×

Nous utilisons des cookies pour rendre LingQ meilleur. En visitant le site vous acceptez nos Politique des cookies.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Αφέντης και Δούλος

II. Αφέντης και Δούλος

Το καλό άλογο, με μια επιδέξια στροφή, έστριψε και με ζωηρό βήμα προχώρησε στον πατημένο δρόμο του συνοικισμού.

- Και του λόγου σου πώς μου τρύπωσες εδώ πέρα; Δος μου το μαστίγι, Νικήτα! Φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς με φανερό καμάρι στο διάδοχό του, που καθόταν ζαρωμένος κοντά στο Νικήτα. Να σου δείξω εγώ! Άντε, τρέχα στη μαμά σου, διαολάκι!

Το παιδί μ' ένα πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο κι έτρεξε στο σπίτι. Ο Μουχόρτη έπαιρνε φόρα σιγά-σιγά ώσπου ρίχτηκε με καλπασμό στο δρόμο. Ο συνοικισμός Κρεστί που βρισκόταν το σπίτι του Βασίλη Αντρέιτς απαρτιζόταν όλο-όλο από έξι σπίτια. Μόλις προσπέρασαν και το τελευταίο σπιτάκι που ήτανε η κατοικία του σιδηρουργού, ένιωσαν αμέσως πως ο αέρας ήτανε πολύ πιο δυνατός απ' ό,τι είχανε φανταστεί. Ο δρόμος, σχεδόν δε διακρινόταν πια. Τ' αχνάρια π' άφηνε το έλκηθρο τα έσβηνε αμέσως η ορμή του αέρα και το δρόμο τον ακολουθούσαν μονάχα γιατί βρισκόταν ψηλότερα από την υπόλοιπη περιοχή. Το χιόνι στροβιλιζόταν πέρα για πέρα και δεν διακρινόταν καθόλου η γραμμή κείνη που ενώνει τη γη με τον ουρανό. Το δάσος του Τελιάτινο που πάντα φαινόταν τόσο ξεκάθαρα τώρα μονάχα κάπου-κάπου αχνομαύριζε ανάμεσα από την πυκνή χιονόσκονη. Ο αέρας φυσούσε από την αριστερή μεριά κι έστριβε με πείσμα αντίθετα τη χαίτη του Μουχόρτη και την πλούσια ουρά του που ο Νικήτα την είχε δέσει σ' ένα σφιχτό κόμπο. Ο πλατύς γιακάς του Νικήτα, που καθόταν από τη μεριά του αέρα σφιγγόταν πάνω στο πρόσωπό του και τη μύτη του.

- Δεν μπορεί να τρέξει μ' όλη τη φόρα, εξαιτίας του καιρού, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς, καμαρώνοντας το καλό άλογό του. Κάποτε που πήγα με δαύτο στο Πασούτινο, φτάσαμε εκεί περά σε μισή ώρα.

- Ό,τι και να πεις, τούτο το άλογο είναι καλό μια φορά, είπε ο Νικήτα. - Σώπασαν για λίγο. Μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε όρεξη για κουβέντα.

- Δεν μου λες, έκανα καλά που παράγγειλα της νοικοκυρά σου να μην πολυκαλοπιάνει το βαρελά; - είπε πάλι με τη δυνατή φωνή του ο Βασίλη Αντρέιτς, τόσο σίγουρος, πως ο Νικήτα θα έπρεπε να κολακευόταν κουβεντιάζοντας μ' έναν τόσο σημαντικό και σοφό κύριο σαν κι εκείνον, και τόσο ευχαριστημένο για τα πείραγμα του, που ούτε καν του πέρασε από το νου πως το θέμα αυτό μπορούσε να είναι δυσάρεστο στον άλλο.

Ο Νικήτα πάλι δεν άκουσε την πρώτη φορά τα λόγια τ' αφεντικού του καθώς τα παράσυρε η ορμή του αέρα. Έτσι ο Βασίλη Αντρέιτς επανέλαβε πιο δυνατά και πιο συλλαβιστά το πείραγμα του για το βαρελά.

- Ο Θεός μαζί τους, Βασίλη Αντρέιτς εγώ δεν ανακατώνομαι σ' αυτές τις υποθέσεις. Φτάνει να μη μου κακομεταχειρίζεται το παιδί. Αλλιώς, ο Θεός μαζί της.

- Σωστά, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. Και λοιπόν τι αποφάσισες, θ' αγοράσεις άλογο κατά την άνοιξη; - άρχισε άλλο θέμα για κουβέντα.

- Μα, δε θα τ' αποφύγω, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σιάζοντας το γιακά του πανωφοριού του και σκύβοντας προς το μέρος του αφεντικού. - Τώρα το θέμα κινούσε το ενδιαφέρον του και για τούτο δεν ήθελε να χάσει καμία λέξη. - Ο μικρός μεγάλωσε, πρέπει τώρα ο ίδιος να οργώνει, γιατί όλον τον καιρό νοικιάζουμε, πρόσθεσε.

- Καλά. Αγόρασε ένα από τα δικά μου, δε θα στο δώσω ακριβά! - ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς νιώθοντας κάποια υπερδιέγερση ότι εξαιτίας αυτού θα κατέληγε στην κερδοσκοπία, που ήτανε η αγαπημένη του απασχόληση κι απορροφούσε όλες του τις πνευματικές δυνάμεις.

- Κι αν όχι, τότες μου δίνετε καμιά δεκαπενταριά ρουβλάκια κι αγοράζω ένα στο αλογοπάζαρο, είπε ο Νικήτα που ήξερε πως κείνα τα δεύτερα άλογα του αφεντικού του δεν άξιζαν παραπάνω από εφτά ρούβλια το ένα, μα ο Βασίλη Αντρέιτς πουλώντας σ' αυτόν ένα από δαύτα θα του υπολόγιζε ίσαμε είκοσι πέντε ρούβλια και τότε θα περνούσε μισός χρόνος δίχως να δει πεντάρα, ίσαμε που να ξοφλήσει.

