×

Utilizziamo i cookies per contribuire a migliorare LingQ. Visitando il sito, acconsenti alla nostra politica dei cookie.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 02. Β'. Σκλαβιά

02. Β'. Σκλαβιά

Στο μεταξύ, ο Ασώτης με τον Αλέξιο και μερικούς άλλους αιχμαλώτους Έλληνες έμειναν κλεισμένοι στην Αχρίδα.

Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. Μαθημένοι όμως στο βυζαντινό πολιτισμό, που ήταν ο λεπτότερος εκείνης της εποχής, ένιωθαν βαρύτερα τη βαρβαρότητα του κατακτητή, αγανακτούσαν με τη σκληράδα, τη βαναυσότητα του Βουλγάρου, που εκδηλώνουνταν σε κάθε τους επαφή, ακόμα και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της καθημερινής τους υπηρεσίας.

Και η ιδέα μόνο πως ήταν αιχμάλωτοι και στα ξένα τους απέλπιζε.

— Δεν ξέρω τι περιμένω για να μπήξω το μαχαίρι του πατέρα μου στην καρδιά μου! έλεγε κάποτε ο Ασώτης του Αλέξιου. Τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Μένομε δούλοι εδώ, δεν μπορούμε να υπηρετήσομε το Βασιλιά μας, και ωστόσο ο εχθρός ρημάζει την Ελλάδα. Τι ελπίζομε και τι περιμένομε;

— Περιμένομε περίσταση να δώσομε τη ζωή μας στην πατρίδα, απαντούσε ο Αλέξιος.

— Μα πώς να τη δώσομε, αφού μας κρατούν εδώ κλεισμένους; επέμενε ο Ασώτης.

— Παντού και πάντα μπορεί κανείς να υπηρετήσει την πατρίδα του, έλεγε ο Αλέξιος. Και τη ζωή σου δεν έχεις δικαίωμα να τη σπαταλήσεις ή να την πετάξεις. Ξόδεψε την, δώσε την, μα με τρόπο που να ωφελήσει. Δε χρησιμεύει να πεθάνομε από αγάπη ή από λύπη για την πατρίδα. Πρέπει ο θάνατος μας να ωφελήσει σε κάτι. Ειδεμή είναι άχρηστος.

Ο Ασώτης δεν επέμενε. Αναγνώριζε πως τα λόγια του Αλέξιου ήταν σωστά. Μα στην πρώτη περίσταση, δηλαδή κάθε φορά που έφθαναν καινούρια μηνύματα πως ο εχθρός προχωρούσε, και αύξανε η αυθάδεια των Βουλγάρων, τον έπιανε πάλι απελπισία. Μια μέρα ήλθε η είδηση πως καινούριος στρατός, με στρατηγό τον Νικηφόρο Ουρανό, είχε πάει στη Θεσσαλονίκη και από κει κατέβαινε στην Ελλάδα. Και συγχρόνως μαθεύτηκε πως ο Σαμουήλ βιαστικά παρατούσε την Πελοπόννησο και γύριζε ν' απαντήσει τον Νικηφόρο. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι της Αχρίδας, από την ώρα που το έμαθαν, ζούσαν σ' αιώνια ταραχή.

— Να φύγομε! Να φύγομε! έλεγε ο Ασώτης, που πήγαινε κι έρχουνταν στην κάμαρα τους σαν αγρίμι στο κλουβί.

— Ναι, να φύγομε! απαντούσε ο Αλέξιος. Μα πώς; Μας φυλάγουν στενά.

Κάθε τόσο έφθαναν καινούριοι αγγελιαφόροι, με μηνύματα των Βουλγάρων πως γύριζαν από τη Θεσσαλία φορτωμένοι λάφυρα, σέρνοντας πίσω τους κοπάδια τους αιχμαλώτους. Έξαφνα έπαυσαν οι ειδήσεις. Κανένας πια δεν έφθανε από το στρατόπεδο. Οι μέρες περνούσαν, μα νέα δεν έρχουνταν.

— Όλα καλά, έλεγαν οι Βούλγαροι αυλικοί. Θα τις φαν πάλι οι Έλληνες και θα πέσει ευθύς η Θεσσαλονίκη.

Τ' άκουαν οι Έλληνες και μάτωνε η καρδιά τους.

— Να φύγομε! Ναι, να φύγομε! έλεγε τώρα ο Αλέξιος, συχνότερα ακόμη και από τον Ασώτη.

