×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 09. Θ'. Οι λύκοι

09. Θ'. Οι λύκοι

Πρωί-πρωί ξεκίνησαν πάλι με τ' άλογα τους. Ο Αλέξιος δε γνώριζε καθόλου τον τόπο, μα ήξερε πως έπρεπε να τραβά ολόισια κατά τη δύση.

Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά όταν έφθασαν στο ρίζωμα ενός βουνού. Το μεσημέρι ξεπέζεψαν και κάθισαν να φάνε.

Αφού ξεκουράστηκαν τ' άλογα, πήραν πάλι το δρόμο τους. Πήγαιναν, πήγαιναν, όλο ανέβαιναν και τελειωμό δεν είχε το βουνό.

Ο ήλιος βασίλεψε και ακόμα ανέβαιναν.

Τα δέντρα ήταν πυκνά και μεγάλα, είχε νυχτώσει ολότελα μα χωριό δε φαίνουνταν πουθενά. Η μοναξιά ήταν βαθιά.

— Πού πηγαίνομε; ρώτησε η Θέκλα. Σε ποιο βουνό βρισκόμαστε;

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Δεν τα ξέρω τούτα τα μέρη. Μου είπε ο εκατόνταρχος πως πρέπει να τραβήξομε ίσια και πως θα φθάσουμε στη λίμνη της Πρέσπας. Μα πρέπει να πήραμε στραβό δρόμο, δε βλέπω κανένα άνοιγμα, ούτε ξέρω πια αν πάμε κατά τη δύση. Καλύτερα να ξεπεζέψομε και να κοιμηθούμε εδώ… Φοβάσαι, Θέκλα;

— Όχι βέβαια! αποκρίθηκε η Θέκλα, αν και κάθε λίγο ανατρίχιαζε κι έριχνε πίσω της καμιά βιαστική ματιά. Τι να φοβηθώ;

Ο Αλέξιος σκέφθηκε πως είχε πολλά να φοβηθεί. Μα δεν είπε τίποτα.

Έδεσαν τ' άλογα τους στα δέντρα, έφαγαν το λίγο ψωμί που τους έμενε και ζήτησαν για τον εαυτό τους κανένα μέρος σκεπό να κοιμηθούν.

Γύρεψαν κάμποση ώρα χωρίς αποτέλεσμα, μα στο τέλος ο Αλέξιος βρήκε μια μεγάλη δεντροκουφάλα και φώναξε τη Θέκλα.

Ήταν τόσο μεγάλη η κουφάλα που και οι δυο χώρεσαν και ζάρωσαν μέσα κοντά - κοντά για να ζεσταθούν, γιατί η νύχτα ήταν ψυχρή στο ψηλό εκείνο βουνό.

Γρήγορα τους πήρε ο ύπνος.

Έξαφνα ξύπνησε η Θέκλα κατατρομαγμένη. Φοβερά ουρλιάσματα ανακατώνουνταν με φωνές άγριες και ψυχομαχητά.

— Αλέξιε! φώναξε. Αλέξιε! Κανείς δεν της αποκρίθηκε.

Άπλωσε το χέρι της να πιάσει το δικό του. Ο άντρας της δεν ήταν εκεί.

Σηκώθηκε έξω φρενών από τον τρόμο και βγήκε από την κουφάλα του δέντρου.

Το δάσος ήταν κατασκότεινο και άγριο, και τα ουρλιάσματα εξακολουθούσαν φρικτά.

— Αλέξιε! φώναξε πάλι.

— Μη φοβάσαι, εδώ είμαι, της αποκρίθηκε λαχανιασμένος.

Και την ίδια στιγμή την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε πίσω στο κούφιο δέντρο όπου χώθηκαν πάλι μαζί.

— Αλέξιε, τι είναι; ρώτησε κείνη τρέμοντας.

— Οι λύκοι έφαγαν τ' άλογα μας, της αποκρίθηκε. Κι έτσι τη γλιτώσαμε μεις.

— Παναγία μου! αναφώνησε η Θέκλα. Τι θα γίνομε τώρα;

— Θα ξεκινήσομε πεζή και θα βρούμε το δρόμο μας μόλις βγει ο ήλιος, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Έννοια σου, δε θα χαθούμε. Σα φτάσουμε στην Πρέσπα, θα βρούμε κανένα χωριό όπου θα έχει άλογα ή μουλάρια και θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας… Κοιμήσου, παιδί μου.

Μα με όλα του τα καλά λόγια, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα.

Την αυγή, οι λύκοι χορτασμένοι έφυγαν, και τα ουρλιάσματα τους έπαυσαν.

Η Θέκλα ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του αντρός της και αποκοιμήθηκε.

Γλυκοχάραζε. Ο Αλέξιος από μέσα από την κουφάλα του δέντρου κοίταζε τον ουρανό που λίγο-λίγο χρωματιζόταν, κι έπεσε σε συλλογή.

