×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Πρωτοχρονιάτικο Παραμύθι - Πηνελόπη Δέλτα

Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Πρωτοχρονιάτικο Παραμύθι - Πηνελόπη Δέλτα

Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.

Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.

«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα».

Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο.

Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Τ' αδύνατα χεράκια του έμεναν ακίνητα στο σεντόνι απάνω' δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Το κουρασμένο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης.

-Τι συλλογίζεσαι, Βασιλάκη; ρώτησε η μητέρα του.

– Κοίταζα τα χιόνια, αποκρίθηκε ο μικρός, και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια… Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ;

-Ναι, παιδί μου, βρήκε, και θα σου το φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου… και είναι πολύ όμορφο… Είσαι ευχαριστημένος;

-Ναι, είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό.

Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο, και το έστησαν απάνω στο τραπέζι. Τα κλαδιά ήταν φορτωμένα χρυσά και ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. Παντού στέκουνταν όρθια τ' αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες.

-Ε, Βασιλάκη, σ' αρέσει το δέντρο σου; ρώτησε ζωηρά ο πατέρας του.

Ο μικρός το κοίταξε μια στιγμή με σβησμένα αγέλαστα μάτια.

– Το φαντάζουμουν ωραιότερο, είπε με τη βαρεμένη του φωνή.

Και το βλέμμα του γύρισε πάλι στο παράθυρο και στα χιόνια του αντικρινού σπιτιού.

– Πατέρα, λες του χρόνου την Πρωτοχρονιά να είμαι πια καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια;

– Ναι, παιδί μου, είπε ο πατέρας.

Και η μητέρα βγήκε από το δωμάτιο για να κρύψει τα κλάματα που την έπνιγαν.

-Τι όμορφα που θα είναι να τρέχεις στα χιόνια… είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. Τι δε θα έδινα για να δω τι γίνεται έξω…

Έξω, ο Βασίλης είχε δει πίσω από το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γέμιζαν τα κλαδιά από πάνω ως κάτω.

-Αχ, τι ωραίο! είπε το φτωχό· πρέπει να το έφερε ο Άη-Βασίλης.

Και τα μάτια του έτρωγαν το δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια του, μήπως και τον ζεστάνουν λίγο.

-Ο Άη-Βασίλης… μουρμούρισε. Γιατί δεν έρχεται κάποτε και σε μας, ο Άη-Βασίλης;

Θυμήθηκε το φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του· όλα τα είχε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της μάνας του. Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί τους, μα άλλο από ψωμί δεν πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε χάρισμα να του δίνει, και αυτήν του την έδινε μπόλικη. Μα ήλθαν οι κακοί καιροί, η αρρώστια, η μαύρη φτώχεια, και πέθανε η μάνα του και την έβαλαν σε σανιδένια κάσα, και την πήγαν στο νεκροταφείο, και την είδε που τη σκέπασαν τα χώματα. Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι, κι έφυγε το έρημο ορφανό και ήλθε κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του Άη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που διασκέδαζαν πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του.

Από νωρίς είχε δει κίνηση μεγάλη στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσαν στις πόρτες των αρχοντόσπιτων και έλεγαν τον Άγιο Βασίλη. Μα τ' ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει και αυτό σε καμιά πόρτα, ούτε ήταν μαθημένο στην ταραχή της μεγάλης πολιτείας. Και λίγο-λίγο, τράβηξε κατά τους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο, και ήλθε και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα.

Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο πήγαιναν κι έρχουνταν σκιές. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα!

Ο Βασίλης θυμήθηκε πως την τελευταία βούκα ψωμί την είχε φάγει το πρωί. Και μέσα κει θα έτρωγαν τώρα πίτα!

Αχ, και να είχε και αυτός μια βουκίτσα να γελάσει την πείνα του! Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο αφράτη, καθώς την πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. Άραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του έδινε κανένα κομματάκι;

Και έξαφνα, χωρίς να ξέρει και αυτός πώς το έκανε, άρχισε να τραγουδά:

«Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».

Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, διάφορες σκιές πήγαν και ήλθαν κοιτάζοντας έξω. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο μπορούσε περισσότερο.

– Παναγιά μου! ψιθύρισε, λένε πως οι πλούσιοι δεν έχουν καλή ψυχή και περιφρονούν τους φτωχούς…

Και με τρομαγμένα μάτια ακολουθούσε το πήγαινε κι έλα των ανθρώπων μες στην κάμαρα.

Μες στην καμάρα είχαν κόψει την πίτα. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας με αδιαφορία το κομμάτι του, χωρίς καν να το γευθεί.

– Δεν το κόβεις να δεις αν σου έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου; ρώτησε τρυφερά η μητέρα του.

-Ναι, μητέρα, θα το γυρέψω, αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε, ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του.

Έξαφνα ανέβηκε ως το δωμάτιο του άρρωστου αγοριού μια φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη: «Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».

Ο Βασιλάκης ξαφνίστηκε' άναψαν μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το μελαγχολικό του πρόσωπο.

-Πατέρα, πατέρα! φώναξε, τ' ακούς; Τραγουδά απ' έξω… Θα είναι κανένα αγοράκι… φώναξε το! Πολύ σε παρακαλώ!

Η μητέρα του είχε πάγει κιόλα στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε.

– Δε βλέπω κανένα παιδί, είπε.

– Πατέρα, κοίταξε συ, άνοιξε το παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να πάρει από την πίτα, το κομμάτι του φτωχού… και να μας πει τι γίνεται έξω…

Πήγε ο πατέρας στο παράθυρο, το άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι του Βασιλάκη.

– Πέρασε το παιδί και πάει, είπε ζωηρά· μα δεν πειράζει, θα περάσει και άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο.

Μα ο Βασιλάκης δεν πεινούσε· έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν…

Και το παιδάκι, που μπορούσε να πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και πάει!

– Θέλεις, παιδί μου, να φας την πίτα σου αύριο; ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του.

-Ναι, μητέρα, αύριο.

Η μητέρα έκανε νόημα σ' όλους να βγουν από το δωμάτιο.

Ο Βασιλάκης ήταν κουρασμένος… Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί…

Πήρε το πιάτο με την πίτα και το ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο.

Μα ο Βασιλάκης δε νύσταζε· ο νους του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα είχε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια…

Κοίταξε γύρω του, είδε πως ήταν μόνος' με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο.

Αχ! και να έβλεπε λιγάκι απ' έξω το χιονισμένο δρόμο, τα φανάρια, τ' άσπρα δέντρα…

Με δυσκολία γύρισε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. Το κρύο τον ξάφνισε, του έκοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα όλα γύριζαν, του φάνηκε πως πέφτει…

Έξαφνα, από το παράθυρο πήδησε μέσα ένας άνθρωπος, και ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. Ήταν γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια' τον κοίταξε ο Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε:

-Ο Αη-Βασίλης… ψιθύρισε.

