ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (2)
Λαχάνιαζε, σταματούσε για μια στιγμή, κι έπειτα ξανατράβαγε. Λίγο ακόμα και θα σωριαζότανε κάτω.
"Βαράτε την ώσπου να ψοφήσει! ", ούρλιαζε ο Μικόλκα. "Και θα ψοφήσει. θα το δείτε! ".
"Είσαι ή δεν είσαι χριστιανός, μωρέ αγριάνθρωπε;", φωνάζει ένας γέρος απ' το πλήθος.
"Πού ξανακούστηκε να σούρει τέτοιο κάρο ένα αλογάκι σαν κι αυτό;", πρόσθεσε ένας άλλος.
"Θα το αποτελειώσεις, μωρέ", είπε ένας τρίτος.
"Τί ανακατεύεσαι του λόγου σου; Δικό μου είναι και θα το κάνω ό,τι θέλω.
Ανεβείτε κι άλλοι, ανεβείτε όλοι! θα την κάνω να καλπάσει, οπωσδήποτε! ".
Ξαφνικά, ακούγεται ένα πλατύ γέλιο που έπνιξε τη φωνή του Μικόλκα: Η φοραδίτσα, μην αντέχοντας πια τα χτυπήματα, άρχισε μ' όλη την ανημποριά της να κλωτσάει. Ακόμα κι ο γέρος δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Κι ήτανε πραγματικά αστείο: ένα άλογο, έτοιμο να σωριαστεί, που κλωτσάει!
Δυο παιδιά προχώρησαν από το πλήθος, άρπαξαν από ένα μαστίγιο κι άρχισαν να χτυπάνε τη φοράδα κι απ' τα δυο πλευρά.
"Βαράτε τη στη μουσούδα, στα μάτια! Μαστιγώστε τη στα μάτια! ", φωνάζει ο Μικόλκα.
"Πέστε κι ένα τραγουδάκι, ρε παιδιά", φωνάζει ένας απ' αυτούς που ήτανε στο κάρο. Κι όλοι όσοι βρίσκονταν στο κάρο άρχισαν να λένε ένα τραγούδι με βρωμόλογα, ακούγεται το ντέφι και σφυρίγματα σε κάθε αντιστροφή. Και η χοντρή τραγανίζει πάντα τα φουντούκια της χασκογελώντας.
Στο μεταξύ, το παιδί τρέχει κοντά στο άλογο, ορμάει προς τα μπρος και βλέπει που το μαστιγώνουν στα μάτια, καταμεσίς στα μάτια! Κλαίει. Φουσκώνει η καρδιά του, κυλάνε τα δάκρυα. Ένας απ' αυτούς που ανεβοκατέβαζαν τα μαστίγια τον χτυπάει ξυστά στο πρόσωπο, αλλά δεν το νιώθει καθόλου, στριφογυρίζει τα χέρια του, φωνάζει, ορμάει κατά το γέρο με την άσπρη γενειάδα που κουνάει το κεφάλι του και κατακρίνει πέρα για πέρα αυτό το πράγμα.
Μια γυναίκα πιάνει από το χέρι το παιδί και γυρεύει να το τραβήξει πέρα, εκείνο όμως της ξεφεύγει και τρέχει πάλι κοντά στο άλογο, που έχει εξαντληθεί πια αλλά, για μια ακόμα φορά, προσπαθεί να κλωτσήσει.
"Αχ, που να σε πάρει ο διάβολος! ", μουγκρίζει ο Μικόλκα λυσσασμένα. Παρατάει το καμουτσί, σκύβει και σηκώνει απ' το βάθος του κάρου ένα μακρύ και βαρύ στυλιάρι.
Το πιάνει απ' τη μια άκρη με τα δυο του χέρια και το σηκώνει με δύναμη πάνω απ' τη φοράδα. "θα τη λειώσει! ", φωνάζουν τριγύρω;"
"Θα τη σκοτώσει! ".
"Περιουσία μου είναι! ", φωνάζει ο Μικόλκα.
Και παίρνοντας φόρα, κατεβάζει το στυλιάρι στην πλάτη της φοράδας. Το χτύπημα αντηχεί υπόκωφα.
