XV. Η Νίενορ στο Μπρέθιλ
Αλλά όσο για τη Νίενορ, αυτή έτρεχε μέσα στο δάσος ακούγοντας το θόρυβο της καταδίωξης πίσω της. Και τα ρούχα της τα έσκισε πετώντας το ένα ένα καθώς έτρεχε, μέχρι που έμεινε γυμνή. Και όλη κείνη την ημέρα έτρεχε ακόμη, σαν αγρίμι που το κυνηγούν και πάει να σπάσει η καρδιά του και δεν τολμά να σταματήσει ή να πάρει ανάσα. Ξαφνικά το βράδυ η τρέλα της πέρασε. Έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, σαν σε απορία, και μετά λιποθύμησε από ολοκληρωτική εξουθένωση και σωριάστηκε σαν κεραυνόπληκτη μέσα σε πυκνές φτέρες. Κι εκεί ανάμεσα στα παλιά κλαδιά και τα νέα φύλλα της άνοιξης κοιμήθηκε χωρίς να καταλάβει τίποτα.
Το πρωί ξύπνησε και αγαλλίασε με το φως σαν άνθρωπος που ζει για πρώτη φορά. Και όλα όσα έβλεπε της φαίνονταν καινούργια και παράξενα και δεν γνώριζε τα ονόματά τους. Γιατί πίσω της υπήρχε μόνο ένα άδειο σκοτάδι απ' όπου δεν ερχόνταν καμιά ανάμνηση από οτιδήποτε είχε γνωρίσει μέχρι τότε, ούτε η ηχώ κάποιας λέξης. Μια σκιά φόβου μόνο θυμόταν κι έτσι ήταν ανήσυχη και αναζητούσε συνέχεια μέρη να κρυφτεί: ανέβαινε σε δέντρα ή γλιστρούσε μέσα σε θάμνους, γρήγορη σαν σκίουρος ή αλεπού αν κάποιος ήχος ή σκιά την τρόμαζε. Και από κει κοίταζε για ώρα πολλή μέσα από τα φυλλώματα με διστακτικό βλέμμα πριν συνεχίσει ξανά.
Συνεχίζοντας έτσι στην ίδια κατεύθυνση έφτασε στον ποταμό Τέιγκλιν και κόρεσε τη δίψα της. Αλλά δεν έβρισκε τροφή, γιατί δεν ήξερε πώς να την αναζητήσει, και λιμοκτονούσε και κρύωνε. Και καθώς τα δέντρα από την άλλη όχθη έδειχναν πιο πυκνά και πιο σκοτεινά (και ήταν, αφού αντίκριζε τις παρυφές του δάσους του Μπρέθιλ), πέρασε τελικά απέναντι και έφτασε σε έναν πράσινο τύμβο κι εκεί σωριάστηκε κάτω, γιατί ήταν εξαντλημένη και της φαινόταν ότι το σκοτάδι που απλωνόταν πίσω της την τύλιγε πάλι και ο ήλιος σκοτείνιαζε.
Όμως στην πραγματικότητα ήταν μια σκοτεινή καταιγίδα που είχε έρθει από το Νότο, γεμάτη αστραπές και καταρρακτώδη βροχή. Και εκεί κειτόταν ζαρώνοντας από τρόμο με τις βροντές και η σκοτεινή βροχή έδερνε το γυμνό της σώμα κι εκείνη κοίταζε άφωνη σαν παγιδευμένο αγρίμι.
Τούτη την ώρα έτυχε και μερικοί από τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ πέρασαν από κει επιστρέφοντας από μια επιδρομή ενάντια στους Ορκ. Βιάζονταν να περάσουν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και να φτάσουν σε ένα καταφύγιο που ήταν κοντά, όταν μια μεγάλη αστραπή έπεσε και το Χάουδ-εν-Έλλεθ φωτίστηκε από λευκή φλόγα.
Τότε ο Τουράμπαρ που ήταν επικεφαλής των ανδρών τινάχτηκε πίσω και σκέπασε τα μάτια του τρέμοντας, γιατί του φάνηκε ότι είδε τον φάντασμα μιας νεκρής κόρης να κείτεται πάνω στον τάφο της Φιντούιλας.
Αλλά ένας από τους άνδρες έτρεξε στον τύμβο και φώναξε:
“Έλα, κύριε! Είναι μια κοπέλα εδώ και ζει!”