– Ναι, εγώ είμαι, είπε ο Άη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. Ήλθα να σε ρωτήσω, τι θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου, που ξημερώνει αύριο, και που είναι και δική σου εορτή;

-Αχ, Άη-Βασίλη μου, να μη μου δώσεις πια τίποτα! φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του. Δες πόσα πράγματα μου έδωσαν, και τα έχω τόσο βαρεθεί! Μα πάρε με έξω μαζί σου! Πάρε με στα χιόνια!

Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα!

– Θέλεις; είπε ο Άη-Βασίλης. Μα έξω κάνει κρύο! Και συ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά, και πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα… Και θέλεις να φύγεις;

-Ναι! Να βγω στα χιόνια, να τρέξω ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου Άη-Βασίλη! παρακάλεσε ο Βασιλάκης. Πάρε με στα χιόνια!

Ο Άη-Βασίλης χαμογέλασε πάλι.

– Καλά, είπε. Εγώ σήμερα δε χαλώ χατήρι κανενός. Έλα μαζί μου αφού το θέλεις.

Και πήρε το Βασιλάκη στην αγκαλιά του, και πέταξε από το παράθυρο που έμεινε ανοιχτό…

Στα χιόνια κάθουνταν ο Βασίλης με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος. Και το παράθυρο έκλεισε πάλι.

Τα κεράκια του δέντρου είχαν σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα έσβησαν και τα φώτα, και μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κανένα έπιπλο απάνω. Και ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από τη θαμπερή λάμψη της.

Το κρύο όλο δυνάμωνε· τα βλέφαρα του Βασίλη βάραιναν. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη… Αχ! λίγη ζέστη…

Λαφρύς κρότος τον ξάφνιασε. Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. Το παράθυρο είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο.

Μια στιγμή το κοίταξε με απορία ο Βασίλης, μα τόσο βαριά ήταν τα βλέφαρα του, που δεν μπορούσε να τα βαστάξει ανοιχτά. Έκανε πάλι να δει το αντικρινό παιδί, και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι, μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί.

Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους. Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε· εμπρός του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα, και γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια και το βοριά. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε.

-Ο Άη Βασίλης! έκανε μαγεμένος.

-Ναι, ο Άη-Βασίλης, είπε ο γέρος. Σ' άκουσα που έλεγες πως δεν έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα.

Τ' ορφανό τον κοίταξε μ' έκσταση. Ο Άη-Βασίλης γέλασε.

-Λοιπόν πες μου, του είπε· αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που είναι εορτή μου και δική σου εορτή. Τι θέλεις να σου χαρίσω;

Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο. Η καντήλα είχε σβήσει και αυτή· τόσο κρύο θα ήταν τώρα κι εκεί μέσα…

– Θέλω, παρακαλώ, λίγη πίτα, είπε δειλά, και θέλω πάλι τη μάνα μου… Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο; ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του απαίτηση.

-Τίποτα δεν είναι αδύνατο σήμερα, είπε ο Άη-Βασίλης, και ό,τι ζητήσεις θα σου το κάνω. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω, και τη μάνα σου θα την ξαναδείς οπόταν θέλεις. Μα σκέψου, είναι και μερικά παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να τον γυρίσεις, να ζήσεις όπως θέλεις. Είσαι ακόμα μικρός και ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός μπροστά σου…

-Αχ όχι, καλέ μου Άη-Βασίλη! παρεκάλεσε ο μικρός. Μόνο πάρε με στη μάνα μου! Και δωσ' μου λίγη πίτα και για κείνην, που δεν έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια!

-Καλά, είπε ο Άη-Βασίλης με το καλό του χαμόγελο, σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου.

Και τον πήρε ο Άη-Βασίλης στην αγκαλιά του, και πέταξε ψηλά, ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια, κι έφυγαν.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ' όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο.

Χωμένο σε μια γωνιά της εξώπορτας του αντικρινού σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. Το σίμωσε, το άγγιξε, το βρήκε παγωμένο.

Το πήρε στην αγκαλιά του και το ανέβασε στο αρχοντόσπιτο, όπου μητέρα και πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, έκλαιγαν το πεθαμένο τους αγόρι.

Μαζί τα ξάπλωσαν πλάγι-πλάγι, το χαδεμένο μονοπαίδι και το έρημο ορφανό.

Πάνω στο τραπέζι, δυο κομμάτια πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη.

Πλάγι-πλάγι έθαψαν τα δυο παιδιά. Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα τ' όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει όνομα.

Κανένας δε γνώριζε το έρημο ορφανό.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Πρωτοχρονιάτικο Παραμύθι - Πηνελόπη Δέλτα Новогодние|рассказы|Новогоднее|сказка|Пенелопа|Дельта New Year's|Short stories|New Year's|fairy tale|Penelope| Silvestergeschichten | Silvestermärchen - Penelope Delta New Year's Eve Stories | New Year's Eve Fairy Tale - Penelope Delta Cuentos de Nochevieja | Cuento de Nochevieja - Penelope Delta Histoires de la Saint-Sylvestre | Conte de fées de la Saint-Sylvestre - Penelope Delta Opowieści sylwestrowe | Bajka sylwestrowa - Penelope Delta Histórias de véspera de Ano Novo | Conto de fadas de véspera de Ano Novo - Penelope Delta Yılbaşı Gecesi Hikayeleri | Yılbaşı Gecesi Masalı - Penelope Delta 新年故事|新年故事 - 佩內洛普三角洲

Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. |||||||||||a||||| |||засунувшись||||двери|сидело||мальчик||||напротив|освещенное|окно |||snuggled||||front door|was sitting||||||opposite|| One New Year's Eve, tucked into the corner of a front door, a little boy sat staring at the lighted window opposite. Однажды в канун Нового года в углу входной двери сидел маленький мальчик, глядя в освещенное зеркалом окно. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα. |потемнело||||снег|накрывало||плиты||||фонари|||||крыши||домов|вещь|редкое|| |it had gotten dark|||||was covering||tiles|||||||||roofs||||rare thing|| It was early night, and snow covered the street slabs, the traffic lights, the trees and the roofs of the houses, a rare thing in Athens. Была ранняя ночь, и снег покрывал тротуары, уличные фонари, деревья и крыши домов, что является редкостью в Афинах.

Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. ||||a||||a|||||a|||||||||||||||||||| |||сильным||завернутый||старое||порванном|одежка|||||заваливался||||уголке|||||избежать|||севера|||мерзнул|до||костей |||||wrapped||worn||torn|little clothing|||||was curling||||||||||||north wind|||was freezing|||bones The cold was intense, and wrapped in his old and torn robe, Vasilis was increasingly burrowing into the corner of the front door to escape the north wind that froze him to the bone. Холод был сильным, и, завернувшись в свою старую и рваную одежду, Василис все дальше и дальше продвигался в угол входной двери, спасаясь от севера, который промораживал его до костей. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του. ||||оставались|прикованными|||||дворца|напротив| |||||pinned|||||mansion|opposite him| But his eyes remained fixed on the lighted window of the mansion, opposite him. Но его взгляд оставался прикованным к освещенному окну особняка перед ним.

