высокое Uzun boylu ( eril cinsiyet), uzun boylu (dişil cinsiyet), uzun boylu (nötr)

Το ψηλό αγόρι |grand| Високо момче Der große Junge The tall boy El chico alto Высокий мальчик Uzun boylu çocuk

Οι ψηλοί, οι ψηλές, τα ψηλά |les grands||les grandes|| |the tall||the tall|| Високи (м.р), високи (ж.р), високи (ср.р) Der Große (masc. Gend.), Der Große (fem. Gend.), Der Große (neu. Gend.) The tall (masc. gend.), the tall (fem. gend.), the tall (neu. gend.) Los altos (masc. Gend.), las altas (fem. Gend.), los altos (neu. Gend.) Высокие (муж. род), высокие (жен. род), высокие (сред. род) Uzun boylu (eril cinsiyet), uzun boylu (dişil cinsiyet), uzun boylu (nötr)

Τα ψηλά αγόρια ||boys Високи момчета Die großen Jungs The tall boys Los chicos altos Высокие мальчики Uzun çocuklar

Ο κοντός, η κοντή, το κοντό |kurz|||| |short||||the short Нисък, ниска, ниско Das kurze (masc. Gend.), Das kurze (fem. Gend.), Das kurze (neu. Gend.) The short (masc. gend.), the short (fem. gend.), the short (neu. gend.) El bajo (masc. Gend.), la baja (fem. Gend.), el bajo (neu. Gend.) Низкий, низкая, низкое Kısa (eril cinsiyet), kısa (dişil cinsiyet), kısa (nötr).

Το κοντό αγόρι Ниско момче Der kleine Junge The short boy El chico bajo Низкий мальчик Kısa çocuk

Οι κοντοί, οι κοντές, τα κοντά |les petits|||| |the short|||| Ниски (м.р), ниски (ж.р), ниски (ср.р) Das kurze (masc. Gend.), Das kurze (fem. Gend.), Das kurze (neu. Gend.) The short (masc. gend.), the short (fem. gend.), the short (neu. gend.) Los bajos (masc. Gend.), las bajas (fem. Gend.), los bajos (neu. Gend.) Низкие (муж. род), низкие (жен. род), низкие (сред. род) Kısa (eril cinsiyet), kısa (dişil cinsiyet), kısa (nötr).

Τα κοντά αγόρια Ниски момчета Die kleinen Jungs The short boys Los chicos bajos Низкие мальчики Kısa çocuklar

Ο λεπτός, η λεπτή, το λεπτό |le fin|||| |thin||thin|| |dünn|||| Тънък, тънка, тънко Das Dünne (Mask. Gend.), Das Dünne (Fem. Gend.), Das Dünne (Neu. Gend.) The thin (masc. gend.), the thin (fem. gend.), the thin (neu. gend.) El delgado (masc. Gend.), la delgada (fem. Gend.), el delgado (neu. Gend.) Тонкий, тонкая, тонкое İnce (eril cinsiyet), ince (dişil cinsiyet), ince (nötr).

Η λεπτή ζύμη ||dough Тънко тесто Der dünne Teig The thin dough La masa delgada Тонкое тесто İnce hamur

Οι λεπτοί, οι λεπτές, τα λεπτά |thin||thin|| Тънки (м.р), тънки (ж.р), тънки (ср.р) Das Dünne (Mask. Gend.), Das Dünne (Fem. Gend.), Das Dünne (Neu. Gend.) The thin (masc. gend.), the thin (fem. gend.), the thin (neu. gend.) Los delgados (masc. Gend.), las delgadas (fem. Gend.), los delgados (neu. Gend.) Тонкие (муж. род), тонкие (жен. род), тонкие (сред. род) İnce (eril cinsiyet), ince (dişil cinsiyet), ince (nötr).

