×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.

image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 13. III. Η κηδεία του Ηλιούσετσκα - Λόγος κοντά στην πέτρα

13. III. Η κηδεία του Ηλιούσετσκα - Λόγος κοντά στην πέτρα

Πραγματικά άργησε. Τον περίμεναν και μάλιστα είχαν αποφασίσει να πάνε χωρίς αυτόν τ' όμορφο, στολισμένο με λουλούδια μικρό φέρετρο στην εκκλησία. Ήταν το φέρετρο του φτωχού μικρού Ηλιούσετσκα. Πέθανε δυο μέρες μετά την καταδίκη του Μίτια. Τον Αλιόσα, απ' την εξώπορτα κιόλας, τον υποδέχτηκαν οι φωνές των παιδιών, των φίλων του Ηλιούσα. Τον περίμεναν με ανυπομονησία και χάρηκαν που επιτέλους ήρθε. Είχαν μαζευτεί καμιά δωδεκαριά, όλοι είχαν έρθει με τις σάκες τους κρεμασμένες στον ώμο.

«Ο μπαμπάς θα κλαίει, μην τον αφήνετε μονάχο τον μπαμπά», τους είχε πει ο Ηλιούσα πεθαίνοντας, και τ' αγόρια το θυμήθηκαν αυτό.

Επικεφαλής τους ήταν ο Κόλια Κρασότκιν.

—Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, Καραμάζοβ! αναφώνησε αυτός δίνοντας το χέρι στον Αλιόσα. Εδώ είναι φρίκη. Αλήθεια, είναι τρομερό να βλέπεις. Ο Σνεγκιριόβ δεν είναι μεθυσμένος, το ξέρουμε θετικά πως δεν ήπιε τίποτα σήμερα, μα σα να 'ναι μεθυσμένος... Εγώ πάντα είμαι ψύχραιμος, μα αυτό είναι τρομερό. Καραμάζοβ, αν δεν σας χασομεράω, θα 'θελα κάτι ακόμα να σας ρωτήσω, προτού να μπείτε.

—Τι συμβαίνει, Κόλια; κοντοστάθηκε ο Αλιόσα.

—Είναι αθώος ο αδερφός σας ή ένοχος; Αυτός σκότωσε τον πατέρα σας ή ο λακές; Ό,τι θα μου πείτε αυτό και θα 'ναι. Τέσσερις νύχτες δεν κοιμήθηκα με αυτή τη σκέψη.

—Σκότωσε ο λακές, ο αδερφός μου είναι αθώος, απάντησε ο Αλιόσα.

—Και γω αυτό λέω! φώναξε ξάφνου ο Σμούροβ.

—Κι έτσι θα χαθεί αθώο θύμα, για την αλήθεια! αναφώνησε ο Κόλια. Αν και χάθηκε, είναι ευτυχισμένος! Είμαι έτοιμος να τον ζηλέψω!

—Τι λέτε, πώς μπορεί να γίνει αυτό, και γιατί; αναφώνησε απορημένος ο Αλιόσα.

—Ω, αν μπορούσα ποτέ να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία για την αλήθεια! πρόφερε μ' ενθουσιασμό ο Κόλια.

—Μα όχι σε μια τέτοια υπόθεση, όχι με τέτοιο αίσχος, όχι με τέτοια φρίκη! είπε ο Αλιόσα.

—Βέβαια... θα 'θελα να πεθάνω για όλη την ανθρωπότητα, όσο για το αίσχος, το ίδιο μου κάνει: ας χαθούν τα ονόματά μας. Τον αδερφό σας τον σέβομαι!

—Και γω επίσης! ξάφνου κι εντελώς πια αναπάντεχα ξεφώνισε απ' το πλήθος κείνο το ίδιο αγόρι που κάποτε ανακοίνωσε πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία και φωνάζοντας το, ακριβώς όπως και τότε, κοκκίνισε ως τ' αυτιά.

Ο Αλιόσα μπήκε στο δωμάτιο. Στο γαλάζιο, στολισμένο με άσπρο τούλι φέρετρο κειτόταν με σταυρωμένα χέρια και κλειστά τα ματάκια ο Ηλιούσα. Τα χαρακτηριστικά του αδυνατισμένου του προσώπου καθόλου σχεδόν δεν είχαν αλλάξει και, παράξενο, το πτώμα δε μύριζε σχεδόν καθόλου. Η έκφραση του προσώπου ήταν σοβαρή και σάμπως σκεφτική. Ιδιαίτερα όμορφα ήταν τα χέρια, τοποθετημένα σταυρωτά, σα να 'ταν λαξεμένα σε μάρμαρο. Στα χέρια του είχαν βάλει λουλούδια, μα κι όλο το φέρετρο ήταν στολισμένο κι απ' έξω κι από μέσα με λουλούδια, που τα 'χε στείλει μόλις χάραξε η Λίζα Χοχλάκοβα. Μα ήρθαν κι άλλα λουλούδια απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι όταν ο Αλιόσα άνοιξε την πόρτα, ο λοχαγός με τρεμάμενα χέρια ράντιζε με λουλούδια ξανά το αγαπημένο του αγόρι. Μόλις και μετά βίας έριξε ένα βλέμμα στον Αλιόσα, μα και κανέναν δεν ήθελε να κοιτάει, ακόμα και την τρελή γυναίκα του που έκλαιγε, τη «μητερούλα» του, που όλο προσπαθούσε να σηκωθεί στα άρρωστα πόδια της και να ρίξει μια ματιά στο νεκρό της αγοράκι. Τη Νίνοτσκα, τα παιδιά τη σήκωσαν μαζί με την καρέκλα της και την έφεραν δίπλα στο φέρετρο. Αυτή καθόταν έχοντας ακουμπισμένο εκεί το κεφάλι της και φαίνεται πως έκλαιγε σιωπηλά. Το πρόσωπο του Σνεγκιριόβ είχε ύφος ζωηρεμένο, μα σάμπως χαμένο, και μαζί κι αγριεμένο. Στις χειρονομίες του, στα λόγια που του ξέφευγαν, υπήρχε κάτι σαν τρέλα. «Πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» αναφωνούσε αυτός κάθε στιγμή κοιτάζοντας τον Ηλιούσα. Είχε τη συνήθεια, όταν ακόμα ζούσε ο Ηλιούσα, να τον λέει χαϊδευτικά: «πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» —Μπαμπάκα, δώσ' μου και μένα λουλουδάκια, πάρε απ' το χεράκι του κείνο το άσπρο και δώσ' μου το! παρακάλεσε με λυγμούς η τρελή «μητερούλα».

Να της άρεσε άραγε τόσο πολύ το μικρό άσπρο τριαντάφυλλο που ήταν στα χέρια του Ηλιούσα ή θέλησε να πάρει ένα λουλούδι απ' τα χέρια του για ενθύμιο; Πάντως τραντάχτηκε ολόκληρη απλώνοντας τα χέρια της προς τα λουλούδια.

—Σε κανέναν δε θα δώσω, τίποτα δε θα δώσω! αναφώνησε σκληρά ο Σνεγκιριόβ. Δικά του είναι τα λουλουδάκια κι όχι δικά σου. Όλα δικά του είναι, τίποτα δικό σου!

—Μπαμπά, δώστε στη μητέρα το λουλούδι! σήκωσε ξάφνου το μουσκεμένο στα δάκρυα πρόσωπό της η Νίνοτσκα.

—Τίποτα δε θα δώσω, και προπάντων σ' αυτήν! Αυτή δεν τον αγαπούσε. Αυτή του πήρε τότε το κανονάκι, κι αυτός της το χά-ρι-σε, είπε ξάφνου μέσα σε λυγμούς ο λοχαγός καθώς θυμήθηκε πως ο Ηλιούσα είχε παραχωρήσει τότε το κανονάκι του στη μητέρα.

Η άμοιρη τρελή άρχισε να κλαίει σιγανά, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. Τα παιδιά, βλέποντας επιτέλους πως ο πατέρας δεν αφήνει το φέρετρο, κι όμως είναι καιρός να το μεταφέρουν, περιτριγύρισαν ξάφνου το φέρετρο σε πυκνή ομάδα κι άρχισαν να το σηκώνουν.

—Δε θέλω να τον θάψω στο κοιμητήρι! ούρλιαξε ξάφνου ο Σνεγκιριόβ. Κοντά στην πέτρα θα τον θάψω, στη μικρή μας πέτρα! Έτσι πρόσταξε ο Ηλιούσα. Δε θ' αφήσω να τον πάρουν!

Αυτός και πριν, όλες τις τρεις μέρες, έλεγε πως θα τον θάψει κοντά στην πέτρα. Μα μπήκαν στη μέση ο Αλιόσα, ο Κρασότκιν, η νοικοκυρά του σπιτιού, η αδερφή της, όλα τα παιδιά.

—Κοίτα κει τι σκαρφίστηκε, να τον θάψει κοντά στη μαγαρισμένη πέτρα, λες κι είναι κανένας που κρεμάστηκε, πρόφερε αυστηρά η γριά νοικοκυρά. Εκεί στο κοιμητήρι η γη είναι ευλογημένη. Εκεί θα προσεύχονται γι' αυτόν. Απ' την εκκλησία ακούγονται οι ψαλμοί κι ο διάκος διαβάζει τόσο καθαρά και δυνατά που όλα θα φτάνουν κάθε φορά ως αυτόν, το ίδιο σα να διαβάζανε πάνω στο μνήμα του...

Ο λοχαγός κούνησε επιτέλους τα χέρια του:

«Πηγαίνετέ τον», σα να 'λεγε: όπου θέλετε!

Τα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο μα, περνώντας το μπροστά απ' τη μητέρα, σταμάτησαν και το κατέβασαν για να μπορέσει ν' αποχαιρετήσει τον Ηλιούσα. Μα βλέποντας ξάφνου από κοντά αυτό το ακριβό προσωπάκι που τρεις μέρες τώρα το κοίταζε μονάχα από μακριά, άρχισε ξάφνου να τρέμει σύγκορμη κουνώντας υστερικά το ασπρόμαλλο κεφάλι της μπρος πίσω, πάνω απ' το φέρετρο.

—Μαμά, ευλόγησέ τον, σταύρωσέ τον, φίλησέ τον, της φώναξε η Νίνοτσκα.

Μα κείνη, σαν αυτόματο, όλο κουνούσε το κεφάλι της και χωρίς να βγάλει λέξη, με στραβωμένο απ' τον σπαραχτικό πόνο πρόσωπο, ξάφνου άρχισε να χτυπάει το στήθος με τις γροθιές της. Το φέρετρο το πήγαν παρακάτω. Η Νίνοτσκα ακούμπησε για τελευταία φορά τα χείλη της στο στόμα του πεθαμένου της αδερφού, όταν το περνούσαν από μπροστά της. Ο Αλιόσα, βγαίνοντας απ' το σπίτι, στράφηκε στη σπιτονοικοκυρά, με την παράκληση να προσέχει τις γυναίκες που μείνανε, μα κείνη δεν τον άφησε ούτε να τελειώσει:

—Αυτό έλειπε δα. Μαζί τους θα μείνω. Χριστιανοί είμαστε και μεις.

Η γριά, λέγοντάς τα αυτά, έκλαιγε. Ως την εκκλησία δεν ήταν μακριά, κάπου τριακόσα βήματα, όχι περισσότερο. Η μέρα ήταν φωτεινή, ήσυχη: έκανε παγωνιά, μα όχι μεγάλη. Οι καμπάνες ακούγονταν ακόμα. Ο Σνεγκιριόβ, με ύφος χαμένο και γεμάτο φροντίδα, έτρεχε πίσω απ' το φέρετρο, ντυμένος με το παλιό, κοντούτσικο, σχεδόν καλοκαιρινό παλτουδάκι του, με ξέσκεπο κεφάλι κι ένα παλιό με φαρδιά μπορ μαλακό καπέλο στα χέρια. Βρισκόταν σε κάποια αξεδιάλυτη φροντίδα, πότε άπλωνε ξαφνικά τα χέρια για να βαστάξει το φέρετρο από μπροστά και μονάχα εμπόδιζε αυτούς που το μετέφεραν, άλλοτε έτρεχε απ' το πλάι και γύρευε πώς να βοηθήσει σε κάτι τουλάχιστο. Έπεσε ένα λουλούδι στο χιόνι κι αυτός όρμησε να το σηκώσει, λες κι απ' αυτό το λουλούδι ένας Θεός ξέρει τι εξαρτιότανε.

