Η Μάχη των Πλαταιών
Το 480 π.Χ, έλαβε χώρα η ναυμαχία της Σαλαμίνας, την οποία από ελληνικής πλευράς σχεδίασε ο Θεμιστοκλής,
και την παρακολούθησε και ο Ξέρξης, ο βασιλιάς της Περσικής Αυτοκρατορίας, από το όρος Αιγάλεω.
Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγαλειώδης νίκη των Ελλήνων, παρά τις ασύγκριτα υπέρτερες δυνάμεις των Περσών.
Η συντριπτική ήττα του περσικού Στόλου ανάγκασε τον Ξέρξη να φύγει στην Ασία,
αφήνοντας όμως στην Ελλάδα το Μαρδόνιο με ισχυρό στρατό, για τη συνέχιση του πολέμου.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα σας παρουσιάσουμε τη μάχη των Πλαταιών, η έκβαση της οποίας σε συνδυασμό με τη ναυμαχία της Μυκάλης
έβαλε τέλος στις βλέψεις των Περσών για κατάκτηση της Ελλάδας.
Εάν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε εγγραφή
και να πατήσετε το εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε, πάμε να ξεκινήσουμε;
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίηση σε μεγάλο βαθμό
των επιχειρήσεων στην ξηρά από τις πολεμικές ενέργειες στη θάλασσα.
Το περσικό Ναυτικό παύει να έχει την οποιαδήποτε συμμετοχή στις επιχειρήσεις της κυρίως Ελλάδας.
Δεν προσφέρει πλέον υποστήριξη στον Μαρδόνιο και τις χερσαίες δυνάμεις του
που διαχειμάζουν στη Θεσσαλία και δεν χρησιμοποιείται για τον ανεφοδιασμό του στρατού.
Η συνέχεια του πολέμου και η τελική έκβασή του λοιπόν έμελλαν να κριθούν στην ξηρά.
Ο Μαρδόνιος, γαμπρός και ξάδελφος του Μεγάλου Βασιλιά Ξέρξη, ο καλύτερος στρατηγός των Περσών
και ο πιο ένθερμος εισηγητής της επίθεσης στην Ελλάδα, είχε παραμείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία.
Αυτός θα επιχειρήσει να υποτάξει τους Έλληνες τόσο με τη διπλωματία όσο και με τα όπλα.
Πράγματι, πριν προβεί σε στρατιωτική δράση, ο Μαρδόνιος προσπάθησε να διχάσει τους Έλληνες.
Έστειλε, λοιπόν, στους Αθηναίους το σύμμαχο και υποτελή των Περσών Αλέξανδρο Α', βασιλιά της Μακεδονίας,
για να μεταφέρει δελεαστικές προτάσεις προκειμένου αυτοί να συνθηκολογήσουν.
Παρά τις ανησυχίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση, ως άξιοι νικητές στη Σαλαμίνα.
Την ίδια περίοδο, γίνονται αλλαγές στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία.
Μετά το θάνατο του Κλεόμβροτου, ο οποίος είχε αναλάβει μετά το θάνατο του αδελφού του βασιλιά Λεωνίδα
την κηδεμονία του ανήλικου ανιψιού του Πλείσταρχου, αρχιστράτηγος αναλαμβάνει ο γιος του Κλεόμβροτου Παυσανίας.
Τον Ευρυβιάδη στην ηγεσία του στόλου διαδέχεται ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης Λεωτυχίδης.
Οι Αθηναίοι πάλι επιλέγουν ως επικεφαλής του στόλου τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή,
και τον Αριστείδη ως επικεφαλής του στρατού.
Μετά τη διπλωματική αποτυχία του, ο Μαρδόνιος αποφάσισε πλέον την απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση.
Από τις βάσεις του στη Θεσσαλία προωθεί τη δυνάμεις του στη φιλικά διακείμενη προς αυτόν,
παρά τη Ναυμαχία στη Σαλαμίνα, Βοιωτία στο τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ.