"Μαστιγώστε! Μαστιγώστε τη, λοιπόν! Γιατί σταθήκατε;", ακούγονται κάτι φωνές απ' το πλήθος.
Ο Μικόλκα ξανασηκώνει το στυλιάρι και κοπανάει άλλη μια με όλη του τη δύναμη, στην πλάτη του δύστυχου ψωράλογου.
Είναι έτοιμη πια η φοραδίτσα να σωριαστεί κάτω. Ωστόσο κάνει απότομα ένα πήδημα και, συγκεντρώνοντας όλες της τις δυνάμεις, τραβάει, τραβάει ό-πως- όπως, για να σύρει το κάρο. Αλλά την πολιορκούν έξη μαστίγια. Το στυλιάρι σηκώνεται ξανά και πέφτει για τρίτη φορά, ύστερα για τέταρτη, κι ύστερα συνέχεια και ρυθμικά. Ο Μικόλκα λυσσάει απ' το κακό του, που δεν μπορεί να τη σκοτώσει με τη μία.
"Εφτάψυχη είναι! ", λένε τριγύρω.
"Δε θ' αντέξει πολύ, οι στιγμές της είναι μετρημένες", λέει ένας άλλος θεατής.
"Τσεκουριά της χρειάζεται! Έτσι μόνο μπορούν να την ξεμπερδέψουν αμέσως", ουρλιάζει ένας άλλος.
"Α, τη χολέρα! Κάνετε πέρα, μωρέ! ", ουρλιάζει ο Μικόλκα με φωνή πνιγμένη απ' τη λύσσα.
Πετάει το στυλιάρι, ξανασκύβει, και παίρνει απ' το βάθος του κάρου ένα σιδερένιο λοστό.
"Φυλαχτείτε! ", φωνάζει. Και με όλη του τη δύναμη, της δίνει ένα τρομερό χτύπημα με το λοστό. Η φοραδίτσα τρεκλίζει, κάθεται στα πισινά της και προσπαθεί και πάλι να τραβήξει, έρχεται όμως και δεύτερο χτύπημα με το λοστό στην πλάτη της και σωριάζεται καταγής, σα να της έκοψαν και τα τέσσερα πόδια.
"Εμπρός, ελάτε να την αποτελειώσουμε! ", φωνάζει ο Μικόλκα και πηδάει πάνω απ' το κάρο ξεφρενιασμένος.
Κάτι μαντράχαλοι, κοκκινωποί και αναμαλλιασμένοι, αρπάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους: Καμουτσιά, ραβδιά, στυλιάρια και ορμάνε κατά πάνω στο ζώο που ξεψυχάει.
Ο Μικόλκα στέκεται όρθιος στο πλάι κι αρχίζει να τη χτυπάει ανώφελα με το λοστό στη ραχοκοκκαλιά: Η φοραδίτσα τεντώνει τη μουσούδα της, βγάζει ένα βαθύ στεναγμό και ψοφάει. "Ψόφησε! ", φωνάζουν απ' το πλήθος.
"Γιατί να μη θέλει να τρέξει;". "Δικιά μου ήτανε! ", φωνάζει ο Μικόλκα με το λοστό στο χέρι και με τα μάτια κοκκινισμένα.
Λυπάται, καθώς φαίνεται, που δεν έχει να χτυπήσει και τίποτ' άλλο.
"Ε, λοιπόν, αλήθεια. Είναι ολοφάνερο τώρα, δεν είσαι χριστιανός", ακούστηκαν τότε να λένε πολλές φωνές απ' το πλήθος.
Το καημένο το μικρό τα 'χει χαμένα. Μπήγει μια κραυγή, ανοίγει δρόμο μεσ' απ' το πλήθος, αγκαλιάζει τη νεκρή και ματωμένη μουσούδα του ζώου και το φιλεί στα μάτια και στα χείλη... Ύστερα, ρίχνεται ξαφνικά με λύσσα πάνω στον Μικόλκα με τις γροθιές σφιγμένες. Την ίδια στιγμή, ο πατέρας του, που έψαχνε από πολλή ώρα να το βρει, το πιάνει επί τέλους και το τραβάει έξω απ' το πλήθος. "Πάμε, πάμε, του λέει. Ας γυρίσουμε στο σπίτι μας".