Και ο Τουράμπαρ ήρθε και τη σήκωσε και το νερό έσταζε από τα μουσκεμένα της μαλλιά, αλλά αυτή έκλεισε τα μάτια τρέμοντας κι έπαψε να παλεύει. Τότε, απορώντας που κειτόταν έτσι γυμνή, ο Τουράμπαρ έριξε πάνω της το μανδύα του και τη μετέφερε στο καταφύγιο των κυνηγών στο δάσος. Εκεί άναψαν φωτιά και την τύλιξαν με σκεπάσματα κι αυτή άνοιξε τα μάτια της και τους κοίταξε. Και όταν το βλέμμα της έπεσε στον Τουράμπαρ, ένα φως φάνηκε στο πρόσωπό της και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του, γιατί της φάνηκε ότι είχε βρει επιτέλους κάτι που αναζητούσε μέσα στο σκοτάδι και παρηγορήθηκε. Αλλά ο Τουράμπαρ πήρε το χέρι της και χαμογέλασε και είπε:
“Λοιπόν, λαίδη, θα μας πεις το όνομά σου και το γένος σου και τι κακό σε βρήκε;”
Τότε αυτή κούνησε το κεφάλι της και δεν μιλούσε, αλλά άρχισε να κλαίει. Και δεν την ενόχλησαν άλλο μέχρι που έφαγε λαίμαργα την τροφή που μπόρεσαν να της δώσουν. Και όταν έφαγε, αναστέναξε κι έβαλε πάλι το χέρι της μέσα στο χέρι του Τουράμπαρ. Κι αυτός είπε:
“Μαζί μας είσαι ασφαλής. Εδώ μπορείς να ξεκουραστείς απόψε και το πρωί θα σε οδηγήσουμε στα σπίτια μας βαθιά μέσα στο δάσος. Αλλά θα θέλαμε να ξέρουμε το όνομά σου και το γένος σου για να βρούμε ίσως τους δικούς σου και να τους δώσουμε νέα σου. Δεν θα μας πεις;”.
Αλλά πάλι εκείνη δεν απάντησε κι έκλαψε.
“Μην ταράζεσαι!”, είπε ο Τουράμπαρ. “Μπορεί η ιστορία σου να είναι πολύ λυπητερή ακόμη για να την πεις. Αλλά θα σου δώσω ένα όνομα και θα σε πω Νίνιελ, Κόρη των Δακρύων”. Και με αυτό το όνομα εκείνη σήκωσε το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι της, αλλά είπε: “Νίνιελ”. Και αυτή ήταν η πρώτη λέξη που είπε μετά το σκοτάδι της και ήταν το όνομά της ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους από τότε.
--
Το πρωί πήραν μαζί τους τη Νίνιελ στο Έφελ Μπράντιρ και ο δρόμος ανέβαινε απότομα μέχρι που έφτανε σ' ένα μέρος όπου έπρεπε να διασχίσουν το ορμητικό ποτάμι του Κελέμπρος. Εκεί υπήρχε μια γέφυρα από ξύλο και από κάτω περνούσε το νερό πάνω από το χείλος μιας λείας πέτρας κι έπεφτε με πολλά αφρισμένα σκαλοπάτια σε μια πετρώδη λεκάνη κάτω βαθιά. Και όλος ο αέρας ήταν γεμάτος σταγονίδια νερού σαν βροχή. Στην κορυφή του καταρράχτη υπήρχε μια μεγάλη έκταση με πράσινη χλόη και γύρω της φύτρωναν σημύδες, αλλά πάνω από τη γέφυρα η θέα ήταν απεριόριστη προς τα φαράγγια του Τέιγκλιν γύρω στα τρία χιλιόμετρα δυτικά. Εκεί ο αέρας ήταν πάντα ψυχρός και το καλοκαίρι οι οδοιπόροι σταματούσαν για να αναπαυθούν και να πιουν το κρύο νερό, Ντίμροστ, η Σκάλα της Βροχής, λεγόταν εκείνος ο καταρράχτης, αλλά από εκείνη τη μέρα και μετά την ονόμασαν δεν Γκίριθ, το Νερό του Ρίγους, γιατί ο Τουράμπαρ και οι άντρες του σταμάτησαν εκεί, μα μόλις η Νίνιελ έφτασε σ' εκείνο το μέρος, πάγωσε και άρχισε να τρέμει και δεν μπορούσαν να τη ζεστάνουν ή να την παρηγορήσουν. Έτσι βιάστηκαν να συνεχίσουν το δρόμο τους. Όμως πριν φτάσουν στο Έφελ Μπράντιρ, η Νίνιελ αρρώστησε με πυρετό.
