1.3 Το μυστήριο του άλσους Λώρινστον (1)
1.3 Το μυστήριο του άλσους Λώρινστον
Ομολογώ πως ήμουν σημαντικά ξαφνιασμένος από ετούτη την νεώτερη απόδειξη της πρακτικής φύσης των θεωριών του συντρόφου μου. Ο σεβασμός μου προς τις αναλυτικές του ικανότητες αυξήθηκε αφάνταστα. Παρέμενε ακόμη κάποιο ίχνος υποψίας στο μυαλό μου, εντούτοις, πως το όλο θέμα αποτελούσε ένα συμφωνημένο επεισόδιο, με την πρόθεση να με αφήσει έκθαμβο, μολονότι ποιον στο καλό σκοπό θα ήταν δυνατόν να έχει για να με ξεγελάσει υπερέβαινε τα όρια της κατανόησης μου. Όταν τον κοίταξα είχε τελειώσει την ανάγνωση του μηνύματος, και τα μάτια του είχαν λάβει την απλανή μουντή έκφραση η οποία εκδήλωνε διανοητική αφαίρεση.
«Πως στο καλό το συμπέρανες;» ρώτησα. «Συμπέρανα τι;» είπε εκείνος, αψίθυμα. «Μα, πως επρόκειτο για απόστρατο λοχία των
Πεζοναυτών;» «Δεν έχω χρόνο για μικροπράγματα», απάντησε,
κοφτά· κατόπιν με ένα χαμόγελο, «Συγχώρεσε την αγένεια μου. Διέκοψες το συλλογισμό μου· όμως ίσως να είναι εξίσου καλό. Ώστε πραγματικά δεν ήσουν σε θέση να δεις πως εκείνος ο άνθρωπος διετέλεσε λοχίας των Πεζοναυτών;»
«Όχι, όντως.»
«Ήταν ευκολότερο να το γνωρίζω από όσο να εξηγήσω πως το γνώριζα. Αν σε ρωτούσαν να αποδείξεις ότι δυο και δυο κάνουν τέσσερα, ίσως να συναντούσες κάποια δυσκολία, αλλά εντούτοις είσαι απολύτως βέβαιος για το γεγονός. Ακόμη και από την απέναντι μεριά του δρόμου ήμουν σε θέση να διακρίνω μια μεγάλη μπλε άγκυρα στο τατουάζ στην αναστροφή του χεριού του τύπου. Απόπνεε θάλασσα. Είχε ένα στρατιωτικό παράστημα, ωστόσο, και φαβορίτες βάση του κανονισμού. Ορίστε που έχουμε τον Πεζοναύτη. Επρόκειτο για άνθρωπο με κάποια σχετική υπεροψία και έναν συγκεκριμένο αέρα διοικούντος. Θα πρέπει να παρατήρησες τον τρόπο κατά τον οποίο σήκωνε το κεφάλι του και περιέστρεφε το μπαστούνι του. Ένας μετρημένος, καθωσπρέπει, μεσήλικας, επίσης, κατά πως έδειχνε—όλα τα στοιχεία με οδήγησαν να θεωρήσω πως είχε διατελέσει λοχίας.»
«Υπέροχα!» αναφώνησα.
«Κοινότυπο», είπε ο Χολμς, ωστόσο έκρινα, από την έκφραση του, πως ήταν ικανοποιημένος από την πρόδηλη έκπληξη και τον θαυμασμό μου. «Είπα τώρα μόλις πως δεν υπάρχουν εγκληματίες. Καθώς φαίνεται έσφαλα—δες εδώ!» Μου πέταξε το σημείωμα το οποίο είχε φέρει ο ένστολος.»
«Μα», φώναξα, καθώς έστρεψα τα μάτια μου πάνω του, «είναι τρομερό!»