Έξαφνα διαδόθηκε η είδηση πως απαντήθηκαν τα δυο στρατεύματα, πως έγινε μάχη, πως οι Έλληνες καταστράφηκαν και ο Σαμουήλ γύριζε στην Αχρίδα νικητής και τροπαιούχος. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς, ούτε κανένας ήξερε ποιος είχε φέρει την είδηση. Αλλά το έλεγαν όλοι, άρα ήταν αλήθεια.

Εκείνη τη μέρα, όταν οι Έλληνες αιχμάλωτοι πήγαν στα βασιλικά δωμάτια, ήταν τόσο μαραμένοι και σκοτεινοί, ώστε το παρατήρησε η κόρη του Σαμουήλ, η Μιροσλάβα, που τους είχε στην υπηρεσία της. Ήταν κι αυτή χαρούμενη για όσα είχε ακούσει για τη νίκη του πατέρα της. Η αθυμία όμως του Ασώτη τη συγκίνησε. Τον ρώτησε τι έχει. — Η χαρά σου είναι λύπη μου, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Ασώτης.

Μερικοί αξιωματικοί Βούλγαροι, που έστεκαν εκεί, θύμωσαν με τα λόγια του και θέλησαν να τον βγάλουν έξω. Μα η βασιλοπούλα τούς σταμάτησε και πρόσταξε να την αφήσουν μόνη με τους δυο Έλληνες.

— Γιατί σε λυπεί τόσο η νίκη του πατέρα μου; ρώτησε η βασιλοπούλα όταν έμειναν μόνοι. Δεν το ήξερες πως ήταν μοιραίο να νικήσει;

Ο Ασώτης δεν αποκρίθηκε. Τότε γύρισε η Μιροσλάβα στον Αλέξιο και τον ρώτησε κι εκείνον γιατί έμεναν τόσο σκοτεινοί και μαύροι εκεί που όλη η χώρα πανηγύριζε.

— Είμαστε Έλληνες εμείς, Δέσποινα, αποκρίθηκε απλά ο Αλέξιος.

Η βασιλοπούλα έμεινε συλλογισμένη. Ύστερα είπε με κάποιο δισταγμό:

— Εγώ χαίρομαι. Και όμως μπορούσα να είμαι Ελληνίδα κι εγώ.

Ο Αλέξιος χαμογέλασε.

— Σα δύσκολο θα ήταν, είπε, εσύ, κόρη του Βασιλιά της Βουλγαρίας!

— Και όμως μισοείμαι Ελληνίδα, ξαναείπε η βασιλοπούλα, γιατί η μητέρα μου ήταν από την Ελλάδα.

Ο Ασώτης ταράχτηκε.

— Η μητέρα σου; ρώτησε.

— Ναι, η μητέρα μου. Δεν ακούσατε ποτέ την ιστορία της πανόμορφης Λαρισιώτισσας σκλάβας που την αγάπησε ο Σαμουήλ;

— Όχι, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, δεν έτυχε να την ακούσομε.

— Όταν κατέβηκε την πρώτη φορά ο πατέρας μου στην Ελλάδα, είπε η Μιροσλάβα, και για πρώτη φορά κατέκτησε τη Λάρισα, έκανε και τότε πολλούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα στις γυναίκες ήταν και η μητέρα μου, νέο κορίτσι και πολύ όμορφο. Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. Ώστε βλέπετε πως, αν και δεν είμαι από την Πόλη σαν και σας, είμαι όμως Ελληνίδα. Και περισσότερο από σας έπρεπε να λυπούμαι για το σκληρό αυτόν πόλεμο, που γίνεται πάλι στα ίδια μέρη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. Κι έτσι μπορώ να νιώσω και τη δική σας λύπη…

— Όχι, Δέσποινα, διέκοψε ο Αλέξιος, δεν μπορείς να τη νιώσεις. Γιατί όσο και αν η μητέρα σου ήταν Ελληνίδα, η πατρίδα σου εσένα είναι η Βουλγαρία.

— Ενώ η δική σας είναι η Κωνσταντινούπολη… είπε συλλογισμένη η βασιλοπούλα. Μα εδώ μακριά που βρισκόμαστε, εξακολούθησε, δεν μπορούμε δυστυχώς διόλου να επηρεάσομε τα πράματα, ούτε σεις ούτ' εγώ. Θα ήθελα όμως να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να γίνει η ζωή σας υποφερτή. Ελπίζω να μην έχετε παράπονα με κανένα και να σας μεταχειρίζονται όλοι κατά τη σειρά σας, σαν πατρίκιοι που είσθε.

