×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Γκι ντε Μοπασιάν - Ο μπαμπάς του Σιμόν

Γκι ντε Μοπασιάν - Ο μπαμπάς του Σιμόν

Είχε σημάνει κιόλας μεσημέρι. Η πόρτα του σχολείου άνοιξε και τα παιδιά όρμησαν σπρώχνοντας για να βγουν πιο γρήγορα. Αντί όμως να διαλυθούν αμέσως και να πάνε για φαγητό, όπως κάθε μέρα, στάθηκαν πιο πέρα, σχημάτισαν ομάδες και άρχισαν να ψιθυρίζουν.

Και όλα αυτά γιατί εκείνο το πρωί ο Σιμόν, ο γιός της Μπλανσότ, ήρθε στο σχολείο για πρώτη φορά.

Όλα είχαν ακούσει να μιλούν για την Μπλασότ στα σπίτια τους, και παρόλο που όλοι δημόσια την υποδέχονταν καλά, οι μητέρες τους ωστόσο της έδειχναν έναν οίκτο κάπως περιφρονητικό που πέρασε και στα παιδιά χωρίς να ξέρουν το γιατί.

Όσο για τον Σιμόν, δεν τον γνώριζαν, επειδή δεν έβγαινε ποτέ και δεν αλήτευε μαζί τους μες στους δρόμους του χωριού ή στις όχθες του ποταμού. ∆εν τον αγαπούσαν κιόλας, κι έτσι με κάποια χαρά ανάμεικτη με αρκετή έκπληξη δέχτηκαν και διέδωσαν ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε ένα αγόρι δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών, που φαινόταν να ξέρει πολλά, επειδή έκλεινε με νόημα το μάτι.

«Ξέρετε, ο Σιμόν ... να, δεν έχει μπαμπά.»

Ο γιός της Μπλανσότ έκανε κι εκείνος με τη σειρά του την εμφάνισή του στο κατώφλι του σχολείου.

Ήταν εφτά ή οχτώ χρονών. Ήταν χλωμούτσικος, πολύ καθαρός, φαινόταν συνεσταλμένος, σχεδόν αδέξιος.

Επέστρεφε στη μητέρα του, όταν οι ομάδες των συμμαθητών του, ψιθυρίζοντας πάντα και κοιτάζοντάς τον με βλέμματα μοχθηρά και σκληρά, παιδιών που σκέφτονται να πράξουν το κακό, τον περικύκλωσαν σιγά σιγά και κατέληξαν να τον εγκλωβίσουν. Στεκόταν εκεί, ανάμεσά τους, έκπληκτος και αμήχανος, χωρίς να καταλαβαίνει τι ήθελαν να του κάνουν. Το αγόρι όμως που τους έφερε το νέο, κορδωμένο από τα όσα είχε πετύχει ήδη, τον ρώτησε:

«Πώς σε λένε;»

Εκείνος απάντησε: «Σιμόν.»

«Σιμόν, τι;» ξαναρώτησε ο άλλος.

Το παιδί επανέλαβε σαστισμένο: «Σιμόν.»

Το αγόρι του φώναξε: «Ονομάζεται κανείς Σιμόν και κάτι ακόμη ... δεν είναι όνομα αυτό ... Σιμόν.»

Κι εκείνος, έτοιμος να κλάψει, επανέλαβε για τρίτη φορά:

«Με λένε Σιμόν.»

Οι αλήτες έβαλαν τα γέλια. Το αγόρι θριάμβευε και ύψωσε τη φωνή: «Το βλέπετε λοιπόν πως δεν έχει μπαμπά.»

Έπεσε μεγάλη σιωπή. Τα παιδιά μείνανε έκπληκτα από αυτό το εξαιρετικό, το απίθανο, το τερατώδες γεγονός – ένα αγόρι που δεν έχει μπαμπά. Τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα φαινόμενο, μια αφύσικη ύπαρξη, και ένοιωθαν να μεγαλώνει μέσα τους η περιφρόνηση, ανεξήγητη μέχρι τότε, των μανάδων τους προς την Μπλανσότ.

Όσο για τον Σιμόν, είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο για να μην πέσει και στεκόταν εκεί σαν να τον είχε συγκλονίσει μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Προσπάθησε να εξηγηθεί. ∆εν μπορούσε όμως να βρει τίποτα για να τους απαντήσει και να διαψεύσει αυτό το φριχτό πράγμα, ότι δεν είχε μπαμπά. Στο τέλος, πελιδνός, τους φώναξε στην τύχη: «Ναι, έχω έναν.»

«Πού είναι;» ρώτησε το αγόρι.

Ο Σιμόν σώπασε• δεν ήξερε. Τα παιδιά γελούσαν με έξαψη. Αυτά τα χωριατόπαιδα, που έμοιαζαν περισσότερο με ζώα, ένοιωθαν μια απάνθρωπη ανάγκη, όμοια με εκείνη που σπρώχνει τις κότες της αυλής να ξεκάνουν εκείνη ανάμεσά τους που έχει λαβωθεί. Ο Σιμόν διέκρινε ξαφνικά ένα γειτονόπουλο, το γιο μιας χήρας, που τον έβλεπε να κυκλοφορεί πάντα, όπως και ο ίδιος, μόνος με τη μητέρα του,

«Ούτε εσύ», είπε, «έχεις μπαμπά.»

«Ναι», απάντησε το άλλο, «και βέβαια έχω.»

«Πού είναι;» ρώτησε αμέσως ο Σιμόν.

«Πέθανε,» δήλωσε με αλαζονική έπαρση το παιδί, «είναι στο νεκροταφείο ο μπαμπάς μου.»

Ένας ψίθυρος επιδοκιμασίας διέτρεξε την αλητοπαρέα, λες και το γεγονός ότι ο νεκρός πατέρας που βρισκόταν στο νεκροταφείο έκανε σπουδαίο το σύντροφό τους και συνέτριβε τον άλλο που δεν είχε πατέρα. Και τα αλητόπαιδα αυτά, που οι πατεράδες τους ήταν οι περισσότεροι κακοί, μέθυσοι, κλέφτες και κακομεταχειρίζονταν τις γυναίκες τους, έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω του, λες και αυτοί, ο νόμιμοι, ήθελαν να πέσουν επάνω του και να τον πνίξουν αυτόν που ήταν παράνομος.

Ένα από αυτά, που βρισκόταν απέναντι στο Σιμόν, του έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα κοροϊδευτικά και του φώναξε:

«∆εν έχεις μπαμπά! ∆εν έχεις μπαμπά!»

Ο Σιμόν τον άρπαξε με τα δυο του χέρια από τα μαλλιά και άρχισε να τον κλωτσάει στα πόδια, ενώ του δάγκωνε με λύσσα το μάγουλο. Έγινε ένα μεγάλο ανακάτεμα. Χώρισαν τους δυο μαχητές και ο Σιμόν βρέθηκε να είναι χτυπημένος, ξεσκισμένος, μωλωπισμένος, πεσμένος στο έδαφος στη μέση του κύκλου που σχημάτιζαν τα αλητόπαιδα και που χειροκροτούσαν. Καθώς ανασηκωνόταν, τινάζοντας μηχανικά με το χέρι την μπλούζα του που είχε λερωθεί από τη σκόνη, κάποιος του φώναξε:

«Πήγαινε να το πεις στον μπαμπά σου.»

Τότε ένοιωσε κάτι πολύ σημαντικό να γκρεμίζεται μες στην καρδιά του. Εκείνοι ήταν δυνατότεροι από αυτόν, τον νίκησαν κι αυτός δεν μπορούσε να τους δώσει μιαν απάντηση, επειδή το ένοιωθε καλά ότι ήταν αλήθεια πως δεν είχε μπαμπά. Γεμάτος περηφάνια προσπάθησε για λίγο να παλέψει με τα δάκρυα που τον έπνιγαν. Ένοιωθε να ασφυκτιά. Έπειτα, χωρίς να βγάλει άχνα, άρχισε να κλαίει με μεγάλα αναφιλητά που τον τράνταζαν.

Τότε μια άγρια χαρά ξέσπασε ανάμεσα στους εχθρούς του και φυσικά, όπως συμβαίνει με τους άγριους στα φοβερά τους πανηγύρια, πιάστηκαν από το χέρι και άρχισαν να χορεύουν γύρω του, επαναλαμβάνοντας σαν επωδό: «∆εν έχεις μπαμπά! ∆εν έχεις μπαμπά!»

Ο Σιμόν όμως έπαψε ξαφνικά τα αναφιλητά. Τον τρέλανε η οργή. Υπήρχαν πέτρες κάτω από τα πόδια του, τις μάζεψε και τις εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη επάνω στους βασανιστές του. Δυο ή τρεις χτυπήθηκαν και σώθηκαν φωνάζοντας, κι εκείνος είχε πάρει ένα ύφος τόσο φοβερό που τους άλλους τους κατέλαβε πανικός. Δειλοί, όπως συμβαίνει πάντα με το πλήθος μπροστά σ' έναν εξοργισμένο άνθρωπο, διαλύθηκαν βάζοντάς το στα πόδια.

Όταν έμεινε μόνο το παιδάκι που δεν είχε πατέρα, άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια, επειδή μια ανάμνηση που του ήρθε στο νου το έκανε να λάβει μια μεγάλη απόφαση. Ήθελε να πνιγεί μες στο ποτάμι.

Θυμήθηκε, πράγματι, ότι οχτώ μέρες πριν ένας φτωχοδιάβολος που ζητιάνευε έπεσε μες στο νερό επειδή δεν είχε πια χρήματα. Ο Σιμόν ήταν παρών όταν τον ψάρεψαν και το καημένο ανθρωπάκι, που συνήθως του φαινόταν αξιοθρήνητο, βρώμικο και άσχημο, τον εντυπωσίασε με την ηρεμία του, τα χλωμά του μάγουλα, το μακρύ, βρεγμένο γένι του και τα ανοιχτά, ήρεμα μάτια του. Τριγύρω έλεγαν:

«Είναι νεκρός». Κάποιος πρόσθεσε: «Είναι ευτυχισμένος τώρα.» Ήθελε και ο Σιμόν να πνιγεί επειδή δεν είχε πατέρα, όπως εκείνος ο φουκαράς που δεν είχε χρήματα.

Πλησίασε πολύ κοντά στο νερό και το κοίταζε που έτρεχε. Μερικά ψάρια έπαιζαν κινούμενα γρήγορα μέσα στο καθαρό ρεύμα του νερού και καμιά φορά έκαναν ένα μικρό άλμα και έχαφταν μύγες που πετούσαν στην επιφάνεια. Σταμάτησε να κλαίει για να τα δει, επειδή τα κόλπα τους τον ενδιέφεραν πολύ. Αλλά πότε πότε, όπως συμβαίνει με τις σύντομες νηνεμίες μιας καταιγίδας που τις διαδέχονται ξαφνικά δυνατές ριπές ανέμου κάνοντας να τρίζουν τα δέντρα και τελικά χάνονται στον ορίζοντα, η σκέψη που τον βασάνιζε του ξαναερχόταν στο νου και του προκαλούσε έναν δυνατό πόνο: «Θα πνιγώ, γιατί δεν έχω μπαμπά.»

Ο καιρός ήταν καλός και έκανε πολύ ζέστη. Ένας γλυκός ήλιος ζέσταινε τη χλόη. Το νερό έλαμπε σαν καθρέφτης. Και ο Σιμόν ζούσε στιγμές μακαριότητας, χαύνωσης τέτοιας που ακολουθεί τα δάκρυα και τον κυρίευε μεγάλη επιθυμία να αποκοιμηθεί εκεί, πάνω στη χλόη, μέσα στη ζέστη.

Ένας μικρός πράσινος βάτραχος πήδησε κάτω από τα πόδια του. Προσπάθησε να τον πιάσει. Του ξέφυγε. Τον ακολούθησε αλλά απέτυχε τρεις συνεχόμενες φορές. Τελικά τον έπιασε από τις άκρες των πίσω του ποδιών και άρχισε να γελά βλέποντας τις προσπάθειες που έκανε το ζώο για να το σκάσει. Συσπειρωνόταν στα μεγάλα του πόδια, έπειτα με μια απότομη διάταση τα ξεδίπλωνε ξαφνικά, άκαμπτα σαν δυο ξύλα, και ήταν το μάτι του ολοστρόγγυλο, περιβαλλόμενο από έναν χρυσό κύκλο, ενώ κουνούσε στον αέρα τα μπροστινά του πόδια σαν να ήταν χέρια. Αυτό του θύμισε ένα παιχνίδι φτιαγμένο από μικρά ίσια σανίδια καρφωμένα σε σχήμα ζιγκ- ζαγκ, που με μια παρόμοια κίνηση έκαναν τα στρατιωτάκια, που ήταν ζωγραφισμένα επάνω, να κινούνται. Τότε σκέφτηκε το σπίτι του, έπειτα τη μητέρα του και κυριευμένος από μεγάλη θλίψη ξανάρχισε να κλαίει. Ρίγη διαπερνούσαν τα μέλη του. Γονάτισε και προσευχήθηκε, όπως έκανε πριν πάει για ύπνο. ∆εν μπόρεσε όμως να αποτελειώσει την προσευχή του, επειδή του ήρθαν πάλι αναφιλητά με τέτοια πίεση και τέτοια ταραχή που τον κυρίευσαν ολόκληρο. ∆εν σκεφτόταν πλέον τίποτα, δεν έβλεπε πια τίποτε τριγύρω του και δεν έκανε άλλο από το να κλαίει. Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι ακούμπησε στον ώμο του και μια μπάσα φωνή τον ρώτησε: «Τι σε στεναχωρεί, λοιπόν, τόσο, άνθρωπέ μου;»

Ο Σιμόν έστρεψε. Ένας μεγαλόσωμος εργάτης με γένια και μαύρα κατσαρά μαλλιά τον κοίταζε με στοργή. Απάντησε με δάκρυα στα μάτια κ' έναν κόμπο στη φωνή: «Μ' έδειραν ... επειδή ... δεν έχω ... δεν έχω ... μπαμπά ...»