Εκεί συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του ανεφοδιασμού και της στρατοπέδευσης
πιθανώς οργανώνοντας μια γραμμή υποχώρησης, ενώ οι προφυλακές του καταλαμβάνουν την Αττική χωρίς μάχη.
Για δεύτερη φορά η επικράτεια των Αθηναίων βρίσκεται υπό περσική κατοχή.
Εν όψει της κρισιμότητας της κατάστασης, οι Αθηναίοι ήταν εύλογο να επιθυμούν άμεση πολεμική δράση.
Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τη Σπάρτη, συνέχιζαν να είναι επιφυλακτικοί.
Από την άλλη, η Σπάρτη αντιλαμβανόταν ότι χωρίς την Αθήνα η πανελλήνια συμμαχία ήταν ανίσχυρη μπροστά στους Πέρσες στη θάλασσα.
Επίσης, και η Αθήνα αντιλαμβανόταν ότι χωρίς τη Σπάρτη ήταν το ίδιο ανίσχυρη στην ξηρά.
Οι σύμμαχοι εκτός Πελοποννήσου άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα πιεστικοί.
Απεσταλμένοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα και τις Πλαταιές έφτασαν στη Σπάρτη
απαιτώντας άμεση εκστρατεία για την απελευθέρωση της Αττικής.
Διαφορετικά θα αποδέχονταν τις περσικές προτάσεις.
Οι Σπαρτιάτες, με πρόφαση τη γιορτή των Υακινθίων, ανέβαλαν την απάντησή τους για δέκα μέρες.
Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια αίσθηση ότι με την οχύρωση του Ισθμού
η Πελοπόννησος ήταν ασφαλής και δεν χρειαζόταν τους Αθηναίους.
Ωστόσο, τους επανέφερε στην πραγματικότητα ο Χίλεος από την Τεγέα,
τονίζοντάς τους ακριβώς τους κινδύνους που θα διέτρεχαν η Σπάρτη και η Πελοπόννησος
αν η Αθήνα δεχόταν τις περσικές προτάσεις.
Ο κύβος είχε ριφθεί.
Ο αρχιστράτηγος Παυσανίας έλαβε εντολή να περάσει τον Ισθμό και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες είχαν 38.700 βαριά οπλισμένους οπλίτες και 69.500 άνδρες με ελαφρύτερο οπλισμό.
Από τους τελευταίους οι μισοί ήταν είλωτες (επτά για κάθε Σπαρτιάτη) και οι άλλοι προέρχονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Επίσης αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν και 1.800 Θεσπιείς,
οπότε οι Έλληνες ανέρχονταν στους 110.000 άνδρες.
Οι Πέρσες, σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, είχαν στη διάθεση τους 300.000 άνδρες πεζικό συν 50.000 μηδίσαντες Έλληνες.
Ο Ασωπός ποταμός διασχίζει τη βοιωτική πεδιάδα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σχεδόν παράλληλα με τον Κιθαιρώνα.
Τη χωρίζει σε δύο τμήματα, το νότιο που περιλαμβάνει τη ζώνη ως τον Κιθαιρώνα, η οποία διακόπτεται από λόφους και χαράδρες,
κάτι που την καθιστά ακατάλληλη για την αποτελεσματική ανάπτυξη Ιππικού, και το βόρειο,
το οποίο εκτείνεται μέχρι τη Θήβα και αποτελεί εκτεταμένη πεδιάδα, στην οποία το Ιππικό είναι σε θέση να δράσει αποτελεσματικά.
Αντικειμενικός σκοπός του Μαρδόνιου, ήταν να δοθεί η μάχη σε αυτή την πεδιάδα.
Όταν οι Έλληνες κατέλαβαν τις αρχικές θέσεις τους, ο περσικός στρατός βρισκόταν βόρεια του Ασωπού.
Το σύνολο των ελιγμών ασφαλώς θα είχε τον αντίθετο από τους Πέρσες αντικειμενικό σκοπό.
Να αναγκάσει, δηλαδή, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί στο χώρο νότια του Ασωπού
και ιδιαίτερα στο ορεινό έδαφος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, έδαφος ακατάλληλο δηλαδή για το περσικό Ιππικό.