Καιρό έμεινε κατάκοιτη από την αρρώστια της και ο Μπράντιρ χρησιμοποίησε όλη του την επιδεξιότητα για να τη θεραπεύσει και οι γυναίκες των ανδρών του δάσους την πρόσεχαν μέρα και νύχτα. Όμως μόνο όταν έμενε κοντά της ο Τουράμπαρ, ησύχασε ή κοιμόνταν χωρίς να βογκάει. Και αυτό το πρόσεξαν όλοι όσοι τη φρόντιζαν: όσο κρατούσε ο πυρετός της, αν και συχνά είχε μεγάλη ταραχή, δεν ψέλλισε ποτέ ούτε μια λέξη σε καμιά γλώσσα των Ξωτικών ή των Ανθρώπων. Και όταν άρχισε να ξαναβρίσκει σιγά σιγά την υγεία της και ξύπνησε και άρχισε να τρώει πάλι, τότε, σαν να ήταν παιδί, οι γυναίκες του Μπρέθιλ έπρεπε να της μάθουν να μιλάει λέξη λέξη. Όμως σ' αυτήν τη μάθηση ήταν γρήγορη και έπαιρνε μεγάλη χαρά, όπως κάποιος που βρίσκει πάλι θησαυρούς, μεγάλους και μικρούς, που είχαν χαθεί. Και όταν τελικά έμαθε αρκετά για να μιλά με τις φίλες της, έλεγε:
“Ποιο είναι το όνομα αυτού του πράγματος; Γιατί μέσα στο σκοτάδι μου το έχασα”.
Και όταν μπορούσε να βγαίνει πάλι έξω, αναζητούσε το σπίτι του Μπράντιρ, γιατί ήθελε πολύ να μάθει τα ονόματα όλων των ζωντανών πλασμάτων και αυτός ήξερε πολλά. Και περπατούσαν μαζί στους κήπους και στα ξέφωτα.
Τότε ο Μπράντιρ άρχισε να την αγαπά. Και όταν η Νίνιελ δυνάμωσε, του έδινε το χέρι της να στηριχτεί και τον αποκαλούσε αδελφό της. Όμως η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Τουράμπαρ, και μόνο με τον ερχομό του χαμογελούσε και μόνο όταν εκείνος μιλούσε εύρημα, αυτή γελούσε.
Ένα βράδυ το χρυσαφένιο φθινόπωρο κάθισαν μαζί και ο ήλιος έδινε τη λάμψη του στη λοφοπλαγιά και στα σπίτια του Έφελ Μπράντιρ και μια βαθιά ησυχία απλωνόταν. Τότε η Νίνιελ του είπε:
“Για όλα έχω μάθει τώρα τ' όνομά τους εκτός από το δικό σου. Πώς σε λένε;”
“Τουράμπαρ”, της απάντησε.
Τότε αυτή σταμάτησε σαν να αφουγκραζόταν για κάποια ηχώ και είπε:
“Και τι σημαίνει αυτό; Ή είναι το όνομα για σένα μόνο;”
“Σημαίνει”, είπε αυτός, “Κύριος της Σκοτεινής Σκιάς, γιατί κι εγώ επίσης, Νίνιελ, είχα το δικό μου σκοτάδι, στο οποίο αγαπημένα μου πράγματα χάθηκαν. Αλλά τώρα το έχω ξεπεράσει, πιστεύω”.
“Και το έσκασες κι εσύ από αυτό τρέχοντας μέχρι που έφτασες σε αυτά τα ωραία δάση;” τον ρώτησε. “Και πότε ξέφυγες, Τουράμπαρ;”
“Ναι”, της απάντησε. “Έτρεχα για πολλά χρόνια. Και ξέφυγα τότε που ξέφυγες και εσύ. Γιατί ήταν σκοτεινά όταν ήρθες, Νίνιελ, αλλά από τότε έχει φως. Και μου φαίνεται ότι αυτό που από καιρό αναζητούσα μάταια, ήρθε τελικά σε εμένα”. Και καθώς γύριζε στο σπίτι του μέσα στο σούρουπο, είπε στον εαυτό του:“Χάουδ-εν-Έλλεθ! Από τον πράσινο τύμβο ήρθε. Είναι σημάδι τούτο και πώς πρέπει να το διαβάσω;”.
--
Έτσι εκείνη η χρυσή χρονιά προχωρούσε και έφτασε ένας ήπιος χειμώνας, και μετά ήρθε άλλη μια φωτεινή χρονιά. Υπήρχε ειρήνη στο Μπρέθιλ και οι άνθρωποι του δάσος ζούσαν αθόρυβα και δεν έβγαιναν από την περιοχή τους και δεν άκουγαν ειδήσεις από τα γύρω μέρη, γιατί οι Ορκ που εκείνη την εποχή κατέβαιναν νότια χάρη στη σκοτεινή βασιλεία του Γκλάουρουνγκ ή στέλνονταν να κατασκοπεύσουν τα σύνορα του Ντόριαθ, απέφευγαν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και περνούσαν δυτικά πολύ πέρα από το ποτάμι.