—Μα την κόρα, την κόρα ξεχάσαμε, αναφώνησε ξάφνου με τρομερό φόβο.

Μα τ' αγόρια του υπενθύμισαν πως την κόρα του ψωμιού την πήρε από πρώτα μαζί του και την έχει στην τσέπη... Αυτός την έβγαλε αμέσως απ' την τσέπη του κι αφού βεβαιώθηκε ησύχασε.

—Ο Ηλιούσετσκα το πρόσταξε, ο Ηλιούσετσκα, εξήγησε αμέσως στον Αλιόσα. Ήταν νύχτα και γω καθόμουνα κοντά του και ξάφνου με πρόσταξε: «Μπαμπάκα, όταν θα με σκεπάσουν με χώματα, ρίξε πάνω λίγα ψίχουλα ψωμάκι για να 'ρθουν σπουργιτάκια, εγώ θα τ' ακούσω πως ήρθανε και θα 'μαι χαρούμενος που δε θα 'μαι μονάχος».

—Αυτό είναι πολύ καλό, είπε ο Αλιόσα. Πρέπει να του πηγαίνουμε συχνότερα.

—Κάθε μέρα, κάθε μέρα! ψέλλισε ο λοχαγός σα να ζωήρεψε ολόκληρος.

Φτάσαν επιτέλους και τοποθέτησαν το φέρετρο στη μέση της εκκλησίας. Όλα τ' αγόρια το τριγύρισαν και στάθηκαν έτσι φρόνιμα σ' όλη τη λειτουργία. Η εκκλησία ήταν παλιά κι αρκετά φτωχική, πολλά εικονίσματα δεν είχαν καθόλου ασημώματα μα σε κάτι τέτοιες εκκλησίες προσεύχεται κανείς καλύτερα. Στη λειτουργία ο Σνεγκιριόβ σα να ησύχασε λιγάκι, μα από καιρό σε καιρό πάλι του παρουσιαζόταν κείνη η ασύνειδη φροντίδα, η δίχως σκοπό: Μια πλησίαζε στο φέρετρο για να διορθώσει το κάλυμμα ή το μικρό στεφάνι- όταν έπεσε ένα κερί απ' το μανουάλι, ρίχτηκε να το ξαναβάλει στη θέση του και χασομέρησε τρομερά μ' αυτό. Ύστερα πια· ησύχασε και στάθηκε ήρεμος κοντά στο κεφάλι του φέρετρου με ύφος σαν αποχαυνωμένο, όλο έγνοια και απορία. Μετά τον Απόστολο ψιθύρισε ξάφνου στον Αλιόσα, που στεκόταν δίπλα του, πως τον Απόστολο δεν τον διαβάσανε όπως έπρεπε μα ωστόσο δεν εξήγησε τη σκέψη του. Στο χερουβικό άρχισε να ψέλνει κι αυτός μα δεν τέλειωσε, γονάτισε, ακούμπησε το μέτωπο στις πλάκες της εκκλησίας κι έμεινε έτσι αρκετά. Τέλος άρχισε η νεκρώσιμη ακολουθία, μοιράσανε τα κεριά. Ο τρελός από πόνο πατέρας έγινε και πάλι ανήσυχος μα ο σπαραχτικός, συγκινητικός επικήδειος ψαλμός ξύπνησε και συνεπήρε την ψυχή του. Τότε σα να σκέβρωσε ολόκληρος, κι άρχισε να κλαίει με γρήγορα αναφιλητά, στην αρχή πνίγοντας τη φωνή του, μα ύστερα φλογερά, ασυγκράτητα. Κι όταν άρχισαν να δίνουν τον τελευταίο ασπασμό και να σκεπάζουν το φέρετρο, αυτός το αγκάλιασε με τα χέρια του, σαν να μην επέτρεπε να σκεπάσουν τον Ηλιούσετσκα κι άρχισε διψασμένα, χωρίς να ξεκολλάει από πάνω του, να φιλάει στα χείλη το πεθαμένο του αγόρι. Τέλος τον καταφέρανε και τον απομάκρυναν μα αυτός ξαφνικά τέντωσε τα χέρια του κι άρπαξε μερικά λουλούδια απ' το φέρετρο. Τα κοίταζε και σαν να τον άδραξε κάποια καινούργια ιδέα έτσι που το κυριότερο σα να το ξέχασε για μια στιγμή. Σιγά-σιγά σα να 'πεσε σε συλλογή και δεν εναντιωνόταν πια, όταν σήκωσαν το φέρετρο και το πήγαν στο μνήμα. Το μνήμα ήταν εκεί κοντά, μέσα στον περίβολο δίπλα στην εκκλησία· ήταν ακριβό. Πλήρωσε γι' αυτό η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Ύστερ' απ' τους συνηθισμένους τύπους οι νεκροθάφτες κατέβασαν το φέρετρο. Ο Σνεγκιριόβ έσκυψε τόσο πολύ με τα λουλουδάκια του στο χέρι πάνω απ' τον ανοιχτό τάφο, που τ' αγόρια τρομαγμένα, αρπάχτηκαν απ' το παλτό του κι άρχισαν να τον τραβάνε πίσω. Μα αυτός σαν να μην καταλάβαινε πια τι γίνεται γύρω του. Όταν άρχισαν να ρίχνουν χώματα μέσα στον τάφο, άρχισε ξάφνου να δείχνει το χώμα που έπεφτε, σα ν' άρχισε μάλιστα κάτι να λέει, κανένας όμως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μα κι αυτός ξάφνου σώπασε. Εδώ του υπενθύμισαν πως πρέπει να ρίξει τα ψίχουλα κι αυτός ταράχτηκε τρομερά, άρπαξε την κόρα κι άρχισε να την κομματιάζει σκορπίζοντας τα ψίχουλα πάνω στο μνήμα:

«Να λοιπόν, ελάτε, πουλάκια μου, ελάτε σπουργιτάκια!» μουρμούριζε όλο φροντίδα.

Κάποιο αγόρι τού παρατήρησε πως με τα λουλούδια στο χέρι δεν μπορεί να θρυμματίζει εύκολα το ψωμί και να τα δώσει να τα κρατήσει για λίγο κάποιος άλλος. Μα αυτός δεν τα 'δωσε, μάλιστα φοβήθηκε ξαφνικά για τα λουλούδια του, σα να θέλανε να του τα πάρουν, κι αφού κοίταξε το μνήμα και βεβαιώθηκε πως όλα πια είχαν γίνει, πως τα ψίχουλα ήταν σκορπισμένα, ξάφνου, αναπάντεχα κι εντελώς ήρεμα, γύρισε και τράβηξε για το σπίτι. Το βήμα του ωστόσο γινόταν όλο και πιο γρήγορο και πιο ανυπόμονο· βιαζότανε, σχεδόν έτρεχε. Τ' αγόρια κι ο Αλιόσα δεν τον προλαβαίνανε.

—Λουλουδάκια στη μητερούλα! Λουλουδάκια στη μητερούλα, την πικράναμε τη μητερούλα, άρχισε ξάφνου ν' αναφωνεί.

Κάποιος του φώναξε να φορέσει το καπέλο του γιατί τώρα κάνει κρύο, μα ακούγοντάς το αυτό, εκείνος, σα να τον έπιασε κακία, έριξε το καπέλο πάνω στο χιόνι κι άρχισε να λέει:

«Δε θέλω το καπέλο, δεν το θέλω!»

Ο Σμούροβ το σήκωσε- όλα τ' αγόρια ως το τελευταίο κλαίγανε, και περισσότερο απ' όλους ο Κόλια και τ' αγόρι που ανακάλυψε την Τροία-κι ο Σμούροβ με το καπέλο του λοχαγού στο χέρι κι αυτός έκλαιγε τρομερά μα πρόφτασε ωστόσο, σχεδόν τρέχοντας, ν' αρπάξει ένα κομμάτι τούβλο που κοκκίνιζε πάνω στο χιόνι του δρόμου για να σημαδέψει μ' αυτό ένα κοπάδι σπουργίτια που πέρασε πετώντας. Βέβαια δεν πέτυχε κανένα κι εξακολούθησε να τρέχει κλαίγοντας. Στα μισά του δρόμου ο Σνεγκιριόβ σταμάτησε απρόσμενα, στάθηκε κάπου μισό λεπτό σα να τον εξέπληξε κάτι και ξάφνου γύρισε πίσω στην εκκλησία και ρίχτηκε τρέχοντας κατά το μνήμα. Μα τ' αγόρια αμέσως τον προφτάσανε κι αρπάχτηκαν από πάνω του απ' όλες τις μεριές. Τότε αυτός, σα να 'χασε κάθε δύναμη, έπεσε στο χιόνι και χτυπιότανε κλαίγοντας και θρηνώντας- άρχισε ν' αναφωνεί: «Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη!» Ο Αλιόσα κι ο Κόλια άρχισαν να τον παρακαλούν και να προσπαθούν να τον συνεφέρουν.

—Φτάνει πια, λοχαγέ! Ένας άντρας πρέπει να υπομένει, μουρμούριζε ο Κόλια.

—Θα χαλάσετε τα λουλούδια, πρόφερε κι ο Αλιόσα, κι η «μητερούλα» τα περιμένει. Αυτή κάθεται και κλαίει γιατί πριν από λίγο δεν της δώσατε λουλούδια απ' τον Ηλιούσετσκα. Εκεί είναι ακόμα το κρεβατάκι του Ηλιούσετσκα. ..

—Ναι, ναι στη μητερούλα! θυμήθηκε ξάφνου και πάλι ο Σνεγκιριόβ. Το κρεβατάκι θα το πάρουν, θα το πάρουν! πρόστεσε σα να τον έπιασε φόβος πως και πραγματικά θα το 'παιρναν, σηκώθηκε κι έτρεξε πάλι για το σπίτι.

Μα ήταν πια κοντά κι όλοι φτάσανε μαζί. Ο Σνεγκιριόβ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και φώναξε στη γυναίκα του που τόσο σκληρά είχε μαλώσει το πρωί μαζί της:

—Μητερούλα, ακριβή μου, ο Ηλιούσετσκα σού έστειλε λουλουδάκια, τα ποδαράκια σου τ' άρρωστα! φώναξε αυτός προτείνοντάς της ένα ματσάκι λουλούδια παγωμένα, που τα 'χε τσαλακώσει καθώς χτυπιότανε στο χιόνι.

Μα κείνη την ίδια στιγμή, είδε μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα, στη γωνιά, τα παπουτσάκια του Ηλιούσα που στέκονταν το 'να κοντά στ' άλλο, μόλις συγυρισμένα απ' τη σπιτονοικυρά, παλιά, ξεθωριασμένα, σκεβρωμένα παπουτσάκια χιλιομπαλωμένα. Βλέποντάς τα, σήκωσε τα χέρια κι όρμησε σ' αυτά, έπεσε στα γόνατα, άρπαξε ένα παπουτσάκι και φέροντας το στα χείλια του άρχισε να το φιλάει άπληστα φωνάζοντας:

«Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη, πού είναι τα ποδαράκια σου;»

—Πού τον πήγες; Πού τον πήγες; με σπαραχτική φωνή ούρλιαζε η τρελή.

Τότε πια έβαλε τα κλάματα κι η Νίνοτσκα. Ο Κόλια βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο· πίσω του άρχισαν να βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά. Βγήκε τέλος ξοπίσω τους κι ο Αλιόσα:

«Ας κλάψουνε», είπε στον Κόλια, «εδώ βέβαια δε χωράει παρηγοριά. Ας περιμένουμε λίγο κι ύστερα γυρίζουμε».

—Ναι, δε χωράει, είναι τρομερό, βεβαίωσε ο Κόλια. Ξέρετε, Καραμάζοβ, χαμήλωσε ξάφνου τη φωνή του για να μην ακούσει κανείς. Είμαι πολύ λυπημένος κι αν μονάχα ήταν δυνατό να τον αναστήσω, θα 'δινα το καθετί!

—Αχ, και γω το ίδιο, είπε ο Αλιόσα.

—Τι λέτε, Καραμάζοβ, να 'ρθουμε δω πέρα το βράδυ; Αυτός ασφαλώς θα μεθύσει.

