Επικούρειοι και Στωικοί (3)
Επίσης, και οι δύο θεωρούσαν την κατανόηση της πραγματικής φύσης των θεών ως ένα από τα οφέλη που προέκυπταν από τη μελέτη της φυσικής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το κίνητρο για να εγκύψει κανείς στη φυσική επιστήμη ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, ηθικής τάξεως, γεγονός που επηρέασε ουσιαστικά τόσο τα είδη των θεμάτων που ερεύνησαν όσο και τον τρόπο διερεύνησης των θεμάτων αυτών.
Αν και αμφότερες οι σχολές πίστευαν ότι η ως ένα βαθμό γνώση των βασικών προβλημάτων της φυσικής ήταν ουσιαστικής σημασίας για την επίτευξη της αταραξίας, καμία δεν ενθάρρυνε την σε βάθος έρευνα επιμέρους κλάδων της επιστήμης. Αντιθέτως μάλιστα, η έμφαση που απέδιδαν στους πρακτικούς ηθικούς σκοπούς της θεωρητικής έρευνας -η άποψη ότι η επιστήμη είναι το μέσο προς έναν σκοπό κι όχι ο καθαυτό σκοπός- λειτουργούσε ως ισχυρό αντικίνητρο για την ανάληψη αυτού του είδους έρευνας.
Παρ' όλη τη σπουδαιότητα του έργου τους όσον αφορά τη γενική θεωρία της ύλης, ούτε ο Επίκουρος ούτε οι πρώιμοι Στωικοί[5] προσέφεραν ιδιαίτερα σε τομείς της επιστήμης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παρατήρηση. Τα μεγάλα βήματα προόδου που καταγράφηκαν σε τομείς όπως η αστρονομία και η βιολογία κατά τον 3° και τον 2° αιώνα π.κ.ε. ήταν έργο ανθρώπων που, αν και συχνά επηρεασμένοι από φιλοσοφικές παραδοχές, δεν ήταν πρωτίστως φιλόσοφοι, αλλά μαθηματικοί ή γιατροί το έργο αυτών των ανθρώπων πρέπει να δούμε με προσοχή στη συνέχεια, ξεκινώντας από μια σύντομη επισκόπηση των καθαυτό μαθηματικών.
Στωικισμός και «Ποικίλη Στοά»
Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.κ.ε. – περίπου 250 μ.κ.ε. ), η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την «Ποικίλη Στοά» από όπου και πήρε το όνομά της η Σχολή.
Κατά τους Στωικούς, η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους Θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση. Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του (στα λατινικά ratio), ωθεί προς την Αρετή, άρα το «κατά Φύσιν ζην» σημαίνει «κατ' Αρετήν ζην». Η Αρετή είναι το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι «αδιάφορα».
Σύμφωνα με τον Στωικισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε Αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του. Με το να βλάπτει κανείς τους άλλους για το υποτιθέμενο ατομικό του συμφέρον, υπονομεύει κατ' ουσίαν την ίδια του την φύση. Ο Στωικός δεν αρνείται τον κόσμο των θνητών πραγμάτων, ούτε όμως και εξαρτάται από αυτόν, απλώς ζει ατάραχα μέσα του ενώ, σε αντίθεση προς την απόσυρση των Επικουρείων, συμμετέχει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής (λ.χ. πολιτική, οικογένεια κ.λ.π. ).
Για τους Στωικούς φιλοσόφους, ο δρόμος που πρέπει ν' ακολουθήσει κανείς για να εξασφαλίσει στην ψυχή του την ηρεμία, την γαλήνη, την αταραξία, και να γίνει, έτσι, ευτυχισμένος, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Επίκουρος, οι ηδονές, αλλά η αρετή και τον δρόμο αυτόν προς την αρετή μπορεί να του τον υποδείξει η φιλοσοφία· η φιλοσοφία είναι, πρώτα από όλα, «άσκηση της αρετής».
Η αρετή, κατά τους Στωικούς φιλοσόφους, είναι αυτάρκης, αυτόνομη, αυτοτελής, υπό την έννοια ότι, για να υπάρξει, δεν έχει ανάγκη από κάποιον παράγοντα έξω από αυτήν που να την προκαλέσει. Δεν μοιάζει η αρετή, εν προκειμένω, με την ηδονή, που η ανάδειξη της μέσα μας προϋποθέτει κατ' ανάγκην ένα αντικείμενο διαφορετικό και ανεξάρτητο από αυτήν δεν θα μπορούσε, ασφαλώς, να βιώσει κανείς την ηδονή που νιώθει απολαμβάνοντας, παραδείγματος χάριν, ένα φαγητό ή κάποιο μουσικό κομμάτι, αν δεν υπήρχε το φαγητό αυτό ή το εν λόγω μουσικό κομμάτι. «Η αρετή», όμως, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, «αξίζει να προτιμηθεί μόνο για τον εαυτό της και όχι εξαιτίας του φόβου, της ελπίδας ή κάποιου άλλου εξωτερικού πράγματος».