— Δεν έχομε παράπονα, Δέσποινα, είπε ο Αλέξιος. Και η θέση μας θα ήταν ζηλευτή για κάθε άλλον. Μα είμαστε ξένοι και δούλοι. Η αλυσίδα μας είναι βαριά, όσο κι αν την έχει χρυσώσει η καλοσύνη σου.

— Θέλεις να πεις ότι σας πειράζει που δεν έχετε την ελευθερία σας; Μου είναι εύκολο να ζητήσω από τον πατέρα μου, όταν επιστρέψει, να καταργήσει τη στρατιωτική επίβλεψη που σας έχουν τώρα. Ή μήπως και αυτό δε σας αρκεί; Μήπως θέλετε και να φύγετε, να γυρίσετε στην Πόλη;

— Ναι! αναφώνησε ο Ασώτης. Το μαντεύεις, Δέσποινα. Αυτό σου ζητούμε. Σε ικετεύομε, κάνε το! Και να είσαι ευλογημένη!

Γονάτισε μπροστά της, πήρε το χέρι της και το φίλησε με συγκίνηση.

Η βασιλοπούλα σηκώθηκε βιαστικά. Το γλυκό της πρόσωπο ήταν κατάχλωμο και ταραγμένο.

— Μου ζητάς πράματα αδύνατα, είπε με πολλή λύπη.

Και με το χέρι τούς έκαμε νόημα να φύγουν. Οι δύο Έλληνες υποκλίθηκαν βαθιά και βγήκαν από το δωμάτιο.

Μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Ασώτης έσφιξε το χέρι του φίλου του.

— Αλέξιε… να φύγομε… ψιθύρισε.

— Απόψε, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

02. Β'. Σκλαβιά |Slavery text02

Στο μεταξύ, ο Ασώτης με τον Αλέξιο και μερικούς άλλους αιχμαλώτους Έλληνες έμειναν κλεισμένοι στην Αχρίδα. In|the meantime|the|Asotis|with|the|Alexios|and|some|other|prisoners|Greeks|remained|locked|in the|Achrida Meanwhile, the Asoti with Alexios and some other captured Greeks were locked up in Achrida.

Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. They|had|in the|palace|in the|service|of the|royal|family|where|relatively|not|were doing poorly|and|very much They were kept in the palace, in the service of the royal family, where, relatively, they did not have a very bad time. Μαθημένοι όμως στο βυζαντινό πολιτισμό, που ήταν ο λεπτότερος εκείνης της εποχής, ένιωθαν βαρύτερα τη βαρβαρότητα του κατακτητή, αγανακτούσαν με τη σκληράδα, τη βαναυσότητα του Βουλγάρου, που εκδηλώνουνταν σε κάθε τους επαφή, ακόμα και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της καθημερινής τους υπηρεσίας. Accustomed|but|to|Byzantine|culture|which|was|the|most refined|of that|of|era|felt|more heavily|the|barbarism|of the|conqueror|were exasperated|with|the|harshness|the|brutality|of the|Bulgarian|which|was manifesting|in|every|their|contact|even|and|in the|most|insignificant|circumstances|of the|daily|their|service However, accustomed to Byzantine culture, which was the most refined of that time, they felt the barbarity of the conqueror more heavily, they were outraged by the harshness, the brutality of the Bulgarian, which manifested in every interaction, even in the most trivial circumstances of their daily service.

Και η ιδέα μόνο πως ήταν αιχμάλωτοι και στα ξένα τους απέλπιζε. And|the|idea|only|that|were|prisoners|and|in the|foreign|them|despaired And the very idea that they were captives in a foreign land despaired them.