«Πώς κι έτσι;» είπε ο άντρας χαμογελώντας, «Όλοι έχουμε έναν.»

Το παιδί ξαναείπε με πόνο μέσα από τους σπασμούς που του προκαλούσε η θλίψη του: «Εγώ ... εγώ δεν έχω.» Τότε ο εργάτης πήρε ύφος σοβαρό. Είχε αναγνωρίσει το παιδί της Μπλανσότ και, παρ' όλο που ήταν καινούργιος στο χωριό, ήξερε μέσες άκρες την ιστορία του. «Λοιπόν», είπε, «σκούπισε τα δάκρυά σου, αγόρι μου, και πάμε μαζί στη μαμά σου. Θα σου βρούμε ... έναν μπαμπά.»

Ξεκίνησαν και ο μεγάλος κρατούσε τον μικρό από το χέρι. Ο άντρας χαμογελούσε πάλι επειδή δεν θα τον πείραζε να δει την Μπλανσότ, που ήταν, υπόψη, ένα από τα ομορφότερα κορίτσια του χωριού κι εκείνος μπορεί κατά βάθος να σκεφτόταν ότι μια νέα που έσφαλε μια φορά θα μπορούσε να το ξανακάνει.

Έφτασαν μπροστά σ' ένα σπιτάκι άσπρο και πεντακάθαρο. «Εδώ είναι», είπε το παιδί και φώναξε: «Μαμά!»

Μια γυναίκα ξεπρόβαλε και ο εργάτης έπαψε ξαφνικά να χαμογελάει, επειδή κατάλαβε αμέσως ότι δεν μπορούσε ν' αστειευτεί μ' αυτή τη χλωμή, ψηλή κοπέλα που στεκόταν αυστηρή στην πόρτα της, σαν να ήθελε ν' απαγορεύσει σ' έναν άντρα να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού, όπου κάποιος άλλος την είχε προδώσει. Φοβισμένος και κρατώντας στο χέρι το κασκέτο του, ψέλλισε:

«Ορίστε, κυρία, σας φέρνω το αγοράκι σας, που χάθηκε κοντά στο ποτάμι.»

Αλλά ο Σιμόν κρεμάστηκε από το λαιμό της μητέρας του και της είπε ξαναβάζοντας τα κλάματα: «Όχι μαμά, ήθελα να πνιγώ, επειδή τα άλλα παιδιά με έδειραν ... με έδειραν ... επειδή δεν έχω μπαμπά.»

Μια έντονη κοκκινίλα σκέπασε τα μάγουλα της νεαρής γυναίκας και βαθιά πληγωμένη αγκάλιασε παράφορα το παιδί της, ενώ φευγαλέα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Ο άντρας, συγκινημένος, έστεκε εκεί και δεν ήξερε πώς να φύγει.

Όμως ο Σιμόν έτρεξε ξαφνικά προς το μέρος του και του είπε:

«Θα θέλατε να γίνετε ο μπαμπάς μου;»

Έγινε μεγάλη σιωπή. Η Μπλανσότ, σιωπηλή και καταντροπιασμένη, ακουμπούσε στον τοίχο και είχε τα δυο της χέρια επάνω στην καρδιά της. Το παιδί, όταν είδε ότι δεν του απαντούσαν, ξαναείπε:

«Εάν δεν θέλετε, θα ξαναπάω να πνιγώ.»

Ο εργάτης το εξέλαβε για αστείο και απάντησε γελώντας:

«Ναι, και βέβαια το θέλω.»

«Πώς σε λένε;», ρώτησε τότε το παιδί, «για να ξέρω τι θα πω στους άλλους, όταν θελήσουν να μάθουν το όνομά σου;»

«Φιλίπ» απάντησε ο άντρας.

Ο Σιμόν έμεινε για λίγο σιωπηλός για να μπορέσει να απομνημονεύσει το όνομα, έπειτα άπλωσε τα χέρια, παρηγορημένος εντελώς, και είπε:

«Ενταξει! Φιλίπ, είσαι ο μπαμπάς μου.»

Ο εργάτης σηκώνοντάς τον τον φίλησε αναπάντεχα και στα δύο μάγουλα και έφυγε αμέσως με μεγάλα βήματα.

Όταν το παιδί μπήκε στο σχολείο την άλλη μέρα ένα μοχθηρό γέλιο το υποδέχτηκε και στο σχόλασμα, όταν τα άλλα παιδιά θέλησαν να ξαναρχίσουν τα ίδια, ο Σιμόν τους πέταξε καταπρόσωπο λόγια σαν να τους πετροβολούσε:

«Φιλίπ τον λένε τον μπαμπά μου.»

Κραυγές φρενίτιδας σηκώθηκαν από παντού:

«Φιλίπ ποιος; ... Φιλίπ τι; ... Τι σημαίνει Φιλίπ; ...Πού τον βρήκες αυτόν τον Φιλίπ;»

Ο Σιμόν δεν απαντούσε και, ακλόνητος στην πίστη του, τους κοίταζε περιφρονητικά, έτοιμος να υποστεί πάλι το μαρτύριο παρά να το βάλει στα πόδια μπροστά τους. Ο δάσκαλος τον απελευθέρωσε κι εκείνος επέστρεψε στη μητέρα του.

Τρεις μήνες συνέχεια ο σωματώδης εργάτης Φιλίπ περνούσε συχνά εμπρός από το σπίτι της Μπλανσότ και μερικές φορές πήρε το θάρρος να της μιλήσει όταν την έβλεπε να ράβει κοντά στο παραθύρι της. Εκείνη του απαντούσε ευγενικά, πάντα σοβαρή, χωρίς να χαριεντίζεται μαζί του και χωρίς να τον αφήνει να μπει στο σπίτι της. Με κάποια έπαρση όμως, όπως όλοι οι άντρες, νόμιζε πως εκείνη συχνά κοκκίνιζε περισσότερο από το κανονικό όταν μιλούσε μαζί του.

Όταν όμως η αξιοπρέπεια ξεπέσει είναι επίπονο να ανακτηθεί και μένει πάντα εύθραυστη• έτσι όλοι κουτσομπόλευαν την Μπλασότ στο χωριό, παρά τις επιφυλάξεις της.

Όσο για τον Σιμόν, εκείνος αγαπούσε πολύ τον καινούργιο του μπαμπά και έκανε περίπατο μαζί του σχεδόν κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε η εργάσιμη μέρα. Πήγαινε κανονικά στο σχολείο και περνούσε ανάμεσα από τους συμμαθητές του όλος αξιοπρέπεια, χωρίς να τους απαντάει ποτέ.

Μια μέρα όμως το παιδί που πρώτο του είχε επιτεθεί του είπε:

«Είπες ψέματα, δεν έχεις κανένα μπαμπά που να τον λένε Φιλίπ.»

«Γιατί;» ρώτησε πολύ συγκινημένος ο Σιμόν.

Τα παιδιά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Ο άλλος είπε πάλι:

«Επειδή αν είχες μπαμπά, αυτός θα ήταν ο άντρας της μαμάς σου.»

Ο Σιμόν τα έχασε μπροστά στον σωστό συλλογισμό, παρ' όλα αυτά απάντησε:

«Είναι ο μπαμπάς μου, παρ' όλα αυτά.»

«Μπορεί να είναι κι έτσι», είπε το αγόρι γελώντας σαρκαστικά, «δεν είναι όμως καθόλου ο μπαμπάς σου αυτός.»

Ο μικρός της Μπλανσότ έσκυψε το κεφάλι και κίνησε σκεφτικός για το σιδηρουργείο του μπαρπα-Λουαζόν, όπου δούλευε ο Φιλίπ. Το σιδηρουργείο ήταν θαμμένο, λες, κάτω από τα δέντρα. Εκεί ήταν πυκνή η σκιά. Μόνο η κόκκινη λάμψη μιας δυνατής φωτιάς φώτιζε με μεγάλες ανταύγειες πέντε σιδεράδες με γυμνά μπράτσα που σφυροκοπούσαν επάνω στο αμόνι τους και έκαναν έναν φοβερό θόρυβο. Στέκονταν όρθιοι, αναψοκοκκινισμένοι σαν δαίμονες, με τα μάτια καρφωμένα στο πυρακτωμένο σίδερο που δούλευαν, και η βαριά τους σκέψη ανεβοκατέβαινε μαζί με τα σφυριά τους.

Ο Σιμόν μπήκε απαρατήρητος και πήγε να τραβήξει απαλά το μανίκι του φίλου του. Εκείνος γύρισε να δει. Ξαφνικά η δουλειά σταμάτησε και όλοι οι άντρες κοίταξαν προσεχτικά. Τότε, μέσα στην ασυνήθιστη ησυχία, ακούστηκε η εύθραυστη φωνούλα του Σιμόν.

«Φιλίπ, το παιδί της Μισόντ μου είπε πριν από λίγο πως εσύ δεν είσαι ο μπαμπάς μου.»

«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο εργάτης.

Το παιδί απάντησε με όλη του την αφέλεια.

«Επειδή δεν είσαι ο άντρας της μαμάς μου.»

Κανείς δεν γέλασε. Ο Φιλίπ έμενε όρθιος ακουμπώντας το μέτωπό του στην ανάστροφη των μεγάλων του χεριών που κρατούσαν τη λαβή του σφυριού του, στερεωμένου επάνω στο αμόνι. Σκεφτόταν. Οι τέσσερεις σύντροφοί του τον κοιτούσαν και, μια σταλιά ανάμεσα σ' αυτούς τους γίγαντες, ο Σιμόν ανήσυχος περίμενε. Ξαφνικά ένας από τους σιδεράδες, εκφράζοντας τη σκέψη και των άλλων, είπε στον Φιλίπ.

«Η Μπλανσότ είναι μια καλή και τίμια κοπέλα, γενναία και αξιοπρεπής, παρά τη συμφορά που τη βρήκε. Θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα άξια για έναν τίμιο άντρα.»

«Αυτό είναι αλήθεια», είπαν οι άλλοι τρεις. Ο εργάτης συνέχισε: «Εκείνη φταίει που απέτυχε; Της υποσχέθηκε γάμο. Εγώ όμως γνωρίζω περισσότερες από μια που ο κόσμος τις σέβεται σήμερα κι ας έκαναν τα ίδια.»

«Αλήθεια είναι», απάντησαν και οι τρεις άντρες μαζί.

Ο άλλος ξαναείπε: «Ένας Θεός μόνο ξέρει πόσο μόχθησε η κακομοίρα για ν' αναθρέψει μόνη το παιδί της, πόσο έκλαψε, πως δεν βγαίνει από το σπίτι παρά για να πάει στην εκκλησία.»

«Και αυτό είναι αλήθεια.» είπαν οι άλλοι.

∆εν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνο το φυσερό που κόρωνε τη φωτιά. Ο Φιλίπ στράφηκε απότομα προς τον Σιμόν:

«Πήγαινε να πεις στη μαμά σου ότι θα έρθω απόψε να της μιλήσω.»

Έπειτα οδήγησε έξω το παιδί πιάνοντάς το από τους ώμους.

Επέστρεψε στη δουλειά του και τα πέντε σφυριά μαζί συνέχισαν με έναν ήχο το σφυροκόπημα των αμονιών. Χτυπούσαν έτσι το σίδερο μέχρι που νύχτωσε, ρωμαλέοι, ισχυροί, χαρούμενοι σαν ικανοποιημένα σφυριά. Όπως όμως η μεγάλη καμπάνα ενός καθεδρικού ναού αντηχεί τις γιορτινές ημέρες και καλύπτει τις κωδωνοκρουσίες από τις άλλες καμπάνες, έτσι και το σφυρί του Φιλίπ, κυριαρχώντας στο πανδαιμόνιο των άλλων, έπεφτε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο ,μ' έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Κι εκείνος, με μάτια που έλαμπαν, σφυροκοπούσε με πάθος, όρθιος ανάμεσα στις σπίθες.

Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα όταν πήγε να χτυπήσει την πόρτα της Μπλανσότ. Φορούσε το καλό του σακάκι, ένα καθαρό πουκάμισο και ήταν φρεσκοξυρισμένος. Η νεαρή γυναίκα πρόβαλε στο κατώφλι και του είπε με ύφος λυπημένο:

«Κακώς ήρθατε νυχτιάτικα, κύριε Φιλίπ.»

