×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 06. ΣΤ'. Ο γάμος

06. ΣΤ'. Ο γάμος

Ο Αλέξιος πήγε ίσια στο δωμάτιο της Θέκλας. Τη βρήκε μόνη.

— Θέκλα, της είπε χωρίς προοίμια, φεύγω κι έρχομαι να σε αποχαιρετήσω.

Την ήξερε παλικάρι και τη μεταχειριζόταν έτσι, ξέροντας πως θα καταλάβαινε αυτή τι θα πει καθήκον και δε θα τον αδυνάτιζε με κλάματα και απελπισίες.

— Πού πας; ρώτησε κείνη κάπως ξαφνισμένη.

— Δε μπορώ να σου πω, είναι μυστικό. Δεν πρέπει να ξέρεις.

— Και πότε φεύγεις;

— Απόψε.

Η Θέκλα σκέφθηκε λίγο. Ύστερα είπε:

— Δε θέλεις πρώτα να γίνει ο γάμος μας;

— Πώς; ρώτησε ο Αλέξιος. Φεύγω απόψε, Θέκλα. Τι ώρα θα γίνει γάμος στο παλάτι;

— Αμέσως μπορεί να γίνει, φθάνει να το θέλεις. Και όπου κι αν πας θα σε ακολουθήσω.

Μια στιγμή του ήλθε πειρασμός να δεχθεί τη γενναία της πρόταση. Συλλογίστηκε όμως όλες τις δυσκολίες του δρόμου, την κούραση, τους κινδύνους και της είπε τους φόβους του.

— Εγώ δε φοβούμαι, είπε η Θέκλα. Μην ξεχνάς πως δεν έζησα πάντα στο παλάτι, πως έμαθα από κούραση και κακοπέραση.

— Το ξέρω, είπε συγκινημένος ο Αλέξιος, και θα μπορούσες ίσως να με βοηθήσεις πολύ για να επιτύχω το σκοπό μου. Σε ξέρω γυναίκα με καρδιά και κεφάλι. Μα το ταξίδι είναι δύσκολο… και ίσως επικίνδυνο, Θέκλα, πρόσθεσε.

Η Θέκλα χαμογέλασε.

— Ακόμα περισσότερο λοιπόν, σου ζητώ να με πάρεις μαζί σου, είπε.

Μα ο Αλέξιος επέμεινε στην άρνηση του. Όχι. Όσο περισσότερο έβλεπε τη μεγάλη της ψυχή, τόσο λιγότερο αποφάσιζε να την τραβήξει σε τόσους κινδύνους που και ο ίδιος ίσως δε μπορούσε να τους υπολογίσει, μη γνωρίζοντας τους τόπους που θα περνούσε.

Η Θέκλα τον είδε αποφασισμένο και δεν επέμεινε περισσότερο.

— Τουλάχιστον να γίνει ο γάμος μας, είπε πάλι. Αυτό τι σε πειράζει; Ύστερα φεύγεις.

Ο Αλέξιος δεν είχε κανένα σοβαρό λόγο να της το αρνηθεί. Θα τους στεφάνωνε αμέσως ένας παπάς του παλατιού και θα έφευγε ύστερα.

Είπε όμως πως θέλει τον Ασώτη να παραβρεθεί και αυτός στο γάμο του, και πήγε να τον βρει.

Μόλις βγήκε ο Αλέξιος, η Θέκλα έτρεξε στα δωμάτια της Αυτοκράτειρας, όπου έμπαινε κι έβγαινε ελεύθερα.

Η Ελένη ήταν μόνη.

Καθισμένη στο παράθυρο της κοίταζε μελαγχολικά τα καΐκια που πήγαιναν κι έρχουνταν στα νερά του Βοσπόρου. Ήταν λυπημένη η Αυγούστα, γιατί η μεγάλη της κόρη, η Ευδοξία, γύρευε να πάει στο μοναστήρι. Με όλη της την ευλάβεια, η καρδιά της μάτωνε άμα συλλογιζόταν πως θα έχανε σε λίγο τη γλυκιά της κόρη, που ήταν η αγαπημένη της.

Η Θέκλα ρίχθηκε στα πόδια της.

— Αυγούστα, βοήθησέ με! φώναξε με πάθος. Σε σένα βάζω όλες μου τις ελπίδες.

Η βασίλισσα αγαπούσε με ιδιαίτερη αγάπη τη νέα Γαλαξειδιώτισσα. Απαλά-απαλά πέρασε τα όμορφα άσπρα χέρια της μέσα στα σγουρά μαλλιά της κόρης.

— Λέγε, παιδί μου, είπε μ' εκείνο το γλυκό χαμόγελο που άφησε εποχή στο παλάτι, και που την είχε κάνει τόσο αγαπητή, ώστε όταν πέθανε, χρόνια ακόμα, όλοι τη θυμούνταν σαν Αγία. Λέγε. Ξέρεις πως για σένα θα κάμω ό,τι περνά από το χέρι μου.

Για ν' ακούσει τα παράπονα του κοριτσιού είχε παραμερίσει τις δικές της σκέψεις και πίκρες.

Η Θέκλα κάθησε στα πόδια της, πήρε το χέρι της και το φίλησε και ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα της Ελένης.

— Αυγούστα, ο Αλέξιος φεύγει απόψε…

— Φεύγει;… Να πάει πού; ρώτησε ξαφνισμένη η Βασίλισσα.

— Δε μου το είπε, μα φεύγει με διαταγή του Αυτοκράτορα… Και θέλω να φύγω μαζί του.

Η Ελένη πήρε το πρόσωπο της κόρης στα δυο της χέρια, το σήκωσε και την κοίταξε.

— Θέλεις να φύγεις;

— Ναι, Αυγούστα.

Τα μάτια της Θέκλας έλεγαν θέληση και θάρρος, και η Βασίλισσα που θυμήθηκε τη διαγωγή της στο Γαλαξείδι, τη γενναιότητα της και την αντρίκεια σχεδόν θέληση της, δε βρήκε στη λυπημένη της καρδιά μια λέξη για να τη σταματήσει.

— Να φύγεις, παιδί μου, της είπε. Μα να στεφανωθείς πρώτα.

Η Θέκλα άρπαξε τα χέρια της και τα φίλησε με συγκίνηση.

— Αυγούστα, δεν τελειώνει εκεί η χάρη που σου ζητώ, είπε. Ο Αλέξιος δε δέχεται την πρόταση μου, φοβάται την κούραση του δρόμου για μένα, γιατί είμαι, λέγει, γυναίκα. Ξεχνά πως είμαι Γαλαξειδιώτισσα.

— Λοιπόν;

Σήκωσε το κεφάλι της η Θέκλα και κοίταξε τη Βασίλισσα στο πρόσωπο.

— Λοιπόν, θα φύγω μυστικά, είπε ήσυχα, μα με τέτοια απόφαση που η Βασίλισσα ταράχθηκε.

Ένα λεπτό κοίταξε το χλωμό κορίτσι και απόρησε πώς τόση δύναμη κρυβόταν σ' αυτό το λεπτό κοριτσίστικο κορμί.

Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο.

— Φώναξε την Αναστάσω, είπε, κι έννοια σου. Πήγαινε να ετοιμαστείς. Θα έλθω σε λίγο στα δωμάτια σου, όπου θα σε στεφανώσω εγώ.

Την κοίταξε η Θέκλα με κάποια ανησυχία.

Η Αυγούστα γέλασε και χάιδεψε το μάγουλό της.