«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα». Новый год||прошептал|развлекаются|| New Year|||are having fun|| "New Year's Eve tomorrow," he muttered, "they're having fun in there." «Завтра Новый год, — пробормотал он, — там весело».

Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο. ||лежало||||растопленным|ахновое| ||was lying||||melted|faint| In there lay a child, with a melted pale face. Там лежал ребенок с оплавленным бледным лицом.

Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Коробки|полные|краски|оловянные|солдатики||деревянные|железные дороги||кораблики||накрывали||||стояли|недотронутыми ||paints|lead|toy soldiers|||railroads||little boats||covered||||were standing|untouched Ящики с красками, свинцовые солдаты, деревянные животные, железные дороги и лодки, которыми была покрыта его кровать, остались нетронутыми. Τ' αδύνατα χεράκια του έμεναν ακίνητα στο σεντόνι απάνω' δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Т(1)|маленькие|руки|||неподвижные||простыне|наверху|||||богатые|подарки|| |weak|little hands|||immobile||sheet||||even||||| His slender little hands remained motionless on the sheet above; he did not even look at the rich gifts around him. Его тонкие ручки оставались неподвижно на простыне наверху, он даже не взглянул на окружающие его богатые подарки. Το κουρασμένο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης. |усталое|взгляд|||прикованным||||||белели||снег||противоположной|крыши |tired||||fixed||||||were whitening||||opposite|roof His tired gaze was fixed on the window where, in the darkness, the snow on the opposite roof was whitewashed. Его усталый взгляд был устремлен на окно, где во тьме белели снега зеркальной крыши.

-Τι συλλογίζεσαι, Βασιλάκη; ρώτησε η μητέρα του. |думаешь|Василиаки|||| |you are thinking|Basil|||| -"What are you thinking about, Vassilakis?" asked his mother. - О чем ты думаешь, Василакис? — спросила его мать.

– Κοίταζα τα χιόνια, αποκρίθηκε ο μικρός, και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια… Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ; ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||a||||||||||||||||| смотрел|||ответил||||я размышлял||радость||бегать||||прыгать|||||собираешь|||делаешь|шары||||стряхиваешь||прохожих|||картина||библии||||увидеть|||рождественский|||||снежки|||говоришь||найдёт||Николас||такое| |||||||I was thinking||||you run||||you dive|||||to gather|||you make|||||shake||passersby|||||||||||||||||candles|||||||||| - I was looking at the snow, the boy replied, and I was thinking about the joy of running in the streets, diving in the snow, picking it up and spitting balls, and shaking them at the passers-by, like in the picture in my book, where I saw the Christmas tree with many candles... Really, mother, do you think Nicholas found a tree like that here? - Я смотрел на снега, - ответил маленький, а они думали о радости бегать по улицам, нырять в снега, собирать его и делать шарики, трясти ими прохожих, совсем как в рисунок в своей книге, где я тоже видела елку со множеством свечей... Неужели, мама, Николай нашел здесь такую елку?

-Ναι, παιδί μου, βρήκε, και θα σου το φέρει τώρα στολισμένο. ||||||||||украшенное - Да, дитя мое, он нашел это и сейчас принесет тебе украшенным. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου… και είναι πολύ όμορφο… Είσαι ευχαριστημένος; ||||||||||||украсил|||||||||доволен ||||||||||||he decorated||||||||| Он не такой большой, как на рисунке в твоей книге, но твой отец украсил его... и он очень красивый... Ты счастлив?

-Ναι, είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό. |||Василаки||энтузиазма |||Vasilakis|| - Да, - без энтузиазма сказал Василакис.

Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. В это время дверь открылась. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο, και το έστησαν απάνω στο τραπέζι. ||||||||a||||| |слуги|||||елка|всеведущее|||поставили||| |servants||||||fully lit|||they set up||| Two servants brought in a small fir tree, full of light, and set it up on the table. Двое слуг принесли маленькую, полностью освещенную елочку и поставили ее на стол. Τα κλαδιά ήταν φορτωμένα χρυσά και ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. |||||a||||| |ветви||нагружены|золотыми||серебряные|украшения|фонарики||бусы |||||||decorations|lanterns||glasses The branches were laden with gold and silver ornaments, lanterns and brilliants. Ветви были увешаны золотыми и серебряными украшениями, фонарями и бриллиантами. Παντού στέκουνταν όρθια τ' αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες. везде|стояли|стояли||зажженные|цветные||||||гнулись|||||игрушек||висели|привязанные||ленты |were standing|||burning||candles|||||were bending|||||toys||were hanging|tied||ribbons Everywhere the lighted coloured candles stood upright, and the larger branches were bending under the weight of the toys hanging with ribbons. Повсюду стояли зажженные цветные свечи, а большие ветки гнулись под тяжестью игрушек, висевших на них, перевязанных лентами.

-Ε, Βασιλάκη, σ' αρέσει το δέντρο σου; ρώτησε ζωηρά ο πατέρας του. ||с||||||живо||| ||||||||lively||| -"Hey, Vassilakis, do you like your tree?" asked his father briskly. -Эй, Василаки, тебе нравится твое дерево? — оживленно спросил его отец.

Ο μικρός το κοίταξε μια στιγμή με σβησμένα αγέλαστα μάτια. |||||||погасшими|| |||||||with extinguished|expressionless| The boy stared at it for a moment, his wild eyes flickering. Маленький мальчик какое-то время смотрел на него тусклыми, неулыбчивыми глазами.

– Το φαντάζουμουν ωραιότερο, είπε με τη βαρεμένη του φωνή. |я представлял|красивее||||скучной|| |I imagined|more beautiful||||bored|| - I thought it would be nicer, he said in his bored voice. – Я представляю себе это красивее, – сказал он скучающим голосом.

Και το βλέμμα του γύρισε πάλι στο παράθυρο και στα χιόνια του αντικρινού σπιτιού. a||||||||||||| ||||||||||||напротив| ||||||||||||across| And his gaze returned to the window and the snow of the house opposite. И взгляд его снова обратился к окну и снегу дома напротив.

– Πατέρα, λες του χρόνου την Πρωτοχρονιά να είμαι πια καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια; ||||||||||||выйти|||| – Отец, ты хочешь сказать, что в следующем году на Новый год я буду здоров и тоже выйду на снег?

– Ναι, παιδί μου, είπε ο πατέρας. – Да, дитя мое, – сказал отец.