"Μπαμπά! Γιατί... γιατί το σκότωσαν το δύστυχο αλογάκι;", του λέει με λυγμούς. Κάτι του κόβει την ανάσα και τα λόγια του βγαίνουν σαν κραυγές απ' το σφιγμένο του στήθος.
"Είναι μπεκρήδες και διασκεδάζουν, τί μας νοιάζει εμάς; Πάμε από δω", είπε ο πατέρας. Το παιδί αγκαλιάζει τον πατέρα του, το στήθος του όμως είναι σφιγμένο. Προσπαθεί να πάρει ανάσα, μπήγει μια κραυγή και ξυπνάει...
Ξύπνησε μούσκεμα, με τα μαλλιά λουσμένα στον ιδρώτα, κοντανασαίνοντας. Ανασήκωσε το κορμί του με τρόμο. "Δόξα σοι ο θεός! Ήτανε όνειρο", είπε και κάθισε κάτω απ' το δέντρο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. "Μα, τί είναι αυτό; Μήπως μου μπαίνει τώρα κάνας πυρετός; Τόσο τρομαχτικό όνειρο! ".
Όλο του το κορμί ήτανε κατατσακισμένο και η ψυχή του γεμάτη ταραχή και σκοτάδι. Με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, "θεέ μου! ", φώναξε, "είναι δυνατό... είναι δυνατό να πάρω ένα τσεκούρι... να τη χτυπήσω στο κεφάλι, να της λειώσω το κρανίο... θα βουτιόμουνα στο γλιτσερό και χλιαρό αίμα, θα έσπαγα κλειδαριά, θα έκλεβα, θα έτρεμα και θα κρυβόμουνα πλημμυρισμένος ολόκληρος στο αίμα... Με το τσεκούρι! Κύριε! Είναι ποτέ δυνατό;".
Έτρεμε σα φύλλο μονολογώντας. "Μα, τί έπαθα λοιπόν;", συνέχισε, ενώ ξανακάθισε κάτω, πέφτοντας σε μια χαύνωση βαθιά. "Και όμως, ήξερα πως δε θα το άντεχα χτες, όταν πήγα να κάνω κείνη την πρόβα. Χτες κατάλαβα πολύ καλά πως δε θα βάσταγα να το κάνω... Τί μου συμβαίνει τώρα; Γιατί αμφιταλαντευόμουνα ως τα τώρα; Χτες ακόμα, κατεβαίνοντας τη σκάλα, έλεγα μέσα μου πως η ατιμία αυτή, αυτή η βρωμιά, που είναι τόσο πρόστυχη... τόσο πρόστυχη... Δεν κοιμόμουνα χτες... αλλά και μόνο που το σκέφτηκα, γύρισε η καρδιά μου, πάγωσα από τη φρίκη... Όχι, δε θα το άντεχα, δε θα το άντεχα! Ακόμα κι αν παραδεχτούμε ότι όλοι μου οι υπολογισμοί είναι σωστοί πέρα για πέρα, ότι όλα αυτά που αποφάσισα τούτον τον μήνα, είναι ξεκάθαρα σαν το φως της ημέρας, σαν τα μαθηματικά - ακόμα και τότε, θεέ μου, δε θα τ' αποφάσιζα. Δε θα μπορούσα να το κάνω, ποτέ, ποτέ!... Πώς γίνεται λοιπόν κι ως τώρα...".
Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε γύρω του χαμένα, σα να απορούσε που βρισκότανε εδώ και τράβηξε κατά τη γέφυρα Τ... Ήτανε χλωμός, τα μάτια του έκαιγαν, τα πόδια και τα χέρια του είχανε μεγάλη ατονία. Ωστόσο, του φάνηκε πως ανάσαινε πιο εύκολα τώρα.