Οι λεπτές ζύμες ||pâtes fines ||doughs Тънки теста Der dünne Teig (Plural) The thin dough (plural) La masas delgadas Тонкие теста İnce hamur (çoğul)

Ο χοντρός, η χοντρή, το χοντρό |||la grosse|| |fat||the fat|| Дебел, дебела, дебело Das dicke (masc. Gend.), Das dicke (fem. Gend.), Das dicke (neu. Gend.) The thick (masc. gend.), the thick (fem. gend.), the thick (neu. gend.) El grueso (masc. Gend.), la gruesa (fem. Gend.), el grueso (neu. Gend.) Толстый, толстая, толстое Kalın (eril cinsiyet), kalın (dişil cinsiyet), kalın (nötr)

Η χοντρή ζύμη Дебело тесто Der dicke Teig The thick dough La masa gruesa Толстое тесто Kalın hamur

Οι χοντροί, οι χοντρές, τα χοντρά |les gros|||| |the fat||the fat||the fat Дебели (м.р), дебели (ж.р), дебели (ср.р) Das dicke (masc. Gend.), Das dicke (fem. Gend.), Das dicke (neu. Gend.) The thick (masc. gend.), the thick (fem. gend.), the thick (neu. gend.) Los gruesos (masc. Gend.), las gruesas (fem. Gend.), los gruesos (neu. Gend.) Толстые (муж. род), толстые (жен. род), толстые (сред. род) Kalın (eril cinsiyet), kalın (dişil cinsiyet), kalın (nötr)

Οι χοντρές ζύμες ||pâtes épaisses ||doughs Дебели теста Der dicke Teig (Plural) The thick dough (plural) La masas gruesas Толстые теста Kalın hamur (çoğul)

Ο μεγάλος, η μεγάλη, το μεγάλο Голям, голяма, голямо Das große (masc. Gend.), Das große (fem. Gend.), Das große (neu. Gend.) The large (masc. gend.), the large (fem. gend.), the large (neu. gend.) El grande (masc. Gend.), la grande (fem. Gend.), el grande (neu. Gend.) Большой, большая, большое Büyük,geniş (eril cinsiyet), büyükşgeniş (dişil cinsiyet), büyük,geniş (nötr).

Το μεγάλο δωμάτιο Голяма стая Der große Raum The large room La sala grande Большая комната Büyük,geniş oda

Οι μεγάλοι, οι μεγάλες, τα μεγάλα Големи (м.р), големи (ж.р), големи (ср.р) Das große (masc. Gend.), Das große (fem. Gend.), Das große (neu. Gend.) The large (masc. gend.), the large (fem. gend.), the large (neu. gend.) Los grandes (masc. Gend.), Las grandes (fem. Gend.), los grandes (neu. Gend.) Большие (муж. род), большие (жен. род), большие (сред. род) Büyük,geniş (eril cinsiyet), büyük,geniş (dişil cinsiyet), büyük,geniş (nötr).

Τα μεγάλα δωμάτια ||rooms Големи стаи Die großen Räume The large rooms Las habitaciones grandes Большие комнаты Büyük,Geniş odalar

Ο μικρός, η μικρή, το μικρό Малък, малка, малко Das kleine (masc. Gend.), Das kleine (fem. Gend.), Das kleine (neu. Gend.) The small (masc. gend.), the small (fem. gend.), the small (neu. gend.) El pequeño (masc. Gend.), la pequeña (fem. Gend.), el pequeño (neu. Gend.) Маленький, маленькая, маленькое Küçük (eril cinsiyet), küçük (dişil cinsiyet), küçük (nötr).

Το μικρό δωμάτιο Малка стая Das kleine Zimmer The small room La pequeña habitación Маленькая комната Küçük oda

Οι μικροί, οι μικρές. τα μικρά |the small|||| Малкм (м.р), малки (ж.р), малки (ср.р) Das kleine (masc. Gend.), Das kleine (fem. Gend.). das kleine (neu. gend.) The small (masc. gend.), the small (fem. gend.). the small (neu. gend.) Los pequeños (masc. Gend.), las pequeñoas (fem. Gend.). los pequeños (neu. gend.) Маленькие (муж. род), маленькие (жен. род), маленькие (сред. род) Küçük (eril cinsiyet), küçük (dişil cinsiyet). küçük (nötr)

