×

Utilizziamo i cookies per contribuire a migliorare LingQ. Visitando il sito, acconsenti alla nostra politica dei cookie.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)

Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)

- Δεν το αγόραζα εγώ. Το παλάτι μου το προμήθευε.

- Και το παλάτι από πού το έπαιρνε;

- Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. Παν και παν αυτοί οι καιροί! στέναξε ο Κακομοιρίδης.

- Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες;

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε:

- Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. Ούτε να φάγει πια δεν έχει.

Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο Φλουριά του χρειάζουνταν! Πού να βρει φλουριά;

Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. Ση- κώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του.

- Έλα, είπε της Ειρηνούλας. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο.

- Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. Για πού;

- Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου.

- Κρίμα! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο;

- Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε Έχω μια πρόταση να σου κάνω. Θέλω να μάθω γράμματα. Με μαθαίνεις εσύ;

- Μπράβο! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω…

- Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά…

- Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. Ειδεμή μου τα κλέβουν.

- Καλά. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. Δέχεσαι;

- Ακούς λέει! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του.

Περνούσαν από το δάσος.

Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. Ύστερα κάθησε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του. - Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα.

Τ' αδέλφια κάθησαν κοντά του και το μάθημα άρχισε. Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις.

- Καλά, είπε ο δάσκαλος. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας.

Πήραν πάλι τό δρόμο της χώρας. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν.

- Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος. - Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο…

- Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο.

- Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί. - Πώς τον λένε;

- Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος.

- Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο.

- Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί.

- Καλά, θα έρθω.

Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό.

Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. Όλοι κοιμούνταν.

Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε

- Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. Έμπα στην τραπε- ζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι.

Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθησαν τ' αδέλφια να φάγουν. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασιλόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα.

Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! Μόνος ο Πολύ- καρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα.

Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα.

- Δε θ' αργήσω, είπε. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα

Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί [Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια] του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές.

- Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του.

Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια.

- Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά.

- Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα.

- Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες; - Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει. Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχι- στράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά

- Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. - Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του;

- Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί!

Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του.

- Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό.

Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο.

- Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης. Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση. - Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει!

Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία.

- Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω;

Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε.

- Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δά- σκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου.

Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος.

- Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. Έφθασαν κακές ειδήσεις. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς. - Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος

Ο πρωτομάστορης αναπήδησε.

- Αφέντη; επανέλαβε.

Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.

- Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε.

- Ποιος είσαι! Ποιος είσαι! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα.

- Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δέ σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρο σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα.

Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.

- Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω. Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή.

Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε.

Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει.

Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2) Ζ'. NEW REVELATIONS (2)

- Δεν το αγόραζα εγώ. - I did not buy it. Το παλάτι μου το προμήθευε. My palace supplied it.

- Και το παλάτι από πού το έπαιρνε; - And where did he get the palace from?

- Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! - Ah, my child, it was the time when everything was provoked here! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. So many lads and famelite people lived from the mines of the State. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. You saw them as partridges and they went down to the wells every day and took out the stones, and so many others worked in the workshops where they separated the metal from the stone. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. I then managed a hundred craftsmen, we earned a lot of our bread, he was not one of us who did not have his boiling or his hen on Sunday. Παν και παν αυτοί οι καιροί! All these times! στέναξε ο Κακομοιρίδης.

- Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. - And why don't the good days come again? said Vassilopoulos enthusiastically. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες; Why not start work again, get iron out again and make your own swords and shuttles and spears?

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε:

- Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. - And who will pay the laborers? The King murmured. Ούτε να φάγει πια δεν έχει. He does not even have to eat anymore.

Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο Φλουριά του χρειάζουνταν! Πού να βρει φλουριά; Where to find pennies?

Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. He remembered the lost treasure and his heart tightened. Ση- κώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του.

- Έλα, είπε της Ειρηνούλας. - Come, he said to Irinoula. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. Let's go straight to the teacher. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο. But they did not manage to go to his house, they met him on the street.

- Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. - Good times, my child, said the teacher, recognizing the brothers. Για πού; To where;

- Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. "I was looking for you," said Vasilopoulos. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου. I have a favor to ask you and I come to your house.