Ένιωθε πως είχε αποτινάξει από πάνω του το βρωμερό βάρος, που τον πλάκωνε τόσον καιρό και η ψυχή του ξαλάφρωνε ξαφνικά και ξαναβρήκε τη γαλήνη της.
"Κύριε", προσευχήθηκε, "δείξε μου το σωστό δρόμο και θα τ' απαρνηθώ εκείνο το καταραμένο μου... όνειρο".
Περνώντας τη γέφυρα, κοίταξε αμίλητα και ήρεμα το Νέβα, το πυρωμένο ηλιοβασίλεμα, τον κόκκινο ήλιο. Παρ' όλη του την αδυναμία δεν ένιωθε καθόλου κούραση, θα 'λέγε κανείς πως το απόστημα που ωρίμαζε έναν ολόκληρο μήνα στην καρδιά του, έσπασε τώρα. Η λευτεριά, η λευτεριά! Τώρα, λευτερώθηκε από τις μαγείες, απ' αυτά τα μάγια, από τη φριχτή υποβολή...
Αργότερα όταν ξανάφερε στο μυαλό του την εποχή εκείνη και όλα όσα έγιναν σ' αυτές τις μέρες, λεπτό το λεπτό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, σημείο το σημείο, ταράχτηκε από κάποιο περιστατικό, σαν τους ανθρώπους που έχουν δεισιδαιμονίες.
Αυτό καθ' εαυτό, δεν ήτανε τίποτα το εξαιρετικό, ωστόσο ο Ρασκόλνικωφ δεν έπαψε ύστερα να το βλέπει σαν οιωνό των πεπρωμένων του.
Να τί ήτανε: Πεθαμένος πια απ' την κούραση, ολότελα εξαντλημένος, το καλύτερο που είχε να κάμει θα ήτανε να γυρίσει στο σπίτι του, από τον πιο σύντομο δρόμο, αυτός όμως, χωρίς ποτέ του να καταλάβει γιατί, πέρασε από την σαναγορά όπου δεν είχε καμμιά δουλειά να πάει. Ο κύκλος που έκανε, δεν ήτανε και πολύ μεγάλος, ήτανε όμως ολότελα περιττός. Είναι αλήθεια ότι δεκάδες φορές του έτυχε να γυρίζει σπίτι του δίχως να θυμάται από ποιο δρόμο είχε περάσει. "Γιατί, λοιπόν", αναρωτιόταν πάντοτε, "γιατί εκείνη η συνάντηση, τόσο σημαντική και τόσο αποφασιστική για μένα, να γίνει αυτή την ώρα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή της ζωής μου όπου, λόγω της ψυχικής μου κατάστασης και διαφόρων περιστατικών, δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει αποφασιστικά τη μοίρα μου;". Είχε την εντύπωση ότι τον παραμόνευε εκείνη η συνάντηση. Θα 'τανε εννέα η ώρα πάνω κάτω όταν πέρασε την σαναγορά.
Όλοι οι μαγαζάτορες και οι υπαίθριοι πουλητές έκλειναν τα μαγαζιά τους, μάζευαν και έδεναν τα εμπορεύματα τους, για να ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους. Το ίδιο έκαναν και οι πελάτες. Τριγύρω απ' τα μαγέρικα, στα ισόγεια, στις βρωμερές και αηδιαστικές αυλές των σπιτιών της σαναγοράς, συνωστίζονταν κάθε λογής κουρελιάρηδες και μικροπουλητάδες. Ο Ρασκόλνικωφ είχε ιδιαίτερη προτίμηση γι' αυτό το μέρος, καθώς και για τα γειτονικά σοκάκια, τις ώρες που έβγαινε από το σπίτι του χωρίς κανένα σκοπόν. Εδώ, τα κουρέλια του δεν τραβούσαν κανενός την κακόβουλη προσοχή και μπορούσε να περπατάει ντυμένος γελοία, δίχως να υπάρχει φόβος να σκανδαλιστεί κανείς.