— Δεν ξέρω τι περιμένω για να μπήξω το μαχαίρι του πατέρα μου στην καρδιά μου! ||||||enfoncer|||||||| I do not|know|what|I am waiting|for|to|stab|the|knife|of|father|my|in|heart|my — I don't know what I'm waiting for to plunge my father's knife into my heart! — Je ne sais pas ce que j'attends pour enfoncer le couteau de mon père dans mon cœur ! έλεγε κάποτε ο Ασώτης του Αλέξιου. |||||d'Alexis said|once|the|Prodigal Son|of|Alexios once said Alexios' Prodigal. disait un jour l'Acharné d'Alexios. Τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Μένομε δούλοι εδώ, δεν μπορούμε να υπηρετήσομε το Βασιλιά μας, και ωστόσο ο εχθρός ρημάζει την Ελλάδα. ||||||nous restons||||||servir||||||||ravage|| What|worse|can|to|us|happen|We live|as slaves|here|not|we can|to|serve|the|King|our|and|yet|the|enemy|devastates|the|Greece What worse can happen to us? We remain slaves here, we cannot serve our King, and yet the enemy is ravaging Greece. Que peut-il nous arriver de pire ? Nous restons esclaves ici, nous ne pouvons pas servir notre Roi, et pourtant l'ennemi ravage la Grèce. Τι ελπίζομε και τι περιμένομε; |espérons|||attendons What|we hope|and|what|we expect What do we hope for and what do we expect? Que espérons-nous et que sommes-nous en attente ?

— Περιμένομε περίσταση να δώσομε τη ζωή μας στην πατρίδα, απαντούσε ο Αλέξιος. |circonstance||donnons||||||répondait|| We are waiting|opportunity|to|give|our|life|us|to the|homeland|answered|the|Alexios — We expect an opportunity to give our lives for the homeland, replied Alexios. — Nous attendons une occasion de donner notre vie à la patrie, répondit Alexios.

— Μα πώς να τη δώσομε, αφού μας κρατούν εδώ κλεισμένους; επέμενε ο Ασώτης. ||||donner|||||fermés||| But|how|to|her|we give|since|us|keep|here|locked up|insisted|the|Asotis — But how can we give it, since they keep us locked up here? insisted the Asote. — Mais comment pouvons-nous la donner, alors qu'ils nous tiennent ici enfermés ? insistait l'Asote.

— Παντού και πάντα μπορεί κανείς να υπηρετήσει την πατρίδα του, έλεγε ο Αλέξιος. ||||||servir|||||| Everywhere|and|always|one can|no one|to|serve|his|homeland|his|said|the|Alexios — Anywhere and at any time one can serve their homeland, said Alexios. — Partout et toujours, on peut servir sa patrie, disait Alexios. Και τη ζωή σου δεν έχεις δικαίωμα να τη σπαταλήσεις ή να την πετάξεις. ||||||droit||||||| And|the|life|your|not|you have|right|to|it|waste|or|to|it|throw away And you do not have the right to waste or throw away your life. Ξόδεψε την, δώσε την, μα με τρόπο που να ωφελήσει. a dépensé|||||||||soit utile Spend|it|Give|it|but|in|a way|that|to|benefit Spend it, give it, but in a way that benefits. Δε χρησιμεύει να πεθάνομε από αγάπη ή από λύπη για την πατρίδα. |sert||mourir|||||||| It doesn't|helps|to|die|from|love|or|from|sorrow|for|the|homeland It is of no use to die from love or from sorrow for the homeland. Πρέπει ο θάνατος μας να ωφελήσει σε κάτι. |||||nous profitera|| We must|the|death|our|to|benefit|in|something Our death must benefit something. La mort doit nous être utile à quelque chose. Ειδεμή είναι άχρηστος. otherwise|he is|useless Otherwise, it is useless. Sinon, elle est inutile.

Ο Ασώτης δεν επέμενε. The|Asotis|not|insisted The Prodigal did not insist. Le Sauveur ne persistait pas. Αναγνώριζε πως τα λόγια του Αλέξιου ήταν σωστά. He recognized|that|the|words|of|Alexios|were|correct He recognized that Alexios's words were correct. Μα στην πρώτη περίσταση, δηλαδή κάθε φορά που έφθαναν καινούρια μηνύματα πως ο εχθρός προχωρούσε, και αύξανε η αυθάδεια των Βουλγάρων, τον έπιανε πάλι απελπισία. But|in the|first|circumstance|that is|every|time|that|arrived|new|messages|that|the|enemy|was advancing|and|increased|the|audacity|of the|Bulgarians|him|would catch|again|despair But at the first instance, that is, every time new messages arrived that the enemy was advancing, and the audacity of the Bulgarians was increasing, he was again seized by despair. Μια μέρα ήλθε η είδηση πως καινούριος στρατός, με στρατηγό τον Νικηφόρο Ουρανό, είχε πάει στη Θεσσαλονίκη και από κει κατέβαινε στην Ελλάδα. One|day|came|the|news|that|new|army|with|general|the|Nikiforos|Ouranos|had|gone|to|Thessaloniki|and|from|there|was descending|into|Greece One day the news came that a new army, led by General Nikiforos Ouranos, had gone to Thessaloniki and was coming down to Greece. Και συγχρόνως μαθεύτηκε πως ο Σαμουήλ βιαστικά παρατούσε την Πελοπόννησο και γύριζε ν' απαντήσει τον Νικηφόρο. And|at the same time|it was learned|that|the|Samuel|hastily|abandoned|the|Peloponnese|and|he turned back||answer|the|Nikiforos And at the same time, it was learned that Samuel was hastily abandoning the Peloponnese and returning to confront Nikiforos. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι της Αχρίδας, από την ώρα που το έμαθαν, ζούσαν σ' αιώνια ταραχή. The|Greeks|prisoners|of|Achrida|from|the|time|when|it|learned|lived||eternal|turmoil The Greek captives in Achrida, from the moment they learned this, lived in eternal turmoil.