— Έννοια σου, η Αναστάσω θα κάνει με τρόπο ώστε όταν ανέβει ο Αλέξιος στο πλοίο να βρει έξαφνα ένα σύντροφο που δεν τον περιμένει. Πήγαινε κι έχε εμπιστοσύνη στα λόγια μου.

Η Αναστάσω ήταν η παραμάνα της Αυτοκράτειρας και ως το θάνατο αφοσιωμένη σ' αυτήν. Η Θέκλα το ήξερε, και ήσυχη τώρα που είχε την υπόσχεση της Ελένης πήγε να ετοιμαστεί για το βιαστικό και κρυφό της ταξίδι.

Στο μεταξύ ο Αλέξιος είχε βρει τον Ασώτη στα δωμάτιά του.

— Ασώτη, είπε, φεύγω απόψε.

— Φεύγεις; Έτσι ξαφνικά;

— Δε σου είπε τίποτα ο Αυτοκράτορας;

Ο Ασώτης τον κοίταξε μια στιγμή και κατάλαβε.

— Πας στο Δυρράχιο;

— Ναι! Ήλθα να σου ζητήσω το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου.

Πήρε ο Ασώτης το δαχτυλίδι από το χέρι του και το πέρασε στο δάχτυλο του φίλου του.

— Θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου, είπε με συγκίνηση.

Ο Αλέξιος ήταν ο ίδιος πολύ συγκινημένος.

— Δεν είναι μόνο αυτό που έχω να σου πω. Ήλθα και να σε παρακαλέσω να παραβρεθείς στο γάμο μου. Παντρεύομαι απόψε.

— Πώς αυτό; ρώτησε σαστισμένος ο Ασώτης.

— Το ζήτησε η Θέκλα και δεν μπόρεσα να της το αρνηθώ. Θα έλθεις;

— Εννοείται!

— Θα με βρεις στα δωμάτια της Θέκλας, είπε ο Αλέξιος. Αμέσως μετά την ευλογία του γάμου θα φύγω.

— Ο Θεός μαζί σου, Αλέξιε! Και καλή αντάμωση πάλι.

Λίγη ώρα αργότερα, όλοι βρίσκουνταν μαζεμένοι στη φωτισμένη κάμαρα της Θέκλας.

Η Αυτοκράτειρα η ίδια βάσταξε τα χρυσά στέφανα στο κεφάλι του γαμπρού και της νύφης.

Ο Ασώτης και η γυναίκα του άκουαν μ' ευλάβεια τις ευχές που διάβαζε αργά, με συγκινημένη φωνή, ο ιδιαίτερος πνευματικός της Βασίλισσας. Ποτέ ακόμα στο παλάτι δεν είχε γίνει πιο απλός και πιο συγκινητικός γάμος.

Αφού τελείωσε το μυστήριο, η Αυτοκράτειρα φίλησε τρυφερά τη νύφη. Πήρε από το λαιμό της μια χρυσή αλυσίδα, όπου κρέμουνταν ένας σταυρός στολισμένος με πολύτιμα μαργαριτάρια, και την πέρασε στο λαιμό της Θέκλας.

— Έχει τίμιο ξύλο μέσα, είπε. Θα σε φυλάξει από κάθε κακό.

Ο Ασώτης έσφιξε το φίλο του στην αγκαλιά του. Ως δώρο κι ενθύμιο του έδωσε το πολύτιμο μαχαίρι που, πεθαίνοντας, είχε συλλογιστεί να του στείλει ο πατέρας του με την τελευταία του ευχή.

— Πάρε το, του είπε. Είναι το πολυτιμότερο πράμα που έχω. Στη δύσκολη αποστολή που αναλαμβάνεις να εκτελέσεις θα έλθει καμιά ώρα που θα χρειαστείς έναν τέτοιο φίλο. Αυτός ξέρει να σε προστατεύσει, να σ' εκδικήσει και στην ανάγκη να σώσει και την τιμή σου.

Ένας αξιωματικός σήκωσε τη χρυσοκέντητη κουρτίνα της πόρτας και χαιρέτησε τον Αλέξιο.

— Το άλογο είναι έτοιμο, είπε.

Ο Αλέξιος προσκύνησε την Αυτοκράτειρα και φίλησε το χέρι που του έτεινε. Ύστερα αποχαιρέτησε τον Ασώτη και τη γυναίκα του.

Τα χείλη του έτρεμαν, ήταν χλωμός, φαίνουνταν ταραγμένος. Όλοι γύρω του ήταν επίσης συγκινημένοι. Μόνη η Θέκλα έμοιαζε ήσυχη.

Την πήρε στην αγκαλιά του, τη φίλησε σφιχτά, και χωρίς να πει λέξη βγήκε από το δωμάτιο με τον αξιωματικό που τον συνόδευε ως έξω. Εκεί, ένας σταβλίτης περίμενε με το άλογο.

Ο Αλέξιος καβαλίκεψε, έσφιξε το χέρι του αξιωματικού και κέντησε τα πλευρά του ζώου του. Ήθελε να είναι μόνος.

Περνώντας κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα της Θέκλας σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πάνω.

Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ το παλάτι αυτό όπου τώρα τον περίμενε η Θέκλα, η γυναίκα του;

Πήγε στο αρχηγείο, όπου παρέλαβε τα γράμματα που τον έδειχναν δήθεν Βούλγαρο και το πιστοποιητικό έγγραφο με την αυτοκρατορική βούλα, που θα του χρησίμευε να περνά ελεύθερα από κάθε Βυζαντινό σταθμό που θ' απαντούσε στο δρόμο του. Παρέλαβε και μια ζώνη πέτσινη, γεμάτη χρήματα για το ταξίδι του, και την έζωσε κάτω από τα ρούχα του.

Από κει κατέβηκε στον Κεράτιο όπου στο περιγιάλι τον περίμενε ένα καΐκι.

Μελαγχολικά και σιωπηλά τράβηξε για το βασιλικό δρόμωνα.

Τα κουπιά βουτούσαν σιγαλά στα ήσυχα νερά, και ο Αλέξιος γύρευε να πάρει μέσα του με μια ματιά την εικόνα όλη της Επταλόφου.

Το φεγγάρι μόλις σηκώνουνταν εκείνη την ώρα και οι πρώτες του ακτίνες λοξόπεφταν στον ολόχρυσο τρούλο της Αγια - Σοφιάς, όπου δέσποζε ο χρυσός σταυρός με τ ' απλωμένα χέρια του σα να ευλογούσε την Πρωτεύουσα.

Του φάνηκε του Αλέξιου σα φωτεινή ελπίδα που έλαμπε στη σκοτεινή νύχτα της αποστολής του. Έκανε το σταυρό του και ψιθύρισε.

— Με τη βοήθεια Σου, Κύριε, θα φθάσω.

Μα τα μάτια του ξαναγύριζαν πάντα στο παλάτι του Βουκολέοντος, στο φωτισμένο παράθυρο της αγαπημένης του…

Θα την ξανάβλεπε πια άραγε;

Απομακρύνουνταν το καΐκι κι ο Αλέξιος κοίταζε με αγάπη την πόλη, τ ' άπειρα σπίτια σκαρφαλωμένα στους λόφους με τ' αμέτρητα τους φώτα που τρεμούλιαζαν στα κοιμισμένα νερά του Κερατίου κόλπου, σα χίλια - μύρια άστρα πεσμένα από τον ουρανό…

— Πατρίδα! ψιθύρισε, γλυκιά πατρίδα, τι όμορφη που είσαι!