—Μπορεί και να μεθύσει. Θα 'ρθουμε μονάχα εμείς οι δυο, να κάνουμε συντροφιά καμιάν ωρίτσα στη μητέρα και στη Νίνοτσκα, γιατί αν έρθουμε όλοι μαζί θα τους τα θυμίσουμε και πάλι όλα, συμβούλεψε ο Αλιόσα.

—Εκεί τώρα η σπιτονοικοκυρά στρώνει τραπέζι —θα κάνουν τώρα το τραπέζι της παρηγοριάς, θαρρώ, θα 'ρθει κι ο παπάς. Να γυρίσουμε τώρα κει, Καραμάζοβ, ή όχι;

—Το δίχως άλλο, είπε ο Αλιόσα.

—Παράξενα είναι όλ' αυτά, Καραμάζοβ, τέτοια θλίψη και ξάφνου κάτι τηγανίτες, πόσο όλ' αυτά είναι αφύσικα στη θρησκεία μας!

—Θα 'χουν εκεί και σολομό, παρατήρησε ξάφνου δυνατά το παιδί που ανακάλυψε την Τροία.

—Σας παρακαλώ σοβαρά, Καρτάσοβ, να μην μπαίνετε στη μέση με τις ανοησίες σας, ιδιαίτερα όταν δεν κουβεντιάζω μαζί σας και δε θέλω μάλιστα να ξέρω αν υπάρχετε σ' αυτό τον κόσμο! εξακόντισε ερεθισμένα ο Κόλια προς το μέρος του.

Τ' αγόρι κατακοκκίνισε μα δεν τόλμησε ν' απαντήσει τίποτα. Στο μεταξύ προχωρούσαν όλοι αργά στο μονοπάτι, και ξάφνου ο Σμούροβ φώναξε:

—Να η πέτρα του Ηλιούσα. Να, εδώ θέλανε να τον θάψουν!

Όλοι σιωπηλοί σταμάτησαν κοντά στη μεγάλη πέτρα. Ο Αλιόσα κοίταξε κι όλη εκείνη η εικόνα που του διηγήθηκε τότε ο Σνεγκιριόβ για τον Ηλιούσετσκα, πως εκείνος κλαίγοντας κι αγκαλιάζοντας τον πατέρα αναφώνησε:

«Μπαμπάκα, μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» παρουσιάστηκε μεμιάς μπροστά του.

Κάτι σαν ν' αναταράχτηκε στην ψυχή του. Κοίταζε σοβαρά κι επίσημα όλ' αυτά τα όμορφα και φωτεινά πρόσωπα των μαθητών, των φίλων του Ηλιούσα, και ξαφνικά τους είπε:

—Κύριοι, θα 'θελα να σας πω εδώ, σ' αυτό ακριβώς το μέρος, δυο λόγια.

Τ' αγόρια τον τριγύρισαν κι αμέσως κάρφωσαν απάνω του επίμονα, γεμάτα προσμονή βλέμματα.

—Κύριοι, γρήγορα θα χωρίσουμε. Εγώ τώρα για λίγον καιρό θα 'μαι ακόμα με τους δυο αδερφούς μου που ο ένας τους θα πάει στο κάτεργο κι ο άλλος είναι ετοιμοθάνατος. Μα γρήγορα θ' αφήσω αυτή την πολιτεία, ίσως για πολύν καιρό. Να λοιπόν που θα χωρίσουμε, κύριοι. Ας δώσουμε λοιπόν την υπόσχεση εδώ, κοντά στην πέτρα του Ηλιούσα, πως ποτέ δε θα ξεχάσουμε —πρώτα τον Ηλιούσα και δεύτερο ο ένας τον άλλον. Κι ό,τι και να μας συμβεί αργότερα στη ζωή μας, και είκοσι χρόνια αν κάνουμε να συναντηθούμε, —και πάλι θα θυμόμαστε πώς κηδέψαμε το φτωχό αγόρι, που πρώτα το πετροβολούσαμε, θυμάστε, κει στη γεφυρούλα, κι ύστερα όλοι το αγαπήσαμε τόσο πολύ. Ήταν υπέροχο παιδί, καλό και γενναίο αγόρι, είχε το αίσθημα της τιμής κι ένιωθε την πικρή προσβολή που 'χαν κάνει στον πατέρα του, που εναντίον της ξεσηκώθηκε. Κι έτσι ας τον θυμόμαστε, κύριοι, πρώτα-πρώτα, για όλη μας τη ζωή. Ακόμα κι αν θα μας απασχολούν οι πιο σπουδαίες υποθέσεις, αν πετύχουμε τιμές ή αν πέσουμε σε βαθιά δυστυχία, —το ίδιο, μην ξεχνάτε ποτέ πόσο καλά νιώθαμε μια φορά δω πέρα, όλοι μαζί, ενωμένοι μ' ένα τέτοιο καλό κι αγαθό αίσθημα, που μας έκανε ίσως και μας καλύτερους— αυτόν τον καιρό της αγάπης για το φτωχό αγόρι —απ' ό,τι πραγματικά ήμασταν. Περιστεράκια μου, —αφήστε με να σας ονομάσω έτσι— περιστεράκια μου, γιατί όλοι σας μοιάζετε τόσο πολύ μ' αυτά, μ' αυτά τα χαριτωμένα γκρίζα πουλάκια, τώρα, αυτή τη στιγμή, καθώς κοιτάω τ' αγαθά, γλυκά σας προσωπάκια, —γλυκά μου παιδάκια, ίσως να μην καταλάβετε αυτό που θα σας πω γιατί μιλάω συχνά όχι πολύ ξεκάθαρα μα ωστόσο θυμηθείτε τα λόγια μου, κι ύστερα κάποτε θα συμφωνήσετε μ' αυτά. Να ξέρετε λοιπόν πως τίποτα δεν υπάρχει υψηλότερο και δυνατότερο, υγιέστερο και χρησιμότερο για τη ζωή σας που έρχεται, από μια καλή ανάμνηση, και ιδιαίτερα απ' την παιδική ηλικία, απ' το πατρικό σπίτι. Σας λένε πολλά για την ανατροφή σας και να που κάποια τέτοια υπέροχη, άγια ανάμνηση, φυλαγμένη απ' τα παιδικά χρόνια, ίσως να 'ναι η καλύτερη ανατροφή. Αν μαζέψει κανείς μέσα του πολλές τέτοιες αναμνήσεις για τη ζωή, τότε έχει σωθεί για όλη του τη ζωή. Και μάλιστα και μια μονάχα καλή ανάμνηση αν μείνει στην καρδιά μας, κι αυτή μπορεί να μας σώσει κάποια στιγμή. Ίσως να γίνουμε κακοί αργότερα, ίσως και μια κακή πράξη ακόμα να μην έχουμε τη δύναμη να την αποφύγουμε, ίσως να ειρωνευόμαστε τ' ανθρώπινα δάκρυα, και κείνους που λένε όπως τώρα πριν λίγο αναφώνησε ο Κόλια: «Θέλω να υποφέρω για όλους τους ανθρώπους», κι αυτούς ίσως να τους χλευάζουμε. Κι ωστόσο, όσο κακοί κι αν γίνουμε, πράγμα που να μη δώσει ο Θεός, μόλις θυμηθούμε πώς κηδεύαμε τον Ηλιούσα, πόσο τον αγαπούσαμε στις τελευταίες μέρες και πώς τώρα κουβεντιάζαμε τόσο φιλικά κι όλοι μαζί κοντά σ' αυτή την πέτρα, και τότε πάλι, ακόμα κι ο πιο σκληρός από μας κι ο πιο χλευαστής, αν γίνουμε τέτοιοι, δε θα τολμήσει μέσα του να κοροϊδέψει το πόσο καλός κι αγαθός ήταν τούτη δω τη στιγμή! Κι όχι μονάχα αυτό, μα μπορεί αυτή ίσα-ίσα η ανάμνηση να τον συγκρατήσει απ' το μεγάλο κακό, και να σκεφτεί και να πει: «Ναι, ήμουν τότε καλός, γενναίος και τίμιος». Ας ειρωνευτεί μέσα του, αυτό δεν είναι τίποτα, ο άνθρωπος συχνά ειρωνεύεται το καλό και το αγαθό. Αυτό γίνεται μονάχα από επιπολαιότητα. Μα σας βεβαιώνω, κύριοι, πως μόλις θα ειρωνευτεί, τότε αμέσως θα πει μέσα στην καρδιά του: «Όχι, δεν έκανα καλά που ειρωνεύτηκα, αυτό δεν πρέπει να το περιγελάει κανείς!»

—Οπωσδήποτε έτσι θα γίνει, Καραμάζοβ, σας καταλαβαίνω, Καραμάζοβ! αναφώνησε ο Κόλια και τα μάτια του άστραψαν.

Τα παιδιά ανασάλεψαν και θέλησαν κάτι να φωνάξουν, μα συγκρατήθηκαν, κοιτώντας επίμονα και συγκινημένα το ρήτορα.

— —Αυτό το λέω για την περίπτωση που θα γίνουμε κακοί, συνέχισε ο Αλιόσα- μα γιατί να γίνουμε κακοί, ψέματα, κύριοι; Ας είμαστε πρώτα-πρώτα και πριν απ' όλα αγαθοί, ύστερα τίμιοι κι ύστερα ας μην ξεχνάμε ποτέ ο ένας τον άλλον. Αυτό και πάλι το ξαναλέω. Όσο για μένα σας δίνω το λόγο μου, κύριοι, πως κανέναν από σας δε θα ξεχάσω. Το κάθε πρόσωπο που τώρα, τούτη τη στιγμή, με κοιτάει, θα το θυμάμαι και τριάντα χρόνια να περάσουν. Πριν από λίγο να, ο Κόλια είπε στον Καρτάσοβ πως εμείς τάχα δε θέλουμε να ξέρουμε «αν υπάρχει στον κόσμο!» Μα μήπως τάχα εγώ μπορώ να ξεχάσω πως υπάρχει ο Καρτάσοβ και πως δεν κοκκινίζει τώρα όπως όταν είπε πως ανακάλυψε την Τροία, μα με κοιτάει με τα υπέροχα, αγαθά, χαρούμενα μάτια του. Κύριοι, καλοί μου κύριοι, ας είμαστε όλοι μεγαλόψυχοι και τολμηροί σαν τον Ηλιούσετσκα, έξυπνοι, τολμηροί και μεγαλόψυχοι σαν τον Κόλια (μα που θα γίνει πολύ εξυπνότερος όταν μεγαλώσει) και ας είμαστε το ίδιο ντροπαλοί μα εξυπνούληδες και καλοί σαν τον Καρτάσοβ. Μα γιατί σας μιλάω γι' αυτούς τους δυο; Όλοι σας, κύριοι, μου είσαστε αγαπητοί από τώρα, όλους θα σας έχω στην καρδιά μου, και σας παρακαλώ να μ' έχετε και σεις στην καρδιά σας. Ποιος λοιπόν μας ένωσε σ' αυτό το αγαθό και καλό αίσθημα που θα το θυμόμαστε πάντα; Ποιος άλλος απ' τον Ηλιούσετσκα, το αγαθό αγόρι, το καλό αγόρι, το ακριβό για μας αγόρι στον αιώνα τον άπαντα! Ας μην τον ξεχάσουμε ποτέ λοιπόν, αιωνία του και καλή η μνήμη στις καρδιές μας, από τώρα και στον αιώνα τον άπαντα!

— Έτσι, έτσι, αιωνία, αιωνία, φωνάξανε όλα τ' αγόρια με τις ηχηρές φωνές τους, με συγκινημένα πρόσωπα.

—Ας θυμόμαστε και το πρόσωπό του, και τα ρούχα του και τα φτωχά παπουτσάκια του, και το μικρό του φέρετρο και το δυστυχισμένο αμαρτωλό πατέρα του, και πως αυτός θαρρετά ξεσηκώθηκε να τον υπερασπίσει ενάντια σ' όλη την τάξη!

—Ναι, ναι, θα τον θυμόμαστε! φώναξαν και πάλι τα παιδιά:

Ήταν γενναίος, ήταν καλός!

—Αχ, πώς τον αγαπούσα! αναφώνησε ο Κόλια.

—Αχ, μικρά μου παιδιά, αχ, καλοί μου φίλοι, μη φοβάστε τη ζωή! Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν κάνει κανείς κάτι καλό και δίκαιο!

—Ναι, ναι, επιβεβαίωσαν ενθουσιασμένα τ' αγόρια.

