2.3 Ο Τζον Φερριέρ μιλά με τον Προφήτη
Τρεις εβδομάδες είχαν περάσει από τότε που ο Τζέφερσον Χόουπ με τους συντρόφους του είχαν αναχωρήσει από την πόλη του Σαλτ Λέηκ. Η καρδιά του Τζων Φερριέρ ένοιωθε έναν βαθύ πόνο όταν σκεφτόταν την επιστροφή του νεαρού, και την επικείμενη απώλεια της υιοθετημένης του κόρης. Αλλά πάλι το λαμπερό και ευτυχισμένο της πρόσωπο τον συμφιλίωνε με την ιδέα περισσότερο από όσο κάθε άλλο επιχείρημα θα κατάφερνε. Υπήρξε πάντοτε αποφασισμένος, βαθιά μες την ανένδοτη καρδιά του, πως τίποτα δεν θα τον έπειθε να επιστρέψει στην κόρη του να παντρευτεί έναν Μορμόνο. Έναν τέτοιο γάμο δεν μπορούσε να τον θεωρήσει ως γάμο, αλλά ως ντροπή και αίσχος. Οτιδήποτε και να σκεφτόταν για τα πιστεύω των Μορμόνων, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα ήταν αμετακίνητος. Έπρεπε να κρατήσει το στόμα του σφραγισμένο σχετικά με το ζήτημα, όμως, διότι η έκφραση μιας ανορθόδοξης γνώμης αποτελούσε ένα επικίνδυνο ζήτημα εκείνο τον καιρό στην Γη των Αγίων.
Μάλιστα, ένα επικίνδυνο ζήτημα—τόσο επικίνδυνο που ακόμη και οι πλέον ευσεβείς τολμούσαν μόνον να ψιθυρίζουν τις θρησκευτικές τους απόψεις με κομμένη την ανάσα, αλλιώς κάτι το οποίο να έβγαινε από τα χείλη τους ίσως να ερμηνευόταν λάθος, και να έφερνε μια γοργή τιμωρία πάνω τους. Τα θύματα του κατατρεγμού είχαν μετατραπεί οι ίδιοι σε διώκτες , και διώκτες του πλέον χείριστου είδους. Όχι η Ιερά Εξέταση της Σεβίλλης, ούτε η Γερμανική Vehmgericht, ούτε οι Μυστικές Αδελφότητες της Ιταλίας, ήταν ποτέ ικανές να θέσουν έναν τόσο επικίνδυνο μηχανισμό σε κίνηση όσο εκείνος που έπεφτε σαν σύννεφο πάνω από την Πολιτεία της Γιούτα.
Το ότι ήταν αόρατος, μαζί με το μυστήριο το οποίο του είχε προσαρτηθεί, έκανε την οργάνωση εκείνη διπλά τρομερή. Παρουσιαζόταν να γνωρίζει τα πάντα και να είναι παντοδύναμη, και όμως ποτέ δεν φαινόταν είτε ακουγόταν. Ο άνθρωπος που θα αντιτιθόταν στην Εκκλησία εξαφανιζόταν, και κανένας δεν μάθαινε το που είχε πάει μήτε τι τον είχε βρει. Η γυναίκα του και τα παιδιά του τον πρόσμεναν σπίτι, αλλά κανένας πατέρας δεν επέστρεψε ποτέ για να τους πει πως τα είχε περάσει στα χέρια των μυστικών δικαστών του. Μια βιαστική κουβέντα ή μια απερίσκεπτη ενέργεια ακολουθούταν από εξολόθρευση, και όμως κανείς ακόμη δεν γνώριζε την φύση της τρομερής δύναμης που παράμενε πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γιατί οι άντρες τριγύριζαν φοβισμένοι και τρέμοντας, και πως ακόμη και στην καρδιά της ερήμου δεν τολμούσαν να ψιθυρίσουν τις αμφιβολίες που τους έπνιγαν.