Στη γωνιά ακριβώς της παρόδου Κ... ένας υπαίθριος πωλητής με τη γυναίκα του, πουλούσαν σε δυο πάγκους κλωστές, σιρίτια, βαμβακερά μαντήλια και διάφορα άλλα ψιλικά. Ετοιμάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους, ενώ ταυτόχρονα φλυαρούσαν με μια γνωστή τους, που τους είχε πλησιάσει. Ήτανε η Ελισάβετ Ιβάνοβνα, ή απλώς Ελισάβετ, όπως τη φώναζαν όλοι, μικρότερη αδελφή της Αλιόνας Ιβάνοβνα, χήρας παρέδρου, εκείνης της γριάς τοκογλύφου, όπου ο Ρασκόλνικωφ είχε πάει χθες για να βάλει το ρολόι του ενέχυρο και να κάνει την πρόβα του...
Από πολύ καιρό ήξερε όλα τα σχετικά μ' αυτή την Ελισάβετ. Κι αυτή τον γνώριζε λιγάκι. Ήτανε μια γυναίκα ψηλή, αγαθή, δειλή κι αδέξια, τριάντα πέντε χρονών πάνω-κάτω. Την είχανε για ηλίθια σχεδόν και η αδελφή της τη μεταχειριζότανε σα σκλάβα. Δούλευε γι' αυτή νύχτα και μέρα, έτρεμε μπροστά της και μερικές φορές καθότανε και την έδερνε κιόλας.
Εκείνη τη στιγμή στεκότανε αναποφάσιστα μπροστά στο μικροπωλητή και τη γυναίκα του και τους άκουγε προσεχτικά, κρατώντας ένα πακέτο στα χέρια της. Αυτοί της έλεγαν κάτι με εντελώς ιδιαίτερη θέρμη. Όταν την είδε ο Ρασκόλνικωφ, έτσι άξαφνα, πλημμυρίστηκε από ένα αίσθημα παράξενο, κάτι σα βαθιά κατάπληξη, παρ' όλο που δεν υπήρχε τίποτα το εκπληκτικό σ' εκείνη τη συνάντηση.
"Σεις θα τ' αποφασίσετε, Ελισάβετ Ιβάνοβνα", είπε δυνατά ο μικροπωλητής. "Ελάτε αύριο κατά τις εφτά. θα είναι δω και οι άλλοι".
"Αύριο;", έκανε η Ελισάβετ σκεφτικά, με μια φωνή συρτή. Φαινότανε σα να δίσταζε να πάρει την απόφαση.
"Αχ! Πόσο την τρέμετε αυτή την Αλιόνα Ιβάνοβνα", είπε η γυναίκα του μικροπωλητή.
"Λόγω τιμής, ακούγοντας σας κανείς, θα σας έπαιρνε για μικρό παιδάκι. Πρώτα-πρώτα, δεν είναι πραγματική σας αδελφή και το βλέπετε πώς σας μεταχειρίζεται".
"Ναι, μη λέτε και μια φορά τίποτα στην Αλιόνα Ιβάνοβνα", είπε κι ο άντρας της, μπαίνοντας στη μέση. "Ακούστε με που σας λέω: Ελάτε στο σπίτι μας χωρίς να της ζητήσετε την άδεια. Η δουλειά είναι πολύ καλή. Αργότερα, μπορεί να πεισθεί και η ίδια η αδελφή σας γι' αυτό".
"Ώστε λέτε να 'ρθω;
"Αύριο κατά τις εφτά. θα 'ρθούν και κείνοι και θ' αποφασίσετε".
"Θα σας προσφέρουμε και τσάι".
"Καλά, θα 'ρθώ", απάντησε η Ελισάβετ, πάντοτε δισταχτικά.
Και αργά-αργά, ετοιμαζότανε να φύγει. Ο Ρασκόλνικωφ, τους προσπέρασε κείνη τη στιγμή και δεν άκουσε περισσότερα. Είχε κοντύνει ανεπαίσθητα το βήμα του και προσπαθούσε να μη χάσει τίποτα απ' τη συζήτηση.
Η κατάπληξη που ένιωσε στην αρχή γινότανε σιγά-σιγά τρόμος. Μια παγωμένη ανατριχίλα πέρασε απ' τη ραχοκοκκαλιά του.