Και, όπως έδειξε η εξέλιξη της μάχης, ο Παυσανίας πέτυχε αυτό τον αντικειμενικό σκοπό,
κερδίζοντας επάξια την κατοπινή του φήμη ως ικανού στρατηγού.
Όταν οι Έλληνες πέρασαν τον Κιθαιρώνα, οι Πέρσες είχαν ήδη οργανώσει τις θέσεις τους.
Ο Μαρδόνιος είχε τοποθετήσει προφυλακές σε μια γραμμή που εκτεινόταν βόρεια από τις Ερυθρές και τις Πλαταιές.
Το κύριο σώμα του στρατού του ήταν στρατοπεδευμένο στη βόρεια όχθη του Ασωπού, σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Θήβα.
Πίσω από αυτό το μέτωπο ο Μαρδόνιος κατασκεύασε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο μήκους δέκα σταδίων (2 χιλιόμετρα περίπου),
πιθανόν σε σχήμα τετραγώνου, με ξύλινα τείχη και πύργους.
Ένα πιθανό κίνητρο για την κατασκευή του στρατοπέδου ήταν για καταφύγει εκεί ο περσικός στρατός σε περίπτωση ήττας,
κάτι που όντως έγινε μετά το τέλος της μάχης.
Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, καταλαμβάνοντας τις κατώτερες υπώρειες του Κιθαιρώνα.
Στη δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι Σπαρτιάτες, στο κέντρο οι υπόλοιποι Έλληνες,
ενώ στην αριστερή πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι Αθηναίοι.
Πίσω από τις θέσεις του ελληνικού στρατού βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από το οποίο και ανεφοδιαζόταν.
Επειδή οι Έλληνες δεν κινήθηκαν προς την πεδιάδα, ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους όλο το Ιππικό του υπό την αρχηγία του Μασιστίου.
Το περσικό Ιππικό δεν εφάρμοσε τη συνηθισμένη του τακτική παρενόχλησης,
αλλά εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον εναντίον των Ελλήνων οπλιτών.
Πιθανώς, να ήταν η πρώτη αυτή επίθεση του Ιππικού μια απόπειρα εξακρίβωσης
των δυνατοτήτων του εναντίον της οπλιτικής φάλαγγας στο συγκεκριμένο έδαφος.
Ίσως πάλι ο Μαρδόνιος σκόπευε να παρασύρει τους Έλληνες σε έδαφος πιο κατάλληλο για τον περσικό στρατό.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι Αθηναίοι πέτυχαν να φονεύσουν τον αρχηγό του περσικού Ιππικού Μασίστιο.
Ο Μαρδόνιος αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με Ιππικό στο σημείο αυτό, οπότε το απέσυρε βόρεια του Ασωπού
και άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Παυσανία, ευελπιστώντας ότι οι Έλληνες θα προήλαυναν στην πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό.
Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να φέρει την παράταξη του στρατού του πιο κοντά στις Πλαταιές.
Υπάρχει μια σειρά πιθανών λόγων που τον οδήγησαν σε αυτή την ενέργεια.
Ασφαλώς η πρώτη επιτυχία εναντίον του περσικού Ιππικού ήταν ενθαρρυντική
και τον έκανε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση το ενδεχόμενο μάχης σε πεδινό έδαφος.
Παράλληλα, αν μετακινείτο σε λιγότερο ορεινό έδαφος, θα παρέσυρε τους Πέρσες σε μάχη.
Τέλος, υπάρχει η πιθανότητα η έλλειψη νερού να τον ανάγκασε να μετακινηθεί σε άλλη θέση.
Ο ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα δυτικά κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνα,
και τέλος στρατοπέδευσε στην πηγή Γαργαφία και στο ιερό του ήρωα Ανδροκράτη
που απείχαν έξι στάδια (περίπου δηλαδή ένα χιλιόμετρο) από τις Πλαταιές, σε έδαφος ανώμαλο με χαμηλούς λόφους.
Οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στη Γαργαφία, σε ένα λόφο απρόσβλητο από το Ιππικό,
οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος πάλι σε λόφο, ενώ το ελληνικό κέντρο έμεινε τελείως απροφύλακτο στην πεδιάδα ανάμεσα στους δύο λόφους.
Οι Πέρσες, όταν διαπίστωσαν την ελληνική μετατόπιση, μετακινήθηκαν με τη σειρά τους προς τα δυτικά,
στη βόρεια όχθη του Ασωπού, παράλληλα προς τους Έλληνες.
Οι δύο στρατοί έμειναν αδρανείς στις νέες θέσεις τους για οκτώ μέρες.
Κι αυτό γιατί οι μάντεις, ο Τισαμενός από την πλευρά των Ελλήνων και ο Ηγησίστρατος ο Ηλείος, που βρισκόταν στο στρατόπεδο των Περσών,
δήλωσαν στα δύο στρατεύματα ότι οι οιωνοί ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά τη διάβαση του ποταμού.
Την όγδοη μέρα ο Θηβαίος Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει τη διάβαση του Κιθαιρώνα,
από την οποία οι Έλληνες έπαιρναν ενισχύσεις και τρόφιμα.
Πράγματι, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, το περσικό Ιππικό κατέλαβε τη διάβαση, πιθανότατα αυτή των Δρυός Κεφαλών.
Τη δωδέκατη μέρα το περσικό Ιππικό επιχείρησε γενική έφοδο στις ελληνικές γραμμές.
Ήδη από την ένατη μέρα σφυροκοπούσε τους Έλληνες σε διάφορα σημεία,
αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική και κατέληξε σε επιτυχία των Περσών.
Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν μέχρι την κρήνη Γαργαφία, η οποία βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, κοντά στις θέσεις των Σπαρτιατών.
Από αυτή έπαιρνε νερό το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων, καθώς το περσικό Ιππικό τούς εμπόδιζε να παίρνουν νερό από τον Ασωπό.
Με το διαδοχικό αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και τη Γαργαφία
και τον αποκλεισμό του περάσματος στις Δρυός Κεφαλές, οι Έλληνες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς νερό και τρόφιμα.
Είχαν, λοιπόν, δύο επιλογές.
Να επιτεθούν άμεσα, κάτι που θα σήμαινε την επιτυχία των σχεδίων του Μαρδόνιου,
καθώς η πεδιάδα προσφερόταν για την αποτελεσματική δράση του περσικού Ιππικού,
ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες και κοντά σε πηγές νερού.
Παράλληλα, θα έπρεπε να επιχειρήσουν την ανάκτηση των διαβάσεων του Κιθαιρώνα προκειμένου να διασφαλίσουν εκ νέου τον ανεφοδιασμό τους.
Σε ένα πολεμικό συμβούλιο που έγινε στο ελληνικό στρατόπεδο αμέσως μετά την απώλεια της Γαργαφίας,
αποφασίστηκε η υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύχτα,
με την προϋπόθεση ότι οι Πέρσες δεν συνέχιζαν τη γενική επίθεση του Ιππικού τους
και δεν προχωρούσαν έως το βράδυ σε επίθεση με Πεζικό.
Η θέση στην οποία οι Έλληνες επέλεξαν να υποχωρήσουν ονομαζόταν Ωρερόη ή Νήσος,
γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο διακλαδώσεις ενός παραποτάμου του Ασωπού.
Ο στρατιωτικός ελιγμός που είχε συλλάβει ο Παυσανίας ήταν περίπλοκος και το σκοτάδι δεν βοηθούσε την κατάσταση.
Η αναδίπλωση εκτελέστηκε με έλλειψη συνοχής και συγχρονισμού από τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα.
Λόγω παρεξηγήσεων, κακής συνεννόησης και ίσως αμοιβαίας καχυποψίας,
τα τμήματα του στρατού κινήθηκαν τελείως αυτόνομα, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του αρχιστράτηγου.