Εκείνος θέλησε να απαντήσει, κάτι ψέλλισε και έμεινε αμήχανος μπροστά της.

Εκείνη συνέχισε: «Καταλαβαίνετε, νομίζω, ότι δεν πρέπει να δίνω επιπλέον δικαιώματα για να μιλούν για μένα.»

Κι εκείνος αμέσως: «Τι πειράζει», είπε, «εάν θέλετε να γίνετε γυναίκα μου!»

Καμία φωνή δεν του απάντησε, αλλά εκείνος νόμισε πως άκουσε μες στο σκοτάδι του δωματίου τον θόρυβο που έκανε ένα σώμα καθώς έπεφτε. Μπήκε αμέσως μέσα και ο Σιμόν, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διέκρινε τον ήχο ενός φιλιού και κάποιες λέξεις που η μητέρα του ψιθύρισε χαμηλόφωνα. Έπειτα, ξαφνικά, ένοιωσε να τον ανασηκώνουν τα χέρια του φίλου του και, κρατώντας τον μέσα στα ηράκλεια μπράτσα του, του φώναξε:

«Θα πεις στους συμμαθητές σου ότι ο μπαμπάς σου είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και ότι θα πάει να τραβήξει τ' αυτιά σε όλους όσους σου κάνουν κακό.»

Την άλλη μέρα, την ώρα που το σχολείο ήταν γεμάτο μαθητές και το μάθημα είχε μόλις αρχίσει, ο μικρός Σιμόν σηκώθηκε, κατάχλωμος και με τρεμάμενα χείλη, αλλά με καθαρή φωνή, είπε:

«Ο μπαμπάς μου είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και υποσχέθηκε ότι θα τραβήξει τ' αυτιά σε όσους θελήσουν να μου κάνουν κακό.»

Αυτή τη φορά κανείς δεν γέλασε, επειδή όλοι γνώριζαν τον Φιλίπ Ρεμί, τον σιδερά, και ήταν ένας μπαμπάς αυτός για τον οποίο όλος ο κόσμος θα ήταν υπερήφανος.

1η Δεκεμβρίου 1879

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Γκι ντε Μοπασιάν - Ο μπαμπάς του Σιμόν Guy|de|Maupassant|Der|Papa|von|Simon Guy de Maupassant - Simon's dad El padre de Simon - Guy de Maupassant Guy de Maupassant - Der Papa von Simon

Είχε σημάνει κιόλας μεσημέρι. hatte|geschlagen|bereits|Mittag Es hatte bereits Mittag geschlagen. Η πόρτα του σχολείου άνοιξε και τα παιδιά όρμησαν σπρώχνοντας για να βγουν πιο γρήγορα. Die|Tür|des|Schule|öffnete|und|die|Kinder|stürmten|schubsend|um|zu|hinauszukommen|schneller|schnell Die Tür der Schule öffnete sich und die Kinder stürmten heraus, schubsten sich, um schneller hinauszukommen. Αντί όμως να διαλυθούν αμέσως και να πάνε για φαγητό, όπως κάθε μέρα, στάθηκαν πιο πέρα, σχημάτισαν ομάδες και άρχισαν να ψιθυρίζουν. Statt|aber|zu|sich auflösen|sofort|und|zu|gehen|zum|Essen|wie|jeder|Tag|blieben|weiter|weg|bildeten|Gruppen|und|begannen|zu|flüstern Anstatt sich jedoch sofort zu zerstreuen und zum Essen zu gehen, wie jeden Tag, blieben sie stehen, bildeten Gruppen und begannen zu flüstern.

Και όλα αυτά γιατί εκείνο το πρωί ο Σιμόν, ο γιός της Μπλανσότ, ήρθε στο σχολείο για πρώτη φορά. Und|alles|das|weil|jenes|der|Morgen|der|Simon|der|Sohn|von|Blansot|kam|zur|Schule|für|erste|Mal Und das alles, weil Simon, der Sohn von Blansot, an diesem Morgen zum ersten Mal zur Schule kam.

Όλα είχαν ακούσει να μιλούν για την Μπλασότ στα σπίτια τους, και παρόλο που όλοι δημόσια την υποδέχονταν καλά, οι μητέρες τους ωστόσο της έδειχναν έναν οίκτο κάπως περιφρονητικό που πέρασε και στα παιδιά χωρίς να ξέρουν το γιατί. Alle|hatten|gehört|zu|sprechen|über|die|Blasot|in|Häuser|ihre|und|obwohl|dass|alle|öffentlich|sie|willkommen hießen|gut|die|Mütter|ihre|jedoch|ihr|zeigten|einen|Mitleid|irgendwie|verächtlich|der|überging|und|in|Kinder|ohne|zu|wissen|das|warum Alle hatten gehört, dass man in ihren Häusern über Blansot sprach, und obwohl sie sie öffentlich gut empfingen, zeigten ihre Mütter ihr dennoch ein gewisses verächtliches Mitleid, das auch auf die Kinder überging, ohne dass sie wussten, warum.

Όσο για τον Σιμόν, δεν τον γνώριζαν, επειδή δεν έβγαινε ποτέ και δεν αλήτευε μαζί τους μες στους δρόμους του χωριού ή στις όχθες του ποταμού. So|für|ihn|Simon|nicht|ihn|kannten|weil|nicht|ging|jemals|und|nicht|streunte|zusammen|ihnen|in||Straßen|des|Dorf|oder|an den|Ufern|des|Flusses Was Simon betrifft, so kannten sie ihn nicht, weil er nie herauskam und nicht mit ihnen in den Straßen des Dorfes oder an den Ufern des Flusses umherstreifte. ∆εν τον αγαπούσαν κιόλας, κι έτσι με κάποια χαρά ανάμεικτη με αρκετή έκπληξη δέχτηκαν και διέδωσαν ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε ένα αγόρι δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών, που φαινόταν να ξέρει πολλά, επειδή έκλεινε με νόημα το μάτι. |ihn|liebten|schon|und|so|mit|etwas|Freude|vermischt|mit|viel|Überraschung|akzeptierten|und|verbreiteten|der|eine|an|anderen|die|Worte|die|sagte|ein|Junge|vierzehn|mit|fünfzehn|Jahren|der|schien|zu|wissen|viel|weil|zwinkte|mit|Bedeutung|das|Auge Sie mochten ihn auch nicht, und so nahmen sie mit einer gewissen Freude, die mit viel Überraschung vermischt war, die Worte eines vierzehn- bis fünfzehnjährigen Jungen auf, der viel zu wissen schien, weil er bedeutungsvoll mit dem Auge zwinkerte.

«Ξέρετε, ο Σιμόν ... να, δεν έχει μπαμπά.» Sie wissen|der|Simon|ja|nicht|hat|Papa „Wisst ihr, Simon ... er hat keinen Papa.“

Ο γιός της Μπλανσότ έκανε κι εκείνος με τη σειρά του την εμφάνισή του στο κατώφλι του σχολείου. Der|Sohn|von|Blansot|machte|und|er|mit|der|Reihe|von ihm|die|Erscheinung|von ihm|an der|Türschwelle|von|Schule Der Sohn von Blansot trat ebenfalls an die Tür der Schule.

Ήταν εφτά ή οχτώ χρονών. Er war|sieben|oder|acht|Jahre alt Er war sieben oder acht Jahre alt. Ήταν χλωμούτσικος, πολύ καθαρός, φαινόταν συνεσταλμένος, σχεδόν αδέξιος. Er war|blass|sehr|sauber|schien|schüchtern|fast|ungeschickt Er war sehr blass, sehr sauber, schien schüchtern, fast unbeholfen.

Επέστρεφε στη μητέρα του, όταν οι ομάδες των συμμαθητών του, ψιθυρίζοντας πάντα και κοιτάζοντάς τον με βλέμματα μοχθηρά και σκληρά, παιδιών που σκέφτονται να πράξουν το κακό, τον περικύκλωσαν σιγά σιγά και κατέληξαν να τον εγκλωβίσουν. Er kehrte zurück|zu|Mutter|ihm|als|die|Gruppen|der|Mitschüler|ihm|flüsternd|immer|und|ihn an|ihn|mit|Blicken|bösartig|und|hart|Kindern|die|denken|zu|tun|das|Böse|ihn|umzingelten|langsam|langsam|und|endeten|zu|ihn|gefangen nehmen Er kehrte zu seiner Mutter zurück, als die Gruppen seiner Mitschüler, die immer flüsterten und ihn mit bösartigen und harten Blicken ansahen, Kinder, die daran dachten, Böses zu tun, ihn langsam umzingelten und schließlich einsperrten. Στεκόταν εκεί, ανάμεσά τους, έκπληκτος και αμήχανος, χωρίς να καταλαβαίνει τι ήθελαν να του κάνουν. Er stand|dort|zwischen|ihnen|überrascht|und|verlegen|ohne|zu|verstehen|was|sie wollten|zu|ihm|tun Er stand dort, zwischen ihnen, überrascht und verlegen, ohne zu verstehen, was sie ihm antun wollten. Το αγόρι όμως που τους έφερε το νέο, κορδωμένο από τα όσα είχε πετύχει ήδη, τον ρώτησε: Das|Junge|aber|der|ihnen|brachte|die|Nachricht|stolz|über|die|alles|hatte|erreicht|bereits|ihn|fragte Das Junge jedoch, das die Nachricht gebracht hatte, stolz auf das, was er bereits erreicht hatte, fragte ihn:

«Πώς σε λένε;» Wie|dich|heißen „Wie heißt du?“

Εκείνος απάντησε: «Σιμόν.» Er|antwortete|Simon Er antwortete: „Simon.“

«Σιμόν, τι;» ξαναρώτησε ο άλλος. Simon|was|fragte wieder|der|andere „Simon, was?“ fragte der andere erneut.

Το παιδί επανέλαβε σαστισμένο: «Σιμόν.» Das|Kind|wiederholte|verwirrt|Simon Das Kind wiederholte verwirrt: „Simon.“

Το αγόρι του φώναξε: «Ονομάζεται κανείς Σιμόν και κάτι ακόμη ... δεν είναι όνομα αυτό ... Σιμόν.» Das|Junge|ihm|rief|Er heißt|niemand|Simon|und|etwas|noch|nicht|ist|Name|das|Simon Der Junge rief ihm zu: „Man nennt sich Simon und noch etwas ... das ist kein Name ... Simon.“

Κι εκείνος, έτοιμος να κλάψει, επανέλαβε για τρίτη φορά: Und|er|bereit|zu|weinen|wiederholte|für|dritte|Mal Und er, bereit zu weinen, wiederholte zum dritten Mal:

«Με λένε Σιμόν.» Mich|nennen|Simon „Ich heiße Simon.“

Οι αλήτες έβαλαν τα γέλια. Die|Halunken|brachten|die|Lacher Die Halunken brachen in Gelächter aus. Το αγόρι θριάμβευε και ύψωσε τη φωνή: «Το βλέπετε λοιπόν πως δεν έχει μπαμπά.» Das|Junge|triumphierte|und|erhob|die|Stimme|Das|seht|also|dass|nicht|hat|Papa Der Junge triumphierte und erhob seine Stimme: „Seht ihr also, dass er keinen Papa hat.“

Έπεσε μεγάλη σιωπή. Es fiel|große|Stille Es trat große Stille ein. Τα παιδιά μείνανε έκπληκτα από αυτό το εξαιρετικό, το απίθανο, το τερατώδες γεγονός – ένα αγόρι που δεν έχει μπαμπά. Die|Kinder|blieben|überrascht|von|diesem|das|außergewöhnliche|das|unglaubliche|das|schreckliche|Ereignis|ein|Junge|das|nicht|hat|Papa Die Kinder waren erstaunt über dieses außergewöhnliche, unglaubliche, monströse Ereignis – ein Junge, der keinen Papa hat. Τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα φαινόμενο, μια αφύσικη ύπαρξη, και ένοιωθαν να μεγαλώνει μέσα τους η περιφρόνηση, ανεξήγητη μέχρι τότε, των μανάδων τους προς την Μπλανσότ. ihn|schauten|wie|zu|war|ein|Phänomen|eine|unnatürliche|Existenz|und|fühlten|zu|wächst|in|ihnen|die|Verachtung|unerklärliche|bis|zu diesem Zeitpunkt|der|Mütter|ihnen|gegenüber|der|Blansot Sie schauten ihn an, als wäre er ein Phänomen, ein unnatürliches Wesen, und sie fühlten, wie in ihnen die Verachtung wuchs, die bis dahin unerklärlich war, ihrer Mütter gegenüber Blansot.