—Καραμάζοβ, σας αγαπάμε! αναφώνησε ασυγκράτητα μια φωνή, ίσως του Καρτάσοβ.

—Σας αγαπάμε, σας αγαπάμε, επανέλαβαν όλοι.

Σε πολλών τα μάτια λάμπανε δάκρυα.

—Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ενθουσιασμένα ο Κόλια.

—Και αιωνία η μνήμη του νεκρού αγοριού! με αίσθημα πρόσθεσε πάλι ο Αλιόσα.

—Αιωνία η μνήμη! ξαναφώναξαν τ' αγόρια.

—Καραμάζοβ! φώναξε ο Κόλια· ώστε στ' αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από νεκροί και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλον, και όλους και τον Ηλιούσετσκα;

—Το δίχως άλλο θ' αναστηθούμε, το δίχως άλλο θα τον δούμε, και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλον όλα όσα γίνανε, μισογελώντας μισοενθουσιασμένος απάντησε ο Αλιόσα.

—Αχ, πόσο όμορφα θα 'ναι τότε! ξέφυγε του Κόλια.

—Και τώρα λοιπόν ας τελειώσουμε τους λόγους κι ας πάμε στο τραπέζι της παρηγοριάς. Μη σας πειράζει που θα φάμε τηγανίτες. Αυτό είναι μια παλιά, αιώνια συνήθεια, έχει κι αυτή τα καλά της, γέλασε ο Αλιόσα. Ε, λοιπόν πάμε! Να μας τώρα που πηγαίναμε χέρι με χέρι...

—Και πάντα έτσι, σ' όλη μας τη ζωή χέρι με χέρι! Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ακόμα μια φορά ενθουσιασμένα ο Κόλια κι ακόμα μια φορά τ' αγόρια επανέλαβαν την κραυγή του.

ΤΕΛΟΣ

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

13. III. Η κηδεία του Ηλιούσετσκα - Λόγος κοντά στην πέτρα 13. III. The funeral of Heliusetska - Speech near the stone 13 III - Les funérailles d'Heliusetska - Discours près de la pierre

Πραγματικά άργησε. He was really late. Τον περίμεναν και μάλιστα είχαν αποφασίσει να πάνε χωρίς αυτόν τ' όμορφο, στολισμένο με λουλούδια μικρό φέρετρο στην εκκλησία. They were waiting for him and even had decided to go without him, the beautiful little coffin decorated with flowers to the church. Ήταν το φέρετρο του φτωχού μικρού Ηλιούσετσκα. It was the coffin of poor little Hilioutsechka. Πέθανε δυο μέρες μετά την καταδίκη του Μίτια. He died two days after Mitya's conviction. Τον Αλιόσα, απ' την εξώπορτα κιόλας, τον υποδέχτηκαν οι φωνές των παιδιών, των φίλων του Ηλιούσα. From the front door already, the voices of the children, friends of Iliusa, welcomed Alyosha. Τον περίμεναν με ανυπομονησία και χάρηκαν που επιτέλους ήρθε. They were waiting for him eagerly and were glad that he finally came. Είχαν μαζευτεί καμιά δωδεκαριά, όλοι είχαν έρθει με τις σάκες τους κρεμασμένες στον ώμο. About a dozen had gathered, all had come with their bags hanging over their shoulders.

«Ο μπαμπάς θα κλαίει, μην τον αφήνετε μονάχο τον μπαμπά», τους είχε πει ο Ηλιούσα πεθαίνοντας, και τ' αγόρια το θυμήθηκαν αυτό. "Daddy will be crying, don't leave daddy alone," told them Iliousa as she was dying, and the boys remembered this.

Επικεφαλής τους ήταν ο Κόλια Κρασότκιν. Leading them was Kolya Krastotkin.

—Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, Καραμάζοβ! —How glad I am that you came, Karamazov! αναφώνησε αυτός δίνοντας το χέρι στον Αλιόσα. he exclaimed, extending his hand to Alyosha. Εδώ είναι φρίκη. This is horror. Αλήθεια, είναι τρομερό να βλέπεις. Honestly, it's horrible to see. Ο Σνεγκιριόβ δεν είναι μεθυσμένος, το ξέρουμε θετικά πως δεν ήπιε τίποτα σήμερα, μα σα να 'ναι μεθυσμένος... Εγώ πάντα είμαι ψύχραιμος, μα αυτό είναι τρομερό. Snegiryov is not drunk, we know for sure that he hasn't had anything to drink today, but he seems to be drunk... I am always calm, but this is terrible. Καραμάζοβ, αν δεν σας χασομεράω, θα 'θελα κάτι ακόμα να σας ρωτήσω, προτού να μπείτε. Karamazov, if I'm not taking up too much of your time, I would like to ask you something else before you go in.

—Τι συμβαίνει, Κόλια; κοντοστάθηκε ο Αλιόσα. —What is happening, Kolyas? Alyosha paused.

—Είναι αθώος ο αδερφός σας ή ένοχος; Αυτός σκότωσε τον πατέρα σας ή ο λακές; Ό,τι θα μου πείτε αυτό και θα 'ναι. —Is your brother innocent or guilty? Did he kill your father or the lackey? Whatever you tell me will be it. Τέσσερις νύχτες δεν κοιμήθηκα με αυτή τη σκέψη. I haven't slept for four nights with this thought.

—Σκότωσε ο λακές, ο αδερφός μου είναι αθώος, απάντησε ο Αλιόσα. —The lackey killed him, my brother is innocent, Alyosha replied.

—Και γω αυτό λέω! —And I say that too! φώναξε ξάφνου ο Σμούροβ. suddenly shouted Smurov.

—Κι έτσι θα χαθεί αθώο θύμα, για την αλήθεια! —And so an innocent victim will be lost, for the truth! αναφώνησε ο Κόλια. exclaimed Koliya. Αν και χάθηκε, είναι ευτυχισμένος! Even though he is lost, he is happy! Είμαι έτοιμος να τον ζηλέψω! ||||I will envy I am ready to be jealous of him!

—Τι λέτε, πώς μπορεί να γίνει αυτό, και γιατί; αναφώνησε απορημένος ο Αλιόσα. —What do you say, how can this happen, and why? exclaimed Alyosha, puzzled.

—Ω, αν μπορούσα ποτέ να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία για την αλήθεια! —Oh, if only I could ever sacrifice myself for the truth! πρόφερε μ' ενθουσιασμό ο Κόλια. Kolia exclaimed enthusiastically.

—Μα όχι σε μια τέτοια υπόθεση, όχι με τέτοιο αίσχος, όχι με τέτοια φρίκη! —But not in such a case, not with such disgrace, not with such horror! είπε ο Αλιόσα. Alyosha said.

—Βέβαια... θα 'θελα να πεθάνω για όλη την ανθρωπότητα, όσο για το αίσχος, το ίδιο μου κάνει: ας χαθούν τα ονόματά μας. —Of course... I would like to die for all of humanity, as for the disgrace, it makes no difference to me: let our names be lost. Τον αδερφό σας τον σέβομαι! I respect your brother!

—Και γω επίσης! —And I do too! ξάφνου κι εντελώς πια αναπάντεχα ξεφώνισε απ' το πλήθος κείνο το ίδιο αγόρι που κάποτε ανακοίνωσε πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία και φωνάζοντας το, ακριβώς όπως και τότε, κοκκίνισε ως τ' αυτιά. Suddenly and completely unexpectedly, that same boy who once announced that he knows who founded Troy shouted from the crowd, and, just like back then, he turned as red as his ears.

Ο Αλιόσα μπήκε στο δωμάτιο. Alyosha entered the room. Στο γαλάζιο, στολισμένο με άσπρο τούλι φέρετρο κειτόταν με σταυρωμένα χέρια και κλειστά τα ματάκια ο Ηλιούσα. |||||tulle||||||||||| In the blue coffin decorated with white tulle lay Iliouza with crossed hands and closed eyes. Τα χαρακτηριστικά του αδυνατισμένου του προσώπου καθόλου σχεδόν δεν είχαν αλλάξει και, παράξενο, το πτώμα δε μύριζε σχεδόν καθόλου. |||thinned||||||||||||||| The features of the emaciated face had hardly changed at all and, strangely, the corpse had almost no smell. Η έκφραση του προσώπου ήταν σοβαρή και σάμπως σκεφτική. The expression of the face was serious and almost contemplative. Ιδιαίτερα όμορφα ήταν τα χέρια, τοποθετημένα σταυρωτά, σα να 'ταν λαξεμένα σε μάρμαρο. ||||||||||chiseled|| The hands were particularly beautiful, crossed as if carved from marble. Στα χέρια του είχαν βάλει λουλούδια, μα κι όλο το φέρετρο ήταν στολισμένο κι απ' έξω κι από μέσα με λουλούδια, που τα 'χε στείλει μόλις χάραξε η Λίζα Χοχλάκοβα. In their hands, they had placed flowers, but the entire coffin was decorated both outside and inside with flowers that Lisa Hochlakova had sent as soon as dawn broke. Μα ήρθαν κι άλλα λουλούδια απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι όταν ο Αλιόσα άνοιξε την πόρτα, ο λοχαγός με τρεμάμενα χέρια ράντιζε με λουλούδια ξανά το αγαπημένο του αγόρι. |||||||||||||||||||||was sprinkling||||||| But other flowers came from Katerina Ivanovna, and when Alyosha opened the door, the captain with trembling hands sprinkled flowers once again on his beloved boy. Μόλις και μετά βίας έριξε ένα βλέμμα στον Αλιόσα, μα και κανέναν δεν ήθελε να κοιτάει, ακόμα και την τρελή γυναίκα του που έκλαιγε, τη «μητερούλα» του, που όλο προσπαθούσε να σηκωθεί στα άρρωστα πόδια της και να ρίξει μια ματιά στο νεκρό της αγοράκι. He barely threw a glance at Alyosha, but he didn't want to look at anyone, not even his mad wife who was crying, his "little mother," who was constantly trying to get up on her sick legs to take a look at her dead little boy. Τη Νίνοτσκα, τα παιδιά τη σήκωσαν μαζί με την καρέκλα της και την έφεραν δίπλα στο φέρετρο. They lifted Ninotchka along with her chair and brought her next to the coffin. Αυτή καθόταν έχοντας ακουμπισμένο εκεί το κεφάλι της και φαίνεται πως έκλαιγε σιωπηλά. She was sitting with her head resting there and it seemed that she was crying silently. Το πρόσωπο του Σνεγκιριόβ είχε ύφος ζωηρεμένο, μα σάμπως χαμένο, και μαζί κι αγριεμένο. ||||||animated expression||||||| The face of Snegiryov had a lively expression, yet it appeared lost, and also somewhat fierce. Στις χειρονομίες του, στα λόγια που του ξέφευγαν, υπήρχε κάτι σαν τρέλα. In his gestures, in the words that slipped from him, there was something like madness. «Πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» αναφωνούσε αυτός κάθε στιγμή κοιτάζοντας τον Ηλιούσα. ||sweet||||||||| "Daddy, my sweet daddy!" he exclaimed every moment, looking at Hiliouza. Είχε τη συνήθεια, όταν ακόμα ζούσε ο Ηλιούσα, να τον λέει χαϊδευτικά: «πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» —Μπαμπάκα, δώσ' μου και μένα λουλουδάκια, πάρε απ' το χεράκι του κείνο το άσπρο και δώσ' μου το! He had the habit, when Hiliouza was still alive, to affectionately call him: "Daddy, my sweet daddy!" —Daddy, give me some little flowers too, take that white one by the hand and give it to me! παρακάλεσε με λυγμούς η τρελή «μητερούλα». The mad 'mother' pleaded with tears.

Να της άρεσε άραγε τόσο πολύ το μικρό άσπρο τριαντάφυλλο που ήταν στα χέρια του Ηλιούσα ή θέλησε να πάρει ένα λουλούδι απ' τα χέρια του για ενθύμιο; Πάντως τραντάχτηκε ολόκληρη απλώνοντας τα χέρια της προς τα λουλούδια. Did she really like the little white rose in Iliusa's hands so much, or did she want to take a flower from his hands as a souvenir? In any case, she trembled all over as she reached out her hands towards the flowers.

