71. Στο μοναστήρι
|monastery
71. In the monastery
71. Dans le monastère
71. В монастыре
Στο ψηλό μοναστήρι του Αϊ-Λια, έξω από την αυλόπορτα, στέκονται οι καλόγεροι και κοιτάζουν μακριά.
||monastery||||outside|||gate|are standing||monks||are looking|far
In the tall monastery of St. Lias, outside the courtyard door, the monks stand looking off into the distance.
Οι κάμποι και οι λόφοι απλώνονται από κάτω και πιο πέρα λάμπει το ποτάμι της Ρούμελης σαν ασημένιο.
|plains|||hills|spread out||||||shines||||of Roumeli||silver
The plains and the hills spread out below and further on the river of Rumeli shines like silver.
Κάπου κάπου ένας καλόγερος σηκώνει αργά το χέρι και δείχνει πέρα.
somewhere|somewhere||monk|raises|slowly||hand||points|over there
Πάντα στο ίδιο ψήλωμα στέκονται τέτοιες ώρες, από τον καιρό που μπήκαν στο μοναστήρι.
always||same|height|stand|such|hours|||time||they entered||monastery
Αγναντεύουν από ‘κεί τους τόπους που είναι πράσινοι τον χειμώνα και ξανθοί το καλοκαίρι.
they gaze||||places|||green||winter||blonde||summer
Κι έτσι παρηγοριούνται που δε βλέπουν ανθρώπους.
||they are comforted|||see|
Πενήντα οχτώ σωστά χρόνια κοιτάζει από κείνο το ψήλωμα ο ηγούμενος, ο πάτερ Ιωσήφ...
fifty|eight|correct|years|looks||that||height||abbot||Father|Joseph
---
—Κάποιοι μάς έρχονται, είπε ένας καλόγερος και έδειξε με το χέρι του κάτι ανθρώπους που ανέβαιναν τον ανήφορο προς τον Αϊ-Λια.
some||are coming|||monk||pointed|||hand||some|people||were climbing||uphill|towards|||
Είναι τα παιδιά μαζί με τον κυρ Στέφανο.
|||||||Stefano
Έρχονται στο μοναστήρι να προσκυνήσουν, όπως το ήθελαν από τόσον καιρό.
They are coming||monastery||worship|as||they wanted||so long|time
Ευχαριστήθηκε ο ηγούμενος, όταν έφτασαν και του είπαν πως έρχονται να λειτουργηθούν.
the abbot was pleased||abbot|when|they arrived|||told||they are coming||celebrate the liturgy
—Κοπιάστε, τους είπε, στο ηγουμενείο.
Come in||he said||the monastery
Πρώτα πέρασαν από την εκκλησιά να προσκυνήσουν.
|they passed|||church||worship
Ήταν παλιά η εκκλησιά, ίσαμε τετρακοσίων χρόνων.
|old||church|about|four hundred|years
Άναψαν το κερί τους, προσκύνησαν κι ύστερα ανέβηκαν στου ηγουμένου.
lit||candle||they worshiped||afterwards|they went up|the abbot's|the abbot
—Τι νέα φέρνετε από τον κόσμο; ρώτησε ο ηγούμενος.
||bring|||world|||abbot
—Από την ερημιά ερχόμαστε, πάτερ, του απάντησε ο κυρ Στέφανος.
||desolation|we come|father||answered|||
Και διηγήθηκε σ' αυτόν και στους καλογέρους που ήρθαν εκεί το ταξίδι των παιδιών στο βουνό.
|told||him||to the|the monks||came|||journey||children||mountain
And he told him and the well-wishers that came there of the children's journey to the mountain.
Οι καλόγεροι, που σπάνια βλέπουν ανθρώπους, άκουγαν με προσοχή τις ιστορίες των παιδιών, το ανέβασμα στον Αραπόβραχο και το χάσιμο του Φάνη, σαν να άκουγαν καλό παραμύθι.
|monks||seldom|see|people|listened||attention||stories||||the ascent||Arapovracho|||loss of Fani|||||were listening|a good|story
The monks, who seldom see people, listened attentively to the children's stories, the ascent to Arapovracho and the loss of Fanny, as if they were listening to a good story.
—Να που έγινες και συ μια φορά ερημίτης σαν κι εμάς, είπε ο πάτερ Δανιήλ του Φάνη.
||you became|||a|once|hermit|||us|said||father|Daniel|of|Phanis
-"You once became a hermit like us," said Father Daniel to Fanis.
Και τον χάιδεψε.
||petted
And she patted him.
Ο κελάρης έφερε τον δίσκο με το γλυκό και με το κρύο νερό.
|waiter|brought||tray|||dessert||||cold|
The cellarman brought the tray with the sweet and cold water.
Κι όταν ξεκουράστηκαν τα παιδιά, βγήκαν να δουν το μοναστήρι.
||rested|||went out||||monastery
And when the children had rested, they went out to see the monastery.
Γύρισαν στο περιβόλι, που το φυτεύουν και το σκαλίζουν οι καλόγεροι.
They returned||orchard|||plant|||hoe||monks
They returned to the orchard, which the monks plant and carve.
Πήγαν στις συκιές κι έκοψαν γλυκά σύκα.
They went||fig trees|||sweet|figs
They went to the fig trees and cut sweet figs.
Είδαν πιο πέρα τις καρυδιές και τις βελανιδιές, είδαν και τα ορθά κυπαρίσσια, που στέκουν από εκατό χρόνια και φυλάγουν το μοναστήρι.
|further|beyond||walnut trees|||oak trees||||upright|cypress trees||have stood||a hundred|years||guarding||monastery
They saw the walnut and oak trees further on, and they saw the standing cypress trees, which have been standing for a hundred years and guarding the monastery.