Όσο για τον Σιμόν, είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο για να μην πέσει και στεκόταν εκεί σαν να τον είχε συγκλονίσει μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. So|für|den|Simon|hatte|gelehnt|an|einen|Baum|um|zu|nicht|falle|und|stand|dort|wie|zu|ihn|hatte|erschüttert|eine|irreparable|Zerstörung Was Simon betrifft, er hatte sich an einen Baum gelehnt, um nicht umzufallen, und stand dort, als hätte ihn eine irreparable Katastrophe erschüttert. Προσπάθησε να εξηγηθεί. Versuche|zu|erklären Er versuchte, sich zu erklären. ∆εν μπορούσε όμως να βρει τίποτα για να τους απαντήσει και να διαψεύσει αυτό το φριχτό πράγμα, ότι δεν είχε μπαμπά. |konnte|aber|zu|finden|nichts|um|zu|ihnen|antworten|und|zu|widerlegen|das|das|schreckliche|Ding|dass|nicht|hatte|Papa Er konnte jedoch nichts finden, um ihnen zu antworten und diese schreckliche Sache zu widerlegen, dass er keinen Papa hatte. Στο τέλος, πελιδνός, τους φώναξε στην τύχη: «Ναι, έχω έναν.» Am|Ende|bleich|sie|rief|in die|Glück|Ja|ich habe|einen Am Ende rief der bleiche zu ihnen: „Ja, ich habe einen.“

«Πού είναι;» ρώτησε το αγόρι. Wo|ist|fragte|das|Junge „Wo ist er?“ fragte der Junge.

Ο Σιμόν σώπασε• δεν ήξερε. Der|Simon|schwieg|nicht|wusste Simon schwieg; er wusste es nicht. Τα παιδιά γελούσαν με έξαψη. Die|Kinder|lachten|mit|Begeisterung Die Kinder lachten aufgeregt. Αυτά τα χωριατόπαιδα, που έμοιαζαν περισσότερο με ζώα, ένοιωθαν μια απάνθρωπη ανάγκη, όμοια με εκείνη που σπρώχνει τις κότες της αυλής να ξεκάνουν εκείνη ανάμεσά τους που έχει λαβωθεί. Diese|die|Landkinder|die|schienen|mehr|mit|Tieren|fühlten|eine|unmenschliche|Notwendigkeit|ähnlich|mit|derjenige|die|drängt|die|Hühner|der|Hof|zu|töten|die|unter|ihnen|die|hat|verletzt Diese Landkinder, die mehr wie Tiere aussahen, fühlten ein unmenschliches Bedürfnis, ähnlich dem, das die Hühner im Hof dazu treibt, das verletzte unter ihnen zu töten. Ο Σιμόν διέκρινε ξαφνικά ένα γειτονόπουλο, το γιο μιας χήρας, που τον έβλεπε να κυκλοφορεί πάντα, όπως και ο ίδιος, μόνος με τη μητέρα του, Der|Simon|erkannte|plötzlich|ein|Nachbarskind|der|Sohn|einer|Witwe|der|ihn|sah|zu|gehen|immer|wie|und|der|gleiche|allein|mit|der|Mutter|ihm Simon bemerkte plötzlich ein Nachbarskind, den Sohn einer Witwe, der ihn immer allein mit seiner Mutter umherlaufen sah,

«Ούτε εσύ», είπε, «έχεις μπαμπά.» Nicht|du|sagte|hast|Papa „Du hast auch keinen Papa“, sagte er.

«Ναι», απάντησε το άλλο, «και βέβαια έχω.» Ja|antwortete|das|andere|und||habe „Doch“, antwortete das andere Kind, „natürlich habe ich einen.“

«Πού είναι;» ρώτησε αμέσως ο Σιμόν. Wo|ist|fragte|sofort|der|Simon „Wo ist er?“ fragte Simon sofort.

«Πέθανε,» δήλωσε με αλαζονική έπαρση το παιδί, «είναι στο νεκροταφείο ο μπαμπάς μου.» Er ist gestorben|erklärte|mit|arroganten|Überheblichkeit|das|Kind|ist|im|Friedhof|der|Papa|mein „Er ist gestorben“, erklärte das Kind mit überheblichem Stolz, „mein Papa ist auf dem Friedhof.“

Ένας ψίθυρος επιδοκιμασίας διέτρεξε την αλητοπαρέα, λες και το γεγονός ότι ο νεκρός πατέρας που βρισκόταν στο νεκροταφείο έκανε σπουδαίο το σύντροφό τους και συνέτριβε τον άλλο που δεν είχε πατέρα. Ein|Flüstern|Zustimmung|durchlief|die|Gruppe von Halunken|als|und|das|Ereignis|dass|der|tote|Vater|der|war|im|Friedhof|machte|großartig|den|Gefährten|ihre|und|zerdrückte|den|anderen|der|nicht|hatte|Vater Ein Flüstern der Zustimmung durchlief die Bande von Halbstarken, als ob die Tatsache, dass der tote Vater, der auf dem Friedhof lag, ihren Gefährten groß machte und den anderen, der keinen Vater hatte, erdrückte. Και τα αλητόπαιδα αυτά, που οι πατεράδες τους ήταν οι περισσότεροι κακοί, μέθυσοι, κλέφτες και κακομεταχειρίζονταν τις γυναίκες τους, έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω του, λες και αυτοί, ο νόμιμοι, ήθελαν να πέσουν επάνω του και να τον πνίξουν αυτόν που ήταν παράνομος. Und|die|Halbstarken|diese|die|die|Väter|ihr|waren|die|meisten|schlecht|Trinker|Diebe|und|misshandelten|die|Frauen|ihr|drückten|immer|und|mehr|ihn|Druck|um|ihn|als|und|sie|der|Gesetzlichen|wollten|zu|fallen|auf|ihn|und|zu|ihn|ertränken|ihn|der|war|illegal Und diese Halbstarken, deren Väter die meisten schlecht waren, Trinker, Diebe und schlecht zu ihren Frauen, zogen den Kreis um ihn immer enger, als ob sie, die Legalen, auf ihn stürzen und den Illegalen erdrosseln wollten.

Ένα από αυτά, που βρισκόταν απέναντι στο Σιμόν, του έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα κοροϊδευτικά και του φώναξε: Ein|von|diesen|der|war|gegenüber|zu|Simon|ihm|streckte|plötzlich|die|Zunge|spöttisch|und|ihm|rief Einer von ihnen, der gegenüber von Simon stand, streckte ihm plötzlich spöttisch die Zunge heraus und rief:

«∆εν έχεις μπαμπά! nicht|hast|Papa „Du hast keinen Papa! ∆εν έχεις μπαμπά!» |hast|Papa Du hast keinen Papa!“

Ο Σιμόν τον άρπαξε με τα δυο του χέρια από τα μαλλιά και άρχισε να τον κλωτσάει στα πόδια, ενώ του δάγκωνε με λύσσα το μάγουλο. Der|Simon|ihn|packte|mit|die|beiden|seine|Hände|von|die|Haare|und|begann|zu|ihn|treten|in die|Beine|während|ihm|biss|mit|Wut|die|Wange Simon packte ihn mit beiden Händen an den Haaren und begann, ihn in die Beine zu treten, während er ihm wütend die Wange biss. Έγινε ένα μεγάλο ανακάτεμα. Es gab|ein|großes|Durcheinander Es gab ein großes Durcheinander. Χώρισαν τους δυο μαχητές και ο Σιμόν βρέθηκε να είναι χτυπημένος, ξεσκισμένος, μωλωπισμένος, πεσμένος στο έδαφος στη μέση του κύκλου που σχημάτιζαν τα αλητόπαιδα και που χειροκροτούσαν. Sie trennten|die|zwei|Kämpfer|und|der|Simon|fand sich|zu|sein|geschlagen|zerrissen|geprellt|gefallen|auf dem|Boden|in der|Mitte|des|Kreises|der|bildeten|die|Halbstarken|und|die|applaudierten Die beiden Kämpfer wurden getrennt und Simon fand sich verletzt, zerfetzt, geprellt, am Boden in der Mitte des Kreises, den die Halbstarken bildeten und applaudierten. Καθώς ανασηκωνόταν, τινάζοντας μηχανικά με το χέρι την μπλούζα του που είχε λερωθεί από τη σκόνη, κάποιος του φώναξε: Als|er sich aufrichtete|indem er abklopfte|mechanisch|mit|das|Hand|die|Bluse|sein|die|hatte|sich beschmutzt|von|den|Staub|jemand|ihm|rief Als er sich aufrichtete und mechanisch mit der Hand sein mit Staub beschmutztes T-Shirt abklopfte, rief ihm jemand zu:

«Πήγαινε να το πεις στον μπαμπά σου.» Geh|zu|es|sagst|zu dem|Papa|dein „Geh und sag es deinem Vater.“

Τότε ένοιωσε κάτι πολύ σημαντικό να γκρεμίζεται μες στην καρδιά του. Dann|fühlte|etwas|sehr|wichtig|zu|einstürzen|in||Herz|ihm Dann fühlte er, wie etwas sehr Wichtiges in seinem Herzen zerbrach. Εκείνοι ήταν δυνατότεροι από αυτόν, τον νίκησαν κι αυτός δεν μπορούσε να τους δώσει μιαν απάντηση, επειδή το ένοιωθε καλά ότι ήταν αλήθεια πως δεν είχε μπαμπά. Sie|waren|stärker|als|ihn|ihn|besiegten|und|er|nicht|konnte|zu|ihnen|geben|eine|Antwort|weil|es|fühlte|gut|dass|war|Wahrheit|dass|nicht|hatte|Papa Sie waren stärker als er, sie besiegten ihn und er konnte ihnen keine Antwort geben, weil er gut fühlte, dass es wahr war, dass er keinen Papa hatte. Γεμάτος περηφάνια προσπάθησε για λίγο να παλέψει με τα δάκρυα που τον έπνιγαν. voller|Stolz|versuchte|für|einen Moment|zu|kämpfen|mit|die|Tränen|die|ihn|ertränkten Voller Stolz versuchte er eine Weile, mit den Tränen zu kämpfen, die ihn ertränkten. Ένοιωθε να ασφυκτιά. Er fühlte|zu|ersticken Er fühlte sich erstickt. Έπειτα, χωρίς να βγάλει άχνα, άρχισε να κλαίει με μεγάλα αναφιλητά που τον τράνταζαν. Danach|ohne|zu|machen|Geräusch|begann|zu|weinen|mit|großen|Schluchzern|die|ihn|erschütterten Dann, ohne ein Geräusch von sich zu geben, begann er mit lauten Schluchzern zu weinen, die ihn erschütterten.

Τότε μια άγρια χαρά ξέσπασε ανάμεσα στους εχθρούς του και φυσικά, όπως συμβαίνει με τους άγριους στα φοβερά τους πανηγύρια, πιάστηκαν από το χέρι και άρχισαν να χορεύουν γύρω του, επαναλαμβάνοντας σαν επωδό: «∆εν έχεις μπαμπά! Dann|eine|wilde|Freude|brach aus|zwischen|den|Feinden|ihm|und|natürlich|wie|es passiert|mit|den|wilden|bei den|schrecklichen|ihren|Festen|sie hielten sich|an|das|Hand|und|begannen|zu|tanzen|um|ihn|wiederholend|wie|Refrain||hast|Papa Dann brach eine wilde Freude unter seinen Feinden aus und natürlich, wie es bei wilden Tieren in ihren schrecklichen Festen geschieht, fassten sie sich an die Hände und begannen um ihn herum zu tanzen, wiederholend wie ein Refrain: „Du hast keinen Papa! ∆εν έχεις μπαμπά!» |hast|Papa „Du hast keinen Papa!“

Ο Σιμόν όμως έπαψε ξαφνικά τα αναφιλητά. Der|Simon|aber|hörte auf|plötzlich|die|Schluchzer Simon jedoch hörte plötzlich mit dem Schluchzen auf. Τον τρέλανε η οργή. ihn|hat verrückt gemacht|die|Wut Die Wut machte ihn verrückt. Υπήρχαν πέτρες κάτω από τα πόδια του, τις μάζεψε και τις εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη επάνω στους βασανιστές του. Es gab|Steine|unter|von|die|Füße|ihm|sie|sammelte|und|sie|schleuderte|mit|aller|seiner||Kraft|auf|die|Peiniger|ihm Es lagen Steine unter seinen Füßen, er sammelte sie und schleuderte sie mit all seiner Kraft auf seine Peiniger. Δυο ή τρεις χτυπήθηκαν και σώθηκαν φωνάζοντας, κι εκείνος είχε πάρει ένα ύφος τόσο φοβερό που τους άλλους τους κατέλαβε πανικός. Zwei|oder|drei|wurden geschlagen|und|wurden gerettet|schreiend|und|er|hatte|angenommen|ein|Ausdruck|so|furchtbar|dass|sie|anderen|sie|überkam|Panik Zwei oder drei wurden getroffen und retteten sich, während sie schrien, und er hatte einen so furchterregenden Gesichtsausdruck, dass die anderen in Panik gerieten. Δειλοί, όπως συμβαίνει πάντα με το πλήθος μπροστά σ' έναν εξοργισμένο άνθρωπο, διαλύθηκαν βάζοντάς το στα πόδια. Feige|wie|es passiert|immer|mit|das|Publikum|vor|einem|einen|wütenden|Menschen|zerstreuten sich|indem sie|es|in die|Beine Feige, wie es immer mit der Menge vor einem wütenden Menschen der Fall ist, zerstreuten sie sich und machten sich aus dem Staub.