—Σε κανέναν δε θα δώσω, τίποτα δε θα δώσω! — I won’t give to anyone, I will give nothing! αναφώνησε σκληρά ο Σνεγκιριόβ. Snegiriov exclaimed harshly. Δικά του είναι τα λουλουδάκια κι όχι δικά σου. The little flowers belong to him and not to you. Όλα δικά του είναι, τίποτα δικό σου! Everything belongs to him, nothing belongs to you!

—Μπαμπά, δώστε στη μητέρα το λουλούδι! —Dad, give the flower to mother! σήκωσε ξάφνου το μουσκεμένο στα δάκρυα πρόσωπό της η Νίνοτσκα. Ninotchka suddenly lifted her tear-soaked face.

—Τίποτα δε θα δώσω, και προπάντων σ' αυτήν! —I will give nothing, especially not to her! Αυτή δεν τον αγαπούσε. She didn't love him. Αυτή του πήρε τότε το κανονάκι, κι αυτός της το χά-ρι-σε, είπε ξάφνου μέσα σε λυγμούς ο λοχαγός καθώς θυμήθηκε πως ο Ηλιούσα είχε παραχωρήσει τότε το κανονάκι του στη μητέρα. ||||||||||gave|to||||||||||||||||||||| She took the little cannon from him, and he suddenly said through tears as he remembered how Iliouza had once given her little cannon to his mother.

Η άμοιρη τρελή άρχισε να κλαίει σιγανά, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. |poor thing|||||||||||| The poor madwoman began to cry softly, hiding her face in her hands. Τα παιδιά, βλέποντας επιτέλους πως ο πατέρας δεν αφήνει το φέρετρο, κι όμως είναι καιρός να το μεταφέρουν, περιτριγύρισαν ξάφνου το φέρετρο σε πυκνή ομάδα κι άρχισαν να το σηκώνουν. The children, finally seeing that their father does not let go of the coffin, yet it is time to move it, suddenly surrounded the coffin in a dense group and began to lift it.

—Δε θέλω να τον θάψω στο κοιμητήρι! ||||bury him|| I don't want to bury him in the cemetery! ούρλιαξε ξάφνου ο Σνεγκιριόβ. screamed suddenly Sneghiriov. Κοντά στην πέτρα θα τον θάψω, στη μικρή μας πέτρα! I will bury him near the stone, at our little stone! Έτσι πρόσταξε ο Ηλιούσα. Thus commanded Ilyusa. Δε θ' αφήσω να τον πάρουν! I won't let them take him!

Αυτός και πριν, όλες τις τρεις μέρες, έλεγε πως θα τον θάψει κοντά στην πέτρα. Μα μπήκαν στη μέση ο Αλιόσα, ο Κρασότκιν, η νοικοκυρά του σπιτιού, η αδερφή της, όλα τα παιδιά. But Alyosha, Krasotkin, the housekeeper, her sister, and all the children got in the way.

—Κοίτα κει τι σκαρφίστηκε, να τον θάψει κοντά στη μαγαρισμένη πέτρα, λες κι είναι κανένας που κρεμάστηκε, πρόφερε αυστηρά η γριά νοικοκυρά. —Look what he has devised, to bury him near the cursed stone, as if he were someone who hanged himself, the old housekeeper said sternly. Εκεί στο κοιμητήρι η γη είναι ευλογημένη. There in the cemetery, the ground is blessed. Εκεί θα προσεύχονται γι' αυτόν. There they will pray for him. Απ' την εκκλησία ακούγονται οι ψαλμοί κι ο διάκος διαβάζει τόσο καθαρά και δυνατά που όλα θα φτάνουν κάθε φορά ως αυτόν, το ίδιο σα να διαβάζανε πάνω στο μνήμα του... From the church, the psalms can be heard, and the deacon reads so clearly and loudly that everything reaches him every time, just as if they were reading over his grave...

Ο λοχαγός κούνησε επιτέλους τα χέρια του: The captain finally moved his hands:

«Πηγαίνετέ τον», σα να 'λεγε: όπου θέλετε! "Take him away," she seemed to say: wherever you want!

Τα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο μα, περνώντας το μπροστά απ' τη μητέρα, σταμάτησαν και το κατέβασαν για να μπορέσει ν' αποχαιρετήσει τον Ηλιούσα. The children lifted the coffin but, passing it in front of the mother, they stopped and lowered it so that she could say goodbye to Ilyousa. Μα βλέποντας ξάφνου από κοντά αυτό το ακριβό προσωπάκι που τρεις μέρες τώρα το κοίταζε μονάχα από μακριά, άρχισε ξάφνου να τρέμει σύγκορμη κουνώντας υστερικά το ασπρόμαλλο κεφάλι της μπρος πίσω, πάνω απ' το φέρετρο. ||||||||||||||||||||||||||white-haired|||||||| But suddenly seeing up close this precious little face that for three days now she had only looked at from afar, she suddenly began to tremble all over, shaking her white-haired head back and forth hysterically above the coffin.

—Μαμά, ευλόγησέ τον, σταύρωσέ τον, φίλησέ τον, της φώναξε η Νίνοτσκα. |||cross him||||||| —Mom, bless him, cross him, kiss him, Ninotska shouted at her.

Μα κείνη, σαν αυτόματο, όλο κουνούσε το κεφάλι της και χωρίς να βγάλει λέξη, με στραβωμένο απ' τον σπαραχτικό πόνο πρόσωπο, ξάφνου άρχισε να χτυπάει το στήθος με τις γροθιές της. |||||||||||||||twisted||||||||||||||| But she, like an automaton, kept shaking her head and without uttering a word, with a face contorted by agonizing pain, suddenly began to beat her chest with her fists. Το φέρετρο το πήγαν παρακάτω. They took the coffin further down. Η Νίνοτσκα ακούμπησε για τελευταία φορά τα χείλη της στο στόμα του πεθαμένου της αδερφού, όταν το περνούσαν από μπροστά της. Ninotchka kissed her dead brother's lips for the last time when they passed in front of her. Ο Αλιόσα, βγαίνοντας απ' το σπίτι, στράφηκε στη σπιτονοικοκυρά, με την παράκληση να προσέχει τις γυναίκες που μείνανε, μα κείνη δεν τον άφησε ούτε να τελειώσει: Alyosha, leaving the house, turned to the landlady, asking her to look after the women who remained, but she didn't let him finish:

—Αυτό έλειπε δα. —That would be missing. Μαζί τους θα μείνω. I will stay with them. Χριστιανοί είμαστε και μεις. We are Christians too.

Η γριά, λέγοντάς τα αυτά, έκλαιγε. The old woman, saying these things, was crying. Ως την εκκλησία δεν ήταν μακριά, κάπου τριακόσα βήματα, όχι περισσότερο. |||||||three hundred||| Since the church was not far, about three hundred steps, no more. Η μέρα ήταν φωτεινή, ήσυχη: έκανε παγωνιά, μα όχι μεγάλη. The day was bright, quiet: it was chilly, but not too much. Οι καμπάνες ακούγονταν ακόμα. The bells were still heard. Ο Σνεγκιριόβ, με ύφος χαμένο και γεμάτο φροντίδα, έτρεχε πίσω απ' το φέρετρο, ντυμένος με το παλιό, κοντούτσικο, σχεδόν καλοκαιρινό παλτουδάκι του, με ξέσκεπο κεφάλι κι ένα παλιό με φαρδιά μπορ μαλακό καπέλο στα χέρια. |||||||||||||||||short||summer|||||||||||wide brim|||| Snegiryov, with a lost and caring expression, was running behind the coffin, dressed in his old, short, almost summer coat, with a bare head and an old wide-brimmed soft hat in his hands. Βρισκόταν σε κάποια αξεδιάλυτη φροντίδα, πότε άπλωνε ξαφνικά τα χέρια για να βαστάξει το φέρετρο από μπροστά και μονάχα εμπόδιζε αυτούς που το μετέφεραν, άλλοτε έτρεχε απ' το πλάι και γύρευε πώς να βοηθήσει σε κάτι τουλάχιστο. |||indeterminate unresolved||||||||||||||||||||||||||||||||| He was in some tangled care, sometimes suddenly reaching out his hands to hold the coffin from the front, only hindering those who were carrying it, while at other times he would run from the side, looking for ways to help at least in some manner. Έπεσε ένα λουλούδι στο χιόνι κι αυτός όρμησε να το σηκώσει, λες κι απ' αυτό το λουλούδι ένας Θεός ξέρει τι εξαρτιότανε. |||||||||||||||||||||depended on A flower fell into the snow and he rushed to pick it up, as if from that flower, God knows what depended.

—Μα την κόρα, την κόρα ξεχάσαμε, αναφώνησε ξάφνου με τρομερό φόβο. ||daughter|||||||| —By the girl, we forgot the girl, he suddenly exclaimed with terrible fear.

Μα τ' αγόρια του υπενθύμισαν πως την κόρα του ψωμιού την πήρε από πρώτα μαζί του και την έχει στην τσέπη... Αυτός την έβγαλε αμέσως απ' την τσέπη του κι αφού βεβαιώθηκε ησύχασε. |||||||||bread||||||||||||||||||||||| But the boys reminded him that he took the girl of the bread with him first and has it in his pocket... He immediately took it out of his pocket and once he confirmed it, he calmed down.

—Ο Ηλιούσετσκα το πρόσταξε, ο Ηλιούσετσκα, εξήγησε αμέσως στον Αλιόσα. —It was ordered by Ilioušček, Ilioušček, he immediately explained to Alyosha. Ήταν νύχτα και γω καθόμουνα κοντά του και ξάφνου με πρόσταξε: «Μπαμπάκα, όταν θα με σκεπάσουν με χώματα, ρίξε πάνω λίγα ψίχουλα ψωμάκι για να 'ρθουν σπουργιτάκια, εγώ θα τ' ακούσω πως ήρθανε και θα 'μαι χαρούμενος που δε θα 'μαι μονάχος». |||||||||||||||they will cover||||||crumbs|||||little sparrows||||||||||||||| It was night and I was sitting close to him and suddenly he commanded me: "Daddy, when they cover me with soil, throw a few crumbs of bread on top so that little sparrows will come; I will hear them when they come and I will be happy that I won't be alone."

—Αυτό είναι πολύ καλό, είπε ο Αλιόσα. -- That's very good, said Alyosha. Πρέπει να του πηγαίνουμε συχνότερα. We should visit him more often.

—Κάθε μέρα, κάθε μέρα! —Every day, every day! ψέλλισε ο λοχαγός σα να ζωήρεψε ολόκληρος. the captain stammered as if he had come to life completely.