Αποτέλεσμα της σύγχυσης ήταν το κάθε τμήμα να καταλάβει μια νέα θέση που δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει ο Παυσανίας, λόγω έλλειψης συντονισμού.
Έτσι το ελληνικό μέτωπο έχασε τη συνοχή του.
Τα στρατεύματα του κέντρου της παράταξης, τα οποία ήταν και περισσότερο καταπονημένα από τις επιθέσεις του περσικού Ιππικού κατά τις προηγούμενες μέρες,
αντί να καταλάβουν τις προκαθορισμένες θέσεις στη Νήσο, βρέθηκαν κινούμενα στο σκοτάδι
στα τείχη της πόλης των Πλαταιών, κοντά στο Ναό της Ηρας, όπου και εγκαταστάθηκαν.
Προβληματική, όπως μας την παρουσιάζει ο Ηρόδοτος, φαίνεται η υποχώρηση των Αθηναίων.
Αυτοί άρχισαν να υποχωρούν μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι και οι Σπαρτιάτες είχαν αφήσει τις θέσεις τους, καθώς δυσπιστούσαν απέναντί τους.
Οι Σπαρτιάτες, όμως, κινήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να κινηθούν οι Αθηναίοι με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση,
μην προλαβαίνοντας να καταλάβουν την προκαθορισμένη θέση τους στη Νήσο.
Πιθανότατα η υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά η βραδύτητά της ήταν προσχεδιασμένη.
Γι'αυτό και ο λόχος του Αμομφάρετου, ενός από τους ανώτερους Σπαρτιάτες αξιωματικούς,
δεν είχε συμπληρώσει τη σύμπτυξή του τις πρώτες πρωινές ώρες.
Σκοπός του σχεδίου ήταν να επανέλθουν σε ορεινές θέσεις οι Σπαρτιάτες για να εξουδετερώσουν το επικίνδυνο περσικό Ιππικό,
παρασύροντάς το ταυτόχρονα σε επίθεση με δέλεαρ τον λόχο του Αμομφάρετου που λειτουργούσε ως προκάλυψη του υποχωρούντος στρατεύματος.
Αν αυτός ήταν ο σκοπός του Παυσανία, η επιτυχία του σχεδίου ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση.
Σε κάθε περίπτωση, το σπαρτιατικό σώμα κατέλαβε και πάλι τις υπώρειες του Κιθαιρώνα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ελαφρά τμήματα ανέκτησαν τον έλεγχο των δρόμων ανεφοδιασμού,
πετυχαίνοντας έναν από τους αντικειμενικούς σκοπούς του ελληνικού σχεδίου.
Αλλά το ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, είχε φτάσει η ώρα που θα κρινόταν η τύχη της Ελλάδας.
Η Μάχη των Πλαταιών επρόκειτο να ξεκινήσει.
Η Μάχη των Πλαταιών έλαβε χώρα στις 4 Βοηδρομιώνος (27 Αυγούστου) του 479 π.Χ.,
δεκατρείς μέρες μετά την πρώτη μετακίνηση του ελληνικού μετώπου.
Με την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς διέσχισαν τον Ασωπό για επαναλάβουν τις επιθέσεις εναντίον της ελληνικής γραμμής.
Διαπίστωσαν όμως ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους.
Μόνο ο λόχος του Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνα.
Μαθαίνοντας ο Μαρδόνιος την υποχώρηση, έσπευσε να δώσει το σήμα της γενικής επίθεσης.
Εκ πρώτης όψεως, η απόφασή του φαίνεται σωστή.
Η ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα.
Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμα, οπότε θα ήταν δύσκολο γι' αυτούς να σχηματίσουν είτε αμυντικές είτε επιθετικές γραμμές.
Οι Αθηναίοι καλυμμένοι από τα υψώματα της Ράχης του Ασωπού υποχωρούσαν προς την πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο του Πύργου και στη Νήσο,
ενώ οι υπόλοιποι Ελληνες είχαν στρατοπεδεύσει μπροστά στις Πλαταιές.
Το ενδεχόμενο παγίδας με σκοπό την εξουδετέρωση του Ιππικού δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό του Πέρση αρχιστράτηγου.
