2.1 Στην μεγάλη κοιλάδα του Αλκάλι (2)
Αν ο περιπλανώμενος είχε παραμείνει ξύπνιος για άλλη μισή ώρα ένα περίεργο θέαμα θα είχε συναντήσει τα μάτια του. Πολύ μακριά στην άλλη άκρη του αλκαλικού κάμπου σηκώθηκε ένα μικρό σύννεφο σκόνης, πολύ αμυδρό στην αρχή, αλλά σταδιακά μεγαλώνοντας σε ύψος και σε πλάτος ώσπου σχημάτισε ένα συμπαγές, ξεκάθαρο σύννεφο. Το σύννεφο συνέχισε να μεγαλώνει μέχρι που έγινε φανερό πως μπορούσε μονάχα να προέλθει από μια πληθώρα κινούμενων πλασμάτων. Σε περισσότερο γόνιμα εδάφη ο παρατηρητής θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ένα από εκείνα τα μεγάλα κοπάδια Βισόνων που βοσκούσαν στη στέπα τους πλησίαζε. Όμως αυτό ήταν προφανώς αδύνατον σε ετούτη την άνυδρη ερημιά. Καθώς ο στρόβιλος της σκόνης πλησίασε στο μοναχικό απόκρημνο βράχο πάνω στον οποίο οι δυο χαμένοι (castaway) αναπαυόντουσαν, οι καλυμμένες από καραβόπανο άμαξες και οι φιγούρες οπλισμένων καβαλάρηδων άρχισαν να ξεχωρίζουν μέσα από την καταχνιά, και το όραμα αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για καραβάνι στο ταξίδι του από την Δύση. Αλλά τι καραβάνι! Όταν η αρχή του είχε φτάσει στην βάση των βουνών, το τέλος δεν ήταν ακόμη ορατό στον ορίζοντα. Καταμεσής του πελώριου κάμπου απλώθηκε ο αραιός σχηματισμός, άμαξες και κάρα, άντρες πάνω σε άλογα, και άντρες πεζοί. Αναρίθμητες γυναίκες που βάδιζαν παραπατώντας κάτω από το φορτίο, και παιδιά που στρατάριζαν πλάι στις άμαξες η κρυφοκοίταζαν κάτω από τα λευκά καλύμματα. Ήταν προφανές πως δεν αποτελούσαν συνηθισμένη ομάδα μεταναστών, αλλά περισσότερο κάποιο νομαδικό λαό που είχε αναγκασθεί υπό την πίεση των περιστάσεων να αναζητήσουν μια νέα γη. Στην ατμόσφαιρα υψωνόταν ένα συνονθύλευμα από κροταλίσματα και ποδοβολητά από ετούτη τη μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων, παρέα με το τρίξιμο από ρόδες και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων. Όσο δυνατό κι αν ήταν, δεν ήταν αρκετό για να ξυπνήσει τους δυο κουρασμένους οδοιπόρους από πάνω τους.
Στην κορυφή της φάλαγγας ίππευε ένας μεγάλος αριθμός από βλοσυρούς, σκληροτράχηλους άντρες, ντυμένους με σκουρόχρωμα χειροποίητα ρούχα κι οπλισμένους με τουφέκια. Φτάνοντας στη βάση του απόκρημνου βράχου σταμάτησαν, και προέβησαν σε ένα μικρό συμβούλιο μεταξύ τους.
«Τα πηγάδια είναι προς τα δεξιά, αδέλφια μου», είπε κάποιος, ένας καλοξυρισμένος άντρας με σφιγμένα χείλη και ψαρά μαλλιά.
«Στα δεξιά της Σιέρα Μπλάνκο —έτσι θα φτάσουμε τον Ριο Γκράντε», είπε κάποιος άλλος.
«Μην φοβάστε για νερό», είπε ο τρίτος. «Εκείνος που το έβγαλε μέσα από τους βράχους δεν θα εγκαταλείψει Τον εκλεκτό λαό του.»
«Αμην! Αμην!» αποκρίθηκε ολόκληρη η ομάδα.