Όταν έμεινε μόνο το παιδάκι που δεν είχε πατέρα, άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια, επειδή μια ανάμνηση που του ήρθε στο νου το έκανε να λάβει μια μεγάλη απόφαση. Als|blieb|nur|das|Kind|das|nicht|hatte|Vater|begann|zu|rennen|in Richtung|die|Felder|weil|eine|Erinnerung|die|ihm|kam|in|Verstand|es|machte|zu|treffen|eine|große|Entscheidung Als nur noch das kleine Kind ohne Vater übrig blieb, begann es, in Richtung der Felder zu rennen, weil eine Erinnerung, die ihm in den Sinn kam, es zu einer großen Entscheidung brachte. Ήθελε να πνιγεί μες στο ποτάμι. Er wollte|zu|ertrinken|in|im|Fluss Es wollte sich im Fluss ertränken.

Θυμήθηκε, πράγματι, ότι οχτώ μέρες πριν ένας φτωχοδιάβολος που ζητιάνευε έπεσε μες στο νερό επειδή δεν είχε πια χρήματα. Er erinnerte sich|tatsächlich|dass|acht|Tage|zuvor|ein|armer Teufel|der|bettelnd|fiel|hinein|ins|Wasser|weil|nicht|hatte|mehr|Geld Es erinnerte sich tatsächlich daran, dass vor acht Tagen ein armer Teufel, der bettelte, ins Wasser gefallen war, weil er kein Geld mehr hatte. Ο Σιμόν ήταν παρών όταν τον ψάρεψαν και το καημένο ανθρωπάκι, που συνήθως του φαινόταν αξιοθρήνητο, βρώμικο και άσχημο, τον εντυπωσίασε με την ηρεμία του, τα χλωμά του μάγουλα, το μακρύ, βρεγμένο γένι του και τα ανοιχτά, ήρεμα μάτια του. Der|Simon|war|anwesend|als|ihn|fingen|und|das|arme|Menschlein|das|normalerweise|ihm||bedauernswert|schmutzig|und|hässlich|ihn|beeindruckte|mit|die|Ruhe|sein|die|blassen|sein|Wangen|das|lange|nasse|Bart|sein|und|die|offenen|ruhigen|Augen|sein Simon war anwesend, als sie ihn herauszogen, und das arme Männchen, das ihm normalerweise jämmerlich, schmutzig und hässlich erschien, beeindruckte ihn mit seiner Ruhe, seinen blassen Wangen, seinem langen, nassen Bart und seinen offenen, ruhigen Augen. Τριγύρω έλεγαν: Umher|sagten Um ihn herum sagten sie:

«Είναι νεκρός». Er ist|tot „Er ist tot.“ Κάποιος πρόσθεσε: «Είναι ευτυχισμένος τώρα.» Ήθελε και ο Σιμόν να πνιγεί επειδή δεν είχε πατέρα, όπως εκείνος ο φουκαράς που δεν είχε χρήματα. Jemand|fügte hinzu|Er ist|glücklich|jetzt|Er wollte|und|der|Simon|zu|ertrinken|weil|nicht|hatte|Vater|wie|er|der|Unglücksrabe|der|nicht|hatte|Geld Jemand fügte hinzu: „Er ist jetzt glücklich.“ Simon wollte auch ertrinken, weil er keinen Vater hatte, so wie der arme Kerl, der kein Geld hatte.

Πλησίασε πολύ κοντά στο νερό και το κοίταζε που έτρεχε. Er näherte sich|sehr|nah|zum|Wasser|und|es|sah|das|floss Er trat ganz nah ans Wasser und schaute, wie es floss. Μερικά ψάρια έπαιζαν κινούμενα γρήγορα μέσα στο καθαρό ρεύμα του νερού και καμιά φορά έκαναν ένα μικρό άλμα και έχαφταν μύγες που πετούσαν στην επιφάνεια. Einige|Fische|spielten|sich bewegend|schnell|in|im|klar|Strom|des|Wassers|und|kein|Mal|machten|einen|kleinen|Sprung|und||Fliegen|die|flogen|auf der|Oberfläche Einige Fische spielten und bewegten sich schnell im klaren Wasserstrom und sprangen manchmal kurz auf, um Fliegen zu fangen, die an der Oberfläche flogen. Σταμάτησε να κλαίει για να τα δει, επειδή τα κόλπα τους τον ενδιέφεραν πολύ. Er hörte auf|zu|weinen|für|zu|die||weil|die|Tricks|sie|ihn|interessierten|sehr Er hörte auf zu weinen, um sie zu sehen, denn ihre Tricks interessierten ihn sehr. Αλλά πότε πότε, όπως συμβαίνει με τις σύντομες νηνεμίες μιας καταιγίδας που τις διαδέχονται ξαφνικά δυνατές ριπές ανέμου κάνοντας να τρίζουν τα δέντρα και τελικά χάνονται στον ορίζοντα, η σκέψη που τον βασάνιζε του ξαναερχόταν στο νου και του προκαλούσε έναν δυνατό πόνο: «Θα πνιγώ, γιατί δεν έχω μπαμπά.» Aber|manchmal|manchmal|wie|passiert|mit|die|kurzen|Windstille|einer|Sturm|die|die|abgelöst werden|plötzlich|starke|Bögen|Wind|die|zu|knarren|die|Bäume|und|schließlich|verschwinden|am|Horizont|die|Gedanken|die|ihn|quälte|ihm|kam wieder||Kopf|und|ihm|verursachte|einen|starken|Schmerz|Ich werde|ertrinken|weil|nicht|habe|Papa Aber manchmal, wie es bei den kurzen Windstille nach einem Sturm der Fall ist, die plötzlich von starken Windstößen gefolgt werden, die die Bäume zum Knarren bringen und schließlich am Horizont verschwinden, kam der Gedanke, der ihn quälte, wieder in seinen Kopf und verursachte ihm einen starken Schmerz: "Ich werde ertrinken, weil ich keinen Papa habe."

Ο καιρός ήταν καλός και έκανε πολύ ζέστη. Der|Wetter|war|schön|und|machte|sehr|Hitze Das Wetter war schön und es war sehr heiß. Ένας γλυκός ήλιος ζέσταινε τη χλόη. Eine|süßer|Sonne|wärmte|das|Gras Eine süße Sonne wärmte das Gras. Το νερό έλαμπε σαν καθρέφτης. Das|Wasser|glänzte|wie|Spiegel Das Wasser schimmerte wie ein Spiegel. Και ο Σιμόν ζούσε στιγμές μακαριότητας, χαύνωσης τέτοιας που ακολουθεί τα δάκρυα και τον κυρίευε μεγάλη επιθυμία να αποκοιμηθεί εκεί, πάνω στη χλόη, μέσα στη ζέστη. Und|der|Simon|lebte|Momente|Glückseligkeit|Benommenheit||die|folgt|die|Tränen|und|ihn|überwältigte|große|Sehnsucht|zu|einschlief|dort|auf|dem|Gras|in|der|Wärme Und Simon erlebte Momente des Glücks, eine Trägheit, die auf die Tränen folgt, und er wurde von einem großen Verlangen überwältigt, dort auf dem Gras, in der Wärme, einzuschlafen.

Ένας μικρός πράσινος βάτραχος πήδησε κάτω από τα πόδια του. Ein|kleiner|grüner|Frosch|sprang|unter|von|die|Füße|ihm Ein kleiner grüner Frosch sprang unter seinen Füßen. Προσπάθησε να τον πιάσει. Versuchte|zu|ihn|fangen Er versuchte, ihn zu fangen. Του ξέφυγε. ihm|entkam Er entglitt ihm. Τον ακολούθησε αλλά απέτυχε τρεις συνεχόμενες φορές. ihn|folgte|aber|scheiterte|drei|aufeinanderfolgende|Male Er folgte ihm, scheiterte jedoch dreimal hintereinander. Τελικά τον έπιασε από τις άκρες των πίσω του ποδιών και άρχισε να γελά βλέποντας τις προσπάθειες που έκανε το ζώο για να το σκάσει. Schließlich|ihn|packte|an|die|Enden|der|hinteren|seines|Beinen|und|begann|zu|lachen|während er sah|die|Versuche|die|machte|das|Tier|um|zu|es|entkommen Schließlich packte er ihn an den Spitzen seiner Hinterbeine und begann zu lachen, als er die Versuche sah, die das Tier unternahm, um zu entkommen. Συσπειρωνόταν στα μεγάλα του πόδια, έπειτα με μια απότομη διάταση τα ξεδίπλωνε ξαφνικά, άκαμπτα σαν δυο ξύλα, και ήταν το μάτι του ολοστρόγγυλο, περιβαλλόμενο από έναν χρυσό κύκλο, ενώ κουνούσε στον αέρα τα μπροστινά του πόδια σαν να ήταν χέρια. er zog sich zusammen|in|großen|seine|Beine|dann|mit|einer|plötzlichen|Dehnung|sie|entfaltete|plötzlich|steif|wie|zwei|Holzstücke|und|war|das|Auge|sein|vollkommen rund|umgeben|von|einem|goldenen|Kreis|während|schwang|in der|Luft|die|vorderen|seine|Beine|wie|zu|waren|Hände Er spannte seine großen Beine an, dann dehnte er sie plötzlich mit einer ruckartigen Bewegung aus, steif wie zwei Holzstücke, und sein Auge war rund und von einem goldenen Kreis umgeben, während er seine Vorderbeine in der Luft schwenkte, als wären es Arme. Αυτό του θύμισε ένα παιχνίδι φτιαγμένο από μικρά ίσια σανίδια καρφωμένα σε σχήμα ζιγκ- ζαγκ, που με μια παρόμοια κίνηση έκαναν τα στρατιωτάκια, που ήταν ζωγραφισμένα επάνω, να κινούνται. Das|ihm|erinnerte|ein|Spiel|gemacht|aus|kleine|gerade|Bretter|genagelt|in|Form|||die|mit|einer|ähnlichen|Bewegung|machten|die|Soldaten|die|waren|gemalt|oben|zu|bewegen Das erinnerte ihn an ein Spielzeug, das aus kleinen geraden Brettern bestand, die in Zickzackform genagelt waren, und mit einer ähnlichen Bewegung ließen sie die kleinen Soldaten, die darauf gemalt waren, sich bewegen. Τότε σκέφτηκε το σπίτι του, έπειτα τη μητέρα του και κυριευμένος από μεγάλη θλίψη ξανάρχισε να κλαίει. Dann|dachte|das|Haus|sein|dann|die|Mutter|sein|und|überwältigt|von|großer|Traurigkeit|begann wieder|zu|weinen Dann dachte er an sein Zuhause, dann an seine Mutter, und überwältigt von großer Traurigkeit begann er wieder zu weinen. Ρίγη διαπερνούσαν τα μέλη του. Schauer|durchdrangen|die|Glieder|ihm Ein Schauer durchfuhr seine Glieder. Γονάτισε και προσευχήθηκε, όπως έκανε πριν πάει για ύπνο. Er kniete|und|betete|wie|er es tat|bevor|er geht|zum|Schlaf Er kniete nieder und betete, wie er es vor dem Schlafengehen getan hatte. ∆εν μπόρεσε όμως να αποτελειώσει την προσευχή του, επειδή του ήρθαν πάλι αναφιλητά με τέτοια πίεση και τέτοια ταραχή που τον κυρίευσαν ολόκληρο. |konnte|aber|zu|beenden|das|Gebet|sein|weil|ihm|kamen|wieder|Schluchzer|mit|solch|Druck|und|solch|Unruhe|die|ihn|überwältigten|ganz Er konnte jedoch sein Gebet nicht beenden, da ihn wieder Schluchzen mit solchem Druck und solcher Unruhe überkam, dass es ihn ganz überwältigte. ∆εν σκεφτόταν πλέον τίποτα, δεν έβλεπε πια τίποτε τριγύρω του και δεν έκανε άλλο από το να κλαίει. Nicht|dachte|mehr|nichts|nicht|sah|mehr|nichts|um|ihn|und|nicht|tat|anderes|als|das|zu|weinen Er dachte an nichts mehr, sah nichts mehr um sich herum und tat nichts anderes, als zu weinen. Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι ακούμπησε στον ώμο του και μια μπάσα φωνή τον ρώτησε: «Τι σε στεναχωρεί, λοιπόν, τόσο, άνθρωπέ μου;» Plötzlich|eine|schwere|Hand|legte|auf seinen|Schulter|ihm|und|eine|tiefe|Stimme|ihn|fragte|Was|dich|betrübt|also|so|Mensch|mein Plötzlich legte eine schwere Hand auf seine Schulter und eine tiefe Stimme fragte ihn: „Was bedrückt dich so, mein Freund?“

Ο Σιμόν έστρεψε. Der|Simon|drehte Simon drehte sich um. Ένας μεγαλόσωμος εργάτης με γένια και μαύρα κατσαρά μαλλιά τον κοίταζε με στοργή. Ein|großer|Arbeiter|mit|Bart|und|schwarze|lockige|Haare|ihn|schaute|mit|Zuneigung Ein großer Arbeiter mit Bart und schwarzen lockigen Haaren sah ihn liebevoll an. Απάντησε με δάκρυα στα μάτια κ' έναν κόμπο στη φωνή: «Μ' έδειραν ... επειδή ... δεν έχω ... δεν έχω ... μπαμπά ...» antwortete|mit|Tränen|in|Augen|und|einen|Kloß|in|Stimme|Mich|schlugen|weil|nicht|habe|||Papa Er antwortete mit Tränen in den Augen und einem Kloß in der Stimme: „Sie haben mich geschlagen ... weil ... ich keinen ... keinen Papa habe ...“