Αρχικά η αδιόρατη και τρομερή δύναμη εξασκούταν μόνον πάνω στους ανυπάκουους που, έχοντας αγκαλιάσει την πίστη των Μορμόνων, επιθυμούσαν κατόπιν να προβούν σε διαστροφές ή να την εγκαταλείψουν. Σύντομα, όμως, πήρε μεγαλύτερη κλίμακα. Η προμήθεια των ενήλικων γυναικών τελείωνε, και η πολυγαμία δίχως γυναικείο πληθυσμό από τον οποίο να αντλούν απέβαινε ένα στέρφο δόγμα στην πραγματικότητα. Περίεργες φήμες άρχισαν να εγείρονται ολόγυρα—φήμες για δολοφονημένους μετανάστες και κατασκηνώσεις σε περιοχές όπου οι Ινδιάνοι δεν είχαν φανεί ποτέ. Καινούργιες γυναίκες εμφανίζονταν στα χαρέμια των Πρεσβύτερων—γυναίκες που μαράζωναν και έκλαιγαν, και είχαν στα πρόσωπα τους τα ίχνη ενός άσβεστου τρόμου. Αργοπορημένοι οδοιπόροι πάνω στα βουνά μιλούσαν για συμμορίες οπλισμένων αντρών, μασκοφορεμένων, που κινούνταν κλεφτά και αθόρυβα, και οι οποίοι περνούσαν αλαφροπατώντας μέσα στο σκοτάδι. Οι ιστορίες εκείνες και οι φήμες απόκτησαν ουσία και μορφή, και τεκμηριώθηκαν και επανά-τεκμηριώθηκαν, μέχρι που ξεδιαλύθηκαν σε ένα συγκεκριμένο όνομα. Μέχρι σήμερα, στα μοναχικά αγροκτήματα της Δύσης, το όνομα της Συμμορίας των Ντανάϊτς, ή των Αγγέλων Εκδικητών, είναι απειλητικό και δυσοίωνο.
Πληρέστερη γνώση της οργάνωσης η οποία προκαλούσε τόσο τρομερά αποτελέσματα εξυπηρετούσε στο να εντείνει αντί να ελαττώσει τον τρόμο τον οποίο ενέπνεε στις σκέψεις του κόσμου. Κανείς δεν γνώριζε ποιος άνηκε σε αυτήν την αδυσώπητη αδελφότητα. Τα ονόματα των συμμετεχόντων στις κτηνωδίες του αίματος και της βίας που διαπράττονταν επ' ονόματι της θρησκείας φυλάγονταν ως εξαιρετικής σημασίας μυστικά. Ο ίδιος ο φίλος σου στον οποίο είχες εξομολογηθεί τους φόβους σου όσον αφορά τον Προφήτη και την αποστολή του, μπορούσε να είναι ένας από εκείνους που θα έρχονταν την νύχτα με την φωτιά και το ξίφος για να απαιτήσουν μια τρομερή επανόρθωση. Οπότε κάθε άνθρωπος φοβόταν τον γείτονα του, και κανείς δεν μιλούσε για τα πράγματα που παρέμεναν βαθιά στην καρδιά του.
Ένα καλό πρωί, ο Τζων Φερριέρ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για τους σιτοβολώνες του, όταν άκουσε τον ήχο από το μάνδαλο, και, κοιτάζοντας μέσα από το παράθυρο, είδε έναν εύσωμο, γκριζομάλλη, μεσήλικα, να ανηφορίζει το μονοπάτι. Η καρδιά του πάγωσε (His heart leapt to his mouth), γιατί δεν ήταν άλλος από τον σπουδαίο Μπρίγκχαμ Γιανγκ τον ίδιο. Γεμάτος από τρόμο—διότι γνώριζε πως μια τέτοια επίσκεψη δεν προμήνυε κάτι κάλο—ο Φερριέρ έτρεξε στην πόρτα να προϋπαντήσει τον Μορμόνο ηγέτη. Ο τελευταίος, όμως, δέχθηκε τους χαιρετισμούς του παγερά, και τον ακολούθησε με ένα αυστηρό πρόσωπο στο καθιστικό.