Φτάσαν επιτέλους και τοποθέτησαν το φέρετρο στη μέση της εκκλησίας. They arrived||||||||| They finally arrived and placed the coffin in the middle of the church. Όλα τ' αγόρια το τριγύρισαν και στάθηκαν έτσι φρόνιμα σ' όλη τη λειτουργία. All the boys surrounded him and stood so nicely throughout the service. Η εκκλησία ήταν παλιά κι αρκετά φτωχική, πολλά εικονίσματα δεν είχαν καθόλου ασημώματα μα σε κάτι τέτοιες εκκλησίες προσεύχεται κανείς καλύτερα. The church was old and quite poor; many icons had no silver embellishments at all, but in such churches, one prays better. Στη λειτουργία ο Σνεγκιριόβ σα να ησύχασε λιγάκι, μα από καιρό σε καιρό πάλι του παρουσιαζόταν κείνη η ασύνειδη φροντίδα, η δίχως σκοπό: Μια πλησίαζε στο φέρετρο για να διορθώσει το κάλυμμα ή το μικρό στεφάνι- όταν έπεσε ένα κερί απ' το μανουάλι, ρίχτηκε να το ξαναβάλει στη θέση του και χασομέρησε τρομερά μ' αυτό. ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||candle holder|||||||||dawdled||| During the service, Snegiryov seemed to calm down a bit, but from time to time, that unconscious care, aimless, presented itself again: One approached the coffin to adjust the cover or the small wreath - when a candle fell from the candlestick, he rushed to put it back in place and lingered terribly with it. Ύστερα πια· ησύχασε και στάθηκε ήρεμος κοντά στο κεφάλι του φέρετρου με ύφος σαν αποχαυνωμένο, όλο έγνοια και απορία. Then finally, he calmed down and stood quietly next to the head of the coffin with a look as if in a daze, filled with concern and wonder. Μετά τον Απόστολο ψιθύρισε ξάφνου στον Αλιόσα, που στεκόταν δίπλα του, πως τον Απόστολο δεν τον διαβάσανε όπως έπρεπε μα ωστόσο δεν εξήγησε τη σκέψη του. ||Apostle||||Alyosha||||||||||||||||||| After the Apostle, he suddenly whispered to Alyosha, who was standing next to him, that they hadn’t read the Apostle as they should have, but he didn’t explain his thought. Στο χερουβικό άρχισε να ψέλνει κι αυτός μα δεν τέλειωσε, γονάτισε, ακούμπησε το μέτωπο στις πλάκες της εκκλησίας κι έμεινε έτσι αρκετά. |cherubic hymn|||||||||||||||||||| He began to chant the cherubic hymn as well, but didn’t finish, knelt down, rested his forehead on the slabs of the church, and remained like that for a while. Τέλος άρχισε η νεκρώσιμη ακολουθία, μοιράσανε τα κεριά. |||||distributed|| Finally, the funeral procession began, they handed out the candles. Ο τρελός από πόνο πατέρας έγινε και πάλι ανήσυχος μα ο σπαραχτικός, συγκινητικός επικήδειος ψαλμός ξύπνησε και συνεπήρε την ψυχή του. |||||||||||heartbreaking||funeral hymn|psalm|||||| The father, mad with pain, became restless again, but the heart-wrenching, moving funeral hymn awakened and captivated his soul. Τότε σα να σκέβρωσε ολόκληρος, κι άρχισε να κλαίει με γρήγορα αναφιλητά, στην αρχή πνίγοντας τη φωνή του, μα ύστερα φλογερά, ασυγκράτητα. |||broke down|||||||||||||||||| Then, as if he had aged all at once, he began to weep with quick sobs, at first stifling his voice, but then passionately, uncontrollably. Κι όταν άρχισαν να δίνουν τον τελευταίο ασπασμό και να σκεπάζουν το φέρετρο, αυτός το αγκάλιασε με τα χέρια του, σαν να μην επέτρεπε να σκεπάσουν τον Ηλιούσετσκα κι άρχισε διψασμένα, χωρίς να ξεκολλάει από πάνω του, να φιλάει στα χείλη το πεθαμένο του αγόρι. |||||||last kiss|||cover||||||||||||||||||||thirstily|||not separating||||||||||| And when they began to give the final farewell and cover the coffin, he embraced it with his arms, as if not allowing them to cover Hiliousertchka, and began thirstily, without detaching himself from it, to kiss his dead boy on the lips. Τέλος τον καταφέρανε και τον απομάκρυναν μα αυτός ξαφνικά τέντωσε τα χέρια του κι άρπαξε μερικά λουλούδια απ' το φέρετρο. Finally, they managed to pull him away, but he suddenly stretched out his arms and grabbed some flowers from the coffin. Τα κοίταζε και σαν να τον άδραξε κάποια καινούργια ιδέα έτσι που το κυριότερο σα να το ξέχασε για μια στιγμή. He looked at them and as if some new idea had seized him, it was as if he forgot the main thing for a moment. Σιγά-σιγά σα να 'πεσε σε συλλογή και δεν εναντιωνόταν πια, όταν σήκωσαν το φέρετρο και το πήγαν στο μνήμα. Slowly, as if he fell into a collection and no longer opposed it, when they lifted the coffin and took it to the grave. Το μνήμα ήταν εκεί κοντά, μέσα στον περίβολο δίπλα στην εκκλησία· ήταν ακριβό. The grave was nearby, within the enclosure next to the church; it was expensive. Πλήρωσε γι' αυτό η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Katerina Ivanovna paid for it. Ύστερ' απ' τους συνηθισμένους τύπους οι νεκροθάφτες κατέβασαν το φέρετρο. ||||||grave diggers||| After the usual rituals, the gravediggers lowered the coffin. Ο Σνεγκιριόβ έσκυψε τόσο πολύ με τα λουλουδάκια του στο χέρι πάνω απ' τον ανοιχτό τάφο, που τ' αγόρια τρομαγμένα, αρπάχτηκαν απ' το παλτό του κι άρχισαν να τον τραβάνε πίσω. Sneghiryov bent down so much with the flowers in his hand over the open grave that the boys, frightened, grabbed his coat and started pulling him back. Μα αυτός σαν να μην καταλάβαινε πια τι γίνεται γύρω του. But he seemed not to understand what was happening around him anymore. Όταν άρχισαν να ρίχνουν χώματα μέσα στον τάφο, άρχισε ξάφνου να δείχνει το χώμα που έπεφτε, σα ν' άρχισε μάλιστα κάτι να λέει, κανένας όμως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μα κι αυτός ξάφνου σώπασε. When they began to throw dirt into the grave, he suddenly started to show the dirt that was falling, as if he had even started to say something, but no one could distinguish anything, and he suddenly fell silent. Εδώ του υπενθύμισαν πως πρέπει να ρίξει τα ψίχουλα κι αυτός ταράχτηκε τρομερά, άρπαξε την κόρα κι άρχισε να την κομματιάζει σκορπίζοντας τα ψίχουλα πάνω στο μνήμα: Here they reminded him that he must scatter the crumbs and he was terribly disturbed, he grabbed the crust and began to tear it apart, scattering the crumbs over the grave:

«Να λοιπόν, ελάτε, πουλάκια μου, ελάτε σπουργιτάκια!» μουρμούριζε όλο φροντίδα. "There you go, come on, my little birds, come on, sparrows!" he murmured with all care.

Κάποιο αγόρι τού παρατήρησε πως με τα λουλούδια στο χέρι δεν μπορεί να θρυμματίζει εύκολα το ψωμί και να τα δώσει να τα κρατήσει για λίγο κάποιος άλλος. |||||||||||||crumble|||||||||||||| A boy pointed out to him that with flowers in his hand he cannot easily crumble the bread and give it to someone else to hold for a while. Μα αυτός δεν τα 'δωσε, μάλιστα φοβήθηκε ξαφνικά για τα λουλούδια του, σα να θέλανε να του τα πάρουν, κι αφού κοίταξε το μνήμα και βεβαιώθηκε πως όλα πια είχαν γίνει, πως τα ψίχουλα ήταν σκορπισμένα, ξάφνου, αναπάντεχα κι εντελώς ήρεμα, γύρισε και τράβηξε για το σπίτι. But he did not give them away, indeed he suddenly felt afraid for his flowers, as if someone wanted to take them from him, and after looking at the grave and ensuring that everything had already happened, that the crumbs were scattered, suddenly, unexpectedly, and completely calmly, he turned and headed for home. Το βήμα του ωστόσο γινόταν όλο και πιο γρήγορο και πιο ανυπόμονο· βιαζότανε, σχεδόν έτρεχε. |||||||||||impatiently||| However, his step was getting faster and more impatient; he was in a hurry, almost running. Τ' αγόρια κι ο Αλιόσα δεν τον προλαβαίνανε. |||||||couldn't catch The boys and Alyosha couldn't catch up with him.

—Λουλουδάκια στη μητερούλα! —Little flowers for mama! Λουλουδάκια στη μητερούλα, την πικράναμε τη μητερούλα, άρχισε ξάφνου ν' αναφωνεί. ||||made her sad|||||| Little flowers for mama, we saddened mama, he suddenly began to exclaim.

Κάποιος του φώναξε να φορέσει το καπέλο του γιατί τώρα κάνει κρύο, μα ακούγοντάς το αυτό, εκείνος, σα να τον έπιασε κακία, έριξε το καπέλο πάνω στο χιόνι κι άρχισε να λέει: Someone shouted at him to wear his hat because it was cold now, but upon hearing this, he, as if seized by malice, threw the hat onto the snow and started to say:

«Δε θέλω το καπέλο, δεν το θέλω!» "I don't want the hat, I don't want it!"

Ο Σμούροβ το σήκωσε- όλα τ' αγόρια ως το τελευταίο κλαίγανε, και περισσότερο απ' όλους ο Κόλια και τ' αγόρι που ανακάλυψε την Τροία-κι ο Σμούροβ με το καπέλο του λοχαγού στο χέρι κι αυτός έκλαιγε τρομερά μα πρόφτασε ωστόσο, σχεδόν τρέχοντας, ν' αρπάξει ένα κομμάτι τούβλο που κοκκίνιζε πάνω στο χιόνι του δρόμου για να σημαδέψει μ' αυτό ένα κοπάδι σπουργίτια που πέρασε πετώντας. Smurov picked it up - all the boys were crying, and more than anyone, Kolya and the boy who discovered Troy - and Smurov, with the captain's hat in his hand, was also crying terribly but managed, almost running, to grab a piece of brick that was reddening on the snow of the road to aim it at a flock of sparrows that flew by. Βέβαια δεν πέτυχε κανένα κι εξακολούθησε να τρέχει κλαίγοντας. Of course, he didn't achieve anything and continued to run crying. Στα μισά του δρόμου ο Σνεγκιριόβ σταμάτησε απρόσμενα, στάθηκε κάπου μισό λεπτό σα να τον εξέπληξε κάτι και ξάφνου γύρισε πίσω στην εκκλησία και ρίχτηκε τρέχοντας κατά το μνήμα. Halfway down the road, Snegiriov unexpectedly stopped, stood somewhere for half a minute as if something surprised him, and suddenly turned back to the church and ran towards the grave. Μα τ' αγόρια αμέσως τον προφτάσανε κι αρπάχτηκαν από πάνω του απ' όλες τις μεριές. But the boys immediately caught up with him and grabbed onto him from all sides. Τότε αυτός, σα να 'χασε κάθε δύναμη, έπεσε στο χιόνι και χτυπιότανε κλαίγοντας και θρηνώντας- άρχισε ν' αναφωνεί: «Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη!» Ο Αλιόσα κι ο Κόλια άρχισαν να τον παρακαλούν και να προσπαθούν να τον συνεφέρουν. Then he, as if he had lost all strength, fell into the snow and was thrashing around crying and mourning - he began to exclaim: "Daddy, my precious Daddy!" Alyosha and Kolya began to plead with him and try to bring him back to his senses.

—Φτάνει πια, λοχαγέ! ||Captain That's enough now, captain! Ένας άντρας πρέπει να υπομένει, μουρμούριζε ο Κόλια. |a man|||||| A man must endure, Kolya was murmuring.

—Θα χαλάσετε τα λουλούδια, πρόφερε κι ο Αλιόσα, κι η «μητερούλα» τα περιμένει. —You will ruin the flowers, said Alyosha, and the 'little mother' is waiting for you. Αυτή κάθεται και κλαίει γιατί πριν από λίγο δεν της δώσατε λουλούδια απ' τον Ηλιούσετσκα. She is sitting and crying because a little while ago you didn't give her flowers from the Ilyushenka. Εκεί είναι ακόμα το κρεβατάκι του Ηλιούσετσκα. There is still the little bed of Ilyushenka. ..

—Ναι, ναι στη μητερούλα! —Yes, yes to the mommy! θυμήθηκε ξάφνου και πάλι ο Σνεγκιριόβ. Suddenly remembered again Sneghiryov. Το κρεβατάκι θα το πάρουν, θα το πάρουν! They will take the little bed, they will take it! πρόστεσε σα να τον έπιασε φόβος πως και πραγματικά θα το 'παιρναν, σηκώθηκε κι έτρεξε πάλι για το σπίτι. |||||||||||would take it||||||| He added as if he was suddenly caught by fear that they would actually take it, he got up and ran again for the house.

Μα ήταν πια κοντά κι όλοι φτάσανε μαζί. But they were already close and everyone arrived together. Ο Σνεγκιριόβ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και φώναξε στη γυναίκα του που τόσο σκληρά είχε μαλώσει το πρωί μαζί της: Sneghiryov hurriedly opened the door and called to his wife whom he had argued so harshly with that morning:

—Μητερούλα, ακριβή μου, ο Ηλιούσετσκα σού έστειλε λουλουδάκια, τα ποδαράκια σου τ' άρρωστα! ‘Oh dear little mother, my precious, Iliouščka has sent you little flowers, your sick little feet!’ φώναξε αυτός προτείνοντάς της ένα ματσάκι λουλούδια παγωμένα, που τα 'χε τσαλακώσει καθώς χτυπιότανε στο χιόνι. he shouted, offering her a bunch of frozen flowers that he had crumpled while thrashing about in the snow.