Παρασύρθηκε λοιπόν σε έδαφος μη κατάλληλο για τη δράση του όπλου, στο οποίο σαφώς πλεονεκτούσε.
Οι Πέρσες και οι μηδίζοντες Έλληνες επιτέθηκαν στα τρία τμήματα χωριστά.
Οι τρεις αυτές συμπλοκές, η μία αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με ένα βαθμό αλληλεξάρτησης, συνιστούν τη Μάχη των Πλαταιών.
Στην κύρια συμπλοκή, ανάμεσα στους Πέρσες και στους Σπαρτιάτες, κρίθηκε οριστικά η τύχη όχι μόνο της μάχης, αλλά και ολόκληρου του πολέμου.
Ο λόχος του Αμομφάρετου δέχτηκε την επίθεση του περσικού Ιππικού,
πιθανώς λειτουργώντας ως τμήμα προκάλυψης του κυρίως σπαρτιατικού σώματος.
Η γενική επίθεση πάντως του Ιππικού κορυφώθηκε όταν ο Αμομφάρετος ενώθηκε με το κύριο σώμα.
Το τελευταίο βρισκόταν τώρα δέκα στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα) μακρύτερα από την αφετηρία του, στο ιερό της Ελευσίνιας Δήμητρας.
Ο Παυσανίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πιθανώς μην έχοντας προλάβει να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του.
Ζήτησε τότε βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι όμως, ενώ κατευθύνονταν προς εκείνον, δέχτηκαν την επίθεση των Θηβαίων.
Αφού ο Μαρδόνιος μπήκε επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του Πεζικού,
αυτής που ήταν απέναντι από τους Σπαρτιάτες, έδωσε το σήμα της γενικής επίθεσης.
Όλη η υπόλοιπη παράταξη, βλέποντας την αριστερή πτέρυγα, την οποία αποτελούσαν Πέρσες, να εφορμά εναντίον των ακόμα εν κινήσει Σπαρτιατών,
θεώρησε ότι την καταδίωκαν και μέσα σε απερίγραπτη αταξία όρμησε φωνάζοντας, νομίζοντας ότι θα καταβάλει οριστικά τους Έλληνες.
Οι Πέρσες τοξότες πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μαλόεντα, κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν,
στερέωσαν στο έδαφος τις μεγάλες από ξύλο λυγαριάς ασπίδες τους, το μόνο αμυντικό τους όπλο,
και κάλυψαν τους οπλίτες με ένα σύννεφο από βέλη.
Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες που είχαν παραταχθεί μαζί τους υπέμειναν με καρτερία τον καταιγισμό καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους.
Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνεια της ελληνικής παράταξης στους κακούς οιωνούς των θυσιών πριν από τη μάχη.
Είναι όμως πιθανό ο Παυσανίας να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς προκειμένου να καθυστερήσει την επίθεση
με σκοπό να αφήσει χρόνο στους Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το Πεζικό τους
ώστε να δυσκολευτούν στην υποχώρηση και η σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική.
Όταν οι οιωνοί έγιναν ευνοϊκοί, δόθηκε το σήμα της εφόδου.
Πρώτοι οι Τεγεάτες από τα αριστερά των Σπαρτιατών όρμησαν στον εχθρό παρασύροντας και την υπόλοιπη φάλαγγα.
Τα δόρατα και οι ασπίδες των Ελλήνων γρήγορα διέσπασαν τις γραμμές των Περσών παρά τη γενναιότητα που έδειξαν οι τελευταίοι.
Η σύγκρουση μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή.
Ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος κατάφερε να σκοτώσει τον ίδιο τον Μαρδόνιο, ο οποίος μαχόταν εν μέσω χιλίων επίλεκτων πολεμιστών του.
Αυτή ήταν και η αρχή της κατάρρευσης της περσικής γραμμής.
Οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν άτακτα και το μεγαλύτερο μέρος τους, υπό την καταδίωξη των Ελλήνων, κατέφυγε πίσω στο περσικό στρατόπεδο.
Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός
και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών,
πρότεινε στον Παυσανία να εκδικηθεί για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα,
εννοώντας να αποκεφαλίσει κι αυτός με τη σειρά του το πτώμα του Μαρδόνιου.
Ο Παυσανίας όμως απάντησε:
“Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες.”
Το κέντρο της ελληνικής παράταξης δεν ενεπλάκη αμέσως στη μάχη.
Όταν κατάλαβε τη νίκη των Σπαρτιατών, αποπειράθηκε να εμπλακεί στην καταδίωξη των υποχωρούντων εχθρικών τμημάτων.
Οι περσικές δυνάμεις που είχε απέναντί του με επικεφαλής τον Αρτάβαζο δεν τόλμησαν να τους επιτεθούν,
καθώς οι θέσεις τους ήταν ιδιαίτερα οχυρές, αλλά μετά το θάνατο του Μαρδόνιου άρχισαν να υποχωρούν γρήγορα προς τη Φωκίδα.
Αφήνοντάς τους να υποχωρήσουν, το ελληνικό κέντρο, τότε χωρισμένο σε δύο τμήματα,
θέλησε να συνδράμει τους Σπαρτιάτες στην καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων που είχαν απέναντί τους.
Ενα τμήμα τους, όμως, αποκόπηκε και δέχτηκε επίθεση από φιλοπερσικό βοιωτικό Ιππικό, το οποίο δεν είχε μέχρι τότε εμπλακεί στη σύγκρουση.
Με απώλειες 600 νεκρούς, το τμήμα αυτό απωθήθηκε προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνα.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν 91 νεκρούς, οι Αθηναίοι 52 και οι Τεγεάτες 16,
ενώ ο Πλούταρχος ανεβάζει τον αριθμό των ελληνικών απωλειών σε 1.360 άνδρες.
Για τις απώλειες των Περσών, ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι μόνο 43.000 άνδρες σώθηκαν από το στρατό των 300.000 ανδρών του Μαρδόνιου.
Από τα λάφυρα της Μάχης των Πλαταιών οι Έλληνες αφιέρωσαν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ένα χρυσό τρίποδα
τοποθετημένο πάνω σε ένα χάλκινο κίονα που παρίστανε τρία φίδια που αλληλοσυμπλέκονται.
Στη βάση του κίονα λέγεται ότι ο Παυσανίας χάραξε το ακόλουθο δίστιχο:
«Ο αρχηγός των Ελλήνων, όταν κατέστρεψε τον στρατό των Μήδων, ο Παυσανίας, ανέθεσε αυτό το μνημείο στον Απόλλωνα».
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν συγχώρησαν ποτέ την αλαζονεία του Παυσανία
και έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα λαών.
Στον Δία της Ολυμπίας και τον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα.
Η Σπάρτη και ο Παυσανίας πήραν τα βραβεία της ανδρείας.
Οι Πλαταιείς επιφορτίστηκαν με τον εορτασμό των Ελευθερίων κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν των νεκρών της μάχης,
ενώ η πόλη τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη.
Η οπλιτική λοιπόν υπεροχή και ο επιτυχημένος, όπως φαίνεται, ελιγμός του Παυσανία
να αγκιστρωθεί σε ορεινό έδαφος για να εξουδετερώσει το περσικό Ιππικό έκριναν την τύχη της Ελλάδας στη μεγάλη Μάχη των Πλαταιών.
Η νίκη των Ελλήνων στη μάχη των Πλαταιών και η νίκη τους στη Μυκάλη λίγο αργότερα
είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική απομάκρυνση των Περσών από την Ελλάδα.
Σημαντικότερη ήταν αναμφίβολα η προσφορά των Σπαρτιατών.
Ο Παυσανίας, παρόλο που αμφισβητήθηκε έντονα, έδειξε εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες.
Από το 479 π.Χ. και για 200 χρόνια, μέχρι την επιδρομή των Γαλατών το 279 π.Χ.
κανείς βάρβαρος δεν πάτησε τα ιερά ελληνικά χώματα..