Τα μικρά δωμάτια Малки стаи Die kleinen Räume The small rooms Las habitaciones pequeñas Маленькие комнаты Küçük odalar

Ο γλυκός, γλυκιά, το γλυκό ||sweet|| Сладък, сладка, сладко Das Süße (masc. Gend.), Das Süße (fem. Gend.), Das Süße (neu. Gend.) The sweet (masc. gend.), the sweet (fem. gend.), the sweet (neu. gend.) El dulce (masc. Gend.), la dulce (fem. Gend.), el dulce (neu. Gend.) Сладкий, сладкая, сладкое Tatlı (eril cinsiyet), tatlı (dişil cinsiyet), tatlı (nötr)

Ο γλυκός καφές Сладко кафе Der süße Kaffee The sweet coffee El cafe dulce Сладкий кофе Tatlı kahve

Οι γλυκοί, οι γλυκές, τα γλυκά |les doux||les sucrées|| |sweet||sweet|| Сладки (м.р), сладки (ж.р), сладки (ср.р) Das Süße (masc. Gend.), Das Süße (fem. Gend.), Das Süße (neu. Gend.) The sweet (masc. gend.), the sweet (fem. gend.), the sweet (neu. gend.) Los dulces (masc. Gend.), las dulces (fem. Gend.), los dulces (neu. Gend.) Сладкие (муж. род), сладкие (жен. род), сладкие (сред. род) Tatlı (eril cinsiyet), tatlı (dişil cinsiyet), tatlı (nötr)

Οι γλυκοί καφέδες ||coffees Сладки кафе Die süßen Kaffees (Plural) The sweet coffees (plural) Los cafés dulces Сладкие кофе Tatlı kahveler (çoğul)

Ο πικρός, η πικρή, το πικρό |amer||||amer |bitter||bitter||bitter Горчив, горчива, горчиво Das Bittere (masc. Gend.), Das Bittere (fem. Gend.), Das Bittere (neu. Gend.) The bitter (masc. gend.), the bitter (fem. gend.), the bitter (neu. gend.) El amargo (masc. Gend.), la amarga (fem. Gend.), el amargo (neu. Gend.) Горький, горькая, горькое Acı(tat) (eril cinsiyet), acı(tat) (dişil cinsiyet), acı(tat) (nötr)

Ο πικρός καφές Горчиво кафе Der bittere Kaffee The bitter coffee El café amargo Горький кофе Acı kahve

Οι πικροί, οι πικρές, τα πικρά |les amers|||| |bitter||bitter||bitter Горчиви (м.р), горчиви (ж.р), горчиви (ср.р) Das Bittere (masc. Gend.), Das Bittere (fem. Gend.), Das Bittere (neu. Gend.) The bitter (masc. gend.), the bitter (fem. gend.), the bitter (neu. gend.) Los amargos (masc. Gend.), las amargas (fem. Gend.), los amargos (neu. Gend.) Горькие (муж. род), горькие (жен. род), горькие (сред. род) Acı(tat) (eril cinsiyet), acı(tat)(dişil cinsiyet), acı(tat) (nötr)

Οι πικροί καφέδες |les cafés amers| Горчиви кафе Die bitteren Kaffees (Plural) The bitter coffees (plural) Los cafés amargos Горькие кофе Acı kahveler (çoğul)

Ο στενός, η στενή, το στενό |étroit||étroite|| |narrow||narrow|| Тесен, тесна, тесно Das enge (masc. Gend.), Das enge (fem. Gend.), Das enge (neu. Gend.) The tight (masc. gend.), the tight (fem. gend.), the tight (neu. gend.) El apretado (masc. Gend.), la apretada (fem. Gend.), el apretado (neu. Gend.) Узкий, узкая, узкое Sıkı (eril cinsiyet), sıkı (dişil cinsiyet), sıkı (nötr).