«Πράγματι δείχνει να είναι λιγάκι εκτός του συνηθισμένου», σχολίασε, ήρεμα. «Θα σε πείραζε να το διαβάσεις δυνατά;»
Αυτό είναι το γράμμα το οποίο του διάβασα—
«ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ Κε ΣΕΡΛΟΚ ΧΟΛΜΣ,—
Έλαβε χώρα μια δυσάρεστη κατάσταση κατά την νύχτα στον αριθμό 3, του Άλσους Λώριστον, σε πάροδο επί του δρόμου του Μπρίξτον. Ο άνθρωπος μας ο οποίος βρισκόταν σε περιπολία είδε φως εκεί περί τις δυο το πρωί, και καθώς επρόκειτο περί μιας κενής οικίας, υποπτεύθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρήκε την πόρτα ανοικτή, και στο μπροστινό δωμάτιο, το οποίο είναι γυμνό από επίπλωση, ανακάλυψε το σώμα ενός κυρίου, καλοντυμένου, και έχοντας κάρτες στην τσέπη του οι οποίες φέρουν το όνομα ‘Ενοκ Τ. Ντρέμπερ, Κλήβελαντ, Οχάιο, Η.Π.Α.' Δεν υπήρξε ληστεία, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο σχετικά με τον τρόπο υπό τον οποίο ο άνθρωπος βρήκε τον θάνατο. Υπάρχουν ίχνη αίματος στο δωμάτιο, όμως δεν υπάρχει κανένα τραύμα επάνω του. Βρισκόμαστε σε πλήρη αμηχανία σχετικά με το πώς μπήκε στο άδειο σπίτι· στην πραγματικότητα, η όλη υπόθεση είναι μια σπαζοκεφαλιά. Αν μπορείς να περάσεις από το σπίτι οποιαδήποτε ώρα πριν τις δώδεκα, θα με βρεις εκεί. Άφησα τα πάντα σε status quo (ισχύουσα κατάσταση) μέχρι να έχω νέα σου. Αν δεν κατορθώσεις να έρθεις θα σου δώσω πληρέστερα στοιχεία, και θα το εκλάμβανα ως εξαιρετική καλοσύνη αν με διευκόλυνες με την γνώμη σου. Διατελώ μετά τιμής,
«ΤΟΜΠΑΙΑΣ ΓΚΡΕΓΚΣΟΝ.»
«Ο Γκρέγκσον είναι από τους ανθρώπους της Σκότλαντ Γιάρντ», σχολίασε ο φίλος μου· «εκείνος και ο Λεστρέιντ αποτελούν τον αφρό από όλα τα κουμάσια. Είναι και οι δυο οξυδερκείς και δραστήριοι, πάρα ταύτα συμβατικοί—εκπληκτικά συμβατικοί. Βρίσκονται επίσης στα μαχαίρια μεταξύ τους. Είναι τόσο ζηλόφθονοι όσο ένα ζευγάρι καλλονών καριέρας. Θα έχει πλάκα η υπόθεση αν βρεθούν και οι δυο στην ίδια οσμή.»
Έμεινα έκπληκτος με τον ήρεμο τρόπο με τον οποίο κελάρυζε. «Το βέβαιον είναι πως δεν πρέπει να χαθεί ούτε στιγμή», φώναξα, «να πάω να σου καλέσω ένα αμάξι;»
«Δεν είμαι σίγουρος σχετικά με το αν θα πάω. Είμαι ο πλέον αθεράπευτα τεμπέλης διαβολάκος που έζησε και περπάτησε —φυσικά, όταν με έχει πιάσει η κρίση μου, διότι μπορώ να γίνω αρκετά δραστήριος κατά καιρούς.»
«Μα, πρόκειται ακριβώς για μια ευκαιρία σαν αυτές που λαχταρούσες.»
«Αγαπητέ μου φίλε, τι σημασία έχει για μένα. Υποθέτοντας πως ξεδιαλύνω την όλη υπόθεση, να είσαι βέβαιος πως ο Γκρέγκσον, ο Λεστρέιντ, και οι Συνεργάτες θα τσεπώσουν όλα τα εύσημα. Αυτό συμβαίνει όταν είσαι ανεπίσημο προσωπικό.»
«Μα σε εκλιπαρεί να τον βοηθήσεις.»
«Ναι. Γνωρίζει πως είμαι ανώτερος του, και το αποδέχεται ενώπιον μου· ωστόσο θα έκοβε την γλώσσα του πριν το παραδεχθεί ενώπιον τρίτου. Εντούτοις, θα μπορούσαμε επίσης να πάμε και να ρίξουμε μια ματιά. Θα το επιλύσω με τον δικό μου τρόπο. Ίσως και να γελάσω μαζί τους αν δεν έχω κάτι άλλο. Έλα!»