Το ταξίδι ήταν μακρινό, τα μέρη άγνωστα. Ανάμεσα στους εχθρούς πού να ζητήσει πληροφορίες και βοήθεια; Χαμένοι μέσα στα βουνά, χωρίς άλογα, χωρίς ψωμί πόσον καιρό θα βαστούσαν; Θυμήθηκε το παλάτι του Βουκολέοντος με το αναπαυτικό και πλούσιο δωμάτιο της Θέκλας. Και πρώτη φορά σκέφθηκε πως ίσως είχε κάνει άσχημα να δεχθεί την απόφαση της γενναίας κόρης που είχε ενώσει την τύχη της με τη δική του.

Μόνος του αν ήταν δε θα πείραζε και τόσο αν πάθαινε τίποτα κι έπεφτε στο δρόμο…

Μα έξαφνα θυμήθηκε το σκοπό του, την αποστολή του, και μέσα του ξύπνησε παντοδύναμη η θέληση της επιτυχίας. Όχι, άσχημα δεν έκανε να την πάρει μαζί του. Απεναντίας, εκεί που ένας μπορούσε ν' αποτύχει, δυο θα τα κατάφερναν. Η Θέκλα ήταν βοήθεια στο δύσκολο έργο του…

Είχε ξημερώσει πια καλά.

Ο Αλέξιος ξύπνησε τη γυναίκα του και βγήκαν από το δέντρο τους.

— Καλά κάναμε και σταματήσαμε χθες, είπε ζωηρά ο Αλέξιος, αφού προσανατολίσθηκε. Τραβούσαμε κατά το νοτιά. Πρέπει να κάναμε κάμποσα μίλια στα χαμένα! Μα τώρα, με τον ήλιο πίσω μας και με τη βοήθεια της Θεοτόκου, θα φθάσουμε γρήγορα στην Πρέσπα.

Και πήραν πάλι τον ανήφορο.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος και κουραστικός. Μονοπάτι δεν έβρισκαν, τα χόρτα μπερδεύουνταν στα πόδια τους. Και ήταν νηστικοί και διψασμένοι. Μα ο ήλιος ακτινοβολούσε, τα πουλάκια κελαϊδούσαν, το αεράκι μουρμούριζε μέσα στα κλαδιά, η άνοιξη ήταν χαρά Θεού.

Και η Θέκλα, ξεχνώντας τα βάσανα τους, άρχισε να τραγουδά.

— Καλά έκανα και την πήρα… σκέφθηκε ο Αλέξιος. Η λαχτάρα της επιτυχίας φούσκωνε την καρδιά του.

Έφθασαν σε μια κορυφή όπου απότομα σταματούσε το δάσος. Η Θέκλα έβγαλε μια χαρούμενη φωνή.

— Η Πρέσπα!

Κάτω στα πόδια τους γυάλιζαν τα νερά μιας λίμνης. Εδώ και κεί, στις πλαγιές του βουνού και στην όχθη της λίμνης, ανάμεσα σε ανάρια δέντρα, άσπριζαν ένα-δυο χωριά.

Δεξιά, μια κορυφή βουνού έλαμπε κάτασπρη από τα χιόνια.

— Το Περιστέρι! είπε ο Αλέξιος δείχνοντας το βουνό. Δόξα τω Θεώ, βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο.

Με λαφρωμένη καρδιά κατέβηκαν το βουνό. Στο δρόμο απάντησαν ένα μοναστήρι. Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας καλόγερος.

— Καλημέρα, γέροντα μου, με την ευχή σου, είπε ο Αλέξιος.

— Η Παναγία και ο Άγιος Γρηγόρης βοήθεια σου, αποκρίθηκε ο καλόγερος. Τι ζητάτε, Χριστιανοί;

— Λίγο ψωμί για μένα και τον παραγιό μου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος δείχνοντας τη Θέκλα, και λίγες ώρες φιλοξενία, να ξεκουράσομε τα πόδια μας. Ερχόμαστε από μακριά, και το βουνό είναι ψηλό…

Ο καλόγερος άνοιξε την πόρτα διάπλατα.

— Καλωσορίσατε, μπείτε μέσα ν' αναπαυθείτε, είπε. Και τους οδήγησε στον ξενώνα της μονής.

Ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως έφθασαν ξένοι, ήλθε αμέσως να τους φιλοξενήσει.

Ο Αλέξιος του είπε ότι ονομάζεται Γαβριήλ Νικολίτσης και πως έρχεται από τη Θεσσαλονίκη. Του έδειξε τα βουλγάρικα γράμματα που είχε μαζί του, του διηγήθηκε τα παθήματα τους της νύχτας, και πρόσθεσε πως πεινούσαν και πως ήταν κουρασμένοι.

Ο ηγούμενος τους οδήγησε στο εστιατόριο και πρόσταξε να τους φέρουν ευθύς φαγί και κρασί.

— Μείνετε όσο θέλετε να ξεκουραστείτε, τους είπε. Εδώ θα βρείτε ησυχία, ενώ οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι.

— Ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Δεν μπορώ να μείνω πολύ. Βιάζομαι να πάω στη Σκάμπα, και θέλω να κατέβω πρώτα στην Πρέσπα, να προμηθευτώ άλογα για να εξακολουθήσω το ταξίδι μου.

— Ούτε λόγος να γίνει, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Θα στείλω ένα δικό μας καλόγερο εδώ κοντά, σ' ένα γνωστό μας χωριό, όπου θ' αγοράσει άλογα και θα σας τα φέρει. Εσείς ωστόσο θ' αναπαυθείτε, και αύριο πρωί καβαλικεύετε και φεύγετε με την ευχή μας.

Ο Αλέξιος δέχθηκε μ' ευγνωμοσύνη την πρόταση του ηγούμενου, γιατί σκέφθηκε πως ήταν καλύτερο ν' αποφύγει τη χώρα. Έπειτα η Θέκλα είχε ανάγκη από ανάπαυση, και ο ίδιος έπεφτε πια από τον ύπνο και την κούραση.

— Μα γιατί πήρατε από τα βουνά και δεν ακολουθήσατε την Εγνατία οδό; ρώτησε ο ηγούμενος.

— Θέλησα να κόψω δρόμο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, και χαθήκαμε μέσα στο δάσος.

— Καλά, εσύ πραματευτής από το Βουτέλιο, δεν ξέρεις πως δεν κόβεις καθόλου δρόμο από τα βουνά; Δεν ξέρεις πως ίσα - ίσα ο μεγάλος στρατιωτικός δρόμος πάει κατευθείαν στη Σκάμπα;

Ο Αλέξιος βρέθηκε μπερδεμένος γιατί δεν ήξερε τον τόπο καθόλου, ούτε τους δρόμους, ούτε τα βουνά και κοντοστάθηκε.

Ο ηγούμενος ενόσω του μιλούσε δεν έπαυε να τον παρατηρεί προσεκτικά, και του φάνηκε του Αλέξιου πως δεν πολυπίστευε τα λόγια του.

Χωρίς ν' απαντήσει στο ρώτημα του ηγούμενου ακολούθησε έναν καλόγερο και πήγε με τη Θέκλα σ' ένα κελί, όπου τους έστρωσαν να πλαγιάσουν.

Ήταν και οι δυο κουρασμένοι τόσο που κοιμήθηκαν αμέσως.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

09. Θ'. Οι λύκοι ||wolves text09

Πρωί-πρωί ξεκίνησαν πάλι με τ' άλογα τους. ||they started|again|with||horses| Early in the morning, they set off again with their horses. Ο Αλέξιος δε γνώριζε καθόλου τον τόπο, μα ήξερε πως έπρεπε να τραβά ολόισια κατά τη δύση. The|Alexios|not|knew|at all|the|place|but|knew|that|had to|(particle for infinitive)|go|straight|towards|the|west Alexios did not know the place at all, but he knew he had to head straight towards the west.

Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά όταν έφθασαν στο ρίζωμα ενός βουνού. The|sun|was|very|high|when|they arrived|at the|base|of a|mountain The sun was very high when they reached the base of a mountain. Το μεσημέρι ξεπέζεψαν και κάθισαν να φάνε. The|noon|dismounted|and|sat|to|eat At noon, they dismounted and sat down to eat.

Αφού ξεκουράστηκαν τ' άλογα, πήραν πάλι το δρόμο τους. After|rested||horses|took|again|the|road|their After the horses rested, they took to the road again. Πήγαιναν, πήγαιναν, όλο ανέβαιναν και τελειωμό δεν είχε το βουνό. They were going|they were going|continuously|were climbing|and|end|not|had|the|mountain They kept going, going, always climbing, and the mountain seemed endless.

Ο ήλιος βασίλεψε και ακόμα ανέβαιναν. The|sun|set|and|still|were rising The sun set and they were still climbing.

Τα δέντρα ήταν πυκνά και μεγάλα, είχε νυχτώσει ολότελα μα χωριό δε φαίνουνταν πουθενά. The|trees|were|dense|and|large|it had|gotten dark|completely|but|village|not|was seen|anywhere The trees were dense and large, it was completely dark but no village could be seen anywhere. Η μοναξιά ήταν βαθιά. The|loneliness|was|deep The loneliness was deep.

— Πού πηγαίνομε; ρώτησε η Θέκλα. Where|are we going|asked|the|Thekla — Where are we going? asked Thekla. Σε ποιο βουνό βρισκόμαστε; Which mountain are we on?

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Not|I know|replied|the|Alexios — I don't know, replied Alexios. Δεν τα ξέρω τούτα τα μέρη. I do not|those|know|these|the|places I don't know these places. Μου είπε ο εκατόνταρχος πως πρέπει να τραβήξομε ίσια και πως θα φθάσουμε στη λίμνη της Πρέσπας. to me|said|the|centurion|that|must|to|drive|straight|and|that|will|arrive|at the|lake|of the|Prespa The centurion told me that we should go straight and that we will reach Lake Prespa. Μα πρέπει να πήραμε στραβό δρόμο, δε βλέπω κανένα άνοιγμα, ούτε ξέρω πια αν πάμε κατά τη δύση. But|we must|to|we took|wrong|road|not|I see|any|opening|nor|I know|anymore|if|we are going|towards|the|west But we must have taken a wrong path, I don't see any opening, nor do I know if we are heading west. Καλύτερα να ξεπεζέψομε και να κοιμηθούμε εδώ… Φοβάσαι, Θέκλα; Better|to|dismount|and|to|sleep|here|Are you afraid|Thekla It would be better to dismount and sleep here... Are you afraid, Thekla?

— Όχι βέβαια! No|of course — Of course not! αποκρίθηκε η Θέκλα, αν και κάθε λίγο ανατρίχιαζε κι έριχνε πίσω της καμιά βιαστική ματιά. answered|the|Thekla|although|and|every|little|shivered|and|threw|behind|her|any|hasty|glance Thekla replied, although she shivered every now and then and cast a hasty glance behind her. Τι να φοβηθώ; What|to|fear What should I be afraid of?

Ο Αλέξιος σκέφθηκε πως είχε πολλά να φοβηθεί. The|Alexios|thought|that|had|many|to|fear Alexios thought that he had many things to be afraid of. Μα δεν είπε τίποτα. But|not|said|anything But he said nothing.

Έδεσαν τ' άλογα τους στα δέντρα, έφαγαν το λίγο ψωμί που τους έμενε και ζήτησαν για τον εαυτό τους κανένα μέρος σκεπό να κοιμηθούν. They tied||horses|their|to the|trees|They ate|the|little|bread|that|their|remained|and|They asked|for|the|themselves|their|any|place|shelter|to|sleep They tied their horses to the trees, ate the little bread they had left, and asked for a sheltered place to sleep.

Γύρεψαν κάμποση ώρα χωρίς αποτέλεσμα, μα στο τέλος ο Αλέξιος βρήκε μια μεγάλη δεντροκουφάλα και φώναξε τη Θέκλα. They searched|quite a bit of|hour|without|result|but|in the|end|the|Alexios|found|a|large|tree stump|and|called|her|Thekla They searched for quite a while without result, but in the end, Alexios found a large tree hollow and called Thekla.

Ήταν τόσο μεγάλη η κουφάλα που και οι δυο χώρεσαν και ζάρωσαν μέσα κοντά - κοντά για να ζεσταθούν, γιατί η νύχτα ήταν ψυχρή στο ψηλό εκείνο βουνό. It was|so|large|the|hollow|that|both|the|two|fit|and|curled up|inside|close|together|to|(particle for subjunctive)|warm up|because|the|night|was|cold|in the|high|that|mountain The hollow was so large that both of them fit and huddled close together to warm up, because the night was cold on that high mountain.

Γρήγορα τους πήρε ο ύπνος. Quickly|them|took|the|sleep They quickly fell asleep.

Έξαφνα ξύπνησε η Θέκλα κατατρομαγμένη. Suddenly|woke up|the|Thekla|terrified Suddenly, Thekla woke up terrified. Φοβερά ουρλιάσματα ανακατώνουνταν με φωνές άγριες και ψυχομαχητά. Terrible|screams|were mixed|with|voices|wild|and|gasps for breath Terrible howls mixed with wild voices and gasps for breath.

— Αλέξιε! Alexi — Alex! φώναξε. shouted she shouted. Αλέξιε! Alexi Alex! Κανείς δεν της αποκρίθηκε. No one|not|to her|answered No one answered her.

Άπλωσε το χέρι της να πιάσει το δικό του. She stretched out|the|hand|her|to|catch|the|own|his She reached out her hand to grab his. Ο άντρας της δεν ήταν εκεί. The|man|her|not|was|there Her husband was not there.

Σηκώθηκε έξω φρενών από τον τρόμο και βγήκε από την κουφάλα του δέντρου. He jumped up|outside|his mind|from|the|fear|and|he came out|from|the|hollow|of the|tree She got up, furious with fear, and came out of the tree hollow.

Το δάσος ήταν κατασκότεινο και άγριο, και τα ουρλιάσματα εξακολουθούσαν φρικτά. The|forest|was|pitch dark|and|wild||the|screams|continued|horribly The forest was dark and wild, and the screams continued horrifically.