Και η μητέρα βγήκε από το δωμάτιο για να κρύψει τα κλάματα που την έπνιγαν. A|||||||||||||| |||вышла||||||скрыть||плакатье|||душили |||||||||||sobs|||were drowning And the mother came out of the room to hide the tears that were choking her. И мать вышла из комнаты, чтобы скрыть душившие ее слезы.

-Τι όμορφα που θα είναι να τρέχεις στα χιόνια… είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. |красиво|||||||||размышляя|| ||||||||||thoughtfully|| -How nice it will be to run in the snow... said Vasilakis thoughtfully. - Как красиво будет бегать по снегу... - задумчиво сказал Василакис. Τι δε θα έδινα για να δω τι γίνεται έξω… |||would give|||||| Чего бы я не отдал, чтобы увидеть, что происходит снаружи...

Έξω, ο Βασίλης είχε δει πίσω από το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γέμιζαν τα κλαδιά από πάνω ως κάτω. |||||||||||||||||||||a|||||||||| ||||||||||||||||огни|||||||игрушки||наполняли|||||| |||||||||||||||||||||||little toys||were filling|||||| Снаружи Василис увидел за освещенным окном елку Василакис, с огнями, золотыми украшениями и игрушками, заполнявшими ветви сверху донизу.

-Αχ, τι ωραίο! -Ах, как приятно! είπε το φτωχό· πρέπει να το έφερε ο Άη-Βασίλης. ||бедное||||||Святой| ||poor||||||Saint| — сказал бедняжка, должно быть, святой Василий принес это.

Και τα μάτια του έτρωγαν το δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια του, μήπως και τον ζεστάνουν λίγο. A||||||||||||||||||a|||||||||||a||| ||||||||дрожа||||всё более|засовывались|глубже||уголке|||искал||обернуть||теле|||тряпки|||||согреют| ||||||||||||increasingly|were burrowing|deeper|||||look for||||little body|||rags|||||warm him up| And his eyes ate up the tree, and, shivering with the cold, he burrowed deeper and deeper into his corner, and sought to wrap his rags around his body, in case they might warm him a little. А глаза его ели дерево, и, дрожа от холода, он все глубже и глубже погружался в свой угол и поворачивался, чтобы обернуть свое тело тряпками, может быть, они его немного согреют.

-Ο Άη-Βασίλης… μουρμούρισε. - Санта… пробормотал он. Γιατί δεν έρχεται κάποτε και σε μας, ο Άη-Βασίλης; |||когда-нибудь|||||| Why doesn't Santa Claus come to us one day? Почему святой Василий к нам когда-нибудь не приезжает?

Θυμήθηκε το φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του· όλα τα είχε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της μάνας του. вспомнил||бедненькое|домик||деревня|||||воспитала||мать|||||лишил|после|родился|кроме|||ласки||мамы| He remembered||poor|little house|||||||||mother|||||deprived|after|||||caresses||mother| Он вспомнил бедный домик в деревне, где его воспитала мать, и после рождения он был лишен всего, кроме одной только материнской ласки; Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί τους, μα άλλο από ψωμί δεν πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε χάρισμα να του δίνει, και αυτήν του την έδινε μπόλικη. Работала на чужом деле||бедняжка|||заработать|||||||||успевала|||||любовь|||дар|||||||||обильная worked as a servant||poor thing||||||||||||was able||||||||gift|||||||||plenty The poor woman worked hard to earn their bread, but she had no other bread to earn, she could only give him her love as a gift, and she gave him plenty of it. Невезение работало трактирщицей, чтобы заработать себе на жизнь, но она не могла заработать ничего, кроме хлеба, она могла только одарить его своей любовью, и она давала ему ее вдоволь. Μα ήλθαν οι κακοί καιροί, η αρρώστια, η μαύρη φτώχεια, και πέθανε η μάνα του και την έβαλαν σε σανιδένια κάσα, και την πήγαν στο νεκροταφείο, και την είδε που τη σκέπασαν τα χώματα. ||||||||||a|||||a|||||||||||||||||| |пришли||плохие|времена||болезнь||черная|бедность||||||||положили||доска|гроб|||||кладбище||||||покрыли||земля |came|||hard times||disease|||poverty||||mother||||||wooden|coffin|||||cemetery||||||covered with||dirt But the bad times came, the sickness, the black poverty, and his mother died, and they put her in a sandal-box, and took her to the cemetery, and he saw her covered with earth. Но наступили плохие времена, болезнь, черная нищета, и умерла его мать, и ее положили в деревянный футляр, и отвезли на кладбище, и он увидел ее всю в грязи. Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι, κι έφυγε το έρημο ορφανό και ήλθε κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του Άη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που διασκέδαζαν πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του. ||выгнали|||||хижка||||одиночество|сирота||пришло||упал|||накануне||||голодное|замерзшее|макаризуя||счастливых||развлекались||||||| ||they took out|||poor||little hut||||lonely|orphan||came||came|||eve of||||hungry|frozen|blessing||happy||were having fun||||||across from| And they took him out of his poor little hut, and he left the desert orphan and came and fell in Athens, on the eve of Santa Claus, hungry, cold, blaming the happy people who were having fun behind the illuminated window in front of him. И вынули его из его бедного гнездышка, а опустошённый сирота ушёл и пришёл и пал в Афинах, в Василиевскую ночь, голодный, замерзший, благословляя счастливых, веселившихся за освещённым окном, лицом к нему.

Από νωρίς είχε δει κίνηση μεγάλη στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσαν στις πόρτες των αρχοντόσπιτων και έλεγαν τον Άγιο Βασίλη. ||||||||||a||||||||a|||| |||||||||||||останавливали||дверях||дворцов||звали||Святой| |||||||||||||were stopping||doors||mansions||were calling||Saint| From early on he had seen a lot of traffic in the streets, children young and old, stopping at the doors of the mansions and saying Santa Claus. Вначале он видел большое количество машин на улицах: дети, большие и маленькие, останавливались у дверей особняков и звали Санта-Клауса. Μα τ' ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει και αυτό σε καμιά πόρτα, ούτε ήταν μαθημένο στην ταραχή της μεγάλης πολιτείας. |||||||a|||||||||||| ||||осмелилось||ударить||||ни в какую||||привыкло||суете||большого|государства ||||dared||knock||it||||||used to||disturbance||great|city But the orphan did not dare to knock at any door, nor was he accustomed to the turmoil of the great state. Но сирота тоже не смел постучать ни в одну дверь, да и не привык он к суете великого государства. Και λίγο-λίγο, τράβηξε κατά τους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο, και ήλθε και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα. A|||||||||||||a také||a||||||||||| |||тянул|к (в направлении)||тихие|величественные|||||||||сжался||одну|внешняя дверь||||цели||никакой|надежда |||he pulled|||quiet|magnificent|||||||||curled up||an|front door||||purpose||any| And little by little, he wandered down the quiet grand streets, far from the centre, and came and crumpled at a front door, without bread, without purpose, without hope. И мало-помалу поплелся он по тихим величавым улицам, прочь от центра, и пришел и свернулся калачиком у парадной двери, без хлеба, без цели, без всякой надежды.

Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο πήγαιναν κι έρχουνταν σκιές. |||||||приходили|тени |||||||were coming|shadows Тени приходили и уходили за освещенным окном. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα! |||слуга||веладо|держа||тарелка||||пирог |||||servant|holding|||||| Мимо прошел и слуга с тарелкой с большим пирогом!

Ο Βασίλης θυμήθηκε πως την τελευταία βούκα ψωμί την είχε φάγει το πρωί. ||||||корка||||съел|| ||||||piece of bread||||eaten|| Vassilis remembered that he had eaten the last piece of bread this morning. Василис вспомнил, что утром он съел последнюю буханку хлеба. Και μέσα κει θα έτρωγαν τώρα πίτα! A|||||| И здесь они сейчас будут есть пирог!

Αχ, και να είχε και αυτός μια βουκίτσα να γελάσει την πείνα του! |a||||this|nějakou|||||| |||||||корова||позабавить||голод| |||||||little goat||||| Ah, if only he had a little bit of a buck to satisfy his hunger! Ох, если бы у него был кусок рта, чтобы отсмеяться от голода! Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο αφράτη, καθώς την πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. |показалось||аппетитной||||вкусная||||||вперед|| |||appetizing||||fluffy|||||||| He thought the pie looked so appetizing, so fluffy, as the servant passed it to him in front of the window. Пирог ему показался таким аппетитным, таким пушистым, когда слуга передал его перед окном. Άραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του έδινε κανένα κομματάκι; ||||||||кусочек I wonder||||||||little piece I wonder if he asked for some, would she give him a piece? Если бы он попросил немного, дал бы он ему кусочек?

Και έξαφνα, χωρίς να ξέρει και αυτός πώς το έκανε, άρχισε να τραγουδά: |вдруг|без|||||||делал|||петь And|suddenly||||||||||| И вдруг, даже не зная, как он это сделал, он начал петь:

«Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι». Святой||||||||Кесария|держит|трубка|||ха||бумага|бумага||каламар ||||||||Caesarea|holds|cane||||||||ink "Santa Claus comes a- a- from Caesarea... he carries a reed and paper, ha- a- rty, paper and squid". «Дед Мороз идет а-а-откуда, из Кесарии... только тростник и бумага, ха-а-рти, бумага и кальмар».

Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, διάφορες σκιές πήγαν και ήλθαν κοιτάζοντας έξω. ||||||||a||| |||||разные|||||смотря| За освещенным окном приходили и уходили разные тени, выглядывая наружу. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο μπορούσε περισσότερο. ||||a||||||| замолчал|испуганный||||||уголке||||больше Be quiet|||||||little corner|||| Василакис испуганно замолчал и, насколько мог, свернулся в своем углу.

– Παναγιά μου! My Virgin Mary| – Моя Дева Мария! ψιθύρισε, λένε πως οι πλούσιοι δεν έχουν καλή ψυχή και περιφρονούν τους φτωχούς… |||||||||a||| шептал||||богатые||||душа||презирают|| ||||rich people||||||they despise||poor people — прошептал он, — говорят, у богатых нет доброй души, и они презирают бедных…

Και με τρομαγμένα μάτια ακολουθούσε το πήγαινε κι έλα των ανθρώπων μες στην κάμαρα. a||||||||||||| ||испуганными||следило||||||людей|внутри||комната |||||||||||||the room И испуганными глазами он следил за приходом и уходом людей в камере.

Μες στην καμάρα είχαν κόψει την πίτα. ||комната||порезали|| ||room|||| Они разрезали пирог через арку. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας με αδιαφορία το κομμάτι του, χωρίς καν να το γευθεί. опершийся||||||||||||||||||||| leaning||pillows|||holding||||||||indifference||||||||taste it Опираясь на подушки, Василакис нес в руках тарелку, равнодушно глядя на свой кусок, даже не пробуя его.

– Δεν το κόβεις να δεις αν σου έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου; ρώτησε τρυφερά η μητέρα του. ||режешь||увидеть|||упало||флуро||||нежно||| ||cut|||||||gold coin||||tenderly||| - Разве ты не хочешь посмотреть, не потерял ли ты свое обаяние, мой Василакис? — нежно спросила его мать.

-Ναι, μητέρα, θα το γυρέψω, αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε, ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του. ||||поискать||||двинулся||изменилось|||лицо| ||||look for|||||||||face| - Да, мама, я поверну обратно, - ответил он, но не пошевелился, и усталое лицо его не изменилось.

Έξαφνα ανέβηκε ως το δωμάτιο του άρρωστου αγοριού μια φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη: «Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι». |||||||||||||||||||||||||a||||||a| |поднялась|||||больного|мальчика|||детская|дрожащая|как|испуганная||||||||||||||||||| Suddenly||||||sick boy||||childlike|trembling||scared||||||||||holds a cane|cane|||||||| Вдруг в комнату больного мальчика подошел детский голос, дрожащий, как будто испуганный: «Дед Мороз идет а-а-от, из Кесарии... достаточно тростника и бумаги, ха-а-рти, бумаги и кальмара».

Ο Βασιλάκης ξαφνίστηκε' άναψαν μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το μελαγχολικό του πρόσωπο. ||удивился|зажглись||||||оживилось||меланхоличное|| ||was startled|||||||brightened up||melancholic|| Василакис удивился, глаза его на мгновение загорелись, меланхоличное лицо просветлело.

-Πατέρα, πατέρα! φώναξε, τ' ακούς; Τραγουδά απ' έξω… Θα είναι κανένα αγοράκι… φώναξε το! вызвал||||||||||| кричи, ты меня слышишь? Поёт снаружи... Это будет какой-то маленький мальчик... кричи! Πολύ σε παρακαλώ! Очень пожалуйста!

Η μητέρα του είχε πάγει κιόλα στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε. ||||пошла|когда|||||| ||||had frozen|already|||||| Его мать уже подошла к окну, но ничего не увидела.

– Δε βλέπω κανένα παιδί, είπε. - Я не вижу детей, - сказал он.

– Πατέρα, κοίταξε συ, άνοιξε το παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να πάρει από την πίτα, το κομμάτι του φτωχού… και να μας πει τι γίνεται έξω… ||||||||||||||||||||a|||||| ||||||||||прийти|||||||||||||||| ||||||||||come|||||||||poor||||||| - Отец, посмотри, открой окно, позови ребенка, чтобы он пришел и взял у бедняги кусок пирога... и расскажи нам, что происходит снаружи...

Πήγε ο πατέρας στο παράθυρο, το άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι του Βασιλάκη. |||||||||||||||||||a||||| |||||||наклонился|||||||||закрыл|||||||| Отец подошел к окну, открыл его, высунулся, посмотрел направо, налево, но ничего не увидел, закрыл окно и вернулся к постели Василакиса.