Την άφηνε για μια μεγάλη και ιερή αποστολή, απ' όπου ίσως δε θα γύριζε ποτέ. Από τη Θεσσαλονίκη και πέρα οι δρόμοι βρίσκουνταν στα χέρια των εχθρών, οι Βούλγαροι ήταν παντού, εδώ τη μια μέρα, εκεί την άλλη, φεύγοντας όπου παρουσιάζουνταν οι Βυζαντινοί και ξεμυτίζοντας πάλι μόλις είχαν γυρίσει αυτοί τη ράχη.

Η ιδέα του κινδύνου έξαφνα άναψε τον Αλέξιο. Τον έπιασε ανυπομονησία να φθάσει στη Θεσσαλονίκη όπου θα ξεμπαρκάριζε, για να εξακολουθήσει από τη στεριά το ταξίδι του. Ήθελε να κουνηθεί, να ενεργήσει, να δει τον κίνδυνο στο πρόσωπο και να τον νικήσει.

— Πρέπει να φθάσω! σκέφθηκε. Και θα φθάσω. Αλλιώς δεν αξίζω την εμπιστοσύνη του Βασιλέα μου.

Το καΐκι σίμωσε στο δρόμωνα και ο Αλέξιος πήδησε γοργά στο πλοίο. Δυνατά, ευγενικά αισθήματα φούσκωναν την καρδιά του.

— Η Θέκλα θα είναι τόσο περήφανη σα γυρίσω, σκέφθηκε.

Και όλη του η μελαγχολία έσβησε. Η επιτυχία τού φάνηκε ασφαλισμένη, αφού τόσο την ήθελε.

Γύρισε να δώσει τη διαταγή να σηκώσουν το καΐκι στο δρόμωνα, όταν έξαφνα δυο χέρια τον αγκάλιασαν κι ένα γυναικείο γέλιο κελάιδησε στο αυτί του.

Ξαφνίστηκε, έκανε ένα βήμα πίσω, μα τα χέρια δεν τον άφηναν, και το γλυκό γέλιο εξακολουθούσε.

— Θέκλα! φώναξε αναγνωρίζοντας το πρόσωπο της στο φως της σελήνης που λίγο-λίγο ανέβαινε.

— Δε μου ξεφεύγεις πια! Βλέπεις, ό,τι θέλει η γυναίκα το καταφέρνει πάντα, είπε χαρούμενη η Θέκλα. Τώρα διώξε με, αν μπορείς.

— Όχι, δε σε διώχνω, είπε με συγκίνηση ο Αλέξιος. Μα ξέρεις τι κάνεις;

— Το ξέρω και το θέλω.

— Συλλογίσου το δρόμο που έχομε να περάσομε… και σταμάτησε χωρίς να πει όνομα χώρας.

— Από τη Θεσσαλονίκη ως το Δυρράχιο, ψιθύρισε η Θέκλα στο αυτί του, για να μην τ' ακούσει άλλος κανένας. Βλέπεις, το κατάλαβα!

— Μα είσαι γυναίκα νέα, αδύνατη… Πώς θα περάσεις από τόση κούραση…

— Είμαι Γαλαξειδιώτισσα, είπε ζωηρά η Θέκλα. Οι Γαλαξειδιώτισσες δε φοβούνται από τέτοια. Έλα δώσε τις διαταγές σου. Κοίταξε, ο πλοίαρχος περιμένει για να κάνει πανιά.

— Μα η Αυγούστα τι θα πει; ρώτησε πάλι ο Αλέξιος καταφεύγοντας στο τελευταίο του επιχείρημα.

Ξέσπασε πάλι το γέλιο της Θέκλας.

— Η Αυγούστα; Εκείνη μ' έστειλε κρυφά εδώ. Κι επειδή δε θα με δέχουνταν ο πλοίαρχος έστειλε μαζί μου την πιστή της Αναστάσω κι έναν αξιωματικό που φρόντισε για το διαβατήριο μου. Έχεις καμιάν άλλην αντίρρηση;

Και γελούσε, γελούσε με όλη της την καρδιά. Ο Αλέξιος δε βάσταξε πια.

— «Ερρίφθη ο κύβος!», είπε νικημένος. Ίσως είναι για καλύτερο.

Κι έδωσε στον πλοίαρχο τη διαταγή να σαλπάρει.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

06. ΣΤ'. Ο γάμος text06

Ο Αλέξιος πήγε ίσια στο δωμάτιο της Θέκλας. The|Alexios|went|straight|to the|room|of|Thekla Alexios went straight to Thekla's room. Τη βρήκε μόνη. She|found|alone He found her alone.

— Θέκλα, της είπε χωρίς προοίμια, φεύγω κι έρχομαι να σε αποχαιρετήσω. Thekla|to her|said|without|preambles|I leave|and|I come|to|to you|say goodbye — Thekla, he said to her without preamble, I am leaving and coming to say goodbye to you.

Την ήξερε παλικάρι και τη μεταχειριζόταν έτσι, ξέροντας πως θα καταλάβαινε αυτή τι θα πει καθήκον και δε θα τον αδυνάτιζε με κλάματα και απελπισίες. her|knew|young man|and|her|treated|like this|knowing|that|would|understand|she|what|would|say|duty|and|not|would|him|weaken|with|tears|and|despair He knew her well and treated her this way, knowing that she would understand what duty meant and would not weaken him with tears and despair.

— Πού πας; ρώτησε κείνη κάπως ξαφνισμένη. Where|are you going|asked|she|somewhat|surprised — Where are you going? she asked somewhat surprised.

— Δε μπορώ να σου πω, είναι μυστικό. I can't|can|to|to you|tell|it is|secret — I can't tell you, it's a secret. Δεν πρέπει να ξέρεις. Not|should|to|know You must not know.

— Και πότε φεύγεις; And|when|do you leave — And when are you leaving?

— Απόψε. Tonight — Tonight.

Η Θέκλα σκέφθηκε λίγο. The|Thekla|thought|a little Thekla thought for a moment. Ύστερα είπε: Then|he said Then she said:

— Δε θέλεις πρώτα να γίνει ο γάμος μας; Do not|you want|first|to|happen|the|marriage|our — Don't you want our wedding to happen first?

— Πώς; ρώτησε ο Αλέξιος. How|asked|the|Alexios — How? asked Alexios. Φεύγω απόψε, Θέκλα. I leave|tonight|Thekla I am leaving tonight, Thekla. Τι ώρα θα γίνει γάμος στο παλάτι; What|time|will|take place|wedding|at the|palace What time will the wedding take place at the palace?

— Αμέσως μπορεί να γίνει, φθάνει να το θέλεις. Immediately|can|to|happen|as long as|to|it|want — It can happen immediately, as long as you want it. Και όπου κι αν πας θα σε ακολουθήσω. And|wherever|also|if|you go|will|you|follow And wherever you go, I will follow you.

Μια στιγμή του ήλθε πειρασμός να δεχθεί τη γενναία της πρόταση. A|moment|to him|came|temptation|to|accept|the|brave|her|proposal For a moment, he was tempted to accept her brave proposal. Συλλογίστηκε όμως όλες τις δυσκολίες του δρόμου, την κούραση, τους κινδύνους και της είπε τους φόβους του. He thought about|but|all|the|difficulties|of his|journey|her|fatigue|the|dangers|and|to her|he told|the|fears|of his However, he thought about all the difficulties of the road, the fatigue, the dangers, and he told her his fears.

— Εγώ δε φοβούμαι, είπε η Θέκλα. I|not|fear|said|the|Thekla — I am not afraid, said Thekla. Μην ξεχνάς πως δεν έζησα πάντα στο παλάτι, πως έμαθα από κούραση και κακοπέραση. Don't|forget|that|not|lived|always|in the|palace|that|I learned|from|hard work|and|hardship Don't forget that I haven't always lived in the palace, that I learned from fatigue and hardship.