- Θα σου δώσω ένα καλό άλογο. Νοιάζομαι για σένα, σαν για το ίδιο τον εαυτό μου. Με το χέρι στην καρδιά. Ο Μπρεχουνόβ δε θ' αδικήσει άνθρωπο. Ας ζημιωθώ εγώ, δε σκοτίστηκα. Όχι σαν κάποιους άλλους. Με το χέρι στην καρδιά, ξεφώνισε με εκείνο το ύφος, που κατάφερνε να πείθει στα λόγια του και τους πουλητές και τους αγοραστές του, ένα άλογο πρώτης!

- Πάει καλά, παρατήρησε αναστενάζοντας ο Νικήτα και αφού πείστηκε πως δε είχε τίποτ' άλλο ν' ακούσει, παράτησε το γιακά του και τον άφηκε να του σκεπάσει τ' αυτί και το πρόσωπο.

Κάπου μισή ώρα προχώρησαν σιωπηλοί. Ο αέρας διαπερνούσε το χέρι και το πλευρό του Νικήτα εκεί που το κοντογούνι του ήτανε σκισμένο. Ζάρωνε όσο μπορούσε κι ανάσαινε μέσα στο σηκωμένο γιακά του που του έκρυβε το στόμα, για την ώρα δεν πολυκρύωνε.

- Τι λες; Να τραβήξουμε από το Καραμίσεβο ή να κόψουμε ολόισα, ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Από το Καραμίσεβο ο δρόμος ήτανε πιο στρωτός και πιο περιποιημένος μα έπεφτε μακρύτερα. Ενώ αν τραβούσαν ίσα ήτανε πιο κοντά, όμως ο δρόμος όχι τόσο καλός και πολύ παραμελημένος. Ο Νικήτα σκέφτηκε λιγάκι.

- Από το Καραμίσεβο αν και πιο μακριά, μα ο δρόμος είναι πιο καλός, είπε στο τέλος.

- Ναι μα να τραβήξουμε ίσα μονάχα λίγο αν προχωρήσουμε, δίχως να χάσουμε το δρόμο, θα βρεθούμε στο δάσος κι από κει είναι καλά, επέμεινε ο Βασίλη Αντρέιτς, που προτιμούσε να τραβήξουν ίσα.

- Όπως ορίζετε, έκανε ο Νικήτα και παράτησε πάλι το γιακά του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς, έτσι κι έκανε κι αφού προχώρησε ίσαμε μισό βέρστι έστριψε αριστερά.

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν κατά πρόσωπο. Κι άρχισε να χιονίζει ελαφρά. Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, φούσκωνε τα μάγουλα του και ξεφυσούσε κάτω από τα μουστάκια του. Ο Νικήτα μισοκοιμόταν.

Έτσι προχώρησαν σιωπηλοί κάπου δέκα λεπτά. Ξαφνικά κάτι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Ε τι; - ρώτησε ο Νικήτα ανοίγοντας τα μάτια του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν αποκρίθηκε, παρά έσκυβε και κοίταζε ερευνητικά προς τα πίσω και μπροστά πέρα απ' τ' άλογο. Ο Μουχόρτη που ήτανε καταϊδρωμένος, προχωρούσε αργά.

- Ε τι; - ξαναρώτησε ο Νικήτα.

- Τι, τι; - τον κορόιδεψε ο Βασίλη Αντρέιτς. Δεν βλέπω τα σημάδια του δρόμου! Χάσαμε το δρόμο φαίνεται!

- Σταματήστε τότε. Να κοιτάξω, να δω πού βρισκόμαστε, είπε ο Νικήτα. Μ' ένα ανάλαφρο πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο, τράβηξε το μαστίγι κάτω από τ' άχυρα, που το είχε χωμένο, και τράβηξε αριστερά από τη μεριά που καθόταν.

Εκείνη τη χρονιά το χιόνι δεν ήτανε πολύ βαθύ, κι έτσι μπορούσε κάποιος να διακρίνει το δρόμο, μα όσο να 'ναι κάπου-κάπου έφτανε ίσαμε το γόνατο και γιόμιζαν έτσι τα ποδήματα του Νικήτα. Αυτός προχωρούσε έψαχνε με τα πόδια και με το μαστίγι, μα δρόμο δεν ανακάλυπτε πουθενά.

- Λοιπόν; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς, σαν ξαναγύρισε κοντά του.

- Δεν έχει δρόμο από τούτη τη μεριά. Πρέπει να πάω να κοιτάξω από την άλλη.

- Να, εκεί δα, κάτι μαυρίζει. Κατά εκεί πήγαινε να δεις τι είναι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Ο Νικήτα πήγε και κατά εκεί, πλησίασε κείνο που μαύριζε, που δεν ήταν παρά χώματα σωριασμένα από τα φθινοπωρινά οργώματα. Αφού έκανε ένα γύρο κι από τη δεξιά μεριά, ο Νικήτα ξαναγύρισε κοντά στο έλκηθρο, τίναξε τα χιόνια πάνωθέ του και μέσα από τα ποδήματά του, και ξανακάθισε στη θέση του.

- Πρέπει να τραβήξουμε από τη δεξιά μεριά, είπε αποφασιστικά. Ο αέρας πρωτύτερα μου ερχόταν αριστερά, μα τώρα μου έρχεται κατάμουτρα. Τραβάτε δεξιά, πρόσθεσε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς υπάκουσε και έστριψε δεξιά. Όμως δρόμος πάντα δε φαινόταν. Προχώρησαν έτσι κάμποση ώρα. Ο αέρας δυνάμωνε και το χιόνι επίσης.

- Κατά πως φαίνεται, Βασίλη Αντρέιτς, χάσαμε ολότελα το δρόμο, παρατήρησε ξαφνικά ο Νικήτα μ' ένα χαιρέκακο ύψος. Τι είναι εκείνο, εκεί; - πρόσθεσε δείχνοντας κάποια μαύρα κοτσάνια πατάτας, που πρόβαλαν κατ' απ' το χιόνι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε το άλογο που ήτανε πια καταϊδρωμένο και * με κόπο μετακινούσε τα πόδια του.

- Τι είναι; - ρώτησε.

- Είναι, πως βρεθήκαμε στον κάμπο του Ζαχάροβσκι. Να που βρισκόμαστε.