– Πέρασε το παιδί και πάει, είπε ζωηρά· μα δεν πειράζει, θα περάσει και άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο. |||a|||||||||a||a||||||||přesto však ||||||живо|||вредно||пройдет||||||зовем||||| ||||||lively|||||||||||we shout||||| – Ребенок прошел и идет, – оживленно сказал он, но это не беда, пройдет другой, и тогда мы позовем его, однако,;

Μα ο Βασιλάκης δεν πεινούσε· έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια. |||||odstrčil||||opřel se|||a|zavřel|| ||||голодал|подвинул||||прилег|||||| ||Vasilakis||wasn't hungry|pushed away||||||pillows|||| Но Василакис не был голоден; он отодвинул тарелку, откинулся на подушки и закрыл глаза. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. |živost||tváře|||vyhasla||zlaťák||koláč s mincí|||zajímalo|ani||strom||měli||už||svíčky|||dárky| |жизнерадостность||лица|||погасла||||пирога|||интересовало||||||||||||| |vivacity|||||had faded||gold coin||cake||||||||||||candles|||| Жизнерадостность его лица угасла, его не интересовали ни корочка пирога, ни елка, на которой погасли свечи, ни его подарки. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν… |cestu||přemýšleli |||размышляли |||were thinking Дорога была только в раздумьях...

Και το παιδάκι, που μπορούσε να πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και πάει! a||dítě|||||||||||||a|||||||a také| ||ребёнок||||||красоту||свободы||||||||||||| ||little child||||||||freedom|||||||dive|||||| И маленький мальчик, который мог рассказать о красоте свободы, радости бега и ныряния в снег, ушел и ушел!

– Θέλεις, παιδί μου, να φας την πίτα σου αύριο; ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του. ||||||||||||гладя|нежно||лоб| ||||||||||||stroking|||forehead| – Хочешь завтра съесть свой пирог, дитя мое? — спросила мать, сладко поглаживая его по лбу.

-Ναι, μητέρα, αύριο. |matko| -Да, мама, завтра.

Η μητέρα έκανε νόημα σ' όλους να βγουν από το δωμάτιο. |||знак||всем||выйти||| Мать жестом пригласила всех выйти из комнаты.

Ο Βασιλάκης ήταν κουρασμένος… Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί… ||byl|unavený|||chtěl||usnout Василакис устал... Василакис хотел спать...

Πήρε το πιάτο με την πίτα και το ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο. ||||s||||||stůl|blízko||||chudého|zhasl||světla|zapálila||svíčka|políbil|sladce||chlapec||a|odešla|||pokoj ||||||||||стол||||||выключил|||зажгла||лампада|поцеловала||||||||| ||||||||||||||||went out|||||oil lamp|||||||||| Она взяла тарелку с пирогом и поставила ее на стол рядом с куском бедняка, потушила свет, зажгла свечу, сладко поцеловала мальчика и вышла из комнаты.

Μα ο Βασιλάκης δε νύσταζε· ο νους του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα είχε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια… |||||||||||a||||||||||| ||||сонный||ум|||||||||||||||| ||||was drowsy||mind|||||||||||||||| But Vassilakis was not sleepy; his mind was on the road and the joy he would have had if he could run in the snow... Но Василакис не хотел спать; его мысли были сосредоточены на дороге и радости, которую он мог бы испытать, если бы мог бежать по снегу...

Κοίταξε γύρω του, είδε πως ήταν μόνος' με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο. |||||||||||||a|||||| |||||||с|усилием|спустился|||||медленно||свалился||| ||||||||||||||||crawled||| Он оглянулся, увидел, что он один, с трудом поднялся с кровати и медленно подполз к окну.

Αχ! και να έβλεπε λιγάκι απ' έξω το χιονισμένο δρόμο, τα φανάρια, τ' άσπρα δέντρα… a||||||||||||| |||||||снежную|||||белые| |||||||snow-covered|||||| и увидеть заснеженную дорогу, светофоры, белые деревья...

Με δυσκολία γύρισε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. |трудностью|||ручка|||||| |||||||||leaned out| С трудом он повернул ручку, открыл окно и высунулся. Το κρύο τον ξάφνισε, του έκοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα όλα γύριζαν, του φάνηκε πως πέφτει… |||удивило||||дыхание|он попросил||опереться||подоконнике||окна|||вращались|||| |||startled|||||||lean on||window sill||||||||| Холод удивил его, у него перехватило дыхание, он попросил опереться на подоконник, но все кружилось, ему казалось, что он падает...

Έξαφνα, από το παράθυρο πήδησε μέσα ένας άνθρωπος, και ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. ||||прыгнул|||||||||смешивания||||головокружение| ||||jumped|||||||||astonishment||||dizziness| Внезапно из окна вскочил мужчина, и Василакис от растерянности забыл о головокружении. Ήταν γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια' τον κοίταξε ο Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε: ||sněhem pokrytý|||||a|||||||||| ||снежноскованный|||монашеские|||||борода|||||||узнал ||snow-covered|||monastic||||||||||||recognized He was an old man, snow-covered, with long cantering clothes and a big white beard' Vasilakis looked at him and recognized him: Он был старый, засыпанный снегом, в длинной калогерской одежде и с длинной белой бородой. Василакис посмотрел на него и узнал его:

-Ο Αη-Βασίλης… ψιθύρισε. |Аи|| - Санта... - прошептал он.

– Ναι, εγώ είμαι, είπε ο Άη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. |já|jsem|||||||srdcem otevřený|úsměv| |||||||||открытым сердцем|улыбка| |||||||||open-hearted|| - Yes, it's me, said Santa Claus with his wide-hearted smile. – Да, это я, – сказал святитель Василий с простодушной улыбкой. Ήλθα να σε ρωτήσω, τι θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου, που ξημερώνει αύριο, και που είναι και δική σου εορτή; přišel jsem|||se zeptám||chceš|||dám|||oslavu||která|svítá na||a||||tvá||svátek |||спросить||||||||праздник|||наступает|||||||| I came|||||||||||feast|||is dawning|||||||| Я пришел спросить тебя, что ты хочешь, чтобы я подарил тебе на мой праздник, который наступает завтра и который тоже твой праздник?

-Αχ, Άη-Βασίλη μου, να μη μου δώσεις πια τίποτα! |||||ne||give|už|nic |||||||дашь|| - Ой, мой Санта, не дари мне больше ничего! φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του. |||скрестив|умоляюще||| |||crossing|pleadingly||| - воскликнул Василакис, умоляюще скрестив руки на груди. Δες πόσα πράγματα μου έδωσαν, και τα έχω τόσο βαρεθεί! |how many|věci||dali||||tak|nudí смотри|||||||||устал Посмотри, сколько всего мне дали, и мне это так надоело! Μα πάρε με έξω μαζί σου! |take||ven|s tebou| |возьми|||| Но возьми меня с собой! Πάρε με στα χιόνια! |||sněhy Отвези меня на снег!

Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα! Я так хочу бежать на свободу!

– Θέλεις; είπε ο Άη-Βασίλης. - Вы хотите, чтобы? - сказал Санта-Клаус. Μα έξω κάνει κρύο! Но на улице холодно! Και συ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! |||||||мира |you|||||| And you have all the good things in the world! И у тебя есть все хорошее на свете! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά, και πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα… Και θέλεις να φύγεις; ||||||a a a|||||||A||| |||||тепло|||||||||||уйти |||caresses||||||||you tried||||| So many toys, so many cuddles, and warmth, and pie you haven't even tasted yet... And you want to leave? Столько игрушек, столько ласки, и тепла, и пирога, который ты еще даже не попробовала... И ты хочешь уйти?

-Ναι! Να βγω στα χιόνια, να τρέξω ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου Άη-Βασίλη! ||||||||||||дорогой||| To go out in the snow, to run free, ah, take me, take me, my good Santa Claus! Выйти в снег, побегать свободно, ах, возьми меня, возьми меня, мой милый Санта! παρακάλεσε ο Βασιλάκης. prosil|| попросил|| begged|| – умолял Василакис. Πάρε με στα χιόνια! |||sněhy Отвези меня на снег!

Ο Άη-Βασίλης χαμογέλασε πάλι. |||usmál se|znovu |||улыбнулся| Санта снова улыбнулся.

– Καλά, είπε. - Хорошо, сказал он. Εγώ σήμερα δε χαλώ χατήρι κανενός. |||разрушать|услуга| |||spoil|favor| I'm not spoiling anyone's fun today. Сегодня я никому жизнь не портю. Έλα μαζί μου αφού το θέλεις. Come with me if you want to. Пойдем со мной, если хочешь.

Και πήρε το Βασιλάκη στην αγκαλιά του, και πέταξε από το παράθυρο που έμεινε ανοιχτό… a|||||||a||||||| ||||||||выбросил||||||открытое And he took Vassilakis in his arms, and threw him out of the window that was left open... И он взял Василакиса на руки и вылетел из окна, которое осталось открытым...

Στα χιόνια κάθουνταν ο Βασίλης με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. ||||||||pinned|| Василис сидел на снегу, устремив глаза в окно. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος. ||||||který||||a||||||||||||||||||pán |страшно||||господин||||очки|||||||||||сгорбленный||||||||господин |fear|||||||||||||||||||shriveled||little corner|||||| С ужасом он увидел господина, который открыл очки и смотрел на улицу, но так как он был маленький и сморщенный в своем углу, господин его не увидел; Και το παράθυρο έκλεισε πάλι. И окно снова закрылось.

Τα κεράκια του δέντρου είχαν σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα έσβησαν και τα φώτα, και μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κανένα έπιπλο απάνω. |||дерева|||||||приходили||потом|погасли||||||||мерцало|стояла|||мебель| |candles||||||||||||||||||||flickered|placed|||furniture| The candles of the tree had gone out, the shadows were still coming and going; then the lights went out, and only a candle flickered, set on some furniture above. Свечи на ёлке погасли, тени всё приходили и уходили, потом свет погас, и только одна свеча мерцала, поставленная на какой-то предмет мебели наверху; Και ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από τη θαμπερή λάμψη της. A||||||||||| ||||||магнитом (1)|||тусклый|яркость| ||||||magnetized|||dull|dull shine| A Vassilis se stále díval, jako by ho fascinovala její jasná záře. А Василис все еще смотрел, словно завороженный ее тусклым сиянием.

Το κρύο όλο δυνάμωνε· τα βλέφαρα του Βασίλη βάραιναν. |||усиливалось||века|||тяжелели |||intensified|||||were getting heavy Холод становился сильнее, веки Бэзила тяжелели. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. ||||||теплую|| ||mother|||||| He remembered his mother and her warm embrace. Он вспомнил свою мать и ее теплые объятия. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη… Αχ! бросил||||||подумал||||||| ||||||thought|||||it would be|| Он взглянул на окно и подумал, что там, должно быть, жарко... Ах! λίγη ζέστη… немного тепла...

Λαφρύς κρότος τον ξάφνιασε. Лафрис|шум||удивил light|noise||surprised him Тихий щелчок испугал его. Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. поднял|||| Он в ужасе посмотрел вверх. Το παράθυρο είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο. |||открыло|||||||||||||ночной рубашке||наклонился|||| ||||||||||||||||nightgown||was bending|||| Окно снова открылось, но того самого господина уже не было; маленький мальчик в ночной рубашке наклонился, чтобы посмотреть на дорогу.

Μια στιγμή το κοίταξε με απορία ο Βασίλης, μα τόσο βαριά ήταν τα βλέφαρα του, που δεν μπορούσε να τα βαστάξει ανοιχτά. |||||удивление|||||тяжёлые||||||||||удержать|открытыми |||||puzzlement|||||heavy|||eyelids|||||||keep|open For a moment Vassilis looked at it in wonder, but his eyelids were so heavy that he could not keep them open. Мгновение Василис смотрел на это с удивлением, но веки его были так тяжелы, что он не мог заставить их открыться. Έκανε πάλι να δει το αντικρινό παιδί, και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι, μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί. |||||||||||валялось||полу||белое||||успел||убедиться He made|again||see||opposite||||it seemed||was collapsing||floor|||little body|but||he didn't manage||make sure Он снова попытался увидеть безликого ребенка, и ему показалось, что белое тело рухнуло на пол, но у него не было времени убедиться.

Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους. |||||стену|||глаза||закрылись|только| leaned||||||||||closed|only| Он прислонился головой к стене и лишь закрыл глаза. Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε· εμπρός του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. вдруг||||разбудила||||||одетый||||| Suddenly||glow||woke him|in front of||stood||old man|dressed|||||gold Внезапно его разбудила вспышка; перед ним стоял старик, одетый в красное и золотое. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα, και γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια και το βοριά. ||||||||||льется||||||||||| |beard|||long||pure white||||poured out|so much|heat||||||snow|||the north wind Борода у него была длинная и белая, а вокруг него лилось столько жары, что Василий забыл о снегах и севере. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε. ||old man|||recognized him Он посмотрел на старика и узнал его.

-Ο Άη Βασίλης! ||Saint Basil -Санта Клаус! έκανε μαγεμένος. |очарованный |enchanted он сделал это зачарованно.

-Ναι, ο Άη-Βασίλης, είπε ο γέρος. - Да, Дед Мороз, - сказал старик. Σ' άκουσα που έλεγες πως δεν έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα. |слышал||говорил|||||||||| |I heard||you were saying||||||||||I came Я слышал, как ты говорил, что я никогда не приходил к тебе, и, видишь, теперь я пришел.

