Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)
- Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.
- Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής;
Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.
Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.
- Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.
- Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη.
- Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.
- Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι! - Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος Ο Βασιλιάς θα είναι!
Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα.
Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.
- Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησα απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.
Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.
- Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.
Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.
- Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.
- Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως
- Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;
- Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.
- Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;
- Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια.
- Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.
- Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο
- Αμέσως, αφέντη!
- Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα.
- Αφέντη, λυπήσου με! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Πώς μπορώ να τον συλλάβω;
- Είναι κλέφτης!
- Μα έχει φλουριά!
- Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα!
- Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. Ό,τι θέλει κάνει!
- Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις. Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα.
- Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. Μα πού αυτός! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε!
- Καλά έκανε! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε!
- Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι. - Φοβιτσιάρη! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά;
- Τον εφοβήθηκα!
- Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι.
- Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ.
- Πώς αυτό;
- Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου.
- Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές.
Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα
Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο.
- Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. Είστε της ίδιας φάρας!
Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο:
- Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί!
Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.
Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει.
Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα. Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε.
- Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε Έμπα μέσα και πάρε τον.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω.
- Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση.
- Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο. Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του.
- Η Παναγία να σου το πληρώσει! είπε με την καρδιά του. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με.
Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του.
- Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου.
Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια
Είχε νυχτώσει πια. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους.
- Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα.
- Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου.
Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό.