Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Ηρώων τέκνα (1)
- Α - απ! καπιτάνι μ'... Βάστα καλά κι τσ φάγαμι!...
Ο Παντελέως Μπάφας ή Ταράνανας ήταν σκάπουλος και καφετζής. Σαν σκάπουλος είχε το δικαίωμα να ψαρεύει ολοχρονικίς στη λίμνη, σε «πάγανα νερά» ή σε «ξεπέζεμα», εδώθε στους Ζάγαρδους ή πέρα στα Λάκκωμα. Και όπως ήθελε: με καμάκι είτε με πρυά είτε και με σταφνοκάρι μπροστά στις Καμάρες. Σαν καφετζής του Καλλιαντέρη, κοιμότανε δεκαπέντε ώρες το ημερονύχτι, ξεφύλλιζε καλάμια κι έπλεκε πήρες τις άλλες πέντε και τις υπόλοιπες κουβαλούσε νερό και φωτιά στους πελάτες του.
Μα έξω απ' αυτά τα φανερά και νόμιμα επαγγέλματα, ο Ταράνανας είχε, κατά την τοπική συνήθεια, άλλα δυο μυστικά και παράνομα. Πουλούσε καπνό αφορολόγητο και καλλιεργούσε αλυκές άγνωστες στο Δημόσιο. Οπωσδήποτε με τούτα και με τ' άλλα ήταν σε θέση να καλοκυβερνά το σπίτι του - σπίτι με μια γυναίκα μισότριβη κι ένα σκυλί κοψαφτισμένο και δυο κλώσες με τα κλωσοπούλια τους - και να βάφει κάθε τόσο το προιάρι του. Κατόρθωνε ακόμη, για το καλό, να πηγαίνει ταχτικά φουστανελάς κι ασημοφορτωμένος σαν αρματολός στο πανηγύρι τ' Αϊ-Σημιού· να δίνει από μια στάμνα μπαρούτη στους τρομπονιέρηδες της Λαμπρής, όταν βγάνουν τα Κονιάματα· και μια φορά το μήνα - όχι περισσότερες - να γλεντά με την ασημένια φωνή και το λαγούτο του Μπαταριά στα βελούχια.
Σήμερα όμως ούτε ψάρεμα, ούτε καφενέ, ούτε καπνό, ούτε την αλυκή συλλογίστηκε. Πλάκωναν βουλευτικές εκλογές κι όχι τέσσερα μα δεκατέσσερα επαγγέλματα να είχε, θα τ' άφηνε για το κόμμα του ο αγαθός Μεσολογγίτης. Μόλις ξύπνησε την αυγή, ετοιμάστηκε να έβγει στην Πλατεία να φροντίσει για ψήφους. Είχε κι αυτός τους φίλους του· κερνούσε τόσον κόσμο και δεν ήταν δύσκολο να παρασύρει δυο τρεις - αν όχι δέκα είκοσι - στο σύστημά του. Πριν όμως έβγει, ηθέλησε και το άφωνο σπιτάκι του - σπιτάκι χαμηλό, ισόγειο, με δυο γαλαζοβαμμένα παράθυρα και πόρτα πρασινοβαμμένη ανάμεσα και τοίχον κάτασπρο, με γλάστρες βασιλικού στα κεραμίδια και νερά σάπια εις την αυλή - να φανερώσει το αίσθημά του. Ο καφενές ήταν σε απόκεντρη θέση, σχεδόν ασύχναστη τέτοιες ήμερες και δεν μπορούσε να τον μεταχειριστεί. Αλλά το σπιτάκι του δίπλα στην Πλατεία, στην αγκωνή του στενού, ήταν εύκολο κάθε λεφτό της ώρας να σύρει απάνω του συμπαθητικά τα βλέμματα των φίλων και απειλητικούς τους γρόθους των εχτρών. Επήρε λοιπόν και κρέμασε στην πόρτα του μεγάλη φωτογραφία, με φροντίδα τοποθετημένη μέσα σε χρυσοστόλιστη κορνίζα. Και κει που την κρεμούσε, έλεγε στη γυναίκα του.
- Τ' ακούς, Αλτάνη· αν πιράσ' του κόμμα να βγεις να το κεράεις μι το γκιγούμ'!... μι του γκιγούμ!...
Κι ήταν τέτοια η φωνή του, που έλεγες πως θα θυσίαζε όλα και το κρασί και το σπίτι του ακόμη για το κόμμα. Τυχερό που η Αλτάνη είχε τα ίδια αισθήματα με τον άντρα της. - Αλλιώς θα χώριζαν τραπέζι και κρεβάτι για να μην πετροκοπούν ως την ημέρα της εκλογής.
- Καλώς να πιράσ' κι καλώς να 'ρθ', μάτια μ', σαν τον καλόν τον χρόνο!... ευχήθηκε πρόθυμα, με την τρυφερή εκείνη φωνή, που νομίζει πως λιγώνεται από συμπάθεια.
Και κοίταζε με γλαρωμένα μάτια τη ζωγραφιά, σαν προσκυνητής θαυματουργό εικόνισμα. Ήταν εκεί ο πατέρας του κομματάρχη τους. Ο λεβέντης αρματολός με τη φέσα ορθή απάνω στα κυματιστά μαλλιά του, με τα χρυσά μεϊτανογέλεκα και τα φλωροκαπνισμένα τ' άρματα, πρόβαινε ανάμεσ' από τις χρυσορόδινες λάμψες του γυαλιού, ιχνογράφημα γενεάς ολάκερης, μέσα στο μαρτυρικό στεφάνι της δόξης της. Το δεξί χέρι ακουμπισμένο στο κοντάκι τουρκοφάγας πιστόλας· το αριστερό απολυμένο στην κοκαλένια χούφτα πάλας αιματοβρεμένης· τα δασά στήθη έξω από την τραχηλιά, χορταριασμένα μετερίζα ψυχής ατρόμητης και το κεφάλι ξαφνισμένο πίσω, το βλέμμα φαρμακερό, λες κι άκουε ποδοβολή μάχης και φυγή εχτρών, έδιναν στον παρατηρητή παλικαριά και πάθος. Ο Ταράνανας σύψυχος ενθουσιάστηκε. Την πολεμική ορμή του αγωνιστή, που έπεσε σαν πύρινη κατάρα τ' ουρανού στους εχτρούς της πατρίδας, την έριχνε εκείνος τώρα στους εχτρούς του κόμματος. Πατέρας αυτός, δεν μπορούσε, βέβαια, παρά να βοηθήσει στην εκλογική ανεμοζάλη το παιδί και τους φίλους του. Όλους θα τους φάει με τη ματιά του!... Ο σκάπουλος έτρεφε στα στήθη του άσβηστη δίψα κομματικού πολέμου και θριάμβου. Με το μήλο της παλάμης σήκωσε ζερβόδεξα το καστανό μουστάκι του και ρίχνοντας ως τα μάτια την κεντητή σκούφια του, φώναξε δυνατά.
- Α - απ! καπιτάνι μ'... Βάστα καλά κι τσ' φάγαμι!...
- Άιντε καπιτάν Δημήτρ'!... τώρα θα ιδούμι τν παλληκριά σ'... ακούστηκε από πίσω του άλλη συρτή φωνή.
Ήταν δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κοψαχείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης. Ο πρώτος ψηλός και ξερακιανός σαν καψαλισμένος ξέρακας, ήταν άλλοτε επιστάτης φάρου σε μιαν απόκρυφη ακρογιαλιά. Μα βρέθηκε καταχραστής υλικού του δημοσίου και παύτηκε από τον αρχηγό της Τηραημόλας. Ο δεύτερος κοντός κι ολοστρόγγυλος, από χρόνια ήτανε νοικιαστής ενός γιβαριού, χωρίς ποτέ να πληρώνει στο Δημόσιο και τέλος εκηρύχτηκε αφερέγγυος. Και οι δυο είχαν σκοπό να πολεμήσουν με λύσσα το κόμμα, που τους έβλαψε. Διαβάτες τώρα, είδαν τη ζωγραφιά κι ενθουσιάστηκαν με την ηρωική κορμοστασιά που είχε το λάβαρό τους. Τα πρόσωπα έλαμψαν από αγαλλίαση και τα κορμιά τους γαρδαμώθηκαν, σαν δέντρ' ανοιξιάτικα που τα βιάζει στο ψήλωμα και το χόντρος ο αψύς χυμός που κουφοδρομεί μέσα τους. Τα χέρια τους σηκώθηκαν και έστριψαν αρειμάνια τα μουστάκια· θυμωμένη έγινε η λάμψη των ματιών τους· τρίξιμο δοντιών ακούστηκε κι οι τρεις φίλοι μονόγνωμοι έλεγαν στον καπετάνο να τραβήξει μπροστά και να τον ακολουθήσουν πρόθυμοι στη σφαγή και τον όλεθρο των αντιθέτων. Με τέτοιο σύμμαχο γίνεται κανείς θεριό!...
Άξαφνα πίσω από την εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα τούμπανο ακούστηκε και καραμούζες βραχνόφωνες. Οι φίλοι γυρίσανε ανήσυχοι τα μάτια τους ζερβόδεξα.
- Κλώσα είναι:
- Όχι, Τηραημόλα...
Λύθηκε η απορία τους σύνταχα. Φωνή μελαγχολική, γοργή και συγκρατητή σαν πηγής μουρμούρισμα, ακούστηκε να τραγουδεί με μισοκρυμμένη γλυκιά ελπίδα κι ήσυχη χαρά:
Τα λένε τα πουλάκια
στα Κλεισορέματα·
Πώς θα βγει ο Ντεληγιώργης
δεν είναι ψέματα!...
Τα όργανα την άρπαζαν αμέσως, ζηλιάρικα μήπως χαθεί στο άπειρο ή μη την παραλάβει ακούραστ' η Ηχώ στα μουσικά στέρνα της, και την τίναζαν τρανταχτή στα φτερά των άνεμων και τα πλευρώματα των βουνών, απάνω από τα πρόσωπο της λίμνης κι απάνω από τις χορταριασμένες σκεπές της φτωχόπολης, σαν ένα πεφτάστερο. Και η φωνή ανυπόμονη, άρχιζε πάλι το γύρισμα σε άλλους τόνους με νέα δύναμη και περισσότερη τόλμη κι ελπίδα και πάθος:
Κλώσα με τα π'λιά
Πώς τα 'βγαλες χρυσά!...
- Να στην Κλώσα σας ... οξ' απού τσ' άγιους!... φώναξε με αγανάχτηση ο Τσιρίμπασης, φασκελώνοντας τον αέρα και πάραυτα κάνοντας το σταυρό του.
- Να στο γιο του χωροφύλακα!... είπε αναψοκοκκινισμένος ο Καψοχείλης. Μουρ' ακούς κι ο νιος του σταυρωτή να γυρεύει ψήφς!...
Αμ αν ήταν κόσμους, πρόσθεσε με τη βάναυση φωνή του ο Ταράνανας, ούτε κλώσα ούτε Τηραημόλα θ' ακγότανε στο Μσολόγγ'... Μονόβουλο θα πέφτανε οι ψήφ' στην κάλπ' του καπιτάν Νικόλα. Ποιος μας έδωκε τουν ψήφο παρά ο πατέρας τ'; Αν δεν ήταν λευτεριά, ψήφο δε θα 'χαμι· κι αν δεν ήταν ο καπιτάν Δημήτρ'ς, δε θα να 'χαμι λευτεριά. Δεκαπέντε χρόνια - τ' άκσες; - κράτησε λεύτερα τα χωριά του Ζυγού και ποτέ δεν έβαλε καλπάκ' ... Κι στσ' είκοσ' τ' Μάη - που είσαι; - στσ' είκοσ' τ' Μάη πρώτος κατέβκε στα Μσολόγγ' κι κλείστκε ως τν Έξοδου. Πρώτος ήταν στο γιρούσ' κι κούρταρος στο φευγιό...
Οι τρεις φίλοι με συρτά βήματα, με τα χέρια πίσω και το σώμα ράθυμο, σαν άνθρωποι, που δεν έχουν τι να κάμουν το διαβάτη χρόνο, τράβηξαν ίσα στην Πλατεία. Συχνά γύριζαν κι έβλεπαν την εικόνα του αγωνιστή, εκεί στην πόρτα κρεμασμένη κι έπειτα εξακολουθούσαν το δρόμο τους και στόλιζαν το γιγαντομάχο είδωλό τους, με σωματικά και ηρωικά χαρίσματα. Έλεγαν για τη θεόρατη κορμοστασιά, για τον αδούλωτο χαραχτήρα του, για την αυστηρή αγαθοσύνη του προσώπου, για των ματιών του το φοβερό ασπρογάλιασμα. Υμνούσαν τώρα το αστόμωτο σπαθί, που έζωσε τη λυγερή μέση του σ' όλη, την κλέφτικη ζωή και στου Αγώνα τα χρόνια, αφού έζωσε πριν την αλύγιστη μέση του Σφαλτού και του Τσούτση, πρώτου αρχηγού των Ζυγιωτών· και τώρα ιστορούσαν το χαρόσταλτο ντουφέκι του. Λιάρο τον περίφημο, που ξάπλωνε κουφάρια τα κορμιά κι έντυνε στα μαύρα γονέους κι αδερφούς, παιδιά και στεφανωτικές. Θάμαζαν πότε το θυμό, που ξεσπούσε πύρινος στους αρματωμένους εχτρούς· και πότε τα σπλαχνικά λόγια που παρηγορούσανε θλιμμένους αιχμαλώτους. Μετρούσανε τους αμέτρητους πολέμους και τις φρόνιμες γνώμες του· την περιφρόνησή του στα ταπεινά κέρδη και την αδιαφορία του στις κούφιες τιμές. Έβραζε μέσα τους ο κομματικός φανατισμός και ξεχείλιζε σαρκωμένος σε λόγια βαθιάς ευγνωμοσύνης δούλων, για τον μεγαλομάρτυρα ελευθερωτή τους. Και κάθε στιγμή, σε κάθε λέξη τους κι οι τρεις έμεναν σύμφωνοι, πως αν ήταν άνθρωποι σωστοί στο Μεσολόγγι, άλλο κόμμα δε θα βρισκότανε κι άλλοι βουλευτές δε θα ψηφίζονταν από τον καπετάν Νικόλα κι άλλος δε θα έβγαινε δήμαρχος από τον καπετάν Γιώργη, ούτε θα δοξαζότανε άλλος από τον κυρ-Στάμο, τα παιδιά του.
- Να κι ο Τηραημόλας· είπε άξαφνα ο Τσιρίμπασης, γυρίζοντας το πρόσωπο αλλού με αηδία, λες κι έβλεπε μπροστά του σερπετό.
- Να ο πατέρας του Τζαλμά· μισοβόγκηξε κι ο Κοψαχείλης.
Ήταν φτασμένοι τώρα στην Πλατεία και στην πόρτα ενός καπνοπωλείου είδαν το εκλογικό σημάδι άλλου κόμματος. Μέσα σε στεφάνι από κλωνάρια ελιάς, στολισμένο με φιογκάκια και κορδέλες κόκκινες, ήταν άλλη ζωγραφιά. Μαύρη καλοκουμπωμένη ρεδιγκότα και φουσκωτός κατάμαυρος λαιμοδέτης και ψηλά κάτασπρα κολάρα, στηρίζανε κεφάλι χοντρό κι ολοστρόγγυλο. Λίγα ψαρά μαλλιά και πλατύ καμαρωτό μέτωπο, έδειχναν του απέραντου νου στενά και καλογραμμένα τα σύνορα. Η μύτη βαθιά χαραγμένη στον ίσκιο, κατέβαινε χοντρή από το μεσόφρυδο στο απάνω χείλο, το στολισμένο με κοντά μουστάκια κατάργυρα. Ζερβόδεξα τα μηλομάγουλα καλοξουρισμένα, με το προγούλι κάτω ξεχειλισμένο από λαχταριστή σάρκα κι απάνω τα φρύδια χαμηλότοξα και τα μάτια ημερωμένα, έχυναν στο σύνολο ασκητού γαλήνη κι απλότη φιλοσοφική. Της ελιάς τα χαλκοπράσινα φυλλαράκια και τ' άνθη, με την κόκκινη κορδέλα περιπλεγμένα, θυμίζανε το αίμα, που χύθηκε στη γη, για να βλαστοβολήσει το καρπερό εκείνο δέντρο της ειρήνης. Κι ο άντρας, που είχε τέτοια σεβαστά σύμβολα, φαινότανε ανέγγιχτος στου φθόνου τη γλώσσα, όπως οι ξύλινοι εκείνοι σταυροί των χωριών, που διώχνανε από κοντά τους κρύα τα βόλια των Τούρκων. Ήταν και κείνος από τους άντρες του Αγώνα, πατριώτης αψύς κι ακούραστος. Μόλις ακούστηκε το σάλπισμα της ελευθεριάς στη βαρυστέναχτη γη, άφησε τα καλά και τη μελέτη του κι έτρεξε στην κακοπάθεια και το αλληλοφάγωμα και δούλεψε την πατρίδα όχι με το σπαθί, αλλά με του μυαλού τη δύναμη. Οι τρεις φίλοι κοντοστάθηκαν αθέλητα, σαν κάτι να κράτησε τα πόδια τους άξαφνα. Μα ο Ταράνανας σπρώχνοντας τους συντρόφους του:
- Τράβα, μωρέ! Είπε με θυμό· κι αφήστε τον προδότ' να μην τον γλέπου!...