— Αλέξιε! Alexi — Alexei! φώναξε πάλι. shouted|again she shouted again.

— Μη φοβάσαι, εδώ είμαι, της αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Don't|be afraid|here|I am|to her|replied|out of breath — Don't be afraid, I'm here, he replied breathlessly.

Και την ίδια στιγμή την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε πίσω στο κούφιο δέντρο όπου χώθηκαν πάλι μαζί. And|her|same|moment|her|grabbed|from|the|waist|and|her|pulled|back|into the|hollow|tree|where|they hid|again|together And at the same moment, he grabbed her by the waist and pulled her back into the hollow tree where they hid together again.

— Αλέξιε, τι είναι; ρώτησε κείνη τρέμοντας. Alexi|what|is|asked|she|trembling — Alexei, what is it? she asked trembling.

— Οι λύκοι έφαγαν τ' άλογα μας, της αποκρίθηκε. The|wolves|ate||horses|our|to her|replied — The wolves ate our horses, he replied. Κι έτσι τη γλιτώσαμε μεις. And|so|her|we saved|us And that's how we saved ourselves.

— Παναγία μου! Holy Mary|my — My God! αναφώνησε η Θέκλα. exclaimed|the|Thekla exclaimed Thekla. Τι θα γίνομε τώρα; What|will|become|now What are we going to do now?

— Θα ξεκινήσομε πεζή και θα βρούμε το δρόμο μας μόλις βγει ο ήλιος, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. We will|start|on foot|and|will|find|the|way|our|as soon as|rises|the|sun|replied|the|Alexios — We will start on foot and we will find our way as soon as the sun rises, replied Alexios. Έννοια σου, δε θα χαθούμε. worry|your|not|will|get lost Don't worry, we won't get lost. Σα φτάσουμε στην Πρέσπα, θα βρούμε κανένα χωριό όπου θα έχει άλογα ή μουλάρια και θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας… Κοιμήσου, παιδί μου. When|we arrive|at|Prespa|we will|find|any|village|where|it will|have|horses|or|mules|and|we will|continue|our|road|us|Sleep|child|my When we reach Prespa, we will find a village where there will be horses or mules and we will continue on our way... Sleep, my child.

Μα με όλα του τα καλά λόγια, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα. But|with|all|his|the|good|words|neither|the|one|nor|the|other|not|could|to|close|eye|all|night But with all his good words, neither one nor the other could close an eye all night.

Την αυγή, οι λύκοι χορτασμένοι έφυγαν, και τα ουρλιάσματα τους έπαυσαν. The|dawn|the|wolves|full|left|and|the|howls|their|ceased At dawn, the wolves, satisfied, left, and their howling ceased.

Η Θέκλα ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του αντρός της και αποκοιμήθηκε. The|Thekla|rested|the|head|on the|shoulder|of|husband|her|and|fell asleep Thekla rested her head on her husband's shoulder and fell asleep.

Γλυκοχάραζε. Sweetly dawned It was just beginning to dawn. Ο Αλέξιος από μέσα από την κουφάλα του δέντρου κοίταζε τον ουρανό που λίγο-λίγο χρωματιζόταν, κι έπεσε σε συλλογή. The|Alexios|from|inside|from|the|hollow|of|tree|was looking|the|sky|that|||was getting colored|and|fell|into|thought Alexios was looking at the sky through the hollow of the tree, which was gradually being colored, and he fell into contemplation.

Το ταξίδι ήταν μακρινό, τα μέρη άγνωστα. The|journey|was|distant|the|places|unknown The journey was long, the places unknown. Ανάμεσα στους εχθρούς πού να ζητήσει πληροφορίες και βοήθεια; Χαμένοι μέσα στα βουνά, χωρίς άλογα, χωρίς ψωμί πόσον καιρό θα βαστούσαν; Θυμήθηκε το παλάτι του Βουκολέοντος με το αναπαυτικό και πλούσιο δωμάτιο της Θέκλας. Among|the|enemies|where|to|ask for|information|and|help|Lost|in|the|mountains|without|horses|without|bread|how long|time|would|endure|He remembered|the|palace|of|Boukoleontes|with|the|comfortable|and|rich|room|of|Thekla Among the enemies, where could he seek information and help? Lost in the mountains, without horses, without bread, how long could they hold out? Και πρώτη φορά σκέφθηκε πως ίσως είχε κάνει άσχημα να δεχθεί την απόφαση της γενναίας κόρης που είχε ενώσει την τύχη της με τη δική του. And|first|time|thought|that|perhaps|had|done|badly|to|accept|the|decision|of the|brave|daughter|who|had|united|the|fortune|of the|with|the|own|his He remembered the palace of Boukoleontes with the comfortable and rich room of Thekla.