— Να φύγομε! Let us|leave — Let's leave! Να φύγομε! Let us|leave Let's leave! έλεγε ο Ασώτης, που πήγαινε κι έρχουνταν στην κάμαρα τους σαν αγρίμι στο κλουβί. said|the|Asotis|who|went|and|came|in the|room|their|like|wild animal|in the|cage said the Outcast, who was pacing back and forth in their room like a wild animal in a cage.

— Ναι, να φύγομε! Yes|to|leave — Yes, let's leave! απαντούσε ο Αλέξιος. was answering|the|Alexios Alexios replied. Μα πώς; Μας φυλάγουν στενά. but|how|us|guard|closely But how? They are watching us closely.

Κάθε τόσο έφθαναν καινούριοι αγγελιαφόροι, με μηνύματα των Βουλγάρων πως γύριζαν από τη Θεσσαλία φορτωμένοι λάφυρα, σέρνοντας πίσω τους κοπάδια τους αιχμαλώτους. Every|so often|arrived|new|messengers|with|messages|of the|Bulgarians|that|they were returning|from|the|Thessaly|loaded|spoils|dragging|behind|their|herds|their|captives Every now and then, new messengers arrived with messages from the Bulgarians that they were returning from Thessaly loaded with spoils, dragging their herds of captives behind them. Έξαφνα έπαυσαν οι ειδήσεις. Suddenly|stopped|the|news Suddenly, the news stopped. Κανένας πια δεν έφθανε από το στρατόπεδο. No one|anymore|not|arrived|from|the|camp No one was arriving from the camp anymore. Οι μέρες περνούσαν, μα νέα δεν έρχουνταν. The|days|passed|but|news|not|were coming Days passed, but no news came.

— Όλα καλά, έλεγαν οι Βούλγαροι αυλικοί. All|well|said|the|Bulgarians|courtiers — Everything is fine, said the Bulgarian courtiers. Θα τις φαν πάλι οι Έλληνες και θα πέσει ευθύς η Θεσσαλονίκη. will|them|eat|again|the|Greeks|and|will|fall|immediately|the|Thessaloniki The Greeks will eat them again and Thessaloniki will fall immediately.

Τ' άκουαν οι Έλληνες και μάτωνε η καρδιά τους. |heard|the|Greeks|and|bled|the|heart|their The Greeks heard this and their hearts bled.

— Να φύγομε! Let us|leave — We must leave! Ναι, να φύγομε! Yes|to|leave Yes, we must leave! έλεγε τώρα ο Αλέξιος, συχνότερα ακόμη και από τον Ασώτη. said|now|the|Alexios|more often|even|and|than|the|Asoti Alexios was saying this now, even more often than the Asoti.

Έξαφνα διαδόθηκε η είδηση πως απαντήθηκαν τα δυο στρατεύματα, πως έγινε μάχη, πως οι Έλληνες καταστράφηκαν και ο Σαμουήλ γύριζε στην Αχρίδα νικητής και τροπαιούχος. Suddenly|spread|the|news|that|answered|the|two|armies|that|there was|battle|that|the|Greeks|were destroyed|and|the|Samuel|was returning|to the|Ohrid|victorious|and|triumphant Suddenly, the news spread that the two armies had met, that a battle had taken place, that the Greeks had been destroyed and that Samuel was returning to Achrida victorious and triumphant. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς, ούτε κανένας ήξερε ποιος είχε φέρει την είδηση. Details|not|knew|anyone|nor|no one|knew|who|had|brought|the|news No one knew the details, nor did anyone know who had brought the news. Αλλά το έλεγαν όλοι, άρα ήταν αλήθεια. But|it|said|everyone|so|was|truth But everyone was saying it, so it must be true.