- Αλήθεια· ομογνώμησαν οι άλλοι, κουνώντας το κεφάλι.
- Αμ' βούλιαξ' άλλος το Μσολόγγ'!... ξανάειπε αγαναχτισμένος ο σκάπουλος.
Έκοψε όμως την κουβέντα του, γιατί ένιωσε κάποιον να του πιάνει το χέρι. Γύρισε απότομα πίσω κι είδε με απορία του τον Κώστα Ζάγαρδο ή Τριζώνη. Ήταν αυτός από μικρό παιδί υπερέτης στο σπίτι του κυρ-Αλέξαντρου, του αρχηγού της Τηραημόλας. Νέος έξυπνος, δραστήριος, θαρρετός με τον καιρό είχε καταντήσει από υπερέτης αντιπρόσωπος του γέροντα στην επαρχία και ψυχή στο κόμμα. Αυτός ερχόταν σε συνεννόηση με τις Αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές· αυτός ανακοίνωνε στους κομματάρχες τα θελήματα του αρχηγού και τις οδηγίες· αυτός έβγαζε δικαστικές απόφασες· αυτός στρατιωτικές άδειες· αυτός μετάθεσες και πάψες. Συντύχαινε με τον πολύ κόσμο, άκουε παράπονα κι έδινε ελπίδες είτε πραγματοποιούσε όνειρα. Όλης της επαρχίας εκείνης και πολλές φορές του νομού τη χιλιοπρόσωπη κομματική υπηρεσία περιπλεγμένη την είχε ο Τριζώνης στα δάχτυλά του και σαν τηλεγραφική μηχανή διατηρούσε φαύλη συγκοινωνία, στέλνοντας στην Πρωτεύουσα ανήθικες απαίτησες των φίλων και παίρνοντας αποκεί ανηθικότερες υπόσχεσες.
Για να έχει όμως αυτή την δύναμη, που έκανε τους φίλους να τον περιτριγυρίζουν και να τον γλυκοθωρούν σαν είδωλο τύχης τυφλής, οι αντίθετοι τον απόφευγαν σαν μόλυσμα. Ο Ταράνανας, άμα τον είδε, γύρισε άλλου το πρόσωπο και ηθέλησε να τραβήξει το χέρι του. Μα ο Τριζώνης τον κράτησε σφιχτά και πάντα γελαστός του είπε:
- Ρε αδρφέ σμπέθερε, χάλασα τουν κόσμου γυρεύοντάς σε. Που ήσνα κρυμμένος!
- Να, με τσι φίλς· απάντησε αυτός αδιάφορος, σαν να του έλεγε: άσε με και μη με σκοτίζεις.
- Σε θέλω· έλα να σ' που ένα λόγο για καλό σ'…
- Τι θα μ' πεις; δεν έχω κβέντα μι σε.
Ο Τριζώνης χαμογέλασε με το πείσμα του συμπέθερου και φρόντιζε να τον αντικρίσει στα μάτια.
- Μουρ' έλα κι δε θα σ' φάου!... φώναξε πεισμωμένος τάχα. Έλα κι δε θα σε φάου!...
- Δεν έρχουμι σ' λέου!... δεν έρχουμι!... επέμεινε εκείνος, προβάλλοντας το κορμί μπροστά και ανοίγοντας τα μάτια.
-Έλα σ' λέου για καλό σ'. . . Αν δεν έρθς, θα μετανιώσεις! ξανάειπε ο Τριζώνης.
Μίλησε τόσο σοβαρά τα τελευταία λόγια του, που ο αγαθός σκάπουλος χολοταράχτηκε. Τα θάρρος κι η κομματική αποστροφή έφυγαν από πάνω του. Αντί να μακρύνει πλησίασε περισσότερο στον Τριζώνη, πρόσωπο με πρόσωπο και τον κοίταζε κατάματα, θέλοντας να μαντέψει τους σκοπούς του. Μα εκείνος κρύος, ατάραχος, με το χαμόγελο μαρμαρωμένο στα χείλη, γύρισε και του σφύριξε στ' αφτί:
- Σε θέλει ο κυρ-Αλέξαντρος πάμε σπίτ'.