Φόρεσε βιαστικά το πανωφόρι του, και κινήθηκε με φούρια κατά τρόπο που έδειχνε πως μια κρίση δραστηριότητας είχε διαδεχθεί εκείνη της απάθειας.
«Πάρε το καπέλο σου», είπε. «Θέλεις να έρθω μαζί σου;» «Ναι, αν δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις.» Μια στιγμή αργότερα βρισκόμασταν και οι δυο σε μια δίτροχη άμαξα, η οποία κατηφόριζε βιαστικά προς τον δρόμο του Μπρίξτον.
Ήταν ένα ομιχλώδες, συννεφιασμένο πρωινό, και ένα υπόφαιο πέπλο κρεμόταν πάνω από τις στέγες των σπιτιών, μοιάζοντας με αντανάκλαση των λασπόχρωμων δρόμων χαμηλότερα. Ο σύντροφος μου είχε τα κέφια του, και φλυαρούσε σχετικά με τα βιολιά της Κρεμόνα, και την διαφορά μεταξύ ενός Στραντιβάριους και ενός Αμάτι. Όσο για μένα, ήμουν σιωπηλός, γιατί ο μουντός καιρός και η θλιβερή δουλειά στην οποία είχαμε εμπλακεί, μου προκαλούσε κατάθλιψη.
«Δεν δείχνεις να δίνεις ιδιαίτερη σκέψη στο προκείμενο θέμα», είπα τελικά, διακόπτοντας τη μουσική πραγματεία του Χολμς.
«Δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία», απάντησε. «Αποτελεί καίριο σφάλμα να προβαίνεις σε θεωρίες πριν να έχεις στην διάθεση σου όλα τα στοιχεία. Επηρεάζει αρνητικά την κρίση.»
«Θα έχεις τα στοιχεία σου σύντομα», σχολίασα, δείχνοντας με το δάκτυλο μου· «αυτή είναι η Οδός Μπρίξτον, και αυτό είναι το σπίτι, αν δεν πέφτω εντελώς έξω.»
«Έτσι είναι. Σταμάτα, αμαξά, σταμάτα!» Σταθήκαμε εκατό ή κάπου τόσα μέτρα μακρύτερα, όμως εκείνος επέμεινε να αποβιβασθούμε, και να τελειώσουμε το ταξίδι μας πεζοί.
Το νούμερο 3, του Άλσους Λώρινστον είχε μια δυσοίωνη και απειλητική εμφάνιση. Ήταν ένα από τα τέσσερα που υψώνονταν κάπως μακρύτερα από τον δρόμο, δυο κατειλημμένα και δυο κενά. Τα τελευταία κοιτούσαν έξω από τρία διαζώματα αδειανών μελαγχολικών παράθυρων, τα οποία ήταν κενά και καταθλιπτικά, εκτός από κάποιο «προς ενοικίαση» που και που αναρτημένο σαν καταρράχτης πάνω στα θολωμένα τζάμια. Ένας μικρός κήπος πασπαλισμένος από διάσπαρτα ασθενικά φυτά χώριζαν καθένα από εκείνα τα σπίτια από τον δρόμο, και διασχιζόταν από ένα στενό μονοπάτι, κιτρινωπό σε χρώμα, και αποτελούμενο προφανώς από ένα μίγμα αργίλου και χαλικιού. Όλο το μέρος ήταν εξαιρετικά λασπωμένο από την βροχή η οποία είχε πέσει κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο κήπος περιφραζόταν από ένα πλίνθινο τοίχο ενός μέτρου με μια παρυφή από ξύλινα κιγκλιδώματα στην κορυφή του, και πάνω στον τοίχο ακουμπούσε ένας γεροδεμένος αστυνομικός, περικυκλωμένος από ένα μικρό πλήθος χασομέρηδων, οι οποίοι ξελαιμιάζονταν και στριφογύριζαν τα μάτια τους στη μάταιη ελπίδα να ξεχωρίσουν κάτι από την δραστηριότητα εντός.