- Κρίμα! - Pity! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. I just go to my brother who is sitting in the country. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο; Doesn't he tell you on the street?

- Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε Έχω μια πρόταση να σου κάνω. - Why not; I also have to return to the country with my sister, so that we can go and say goodbye. I have a proposal to make to you. Θέλω να μάθω γράμματα. Με μαθαίνεις εσύ;

- Μπράβο! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω… I can not teach charisma…

- Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. - I do not have a penny, nor anything else, interrupted Vassilopoulos, but I will suggest you an agreement. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά… You have only a few herbs to live on that your children grow…

- Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. - No herbs, only roots, the teacher interrupted. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. I only plant carrots, onions and such things, whose fruit is not visible. Ειδεμή μου τα κλέβουν. I swear they steal them.

- Καλά. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. Δέχεσαι; Do you accept?

- Ακούς λέει! - You hear him say! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του. said the teacher happily. I have been eating meat for so many years, that I forgot its taste.

Περνούσαν από το δάσος. They were passing through the forest.

Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. The teacher took a thick dry branch, cut it into small squares and engraved a letter on each one. Ύστερα κάθησε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του. Then he sat at the root of a tree and spread it out in front of him. - Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα. "Come," he said, "let me know your numbers first."

Τ' αδέλφια κάθησαν κοντά του και το μάθημα άρχισε. The brothers sat down next to him and the lesson began. Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. The teacher had patience and the students zeal and desire to learn. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις. So that the sun had set, and the three of them were still sitting at the foot of the tree, stirring and picking up the sticks again and forming syllables and words.

- Καλά, είπε ο δάσκαλος. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας. If we always go like this, you will soon learn more from me. In a little while I will give you books to read as monks.

Πήραν πάλι τό δρόμο της χώρας. They took the road of the country again. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν.

- Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος. - In the time of Synetos I, if you passed by here, you would say that the whole country was a big factory, said the teacher. - Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What work did they do? asked Vasilopoulos.

- Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. "Ships," replied the teacher. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. And my brother was a master builder. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο… They cut down the trees, lowered them into the river, built the royal ships there and entered the dock…

- Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο.

- Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. - He is in the country, I am going there tonight. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί. But the unfortunate one is gossiping, with the serf-merophagi. - Πώς τον λένε; - What's his name;

- Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος. - Amoirako-master builder, to distinguish him from me who is Amoirakos-teacher.

- Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο. "I wanted to meet him," said Vasilopoulos.

- Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. - Why not; Instead of running to the State School, come to his house tomorrow to do your homework. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί. If you come early you will find me there.

- Καλά, θα έρθω.

Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό. In front of the master builder's door, the teacher said goodbye to them, and Vasilopoulos and Irinoula went up the mountain.

Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. It was too late to arrive at the palace. Όλοι κοιμούνταν.

Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε Only Polycarp waited anxiously for them, and once he went out to see if they were arriving, and once he turned to the bench where Polydoros was lying, and told him his worries, which the other did not even hear.

- Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. - I kept food for you and his Master, your brother, said Irinoula happily, as soon as he saw her. Έμπα στην τραπε- ζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι. Enter the dining room, mistress-Santa Claus, I have set the table.

Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. Polydoros, however, had woken up with the speeches and lit a torch, to take them to the dining room. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθησαν τ' αδέλφια να φάγουν. So he put the torch in a pitcher and with this light the brothers sat down to eat. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασιλόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα. The next day, early in the morning, they went to the forest again, where Vasilopoulos killed wild birds and rabbits, while Irinoula peeled eggs and gathered fruits and greens.

Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! When they returned, no one had gotten up yet! Μόνος ο Πολύ- καρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα. Only Poly-Karpos again prepared the kitchen for Irinoula.

Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα.

- Δε θ' αργήσω, είπε. "I will not be late," he said. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα The master builder's house is almost at the foot of the mountain, and I will be back as soon as the lesson is over

Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί [Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια] του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές. He found the teacher and his brother, sitting on the sahnisi [Sachnisi: covered balcony closed all around with windows] of the house, eating bread and olives.

- Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του. "Good on the lad," said the teacher, and introduced him to his brother.

Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια. Vasilopoulos immediately began talking to the master builder, asking a thousand and two details about the way he once built the royal ships, and the master builder melancholy reminisced about his old days, and with tears in his eyes told the emotion he had every time he saw the river no new boats, made by his own hands.

- Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά. The master builder smiled bitterly.

- Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα. - Do not make such countries, he said, they have no taste.

- Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες; - If there was no one… let's say the King again… and he ordered ships for you again, would you do it? - Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. "The King will not order them for me, and you mean," said the master builder with contempt. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. The King did not think all his life despite his silence. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει. Now it's too late to wake up. Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχι- στράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά He can not even eat anymore, may the chancellors, generals, lieutenants and companions be well

- Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What did the general do, do you know? asked Vasilopoulos.

- Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! - Are you asking about Maskaropoulos? And who does not know! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. He did what everyone in the palace does. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. He had the army depots in his hands and emptied them all. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. As if he sold the weapons, the tents and the costumes, he made a fortune and went abroad, without the Master even feeling it. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. And the stones know what I'm telling you. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. People have a conch. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. Only the King is not listening to it, added the master builder. - Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. "What's wrong with the King," said Vassilopoulos, turning quickly to look at what was happening on the street, but more to hide the redness on his face. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του; What is the King's fault, as if he has only thieves and bandits around him?

- Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. - Let him take care to get to know his employees, before entrusting them with the interests of the State, said the foreman angrily. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! And as if they were coming out of bandits, let him punish them But when did he care about anything? Then our aching soul eats us! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. How to punish a thief or a traitor, or anything else unconscious? "The unfortunate man," they tell you, "why should he be destroyed? So many others are doing worse! " And so on. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί! And only the honest do not find bread here!

Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του.

- Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό. - Why are people running on the street? he asked, pointing to two or three villagers, who were hurrying to the mountain with their wives.

Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο. The two Amiraks leaned against the window.

- Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης. "There will be no quarrel again," said the master builder quietly. Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση. We here are used to them, they no longer impress us. - Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Are there many quarrels? asked Vasilopoulos.

- Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. And so every day wood falls in the country and in the villages. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! There are many murders, but how can justice feel it! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει! There is no gendarme anymore!

Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. Vasilopoulos was listening, and his soul was grieving more and more for the misery of his place. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία. No matter what he said, the speech always turned to complaint.

- Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω; How did you bring me such a bunny appetizer, if it's not to learn anything below?

Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε.

- Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δά- σκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου. "If you learn so much every day," said the teacher happily, "I will quickly give you the books I promised you and which you will read alone."

Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος. Suddenly the door opened with a rush and the supporter Polydoros came in panting and dusty.

- Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. - Master, he said and his voice trembled, the King asks you immediately. Έφθασαν κακές ειδήσεις. Bad news has arrived. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς. His Master lost it, he cries and shouts at you, and Vasilopoula sent me to tell you to come straight. - Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος - Master? exclaimed the dizzy teacher

Ο πρωτομάστορης αναπήδησε. The master builder jumped.

- Αφέντη; επανέλαβε.

Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Vasilopoulos had got up. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.

- Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε. - Uncle King… murmured.

- Ποιος είσαι! Ποιος είσαι! Who you are! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα.

- Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. "I am the King's son," said Vassilopoulos, extending his hand. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. And now I order it for you, to leave your job and build a new fleet. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δέ σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. And if I do not have a penny, and if years pass and I do not pay you, again do not stop, but work until the river is covered again with ships. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρο σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. The time has come for us to make sacrifices. Forget your person and your interest, work only for the common good of the place. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα. Homeland asks for it, and I will give you the example.

Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε. The foreman fell to his knees, grabbed the boy's hand and kissed him.

- Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω. - I will rebuild your fleet, he said forcefully, and I will work until I distance myself. Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή. And Vassilopoulos came out with his soul upset.

Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε. Polydoros followed him.

Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει. Those last words had excited him and his heart swelled with love and admiration for his new Master who had uttered them.