Εκείνη τη μέρα, όταν οι Έλληνες αιχμάλωτοι πήγαν στα βασιλικά δωμάτια, ήταν τόσο μαραμένοι και σκοτεινοί, ώστε το παρατήρησε η κόρη του Σαμουήλ, η Μιροσλάβα, που τους είχε στην υπηρεσία της. That|the|day|when|the|Greeks|prisoners|went|to the|royal|rooms|were|so|withered|and|dark|so that|it|noticed|the|daughter|of|Samuel|the|Miroslava|who|them|had|in the|service|her That day, when the Greek captives went to the royal chambers, they were so withered and dark that Samuel's daughter, Miroslava, who had them in her service, noticed. Ήταν κι αυτή χαρούμενη για όσα είχε ακούσει για τη νίκη του πατέρα της. She was|also|she|happy|for|all that|had|heard|about|the|victory|of|father|her She was also happy about what she had heard about her father's victory. Η αθυμία όμως του Ασώτη τη συγκίνησε. The|despondency|however|of|Asotis|her|moved However, the despondency of Asotis moved her. Τον ρώτησε τι έχει. Him|asked|what|he has She asked him what was wrong. — Η χαρά σου είναι λύπη μου, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Ασώτης. The|joy|your|is|sorrow|my|Despoina|replied|the|Asotis — Your joy is my sorrow, Despina, replied Asotis.

Μερικοί αξιωματικοί Βούλγαροι, που έστεκαν εκεί, θύμωσαν με τα λόγια του και θέλησαν να τον βγάλουν έξω. Some|officers|Bulgarians|who|were standing|there|got angry|with|the|words|his|and|wanted|to|him|take out|outside Some Bulgarian officers who were standing there got angry at his words and wanted to throw him out. Μα η βασιλοπούλα τούς σταμάτησε και πρόσταξε να την αφήσουν μόνη με τους δυο Έλληνες. But|the|princess|them|stopped|and|ordered|to|her|leave|alone|with|the|two|Greeks But the princess stopped them and ordered them to leave her alone with the two Greeks.

— Γιατί σε λυπεί τόσο η νίκη του πατέρα μου; ρώτησε η βασιλοπούλα όταν έμειναν μόνοι. Why|you|saddens|so much|the|victory|of|father|my|asked|the|princess|when|they remained|alone — Why does your father's victory sadden you so much? the princess asked when they were alone. Δεν το ήξερες πως ήταν μοιραίο να νικήσει; Not|it|you knew|that|was|fatal|to|win Did you not know it was fated for him to win?

Ο Ασώτης δεν αποκρίθηκε. The|Asotis|did not|respond The Prodigal did not respond. Τότε γύρισε η Μιροσλάβα στον Αλέξιο και τον ρώτησε κι εκείνον γιατί έμεναν τόσο σκοτεινοί και μαύροι εκεί που όλη η χώρα πανηγύριζε. Then|turned|the|Miroslava|to|Alexios|and|him|asked|and|him|why|stayed|so|dark|and|gloomy|there|where|all|the|country|was celebrating Then Miroslava turned to Alexios and asked him why they remained so dark and gloomy while the whole country was celebrating.

— Είμαστε Έλληνες εμείς, Δέσποινα, αποκρίθηκε απλά ο Αλέξιος. We are|Greeks|we|Despina|replied|simply|the|Alexios — We are Greeks, Despoina, Alexios simply replied.

Η βασιλοπούλα έμεινε συλλογισμένη. The|princess|remained|thoughtful The princess remained thoughtful. Ύστερα είπε με κάποιο δισταγμό: Then|he said|with|some|hesitation Then she said with some hesitation:

— Εγώ χαίρομαι. I|am happy — I am happy. Και όμως μπορούσα να είμαι Ελληνίδα κι εγώ. And|yet|I could|to|be|Greek woman|and|I And yet I could have been Greek too.

Ο Αλέξιος χαμογέλασε. The|Alexios|smiled Alexios smiled.

— Σα δύσκολο θα ήταν, είπε, εσύ, κόρη του Βασιλιά της Βουλγαρίας! If|difficult|would|be|said|you|daughter|of|King|of|Bulgaria — It would be difficult, he said, you, daughter of the King of Bulgaria!