Αν και αποδίδουν στην αρετή οι Στωικοί φιλόσοφοι απόλυτη αξία, εν τούτοις δεν φτάνουν σε κάποιο είδος ηθικού φανατισμού, στο πλαίσιο του οποίου κάθε μορφή κακίας είναι ανεπίτρεπτη. Απεναντίας, θεωρούν ότι η ύπαρξη του κακού μπορεί ν' αποβεί ωφέλιμη στον άνθρωπο οδηγώντας τον στην αρετή. Αρκεί να έχει κανείς την υπομονή να δει τα πράγματα συνολικά, και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα. Έτσι, θα μπορέσει να καταλάβει, παραδείγματος χάριν, ότι οι κοριοί, όσο απεχθείς κι αν μας φαίνονται, συμβάλλουν, εντούτοις, στην βελτίωση μας, καθώς μας υποχρεώνουν να ξυπνάμε το πρωί και να μη μέναμε στο κρεβάτι τεμπελιάζοντας.
Είναι επιτυχής, εν προκειμένω, ο παραλληλισμός που κάνει ο Πλούταρχος μεταξύ των διαφόρων μορφών κακίας που υφίστανται στον κόσμο και ορισμένων αστείων στίχων που απαντώνται σε μια κωμωδία. «Όπως οι κωμωδίες περιλαμβάνουν αστείους στίχους που, αν τους εξετάσεις μεμονωμένους, είναι πρόστυχοι, αλλά, αν τους δεις στο σύνολο του ποιήματος, προσθέτουν σε αυτό κάποιαν χάρη, έτσι ψέγει και την κακία, αν την αντιμετωπίσει μεμονωμένα· δεν είναι, όμως, άχρηστη στο πλαίσιο ενός συνόλου».
Ο Χρύσιππος, που απετέλεσε τον κορυφαίο εκφραστή της στωικής φιλοσοφίας κατά την πρώτη φάση της —σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να λεχθεί ότι «αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δεν θα υπήρχε η φιλοσοφία της Στοάς» υποστήριξε ότι οι κακίες είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουν την σημασία και την σπουδαιότητα της αρετής. Πολλές φορές εκτιμάμε ένα πράγμα, εφόσον το δούμε δίπλα στο αντίθετο του· η λαμπρότητα και η τελειότητα της αρετής αναδεικνύονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και με πιο εντυπωσιακό τρόπο, αν αντιπαραβληθούν προς την ατέλεια και τις αρνητικές όψεις της αντίστοιχης κακίας.
Μεταξύ της αρετής και της κακίας, που αποτελούν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους εκδηλώνεται η συμπεριφορά των ανθρώπων, υπάρχουν άλλες καταστάσεις, όπως η ζωή και ο θάνατος, η αρρώστια και η υγεία, η φτώχεια και η ευπορία. η ταπεινότητα και η αλαζονεία κ.ά., που από την φύση τους δεν έχουν καμιάν —θετική ή αρνητική— αξία και για τούτο, οι στωικοί φιλόσοφοι τις αποκαλούν με τον όρο «αδιάφορα». Αν μια από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις μας βοηθάει να γίνομε ενάρετοι, αποκτά θετική αξία· διαφορετικά, αν μας ωθεί προς την κακία, έχει αρνητική αξία, γίνεται απαξία. Συμβαίνει, βέβαια, οι άνθρωποι να προτιμούν ορισμένες από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις έναντι άλλων. Αυτό είναι δικαιολογημένο.
Ο Χρύσιππος έλεγε, παραδείγματος χάριν, ότι «είναι τρελοί όσοι απορρίπτουν τον πλούτον και την υγεία και την απονία και την αρτιότητα του σώματος, και δεν προσπαθούν να διατηρήσουν τ' αγαθά αυτά». Εκείνο που είναι ανεπίτρεπτο, ωστόσο, είναι να επαναπαυθεί και να υποδουλωθεί κανείς στην αρχική, φυσική προτίμηση του προς αυτές τις καταστάσεις και εν ονόματι τους να ξεπουλήσει την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του ολόκληρη. Κανένα αγαθό, ακόμη και η ίδια η ζωή, δεν πρέπει να συντηρείται από τον άνθρωπο, αν δεν εξασφαλίζει την ηθική ακεραιότητα του.
Οι στωικοί φιλόσοφοι συνιστούσαν στους ανθρώπους την εθελουσία και έντιμη «εξαγωγήν εκ του βίου». Η παράδοση λέει ότι ο Ζήνων και ο Κλεάνθης, από τους πρωταγωνιστές της στωικής φιλοσοφίας, δεν δίστασαν ν' αυτοκτονήσουν, όταν κατάλαβαν ότι το αγαθό της ζωής έγινε ανασταλτικός παράγων για την εκ μέρους των άσκηση της αρετής· θεώρησαν ότι η ζωή τους δεν είχε πλέον καμιάν αξία γι' αυτούς, καθώς ο μεν, ύστερα από κάποιον τραυματισμό, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία, ο δε είχε φτάσει σε βαθύτατο γήρας. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, οφείλει να είναι έτοιμος να διατηρήσει κανείς αλώβητη την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του απέναντι και στις πιο δυσάρεστες και τις πιο επώδυνες καταστάσεις.