- Ψέματα λες, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Δε λέω ψέματα, Βασίλη Αντρέιτς. Αλήθεια σου λέω, επέμεινε ο Νικήτα. Αυτό νιώθετε κι απ' το έλκηθρο ακόμα, πως περνάμε πάνω από πατατοχώραφα. Να κι οι σωροί παραπέρα, που ετοίμασαν τα κοτσάνια για να τα κουβαλήσουν. Είναι τα χωράφια της φάμπρικας Ζαχάροβσκι.

- Για φαντάσου, που βρεθήκαμε! - απόρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. Και τώρα τι γίνεται; Μπορείς να μου πεις;

- Το μόνο, να προχωρήστε όλο ίσια και κάπου θα μας βγάλει η άκρη. Αν όχι στη Ζαχάροβκα, όμως μπορεί να βρεθούμε στο αρχοντικό.

Ο Βασίλη Αντρέιτς παραδέχτηκε τη γνώμη του και τράβηξε ίσα. Προχώρησαν έτσι αρκετή ώρα. Πότε περνούσαν από γυμνωμένα χωράφια και το έλκηθρο σκόνταφτε και τραμπαλιζόταν πάνω στους παγωμένους σβώλους τα χώματα. Πότε πάλι περνούσαν από χωράφια θερισμένα που ανάμεσα απ' το χιόνι διακρίνονταν τ' απομεινάρια της θερισμένης φθινοπωριάτικης κι ανοιξιάτικης σποράς, κάποια αχυράκια που στροβιλίζονταν στην πνοή του αέρα. Πότε πάλι περνούσαν από βαθύ και παντού το ίδιο κατάλευκο και ομαλό χιόνι, που τίποτ' άλλο δε διακρινόταν ανάμεσά του.

Το χιόνι έπεφτε από πάνω και κάπου-κάπου υψωνόταν και κάτωθέ τους. Το άλογο ήτανε φανερό, ότι είχε κουραστεί πια. Πνιγόταν στον ιδρώτα και προχωρούσε αργά. Ξαφνικά παραπάτησε και βρέθηκε χωμένο σε κάποια λακκούβα, άγνωστο αν ήτανε χαντάκι ή ρεματιά. Ο Βασίλη Αντρέιτς έκανε να το σταματήσει. Μα ο Νικήτα έμπηξε τις φωνές.

- Γιατί το σταματάτε; Μια και χώθηκε κάπου, πρέπει να δούμε τι γίνεται τώρα. Έλα, έλα καλό μου, έλα αγαπούλα μου! - καλόπιασε με χαρούμενη φωνή τ' άλογο, καθώς μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά του, και χώθηκε κι αυτός στο χαντάκι.

Το άλογο με μια προσπάθεια τράβηξε το έλκηθρο έξω από το χαντάκι, στην απέναντι μεριά.

- Πού βρισκόμαστε λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Τώρα θα το μάθουμε! - αποκρίθηκε ο Νικήτα. Τραβάτε κι όλο κάπου και θα μας βγαλ' η άκρη.

- Μα να, εκείνο κει πρέπει να 'ναι το δάσος του Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, δείχνοντας κάτι που μαύριζε ανάμεσα απ' το χιόνι πέρα.

- Άμα κοντοζυγώνουμε, θα το δούμε, αυτό το δάσος, γκρίνιασε ο Νικήτα.

Ο Νικήτα έβλεπε πως από τη μεριά που φαινόταν κείνο που μαύριζε, ο αέρας ξεπετούσε κάποια στενόμακρα φύλλα κι απ' αυτό καταλάβαινε πως δεν δάσος, μα συνοικισμός, όμως δεν είχε διάθεση να το πει. Και πραγματικά, δεν πρόλαβαν ν' απομακρυνθούν μήτε δέκα οργιές από το χαντάκι, όταν βρέθηκαν μπροστά σε δέντρα που υψώνονταν, κι ανάδιναν κάποιο μελαγχολικό θρόισμα. Ο Νικήτα σωστά το είχε μαντέψει. Δεν επρόκειτο για δάσος, παρά για μια σειρά ψηλά δέντρα, που διατηρούσαν ακόμα κάπου-κάπου μερικά φύλλα, που παράδερναν στην πνοή του αέρα. Τα δέντρα αυτά πρέπει να τα είχαν φυτεμένα στο χαντάκι κάποιου αλωνιού. Σαν κοντοζύγωσαν στα δέντρα που τόσο μελαγχολικά βούιζαν καθώς τ' ανατάραζε ο χειμωνιάτικος αέρας, το άλογο σήκωσε ξαφνικά τα μπροστινά πόδια του ψηλά, ύστερα και τα πισινά και τράβηξε σ' ένα ψήλωμα το έλκηθρο, ύστερα έστριψε αριστερά και προχώρησε δίχως να χώνεται στο χιόνι ίσαμε το γόνατο. Είχανε βρεθεί πια σε δρόμο.

- Να, που φτάσαμε κιόλας, μα δεν ξέρομε πού, είπε ο Νικήτα.

Το άλογο δίχως να παραδέρνει, τράβηξε στον πατημένο δρόμο και δεν πρόλαβαν να κάνουν μήτε σαράντα οργιές, όταν είδαν να μαυρίζει παραμπρός κάποιο μακρόστενο αμπάρι που η σκεπή του ήτανε πέρα για πέρα πασπαλισμένη με παχύ στρώμα χιονιού, κι ο δυνατός αέρας δεν τ' άφηνε στιγμή ήσυχο. Σαν προσπέρασαν το αμπάρι, ο δρόμος έστριβε από τη μεριά του αέρα και το έλκηθρο βρέθηκε πάνω σε σωριασμένο χιόνι. Μα παραμπρός διακρινόταν κάποιο στενό, ανάμεσα σε δυο σπίτια κι αυτό σήμαινε πως ο αέρας είχε σωριάσει κείνο το χιόνι κι έπρεπε να το περάσουν. Και πραγματικά, άμα πέρασαν πάνω από το χιονοσωρό, βρέθηκαν σε δρόμο. Στην αυλή του ακρινού σπιτιού έμεναν απλωμένα και παράδερναν απελπιστικά στα φυσήματα του αέρα ρούχα της μπουγάδας: δυο πουκάμισα, το ένα άσπρο και το άλλο κόκκινο, σώβρακο, λουρίδες πανί που τυλίγουν τα πόδια αντί για κάλτσες και μια φούστα. Τα ρούχα είχανε παγώσει και κουνιόταν μονοκόμματα στον αέρα. Πιότερο απ' όλα το άσπρο πουκάμισο, με τεντωμένα τα μακριά μανίκια του.