Επρόκειτο να συνεχίσουν το ταξίδι τους όταν ένας από τους νεώτερους με μάτια αετού έβγαλε ένα επιφώνημα και έδειξε προς τον απότομο γκρεμό από πάνω τους. Από την κορυφή του ανέμιζε μια μικρή φούντα από ροζ, ξεχωρίζοντας καθαρά ενάντια στα γκρίζα βράχια από πίσω. Στη θέα αυτή υπήρξε καθολικό τράβηγμα των χαλιναριών και ξεθηκάρωμα των όπλων, ενώ καινούργιοι καβαλάρηδες ήρθαν καλπάζοντας για να ενισχύσουν την εμπροσθοφυλακή. Η λέξη ‘Ερυθρόδερμοι' βρισκόταν στα χείλη όλων τους.
«Είναι αδύνατον να υπάρχουν κοκκινιάρηδες εδώ», είπε ο ηλικιωμένος άντρας που εμφανιζόταν ως ο επικεφαλής. «Περάσαμε τους Πόουνυ, και δεν υπάρχουν άλλες φυλές μέχρι να διασχίσουμε τα μεγάλα βουνά.»
«Να πάω μπροστά και θα δω, Αδελφέ Στάνγκερσον;», ρώτησε ένας από την σπείρα.
«Κι εγώ», «κι εγώ», φώναξαν μια ντουζίνα φωνές.
«Αφήστε τα άλογα σας από κάτω και θα σας περιμένουμε εδώ», απάντησε ο Ηλικιωμένος. Στη στιγμή οι νεαροί είχαν αφιππεύσει, δέσει τα άλογα τους, κι ανέβαιναν στην απόκρημνη πλαγιά η οποία θα τους οδηγούσε σε αυτό που είχε εξάψει την περιέργεια τους. Προχωρούσαν γοργά και αθόρυβα, με τη σιγουριά και την ευελιξία έμπειρων ανιχνευτών. Όσοι τους παρακολουθούσαν από τον κάμπο τους έβλεπαν να αλαφροπατούν από βράχο σε βράχο ώσπου οι φιγούρες τους ξεχώρισαν ενάντια στον ουρανό. Ο νεαρός που είχε αρχικά δώσει το σήμα συναγερμού πήγαινε μπροστά τους. Ξαφνικά όσοι τον ακολουθούσαν τον είδαν να τινάζει τα χέρια του πάνω σα να είχε καταληφθεί από έκπληξη, και φτάνοντας τον επηρεάστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο από το θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους.
Στο μικρό πλάτωμα το οποίο στεφάνωνε το γυμνό λόφο υψωνόταν ένας μοναδικός γιγάντιος βράχος, και πάνω στον βράχο αναπαυόταν ένας ψηλός άντρας, με μακριά γενειάδα και σκληρά χαρακτηριστικά, μα υπερβολικά αδύνατος. Το γαλήνιο πρόσωπο του και η κανονική αναπνοή του έδειχνε πως κοιμόταν βαθιά. Πλάι βρισκόταν ακουμπισμένο ένα παιδάκι, με τα στρογγυλά λευκά του χεράκια να αγκαλιάζουν τον ηλιοκαμένο μυώδη λαιμό του, και το χρυσόμαλλο κεφαλάκι της να αναπαύεται πάνω στο στήθος του βαμβακερού χιτωνίου του. Τα ροδαλά της χειλάκια ήταν μισάνοιχτα, αφήνοντας να φανεί μια σειρά από κατάλευκα δόντια, κι ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο παιχνίδιζε στα παιδικά της χαρακτηριστικά. Τα παχουλά λευκά ποδαράκια κατέληγαν σε λευκές κάλτσες κι όμορφα παπούτσια με γυαλιστερές αγκράφες, παρουσιάζοντας μια περίεργη αντίθεση με τα μακριά συρρικνωμένα μέλη του συντρόφου της. Στην άκρη του βράχου πάνω από το παράξενο ζευγάρι στέκονταν τρεις ακούνητοι γύπες, οι οποίοι, στη θέα των νεοαφιχθέντων έβγαλαν τραχιές κραυγές απογοήτευσης και πέταξαν βαρύθυμα μακριά.