— Το ξέρω, είπε συγκινημένος ο Αλέξιος, και θα μπορούσες ίσως να με βοηθήσεις πολύ για να επιτύχω το σκοπό μου. The|I know|he said|moved|the|Alexios|and|will|you could|perhaps|to|me|help|a lot|in order to|to|achieve|the|goal|my — I know, said Alexios, moved, and you could perhaps help me a lot to achieve my goal. Σε ξέρω γυναίκα με καρδιά και κεφάλι. I know|you|woman|with|heart|and|mind I know you, woman with a heart and a mind. Μα το ταξίδι είναι δύσκολο… και ίσως επικίνδυνο, Θέκλα, πρόσθεσε. But|the|journey|is|difficult|and|perhaps|dangerous|Thekla|added But the journey is difficult... and perhaps dangerous, Thekla, she added.

Η Θέκλα χαμογέλασε. The|Thekla|smiled Thekla smiled.

— Ακόμα περισσότερο λοιπόν, σου ζητώ να με πάρεις μαζί σου, είπε. Even|more|therefore|to you|I ask|to|me|take|together|with you|he said — Even more so, I ask you to take me with you, she said.

Μα ο Αλέξιος επέμεινε στην άρνηση του. But|the|Alexios|insisted|on the|refusal|his But Alexios insisted on his refusal. Όχι. No No. Όσο περισσότερο έβλεπε τη μεγάλη της ψυχή, τόσο λιγότερο αποφάσιζε να την τραβήξει σε τόσους κινδύνους που και ο ίδιος ίσως δε μπορούσε να τους υπολογίσει, μη γνωρίζοντας τους τόπους που θα περνούσε. As much as|more|saw|her|great|her|soul|so|less|decided|to|her|pull|into|so many|dangers|that|even|he|himself|perhaps|not|could|to|them|calculate|not|knowing|the|places|where|would|pass The more he saw her great soul, the less he decided to drag her into so many dangers that he himself might not even be able to calculate, not knowing the places he would pass through.

Η Θέκλα τον είδε αποφασισμένο και δεν επέμεινε περισσότερο. The|Thekla|him|saw|determined|and|not|insisted|further Thekla saw him determined and did not insist any further.

— Τουλάχιστον να γίνει ο γάμος μας, είπε πάλι. At least|to|happen|the|marriage|our|said|again — At least let our wedding happen, she said again. Αυτό τι σε πειράζει; Ύστερα φεύγεις. This|what|you|bothers|Then|you leave What does that bother you? Then you leave.

Ο Αλέξιος δεν είχε κανένα σοβαρό λόγο να της το αρνηθεί. The|Alexios|not|had|any|serious|reason|to|to her|it|deny Alexios had no serious reason to deny her. Θα τους στεφάνωνε αμέσως ένας παπάς του παλατιού και θα έφευγε ύστερα. (He) will|them|would crown|immediately|a|priest|of the|palace|and|(He) will|would leave|afterwards A priest from the palace would immediately crown them and then leave.

Είπε όμως πως θέλει τον Ασώτη να παραβρεθεί και αυτός στο γάμο του, και πήγε να τον βρει. He said|but|that|wants|the|Asotis|to|attend|and|he|at|wedding|his|and|he went|to|him|find However, he said that he wants Asotis to also attend his wedding, and he went to find him.

Μόλις βγήκε ο Αλέξιος, η Θέκλα έτρεξε στα δωμάτια της Αυτοκράτειρας, όπου έμπαινε κι έβγαινε ελεύθερα. As soon as|left|the|Alexios|the|Thekla|ran|to the|rooms|of the|Empress|where|entered|and|exited|freely As soon as Alexios left, Thekla ran to the Empress's rooms, where she could come and go freely.

Η Ελένη ήταν μόνη. The|Helen|was|alone Eleni was alone.

Καθισμένη στο παράθυρο της κοίταζε μελαγχολικά τα καΐκια που πήγαιναν κι έρχουνταν στα νερά του Βοσπόρου. Sitting|at the|window|her|was looking|melancholically|the|boats|that|were going|and|were coming|in the|waters|of the|Bosporus Sitting by the window, she looked melancholically at the boats that were coming and going in the waters of the Bosphorus. Ήταν λυπημένη η Αυγούστα, γιατί η μεγάλη της κόρη, η Ευδοξία, γύρευε να πάει στο μοναστήρι. It was|sad|the|Augusta|because|the|oldest|her|daughter|the|Evdoxia|wanted|to|go|to the|monastery Augusta was sad because her eldest daughter, Evdoxia, wanted to go to the monastery. Με όλη της την ευλάβεια, η καρδιά της μάτωνε άμα συλλογιζόταν πως θα έχανε σε λίγο τη γλυκιά της κόρη, που ήταν η αγαπημένη της. With|all|her|the|piety|the|heart|her|bled|whenever|thought|that|would|lose|in|a little while|the|sweet|her|daughter|who|was|the|beloved|her With all her piety, her heart bled whenever she thought about losing her sweet daughter, who was her favorite.

Η Θέκλα ρίχθηκε στα πόδια της. The|Thekla|threw herself|at the|feet|her Thekla threw herself at her feet.

— Αυγούστα, βοήθησέ με! Augusta|help me|me — Augusta, help me! φώναξε με πάθος. shouted|with|passion she called out with passion. Σε σένα βάζω όλες μου τις ελπίδες. To|you|I place|all|my|the|hopes I place all my hopes in you.

Η βασίλισσα αγαπούσε με ιδιαίτερη αγάπη τη νέα Γαλαξειδιώτισσα. The|queen|loved|with|special|affection|the|new|Galaxidi woman The queen loved the young Galaxidi girl with a special affection. Απαλά-απαλά πέρασε τα όμορφα άσπρα χέρια της μέσα στα σγουρά μαλλιά της κόρης. ||she passed|the|beautiful|white|hands|her|inside|in the|curly|hair|her|daughter Gently, she ran her beautiful white hands through the curly hair of the girl.

— Λέγε, παιδί μου, είπε μ' εκείνο το γλυκό χαμόγελο που άφησε εποχή στο παλάτι, και που την είχε κάνει τόσο αγαπητή, ώστε όταν πέθανε, χρόνια ακόμα, όλοι τη θυμούνταν σαν Αγία. Say|child|my|he said||that|the|sweet|smile|that|left|era|in the|palace|and|that|her|had|made|so|beloved|so that|when|she died|years|still|everyone|her|remembered|as|Saint — Speak, my child, she said with that sweet smile that left a mark in the palace, and which had made her so beloved that when she died, for years to come, everyone remembered her as a Saint. Λέγε. Speak Speak. Ξέρεις πως για σένα θα κάμω ό,τι περνά από το χέρι μου. You know|that|for|you|will|do|whatever|passes|from|the|hand|my You know that I will do everything in my power for you.

Για ν' ακούσει τα παράπονα του κοριτσιού είχε παραμερίσει τις δικές της σκέψεις και πίκρες. To||hear|the|complaints|of the|girl|she had|set aside|the|her|(possessive pronoun)|thoughts|and|sorrows To hear the girl's complaints, she had set aside her own thoughts and sorrows.

Η Θέκλα κάθησε στα πόδια της, πήρε το χέρι της και το φίλησε και ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα της Ελένης. The|Thekla|sat|on|feet|her|took|the|hand|her|and|it|kissed|and|rested|the|head|her|on|knees|her|Eleni Thethekla sat at her feet, took her hand and kissed it, and rested her head on Helen's knees.