- Για κοίτα κει την τεμπέλα γυναίκα που παράτησε απλωμένα τα ρούχα γιορτή-μέρα, λες κι απόθανε, παρατήρησε ο Νικήτα καθώς αντίκρισαν τα ρούχα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

II. Αφέντης και Δούλος II. Master and Servant II. Amo y siervo

Το καλό άλογο, με μια επιδέξια στροφή, έστριψε και με ζωηρό βήμα προχώρησε στον πατημένο δρόμο του συνοικισμού. |||||||||||||||||of the neighborhood The good horse, with a skillful turn, turned and proceeded with a lively step along the beaten path of the settlement.

- Και του λόγου σου πώς μου τρύπωσες εδώ πέρα; Δος μου το μαστίγι, Νικήτα! ||||||you got here||||||| - And how did you sneak in here? Give me the whip, Nikita! Φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς με φανερό καμάρι στο διάδοχό του, που καθόταν ζαρωμένος κοντά στο Νικήτα. ||||||||successor||||||| Vasilis Andreits shouted with evident pride at his successor, who was sitting huddled near Nikita. Να σου δείξω εγώ! Let me show you! Άντε, τρέχα στη μαμά σου, διαολάκι! Come on, run to your mom, little devil!

Το παιδί μ' ένα πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο κι έτρεξε στο σπίτι. The child jumped out of the sled and ran home. Ο Μουχόρτη έπαιρνε φόρα σιγά-σιγά ώσπου ρίχτηκε με καλπασμό στο δρόμο. Mouhorti was gradually picking up speed until he galloped down the road. Ο συνοικισμός Κρεστί που βρισκόταν το σπίτι του Βασίλη Αντρέιτς απαρτιζόταν όλο-όλο από έξι σπίτια. ||||||||||was made up||||| The settlement of Kresti, where Vasilis Andreits's house was located, consisted entirely of just six houses. Μόλις προσπέρασαν και το τελευταίο σπιτάκι που ήτανε η κατοικία του σιδηρουργού, ένιωσαν αμέσως πως ο αέρας ήτανε πολύ πιο δυνατός απ' ό,τι είχανε φανταστεί. |||||||||||blacksmith|||||||||||||| As soon as they passed the last little house, which was the residence of the blacksmith, they immediately felt that the air was much stronger than they had imagined. Ο δρόμος, σχεδόν δε διακρινόταν πια. The road was almost no longer discernible. Τ' αχνάρια π' άφηνε το έλκηθρο τα έσβηνε αμέσως η ορμή του αέρα και το δρόμο τον ακολουθούσαν μονάχα γιατί βρισκόταν ψηλότερα από την υπόλοιπη περιοχή. |tracks|||||||||||||||||||||||| The traces left by the sled were immediately erased by the force of the wind, and the road was only followed because it was higher than the surrounding area. Το χιόνι στροβιλιζόταν πέρα για πέρα και δεν διακρινόταν καθόλου η γραμμή κείνη που ενώνει τη γη με τον ουρανό. The snow swirled all around, and that line connecting the earth to the sky was not visible at all. Το δάσος του Τελιάτινο που πάντα φαινόταν τόσο ξεκάθαρα τώρα μονάχα κάπου-κάπου αχνομαύριζε ανάμεσα από την πυκνή χιονόσκονη. ||||||||||||||||||snow dust The forest of Teliatino, which always seemed so clear, now only occasionally appeared faintly through the thick snow dust. Ο αέρας φυσούσε από την αριστερή μεριά κι έστριβε με πείσμα αντίθετα τη χαίτη του Μουχόρτη και την πλούσια ουρά του που ο Νικήτα την είχε δέσει σ' ένα σφιχτό κόμπο. The wind blew from the left side and stubbornly twisted the mane of Muchorti and its rich tail, which Nikita had tied in a tight knot. Ο πλατύς γιακάς του Νικήτα, που καθόταν από τη μεριά του αέρα σφιγγόταν πάνω στο πρόσωπό του και τη μύτη του. ||collar|||||||||||||||||| The wide collar of Nikita, who was sitting on the side of the wind, tightened against his face and nose.

- Δεν μπορεί να τρέξει μ' όλη τη φόρα, εξαιτίας του καιρού, παρατήρησε ο - He can't run at full speed because of the weather, noted Βασίλη Αντρέιτς, καμαρώνοντας το καλό άλογό του. Vasili Andreits, admiring his fine horse. Κάποτε που πήγα με δαύτο στο Πασούτινο, φτάσαμε εκεί περά σε μισή ώρα. |||||||||passing||| Once when I went with it to Pasoutino, we arrived there in half an hour.

- Ό,τι και να πεις, τούτο το άλογο είναι καλό μια φορά, είπε ο Νικήτα. - Whatever you say, this horse is good for once, said Nikita. - Σώπασαν για λίγο. - They fell silent for a moment. Μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε όρεξη για κουβέντα. But Vasilis Andreits had a desire to chat.

- Δεν μου λες, έκανα καλά που παράγγειλα της νοικοκυρά σου να μην πολυκαλοπιάνει το βαρελά; - είπε πάλι με τη δυνατή φωνή του ο Βασίλη Αντρέιτς, τόσο σίγουρος, πως ο Νικήτα θα έπρεπε να κολακευόταν κουβεντιάζοντας μ' έναν τόσο σημαντικό και σοφό κύριο σαν κι εκείνον, και τόσο ευχαριστημένο για τα πείραγμα του, που ούτε καν του πέρασε από το νου πως το θέμα αυτό μπορούσε να είναι δυσάρεστο στον άλλο. ||||||I ordered|||||||||||||||||||||||||||be pleased|||||||||||||||||||||||||||||||||||| - "Don't you tell me, did I do well to order your housekeeper not to meddle too much with the barrel?" - said Vasilis Andreits again with his loud voice, so sure that Nikita should be flattered talking with such an important and wise man like him, and so pleased with his teasing, that it didn't even occur to him that this subject might be unpleasant for the other.