Οι κραυγές των βρωμερών πουλιών ξύπνησαν τους δυο κοιμισμένους οι οποίοι κοίταξαν ολόγυρα τους ξαφνιασμένα. Ο άντρας παραπατώντας σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε κάτω προς τον κάμπο που τόσο ερημωμένος ήταν όταν ο ύπνος τον είχε καταβάλλει, και που τώρα διασχιζόταν από τόσους πολλούς ανθρώπους και ζωντανά. Το πρόσωπο του πήρε μια έκφραση δυσπιστίας καθώς παρατηρούσε, και πέρασε το κάτισχνο χέρι του πάνω από τα μάτια του. «Αυτό είναι που αποκαλούν ντελίριο, θαρρώ», μουρμούρισε. Το παιδί στάθηκε πλάι του, βαστώντας την άκρη του πανωφοριού του, και δεν είπε τίποτα μα κοίταξε ολόγυρα της με το απορημένο παιδικό βλέμμα της.
Η ομάδα διάσωσης κατόρθωσαν σύντομα να πείσουν τους δυο παρίες πως δεν επρόκειτο περί ψευδαίσθησης. Ένας τους άρπαξε το κοριτσάκι και το σήκωσε στην αγκαλιά του, καθώς άλλοι δυο στήριξαν τον αδυνατισμένο σύντροφο της και βοηθώντας τον ξεκίνησαν για τις άμαξες.
«Το όνομα μου είναι Τζων Φερριέρ», είπε ο περιπλανώμενος· «εγώ κι ετούτο το μικρό είμαστε ό,τι απέμεινε από είκοσι ψυχές. Οι υπόλοιποι είναι όλοι τους νεκροί από δίψα και πείνα μακρύτερα στα νότια.»
«Κόρη σου είναι;» ρώτησε κάποιος.
«Θαρρώ πως πλέον είναι», αναφώνησε ο άλλος, αποφασιστικά· «είναι κόρη μου γιατί την έσωσα. Κανένας δε θα μου την πάρει. Θα είναι η Λούσυ Φερριέρ από ετούτη εδώ τη μέρα. Ποιοι είστε εσείς, όμως;» συνέχισε, ρίχνοντας ματιές όλο περιέργεια στους γεροδεμένους, ηλιοκαμένους σωτήρες του· «δείχνει να είσαστε μπόλικοι.»
«Κάτι παραπάνω από δέκα χιλιάδες», είπε ένας από τους νεώτερους· «είμαστε τα κατατρεγμένα παιδιά του Θεού— οι διαλεκτοί του Άγγελου Μερονα.»
«Ποτέ μου δεν τον άκουσα», είπε ο περιπλανώμενος. «Φαίνεται πως διάλεξε αρκετούς από σας.»
«Μην χωρατεύεις εκείνο το οποίο είναι ιερό», είπε ο άλλος αυστηρά. «Ανήκουμε σε εκείνους που πιστεύουν στις ιερές γραφές, που γράφθηκαν με Αιγυπτιακά γράμματα πάνω σε πλάκες από χτυπητό χρυσό, οι οποίες παρεδόθησαν στον άγιο Τζόζεφ Σμιθ στην Παλμίρα. Ήρθαμε από το Νόουβο, της πολιτείας του Ιλλινόϊς, όπου και ιδρύσαμε το ναό μας. Ήρθαμε να αναζητήσουμε καταφύγιο από το βίαιο άνθρωπο κι από τον άθεο, έστω κι αν πρόκειται για την καρδιά της ερήμου.»
Το όνομα του Νόουβο εμφανώς επανέφερε μνήμες στο Τζων Φερριέρ. «Καταλαβαίνω», είπε, «είστε οι Μορμόνοι.»
«Είμαστε οι Μορμόνοι», απάντησαν οι σύντροφοι του με μια φωνή.
«Και που πηγαίνετε;»
«Δεν γνωρίζουμε. Το χέρι του Θεού μας οδηγεί υπό το πρόσωπο του Προφήτη μας. Οφείλεις να παρουσιαστείς ενώπιον του. Εκείνος θα κρίνει τι θα γίνει με εσένα.»
