×

Utilizziamo i cookies per contribuire a migliorare LingQ. Visitando il sito, acconsenti alla nostra politica dei cookie.

image

Τράπεζα κειμένων B1, 21. Η ακαμάτρα η Βγενιώ

21. Η ακαμάτρα η Βγενιώ

Μια φορά κι έναν καιρό ένας βοσκός που ζούσε στο βουνό αποφάσισε να παντρευτεί.

Ήθελε να βρει μια καλή κοπέλα να την έχει παρέα. Να τον βοηθάει με τα ζώα. Να μη ζει μόνος, χωρίς να έχει έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα.

Στο χωριό κατέβαινε σπάνια. Πήγαινε στις μεγάλες γιορτές όταν ήθελε να δει τους γονείς και τ' αδέλφια του. Είχε μάθει να ζει στο βουνό μέσα στη φύση και ήτανε ευχαριστημένος από τη ζωή του. Όταν πήγαινε στην πόλη να πουλήσει το τυρί και το βούτυρο έβλεπε πως ζούσε ο κόσμος και δεν του άρεσε καθόλου. Έτσι μόλις τελείωνε τη δουλειά του, ψώνιζε λίγα πράγματα που του χρειαζότανε πήγαινε στο χωριό για να δει λίγο τους δικούς του να τους δώσει κανένα δώρο και αμέσως μετά ανέβαινε στο βουνό. Χαιρόταν πολύ που άκουγε τα πουλιά, τη μελωδία του νερού της πηγής. Όταν όμως μεγάλωσε, ένοιωσε την ανάγκη να πάρει μια καλή γυναίκα να κάνει οικογένεια. Ήθελε να κάνει παιδιά και να τα μεγαλώσει μέσα στη φύση. Πού να βρει όμως τη νύφη; Απομονωμένος όπως ζούσε, δεν είχε γνωρίσει καμιά καλή κοπελιά.

Έτσι αποφάσισε να κατεβαίνει πιο συχνά στο χωριό τις Κυριακές για να μπορέσει να δει και να διαλέξει κάποιο κορίτσι που θα του άρεσε και να το ζητήσει σε γάμο. Ήτανε καλός νοικοκύρης.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

21. Η ακαμάτρα η Βγενιώ |die Bgenio||Vgenió The|lazy woman|the|Vgenio 21. Die Acamatera Vgeniot 21. The lazy one, Vgeni 21. La acamatera Vgeniot 21. L'acamatera Vgeniot 21. L'acamatera Vgeniot 21. A acamatera Vgeniot 21. Акаматера Вгениот 21. Acamatera Vgeniot

Μια φορά κι έναν καιρό ένας βοσκός που ζούσε στο βουνό αποφάσισε να παντρευτεί. ||||||Hirte|||||entschied sich|| |time|||time||shepherd||lived||mountain|decided to||get married Es war einmal ein in den Bergen lebender Hirte, der beschloss zu heiraten. Once upon a time, a shepherd who lived in the mountains decided to get married. C'era una volta un pastore che viveva in montagna che decise di sposarsi.

Ήθελε να βρει μια καλή κοπέλα να την έχει παρέα. ||find||good|||her||for company Er wollte ein gutes Mädchen finden, das ihm Gesellschaft leistete. He wanted to find a good girl to keep him company. Voleva trovare una ragazza simpatica che le facesse compagnia. Να τον βοηθάει με τα ζώα. ||help him||| Um ihm mit den Tieren zu helfen. To help him with the animals. Per aiutarlo con gli animali. Να μη ζει μόνος, χωρίς να έχει έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα. um|||allein|||||||||Unterhaltung ||||without||||person||||word Nicht alleine zu leben, ohne jemanden zum Reden zu haben. Not to live alone, without a person to say a word. Non vivere da soli, senza un essere umano che dica una parola.