— Αυγούστα, ο Αλέξιος φεύγει απόψε… Augusta|the|Alexios|leaves|tonight — Augusta, Alexios is leaving tonight…

— Φεύγει;… Να πάει πού; ρώτησε ξαφνισμένη η Βασίλισσα. He leaves|to|go|where|asked|surprised|the|Queen — Is he leaving?… Where is he going? asked the Queen, surprised.

— Δε μου το είπε, μα φεύγει με διαταγή του Αυτοκράτορα… Και θέλω να φύγω μαζί του. not|to me|it|told|but|he leaves|with|order|of|Emperor|And|I want|to|leave|together|him — He didn't tell me, but he is leaving on the Emperor's orders… And I want to leave with him.

Η Ελένη πήρε το πρόσωπο της κόρης στα δυο της χέρια, το σήκωσε και την κοίταξε. The|Helen|took|the|face|of her|daughter|in|two|her|hands|it|lifted|and|her|looked Helen took her daughter's face in her hands, lifted it, and looked at her.

— Θέλεις να φύγεις; Do you want|to|leave — Do you want to leave?

— Ναι, Αυγούστα. Yes|Augusta — Yes, Augusta.

Τα μάτια της Θέκλας έλεγαν θέληση και θάρρος, και η Βασίλισσα που θυμήθηκε τη διαγωγή της στο Γαλαξείδι, τη γενναιότητα της και την αντρίκεια σχεδόν θέληση της, δε βρήκε στη λυπημένη της καρδιά μια λέξη για να τη σταματήσει. The|eyes|of|Thekla|said|will|and|courage|and|the|Queen|who|remembered|her|behavior|of|in|Galaxidi|her|bravery|of|and|the|manly|almost|will|of|not|found|in the|sad|her|heart|a|word|to|to|her|stop The eyes of Thekla spoke of will and courage, and the Queen, who remembered her behavior in Galaxidi, her bravery and her almost manly will, found no word in her sad heart to stop her.

— Να φύγεις, παιδί μου, της είπε. To|leave|child|my|to her|said — Leave, my child, she said. Μα να στεφανωθείς πρώτα. But|to|be crowned|first But first, you must be crowned.

Η Θέκλα άρπαξε τα χέρια της και τα φίλησε με συγκίνηση. The|Thekla|grabbed|the|hands|her|and|the|kissed|with|emotion Thekla grabbed her hands and kissed them with emotion.

— Αυγούστα, δεν τελειώνει εκεί η χάρη που σου ζητώ, είπε. Augusta|not|ends|there|the|favor|that|to you|I ask|he said — Augusta, the grace I ask of you does not end there, she said. Ο Αλέξιος δε δέχεται την πρόταση μου, φοβάται την κούραση του δρόμου για μένα, γιατί είμαι, λέγει, γυναίκα. The|Alexios|not|accepts|the|proposal|my|fears|the|fatigue|of the|road|for|me|because|I am|he says|woman Alexios does not accept my proposal, he fears the fatigue of the road for me, because I am, he says, a woman. Ξεχνά πως είμαι Γαλαξειδιώτισσα. He/She forgets|that|I am|from Galaxidi He forgets that I am from Galaxidi.

— Λοιπόν; Well — So?

Σήκωσε το κεφάλι της η Θέκλα και κοίταξε τη Βασίλισσα στο πρόσωπο. She raised|the|head|her|the|Thekla|and|looked|the|Queen|in the|face Thekla raised her head and looked the Queen in the face.

— Λοιπόν, θα φύγω μυστικά, είπε ήσυχα, μα με τέτοια απόφαση που η Βασίλισσα ταράχθηκε. ||||||||such a|||||was disturbed — So, I will leave secretly, she said quietly, but with such determination that the Queen was disturbed.

Ένα λεπτό κοίταξε το χλωμό κορίτσι και απόρησε πώς τόση δύναμη κρυβόταν σ' αυτό το λεπτό κοριτσίστικο κορμί. One|thin|looked|the|pale|girl|and|wondered|how|so much|strength|was hidden||this|the|thin|girlish|body For a moment, he looked at the pale girl and wondered how so much strength was hidden in this slender girlish body.

Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο. Then|he/she bent down|and|her|kissed|on the|forehead Then he leaned down and kissed her on the forehead.

— Φώναξε την Αναστάσω, είπε, κι έννοια σου. Call|the|Anastasia|he said|and|worry|your — Call Anastasios, he said, and don't worry. Πήγαινε να ετοιμαστείς. Go|to|get ready Go get ready. Θα έλθω σε λίγο στα δωμάτια σου, όπου θα σε στεφανώσω εγώ. I will|come|in|a little|to the|rooms|your|where|I will|you|crown|I I will come to your rooms shortly, where I will crown you myself.

Την κοίταξε η Θέκλα με κάποια ανησυχία. Her|looked at|the|Thekla|with|some|worry Thekla looked at her with some concern.

Η Αυγούστα γέλασε και χάιδεψε το μάγουλό της. The|Augusta|laughed|and|stroked|the|cheek|her Augusta laughed and caressed her cheek.

— Έννοια σου, η Αναστάσω θα κάνει με τρόπο ώστε όταν ανέβει ο Αλέξιος στο πλοίο να βρει έξαφνα ένα σύντροφο που δεν τον περιμένει. your concern|to you|the|Anastaso|will|do|in a|way|so that|when|boards|the|Alexios|on the|ship|to|find|suddenly|a|companion|who|not|him|expects — Don't worry, Anastasia will make sure that when Alexios boards the ship, he suddenly finds a companion he wasn't expecting. Πήγαινε κι έχε εμπιστοσύνη στα λόγια μου. Go|and|have|trust|in the|words|my Go and trust my words.

Η Αναστάσω ήταν η παραμάνα της Αυτοκράτειρας και ως το θάνατο αφοσιωμένη σ' αυτήν. The|Anastasia|was|the|wet nurse|of|Empress|and|until|the|death|devoted||her Anastasia was the Empress's wet nurse and devoted to her until death. Η Θέκλα το ήξερε, και ήσυχη τώρα που είχε την υπόσχεση της Ελένης πήγε να ετοιμαστεί για το βιαστικό και κρυφό της ταξίδι. The|Thekla|it|knew|and|calm|now|that|had|the|promise|of|Helen|she went|to|prepare|for|the|hasty|and|secret|of|journey Thekla knew it, and now calm with Elena's promise, she went to prepare for her hasty and secret journey.

Στο μεταξύ ο Αλέξιος είχε βρει τον Ασώτη στα δωμάτιά του. In|the meantime|the|Alexios|had|found|the|Asotis|in|his rooms|him Meanwhile, Alexios had found Asotis in his rooms.

— Ασώτη, είπε, φεύγω απόψε. Asoti|he said|I leave|tonight — Asotis, he said, I am leaving tonight.

— Φεύγεις; Έτσι ξαφνικά; Are you leaving|like this|suddenly — Leaving? Just like that?

— Δε σου είπε τίποτα ο Αυτοκράτορας; Not|to you|said|anything|the|Emperor — Didn't the Emperor tell you anything?

Ο Ασώτης τον κοίταξε μια στιγμή και κατάλαβε. The|Asotis|him|looked|a|moment|and|understood The Asotis looked at him for a moment and understood.

— Πας στο Δυρράχιο; Do you go|to|Durrës — Are you going to Dyrrachium?

— Ναι! — Yes! Ήλθα να σου ζητήσω το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου. I came|to|you|ask|the|ring|of|Chrysilios I came to ask you for the ring of Chrysilius.