Είχαν φτάσει στη βάση του λόφου τη στιγμή εκείνη, και περικυκλώθηκαν από πλήθη προσκυνητών —χλωμές πράες γυναίκες, παιδιά με δυνατό γέλιο, κι ανήσυχοι άντρες με σοβαρά βλέμματα. Πολλές ήταν οι κραυγές έκπληξης και συμπάθειας που υψώθηκαν όταν αντελήφθησαν το νεαρό της ηλικίας του ενός από τους άγνωστους και την κατάντια του άλλου. Οι συνοδεία τους δεν στάθηκε, ωστόσο, μα συνέχισε εμπρός, ακολουθούμενη από ένα μεγάλο πλήθος Μορμόνων, μέχρι που έφτασαν σε μια άμαξα, η οποία ξεχώριζε χάρη στο μεγάλο της μέγεθος και την επιδεικτικότητα και κομψότητα της εμφάνισης της. Έξι άλογα ήταν ζεμένα πάνω της, όταν οι υπόλοιπες ήταν εφοδιασμένες με δυο, είτε, το πολύ, με τέσσερα το κομμάτι. Πλάι στον οδηγό καθόταν ένας άντρας που δεν θα ήταν πάνω από τριάντα, αλλά του οποίου το ογκώδες κεφάλι και η αποφασισμένη του έκφραση τον χαρακτήριζαν ως ηγέτη. Διάβαζε ένα βιβλίο με καφετιά ράχη, όμως καθώς το πλήθος πλησίασε το άφησε στην άκρη, και άκουσε με προσοχή τον απολογισμό του επεισοδίου. Κατόπιν στράφηκε προς τους δυο παρίες.
«Εάν σας είναι να σας πάρουμε μαζί μας», είπε, με αυστηρό ύφος, «θα γίνει μόνον ως πιστούς της πίστης μας. Δεν θα δεχθούμε λύκους εν μέσω του ποιμνίου μας. Αλλιώς καλύτερα να ξασπρίσουν τα κοκάλα σας σε ετούτη την ερημιά παρά να αποδειχθείτε ένας κόκκος σήψης που με τον χρόνο σαπίζει ολόκληρο τον καρπό. Θα έρθετε μαζί μας υπό τους όρους αυτούς;»
«Θαρρώ πως θα έρθω μαζί υπό οποιουσδήποτε όρους», είπε ο Φερριέρ με τέτοια έμφαση που οι αυστηροί πρεσβύτεροι δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν ένα χαμόγελο. Ο αρχηγός τους μονάχα διατήρησε την αυστηρή, επιβλητική του έκφραση.
«Πάρε τον, Αδελφέ Στάνγκερσον», είπε, «δώσε του φαγητό και νερό, όπως και στο παιδί το ίδιο. Ας αποτελέσει καθήκον σου να τον διδάξεις τα ιερά μας δόγματα. Καθυστερήσαμε αρκετά. Εμπρός! Για τη Σιών!»
«Για τη Σιών!» φώναξε το πλήθος των Μορμόνων, και οι λέξεις αντήχησαν από το μακρύ καραβάνι, περνώντας από στόμα σε στόμα μέχρι που έσβησαν σε ένα μουντό μουρμουρητό στην απόσταση. Με μια καμτσικιά και με ένα τρίξιμο από ρόδες οι μεγάλες άμαξες τέθηκαν σε κίνηση, και σύντομα όλο το καραβάνι συνέχισε και πάλι. Ο Πρεσβύτερος, στην φροντίδα του οποίου είχαν οι δυο παραστρατημένοι ανατεθεί, τους οδήγησε στην άμαξα τους, όπου ένα γεύμα τους περίμενε ήδη.
«Θα μείνετε εδώ», είπε. «Σε λίγες μέρες θα έχετε συνέρθει από τις κακουχίες. Εν τω μεταξύ, να θυμάστε πως πλέον και για πάντα ανήκετε στην θρησκεία μας. Ο Μπρίγκχαμ Γιάνγκ το είπε, και μίλησε με την φωνή του Τζόζεφ Σμιθ, που αποτελεί την φωνή του Θεού.