Τώρα η Νίνιελ είχε θεραπευθεί πλήρως και ήταν όμορφη και δυνατή και ο Τουράμπαρ δεν κρατήθηκε άλλο και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Τότε η Νίνιελ χάρηκε. Όμως όταν το άκουσε αυτό ο Μπράντιρ, η καρδιά του βάρυνε και της είπε:
“Μη βιαστείς! Και μη με κακοχαρακτηρίσεις, αν σε συμβουλέψω να περιμένεις.”
“Τίποτε από αυτά που κάνεις δεν τα κάνεις με κακό σκοπό”, είπε αυτή. “Μα γιατί τότε μου δίνεις τέτοια συμβουλή, σοφέ αδελφέ;”
“Σοφέ αδελφέ;” απάντησε ο Μπράντιρ. “Κουτσέ αδελφέ, μάλλον, αναξιαγάπητε και απωθητικέ. Δεν ξέρω γιατί. Όμως υπάρχει μια σκιά πάνω σε αυτό τον άνθρωπο και φοβάμαι.”
“Υπήρχε μια σκιά”, είπε η Νίνιελ. “γιατί έτσι μου είπε ο ίδιος. Αλλά ξέφυγε από τη σκιά, όπως και εγώ. Και δεν του αξίζει αγάπη; Αν και τώρα είναι συγκρατημένος και ζει ειρηνικά, δεν ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος αρχηγός, από τον οποίο όλοι οι εχθροί μας τρέπονταν σε φυγή αν τον έβλεπαν;”
“Ποιος σου το είπε αυτό;” είπε ο Μπράντιρ.
“Ο Ντόρλας”, του απάντησε. “Δεν λέει την αλήθεια;”
“Την αλήθεια λέει”, είπε ο Μπράντιρ, αλλά ήταν δυσαρεστημένος, γιατί ο Ντόρλας ήταν ο επικεφαλής εκείνης της ομάδας που ήθελε τον πόλεμο με τους Ορκ. Όμως ο Μπράντιρ αναζητούσε ακόμη λόγους να καθυστερήσει τη Νίνιελ. Και έτσι της είπε:
“Την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια, γιατί ήταν ο Αρχηγός του Νάργκοθροντ και πιο πριν είχε έρθει από το Βορρά και ήταν, λένε, γιος του Χούριν του Ντορ-λόμιν, του πολεμοχαρούς Οίκου του Χάντορ”.
Και ο Μπράντιρ, βλέποντας τη σκιά που πέρασε από το πρόσωπό της ακούγοντας αυτό το όνομα, την παρερμήνευσε και είπε κι άλλα:
“Πραγματικά, Νίνιελ, σωστά μπορεί να σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι πιθανό πριν περάσει πολύς καιρός να γυρίσει πίσω στον πόλεμο, μακριά από αυτήν τη γη ίσως. Και αν γίνει έτσι, για πόσο θα το αντέξεις εσύ; Πρόσεχε, γιατί προαισθάνομαι ότι αν ο Τουράμπαρ πάει πάλι στη μάχη, τότε όχι αυτός αλλά η Σκιά θα είναι κυρίαρχη.”
“Άσχημα θα το αντέξω”, του απάντησε. “Αλλά καλύτερα παντρεμένη παρά ανύπαντρη. Και μια σύζυγος ίσως θα μπορεί να τον συγκρατήσει καλύτερα και να αποτρέψει τη σκιά”.
Παρ' όλα αυτά είχε ταραχτεί από τα λόγια του Μπράντιρ και παρακάλεσε τον Τουράμπαρ να περιμένει λίγο. Και αυτός απορούσε και ήταν σκυθρωπός. Αλλά όταν έμαθε από τη Νίνιελ ότι ο Μπράντιρ την είχε συμβουλέψει να περιμένει, δυσαρεστήθηκε.
Όταν όμως ήρθε η επόμενη άνοιξη, είπε στη Νίνιελ:
“Ο χρόνος περνά. Περιμέναμε, μα τώρα δεν θα περιμένω άλλο. Κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου, Νίνιελ αγαπημένη, αλλά σκέψου: αυτή είναι η επιλογή που έχω τώρα μπροστά μου. Ή θα γυρίσω πίσω στον πόλεμο στις ερημιές ή θα σε παντρευτώ και δεν θα ξαναπάω στον πόλεμο ποτέ — παρά μόνο για να σε υπερασπιστώ, αν κάποιο κακό πάει να χτυπήσει το σπιτικό μας.”
Τότε η Νίνιελ χάρηκε αληθινά κι έδωσε τον όρκο της και στα μέσα του καλοκαιριού παντρεύτηκαν. Και οι άνθρωποι του δάσους έκαναν μεγάλη γιορτή και τους έδωσαν ένα όμορφο σπίτι που είχαν φτιάξει για αυτούς πάνω στο Άμον Όμπελ. Εκεί ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά ο Μπράντιρ ήταν ανήσυχος και η σκιά στην καρδιά του μεγάλωνε.