Πήρε ο Ασώτης το δαχτυλίδι από το χέρι του και το πέρασε στο δάχτυλο του φίλου του. The Asotis took|the|Asotis|the|ring|from|the|hand|his|and|the|passed|to the|finger|his|friend|his The Asotis took the ring from his hand and put it on his friend's finger.

— Θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου, είπε με συγκίνηση. I would|like|to|be|in|position|your|he said|with|emotion — I wish I were in your position, he said with emotion.

Ο Αλέξιος ήταν ο ίδιος πολύ συγκινημένος. The|Alexios|was|the|same|very|moved Alexios was also very moved.

— Δεν είναι μόνο αυτό που έχω να σου πω. It is not|only|this|what|that|I have|to|you| — It's not just this that I have to tell you. Ήλθα και να σε παρακαλέσω να παραβρεθείς στο γάμο μου. I came|and|to|you|ask|to|attend|at|wedding|my I also came to ask you to attend my wedding. Παντρεύομαι απόψε. I marry|tonight I am getting married tonight.

— Πώς αυτό; ρώτησε σαστισμένος ο Ασώτης. How|this|asked|bewildered|the|Asotis — How so? asked the bewildered Asotis.

— Το ζήτησε η Θέκλα και δεν μπόρεσα να της το αρνηθώ. The|asked|the|Thekla|and|not|I could|to|to her|it|deny — Thekla asked for it and I couldn't refuse her. Θα έλθεις; Will|you come Will you come?

— Εννοείται! Of course — Of course!

— Θα με βρεις στα δωμάτια της Θέκλας, είπε ο Αλέξιος. You will|me|find|in the|rooms|of|Thekla|said|the|Alexios — You will find me in Thekla's rooms, said Alexios. Αμέσως μετά την ευλογία του γάμου θα φύγω. Immediately|after|the|blessing|of|marriage|will|leave Right after the wedding blessing, I will leave.

— Ο Θεός μαζί σου, Αλέξιε! The|God|with|you|Alexei — God be with you, Alexios! Και καλή αντάμωση πάλι. And|good|reunion|again And may we meet again.

Λίγη ώρα αργότερα, όλοι βρίσκουνταν μαζεμένοι στη φωτισμένη κάμαρα της Θέκλας. A little|hour|later|everyone|were|gathered|in the|lit|room|of|Thekla A little while later, everyone was gathered in Thekla's well-lit room.

Η Αυτοκράτειρα η ίδια βάσταξε τα χρυσά στέφανα στο κεφάλι του γαμπρού και της νύφης. The|Empress|the|herself|held|the|golden|crowns|on the|head|of the|groom|and|of the|bride The Empress herself held the golden crowns on the heads of the groom and the bride.

Ο Ασώτης και η γυναίκα του άκουαν μ' ευλάβεια τις ευχές που διάβαζε αργά, με συγκινημένη φωνή, ο ιδιαίτερος πνευματικός της Βασίλισσας. The|Asotis|and|the|woman|his|listened||reverence|the|prayers|that|read|slowly|with|moved|voice|the|private|spiritual|of|Queen The Ascetic and his wife listened with reverence to the prayers that were read slowly, in a moved voice, by the Queen's personal spiritual advisor. Ποτέ ακόμα στο παλάτι δεν είχε γίνει πιο απλός και πιο συγκινητικός γάμος. Never|even|in the|palace|not|had|become|more|simple|and|more|moving|wedding Never before had there been a simpler and more touching wedding in the palace.

Αφού τελείωσε το μυστήριο, η Αυτοκράτειρα φίλησε τρυφερά τη νύφη. After|finished|the|ceremony|the|Empress|kissed|tenderly|the|bride After the ceremony was over, the Empress tenderly kissed the bride. Πήρε από το λαιμό της μια χρυσή αλυσίδα, όπου κρέμουνταν ένας σταυρός στολισμένος με πολύτιμα μαργαριτάρια, και την πέρασε στο λαιμό της Θέκλας. She took|from|the|neck|her|a|golden|chain|where|hung|a|cross|adorned|with|precious|pearls|and|her|put|around|neck|her|Thekla She took a golden chain from around her neck, from which hung a cross adorned with precious pearls, and placed it around Thekla's neck.

— Έχει τίμιο ξύλο μέσα, είπε. It has|honest|wood|inside|he said — It has noble wood inside, she said. Θα σε φυλάξει από κάθε κακό. It will protect you from all evil.

Ο Ασώτης έσφιξε το φίλο του στην αγκαλιά του. The|Asotis|hugged|the|friend|his|in the|embrace|his The Outcast hugged his friend tightly. Ως δώρο κι ενθύμιο του έδωσε το πολύτιμο μαχαίρι που, πεθαίνοντας, είχε συλλογιστεί να του στείλει ο πατέρας του με την τελευταία του ευχή. As|a gift|and|a memento|to him|he gave|the|precious|knife|that|dying|he had|thought|to|to him|send|the|father|his|with|the|last|his|wish As a gift and keepsake, he gave him the precious knife that, while dying, he had thought to send him with his father's last wish.

— Πάρε το, του είπε. Take|it|to him|said — Take it, he said. Είναι το πολυτιμότερο πράμα που έχω. It is|the|most precious|thing|that|I have It is the most precious thing I have. Στη δύσκολη αποστολή που αναλαμβάνεις να εκτελέσεις θα έλθει καμιά ώρα που θα χρειαστείς έναν τέτοιο φίλο. In the|difficult|mission|that|you undertake|to|execute|will|come|any|time|that|will|need|a|such|friend In the difficult mission you are about to undertake, there will come a time when you will need such a friend. Αυτός ξέρει να σε προστατεύσει, να σ' εκδικήσει και στην ανάγκη να σώσει και την τιμή σου. He|knows|to|you|protect|to||avenge|and|in the|need|to|save|and|your|honor| He knows how to protect you, to take revenge for you, and if necessary, to save your honor.

Ένας αξιωματικός σήκωσε τη χρυσοκέντητη κουρτίνα της πόρτας και χαιρέτησε τον Αλέξιο. A|officer|raised|the|gold-embroidered|curtain|of the|door|and|greeted|the|Alexios An officer lifted the gold-embroidered curtain of the door and greeted Alexios.

— Το άλογο είναι έτοιμο, είπε. The|horse|is|ready|he said — The horse is ready, he said.

Ο Αλέξιος προσκύνησε την Αυτοκράτειρα και φίλησε το χέρι που του έτεινε. The|Alexios|worshipped|the|Empress|and|kissed|the|hand|that|to him|extended Alexios bowed to the Empress and kissed the hand she extended to him. Ύστερα αποχαιρέτησε τον Ασώτη και τη γυναίκα του. Then|he/she said goodbye to|the|Asoti|and|the|woman|his Then he said goodbye to Asotis and his wife.

Τα χείλη του έτρεμαν, ήταν χλωμός, φαίνουνταν ταραγμένος. The|lips|his|trembled|was|pale||troubled His lips trembled, he was pale, and he seemed troubled. Όλοι γύρω του ήταν επίσης συγκινημένοι. Everyone|around|him|were|also|emotional Everyone around him was also emotional. Μόνη η Θέκλα έμοιαζε ήσυχη. Alone|the|Thekla|seemed|calm Only Thekla seemed calm.

Την πήρε στην αγκαλιά του, τη φίλησε σφιχτά, και χωρίς να πει λέξη βγήκε από το δωμάτιο με τον αξιωματικό που τον συνόδευε ως έξω. Her|took|in|arms|his|her|kissed|tightly|and|without|to|say|word|exited|from|the|room|with|the|officer|who|him|accompanied|as|outside He took her in his arms, kissed her tightly, and without saying a word, he left the room with the officer who was accompanying him. Εκεί, ένας σταβλίτης περίμενε με το άλογο. There|a|stableman|waited|with|the|horse There, a stableman was waiting with the horse.