Ιδού πώς ο Επίκτητος λέει ότι θα πρέπει να σκέφτεται ο στωικός φιλόσοφος: «θα πεθάνω· αλλά πρέπει γι' αυτό να πεθάνω βογκώντας; Θα φυλακιστώ· αλλά πρέπει γι' αυτό να θρηνολογώ; Θα εξοριστώ· αλλά ποιος μπορεί να μ' εμποδίσει να φύγω χαμογελώντας και ήρεμος; —Πες μου το μυστικό. —Δεν το λέω, γιατί αυτό εξαρτάται από την θέληση μου. —Θα σε ρίξω τότε στα σίδερα. —Άνθρωπε, τι λες; Εμένα; Μόνο το πόδι μου θ' αλυσοδέσεις. Την θέληση μου ούτε ο Δίας μπορεί να καταβάλει. —Θα σε φυλακίσω. —Το καημένο μου κορμί, εννοείς. —Θα σε αποκεφαλίσω. —Πότε εγώ σου είπα πως μονάχα ο δικός μου τράχηλος δεν μπορεί να κοπεί;».
Για να φτάσει κανείς, όπως εισηγούνται οι στωικοί φιλόσοφοι, στην κατάσταση της πλήρους αδιαφορίας, η οποία θα τον βοηθήσει, ακόμη και εν μέσω των πιο επώδυνων καταστάσεων, ν' αποκτήσει και να διατηρήσει η ψυχή του την αταραξία και την γαλήνη εκείνη που θα του εξασφαλίσει την ευτυχία, χρειάζεται να ξεπεράσει κάθε συναισθηματισμό, να χειραφετηθεί από τις εγκόσμιες επιθυμίες του, ν' απελευθερωθεί από τα πάθη του —όχι μόνο από τα θεωρούμενα κακά πάθη, αλλά από όλα τα πάθη ανεξαιρέτως.
Και τούτο, διότι το πάθος, γενικώς, είναι μια «άλογη και αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα», που δεν αφήνει τον άνθρωπο να κρίνει σωστά την θέση του μέσα στον κόσμο και την συγγενική σχέση του με την φύση. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός. ο οποίος ταυτίζεται με τον λόγο. και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη.
Ο Θεός. που οι Στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με τον λόγο. είναι ο δημιουργός του κόσμου, καθώς, επενεργώντας πάνω στην ύλη, διαμορφώνει τα διάφορα όντα. που συγκροτούν την φυσική πραγματικότητα. Η σχέση του Θεού ή του λόγου με το σύμπαν δεν είναι υπερβατική· αυτός, δηλαδή, δεν δημιούργησε τον κόσμο, για να μείνει κατόπιν έξω και πέρα από αυτόν. Απεναντίας, οι Στωικοί φιλόσοφοι, εισηγούμενοι μια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυρίστηκαν ότι ο Θεός, ο λόγος διαπερνάει ολόκληρο τον κόσμο και γίνεται ένα με αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύμορφης φύσης, την δύναμη εκείνη μέσω της οποίας το κοσμικό σύστημα διατηρεί την ενότητα του και την συνοχή του.
Χάρις στην δύναμη αυτή της Θείας αρχής του λόγου, τον «τόνον» όπως την αποκαλούν οι Στωικοί φιλόσοφοι, το σύμπαν από άκρου εις άκρον διέπεται από την αρχή της συμπαθείας, σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο. Ο κόσμος μοιάζει μ' έναν τεράστιο έμβιο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία του ενός οργάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία κάποιου άλλου οργάνου του. Έτσι, καθώς, βάσει της αρχής της συμπαθείας, διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.
Οι εκδηλώσεις των εγκόσμιων πραγμάτων, οι επιδράσεις του ενός όντος πάνω στο άλλο. που συγκροτούν την πορεία του σύμπαντος, δεν είναι τυχαίες, ακανόνιστες, συμπτωματικές, αλλά, επειδή τα πάντα δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του λόγου, ο οποίος και μετά την δημιουργία του σύμπαντος εξακολουθεί να το διαρρέει, υπόκεινται σε μια νομοτελειακή τάξη, την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη». Τα πάντα στο σύμπαν τελούνται σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων από τον κοσμικό λόγο και η οποία εξακολουθεί να συντηρείται χάρις στην συνεχιζόμενη παρουσία του μέσα στο σύμπαν.
Η ειμαρμένη, η οποία διέπει την πορεία των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, δεν αναιρεί, όπως ίσως φαίνεται, την ανθρώπινη ελευθερία, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της μοιρολατρίας, σύμφωνα με την οποία είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς κάτι, αφού η έκβαση του έχει ήδη αποφασιστεί. Ο Χρύσιππος επιχείρησε να δείξει πώς συνδυάζεται η ειμαρμένη του κόσμου με την ανθρώπινη ελευθερία.