— Και όμως μισοείμαι Ελληνίδα, ξαναείπε η βασιλοπούλα, γιατί η μητέρα μου ήταν από την Ελλάδα. And|yet|I am half|Greek woman|said again|the|princess|because|the|mother|my|was|from|the|Greece — And yet I am half Greek, the princess replied again, because my mother was from Greece.

Ο Ασώτης ταράχτηκε. The|Asotis|was disturbed The Ascetic was disturbed.

— Η μητέρα σου; ρώτησε. The|mother|your|asked — Your mother? he asked.

— Ναι, η μητέρα μου. Yes|the|mother|my — Yes, my mother. Δεν ακούσατε ποτέ την ιστορία της πανόμορφης Λαρισιώτισσας σκλάβας που την αγάπησε ο Σαμουήλ; Did not|you hear|ever|the|story|of the|beautiful|from Larissa|slave|who|her|loved|the|Samuel Have you never heard the story of the beautiful Larissa slave whom Samuel loved?

— Όχι, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, δεν έτυχε να την ακούσομε. No|Despoina|replied|the|Alexios|not|happened|to|her|we hear — No, Despina, replied Alexios, we haven't had the chance to hear it.

— Όταν κατέβηκε την πρώτη φορά ο πατέρας μου στην Ελλάδα, είπε η Μιροσλάβα, και για πρώτη φορά κατέκτησε τη Λάρισα, έκανε και τότε πολλούς αιχμαλώτους. When|descended|the|first|time|the|father|my|to|Greece|said|the|Miroslava|and|for|first|time|conquered|the|Larissa|made|and|then|many|prisoners — When my father first came down to Greece, said Miroslava, and for the first time conquered Larissa, he also took many prisoners then. Ανάμεσα στις γυναίκες ήταν και η μητέρα μου, νέο κορίτσι και πολύ όμορφο. Among|the|women|was|and|the|mother|my|young|girl|and|very|beautiful Among the women was my mother, a young girl and very beautiful. Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. her|they brought|in front of|to the|father|my|and|when|her|he saw|her|he loved|immediately|so much|that|her|he married|immediately|and|as|queen|of him|her|he brought|to the|land|of him They brought her in front of my father and, as soon as he saw her, he loved her so much that he married her immediately, and brought her to his place as a queen. Ώστε βλέπετε πως, αν και δεν είμαι από την Πόλη σαν και σας, είμαι όμως Ελληνίδα. So|you see|that|if|and|not|I am|from|the|City|like|and|you|I am|however|Greek woman So you see, even though I am not from the City like you, I am still Greek. Και περισσότερο από σας έπρεπε να λυπούμαι για το σκληρό αυτόν πόλεμο, που γίνεται πάλι στα ίδια μέρη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. And|more|than|you|should|(particle for infinitive)|be sad|for|the|harsh|this|war|that|happens|again|in the|same|places|where|was born|the|mother|my And more than you, I should be saddened by this cruel war, which is happening again in the same places where my mother was born. Κι έτσι μπορώ να νιώσω και τη δική σας λύπη… And|so|I can|to|feel|and|your|own|you|sadness And so I can feel your sorrow as well…

— Όχι, Δέσποινα, διέκοψε ο Αλέξιος, δεν μπορείς να τη νιώσεις. No|Despoina|interrupted|the|Alexios|not|can|to|her|feel — No, Mistress, Alexios interrupted, you cannot feel it. Γιατί όσο και αν η μητέρα σου ήταν Ελληνίδα, η πατρίδα σου εσένα είναι η Βουλγαρία. Because|as much|and|if|the|mother|your|was|Greek|the|homeland|your|you|is|the|Bulgaria Because no matter how much your mother was Greek, your homeland is Bulgaria.