Ο Αλέξιος καβαλίκεψε, έσφιξε το χέρι του αξιωματικού και κέντησε τα πλευρά του ζώου του. The|Alexios|mounted|squeezed|the|hand|his|officer|and|spurred|the|sides|of his|animal|his Alexios mounted, shook the officer's hand, and spurred the sides of his animal. Ήθελε να είναι μόνος. He wanted|to|be|alone He wanted to be alone.

Περνώντας κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα της Θέκλας σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πάνω. Passing|under|from|the|lit|windows|of|Thekla|he raised|the|head|and|he looked|up Passing under the lit windows of Thekla, he raised his head and looked up.

Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ το παλάτι αυτό όπου τώρα τον περίμενε η Θέκλα, η γυναίκα του; I wonder|will|see again|ever|the|palace|this|where|now|him|was waiting|the|Thekla|the|wife|his Would he ever see again this palace where Thekla, his wife, was now waiting for him?

Πήγε στο αρχηγείο, όπου παρέλαβε τα γράμματα που τον έδειχναν δήθεν Βούλγαρο και το πιστοποιητικό έγγραφο με την αυτοκρατορική βούλα, που θα του χρησίμευε να περνά ελεύθερα από κάθε Βυζαντινό σταθμό που θ' απαντούσε στο δρόμο του. He went|to|headquarters|where|he received|the|letters|that|him|showed|supposedly|Bulgarian|and|the|certificate|document|with|the|imperial|seal|that|would|him|would serve|to|pass|freely|through|every|Byzantine|station|that||respond|on|road|his He went to the headquarters, where he received the letters that supposedly identified him as a Bulgarian and the official document with the imperial seal, which would allow him to pass freely through any Byzantine station he would encounter on his way. Παρέλαβε και μια ζώνη πέτσινη, γεμάτη χρήματα για το ταξίδι του, και την έζωσε κάτω από τα ρούχα του. He received|and|a|belt|leather|full|money|for|the|journey|his|and|it|he fastened|under|from|the|clothes|his He also received a leather belt, filled with money for his journey, and he strapped it under his clothes.

Από κει κατέβηκε στον Κεράτιο όπου στο περιγιάλι τον περίμενε ένα καΐκι. From|there|he descended||Keratios|where|at the|seaside|him|was waiting|a|boat From there, he went down to the Golden Horn where a small boat was waiting for him on the shore.

Μελαγχολικά και σιωπηλά τράβηξε για το βασιλικό δρόμωνα. Melancholically|and|silently|he/she/it pulled|towards|the|royal|road Melancholically and silently, he set off for the royal road.

Τα κουπιά βουτούσαν σιγαλά στα ήσυχα νερά, και ο Αλέξιος γύρευε να πάρει μέσα του με μια ματιά την εικόνα όλη της Επταλόφου. The|oars|dipped|quietly|in the|calm|waters|and|the|Alexios|sought|to|take|within|him|with|a|glance|the|image|whole|of|Eptalofos The oars dipped quietly into the calm waters, and Alexios sought to capture the entire image of the Seven Hills in his mind with a glance.

Το φεγγάρι μόλις σηκώνουνταν εκείνη την ώρα και οι πρώτες του ακτίνες λοξόπεφταν στον ολόχρυσο τρούλο της Αγια - Σοφιάς, όπου δέσποζε ο χρυσός σταυρός με τ ' απλωμένα χέρια του σα να ευλογούσε την Πρωτεύουσα. The|moon|just|was rising|that|the|hour|and|the|first|its|rays|were slanting|on the|all-golden|dome|of the|Holy|Sophia|where|dominated|the|gold|cross|with||outstretched|hands|of him|as|to|bless|the|Capital The moon was just rising at that moment and its first rays were slanting onto the golden dome of Hagia Sophia, where the golden cross stood out with its outstretched arms as if blessing the Capital.

Του φάνηκε του Αλέξιου σα φωτεινή ελπίδα που έλαμπε στη σκοτεινή νύχτα της αποστολής του. To him|seemed|to him|Alexios|like|bright|hope|that|shone|in the|dark|night|of the|mission|his To Alexios, it seemed like a bright hope shining in the dark night of his mission. Έκανε το σταυρό του και ψιθύρισε. He made|the|cross|his|and|whispered He made the sign of the cross and whispered.

— Με τη βοήθεια Σου, Κύριε, θα φθάσω. With|the|help|Your|Lord|will|arrive — With Your help, Lord, I will succeed.

Μα τα μάτια του ξαναγύριζαν πάντα στο παλάτι του Βουκολέοντος, στο φωτισμένο παράθυρο της αγαπημένης του… But|the|eyes|his|always returned|always|to the|palace|of|Boukoleon|to the|lit|window|of|beloved|his But his eyes always returned to the palace of Boukoleon, to the lit window of his beloved…

Θα την ξανάβλεπε πια άραγε; Would he ever see her again?

Απομακρύνουνταν το καΐκι κι ο Αλέξιος κοίταζε με αγάπη την πόλη, τ ' άπειρα σπίτια σκαρφαλωμένα στους λόφους με τ' αμέτρητα τους φώτα που τρεμούλιαζαν στα κοιμισμένα νερά του Κερατίου κόλπου, σα χίλια - μύρια άστρα πεσμένα από τον ουρανό… were moving away|the|boat|and|the|Alexios|was looking|with|love|the|city||countless|houses|perched|on the|hills|with||innumerable|their|lights|that|flickered|in the|sleeping|waters|of the|Keratsios|bay|like|a thousand|myriad|stars|fallen|from|the|sky The boat was moving away and Alexios looked at the city with love, the countless houses climbing the hills with their countless lights flickering in the sleeping waters of the Keratios Gulf, like a thousand - myriad stars fallen from the sky…

— Πατρίδα! Homeland — Homeland! ψιθύρισε, γλυκιά πατρίδα, τι όμορφη που είσαι! whispered|sweet|homeland|how|beautiful|that|you are he whispered, sweet homeland, how beautiful you are!

Την άφηνε για μια μεγάλη και ιερή αποστολή, απ' όπου ίσως δε θα γύριζε ποτέ. Her|left|for|a|great|and|sacred|mission||where|perhaps|not|would|returned|ever He was leaving her for a great and sacred mission, from which he might never return. Από τη Θεσσαλονίκη και πέρα οι δρόμοι βρίσκουνταν στα χέρια των εχθρών, οι Βούλγαροι ήταν παντού, εδώ τη μια μέρα, εκεί την άλλη, φεύγοντας όπου παρουσιάζουνταν οι Βυζαντινοί και ξεμυτίζοντας πάλι μόλις είχαν γυρίσει αυτοί τη ράχη. From|the|Thessaloniki|and|beyond|the|roads|were found|in the|hands|of the|enemies|the|Bulgarians|were|everywhere|here|the|one|day|there|the|other|leaving|wherever|appeared|the|Byzantines|and|peeking out|again|as soon as|had|turned|they|the|back From Thessaloniki and beyond, the roads were in the hands of the enemies, the Bulgarians were everywhere, here one day, there the next, leaving whenever the Byzantines appeared and re-emerging as soon as they turned their backs.