Μα κείνη την ίδια στιγμή, είδε μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα, στη γωνιά, τα παπουτσάκια του Ηλιούσα που στέκονταν το 'να κοντά στ' άλλο, μόλις συγυρισμένα απ' τη σπιτονοικυρά, παλιά, ξεθωριασμένα, σκεβρωμένα παπουτσάκια χιλιομπαλωμένα. ||||||||||||||||||||||||||||landlady|||worn-out||patched up But at that very moment, she saw in front of Iliouša's little bed, in the corner, Iliouša's little shoes standing close together, just tidied up by the landlady, old, faded, crooked little shoes that had been patched a thousand times. Βλέποντάς τα, σήκωσε τα χέρια κι όρμησε σ' αυτά, έπεσε στα γόνατα, άρπαξε ένα παπουτσάκι και φέροντας το στα χείλια του άρχισε να το φιλάει άπληστα φωνάζοντας: ||||||||||||||little shoe||bringing it|||||||||| Seeing this, he raised his hands and rushed to them, fell to his knees, grabbed a little shoe, and bringing it to his lips, he began to kiss it greedily, shouting:

«Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη, πού είναι τα ποδαράκια σου;» "Daddy, my dear, where are your little feet?"

—Πού τον πήγες; Πού τον πήγες; με σπαραχτική φωνή ούρλιαζε η τρελή. --Where did you take him? Where did you take him? the madwoman screamed with a heart-wrenching voice.

Τότε πια έβαλε τα κλάματα κι η Νίνοτσκα. Then Ninochkina started crying too. Ο Κόλια βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο· πίσω του άρχισαν να βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά. Kolya ran out of the room; behind him, the other children began to follow. Βγήκε τέλος ξοπίσω τους κι ο Αλιόσα: Finally, Alyosha came out behind them too.

«Ας κλάψουνε», είπε στον Κόλια, «εδώ βέβαια δε χωράει παρηγοριά. |cry|||||||| "Let them cry," he said to Kolia, "here, of course, there is no room for consolation. Ας περιμένουμε λίγο κι ύστερα γυρίζουμε». Let's wait a little and then we'll go back."

—Ναι, δε χωράει, είναι τρομερό, βεβαίωσε ο Κόλια. —Yes, there is no room, it’s terrible, assured Kolia. Ξέρετε, Καραμάζοβ, χαμήλωσε ξάφνου τη φωνή του για να μην ακούσει κανείς. You know, Karamazov, he suddenly lowered his voice so that no one would hear. Είμαι πολύ λυπημένος κι αν μονάχα ήταν δυνατό να τον αναστήσω, θα 'δινα το καθετί! I am very sad, and if only it were possible to bring him back to life, I would give everything!

—Αχ, και γω το ίδιο, είπε ο Αλιόσα. —Oh, I feel the same, said Alyosha.

—Τι λέτε, Καραμάζοβ, να 'ρθουμε δω πέρα το βράδυ; Αυτός ασφαλώς θα μεθύσει. —What do you say, Karamazov, should we come here tonight? Surely he will get drunk.

—Μπορεί και να μεθύσει. —He might get drunk. Θα 'ρθουμε μονάχα εμείς οι δυο, να κάνουμε συντροφιά καμιάν ωρίτσα στη μητέρα και στη Νίνοτσκα, γιατί αν έρθουμε όλοι μαζί θα τους τα θυμίσουμε και πάλι όλα, συμβούλεψε ο Αλιόσα. ||||||||||||||||||||||||remind them|||||| We will come just the two of us, to keep the mother and Ninochka company for an hour, because if we all come together, we will remind them of everything again, Alyosha advised.

—Εκεί τώρα η σπιτονοικοκυρά στρώνει τραπέζι —θα κάνουν τώρα το τραπέζι της παρηγοριάς, θαρρώ, θα 'ρθει κι ο παπάς. ||||||||||||comfort|||||| —Now the landlady is setting the table —they are going to have the table of consolation, I think, the priest will come too. Να γυρίσουμε τώρα κει, Καραμάζοβ, ή όχι; Shall we go back there now, Karamazov, or not?

—Το δίχως άλλο, είπε ο Αλιόσα. —No doubt about it, Aleksei said.

—Παράξενα είναι όλ' αυτά, Καραμάζοβ, τέτοια θλίψη και ξάφνου κάτι τηγανίτες, πόσο όλ' αυτά είναι αφύσικα στη θρησκεία μας! —All this is strange, Karamazov, such sadness and suddenly something fried, how unnatural all this is in our religion!

—Θα 'χουν εκεί και σολομό, παρατήρησε ξάφνου δυνατά το παιδί που ανακάλυψε την Τροία. ||||salmon||||||||| —They must have salmon there, the child who discovered Troy suddenly remarked loudly.

—Σας παρακαλώ σοβαρά, Καρτάσοβ, να μην μπαίνετε στη μέση με τις ανοησίες σας, ιδιαίτερα όταν δεν κουβεντιάζω μαζί σας και δε θέλω μάλιστα να ξέρω αν υπάρχετε σ' αυτό τον κόσμο! |||Kartasov||||||||||||||||||||||||||| —I seriously ask you, Kartasov, not to interfere with your nonsense, especially when I am not conversing with you and I do not even want to know if you exist in this world! εξακόντισε ερεθισμένα ο Κόλια προς το μέρος του. Kolias hurled an irritated remark at him.

Τ' αγόρι κατακοκκίνισε μα δεν τόλμησε ν' απαντήσει τίποτα. The boy blushed deeply but did not dare to reply at all. Στο μεταξύ προχωρούσαν όλοι αργά στο μονοπάτι, και ξάφνου ο Σμούροβ φώναξε: Meanwhile, everyone was walking slowly along the path, and suddenly Smurov shouted:

—Να η πέτρα του Ηλιούσα. —Here is the stone of Heliosa. Να, εδώ θέλανε να τον θάψουν! Look, they wanted to bury him here!

Όλοι σιωπηλοί σταμάτησαν κοντά στη μεγάλη πέτρα. Everyone silently paused by the large stone. Ο Αλιόσα κοίταξε κι όλη εκείνη η εικόνα που του διηγήθηκε τότε ο Σνεγκιριόβ για τον Ηλιούσετσκα, πως εκείνος κλαίγοντας κι αγκαλιάζοντας τον πατέρα αναφώνησε: |||||||||||||||||||||||father| Aliosha looked and all that image that Snegiryov had narrated to him then about Iliushechka, how he, crying and hugging his father, exclaimed:

«Μπαμπάκα, μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» παρουσιάστηκε μεμιάς μπροστά του. “Daddy, daddy, how much he humiliated you!” appeared before him all at once.

Κάτι σαν ν' αναταράχτηκε στην ψυχή του. Something stirred in his soul. Κοίταζε σοβαρά κι επίσημα όλ' αυτά τα όμορφα και φωτεινά πρόσωπα των μαθητών, των φίλων του Ηλιούσα, και ξαφνικά τους είπε: He was looking seriously and formally at all these beautiful and bright faces of the students, the friends of Iliyusa, and suddenly he said:

—Κύριοι, θα 'θελα να σας πω εδώ, σ' αυτό ακριβώς το μέρος, δυο λόγια. —Gentlemen, I would like to say a few words to you here, right in this very place.

Τ' αγόρια τον τριγύρισαν κι αμέσως κάρφωσαν απάνω του επίμονα, γεμάτα προσμονή βλέμματα. The boys surrounded him and immediately fixed their eager, expectant gazes upon him.

—Κύριοι, γρήγορα θα χωρίσουμε. —Gentlemen, we will part quickly. Εγώ τώρα για λίγον καιρό θα 'μαι ακόμα με τους δυο αδερφούς μου που ο ένας τους θα πάει στο κάτεργο κι ο άλλος είναι ετοιμοθάνατος. I will still be with my two brothers for a little while, one of whom will go to prison and the other is on his deathbed. Μα γρήγορα θ' αφήσω αυτή την πολιτεία, ίσως για πολύν καιρό. But I will soon leave this city, perhaps for a long time. Να λοιπόν που θα χωρίσουμε, κύριοι. Here we are now parting, gentlemen. Ας δώσουμε λοιπόν την υπόσχεση εδώ, κοντά στην πέτρα του Ηλιούσα, πως ποτέ δε θα ξεχάσουμε —πρώτα τον Ηλιούσα και δεύτερο ο ένας τον άλλον. Let us therefore make the promise here, near the stone of Hiliusa, that we will never forget —first Hiliusa and second each other. Κι ό,τι και να μας συμβεί αργότερα στη ζωή μας, και είκοσι χρόνια αν κάνουμε να συναντηθούμε, —και πάλι θα θυμόμαστε πώς κηδέψαμε το φτωχό αγόρι, που πρώτα το πετροβολούσαμε, θυμάστε, κει στη γεφυρούλα, κι ύστερα όλοι το αγαπήσαμε τόσο πολύ. ||||||||||||||||||||||buried|||||||stone throwing|||||||||we loved|| And whatever happens to us later in our lives, even if it takes us twenty years to meet again, we will still remember how we buried the poor boy, whom we first stoned, do you remember, over there by the little bridge, and then we all loved him so much. Ήταν υπέροχο παιδί, καλό και γενναίο αγόρι, είχε το αίσθημα της τιμής κι ένιωθε την πικρή προσβολή που 'χαν κάνει στον πατέρα του, που εναντίον της ξεσηκώθηκε. He was a wonderful boy, a good and brave young man, he had a sense of honor and felt the bitter insult that had been made to his father, against which he had risen up. Κι έτσι ας τον θυμόμαστε, κύριοι, πρώτα-πρώτα, για όλη μας τη ζωή. And so let us remember him, gentlemen, first of all, for all our lives. Ακόμα κι αν θα μας απασχολούν οι πιο σπουδαίες υποθέσεις, αν πετύχουμε τιμές ή αν πέσουμε σε βαθιά δυστυχία, —το ίδιο, μην ξεχνάτε ποτέ πόσο καλά νιώθαμε μια φορά δω πέρα, όλοι μαζί, ενωμένοι μ' ένα τέτοιο καλό κι αγαθό αίσθημα, που μας έκανε ίσως και μας καλύτερους— αυτόν τον καιρό της αγάπης για το φτωχό αγόρι —απ' ό,τι πραγματικά ήμασταν. |||||occupy|||||||||||||||||||||we felt|||||||||||||||||||||||||||||||||| Even if we will be concerned with the most important matters, whether we achieve honors or fall into deep misery — the same, never forget how good we felt once over here, all together, united with such a good and noble feeling, which perhaps made us even better — in that time of love for the poor boy — than what we really were. Περιστεράκια μου, —αφήστε με να σας ονομάσω έτσι— περιστεράκια μου, γιατί όλοι σας μοιάζετε τόσο πολύ μ' αυτά, μ' αυτά τα χαριτωμένα γκρίζα πουλάκια, τώρα, αυτή τη στιγμή, καθώς κοιτάω τ' αγαθά, γλυκά σας προσωπάκια, —γλυκά μου παιδάκια, ίσως να μην καταλάβετε αυτό που θα σας πω γιατί μιλάω συχνά όχι πολύ ξεκάθαρα μα ωστόσο θυμηθείτε τα λόγια μου, κι ύστερα κάποτε θα συμφωνήσετε μ' αυτά. My little doves —let me call you that— my little doves, because you all resemble so much like these, like these cute gray little birds, right now, at this moment, as I look at your good, sweet little faces —my sweet little children, you may not understand what I am about to say because I often speak not very clearly but nonetheless remember my words, and later on you will agree with them. Να ξέρετε λοιπόν πως τίποτα δεν υπάρχει υψηλότερο και δυνατότερο, υγιέστερο και χρησιμότερο για τη ζωή σας που έρχεται, από μια καλή ανάμνηση, και ιδιαίτερα απ' την παιδική ηλικία, απ' το πατρικό σπίτι. |||||||higher|||||most useful|||||||||||||||||||| So know this, that nothing exists higher and stronger, healthier and more useful for your coming life than a good memory, especially from childhood, from the parental home. Σας λένε πολλά για την ανατροφή σας και να που κάποια τέτοια υπέροχη, άγια ανάμνηση, φυλαγμένη απ' τα παιδικά χρόνια, ίσως να 'ναι η καλύτερη ανατροφή. You are told many things about your upbringing, and here comes a wonderful, holy memory, preserved from childhood, perhaps it is the best upbringing. Αν μαζέψει κανείς μέσα του πολλές τέτοιες αναμνήσεις για τη ζωή, τότε έχει σωθεί για όλη του τη ζωή. If someone gathers many such memories of life within them, then they are saved for their entire life. Και μάλιστα και μια μονάχα καλή ανάμνηση αν μείνει στην καρδιά μας, κι αυτή μπορεί να μας σώσει κάποια στιγμή. And indeed, even just one good memory that remains in our heart can save us at some point. Ίσως να γίνουμε κακοί αργότερα, ίσως και μια κακή πράξη ακόμα να μην έχουμε τη δύναμη να την αποφύγουμε, ίσως να ειρωνευόμαστε τ' ανθρώπινα δάκρυα, και κείνους που λένε όπως τώρα πριν λίγο αναφώνησε ο Κόλια: «Θέλω να υποφέρω για όλους τους ανθρώπους», κι αυτούς ίσως να τους χλευάζουμε. |||||||||||||||||||||mock|||||||||||||||||||||||||||mock We may become bad later, perhaps we may not even have the strength to avoid a bad deed, perhaps we will mock human tears, and those who say as Kolya exclaimed a little while ago: 'I want to suffer for all people,' and we may mock them. Κι ωστόσο, όσο κακοί κι αν γίνουμε, πράγμα που να μη δώσει ο Θεός, μόλις θυμηθούμε πώς κηδεύαμε τον Ηλιούσα, πόσο τον αγαπούσαμε στις τελευταίες μέρες και πώς τώρα κουβεντιάζαμε τόσο φιλικά κι όλοι μαζί κοντά σ' αυτή την πέτρα, και τότε πάλι, ακόμα κι ο πιο σκληρός από μας κι ο πιο χλευαστής, αν γίνουμε τέτοιοι, δε θα τολμήσει μέσα του να κοροϊδέψει το πόσο καλός κι αγαθός ήταν τούτη δω τη στιγμή! |||||||||||||||||buried|||||we loved|||||||we were chatting|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| And yet, no matter how bad we may become, God forbid, as soon as we remember how we buried Iliouisa, how much we loved her in her last days, and how we now talk so friendly, all together by this stone, even then, even the harshest among us and the most mocking, if we become such, will not dare within himself to ridicule how good and kind she was at this moment! Κι όχι μονάχα αυτό, μα μπορεί αυτή ίσα-ίσα η ανάμνηση να τον συγκρατήσει απ' το μεγάλο κακό, και να σκεφτεί και να πει: «Ναι, ήμουν τότε καλός, γενναίος και τίμιος». And not only that, but perhaps this very memory may hold him back from great evil, and make him think and say: 'Yes, I was good, brave, and honorable then.' Ας ειρωνευτεί μέσα του, αυτό δεν είναι τίποτα, ο άνθρωπος συχνά ειρωνεύεται το καλό και το αγαθό. Let him mock inside himself, that's nothing; man often mocks what is good and virtuous. Αυτό γίνεται μονάχα από επιπολαιότητα. This is done only out of frivolity. Μα σας βεβαιώνω, κύριοι, πως μόλις θα ειρωνευτεί, τότε αμέσως θα πει μέσα στην καρδιά του: «Όχι, δεν έκανα καλά που ειρωνεύτηκα, αυτό δεν πρέπει να το περιγελάει κανείς!» |||||||||||||||||||||||||||ridicules| But I assure you, gentlemen, that as soon as he mocks, he will immediately say to himself: 'No, I did not do well to mock; no one should ridicule this!'