Το στενό φόρεμα Тесна рокля Das enge Kleid The tight dress El vestido apretado Узкое платье Dar elbise

Οι στενοί, οι στενές, τα στενά |les étroits|||| |||narrow|| Тесни (м.р), тесни (ж.р), тесни (ср.р) Das enge (masc. Gend.), Das enge (fem. Gend.), Das enge (neu. Gend.) The tight (masc. gend.), the tight (fem. gend.), the tight (neu. gend.) Los apretados (masc. Gend.), las apretadas (fem. Gend.), los apretados (neu. Gend.) Узкие (муж. род), узкие (жен. род), узкие (сред. род) Sıkı (eril cinsiyet), sıkı (dişil cinsiyet), sıkı (nötr).

Τα στενά φορέματα Тесни рокли Die engen Kleider The tight dresses Los vestidos apretados Узкие платья Dar elbiseler

Ο φαρδύς, η φαρδιά, το φαρδύ |large|||| |wide||wide|| |breit|||| Широк, широка, широко Das breite (masc. Gend.), Das breite (fem. Gend.), Das breite (neu. Gend.) The wide (masc. gend.), the wide (fem. gend.), the wide (neu. gend.) El ancho (masc. Gend.), la ancha (fem. Gend.), el ancho (neu. Gend.) Широкий, широкая, широкое Geniş (eril cinsiyet), geniş (dişil cinsiyet), geniş (nötr).

Το φαρδύ φόρεμα |large| |breit| Широка рокля Das weite Kleid The wide dress El vestido ancho Широкое платье Geniş elbise

Οι φαρδιοί, οι φαρδιές, τα φαρδιά |les larges|||| |the wide||wide|| Широки (м.р), широки (ж.р), широки (ср.р) Das breite (masc. Gend.), Das breite (fem. Gend.), Das breite (neu. Gend.) The wide (masc. gend.), the wide (fem. gend.), the wide (neu. gend.) Los anchos (masc. Gend.), las anchas (fem. Gend.), los anchos (neu. Gend.) Широкие (муж. род), широкие (жен. род), широкие (сред. род) Geniş (eril cinsiyet), geniş (dişil cinsiyet), geniş (nötr).

Τα φαρδιά φορέματα |larges| Широки рокли Die weiten Kleider The wide dresses Los vestidos anchos Широкие платья Geniş elbiseler

Ο κλειστός, η κλειστή, το κλειστό |closed||closed||closed Затворен, затворена, затворено Das Geschlossene (masc. Gend.), Das Geschlossene (fem. Gend.), Das Geschlossene (neu. Gend.) The closed (masc. gend.), the closed (fem. gend.), the closed (neu. gend.) El cerrado (masc. Gend.), la cerrada (fem. Gend.), el cerrado (neu. Gend.) Закрытый, закрытая, закрытое Kapalı (eril cinsiyet), kapalı (dişil cinsiyet), kapalı (nötr).

Η κλειστή πόρτα |closed| Затворена врата Die geschlossene Tür The closed door La puerta cerrada Закрытая дверь Kapalı kapı

Οι κλειστοί, οι κλειστές, τα κλειστά |les fermés|||| |closed||closed|| Затворени (м.р), затворени (ж.р), затворени (ср.р) Das Geschlossene (masc. Gend.), Das Geschlossene (fem. Gend.), Das Geschlossene (neu. Gend.) The closed (masc. gend.), the closed (fem. gend.), the closed (neu. gend.) Los cerrados (masc. Gend.), las cerradas (fem. Gend.), los cerrados (neu. Gend.) Закрытие (муж. род), закрытие (жен. род), закрытие (сред. род) Kapalı (eril cinsiyet), kapalı (dişil cinsiyet), kapalı (nötr).