Η ιδέα του κινδύνου έξαφνα άναψε τον Αλέξιο. The|idea|of|danger|suddenly|ignited|the|Alexios The idea of danger suddenly ignited Alexios. Τον έπιασε ανυπομονησία να φθάσει στη Θεσσαλονίκη όπου θα ξεμπαρκάριζε, για να εξακολουθήσει από τη στεριά το ταξίδι του. Him|caught|impatience|to|arrive|in|Thessaloniki|where|would|disembark|in order to|to|continue|from|the|land|his|journey| He was filled with impatience to reach Thessaloniki where he would disembark, to continue his journey by land. Ήθελε να κουνηθεί, να ενεργήσει, να δει τον κίνδυνο στο πρόσωπο και να τον νικήσει. He wanted|to|move|to|act|to||the|danger|in the|face|and|to|him|defeat He wanted to move, to act, to see danger face to face and to conquer it.

— Πρέπει να φθάσω! I must|to|arrive — I must arrive! σκέφθηκε. thought he thought. Και θα φθάσω. And|will|arrive And I will arrive. Αλλιώς δεν αξίζω την εμπιστοσύνη του Βασιλέα μου. Otherwise|not|deserve|the|trust|of|King|my Otherwise, I do not deserve the trust of my King.

Το καΐκι σίμωσε στο δρόμωνα και ο Αλέξιος πήδησε γοργά στο πλοίο. The|small boat|approached|to the|dock|and|the|Alexios|jumped|quickly|onto the|ship The small boat approached the shore and Alexios quickly jumped onto the ship. Δυνατά, ευγενικά αισθήματα φούσκωναν την καρδιά του. Strongly|noble|feelings|swelled|the|heart|his Strong, noble feelings swelled in his heart.

— Η Θέκλα θα είναι τόσο περήφανη σα γυρίσω, σκέφθηκε. The|Thekla|will|be|so|proud|when|I return|thought — Thekla will be so proud when I return, he thought.

Και όλη του η μελαγχολία έσβησε. And|all|his||melancholy|faded away And all his melancholy faded away. Η επιτυχία τού φάνηκε ασφαλισμένη, αφού τόσο την ήθελε. The|success|to him|seemed|assured|since|so much|it|wanted Success seemed assured to him, since he wanted it so much.

Γύρισε να δώσει τη διαταγή να σηκώσουν το καΐκι στο δρόμωνα, όταν έξαφνα δυο χέρια τον αγκάλιασαν κι ένα γυναικείο γέλιο κελάιδησε στο αυτί του. He turned around|to|give|the|order|to|lift|the|boat|in the|street|when|suddenly|two|hands|him|embraced|and|a|female|laugh|chirped|in the|ear|his He turned to give the order to lift the boat onto the dock when suddenly two arms embraced him and a woman's laughter chirped in his ear.

Ξαφνίστηκε, έκανε ένα βήμα πίσω, μα τα χέρια δεν τον άφηναν, και το γλυκό γέλιο εξακολουθούσε. He was startled|he took|one|step|back|but|the|hands|not|him|let go|and|the|sweet|laughter|continued He was startled, took a step back, but the arms did not let him go, and the sweet laughter continued.

— Θέκλα! Thecla — Thekla! φώναξε αναγνωρίζοντας το πρόσωπο της στο φως της σελήνης που λίγο-λίγο ανέβαινε. shouted|recognizing|the|face|her|in the|light|of the|moon|that|||was rising he shouted, recognizing her face in the light of the moon that was slowly rising.

— Δε μου ξεφεύγεις πια! not|to me|escape|anymore — You won't escape me anymore! Βλέπεις, ό,τι θέλει η γυναίκα το καταφέρνει πάντα, είπε χαρούμενη η Θέκλα. You see|whatever|wants|the|woman|it|achieves|always|said|happily|the|Thekla You see, whatever a woman wants, she always manages to get, Thekla said happily. Τώρα διώξε με, αν μπορείς. Now|drive away|me|if|you can Now get rid of me, if you can.

— Όχι, δε σε διώχνω, είπε με συγκίνηση ο Αλέξιος. No|not|you|drive away|said|with|emotion|the|Alexios — No, I'm not sending you away, Alexios said with emotion. Μα ξέρεις τι κάνεις; But|you know|what|you are doing But do you know what you're doing?

— Το ξέρω και το θέλω. The|I know|and|it|I want — I know and I want it.

— Συλλογίσου το δρόμο που έχομε να περάσομε… και σταμάτησε χωρίς να πει όνομα χώρας. Consider|the|road|that|we have|to|pass|and|stopped|without|to|say|name|country — Consider the road we have to travel... and he stopped without mentioning a country name.

— Από τη Θεσσαλονίκη ως το Δυρράχιο, ψιθύρισε η Θέκλα στο αυτί του, για να μην τ' ακούσει άλλος κανένας. From|the|Thessaloniki|to|the|Durrës|whispered|the|Thekla|in|ear|his|for|to|not||hears|another|no one — From Thessaloniki to Durrës, Thekla whispered in his ear, so that no one else would hear. Βλέπεις, το κατάλαβα! You see|it|I understood You see, I understood!

— Μα είσαι γυναίκα νέα, αδύνατη… Πώς θα περάσεις από τόση κούραση… But|you are|woman|young|thin|How|will|endure|from|so much|fatigue — But you are a young, slender woman... How will you endure such fatigue...

— Είμαι Γαλαξειδιώτισσα, είπε ζωηρά η Θέκλα. I am|from Galaxidi|said|lively|the|Thekla — I am from Galaxidi, Thekla said lively. Οι Γαλαξειδιώτισσες δε φοβούνται από τέτοια. The|women from Galaxidi|do not|fear|from|such things The women from Galaxidi are not afraid of such things. Έλα δώσε τις διαταγές σου. Come|give|the|orders|your Come on, give your orders. Κοίταξε, ο πλοίαρχος περιμένει για να κάνει πανιά. Look|the|captain|is waiting|to|(particle for subjunctive)|make|sail Look, the captain is waiting to set sail.

— Μα η Αυγούστα τι θα πει; ρώτησε πάλι ο Αλέξιος καταφεύγοντας στο τελευταίο του επιχείρημα. But|the|Augusta|what|will||asked|again|the|Alexios|resorting|to the|last|his|argument — But what will Augusta say? Alexios asked again, resorting to his last argument.

Ξέσπασε πάλι το γέλιο της Θέκλας. burst out|again|the|laughter|of|Thekla Thekla burst into laughter again.

— Η Αυγούστα; Εκείνη μ' έστειλε κρυφά εδώ. The|Augusta|She||sent|secretly|here — Augusta? She secretly sent me here. Κι επειδή δε θα με δέχουνταν ο πλοίαρχος έστειλε μαζί μου την πιστή της Αναστάσω κι έναν αξιωματικό που φρόντισε για το διαβατήριο μου. And|because|not|would|me|would accept|the|captain|sent|with|me|the|faithful|of her|Anastasia|and|one|officer|who|took care|for|the|passport|my And because the captain wouldn't accept me, he sent along her faithful Anastasia and an officer who took care of my passport. Έχεις καμιάν άλλην αντίρρηση; Do you have|any|other|objection Do you have any other objections?

Και γελούσε, γελούσε με όλη της την καρδιά. And|she laughed|she laughed|with|all|her|the|heart And she laughed, laughed with all her heart. Ο Αλέξιος δε βάσταξε πια. The|Alexios|not|could bear|anymore Alexios could no longer hold on.

— «Ερρίφθη ο κύβος!», είπε νικημένος. The die was cast|the|die|he said|defeated — "The die is cast!", he said, defeated. Ίσως είναι για καλύτερο. Perhaps|it is|for|better Perhaps it is for the better.

Κι έδωσε στον πλοίαρχο τη διαταγή να σαλπάρει. And|he gave|to the|captain|the|order|to|set sail And he gave the captain the order to set sail.