«Πώς κι έτσι;» είπε ο άντρας χαμογελώντας, «Όλοι έχουμε έναν.» Wie|und|so|sagte|der|Mann|lächelnd|Alle|haben|einen „Wie kann das sein?“ sagte der Mann lächelnd, „Wir haben alle einen.“

Το παιδί ξαναείπε με πόνο μέσα από τους σπασμούς που του προκαλούσε η θλίψη του: «Εγώ ... εγώ δεν έχω.» Τότε ο εργάτης πήρε ύφος σοβαρό. Das|Kind|sagte wieder|mit|Schmerz|innerhalb|von|die|Krämpfe|die|ihm|verursachten|die|Traurigkeit|ihm|Ich|ich|nicht|habe|Dann|der|Arbeiter|nahm|Miene|ernst Das Kind sagte erneut mit Schmerz durch die Krämpfe, die ihm seine Traurigkeit verursachte: „Ich ... ich habe keinen.“ Dann nahm der Arbeiter einen ernsten Gesichtsausdruck an. Είχε αναγνωρίσει το παιδί της Μπλανσότ και, παρ' όλο που ήταν καινούργιος στο χωριό, ήξερε μέσες άκρες την ιστορία του. Er hatte|erkannt|das|Kind|von|Blansot|und|trotz|ganz|dass|war|neu|im|Dorf|wusste|grob|ungefähr|die|Geschichte|von ihm Sie hatte das Kind von Blansot erkannt und obwohl sie neu im Dorf war, kannte sie die Geschichte grob. «Λοιπόν», είπε, «σκούπισε τα δάκρυά σου, αγόρι μου, και πάμε μαζί στη μαμά σου. Na gut|sagte|wisch dir|die|Tränen|dein|Junge|mein|und|gehen wir|zusammen|zu der|Mama|dein „Nun“, sagte sie, „wisch dir die Tränen ab, mein Junge, und lass uns zusammen zu deiner Mama gehen. Θα σου βρούμε ... έναν μπαμπά.» Wir werden|dir|finden|einen|Papa Wir werden dir ... einen Papa finden.“

Ξεκίνησαν και ο μεγάλος κρατούσε τον μικρό από το χέρι. Sie begannen|und|der|große|hielt|den|kleinen|an|das|Hand Sie machten sich auf den Weg und der Große hielt den Kleinen an der Hand. Ο άντρας χαμογελούσε πάλι επειδή δεν θα τον πείραζε να δει την Μπλανσότ, που ήταν, υπόψη, ένα από τα ομορφότερα κορίτσια του χωριού κι εκείνος μπορεί κατά βάθος να σκεφτόταν ότι μια νέα που έσφαλε μια φορά θα μπορούσε να το ξανακάνει. Der|Mann|lächelten|wieder|weil|nicht|würde|ihn|belästigen|zu|sehen|die|Blansot|die|war|übrigens|eines|der||schönsten|Mädchen|des|Dorf|und|er|vielleicht|tief|im Inneren|zu|dachte|dass|eine|junge|die|einen Fehler machte|einmal||würde|könnte|zu|es|wieder tun Der Mann lächelte wieder, weil es ihn nicht störte, Blansot zu sehen, die, nebenbei bemerkt, eines der schönsten Mädchen im Dorf war, und vielleicht dachte er insgeheim, dass ein Mädchen, das einmal einen Fehler gemacht hatte, es wieder tun könnte.

Έφτασαν μπροστά σ' ένα σπιτάκι άσπρο και πεντακάθαρο. Sie kamen|vor|an|ein|Häuschen|weiß|und|blitzsauber Sie kamen vor ein kleines, weißes und blitzsauberes Häuschen. «Εδώ είναι», είπε το παιδί και φώναξε: «Μαμά!» Hier|ist|sagte|das|Kind|und|rief|Mama „Hier ist es“, sagte das Kind und rief: „Mama!“

Μια γυναίκα ξεπρόβαλε και ο εργάτης έπαψε ξαφνικά να χαμογελάει, επειδή κατάλαβε αμέσως ότι δεν μπορούσε ν' αστειευτεί μ' αυτή τη χλωμή, ψηλή κοπέλα που στεκόταν αυστηρή στην πόρτα της, σαν να ήθελε ν' απαγορεύσει σ' έναν άντρα να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού, όπου κάποιος άλλος την είχε προδώσει. Eine|Frau|trat hervor|und|der|Arbeiter|hörte|plötzlich|zu|lächeln|weil|erkannte|sofort|dass|nicht|konnte|zu|scherzen|mit|dieser|die|blasse|große|Mädchen|die|stand|streng|an der|Tür|ihr|als|zu|wollte|zu|verbieten|einem|einen|Mann|zu|betreten|die|Schwelle|des|Hauses|wo|jemand|anderer|sie|hatte|verraten Eine Frau trat hervor und der Arbeiter hörte plötzlich auf zu lächeln, weil er sofort verstand, dass er mit dieser blassen, großen jungen Frau, die streng an ihrer Tür stand, nicht scherzen konnte, als wollte sie einem Mann verbieten, die Schwelle des Hauses zu überschreiten, wo jemand anderes sie verraten hatte. Φοβισμένος και κρατώντας στο χέρι το κασκέτο του, ψέλλισε: Verängstigt|und|haltend|in|Hand|den|Hut|sein|murmelte Ängstlich und mit seiner Mütze in der Hand murmelte er:

«Ορίστε, κυρία, σας φέρνω το αγοράκι σας, που χάθηκε κοντά στο ποτάμι.» Hier|Frau|Ihnen|bringe|das|Junge|Ihr|der|verloren|nahe|am|Fluss „Hier, gnädige Frau, ich bringe Ihnen Ihren kleinen Jungen, der in der Nähe des Flusses verloren gegangen ist.“

Αλλά ο Σιμόν κρεμάστηκε από το λαιμό της μητέρας του και της είπε ξαναβάζοντας τα κλάματα: «Όχι μαμά, ήθελα να πνιγώ, επειδή τα άλλα παιδιά με έδειραν ... με έδειραν ... επειδή δεν έχω μπαμπά.» Aber|der|Simon|erhängte sich|von|den|Hals|seiner|Mutter|ihm|und|ihr|sagte|wieder in|die|Tränen|Nein|Mama|wollte|zu|ertrinken|weil|die|anderen|Kinder|mich|schlugen|mich|schlugen|weil|nicht|habe|Papa Aber Simon hing sich am Hals seiner Mutter auf und sagte unter Tränen: „Nein Mama, ich wollte ertrinken, weil die anderen Kinder mich geschlagen haben ... mich geschlagen haben ... weil ich keinen Papa habe.“

Μια έντονη κοκκινίλα σκέπασε τα μάγουλα της νεαρής γυναίκας και βαθιά πληγωμένη αγκάλιασε παράφορα το παιδί της, ενώ φευγαλέα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Eine|intensive|Röte|bedeckte|die|Wangen|der|jungen|Frau|und|tief|verletzt|umarmte|leidenschaftlich|das|Kind|der|während|flüchtig|Tränen|liefen|auf|Gesicht|der Ein intensives Rot überzog die Wangen der jungen Frau und tief verletzt umarmte sie leidenschaftlich ihr Kind, während flüchtige Tränen über ihr Gesicht liefen. Ο άντρας, συγκινημένος, έστεκε εκεί και δεν ήξερε πώς να φύγει. Der|Mann|gerührt|stand|dort|und|nicht|wusste|wie|zu|gehen Der Mann, berührt, stand da und wusste nicht, wie er gehen sollte.

Όμως ο Σιμόν έτρεξε ξαφνικά προς το μέρος του και του είπε: Aber|der|Simon|rannte|plötzlich|auf|das|Teil|ihm|und|ihm|sagte Doch Simon rannte plötzlich auf ihn zu und sagte:

«Θα θέλατε να γίνετε ο μπαμπάς μου;» würden|Sie|zu|werden|der|Papa|mein „Würden Sie mein Papa werden wollen?“

Έγινε μεγάλη σιωπή. Es wurde|große|Stille Es wurde große Stille. Η Μπλανσότ, σιωπηλή και καταντροπιασμένη, ακουμπούσε στον τοίχο και είχε τα δυο της χέρια επάνω στην καρδιά της. Die|Blansot|still|und|beschämt|lehnte|an die|Wand|und|hatte|die|beiden|ihr|Hände|auf|an die|Herz|ihr Die Blansot, still und beschämt, lehnte an der Wand und hatte ihre beiden Hände auf ihrem Herzen. Το παιδί, όταν είδε ότι δεν του απαντούσαν, ξαναείπε: Das|Kind|als|sah|dass|nicht|ihm|antworteten|sagte wieder Das Kind, als es sah, dass ihm nicht geantwortet wurde, sagte erneut:

«Εάν δεν θέλετε, θα ξαναπάω να πνιγώ.» Wenn|nicht|wollen|(Zukunftsmarker)|wieder gehen|(Infinitivmarker)|ertrinken „Wenn ihr nicht wollt, werde ich wieder ertrinken.“

Ο εργάτης το εξέλαβε για αστείο και απάντησε γελώντας: Der|Arbeiter|es|nahm|als|Scherz|und|antwortete|lachend Der Arbeiter hielt es für einen Scherz und antwortete lachend:

«Ναι, και βέβαια το θέλω.» Ja|und|natürlich|es|will „Ja, und natürlich will ich es.“

«Πώς σε λένε;», ρώτησε τότε το παιδί, «για να ξέρω τι θα πω στους άλλους, όταν θελήσουν να μάθουν το όνομά σου;» Wie|dich|heißen|fragte|dann|das|Kind|um|zu|wissen|was|(Zukunftsform)|sagen|zu den|anderen|wenn|wollen|zu|erfahren|das|Name|dein „Wie heißt du?“, fragte dann das Kind, „damit ich weiß, was ich den anderen sagen soll, wenn sie deinen Namen wissen wollen?“

«Φιλίπ» απάντησε ο άντρας. Philipp|antwortete|der|Mann „Philipp“, antwortete der Mann.

Ο Σιμόν έμεινε για λίγο σιωπηλός για να μπορέσει να απομνημονεύσει το όνομα, έπειτα άπλωσε τα χέρια, παρηγορημένος εντελώς, και είπε: Der|Simon|blieb|für|eine Weile|still|um|zu|können|zu|merken|das|Name|dann|streckte|die|Hände|getröstet|völlig|und|sagte Simon blieb einen Moment lang still, um sich den Namen einzuprägen, dann streckte er die Hände aus, völlig getröstet, und sagte:

«Ενταξει! In Ordnung „In Ordnung!“ Φιλίπ, είσαι ο μπαμπάς μου.» Philipp|bist|der|Vater|mein „Philipp, du bist mein Papa.“

Ο εργάτης σηκώνοντάς τον τον φίλησε αναπάντεχα και στα δύο μάγουλα και έφυγε αμέσως με μεγάλα βήματα. Der|Arbeiter|ihn hochhebend|ihn||küsste|unerwartet|und|auf|zwei|Wangen||ging|sofort|mit|großen|Schritten Der Arbeiter küsste ihn unerwartet auf beide Wangen und ging sofort mit großen Schritten weg.

Όταν το παιδί μπήκε στο σχολείο την άλλη μέρα ένα μοχθηρό γέλιο το υποδέχτηκε και στο σχόλασμα, όταν τα άλλα παιδιά θέλησαν να ξαναρχίσουν τα ίδια, ο Σιμόν τους πέταξε καταπρόσωπο λόγια σαν να τους πετροβολούσε: Als|das|Kind|eintrat|in die|Schule|am|nächsten|Tag|ein|bösartiges|Lachen|es|begrüßte|und|am|Ende der Schule|als|die|anderen|Kinder|wollten|zu|wieder anfangen|die|gleichen|der|Simon|sie|warf|ins Gesicht|Worte|als|zu|sie|mit Steinen warf Als das Kind am nächsten Tag in die Schule kam, wurde es von einem boshaften Lachen empfangen, und nach dem Unterricht, als die anderen Kinder wieder das Gleiche tun wollten, warf Simon ihnen Worte ins Gesicht, als würde er sie mit Steinen bewerfen:

«Φιλίπ τον λένε τον μπαμπά μου.» Philipp|ihn|nennen|ihn|Papa|mein „Philipp heißt mein Papa.“

Κραυγές φρενίτιδας σηκώθηκαν από παντού: Schreie|Wahnsinn|erhoben|von|überall Schreie des Wahnsinns erhoben sich von überall:

«Φιλίπ ποιος; ... Φιλίπ τι; ... Τι σημαίνει Φιλίπ; ...Πού τον βρήκες αυτόν τον Φιλίπ;» Philipp|wer|Philipp|||||||||| „Philipp wer? ... Philipp was? ... Was bedeutet Philipp? ... Wo hast du diesen Philipp gefunden?“

Ο Σιμόν δεν απαντούσε και, ακλόνητος στην πίστη του, τους κοίταζε περιφρονητικά, έτοιμος να υποστεί πάλι το μαρτύριο παρά να το βάλει στα πόδια μπροστά τους. Der|Simon|nicht|antwortete|und|unerschütterlich|in der|Glauben|sein|sie|sah|verächtlich|bereit|zu|erleiden|wieder|das|Martyrium|eher|zu|das|setzen|in die|Beine|vor|ihnen Simon antwortete nicht und, unerschütterlich in seinem Glauben, sah er sie verächtlich an, bereit, das Martyrium erneut zu erleiden, anstatt vor ihnen zu fliehen. Ο δάσκαλος τον απελευθέρωσε κι εκείνος επέστρεψε στη μητέρα του. Der|Lehrer|ihn|befreite|und|er|kehrte zurück|zu|Mutter|ihm Der Lehrer befreite ihn und er kehrte zu seiner Mutter zurück.