Ο Νικήτα πάλι δεν άκουσε την πρώτη φορά τα λόγια τ' αφεντικού του καθώς τα παράσυρε η ορμή του αέρα. Έτσι ο Βασίλη Αντρέιτς επανέλαβε πιο δυνατά και πιο συλλαβιστά το πείραγμα του για το βαρελά. Nikita again didn't hear his boss's words the first time because they were carried away by the gust of wind. So Vasilis Andreits repeated his teasing about the barrel louder and more deliberately.

- Ο Θεός μαζί τους, Βασίλη Αντρέιτς εγώ δεν ανακατώνομαι σ' αυτές τις υποθέσεις. ||||||||get involved|||| - "God be with them, Vasilis Andreits, I don't meddle in these matters." Φτάνει να μη μου κακομεταχειρίζεται το παιδί. ||||mistreated|| It is enough that the child is not mistreated by me. Αλλιώς, ο Θεός μαζί της. Otherwise, God be with her.

- Σωστά, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Correct, observed Vasilis Andreits. Και λοιπόν τι αποφάσισες, θ' αγοράσεις άλογο κατά την άνοιξη; - άρχισε άλλο θέμα για κουβέντα. So what have you decided, will you buy a horse in the spring? - started another topic for conversation.

- Μα, δε θα τ' αποφύγω, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σιάζοντας το γιακά του πανωφοριού του και σκύβοντας προς το μέρος του αφεντικού. ||||||||||||overcoat|||||||| - But I won't avoid it, replied Nikita, adjusting the collar of his coat and leaning towards his boss. - Τώρα το θέμα κινούσε το ενδιαφέρον του και για τούτο δεν ήθελε να χάσει καμία λέξη. - Now the topic piqued his interest and for that reason he didn't want to miss a single word. - Ο μικρός μεγάλωσε, πρέπει τώρα ο ίδιος να οργώνει, γιατί όλον τον καιρό νοικιάζουμε, πρόσθεσε. |||||||||||||we rent| - The little one has grown up, he must now plow himself, because we've been renting all this time, he added.

- Καλά. - Okay. Αγόρασε ένα από τα δικά μου, δε θα στο δώσω ακριβά! He bought one of mine, I won't charge you a lot for it! - ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς νιώθοντας κάποια υπερδιέγερση ότι εξαιτίας αυτού θα κατέληγε στην κερδοσκοπία, που ήτανε η αγαπημένη του απασχόληση κι απορροφούσε όλες του τις πνευματικές δυνάμεις. |||||||||||||||||||||absorbed||||| - Vasily Andreyevich shouted, feeling some hyperexcitement that because of this he would end up in speculation, which was his favorite occupation and consumed all his mental powers.

- Κι αν όχι, τότες μου δίνετε καμιά δεκαπενταριά ρουβλάκια κι αγοράζω ένα στο αλογοπάζαρο, είπε ο Νικήτα που ήξερε πως κείνα τα δεύτερα άλογα του αφεντικού του δεν άξιζαν παραπάνω από εφτά ρούβλια το ένα, μα ο Βασίλη Αντρέιτς πουλώντας σ' αυτόν ένα από δαύτα θα του υπολόγιζε ίσαμε είκοσι πέντε ρούβλια και τότε θα περνούσε μισός χρόνος δίχως να δει πεντάρα, ίσαμε που να ξοφλήσει. |||||||fifteen||||||horse market|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| - And if not, then give me about fifteen rubles and I'll buy one at the horse market, said Nikita, who knew that the second horses of his boss were not worth more than seven rubles each, but Vasily Andreyevich selling him one of those would charge him as much as twenty-five rubles, and then half a year would pass without him seeing a penny, until he paid it off.

- Θα σου δώσω ένα καλό άλογο. - I will give you a good horse. Νοιάζομαι για σένα, σαν για το ίδιο τον εαυτό μου. I care||||||||| I care about you, as I do for myself. Με το χέρι στην καρδιά. With my hand on my heart. Ο Μπρεχουνόβ δε θ' αδικήσει άνθρωπο. Mprehounov will not wrong a person. Ας ζημιωθώ εγώ, δε σκοτίστηκα. |be harmed||| Let me be harmed, I don't care. Όχι σαν κάποιους άλλους. Not like some others. Με το χέρι στην καρδιά, ξεφώνισε με εκείνο το ύφος, που κατάφερνε να πείθει στα λόγια του και τους πουλητές και τους αγοραστές του, ένα άλογο πρώτης! |||||||||||||persuade||||||||||||| With hand on heart, he shouted in that tone, which managed to convince both the sellers and the buyers of a first-class horse!

- Πάει καλά, παρατήρησε αναστενάζοντας ο Νικήτα και αφού πείστηκε πως δε είχε τίποτ' άλλο ν' ακούσει, παράτησε το γιακά του και τον άφηκε να του σκεπάσει τ' αυτί και το πρόσωπο. ||||||||||||||||||||||left|||||||| - "It's going well," Nikita noticed, sighing, and after he was convinced he had nothing else to hear, he let go of his collar and allowed it to cover his ear and face.

Κάπου μισή ώρα προχώρησαν σιωπηλοί. They walked silently for about half an hour. Ο αέρας διαπερνούσε το χέρι και το πλευρό του Νικήτα εκεί που το κοντογούνι του ήτανε σκισμένο. The wind pierced through Nikita's arm and side where his short coat was torn. Ζάρωνε όσο μπορούσε κι ανάσαινε μέσα στο σηκωμένο γιακά του που του έκρυβε το στόμα, για την ώρα δεν πολυκρύωνε. |||||||||||||||||||was getting very cold He was huddling as much as he could and breathing into the raised collar that covered his mouth; for now, he wasn't feeling too cold.

- Τι λες; Να τραβήξουμε από το Καραμίσεβο ή να κόψουμε ολόισα, ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. ||||||Karamisevo|||||||| - What do you say? Should we head from Karamisevo or go straight through, asked Vasily Andreyich.

Από το Καραμίσεβο ο δρόμος ήτανε πιο στρωτός και πιο περιποιημένος μα έπεφτε μακρύτερα. ||||||||||well-maintained||| The road from Karamisevo was smoother and better maintained, but it was longer. Ενώ αν τραβούσαν ίσα ήτανε πιο κοντά, όμως ο δρόμος όχι τόσο καλός και πολύ παραμελημένος. |||||||||||||||neglected While if they pulled straight it was closer, however the road was not so good and very neglected. Ο Νικήτα σκέφτηκε λιγάκι. Nikitas thought for a little while.

