×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)

Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)

- Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.

- Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής;

Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.

Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.

- Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.

- Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη.

- Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.

- Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι! - Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος Ο Βασιλιάς θα είναι!

Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα.

Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.

- Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησα απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.

Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.

- Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.

Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.

- Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.

- Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως

- Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;

- Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.

- Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;

- Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια.

- Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.

- Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο

- Αμέσως, αφέντη!

- Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα.

- Αφέντη, λυπήσου με! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Πώς μπορώ να τον συλλάβω;

- Είναι κλέφτης!

- Μα έχει φλουριά!

- Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα!

- Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. Ό,τι θέλει κάνει!

- Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις. Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα.

- Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. Μα πού αυτός! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε!

- Καλά έκανε! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε!

- Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι. - Φοβιτσιάρη! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά;

- Τον εφοβήθηκα!

- Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι.

- Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ.

- Πώς αυτό;

- Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου.

- Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές.

Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα

Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο.

- Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. Είστε της ίδιας φάρας!

Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο:

- Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί!

Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.

Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει.

Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα. Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε.

- Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε Έμπα μέσα και πάρε τον.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω.

- Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση.

- Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο. Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του.

- Η Παναγία να σου το πληρώσει! είπε με την καρδιά του. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με.

Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του.

- Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου.

Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια

Είχε νυχτώσει πια. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους.

- Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου.

Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό.

Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2) Δ'. IN DER KURVE (2) Δ'. ON THE TURN (2)

- Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! - Sin, sir, these are the courts! - Günah, canım, bunlar mahkemeler! αποκρίθηκε ο άλλος. the other replied. diğer cevap verdi.

- Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! - No, that should not be the courts! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής; Where does the judge sit?

Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα. They showed him the house, and pulling Irinoula by the hand, he ran and knocked on the door.

Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα. The judge at that time had returned to his house, and lying on the table, eating sweets with sweets and drinking mastic.

- Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί. - Who is this? he shouted with his mouth full, without getting up.

- Άνοιξε! - Aç! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. ordered Vasilopoulos. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη. I have to tell you about Kakomiridis. Sana Kakomoididis'i anlatmalıyım.

- Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! - But you do not leave me alone! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο. the judge replied, and crumpled another crispy cheese.

- Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. shouted Vasilopoulos. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι! I swear to you, before the sun rises, I will have cut off your head! - Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος Ο Βασιλιάς θα είναι! exclaimed Mr. Lagocardos. The King will be!

Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. Trembling like a leaf, he ran and opened the door.

Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός. But as if he saw two children in front of him, his fear became anger.

- Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησα απότομα. - To tell you, are you kidding me? I asked curtly. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή. Out of here, I swear I put you both in jail.

Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του. Quietly, but decisively, Vasilopoulos put him aside and went inside with his sister.

- Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. "The good thing I want you, Mr. Lagkardo, to hear me," he said. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω. Close your door and come here.

Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει. The boy's commanding style made Lagocardos wrinkle.

- Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος. - What do you want; he asked numbly.

- Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως

- Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. "Well, well, we have time for that," the judge said curtly. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Now the cries are hot and appetizing. Θες κανένα; Do you want any?

- Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. "I can not get it, Master Lakkard," said Vassilopoulos. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα. Either you will immediately release Kakomiridis from prison or you will be held accountable to me.

- Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! - Oh, but to tell you, you have finally made it up! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα; Don't you tell me who your boss is, that you bully him?

- Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! - I am the King's son and I order you! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Mr. Lagocardos lost them. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια. He bent down and folded two things.

- Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας. - Order… order your slave ρισε murmured trembling.

- Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! - Release Kakomiridis immediately! πρόσταξε το Βασιλόπουλο

- Αμέσως, αφέντη!

- Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης. - And to send to arrest the chief chancellor and throw him in jail, because you know very well that he stole the hens and not Kakomiridis. - Y mandar a arrestar al primer canciller y meterlo en la cárcel, porque sabes muy bien que él robó las gallinas y no Kakomiridis.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα.

- Αφέντη, λυπήσου με! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Do not ask me such things. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Who told you the truth I do not know, if you know this, you will know more! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Panourgakos is strong! Πώς μπορώ να τον συλλάβω;

- Είναι κλέφτης!

- Μα έχει φλουριά! - But he has a penny!

- Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα! - Where did he find them? It does not have anything!

- Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. - He has in his hands the treasury of the palace. Ό,τι θέλει κάνει! Do whatever he wants!

- Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. - It has nothing, I tell you. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. He was forced, in order to feed the palace for two days, to sell his gold chain which was not even his own, but was the point of his office. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις. Even though he was fluent, it should not have prevented you from capturing him. Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα.

- Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. - I can not, he will destroy me, he is the chancellor and he has all the confidence of the King. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Listen and be sorry for me, because I do not know how to do it! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. As if Kakomiridis came and told me his complaints, and described to me the palace man who knocked him down and stole his bag, I immediately understood who he was, because, he says, he was wearing a chain. I was very upset by this job, because I did not want to put it with the Chancellor, and I wanted to persuade Kakomiridis to be silent. Μα πού αυτός! But where is he! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε! He sought his justice and did not rest!

- Καλά έκανε! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε! And it would be cowardice if he was silent!

- Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. "Well," continued Mr. Lagard, "I immediately signaled to Panourgakos, to return the stolen bag, so that Kakomoididis would be silent. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι. He came straight to me and told me that if I could not find a way to put Kakomiridis in prison, he would accuse me of stealing his chain and they would cut off my head. - Φοβιτσιάρη! - Funky! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά; Why notify him secretly?

- Τον εφοβήθηκα!

- Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι. No one would believe that you stole his chain, since he himself sold it to feed the palace.

- Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. "He did not sell her for the palace," the judge said in a low voice. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ. And they would think I stole it.

- Πώς αυτό; - How is that?

- Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου. - Because… he had given me the chain to sell on his behalf… and I made him a piece of paper… and I still had the chain in my house.

- Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές. - And from this sale you did not have any profit? Vasilopoulos asked, emphasizing the syllables one by one.

Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα

Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο.

- Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. - You were right to be afraid, he said at the end, putting in his voice all the disgust that was inflating his heart. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. A marshmallow can not stand another marmalade. Είστε της ίδιας φάρας! You are the same beast!

Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο:

- Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί! Take your keys and open the prison door straight away, your shoulders will feel like if the leash is stinging!

Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.

Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει.

Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα. At the door outside, lying on the ground, a girl was crying inconsolably. Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε. Vasilopoulos recognized her.

- Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε Έμπα μέσα και πάρε τον.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω. Mr. Lagocardos opened the door, and the daughter threw herself on her father's neck and pulled him out.

- Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση. - To whom do I owe my freedom? Kakomiridis asked in a trembling voice, after recovering from the first emotion.

- Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο. Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του. Kakomiridis bent down and kissed his melted gold-embroidered garment.

- Η Παναγία να σου το πληρώσει! - Our Lady to pay you! είπε με την καρδιά του. he said with his heart. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με. If you ever need a true friend, remember me.

Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του. And, leaning on his daughter's arm, he pulled towards his house.

- Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου.

Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια Mr. Lagocardos did not wait for another reason, and put it on his feet

Είχε νυχτώσει πια. It was already dark. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους.

- Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου. I have to arrange the work of Mr. Panourgakos.

Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό. And they took the uphill and climbed the mountain.