«Αδελφέ Φερριέρ», είπε, καθώς κάθισε, και κοίταξε τον αγρότη έντονα κάτω από τα ανοιχτόχρωμα φρύδια του, «οι αληθινοί πιστοί υπήρξαν καλοί σου φίλοι. Σε μαζέψαμε όταν λιμοκτονούσες στην έρημο, μοιραστήκαμε το φαγητό μας μαζί σου, σε οδηγήσαμε με ασφάλεια στην Διαλεχτή Κοιλάδα, σου δώσαμε ένα γενναίο μερίδιο γης, και σου επιτρέψαμε να πλουτίσεις υπό την προστασία μας. Έτσι δεν είναι;»
«Σε αντάλλαγμα όλων αυτών σου ζητήσαμε έναν μονάχα όρο: ο οποίος ήταν, να αγκαλιάσεις την αληθινή θρησκεία, και να συμμορφωθείς με κάθε τρόπο στα ήθη της. Υποσχέθηκες να το πράξεις, και όμως, αν τα όσα συνομολογούνται αληθεύουν, το αμέλησες.»
«Και πως το αμέλησα;» ρώτησε ο Φερριέρ, απλώνοντας τα χέρια του σε διαμαρτυρία. «Δεν προσέφερα στο κοινό ταμείο; Δεν εκκλησιάστηκα στο Ναό; Δεν —;»
«Που είναι οι γυναίκες σου;» ρώτησε ο Γιάνγκ κοιτώντας τριγύρω του. «Κάλεσε τις, ώστε να τις χαιρετήσω.»
«Είναι αλήθεια πως δεν παντρεύτηκα», απάντησε ο Φερριέρ. «Όμως οι γυναίκες είναι λιγοστές, και υπάρχουν πολλοί που είχαν μεγαλύτερες απαιτήσεις από εμένα. Δεν ήμουν μονάχος μου: είχα την κόρη μου να φροντίζει τις ανάγκες μου.»
«Και περί της κόρης σου θα ήθελα να σου μιλήσω», είπε ο ηγέτης των Μορμόνων. «Έχει μεγαλώσει σε ένα Άνθος της Γιούτα, και έχει προσελκύσει την εύνοια στα μάτια πολλών που στέκονται ψηλά στην χώρα.»
Ο Τζων Φερριέρ μούγκρισε από μέσα του.
«Ακούγονται ιστορίες για εκείνη τις οποίες με ευχαρίστηση θα δυσκολευόμουν να πιστέψω—ιστορίες πως είναι λογοδοσμένη με κάποιον Άπιστο. Θα πρέπει να είναι κουτσομπολιό των αργόσχολων. Ποιος είναι ο δέκατος-τρίτος κανόνας στον κώδικα του ανακηρυχθέντος αγίου Τζόζεφ Σμιθ; `Αφήστε κάθε κόρη της αληθινής πίστης να νυμφευθεί έναν εκ των εκλεκτών· διότι αν παντρευτεί έναν Άπιστο, θα διαπράξει ένα βαρύτατο αμάρτημα.' Έχοντας έτσι, είναι αδύνατον για εσένα, που κατέχεις την ιερή πίστη, να υπομείνεις την παράβαση της από την κόρη σου.»
Ο Τζων Φερριέρ δεν είπε λέξη, αλλά έπαιξε νευρικά με το καμτσίκι του.