Μόνος του αν ήταν δε θα πείραζε και τόσο αν πάθαινε τίποτα κι έπεφτε στο δρόμο… Alone|his|if|were|not|would|would bother|even|so much|if|were to suffer|anything|and|were to fall|in the|street And for the first time, he thought that perhaps he had done wrong to accept the decision of the brave girl who had joined her fate with his.

Μα έξαφνα θυμήθηκε το σκοπό του, την αποστολή του, και μέσα του ξύπνησε παντοδύναμη η θέληση της επιτυχίας. But|suddenly|remembered|the|purpose|his|the|mission|his|and|within|him|awakened|all-powerful|the|will|of|success But suddenly he remembered his purpose, his mission, and within him the powerful will for success awakened. Όχι, άσχημα δεν έκανε να την πάρει μαζί του. No|badly|not|did|to|her|take|together|with him No, it wasn't wrong to take her with him. Απεναντίας, εκεί που ένας μπορούσε ν' αποτύχει, δυο θα τα κατάφερναν. On the contrary|there|where|one|could||fail|two|would|them|succeed On the contrary, where one could fail, two would succeed. Η Θέκλα ήταν βοήθεια στο δύσκολο έργο του… The|Thekla|was|help|in the|difficult|task|his Thekla was a help in his difficult task…

Είχε ξημερώσει πια καλά. |daylighted|| It was already well into the morning.

Ο Αλέξιος ξύπνησε τη γυναίκα του και βγήκαν από το δέντρο τους. The|Alexios|woke|her|wife|his|and|they came out|from|the|tree|their Alexios woke his wife and they got out of their tree.

— Καλά κάναμε και σταματήσαμε χθες, είπε ζωηρά ο Αλέξιος, αφού προσανατολίσθηκε. Well|we did|and|we stopped|yesterday|he said|cheerfully|the|Alexios|after|he oriented himself "We did well to stop yesterday," Alexios said cheerfully, after he got his bearings. Τραβούσαμε κατά το νοτιά. We were pulling|towards|the|south We were heading south. Πρέπει να κάναμε κάμποσα μίλια στα χαμένα! We should|(subjunctive particle)|we had done|several|miles|in the|lost We must have gone several miles off course! Μα τώρα, με τον ήλιο πίσω μας και με τη βοήθεια της Θεοτόκου, θα φθάσουμε γρήγορα στην Πρέσπα. But|now|with|the|sun|behind|us|and|with|the|help|of the|Theotokos|will|we arrive|quickly|to the|Prespa But now, with the sun behind us and with the help of the Theotokos, we will reach Prespa quickly.

Και πήραν πάλι τον ανήφορο. And|they took|again|the|uphill road And they took the uphill path again.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος και κουραστικός. The|road|was|difficult|and|tiring The road was difficult and tiring. Μονοπάτι δεν έβρισκαν, τα χόρτα μπερδεύουνταν στα πόδια τους. Path|not|found|the|grass|got tangled|at|feet|their They couldn't find a path, the grass was getting tangled around their feet. Και ήταν νηστικοί και διψασμένοι. And|they were|hungry|and|thirsty And they were hungry and thirsty. Μα ο ήλιος ακτινοβολούσε, τα πουλάκια κελαϊδούσαν, το αεράκι μουρμούριζε μέσα στα κλαδιά, η άνοιξη ήταν χαρά Θεού. But|the|sun|was shining|the|little birds|were chirping|the|breeze|was murmuring|inside|in the|branches|the|spring|was|joy|of God But the sun was shining, the birds were chirping, the breeze was murmuring through the branches, spring was a joy from God.

Και η Θέκλα, ξεχνώντας τα βάσανα τους, άρχισε να τραγουδά. And|the|Thekla|forgetting|the|troubles|their|began|to|sing And Thekla, forgetting their troubles, began to sing.

— Καλά έκανα και την πήρα… σκέφθηκε ο Αλέξιος. well|I did|and|her|I took|thought|the|Alexios — I did well to take her… thought Alexios. Η λαχτάρα της επιτυχίας φούσκωνε την καρδιά του. The|longing|of|success|swelled|the|heart|his The longing for success swelled his heart.

Έφθασαν σε μια κορυφή όπου απότομα σταματούσε το δάσος. They arrived|at|a|peak|where|abruptly|stopped|the|forest They reached a peak where the forest abruptly stopped. Η Θέκλα έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. The|Thekla|let out|a|happy|voice Thekla let out a joyful voice.

— Η Πρέσπα! The|Prespa — The Prespa!

Κάτω στα πόδια τους γυάλιζαν τα νερά μιας λίμνης. Below|at|feet|their|shone|the|waters|of a|lake Below their feet, the waters of a lake shimmered. Εδώ και κεί, στις πλαγιές του βουνού και στην όχθη της λίμνης, ανάμεσα σε ανάρια δέντρα, άσπριζαν ένα-δυο χωριά. Here|and|there|on the|slopes|of the|mountain|and|on the|bank|of the|lake|between|in|sparse|trees|were whitening|||villages Here and there, on the slopes of the mountain and along the shore of the lake, one or two villages were white.