Είχα φαντασθεί πως ο Σέρλοκ Χολμς θα είχε σπεύσει να μπει μέσα στο σπίτι και να βουτήξει στη μελέτη του μυστηρίου. Τίποτα δεν φάνηκε να απέχει περισσότερο από την πρόθεση του. Με έναν αέρα αδιαφορίας ο οποίος, υπό τις περιστάσεις, μου έδινε την εντύπωση πως έφθανε στα όρια του εντυπωσιασμού, κινήθηκε νωχελικά από τη μια άκρη του πεζοδρομίου ως την άλλη, κοιτάζοντας με απάθεια το έδαφος, τον ουρανό, τα αντικρινά σπίτια, και την γραμμή του κιγκλιδώματος. Έχοντας τελειώσει την εξονυχιστική του εξέταση, συνέχισε κατηφορίζοντας αργά το μονοπάτι, ή μάλλον τις παρυφές του χορταριού το οποίο το πλαισίωνε, κρατώντας τα μάτια του καρφωμένα στο έδαφος. Δυο φορές στάθηκε, και κάποια στιγμή τον είδα να χαμογελά, και τον άκουσα να βγάζει ένα επιφώνημα ικανοποίησης. Υπήρχαν αρκετά ίχνη πατημασιών πάνω στο βρεγμένο αργιλώδες έδαφος, ωστόσο αφού οι αστυνομικοί είχαν περάσει και ξαναπεράσει από πάνω του, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω πως ο σύντροφος μου μπορούσε να ελπίζει να μάθει κάτι από εκεί. Εντούτοις είχα ακόμη τόσο εξαιρετικές αποδείξεις της οξύτητας των διορατικών ικανοτήτων του, ώστε δεν αμφέβαλα πως ήταν σε θέση να αντιληφθεί αρκετά τα οποία παρέμεναν κρυμμένα από εμένα.
Στην είσοδο της οικίας μας συνάντησε ένας ψηλός, χλωμός, ανοιχτόξανθος άντρας, με ένα σημειωματάριο στα χέρια του, ο οποίος όρμησε και έσφιξε το χέρι του συντρόφου μου διαχυτικά. «Είναι πράγματι καλοσύνη σου να έρθεις», είπε, «φρόντισα τα πάντα να μείνουν απείραχτα.»
«Εκτός αυτού!» ο φίλος μου απάντησε, υποδεικνύοντας το μονοπάτι. «Ένα κοπάδι από βουβάλια να είχε περάσει από εδώ δεν θα είχε προκαλέσει τόσο μεγάλο χάλι. Δίχως αμφιβολία, όμως θα εξήγαγες τα δικά σου συμπεράσματα, Γκρέγκσον, πριν το επιτρέψεις.»
«Έπρεπε να κάνω τόσο πολλά εντός του κτιρίου», είπε ο ντετέκτιβ αποφεύγοντας το ερώτημα. «Ο συνάδελφος μου, Κος Λεστρέιντ βρίσκεται εδώ. Είχα εμπιστευθεί σε εκείνον να το αναλάβει.»
Ο Χολμς μου έριξε μια ματιά και ανασήκωσε τα φρύδια του σαρδόνια. «Με δυο άντρες όπως εσύ και ο Λεστρέιντ στην περιοχή, δεν θα υπάρχουν πολλά για να ανακαλύψει κάποιος τρίτος», είπε.
Ο Γκρέγκσον έτριψε τα χέρια του με έναν κάπως αυτάρεσκο τρόπο. «Θεωρώ πως κάναμε όλα όσα ήταν δυνατόν να γίνουν», απάντησε· «είναι μια αλλόκοτη υπόθεση ωστόσο, και γνώριζα την προτίμηση σου για τέτοιες καταστάσεις.»
«Δεν ήρθες εδώ με αμάξι;» ρώτησε ο Σέρλοκ Χολμς. «Όχι, κύριε.» «Ούτε ο Λεστρέιντ;»
«Όχι, κύριε.»
«Τότε πάμε να δούμε το δωμάτιο.» Με το οποίο ανακόλουθο σχόλιο προχώρησε εντός της οικίας, ακολουθούμενος από τον Γκρέγκσον, του οποίου τα χαρακτηριστικά εξέφραζαν την έκπληξη του.