- Από το Καραμίσεβο αν και πιο μακριά, μα ο δρόμος είναι πιο καλός, είπε στο τέλος. - From Karamisevo even though it's further away, the road is better, he said in the end.

- Ναι μα να τραβήξουμε ίσα μονάχα λίγο αν προχωρήσουμε, δίχως να χάσουμε το δρόμο, θα βρεθούμε στο δάσος κι από κει είναι καλά, επέμεινε ο Βασίλη Αντρέιτς, που προτιμούσε να τραβήξουν ίσα. |||||||||||lose|||||||||||||||||||| - Yes, but if we just go straight a little bit further, without losing the way, we will find ourselves in the forest and from there it will be fine, insisted Vasilis Andreitsch, who preferred to go straight.

- Όπως ορίζετε, έκανε ο Νικήτα και παράτησε πάλι το γιακά του. |you define||||||||| - As you say, replied Nikitas, and he let his collar fall again.

Ο Βασίλη Αντρέιτς, έτσι κι έκανε κι αφού προχώρησε ίσαμε μισό βέρστι έστριψε αριστερά. Vasilis Andreitsch did exactly that, and after going straight for about half a verst, he turned left.

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν κατά πρόσωπο. The wind was now coming at them head-on. Κι άρχισε να χιονίζει ελαφρά. And it started to snow lightly. Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, φούσκωνε τα μάγουλα του και ξεφυσούσε κάτω από τα μουστάκια του. |||||||||||was exhaling||||| Vasilis Andreits held the reins, puffed out his cheeks, and exhaled under his mustache. Ο Νικήτα μισοκοιμόταν. ||was half-asleep Nikitas was half asleep.

Έτσι προχώρησαν σιωπηλοί κάπου δέκα λεπτά. Thus they moved forward silently for about ten minutes. Ξαφνικά κάτι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Suddenly, Vasily Andreits said something.

- Ε τι; - ρώτησε ο Νικήτα ανοίγοντας τα μάτια του. - What? - Nikita asked, opening his eyes.

Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν αποκρίθηκε, παρά έσκυβε και κοίταζε ερευνητικά προς τα πίσω και μπροστά πέρα απ' τ' άλογο. Vasilis Andreits did not respond, but leaned and looked inquisitively back and forth past the horse. Ο Μουχόρτη που ήτανε καταϊδρωμένος, προχωρούσε αργά. Mouhorti, who was sweating profusely, was advancing slowly.

- Ε τι; - ξαναρώτησε ο Νικήτα. - What? - Nikita asked again.

- Τι, τι; - τον κορόιδεψε ο Βασίλη Αντρέιτς. - What, what? - teased Vasily Andreitch. Δεν βλέπω τα σημάδια του δρόμου! I can't see the road signs! Χάσαμε το δρόμο φαίνεται! It seems we've lost the way!

- Σταματήστε τότε. - Then stop. Να κοιτάξω, να δω πού βρισκόμαστε, είπε ο Νικήτα. Let me look, to see where we are, said Nikita. Μ' ένα ανάλαφρο πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο, τράβηξε το μαστίγι κάτω από τ' άχυρα, που το είχε χωμένο, και τράβηξε αριστερά από τη μεριά που καθόταν. With a light jump, he found himself outside the sled, pulled the whip from under the straw where he had buried it, and pulled left from the side he was sitting.

Εκείνη τη χρονιά το χιόνι δεν ήτανε πολύ βαθύ, κι έτσι μπορούσε κάποιος να διακρίνει το δρόμο, μα όσο να 'ναι κάπου-κάπου έφτανε ίσαμε το γόνατο και γιόμιζαν έτσι τα ποδήματα του Νικήτα. ||||||||||||||||||||||||||||filled||||| That year, the snow wasn't very deep, so one could distinguish the road, but every now and then it reached up to the knee and thus filled Nikitas' boots. Αυτός προχωρούσε έψαχνε με τα πόδια και με το μαστίγι, μα δρόμο δεν ανακάλυπτε πουθενά. He walked, searching with his feet and with the whip, but he couldn't discover the road anywhere.

- Λοιπόν; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς, σαν ξαναγύρισε κοντά του. - So? - asked Vasili Andreitch, when he came back near him.

- Δεν έχει δρόμο από τούτη τη μεριά. - There is no road this way. Πρέπει να πάω να κοιτάξω από την άλλη. I have to go and check the other side.

- Να, εκεί δα, κάτι μαυρίζει. ||||is blackening - Look, over there, something is blackening. Κατά εκεί πήγαινε να δεις τι είναι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Go over there and see what it is, said Vasilis Andreits.

Ο Νικήτα πήγε και κατά εκεί, πλησίασε κείνο που μαύριζε, που δεν ήταν παρά χώματα σωριασμένα από τα φθινοπωρινά οργώματα. |||||||||was blackening|||||||||| Nikitas went over there, approached the thing that was blackening, which was nothing but soil piled up from the autumn plowing. Αφού έκανε ένα γύρο κι από τη δεξιά μεριά, ο Νικήτα ξαναγύρισε κοντά στο έλκηθρο, τίναξε τα χιόνια πάνωθέ του και μέσα από τα ποδήματά του, και ξανακάθισε στη θέση του. After making a round from the right side, Nikita returned close to the sled, shook off the snow from above and from his boots, and sat back in his place.

- Πρέπει να τραβήξουμε από τη δεξιά μεριά, είπε αποφασιστικά. - We need to pull from the right side, he said decisively. Ο αέρας πρωτύτερα μου ερχόταν αριστερά, μα τώρα μου έρχεται κατάμουτρα. The wind was coming from the left before, but now it's coming straight at me. Τραβάτε δεξιά, πρόσθεσε. Turn right, added.

Ο Βασίλη Αντρέιτς υπάκουσε και έστριψε δεξιά. Vasilis Andreits obeyed and turned right. Όμως δρόμος πάντα δε φαινόταν. But the road never seemed to appear. Προχώρησαν έτσι κάμποση ώρα. They proceeded for quite some time. Ο αέρας δυνάμωνε και το χιόνι επίσης. The wind was strengthening and the snow as well.