—Οπωσδήποτε έτσι θα γίνει, Καραμάζοβ, σας καταλαβαίνω, Καραμάζοβ! —Certainly, that is how it will be, Karamazov, I understand you, Karamazov! αναφώνησε ο Κόλια και τα μάτια του άστραψαν. Kolia exclaimed and his eyes sparkled.

Τα παιδιά ανασάλεψαν και θέλησαν κάτι να φωνάξουν, μα συγκρατήθηκαν, κοιτώντας επίμονα και συγκινημένα το ρήτορα. |||||||||restrained themselves|||||| The children gasped and wanted to shout something, but they held back, staring intently and emotionally at the speaker.

— —Αυτό το λέω για την περίπτωση που θα γίνουμε κακοί, συνέχισε ο Αλιόσα- μα γιατί να γίνουμε κακοί, ψέματα, κύριοι; Ας είμαστε πρώτα-πρώτα και πριν απ' όλα αγαθοί, ύστερα τίμιοι κι ύστερα ας μην ξεχνάμε ποτέ ο ένας τον άλλον. — —I say this in case we become bad, Alyosha continued— but why should we become bad, lies, gentlemen? Let us first and foremost be good, then honest, and let us never forget one another. Αυτό και πάλι το ξαναλέω. This, I say again. Όσο για μένα σας δίνω το λόγο μου, κύριοι, πως κανέναν από σας δε θα ξεχάσω. As for me, I give you my word, gentlemen, that I will not forget any of you. Το κάθε πρόσωπο που τώρα, τούτη τη στιγμή, με κοιτάει, θα το θυμάμαι και τριάντα χρόνια να περάσουν. Every person who is looking at me right now, at this moment, I will remember even after thirty years have passed. Πριν από λίγο να, ο Κόλια είπε στον Καρτάσοβ πως εμείς τάχα δε θέλουμε να ξέρουμε «αν υπάρχει στον κόσμο!» Μα μήπως τάχα εγώ μπορώ να ξεχάσω πως υπάρχει ο Καρτάσοβ και πως δεν κοκκινίζει τώρα όπως όταν είπε πως ανακάλυψε την Τροία, μα με κοιτάει με τα υπέροχα, αγαθά, χαρούμενα μάτια του. Just a moment ago, Kolyia told Kartasov that we supposedly don't want to know 'if it exists in the world!' But can I forget that Kartasov exists and that he is not blushing now like when he said he discovered Troy, but is looking at me with his wonderful, kind, joyful eyes. Κύριοι, καλοί μου κύριοι, ας είμαστε όλοι μεγαλόψυχοι και τολμηροί σαν τον Ηλιούσετσκα, έξυπνοι, τολμηροί και μεγαλόψυχοι σαν τον Κόλια (μα που θα γίνει πολύ εξυπνότερος όταν μεγαλώσει) και ας είμαστε το ίδιο ντροπαλοί μα εξυπνούληδες και καλοί σαν τον Καρτάσοβ. |||||||||||||||||||||||||smarter||||||||shy||smart little ones||||| Gentlemen, my good gentlemen, let us all be magnanimous and bold like Helioüsechka, smart, bold, and magnanimous like Kolyia (who will become much smarter as he grows up), and let us be just as shy yet clever and kind as Kartasov. Μα γιατί σας μιλάω γι' αυτούς τους δυο; Όλοι σας, κύριοι, μου είσαστε αγαπητοί από τώρα, όλους θα σας έχω στην καρδιά μου, και σας παρακαλώ να μ' έχετε και σεις στην καρδιά σας. But why am I talking to you about these two? All of you, gentlemen, are dear to me from now on, I will keep you all in my heart, and I ask you to keep me in your hearts as well. Ποιος λοιπόν μας ένωσε σ' αυτό το αγαθό και καλό αίσθημα που θα το θυμόμαστε πάντα; Ποιος άλλος απ' τον Ηλιούσετσκα, το αγαθό αγόρι, το καλό αγόρι, το ακριβό για μας αγόρι στον αιώνα τον άπαντα! Who then united us in this good and beautiful feeling that we will always remember? Who else if not Hiliousetska, the good boy, the kind boy, the dear to us boy for all eternity! Ας μην τον ξεχάσουμε ποτέ λοιπόν, αιωνία του και καλή η μνήμη στις καρδιές μας, από τώρα και στον αιώνα τον άπαντα! ||||||eternal||||||||||||||| Let us never forget him, therefore, may his memory be eternal and good in our hearts, from now on and for all eternity!

— Έτσι, έτσι, αιωνία, αιωνία, φωνάξανε όλα τ' αγόρια με τις ηχηρές φωνές τους, με συγκινημένα πρόσωπα. ||eternal||||||||||||| — So, so, eternal, eternal, all the boys shouted with their loud voices, with moved faces.

—Ας θυμόμαστε και το πρόσωπό του, και τα ρούχα του και τα φτωχά παπουτσάκια του, και το μικρό του φέρετρο και το δυστυχισμένο αμαρτωλό πατέρα του, και πως αυτός θαρρετά ξεσηκώθηκε να τον υπερασπίσει ενάντια σ' όλη την τάξη! —Let us remember both his face, and his clothes, and his poor little shoes, and his small coffin and his unfortunate sinful father, and how he bravely rose up to defend him against the entire class!

—Ναι, ναι, θα τον θυμόμαστε! —Yes, yes, we will remember him! φώναξαν και πάλι τα παιδιά: the children shouted again:

Ήταν γενναίος, ήταν καλός! He was brave, he was good!

—Αχ, πώς τον αγαπούσα! Ah, how I loved him! αναφώνησε ο Κόλια. exclaimed Kolia.

—Αχ, μικρά μου παιδιά, αχ, καλοί μου φίλοι, μη φοβάστε τη ζωή! —Ah, my little children, ah, my good friends, do not be afraid of life! Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν κάνει κανείς κάτι καλό και δίκαιο! How beautiful life is when one does something good and just!

—Ναι, ναι, επιβεβαίωσαν ενθουσιασμένα τ' αγόρια. —Yes, yes, the boys enthusiastically confirmed.

—Καραμάζοβ, σας αγαπάμε! —Karamazov, we love you! αναφώνησε ασυγκράτητα μια φωνή, ίσως του Καρτάσοβ. an uncontrollable voice exclaimed, perhaps that of Kartasov.

—Σας αγαπάμε, σας αγαπάμε, επανέλαβαν όλοι. —We love you, we love you, everyone repeated.

Σε πολλών τα μάτια λάμπανε δάκρυα. In many eyes, tears sparkled.

—Ζήτω του Καραμάζοβ! Long live the Karamazov! φώναξε ενθουσιασμένα ο Κόλια. shouted Kolya enthusiastically.

—Και αιωνία η μνήμη του νεκρού αγοριού! —And eternal be the memory of the dead boy! με αίσθημα πρόσθεσε πάλι ο Αλιόσα. with feeling added again Alyosha.

—Αιωνία η μνήμη! —Eternal memory! ξαναφώναξαν τ' αγόρια. The boys called out again.

—Καραμάζοβ! —Karamazov! φώναξε ο Κόλια· ώστε στ' αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από νεκροί και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλον, και όλους και τον Ηλιούσετσκα; |||||||||||||rise|||||live again||||||||||||| Kolia shouted; so, does religion really say that we will all rise from the dead and will live again and see each other once more, all of us and Iliushenka?

—Το δίχως άλλο θ' αναστηθούμε, το δίχως άλλο θα τον δούμε, και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλον όλα όσα γίνανε, μισογελώντας μισοενθουσιασμένος απάντησε ο Αλιόσα. |||||||||||||||||||||||half-smiling|half-enthusiastic||| —Without a doubt we will be resurrected, without a doubt we will see him, and joyfully, cheerfully, we will recount to each other everything that happened, half-smiling, half-excited, Alyosha replied.

—Αχ, πόσο όμορφα θα 'ναι τότε! —Oh, how beautiful it will be then! ξέφυγε του Κόλια. Kolia exclaimed.

—Και τώρα λοιπόν ας τελειώσουμε τους λόγους κι ας πάμε στο τραπέζι της παρηγοριάς. —And so now let's finish our words and go to the table of comfort. Μη σας πειράζει που θα φάμε τηγανίτες. Don't mind that we will eat pancakes. Αυτό είναι μια παλιά, αιώνια συνήθεια, έχει κι αυτή τα καλά της, γέλασε ο Αλιόσα. This is an old, eternal habit, it has its good sides too, said Alyosha with a smile. Ε, λοιπόν πάμε! Well then, let's go! Να μας τώρα που πηγαίναμε χέρι με χέρι... Look at us now, going hand in hand...

—Και πάντα έτσι, σ' όλη μας τη ζωή χέρι με χέρι! —And always like this, throughout our whole life hand in hand! Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ακόμα μια φορά ενθουσιασμένα ο Κόλια κι ακόμα μια φορά τ' αγόρια επανέλαβαν την κραυγή του. Kolia called out enthusiastically one more time, and once again the boys echoed his shout.

ΤΕΛΟΣ THE END