Δεξιά, μια κορυφή βουνού έλαμπε κάτασπρη από τα χιόνια. Right|a|peak|mountain|shone|pure white|from|the|snows To the right, a mountain peak shone bright white from the snows.

— Το Περιστέρι! The|Pigeon — The Peristeri! είπε ο Αλέξιος δείχνοντας το βουνό. said|the|Alexios|pointing|the|mountain Alexios said, pointing to the mountain. Δόξα τω Θεώ, βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Glory|to|God|we are|in the|right|way Thank God, we are on the right path.

Με λαφρωμένη καρδιά κατέβηκαν το βουνό. With|lightened|heart|they descended|the|mountain With a lightened heart, they descended the mountain. Στο δρόμο απάντησαν ένα μοναστήρι. On|the road|they answered|a|monastery On the way, they encountered a monastery. Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας καλόγερος. They knocked|the|door|and|them|opened|a|monk They knocked on the door and a monk opened it for them.

— Καλημέρα, γέροντα μου, με την ευχή σου, είπε ο Αλέξιος. Good morning|my elder|my|with|the|blessing|your|said|the|Alexios — Good morning, my elder, with your blessing, said Alexios.

— Η Παναγία και ο Άγιος Γρηγόρης βοήθεια σου, αποκρίθηκε ο καλόγερος. The|Virgin Mary|and|the|Saint|Gregory|help|your|replied|the|monk — May the Virgin Mary and Saint Gregory help you, replied the monk. Τι ζητάτε, Χριστιανοί; What|do you ask|Christians What do you seek, Christians?

— Λίγο ψωμί για μένα και τον παραγιό μου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος δείχνοντας τη Θέκλα, και λίγες ώρες φιλοξενία, να ξεκουράσομε τα πόδια μας. A little|bread|for|me|and|the|apprentice|my|replied|the|Alexios|pointing|the|Thekla|and|few|hours|hospitality|to|rest|our|feet|us — A little bread for me and my apprentice, replied Alexios pointing to Thekla, and a few hours of hospitality, to rest our feet. Ερχόμαστε από μακριά, και το βουνό είναι ψηλό… We come|from|far|and|the|mountain|is|high We come from afar, and the mountain is high…

Ο καλόγερος άνοιξε την πόρτα διάπλατα. The|monk|opened|the|door|wide The monk opened the door wide.

— Καλωσορίσατε, μπείτε μέσα ν' αναπαυθείτε, είπε. Welcome|come in|inside||rest|he said — Welcome, come in to rest, he said. Και τους οδήγησε στον ξενώνα της μονής. And|them|led|to the|guesthouse|of the|monastery And he led them to the guesthouse of the monastery.

Ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως έφθασαν ξένοι, ήλθε αμέσως να τους φιλοξενήσει. The|abbot|as|heard|that|they arrived|foreigners|he came|immediately|to|them|host The abbot, upon hearing that strangers had arrived, came immediately to host them.

Ο Αλέξιος του είπε ότι ονομάζεται Γαβριήλ Νικολίτσης και πως έρχεται από τη Θεσσαλονίκη. The|Alexios|to him|said|that|is named|Gabriel|Nikolitssis|and|that|comes|from|the|Thessaloniki Alexios told him that his name is Gabriel Nikolitsis and that he comes from Thessaloniki. Του έδειξε τα βουλγάρικα γράμματα που είχε μαζί του, του διηγήθηκε τα παθήματα τους της νύχτας, και πρόσθεσε πως πεινούσαν και πως ήταν κουρασμένοι. To him|showed|the|Bulgarian|letters|that|he had|with|him||narrated|the|sufferings|their|of the|night|and|added|that|they were hungry|and|that|they were|tired He showed him the Bulgarian letters he had with him, recounted their sufferings of the night, and added that they were hungry and tired.

Ο ηγούμενος τους οδήγησε στο εστιατόριο και πρόσταξε να τους φέρουν ευθύς φαγί και κρασί. The|abbot|them|led|to the|restaurant|and|ordered|to|them|bring|immediately|food|and|wine The abbot led them to the restaurant and ordered that they be brought food and wine immediately.

— Μείνετε όσο θέλετε να ξεκουραστείτε, τους είπε. Stay|as long as|you want|to|rest|them|he said — Stay as long as you want to rest, he told them. Εδώ θα βρείτε ησυχία, ενώ οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι. Here|will|find|peace|while|the|roads|are|dangerous Here you will find peace, while the roads are dangerous.

— Ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Thank you|replied|the|Alexios — Thank you, replied Alexios. Δεν μπορώ να μείνω πολύ. I do not|can|to|stay|long I can't stay long. Βιάζομαι να πάω στη Σκάμπα, και θέλω να κατέβω πρώτα στην Πρέσπα, να προμηθευτώ άλογα για να εξακολουθήσω το ταξίδι μου. I am in a hurry|to|go|to|Skampa|and|I want|to|descend|first|to the|Prespa|to|procure|horses|to|to|continue|the|journey|my I'm in a hurry to go to Skamba, and I want to stop first in Prespa to procure horses to continue my journey.

— Ούτε λόγος να γίνει, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Not|question|to|arise|replied|the|abbot — No way, replied the abbot. Θα στείλω ένα δικό μας καλόγερο εδώ κοντά, σ' ένα γνωστό μας χωριό, όπου θ' αγοράσει άλογα και θα σας τα φέρει. I will|send|one|our|us|monk|here|nearby||one|known|us|village|where||buy|horses|and|he will|you|them|bring I will send one of our monks nearby, to a village we know, where he will buy horses and bring them to you. Εσείς ωστόσο θ' αναπαυθείτε, και αύριο πρωί καβαλικεύετε και φεύγετε με την ευχή μας. You|however||rest|and|tomorrow|morning|will mount|and|you will leave|with|the|blessing|our Meanwhile, you will rest, and tomorrow morning you will mount and leave with our blessing.

Ο Αλέξιος δέχθηκε μ' ευγνωμοσύνη την πρόταση του ηγούμενου, γιατί σκέφθηκε πως ήταν καλύτερο ν' αποφύγει τη χώρα. The|Alexios|accepted||gratitude|the|proposal|of the|abbot|because|thought|that|was|better||avoid|the|country Alexios gratefully accepted the abbot's proposal, as he thought it was better to avoid the country. Έπειτα η Θέκλα είχε ανάγκη από ανάπαυση, και ο ίδιος έπεφτε πια από τον ύπνο και την κούραση. Then|the|Thekla|had|need|for|rest|and|he|himself|was falling|already|from|the|sleep|and|the|fatigue Then Thekla needed rest, and he himself was falling asleep from fatigue.

— Μα γιατί πήρατε από τα βουνά και δεν ακολουθήσατε την Εγνατία οδό; ρώτησε ο ηγούμενος. But|why|did you take|from|the|mountains|and|not|did you follow|the|Egnatia|road|asked|the|abbot — But why did you take the mountains and not follow the Egnatia road? asked the abbot.

— Θέλησα να κόψω δρόμο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, και χαθήκαμε μέσα στο δάσος. I wanted|to|cut|shortcut|replied|the|Alexios|and|we got lost|inside|in the|forest — I wanted to take a shortcut, replied Alexios, and we got lost in the forest.

— Καλά, εσύ πραματευτής από το Βουτέλιο, δεν ξέρεις πως δεν κόβεις καθόλου δρόμο από τα βουνά; Δεν ξέρεις πως ίσα - ίσα ο μεγάλος στρατιωτικός δρόμος πάει κατευθείαν στη Σκάμπα; Well|you|merchant|from|the|Voutelio|not|you know|that|not|cut|at all|road|from|the|mountains|Not|you know|that|||the|major|military|road|goes|straight|to|Skamba — Well, you merchant from Voutelio, don't you know that you don't cut any distance by going through the mountains? Don't you know that the great military road goes straight to Skampa?

Ο Αλέξιος βρέθηκε μπερδεμένος γιατί δεν ήξερε τον τόπο καθόλου, ούτε τους δρόμους, ούτε τα βουνά και κοντοστάθηκε. The|Alexios|found himself|confused|because|not|knew|the|place|at all|nor|the|roads|nor|the|mountains|and|stopped short Alexios found himself confused because he didn't know the place at all, neither the roads nor the mountains, and he hesitated.

Ο ηγούμενος ενόσω του μιλούσε δεν έπαυε να τον παρατηρεί προσεκτικά, και του φάνηκε του Αλέξιου πως δεν πολυπίστευε τα λόγια του. The|abbot|while|to him|was speaking|not|ceased|to|him|observe|carefully|and|to him|seemed|to him|Alexios|that|not|believed much|the|words|of him While the abbot was speaking to him, he kept observing him carefully, and it seemed to Alexios that he didn't quite believe his words.

Χωρίς ν' απαντήσει στο ρώτημα του ηγούμενου ακολούθησε έναν καλόγερο και πήγε με τη Θέκλα σ' ένα κελί, όπου τους έστρωσαν να πλαγιάσουν. Without||answer|to the|question|of the|abbot|followed|a|monk|and|went|with|the|Thekla||a|cell|where|them|laid|to|lie down Without answering the abbot's question, he followed a monk and went with Thekla to a cell, where they were made to lie down.

Ήταν και οι δυο κουρασμένοι τόσο που κοιμήθηκαν αμέσως. They were|and|the|two|tired|so|that|they slept|immediately Both were so tired that they fell asleep immediately.