Στο χωριό κατέβαινε σπάνια. ||kam selten| |the village|"went down"|rarely Er kam selten ins Dorf. He rarely came down to the village. Raramente scendeva in paese. Πήγαινε στις μεγάλες γιορτές όταν ήθελε να δει τους γονείς και τ' αδέλφια του. he went|||holidays|when|he wanted||||parents|||siblings| Er fuhr in die großen Ferien, wenn er seine Eltern und Geschwister sehen wollte. He went to the big celebrations when he wanted to see his parents and brothers and sisters. Andava alle grandi celebrazioni quando voleva vedere i genitori, i fratelli e le sorelle. Είχε μάθει να ζει στο βουνό μέσα στη φύση και ήτανε ευχαριστημένος από τη ζωή του. he had|learned|||||||nature||was|satisfied|||| Er hatte gelernt, auf dem Berg in der Natur zu leben und war glücklich mit seinem Leben. He had learned to live in the mountains in nature and was happy with his life. Aveva imparato a vivere in montagna nella natura ed era felice della sua vita. Όταν πήγαινε στην πόλη να πουλήσει το τυρί και το βούτυρο έβλεπε πως ζούσε ο κόσμος και δεν του άρεσε καθόλου. ||||||||||Butter|||||||||| |||city||sell||cheese|||butter|||lived||people||||he liked|at all Als er in die Stadt ging, um Käse und Butter zu verkaufen, sah er, wie die Leute lebten, und es gefiel ihm überhaupt nicht. When he went to town to sell the cheese and butter he saw how people lived and he didn't like it at all. Quando andò in città a vendere il formaggio e il burro, vide come viveva la gente e non gli piacque affatto. Έτσι μόλις τελείωνε τη δουλειά του, ψώνιζε λίγα πράγματα που του χρειαζότανε πήγαινε στο χωριό για να δει λίγο τους δικούς του να τους δώσει κανένα δώρο και αμέσως μετά ανέβαινε στο βουνό. ||||||kaufte|||||||||||||||||||||||||| |as soon as|he finished||||"he shopped"||things|||"he needed"|he went|to the|village|||to see|a few||his family||||"give"|any|gift||"right after"||"went up"||mountain Sobald er seine Arbeit beendet hatte, kaufte er ein paar Dinge, die er brauchte, er ging ins Dorf, um seine Leute ein wenig zu sehen und ihnen ein Geschenk zu machen, und gleich danach stieg er auf den Berg. So as soon as he finished his work, he would buy a few things he needed, go to the village to see his family and give them a gift, and immediately afterwards he would go up the mountain. Così, appena finito il lavoro, comprava qualche cosa di cui aveva bisogno, andava al villaggio per vedere la sua famiglia e fare un regalo, e subito dopo saliva sulla montagna. Χαιρόταν πολύ που άκουγε τα πουλιά, τη μελωδία του νερού της πηγής. |||||||Melodie|||der|Quelle "Was delighted"|||was hearing||birds||melody|||of the|spring's water Er war sehr glücklich, die Vögel zu hören, die Melodie des Quellwassers. He was very happy to hear the birds, the melody of the spring water. Era molto felice di sentire gli uccelli e la melodia dell'acqua della sorgente. Όταν όμως μεγάλωσε, ένοιωσε την ανάγκη να πάρει μια καλή γυναίκα να κάνει οικογένεια. |||||Notwendigkeit|||||||| ||grew up|felt||need||take|||woman|||family Aber als er aufwuchs, hatte er das Bedürfnis, eine gute Frau zu finden, mit der er eine Familie gründen konnte. But when he grew up, he felt the need to get a good woman to raise a family. Ma quando è cresciuto, ha sentito il bisogno di trovare una buona donna per crescere una famiglia. Ήθελε να κάνει παιδιά και να τα μεγαλώσει μέσα στη φύση. |||||||raise them|||nature Sie wollte Kinder haben und sie in der Natur großziehen. She wanted to have children and raise them in nature. Voleva avere dei figli e crescerli nella natura. Πού να βρει όμως τη νύφη; Απομονωμένος όπως ζούσε, δεν είχε γνωρίσει καμιά καλή κοπελιά. |||||Braut|abgelegen|||||||| |||however||bride|Isolated||||had|met / known / met any|any||girl Aber wo findet man die Braut? So isoliert er lebte, hatte er keine guten Mädchen kennengelernt. But where to find the bride? Isolated as he was, he hadn't met any nice girls. Ma dove trovare la sposa? Isolato com'era, non aveva incontrato nessuna ragazza carina.

Έτσι αποφάσισε να κατεβαίνει πιο συχνά στο χωριό τις Κυριακές για να μπορέσει να δει και να διαλέξει κάποιο κορίτσι που θα του άρεσε και να το ζητήσει σε γάμο. |||||||||||||||||||||||||||||Ehe |he decided||"to go down"||more often||village||Sundays|||"be able to"|||||choose||girl||||he would like||||ask for||marriage Also beschloss er, sonntags öfter ins Dorf zu gehen, um ein Mädchen, das ihm gefiel, zu sehen, auszusuchen und sie zu heiraten. So he decided to go down to the village more often on Sundays so that he could see and choose a girl he liked and ask her to marry him. Decise quindi di recarsi più spesso al villaggio la domenica, per poter vedere e scegliere una ragazza che gli piacesse e chiederla in sposa. Ήτανε καλός νοικοκύρης. ||Hausmeister "He was"||good housekeeper Er war ein guter Gastgeber. He was a good landlord. Era un buon padrone di casa.