Οι κλειστές πόρτες ||doors Затворени врати Die geschlossenen Türen The closed doors Las puertas cerradas Закрытые двери Kapalı kapılar

Ο ανοιχτός, η ανοιχτή, το ανοιχτό |ouvert|||| |open|||| Отворен, отворена, отворено Das Offene (masc. Gend.), Das Offene (fem. Gend.), Das Offene (neu. Gend.) The open (masc. gend.), the open (fem. gend.), the open (neu. gend.) El abierto (masc. Gend.), la abierta (fem. Gend.), el abierto (neu. Gend.) Открытый, открытая, открытое Açık (eril cinsiyet), açık (dişil cinsiyet), açık (nötr).

Η ανοιχτή πόρτα Отворена врата Die offene Tür The open door La puerta abierta Открытая дверь Açık kapı

Οι ανοιχτοί, οι ανοιχτές, τα ανοιχτά |ouverts|||| |open||open|| Отворени (м.р), отворени (ж.р), отворени (ср.р) Das Offene (masc. Gend.), Das Offene (fem. Gend.), Das Offene (neu. Gend.) The open (masc. gend.), the open (fem. gend.), the open (neu. gend.) Los abiertos (masc. Gend.), las abiertas (fem. Gend.), los abiertos (neu. Gend.) Открытие (муж. род), открытие (жен. род), открытие (сред. род) Açık (eril cinsiyet), açık (dişil cinsiyet), açık (nötr).

Οι ανοιχτές πόρτες Отворени врати Die offenen Türen The open doors Las puertas abiertas Открытые двери Açık kapılar

Ο έξυπνος, η έξυπνη, το έξυπνο |intelligent||intelligente||intelligent |smart||smart||smart |klug|||| Умен, умна, умно Das Kluge (masc. Gend.), Das Kluge (fem. Gend.), Das Kluge (neu. Gend.) The smart (masc. gend.), the smart (fem. gend.), the smart (neu. gend.) El inteligente (masc. Gend.), la inteligente (fem. Gend.), el inteligente (neu. Gend.) Умный, умная, умное Akıllı (eril cinsiyet), akıllı (dişil cinsiyet), akıllı (nötr).

Ο έξυπνος μαθητής Умен ученик Der kluge Student The smart student El estudiante inteligente Умный ученик Zeki öğrenci

Οι έξυπνοι, οι έξυπνες, τα έξυπνα |les intelligents||intelligentes||intelligents |smart||||smart Умни (м.р), умни (ж.р), умни (ср.р) Das Kluge (masc. Gend.), Das Kluge (fem. Gend.), Das Kluge (neu. Gend.) The smart (masc. gend.), the smart (fem. gend.), the smart (neu. gend.) Los inteligentes (masc. Gend.), las inteligentes (fem. Gend.), los inteligentes (neu. Gend.) Умные (муж. род), умные (жен. род), умные (сред. род) Akıllı (eril cinsiyet), akıllı (dişil cinsiyet), akıllı (nötr).

Οι έξυπνοι μαθητές Умни студенти Die klugen Schüler The smart students Los estudiantes inteligentes Умные ученики Zeki öğrenciler

Ο χαζός, η χαζή, το χαζό |idiot|||| |silly||the silly||silly Глупав, глупава, глупаво Das Dumme (masc. Gend.), Das Dumme (fem. Gend.), Das Dumme (neu. Gend.) The stupid (masc. gend.), the stupid (fem. gend.), the stupid (neu. gend.) El estúpido (masc. Gend.), la estúpida (fem. Gend.), el estúpido (neu. Gend.) Глупый, глупая, глупое Aptal (erilcinsiyet), aptal (eril Cinsiyet), aptal (nötr)

Ο χαζός μαθητής |dumme| Глупав ученик Der dumme Student The stupid student El estupido estudiante Глупый ученик Aptal öğrenci

Οι χαζοί, οι χαζές, τα χαζά |the silly||the silly||silly Глупави (м.р), глупави (ж.р), глупави (ср.р) Das Dumme (masc. Gend.), Das Dumme (fem. Gend.), Das Dumme (neu. Gend.) The stupid (masc. gend.), the stupid (fem. gend.), the stupid (neu. gend.) Los estúpidos (masc. Gend.), las estúpidas (fem. Gend.), los estúpidos (neu. Gend.) Глупые (муж. род), глупые (жен. род), глупые (сред. род) Aptal (eril cinsiyet), aptal (dişil Cinsiyet), aptal (nötr)