Τρεις μήνες συνέχεια ο σωματώδης εργάτης Φιλίπ περνούσε συχνά εμπρός από το σπίτι της Μπλανσότ και μερικές φορές πήρε το θάρρος να της μιλήσει όταν την έβλεπε να ράβει κοντά στο παραθύρι της. Drei|Monate|ständig|der|stämmige|Arbeiter|Philipp|ging|oft|vorbei|an|das|Haus|ihr|Blansot|und|einige|Male|nahm|den|Mut|zu|ihr|sprechen|als|sie|sah|zu|näht|nahe|am|Fenster|ihr Drei Monate lang ging der stämmige Arbeiter Philipp oft am Haus von Blansot vorbei und manchmal fasste er den Mut, mit ihr zu sprechen, wenn er sie sah, wie sie in der Nähe ihres Fensters nähte. Εκείνη του απαντούσε ευγενικά, πάντα σοβαρή, χωρίς να χαριεντίζεται μαζί του και χωρίς να τον αφήνει να μπει στο σπίτι της. Sie|ihm|antwortete|höflich|immer|ernst|ohne|zu|scherzen|mit|ihm|und|ohne|zu|ihn|lässt|zu|eintreten|in das|Haus|ihr Sie antwortete ihm höflich, immer ernst, ohne mit ihm zu flirten und ohne ihn in ihr Haus zu lassen. Με κάποια έπαρση όμως, όπως όλοι οι άντρες, νόμιζε πως εκείνη συχνά κοκκίνιζε περισσότερο από το κανονικό όταν μιλούσε μαζί του. Mit|etwas|Überheblichkeit|aber|wie|alle|die|Männer|dachte|dass|sie|oft|errötete|mehr|als|das|Normal|als|sprach|mit|ihm Mit einer gewissen Arroganz, wie alle Männer, dachte er, dass sie oft mehr errötete als gewöhnlich, wenn sie mit ihm sprach.

Όταν όμως η αξιοπρέπεια ξεπέσει είναι επίπονο να ανακτηθεί και μένει πάντα εύθραυστη• έτσι όλοι κουτσομπόλευαν την Μπλασότ στο χωριό, παρά τις επιφυλάξεις της. Wenn|aber|die|Würde|fällt|ist|schmerzhaft|zu|wiedererlangt werden|und|bleibt|immer|zerbrechlich|so|alle|klatschten|die|Blasot|im|Dorf|trotz|der|Vorbehalte|ihr Wenn jedoch die Würde sinkt, ist es schmerzhaft, sie wiederzuerlangen, und sie bleibt immer zerbrechlich; so tuschelten alle im Dorf über die Blasot, trotz ihrer Vorbehalte.

Όσο για τον Σιμόν, εκείνος αγαπούσε πολύ τον καινούργιο του μπαμπά και έκανε περίπατο μαζί του σχεδόν κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε η εργάσιμη μέρα. So|für|den|Simon|er|liebte|sehr|den|neuen|sein|Papa|und|machte|Spaziergang|zusammen|ihm|fast|jeden|Nachmittag|als|endete|der|Arbeits-|Tag Was Simon betrifft, so liebte er seinen neuen Papa sehr und machte fast jeden Nachmittag einen Spaziergang mit ihm, wenn der Arbeitstag zu Ende ging. Πήγαινε κανονικά στο σχολείο και περνούσε ανάμεσα από τους συμμαθητές του όλος αξιοπρέπεια, χωρίς να τους απαντάει ποτέ. Er ging|normal|zur|Schule|und|er ging vorbei|zwischen|von|den|Mitschüler|ihm|ganz|Würde|ohne|zu|den|antworten|nie Er ging ganz normal zur Schule und bewegte sich mit aller Würde zwischen seinen Mitschülern, ohne jemals mit ihnen zu sprechen.

Μια μέρα όμως το παιδί που πρώτο του είχε επιτεθεί του είπε: Ein|Tag|aber|das|Kind|das|erste|ihm|hatte|angegriffen|ihm|sagte Eines Tages jedoch sagte ihm das Kind, das ihn zuerst angegriffen hatte:

«Είπες ψέματα, δεν έχεις κανένα μπαμπά που να τον λένε Φιλίπ.» Du hast gesagt|Lügen|nicht|hast|keinen|Papa|der|zu|ihn|nennen|Philipp „Du hast gelogen, du hast keinen Papa, der Philipp heißt.“

«Γιατί;» ρώτησε πολύ συγκινημένος ο Σιμόν. Warum|fragte|sehr|bewegt|der|Simon „Warum?“ fragte Simon sehr bewegt.

Τα παιδιά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Die|Kinder|rieben|die|Hände|ihre|vor|Zufriedenheit Die Kinder rieben sich vor Zufriedenheit die Hände. Ο άλλος είπε πάλι: Der|andere|sagte|wieder Der andere sagte wieder:

«Επειδή αν είχες μπαμπά, αυτός θα ήταν ο άντρας της μαμάς σου.» Weil|wenn|hättest|Papa|er|würde|sein|der|Mann|der|Mama|dein „Weil, wenn du einen Papa hättest, er der Mann deiner Mama wäre.“

Ο Σιμόν τα έχασε μπροστά στον σωστό συλλογισμό, παρ' όλα αυτά απάντησε: Der|Simon|sie|verlor|vor|dem|richtigen|Schlussfolgerung|trotz|alles|das|antwortete Simon war vor der richtigen Überlegung sprachlos, antwortete aber trotzdem:

«Είναι ο μπαμπάς μου, παρ' όλα αυτά.» Er ist|der|Papa|mein|trotz|alles|das „Es ist mein Papa, trotzdem.“

«Μπορεί να είναι κι έτσι», είπε το αγόρι γελώντας σαρκαστικά, «δεν είναι όμως καθόλου ο μπαμπάς σου αυτός.» kann|(Partikel)|sein|auch|so|sagte|der|Junge|lachend|sarkastisch|nicht|ist|aber|überhaupt|der|Papa|dein|dieser „Es könnte so sein“, sagte der Junge sarkastisch lachend, „aber das ist überhaupt nicht dein Papa.“

Ο μικρός της Μπλανσότ έσκυψε το κεφάλι και κίνησε σκεφτικός για το σιδηρουργείο του μπαρπα-Λουαζόν, όπου δούλευε ο Φιλίπ. Der|kleine|ihr|Blansot|senkte|das|Kopf|und|ging|nachdenklich|zu|dem|Eisenwarenladen|von|||wo|arbeitete|der|Philippe Der Kleine von Blansot senkte den Kopf und ging nachdenklich zur Schmiede von Onkel Louazon, wo Philippe arbeitete. Το σιδηρουργείο ήταν θαμμένο, λες, κάτω από τα δέντρα. Das|Schmiede|war|begraben|du sagst|unter|von|die|Bäume Die Schmiede war, sozusagen, unter den Bäumen begraben. Εκεί ήταν πυκνή η σκιά. Dort|war|dicht|der|Schatten Dort war der Schatten dicht. Μόνο η κόκκινη λάμψη μιας δυνατής φωτιάς φώτιζε με μεγάλες ανταύγειες πέντε σιδεράδες με γυμνά μπράτσα που σφυροκοπούσαν επάνω στο αμόνι τους και έκαναν έναν φοβερό θόρυβο. Nur|die|rote|Licht|einer|starken|Feuer|beleuchtete|mit|großen|Reflexionen|fünf|Schmiede|mit|nackte|Arme|die|hämmerte|auf|dem|Amboss|ihre|und|machten|einen|schrecklichen|Lärm Nur das rote Licht eines starken Feuers erhellte mit großen Reflexen fünf Schmiede mit nackten Armen, die auf ihren Ambossen hämmerten und einen schrecklichen Lärm machten. Στέκονταν όρθιοι, αναψοκοκκινισμένοι σαν δαίμονες, με τα μάτια καρφωμένα στο πυρακτωμένο σίδερο που δούλευαν, και η βαριά τους σκέψη ανεβοκατέβαινε μαζί με τα σφυριά τους. Sie standen|aufrecht|errötet|wie|Dämonen|mit|die|Augen|fixiert|auf das|glühende|Eisen|das|sie arbeiteten|und|die|schwere|ihre|Gedanken|schwankte|zusammen|mit|die|Hämmer|ihre Sie standen aufrecht, rotglühend wie Dämonen, mit den Augen auf das glühende Eisen gerichtet, das sie bearbeiteten, und ihre schweren Gedanken gingen mit ihren Hämmern auf und ab.

Ο Σιμόν μπήκε απαρατήρητος και πήγε να τραβήξει απαλά το μανίκι του φίλου του. Der|Simon|trat ein|unbemerkt|und|ging|zu|ziehen|sanft|das|Hemd|seines|Freund|seines Simon trat unbemerkt ein und wollte sanft den Ärmel seines Freundes ziehen. Εκείνος γύρισε να δει. Er|drehte|zu|sehen Dieser drehte sich um, um zu sehen. Ξαφνικά η δουλειά σταμάτησε και όλοι οι άντρες κοίταξαν προσεχτικά. Plötzlich|die|Arbeit|stoppte|und|alle|die|Männer|schauten|aufmerksam Plötzlich hörte die Arbeit auf und alle Männer schauten aufmerksam. Τότε, μέσα στην ασυνήθιστη ησυχία, ακούστηκε η εύθραυστη φωνούλα του Σιμόν. Dann|in|der|ungewöhnlichen|Stille|hörte man|die|zerbrechliche|Stimme|von|Simon Dann, in der ungewöhnlichen Stille, ertönte die zerbrechliche Stimme von Simon.

«Φιλίπ, το παιδί της Μισόντ μου είπε πριν από λίγο πως εσύ δεν είσαι ο μπαμπάς μου.» Philipp|das|Kind|von|Misont|mir|sagte|vor|von|wenig|dass|du|nicht|bist|der|Papa|mir "Philippe, das Kind von Misson hat mir vor einer Weile gesagt, dass du nicht mein Papa bist."

«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο εργάτης. Warum|das|fragte|der|Arbeiter "Warum das?" fragte der Arbeiter.

Το παιδί απάντησε με όλη του την αφέλεια. Das|Kind|antwortete|mit|aller|sein|die|Naivität Das Kind antwortete mit all seiner Naivität.

«Επειδή δεν είσαι ο άντρας της μαμάς μου.» Weil|nicht|bist|der|Mann|der|Mutter|mein „Weil du nicht der Mann meiner Mutter bist.“

Κανείς δεν γέλασε. Niemand|nicht|lachte Niemand lachte. Ο Φιλίπ έμενε όρθιος ακουμπώντας το μέτωπό του στην ανάστροφη των μεγάλων του χεριών που κρατούσαν τη λαβή του σφυριού του, στερεωμένου επάνω στο αμόνι. Der|Philipp|blieb|stehend|lehnend|das|Stirn|sein|an der|Rückseite|der|großen|seiner|Hände|die|hielten|die|Griff|seines|Hammers|sein|befestigten|auf|dem|Amboss Philipp stand aufrecht und lehnte seine Stirn an die Rückseite seiner großen Hände, die den Griff seines Hammers hielten, der auf dem Amboss lag. Σκεφτόταν. Er/Sie dachte nach Er dachte nach. Οι τέσσερεις σύντροφοί του τον κοιτούσαν και, μια σταλιά ανάμεσα σ' αυτούς τους γίγαντες, ο Σιμόν ανήσυχος περίμενε. Die|vier|Gefährten|ihm|ihn|schauten|und|ein|winzig|zwischen|in|diese|die|Riesen|der|Simon|unruhig|wartete Seine vier Gefährten schauten ihn an und, ein kleines Stück zwischen diesen Riesen, wartete Simon unruhig. Ξαφνικά ένας από τους σιδεράδες, εκφράζοντας τη σκέψη και των άλλων, είπε στον Φιλίπ. Plötzlich|einer|von|die|Schmiede|ausdrückend|den|Gedanken|und|der|anderen|sagte|zu|Philipp Plötzlich sagte einer der Schmiede, der den Gedanken der anderen ausdrückte, zu Philipp.