Ο Ταράνανας πισωπάτησε σπασμωδικά, σαν να αισθάνθηκε βέλος πύρινο μέσα στα μυαλό του και φώναξε με οργή·
- Τ' έκαμε λέει; Ιγώ να πάου σπιτ' τ'!... Ιγώ ν' ανεβού τ' σκάλα τ'!... Κάλλιο να μου κόψνε τα ποδάρι απ' το γόνα! Όχι, δεν πάου, δεν πάου!... δεν πάου πθενά!...
Κι ηθέλησε να φύγει, να πλησιάσει στους συντρόφους του, να εύρει αγγελική ασπίδα στη διαβολική εκείνη φωνή, που τον έσερνε ν' αρνηθεί τη θρησκεία του. Τόσα χρόνια το δούλευε το κόμμα του· πάππου προς πάππου! Τόσα χρόνια δεν πάτησε ποτέ στην πόρτα της Τηραημόλας! Ούτε σε χαρά ούτε σε λύπη. Ούτε για καλό, ούτε για κακό. Όχι να πάει τώρα παραμονές εκλογών! Αφήν' Τούρκος το τζαμί χωρίς ν' αλλαξοπιστήσει;
Μα ο μαυλιστής του, αδράζοντας πάλι το μπράτσο του σφιχτά και κοιτάζοντάς τον με γέλιο στα χείλη και με χολή στα μάτια·
- Παλάβωσες; λέει. Μουρ' είσαι χαμένος σμπέθερε· έλα να σ' που...
Και τον έσυρε έρριζα στον τοίχο κι άρχισε να του κρυφομιλεί. Ο σκάπουλος στην αρχή απαιτούσε να του μιλεί δυνατά, να τον ακούει ο κόσμος, να μη βάλουν υποψία πως παζαρεύει τον ψήφο του. Α! όλα κι όλα! Το κόμμα είναι θρησκεία δεν τ' άλλαζε: Ό,τι και να γίνει. Δεν δίνει αλλού τον ψήφο του για όλο τον κόσμο! Μυστικά μαζί δεν έχουν οι αντίθετοι. Και μάλιστα τέτοιες ημέρες. Ό,τι έχει να του ειπεί, να το ειπεί φόρα και γρήγορα... Κι όλο ήθελε να φύγει από κοντά του. Μα όσο τον άκουε, λίγο λίγο μαλάκωνε. Χαμήλωνε τα μάτια και πλησίαζε ολοένα στο συμπέθερο, δείχνοντας πόσο σπουδαία και σοβαρά ήταν τα λόγια του.
Αληθινά ο Τριζώνης έλεγε σπουδαία πράματα. Εξ εφτά μήνες πριν ο Ταράνανας είχε σοβαρή δουλειά με τον Οικονομικό Έφορο της επαρχίας. Αφορμή έδωκε ένα προιάρι αλάτι. Με τον σύντροφό του το Γιάννη Κρούστα ή Μπούφο το φέρνανε νύχτα στην πόλη από το Λούρο. Οι χωροφύλακες, που περιπολούσαν, στη λίμνη, τους απάντησαν και τους διάταξαν να σταθούν. Εκείνοι εξακολούθησαν το δρόμο τους, σπρώχνοντας μπροστά με τα σταλίκια τα προιάρι κι αφήνοντας πίσω γαλάζια γραμμή από φώσφορο στη σκοτεινή απλωσιά. Οι χωροφύλακες ντουφεκίσανε τότε στον αέρα να τους φοβίσουν· μα εκείνοι έριξαν στα τυφλά και πλήγωσαν ένα από δαύτους. Οι περίπουλοι θύμωσαν τους βάλανε στο σημάδι και τους ανάγκασαν ν' αφήκουν το προιάρι και να ριχτούν στη λίμνη. Οι χωροφύλακες πιάσανε το προιάρι, πέρασαν την αυγή στο Λούρο, χαλάσανε τα τηγάνια της αλυκής κι από διάφορα πράματα τους κατάγγειλαν στην Αρχή το Μπούφο και τον Ταράνανα.