- Κατά πως φαίνεται, Βασίλη Αντρέιτς, χάσαμε ολότελα το δρόμο, παρατήρησε ξαφνικά ο Νικήτα μ' ένα χαιρέκακο ύψος. |||||||||||||||maliciously happy| - It seems, Vasili Andreitch, we have completely lost the way, Nikita suddenly remarked with a malicious tone. Τι είναι εκείνο, εκεί; - πρόσθεσε δείχνοντας κάποια μαύρα κοτσάνια πατάτας, που πρόβαλαν κατ' απ' το χιόνι. |||||||||potato|||||| What is that, over there? - he added, pointing at some black potato stems that were sticking out of the snow.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε το άλογο που ήτανε πια καταϊδρωμένο και * με κόπο μετακινούσε τα πόδια του. Vasilis Andreits stopped the horse which was now sweating and was struggling to move its legs.

- Τι είναι; - ρώτησε. - What is it? - he asked.

- Είναι, πως βρεθήκαμε στον κάμπο του Ζαχάροβσκι. ||||||Zaharovski - It's how we found ourselves in the plain of Zahárovsky. Να που βρισκόμαστε. Here we are.

- Ψέματα λες, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς. - You're lying, whined Vasily Andreitch.

-  Δε λέω ψέματα, Βασίλη Αντρέιτς. I am not lying, Vassilis Andreits. Αλήθεια σου λέω, επέμεινε ο Νικήτα. I am telling you the truth, Nikita insisted. Αυτό νιώθετε κι απ' το έλκηθρο ακόμα, πως περνάμε πάνω από πατατοχώραφα. |||||||||||potato fields You can feel it even from the sled, that we are passing over potato fields. Να κι οι σωροί παραπέρα, που ετοίμασαν τα κοτσάνια για να τα κουβαλήσουν. And here are the piles over there, that the stems have prepared to carry them. Είναι τα χωράφια της φάμπρικας Ζαχάροβσκι. They are the fields of the Zahorovski factory.

- Για φαντάσου, που βρεθήκαμε! - Imagine where we ended up! - απόρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Vasili Andreits was puzzled. Και τώρα τι γίνεται; Μπορείς να μου πεις; And now what happens? Can you tell me?

- Το μόνο, να προχωρήστε όλο ίσια και κάπου θα μας βγάλει η άκρη. - The only thing is to keep going straight and somewhere the edge will lead us. Αν όχι στη Ζαχάροβκα, όμως μπορεί να βρεθούμε στο αρχοντικό. |||Zaharovka|||||| If not in Zahárovka, then we can meet at the mansion.

Ο Βασίλη Αντρέιτς παραδέχτηκε τη γνώμη του και τράβηξε ίσα. Vasilis Andreitj admitted his opinion and drew straight. Προχώρησαν έτσι αρκετή ώρα. They proceeded like this for quite a while. Πότε περνούσαν από γυμνωμένα χωράφια και το έλκηθρο σκόνταφτε και τραμπαλιζόταν πάνω στους παγωμένους σβώλους τα χώματα. ||||||||||||||clods|| Sometimes they passed through bare fields and the sled stumbled and swayed over the frozen clumps of soil. Πότε πάλι περνούσαν από χωράφια θερισμένα που ανάμεσα απ' το χιόνι διακρίνονταν τ' απομεινάρια της θερισμένης φθινοπωριάτικης κι ανοιξιάτικης σποράς, κάποια αχυράκια που στροβιλίζονταν στην πνοή του αέρα. |||||||||||||||||||sowing|||||||| At other times they passed through harvested fields where the remnants of the harvested autumn and spring sowings were visible among the snow, some straws swirling in the breath of the wind. Πότε πάλι περνούσαν από βαθύ και παντού το ίδιο κατάλευκο και ομαλό χιόνι, που τίποτ' άλλο δε διακρινόταν ανάμεσά του. Occasionally they passed through deep and uniformly white, smooth snow, where nothing else could be seen among it.

Το χιόνι έπεφτε από πάνω και κάπου-κάπου υψωνόταν και κάτωθέ τους. ||||||||||beneath| The snow was falling from above and now and then it was rising beneath them. Το άλογο ήτανε φανερό, ότι είχε κουραστεί πια. It was clear that the horse was tired by now. Πνιγόταν στον ιδρώτα και προχωρούσε αργά. It was choking in sweat and moving slowly. Ξαφνικά παραπάτησε και βρέθηκε χωμένο σε κάποια λακκούβα, άγνωστο αν ήτανε χαντάκι ή ρεματιά. |||||||||||||stream Suddenly he tripped and found himself stuck in some puddle, it was unclear whether it was a ditch or a ravine. Ο Βασίλη Αντρέιτς έκανε να το σταματήσει. Vasilis Andreits tried to stop it. Μα ο Νικήτα έμπηξε τις φωνές. But Nikitas shouted loudly.

- Γιατί το σταματάτε; Μια και χώθηκε κάπου, πρέπει να δούμε τι γίνεται τώρα. - Why are you stopping it? Since it got stuck somewhere, we need to see what’s going on now. Έλα, έλα καλό μου, έλα αγαπούλα μου! |||||my dear| Come, come my dear, come my love! - καλόπιασε με χαρούμενη φωνή τ' άλογο, καθώς μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά του, και χώθηκε κι αυτός στο χαντάκι. ||happy|||||||||||||||| - soothe the horse with a cheerful voice, as with one leap it found itself close to him, and it too got stuck in the ditch.

Το άλογο με μια προσπάθεια τράβηξε το έλκηθρο έξω από το χαντάκι, στην απέναντι μεριά. The horse pulled the sled out of the ditch with a single effort, on the opposite side.

- Πού βρισκόμαστε λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - So where are we? - asked Vasili Andreich.

- Τώρα θα το μάθουμε! - We'll find out now! - αποκρίθηκε ο Νικήτα. - Nikita replied. Τραβάτε κι όλο κάπου και θα μας βγαλ' η άκρη. |||||||get out|| Keep pulling and surely we'll get to the bottom of it.