«Η Μπλανσότ είναι μια καλή και τίμια κοπέλα, γενναία και αξιοπρεπής, παρά τη συμφορά που τη βρήκε. Die|Blansot|ist|ein|gutes|und|ehrliche|Mädchen|mutig|und|würdevoll|trotz|die|Unglück|die|sie|getroffen hat „Blanshot ist ein gutes und ehrliches Mädchen, mutig und würdevoll, trotz des Unglücks, das sie getroffen hat. Θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα άξια για έναν τίμιο άντρα.» könnte|sein|eine|Frau|wert|für|einen|ehrlichen|Mann|| Sie könnte eine Frau sein, die einen ehrlichen Mann verdient.“

«Αυτό είναι αλήθεια», είπαν οι άλλοι τρεις. Das|ist|Wahrheit|sagten|die|anderen|drei „Das ist wahr“, sagten die anderen drei. Ο εργάτης συνέχισε: «Εκείνη φταίει που απέτυχε; Της υποσχέθηκε γάμο. Der|Arbeiter|fuhr fort|Sie|ist schuld|dass|versagt hat|Ihr|hat versprochen|Ehe Der Arbeiter fuhr fort: „Ist sie schuld daran, dass sie gescheitert ist? Er hat ihr die Ehe versprochen. Εγώ όμως γνωρίζω περισσότερες από μια που ο κόσμος τις σέβεται σήμερα κι ας έκαναν τα ίδια.» Ich|aber|weiß|mehr|als|eine|die||Welt|sie|respektiert|heute|und|obwohl|taten|die|gleichen Ich kenne jedoch mehr als eine, die die Menschen heute respektieren, auch wenn sie das Gleiche getan haben.

«Αλήθεια είναι», απάντησαν και οι τρεις άντρες μαζί. Wahrheit|ist|antworteten|und|die|drei|Männer|zusammen "Das ist wahr", antworteten die drei Männer zusammen.

Ο άλλος ξαναείπε: «Ένας Θεός μόνο ξέρει πόσο μόχθησε η κακομοίρα για ν' αναθρέψει μόνη το παιδί της, πόσο έκλαψε, πως δεν βγαίνει από το σπίτι παρά για να πάει στην εκκλησία.» Der|andere|sagte wieder|Ein|Gott|nur|weiß|wie viel|sich abmühte|die|arme Frau|um|zu|erziehen|allein|das|Kind|ihr|wie viel|weinte|wie|nicht|geht|aus|das|Haus|nur|um|zu|gehen|zur|Kirche Der andere sagte erneut: "Nur Gott weiß, wie sehr die arme Frau gelitten hat, um ihr Kind allein großzuziehen, wie oft sie geweint hat, dass sie das Haus nur verlässt, um in die Kirche zu gehen."

«Και αυτό είναι αλήθεια.» είπαν οι άλλοι. Und|das|ist|Wahrheit|sagten|die|anderen "Und das ist wahr," sagten die anderen.

∆εν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνο το φυσερό που κόρωνε τη φωτιά. |hörte|nichts|anderes|außer|nur|das|Blasebalg|der|anfachte|das|Feuer Es war nichts anderes zu hören als nur das Blasen, das das Feuer anfachte. Ο Φιλίπ στράφηκε απότομα προς τον Σιμόν: Der|Philipp|drehte|plötzlich|zu|den|Simon Philipp drehte sich abrupt zu Simon um:

«Πήγαινε να πεις στη μαμά σου ότι θα έρθω απόψε να της μιλήσω.» Geh|zu|sagen|deiner|Mama|dir|dass|(Zukunftsmarker)|ich komme|heute Abend|zu|ihr|ich spreche „Geh und sag deiner Mama, dass ich heute Abend komme, um mit ihr zu sprechen.“

Έπειτα οδήγησε έξω το παιδί πιάνοντάς το από τους ώμους. Dann|führte|nach draußen|das|Kind|es haltend|das|an|die|Schultern Dann führte er das Kind nach draußen, indem er es an den Schultern packte.

Επέστρεψε στη δουλειά του και τα πέντε σφυριά μαζί συνέχισαν με έναν ήχο το σφυροκόπημα των αμονιών. Er kehrte zurück|zur|Arbeit|sein|und|die|fünf|Hämmer|zusammen|setzten fort|mit|einem|Klang|das|Hämmern|der|Ambosse Er kehrte zu seiner Arbeit zurück und die fünf Hämmer setzten mit einem Geräusch das Hämmern der Rohlinge fort. Χτυπούσαν έτσι το σίδερο μέχρι που νύχτωσε, ρωμαλέοι, ισχυροί, χαρούμενοι σαν ικανοποιημένα σφυριά. Sie schlugen|so|das|Eisen|bis|dass|es dunkel wurde|kräftig|stark|fröhlich|wie|zufrieden|Hämmer Sie schlugen das Eisen bis es dunkel wurde, kräftig, stark, fröhlich wie zufriedene Hämmer. Όπως όμως η μεγάλη καμπάνα ενός καθεδρικού ναού αντηχεί τις γιορτινές ημέρες και καλύπτει τις κωδωνοκρουσίες από τις άλλες καμπάνες, έτσι και το σφυρί του Φιλίπ, κυριαρχώντας στο πανδαιμόνιο των άλλων, έπεφτε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο ,μ' έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Wie|aber|die|große|Glocke|eines|Kathedrale|Tempels|ertönt|die|festlichen|Tage|und|übertönt|die|Glockenschläge|von|den|anderen|Glocken|so|und|das|Hammer|von|Philipp|herrschend|im|Durcheinander|der|anderen|fiel|von|Sekunde|in|Sekunde|mit|einem|ohrenbetäubenden|Lärm Wie jedoch die große Glocke einer Kathedrale an festlichen Tagen erklingt und die Schläge der anderen Glocken übertönt, so fiel auch der Hammer von Philipp, der im Chaos der anderen dominierte, von Sekunde zu Sekunde mit einem ohrenbetäubenden Lärm. Κι εκείνος, με μάτια που έλαμπαν, σφυροκοπούσε με πάθος, όρθιος ανάμεσα στις σπίθες. Und|er|mit|Augen|die|leuchteten|hämmerte|mit|Leidenschaft|stehend|zwischen|den|Funken Und er, mit leuchtenden Augen, hämmerte leidenschaftlich, aufrecht zwischen den Funken.

Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα όταν πήγε να χτυπήσει την πόρτα της Μπλανσότ. Der|Himmel|war|voller|Sterne|als|er ging|zu|klopfen|die|Tür|ihr|Blansot Der Himmel war voller Sterne, als er an die Tür von Blansot klopfen wollte. Φορούσε το καλό του σακάκι, ένα καθαρό πουκάμισο και ήταν φρεσκοξυρισμένος. Er trug|das|gute|sein|Sakko|ein|sauberes|Hemd|und|er war|frisch rasiert Er trug sein gutes Jackett, ein sauberes Hemd und war frisch rasiert. Η νεαρή γυναίκα πρόβαλε στο κατώφλι και του είπε με ύφος λυπημένο: Die|junge|Frau|trat hervor|an der|Türschwelle|und|ihm|sagte|mit|Gesichtsausdruck|traurigem Die junge Frau trat in den Türrahmen und sagte ihm mit traurigem Gesicht:

«Κακώς ήρθατε νυχτιάτικα, κύριε Φιλίπ.» Falsch|sind Sie gekommen|mitten in der Nacht|Herr|Philipp „Es war falsch, dass Sie nachts gekommen sind, Herr Philipp.“

Εκείνος θέλησε να απαντήσει, κάτι ψέλλισε και έμεινε αμήχανος μπροστά της. Er|wollte|zu|antworten|etwas|murmelte|und|blieb|verlegen|vor|ihr Er wollte antworten, murmelte etwas und blieb verlegen vor ihr stehen.

Εκείνη συνέχισε: «Καταλαβαίνετε, νομίζω, ότι δεν πρέπει να δίνω επιπλέον δικαιώματα για να μιλούν για μένα.» Sie|fuhr fort|Sie verstehen|ich denke|dass|nicht|sollte|zu|gebe|zusätzliche|Rechte|über|zu|sprechen|über|mich Sie fuhr fort: „Ich denke, Sie verstehen, dass ich keine zusätzlichen Rechte gewähren sollte, um über mich zu sprechen.“

Κι εκείνος αμέσως: «Τι πειράζει», είπε, «εάν θέλετε να γίνετε γυναίκα μου!» Und|er|sofort|Was|stört|sagte|wenn|ihr wollt|zu|werdet|Frau|mir Und er sofort: „Was macht das schon“, sagte er, „wenn Sie meine Frau werden wollen!“

Καμία φωνή δεν του απάντησε, αλλά εκείνος νόμισε πως άκουσε μες στο σκοτάδι του δωματίου τον θόρυβο που έκανε ένα σώμα καθώς έπεφτε. Keine|Stimme|nicht|ihm|antwortete|aber|er|dachte|dass|hörte|in|im|Dunkelheit|seines|Zimmers|den|Lärm|der|machte|ein|Körper|als|fiel Keine Stimme antwortete ihm, aber er glaubte, im Dunkel des Zimmers das Geräusch eines Körpers gehört zu haben, der fiel. Μπήκε αμέσως μέσα και ο Σιμόν, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διέκρινε τον ήχο ενός φιλιού και κάποιες λέξεις που η μητέρα του ψιθύρισε χαμηλόφωνα. Er trat ein|sofort|hinein|und|der|Simon|der|war|liegend|auf dem|Bett|sein|erkannte|den|Klang|eines|Kusses|und|einige|Worte|die|die|Mutter|sein|flüsterte|leise Sofort kam auch Simon herein, der auf seinem Bett lag, und er hörte das Geräusch eines Kusses und einige Worte, die seine Mutter leise flüsterte. Έπειτα, ξαφνικά, ένοιωσε να τον ανασηκώνουν τα χέρια του φίλου του και, κρατώντας τον μέσα στα ηράκλεια μπράτσα του, του φώναξε: Dann|plötzlich|fühlte|zu|ihn|heben|die|Hände|seines|Freund|ihn|und|haltend|ihn|in|in die|herkulischen|Arme|seines|ihn|rief Dann fühlte er plötzlich, wie ihn die Hände seines Freundes hochhoben, und während er ihn in seinen kräftigen Armen hielt, rief er:

«Θα πεις στους συμμαθητές σου ότι ο μπαμπάς σου είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και ότι θα πάει να τραβήξει τ' αυτιά σε όλους όσους σου κάνουν κακό.» wirst|sagen|zu den|Mitschülern|dir|dass|der|Papa|dir|ist|der|Philipp|Remy|der|Schmied|und|dass|wird|gehen|um|zu ziehen|die|Ohren|zu|allen|die|dir|tun|Unrecht "Du wirst deinen Klassenkameraden sagen, dass dein Vater Philippe Rémy, der Schmied, ist und dass er allen, die dir schaden wollen, die Ohren langziehen wird."

Την άλλη μέρα, την ώρα που το σχολείο ήταν γεμάτο μαθητές και το μάθημα είχε μόλις αρχίσει, ο μικρός Σιμόν σηκώθηκε, κατάχλωμος και με τρεμάμενα χείλη, αλλά με καθαρή φωνή, είπε: Die|andere|Tag|die|Stunde|als|die|Schule|war|voll|Schüler|und|das|Unterricht|hatte|gerade|begonnen|der|kleine|Simon|stand auf|blass|und|mit|zitternden|Lippen|aber|mit|klar|Stimme|sagte Am nächsten Tag, als die Schule voller Schüler war und der Unterricht gerade begonnen hatte, stand der kleine Simon auf, blass und mit zitternden Lippen, aber mit klarer Stimme sagte er:

«Ο μπαμπάς μου είναι ο Φιλίπ Ρεμί, ο σιδεράς, και υποσχέθηκε ότι θα τραβήξει τ' αυτιά σε όσους θελήσουν να μου κάνουν κακό.» Der|Papa|mein|ist|der|Philipp|Remy|der|Schmied|und|hat versprochen|dass|(Zukunftsmarker)|ziehen wird|die|Ohren|an|diejenigen die|wollen|(Subjunktor)|mir|tun|Schaden "Mein Vater ist Philippe Rémy, der Schmied, und er hat versprochen, die Ohren derjenigen langzuziehen, die mir schaden wollen."

Αυτή τη φορά κανείς δεν γέλασε, επειδή όλοι γνώριζαν τον Φιλίπ Ρεμί, τον σιδερά, και ήταν ένας μπαμπάς αυτός για τον οποίο όλος ο κόσμος θα ήταν υπερήφανος. Diese|die|Mal|niemand|nicht|lachte|weil|alle|kannten|den|Philip|Remy|den|Schmied|und|war|ein|Vater|er|für|den|den|die ganze|||würde|sein|stolz Diesmal lachte niemand, denn alle kannten Philippe Rémy, den Schmied, und er war ein Vater, auf den die ganze Welt stolz wäre.

1η Δεκεμβρίου 1879 1|Dezember 1. Dezember 1879

SENT_CWT:AFkKFwvL=4.68 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.02 de:AFkKFwvL openai.2025-01-22 ai_request(all=231 err=0.00%) translation(all=192 err=0.00%) cwt(all=2885 err=1.32%)