— Ενώ η δική σας είναι η Κωνσταντινούπολη… είπε συλλογισμένη η βασιλοπούλα. While|the|own|your|is|the|Constantinople|said|thoughtful|the|princess — While yours is Constantinople… said the princess thoughtfully. Μα εδώ μακριά που βρισκόμαστε, εξακολούθησε, δεν μπορούμε δυστυχώς διόλου να επηρεάσομε τα πράματα, ούτε σεις ούτ' εγώ. But|here|far away|where|we are|continued|not|we can|unfortunately|at all|to|influence|the|matters|nor||nor|I But here far away where we are, she continued, unfortunately we cannot influence things at all, neither you nor I. Θα ήθελα όμως να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να γίνει η ζωή σας υποφερτή. I would|like|however|to|do|whatever|passes|from|the|hand|my|in order to|to|become|the|life|your|bearable However, I would like to do whatever is in my power to make your life bearable. Ελπίζω να μην έχετε παράπονα με κανένα και να σας μεταχειρίζονται όλοι κατά τη σειρά σας, σαν πατρίκιοι που είσθε. I hope|(subjunctive particle)|not|you have|complaints|with|anyone|and|(subjunctive particle)|you|treat|everyone|according to|your|order|you|like|patricians|who|you are I hope you have no complaints from anyone and that everyone treats you according to your rank, as the patricians you are.

— Δεν έχομε παράπονα, Δέσποινα, είπε ο Αλέξιος. We do not|have|complaints|Despoina|said|the|Alexios — We have no complaints, Despoina, said Alexios. Και η θέση μας θα ήταν ζηλευτή για κάθε άλλον. And|the|position|our|would|be|enviable|for|every|other And our position would be enviable for anyone else. Μα είμαστε ξένοι και δούλοι. But|we are|strangers|and|slaves But we are foreigners and slaves. Η αλυσίδα μας είναι βαριά, όσο κι αν την έχει χρυσώσει η καλοσύνη σου. The|chain|our|is|heavy|as|and|if|it|has|gilded|the|kindness|your Our chain is heavy, no matter how much your kindness has gilded it.

— Θέλεις να πεις ότι σας πειράζει που δεν έχετε την ελευθερία σας; Μου είναι εύκολο να ζητήσω από τον πατέρα μου, όταν επιστρέψει, να καταργήσει τη στρατιωτική επίβλεψη που σας έχουν τώρα. Do you want|to|say|that|you|bothers|that|not|have|your|freedom|you|to me|is|easy|to|ask|from|the|father|my|when|he returns|to|abolish|the|military|oversight|that|you|have|now — Do you mean to say that it bothers you that you do not have your freedom? It would be easy for me to ask my father, when he returns, to abolish the military oversight that you currently have. Ή μήπως και αυτό δε σας αρκεί; Μήπως θέλετε και να φύγετε, να γυρίσετε στην Πόλη; Or|perhaps|and|this|not|to you|is enough|Perhaps|you want|and|to|leave|to|return|to|City Or maybe this is not enough for you? Do you want to leave and return to the City?

— Ναι! — Yes! αναφώνησε ο Ασώτης. exclaimed|the|Asotis exclaimed the Asoti. Το μαντεύεις, Δέσποινα. The|you guess|Despina You guess it, Despina. Αυτό σου ζητούμε. This|to you|we ask This is what we are asking of you. Σε ικετεύομε, κάνε το! We|implore|do|it We beg you, do it! Και να είσαι ευλογημένη! And|to|be|blessed And may you be blessed!

Γονάτισε μπροστά της, πήρε το χέρι της και το φίλησε με συγκίνηση. He knelt|in front of|her|he took|the|hand|her|and|it|he kissed|with|emotion He knelt before her, took her hand, and kissed it with emotion.

Η βασιλοπούλα σηκώθηκε βιαστικά. The|princess|got up|hurriedly The princess stood up hastily. Το γλυκό της πρόσωπο ήταν κατάχλωμο και ταραγμένο. The|sweet|her|face|was|extremely pale|and|disturbed Her sweet face was pale and troubled.

— Μου ζητάς πράματα αδύνατα, είπε με πολλή λύπη. to me|you ask|things|impossible|he said|with|much|sadness — You are asking me for impossible things, he said with great sadness.

Και με το χέρι τούς έκαμε νόημα να φύγουν. And|with|the|hand|them|he made|gesture|to|leave And with his hand, he signaled them to leave. Οι δύο Έλληνες υποκλίθηκαν βαθιά και βγήκαν από το δωμάτιο. The|two|Greeks|bowed|deeply|and|exited|from|the|room The two Greeks bowed deeply and left the room.

Μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Ασώτης έσφιξε το χέρι του φίλου του. As soon as|they found|alone|the|Asotis|squeezed|the|hand|his|friend|his As soon as they were alone, the Asoti squeezed his friend's hand.

— Αλέξιε… να φύγομε… ψιθύρισε. Alexi|to|leave|whispered — Alexei... let's leave... he whispered.

— Απόψε, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Tonight|answered|the|Alexios — Tonight, Alexios replied.