- Μα να, εκείνο κει πρέπει να 'ναι το δάσος του Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, δείχνοντας κάτι που μαύριζε ανάμεσα απ' το χιόνι πέρα. ||||||||||Goryachkino||||||||||||| - Look, that must be the forest of Goryatskino, said Vasily Andreyich, pointing to something that was darkening among the snow over there.

- Άμα κοντοζυγώνουμε, θα το δούμε, αυτό το δάσος, γκρίνιασε ο Νικήτα. |get closer||||||||| - 'If we get closer, we'll see it,' Nikitas complained.

Ο Νικήτα έβλεπε πως από τη μεριά που φαινόταν κείνο που μαύριζε, ο αέρας ξεπετούσε κάποια στενόμακρα φύλλα κι απ' αυτό καταλάβαινε πως δεν δάσος, μα συνοικισμός, όμως δεν είχε διάθεση να το πει. ||||||||||||||was blowing over||||||||||||||||||| Nikitas could see that from the side where that dark area was visible, the wind was blowing some narrow leaves away, and from this, he understood that it wasn't a forest but a settlement; however, he didn't feel like saying it. Και πραγματικά, δεν πρόλαβαν ν' απομακρυνθούν μήτε δέκα οργιές από το χαντάκι, όταν βρέθηκαν μπροστά σε δέντρα που υψώνονταν, κι ανάδιναν κάποιο μελαγχολικό θρόισμα. ||||||||fathoms||||||||||||gave off||| And indeed, they didn't manage to move more than ten fathoms from the ditch when they found themselves in front of trees that rose up, emitting a somewhat melancholic rustle. Ο Νικήτα σωστά το είχε μαντέψει. Nikitas had guessed it correctly. Δεν επρόκειτο για δάσος, παρά για μια σειρά ψηλά δέντρα, που διατηρούσαν ακόμα κάπου-κάπου μερικά φύλλα, που παράδερναν στην πνοή του αέρα. It was not a forest, but rather a series of tall trees that still retained a few leaves here and there, fluttering in the breeze. Τα δέντρα αυτά πρέπει να τα είχαν φυτεμένα στο χαντάκι κάποιου αλωνιού. |||||||||||threshing floor These trees must have been planted in the ditch of some threshing floor. Σαν κοντοζύγωσαν στα δέντρα που τόσο μελαγχολικά βούιζαν καθώς τ' ανατάραζε ο χειμωνιάτικος αέρας, το άλογο σήκωσε ξαφνικά τα μπροστινά πόδια του ψηλά, ύστερα και τα πισινά και τράβηξε σ' ένα ψήλωμα το έλκηθρο, ύστερα έστριψε αριστερά και προχώρησε δίχως να χώνεται στο χιόνι ίσαμε το γόνατο. |approached||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| As they approached the trees that were buzzing so melancholically as the winter wind stirred them, the horse suddenly lifted its front legs high, then its hind legs, and pulled the sled up a rise, then turned left and moved forward without sinking into the snow up to its knees. Είχανε βρεθεί πια σε δρόμο. They had already found themselves on a road.

- Να, που φτάσαμε κιόλας, μα δεν ξέρομε πού, είπε ο Νικήτα. - Look, we've arrived already, but we don't know where, said Nikita.

Το άλογο δίχως να παραδέρνει, τράβηξε στον πατημένο δρόμο και δεν πρόλαβαν να κάνουν μήτε σαράντα οργιές, όταν είδαν να μαυρίζει παραμπρός κάποιο μακρόστενο αμπάρι που η σκεπή του ήτανε πέρα για πέρα πασπαλισμένη με παχύ στρώμα χιονιού, κι ο δυνατός αέρας δεν τ' άφηνε στιγμή ήσυχο. ||||straying|||||||||||||||||up ahead|||hold|||||||||sprinkled||||||||||||| The horse, without straying, headed down the beaten path and they had barely made forty fathoms when they saw ahead a long, dark barn whose roof was completely sprinkled with a thick layer of snow, and the strong wind did not leave it quiet for a moment. Σαν προσπέρασαν το αμπάρι, ο δρόμος έστριβε από τη μεριά του αέρα και το έλκηθρο βρέθηκε πάνω σε σωριασμένο χιόνι. |||hold|||||||||||||||| As they passed the barn, the road turned from the side of the wind and the sleigh found itself on a heap of snow. Μα παραμπρός διακρινόταν κάποιο στενό, ανάμεσα σε δυο σπίτια κι αυτό σήμαινε πως ο αέρας είχε σωριάσει κείνο το χιόνι κι έπρεπε να το περάσουν. ||||||||||||||||dumped|||||||| But ahead, a narrow passage was visible between two houses, which meant that the wind had piled up that snow and they had to get through it. Και πραγματικά, άμα πέρασαν πάνω από το χιονοσωρό, βρέθηκαν σε δρόμο. |||||||snow pile||| And in fact, when they passed over the snowdrift, they found themselves on a road. Στην αυλή του ακρινού σπιτιού έμεναν απλωμένα και παράδερναν απελπιστικά στα φυσήματα του αέρα ρούχα της μπουγάδας: δυο πουκάμισα, το ένα άσπρο και το άλλο κόκκινο, σώβρακο, λουρίδες πανί που τυλίγουν τα πόδια αντί για κάλτσες και μια φούστα. |||of Akrinou|||||||||||||||||||||||underwear|||||||||||| In the yard of the distant house, clothes from the wash were spread out and desperately fluttering in the gusts of the wind: two shirts, one white and the other red, underwear, strips of cloth that wrap around the legs instead of socks, and a skirt. Τα ρούχα είχανε παγώσει και κουνιόταν μονοκόμματα στον αέρα. ||||||in one piece|| The clothes had frozen and were swaying stiffly in the air. Πιότερο απ' όλα το άσπρο πουκάμισο, με τεντωμένα τα μακριά μανίκια του. Above all, the white shirt, with its long sleeves stretched out.

- Για κοίτα κει την τεμπέλα γυναίκα που παράτησε απλωμένα τα ρούχα γιορτή-μέρα, λες κι απόθανε, παρατήρησε ο Νικήτα καθώς αντίκρισαν τα ρούχα. |||||||||||||||died||||||| - Look over there at the lazy woman who left the clothes out on a holiday, as if she had died, Nikita remarked as they saw the clothes.