Οι χαζοί μαθητές Глупави студенти Die dummen Studenten The stupid students Los estúpidos estudiantes Глупые ученики Aptal öğrenciler

Ο κρύος, η κρύα, το κρύο |cold|||| Студен, студена, студено Die Kälte (masc. Gend.), Die Kälte (fem. Gend.), Die Kälte (neu. Gend.) The cold (masc. gend.), the cold (fem. gend.), the cold (neu. gend.) El frío (masc. Gend.), la fría (fem. Gend.), el frío (neu. Gend.) Холодный, холодная, холодное Soğuk (eril cinsiyet), soğuk (dişil cinsiyet), soğuk (nötr)

Το κρύο τσάι Студен чай Der kalte Tee The cold tea El te frio Холодный чай Soğuk çay

Οι κρύοι |the cold Студени (м.р) Die Kälte (masc. Gend.) The cold (masc. gend.) Los frios (masc. Gend.) Холодные (муж. род) Soğuk algınlığı (eril cinsiyet)

Οι κρύες |the cold Студени (ж.р) Die Kälte (fem. Gend.) The cold (fem. gend.) Las frias (fem. Gend.) Холодные (жен. род) Soğuk algınlığı (dişil cinsiyet)

Τα κρύα Студени (ср.р) Die Kälte (neu. Gend.) The cold (neu. gend.) Los fríos (neu. Gend.) Холодные (сред. род) Soğuk algınlığı (nötr)

Τα κρύα τσάι Студени чайове Der kalte Tee (Plural) The cold tea (plural) Los tés fríos Холодный чаи Soğuk çay (çoğul)

Ο ζεστός, η ζεστή, το ζεστό Горещ, гореща (zestí), горещо Das heiße (masc. Gend.), Das heiße "zestí" (fem. Gend.), Das heiße (neu. Gend.) The hot (masc. gend.), the hot "zestí" (fem. gend.), the hot (neu. gend.) El caliente (masc. Gend.), la caliente "zestí" (fem. Gend.), el caliente (neu. Gend.) Горячий, горячая (zestí), горячое Sıcak (eril cinsiyet), sıcak "zestí" (dişil cinsiyet), sıcak (nötr)

Το ζεστό τσάι Горещ чай Der heiße Tee The hot tea El té caliente Горячий чай Sıcak çay

Και Und And Ve

Οι ζεστοί |the warm Горещи (м.р) Das heiße (masc. Gend.) The hot (masc. gend.) Los calientes (masc. Gend.) Горячие (муж. род) Sıcak (eril cinsiyet)

Οι ζεστές |the warm Горещи "zestés" (ж.р) Die heißen "Zestés" (fem. Gend.) The hot "zestés" (fem. gend.) Las calientes "zestés" (fem. Gend.) Горячие "zestés" (жен. род) Sıcak "zestés" (dişil cinsiyet)

Τα ζεστά |the warm Горещи (ср.р) Das heiße (neu. Gend.) The hot (neu. gend.) Los calientes (neu. Gend.) Горячие (сред. род) Sıcak (nötr)

Τα ζεστά τσάι |hot| Горещи чайове Der heiße Tee (Plural) The hot tea (plural) Los tés calientes Горячие чаи Sıcak çay (çoğul)

Αυτά για σήμερα Това е всичко за днес Das ist alles für heute That's all for today Eso es todo por hoy Это всё на сегодня bu günlük bu kadar

Ελπίζω να σας φανούν χρήσιμα |||vous paraissent| |||find|useful Надявам се да ги намерите полезни Ich hoffe, Sie finden sie nützlich I hope you find them useful Espero que les sean útiles Я надеюсь, что вы найдете их полезными Umarım bunları yararlı bulursun

Γεια σας! Довиждане! Tschüss! Bye! ¡Adiós! До свидания! Hoşçakal!