Ένας σύντομος διάδρομος, από γυμνά σανίδια και σκονισμένος, οδηγούσε στην κουζίνα και τους χώρους υπηρεσίας. Δυο πόρτες ανοίγονταν από αυτόν αριστερά και δεξιά. Μια εξ' αυτών είχε εμφανώς παραμείνει κλειστή επί πολλές εβδομάδες. Η άλλη άνηκε στην τραπεζαρία, η οποία αποτελούσε τον χώρο στον οποίο η μυστηριώδη υπόθεση είχε λάβει χώρα. Ο Χολμς μπήκε μέσα, και τον ακολούθησα με εκείνο το πνιγηρό συναίσθημα στην καρδιά μου το οποίο η παρουσία του θανάτου εμπνέει.
Επρόκειτο για ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, το οποίο έδειχνε ακόμη μεγαλύτερο εξαιτίας της απουσίας κάθε επίπλωσης. Μια φανταχτερή ταπετσαρία κοσμούσε τους τοίχους, όμως στιγματιζόταν κατά τόπους από ερυσίβη, και κατά τόπους μεγάλες λωρίδες είχαν αποκολληθεί και κρέμονταν, αφήνοντας να φανεί ο σοβάς από κάτω. Απέναντι από την πόρτα υπήρχε ένα επιδεικτικό τζάκι, πλαισιωμένο (surmounted) από ένα γείσο απομίμησης λευκού μάρμαρου. Σε μια γωνία του βρισκόταν λιωμένο το υπόλοιπο ενός κόκκινου κεριού. Το μοναδικό παράθυρο ήταν τόσο βρώμικο ώστε το φως ήταν συγκεχυμένο και ασαφές, προσδίδοντας μια μουντή γκριζωπή απόχρωση, η οποία ενισχυόταν από ένα παχύ στρώμα σκόνης το οποίο κάλυπτε ολόκληρο τον χώρο.
Όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις παρατήρησα μετέπειτα. Την τρέχουσα στιγμή η προσοχή μου ήταν εστιασμένη επί της μοναδικής θλιβερής ασάλευτης μορφής η οποία κειτόταν πάνω στο σανίδι, με τα απλανή μάτια να ατενίζουν δίχως να βλέπουν το ξεθωριασμένο ταβάνι. Επρόκειτο για έναν άντρα περί τα σαράντα-τρία ή σαράντα- τέσσερα χρόνια του, μετρίου αναστήματος, με πλατιούς ώμους, σγουρά μαλλιά, και κοντή αξύριστη γενειάδα. Φορούσε μια βαριά ρεντιγκότα και γιλέκο, ανοιχτόχρωμο παντελόνι, και άψογο κολάρο και μανσέτες. Ένα ψηλό καπέλο, καλά βουρτσισμένο και περιποιημένο, βρισκόταν ακουμπισμένο στο πάτωμα πλάι του. Τα χέρια του ήταν σφιγμένα και τα μπράτσα του διάπλατα ανοικτά, ενώ τα κάτω άκρα του ήταν διπλωμένα (interlocked) λες και η επιθανάτια αγωνία του υπήρξε εξαιρετικά οδυνηρή. Στο παγωμένο του πρόσωπο παρέμενε μια έκφραση τρόμου, και όμως μου έδωσε την εντύπωση, μίσους, που παρόμοιο του δεν είχα αντικρίσει σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η κακόβουλη και τρομερή σύσπαση, συνδυασμένη με το χαμηλό του μέτωπο, την πλατιά μύτη, και η προτεταμένη σιαγώνα του έδινε στον νεκρό άντρα μια μοναδικά πιθηκίσια (simian and ape-like) εμφάνιση, η οποία εντεινόταν από την κουλουριασμένη, αφύσικη στάση. Έχω αντικρίσει τον θάνατο σε πολλές μορφές, όπως ποτέ δεν μου προέκυψε σε μια πιο φοβερή μορφή από όσο σε εκείνον το σκοτεινό ρυπαρό χώρο, ο οποίος έβλεπε σε μια από τις σημαντικές οδικές αρτηρίες του προαστιακού Λονδίνου.