Τ' ορφανό τον κοίταξε μ' έκσταση. ||||в|восторгом |||||ecstasy Сирота посмотрела на него в экстазе. Ο Άη-Βασίλης γέλασε. |||посмеялся |Saint||laughed Санта рассмеялся.

-Λοιπόν πες μου, του είπε· αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που είναι εορτή μου και δική σου εορτή. ||||||it dawns|New Year's Day|||feast||||| - Так скажи мне, - сказал он ему, - завтра наступит Новый год, который является моим и твоим праздником. Τι θέλεις να σου χαρίσω; ||||подарить ||||give as a gift Что ты хочешь, чтобы я тебе дал?

Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο. ||cast|||||window Бэзил взглянул на противоположное окно. Η καντήλα είχε σβήσει και αυτή· τόσο κρύο θα ήταν τώρα κι εκεί μέσα… |candle||gone out|||||||||| Свеча тоже погасла; там теперь будет так холодно...

– Θέλω, παρακαλώ, λίγη πίτα, είπε δειλά, και θέλω πάλι τη μάνα μου… Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο; ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του απαίτηση. |||||робко||||||||||||невозможно||испуганный||||||требование |||||timidly||||||||||||impossible||afraid||||||demand - "I want, please, some pie," he said timidly, "and I want my mother again... But perhaps that is impossible?" he asked, a little afraid of his great demand. – Я хочу, пожалуйста, пирога, – робко сказал он, – и я хочу еще раз маму… Но, может быть, это невозможно? — спросил он, немного опасаясь своего большого требования.

-Τίποτα δεν είναι αδύνατο σήμερα, είπε ο Άη-Βασίλης, και ό,τι ζητήσεις θα σου το κάνω. |||||||||||пожелаешь|||| |||||||||||you ask|||| -"Nothing is impossible today," said Santa Claus, "and whatever you ask, I will do. — Сегодня нет ничего невозможного, — сказал святой Василий, — и все, что попросишь, я сделаю для тебя. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω, και τη μάνα σου θα την ξαναδείς οπόταν θέλεις. пироги|сколько|||||||||||увидишь|когда| pies|as many|||||||mother||||see again|whenever| I will give thee as many pies as thou wilt, and thou shalt see thy mother again when thou wilt. Я дам тебе столько пирогов, сколько захочешь, и ты снова увидишься с мамой, когда захочешь. Μα σκέψου, είναι και μερικά παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. ||||||které|||| |подумай||||||||свобода| |think||||||long for||your freedom| Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να τον γυρίσεις, να ζήσεις όπως θέλεις. |||мир||||вернуть||жить|| |||world||||you turn||live|| You can turn the whole world around, to live as you wish. Είσαι ακόμα μικρός και ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός μπροστά σου… ||||||||открыт|| ||||||the whole||open|in front of|

-Αχ όχι, καλέ μου Άη-Βασίλη! ||my dear||| -Ah no, my good Santa Claus! - О нет, мой дорогой Санта! παρεκάλεσε ο μικρός. prosil|| попросил|| pleaded the boy|| the boy interjected. - умолял маленький мальчик. Μόνο πάρε με στη μάνα μου! Just take me to my mother! Просто отвези меня к моей матери! Και δωσ' μου λίγη πίτα και για κείνην, που δεν έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια! |дай||||||нее||||||| |give||||||her||||eaten||| И дай мне еще пирога для нее, которая уже столько лет не ест!

-Καλά, είπε ο Άη-Βασίλης με το καλό του χαμόγελο, σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. ||||||||||||break||favor -"Well," said Santa Claus with his good smile, "I'm not spoiling anyone's fun today. - Хорошо, - сказал святой Василий с доброй улыбкой, - я сегодня никому шапку не порчу. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου. |||положу||| |||I freeze||| Пойдем, я отведу тебя к твоей матери.

Και τον πήρε ο Άη-Βασίλης στην αγκαλιά του, και πέταξε ψηλά, ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια, κι έφυγαν. a|||||||||||||||||||||| |||||||||||высоко||||проходил||||самые высокие|дома||ушли |||||||||||||||||||higher|houses||they left И святой Василий взял его на руки и полетел высоко-высоко, так что пролетел над самыми высокими домами, и они ушли.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ' όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο. |||||||радостные|били||колокола||||церкви||страны|вышел|||||||красными|||||| |||New Year's||||joyful|||bells||||churches||||||||||red from crying|||||| On New Year's morning, when the bells were ringing joyfully in all the churches of the country, Nicholas the servant came out, his eyes reddened with tears, on the snowy road. Новогодним утром, когда во всех церквях страны радостно звонили колокола, на заснеженную улицу с красными от плача глазами вышел слуга Николай.

Χωμένο σε μια γωνιά της εξώπορτας του αντικρινού σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. |||||||||||||казалось||спит Huddled|||||||opposite||||little child||seemed||was sleeping Спрятавшись в углу входной двери дома напротив, он увидел ребенка, который, казалось, спал. Το σίμωσε, το άγγιξε, το βρήκε παγωμένο. |сумел||дотронулся||нашел| |it approached||touched it||found it| He sifted it, touched it, found it frozen. Он понюхал его, потрогал и обнаружил, что оно заморожено.

Το πήρε στην αγκαλιά του και το ανέβασε στο αρχοντόσπιτο, όπου μητέρα και πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, έκλαιγαν το πεθαμένο τους αγόρι. |||||||поднял||особняк|||||рядом|||||плакали||умершее|их| |||||||took it up||mansion|||||beside|||||were crying||dead|| He took it in his arms and carried it up to the mansion, where mother and father, lying on Vassilakis' bed, were crying for their dead boy. Он взял его на руки и понес в особняк, где мать и отец у кровати Василакиса оплакивали своего мертвого мальчика.

Μαζί τα ξάπλωσαν πλάγι-πλάγι, το χαδεμένο μονοπαίδι και το έρημο ορφανό. ||||||ласковое|единственный ребенок|||| ||lay down||||the pampered|only child|||| Together they lay side by side, the broken path and the desert orphan. Вместе они лежали бок о бок, потерянный единственный ребенок и одинокий сирота.

Πάνω στο τραπέζι, δυο κομμάτια πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη. ||||кусочка||сохли|||||||||| ||||||were drying|untouched||||||||| На столе сушились нетронутыми два куска пирога: кусок Василакиса и кусок Василиса.

Πλάγι-πλάγι έθαψαν τα δυο παιδιά. ||похоронили||| ||buried||| Двое детей были похоронены рядом. Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα τ' όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει όνομα. ||могила||написано|||буквы|||||||могила|не|| ||tomb||written|||letters|||||||tomb||| На одной могиле золотыми буквами написано имя Василакиса; у другой могилы нет имени.

Κανένας δε γνώριζε το έρημο ορφανό. ||знал||| nobody||knew||| No one knew the desert orphan. Никто не знал пустынного сироту.