«Πάνω σε αυτό το ένα και μοναδικό σημείο θα κριθεί καθ' ολοκληρία η πίστη σου—έτσι αποφασίσθηκε από το Ιερό Συμβούλιο των Τεσσάρων. Το κορίτσι είναι μικρό, και δεν θα θέλαμε να παντρευτεί με πολύ μεγαλύτερο της, ούτε και θα της στερούσαμε κάθε επιλογή. Εμείς οι Πρεσβύτεροι έχουμε πολλές αγελαδίτσες (Heifer – Νεαρή αγελάδα. Ο Heber C. Kemball, σε μια από τις τελετές του, αναφέρεται στις εκατό γυναίκες υπό το χαϊδευτικό αυτό επίθετο. ), αλλά τα παιδιά μας πρέπει με την σειρά τους να βρουν κι εκείνα. Ο Στάνγκερσον έχει γιο, και ο Ντρέμπερ έχει γιο, και καθένας τους θα χαιρόταν αφάνταστα να καλωσορίσει την κόρη σου στο σπιτικό του. Άσε την να διαλέξει μεταξύ τους. Είναι νέοι και πλούσιοι, και ανήκουν στην αληθινή πίστη. Τι λες εσύ περί αυτού;»
Ο Φερριέρ παρέμεινε σιωπηλός για λίγη ώρα με τα φρύδια του πλεγμένα.
«Δώστε μας χρόνο», είπε εντέλει. «Η κόρη μου είναι πολύ μικρή—δεν έχει φτάσει ακόμη σε ηλικία γάμου.»
«Θα έχει ένα μήνα για να επιλέξει», είπε ο Γιανγκ, καθώς σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Στο τέλος του συγκεκριμένου διαστήματος θα μας δώσει μια απάντηση.»
Περνούσε το κατώφλι της πόρτας, όταν στράφηκε πίσω, με κατακόκκινο πρόσωπο και με μάτια που έκαιγαν. «Θα ήταν καλύτερο για σένα, Τζων Φερριέρ», βροντοφώναξε, «να κειτόσασταν τώρα ξασπρισμένοι σκελετοί πάνω στην Σιέρα Μπλάνκο, από ότι να εναντιωθούν οι αδύναμες βουλές σας στις προσταγές των Ιερών Τεσσάρων!»
Με μια απειλητική χειρονομία του χεριού του, πέρασε το κατώφλι, και ο Φερριέρ άκουσε το βαρύ του βήμα να διασχίζει τριζοβολώντας το τραχύ μονοπάτι.
Καθόταν ακόμη με τους αγκώνες του ακουμπισμένους στα γόνατα, σε βαθιά περισυλλογή πως θα έθιγε το ζήτημα στην θυγατέρα του όταν ένα απαλό χέρι ακούμπησε το δικό του, και ανασηκώνοντας το βλέμμα του, την είδε να στέκεται πλάι του. Μια ματιά στο χλωμό, τρομαγμένο της πρόσωπο του έδωσε να καταλάβει πως είχε ακούσει όσα είχαν διαδραματιστεί.
«Δεν μπορούσα να μην παρακούσω», είπε εκείνη, σε απάντηση του βλέμματος του. «Η φωνή του αντήχησε σε ολόκληρο το σπίτι. Ω, πατέρα, πατέρα, τι θα κάνουμε;»
«Μην μου σκοτίζεσαι», είπε εκείνος, τραβώντας την κοντά του, και περνώντας το πλατύ, τραχύ του χέρι σε ένα χάδι πάνω από τα καστανά της μαλλιά. «Με κάποιο τρόπο θα τα βγάλουμε πέρα. Δεν σου ́χει περάσει ο έρωτας για τον τύπο, έτσι;»
Ένας λυγμός και ένα σφίξιμο του χεριού ήταν η μόνη της απάντηση.
«Όχι· φυσικά όχι. Ούτε και θα το πίστευα και να μου το έλεγες. Είναι αξιαγάπητο παλικάρι, και είναι Χριστιανός, κάτι πολύ σπουδαιότερο από όλους αυτούς εδώ, παρόλες τις προσευχές και τα κηρύγματα τους. Αύριο φεύγει μια ομάδα για την Νεβάδα, και θα καταφέρω να του στείλω ένα μήνυμα, αναφέροντας του την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Αν έμαθα κάτι για τον νεαρό, θα επιστρέψει τόσο γρήγορα που θα βάλει κάτω και τα τηλεγραφήματα.»
Η Λούσυ γέλασε παρόλα τα δάκρια της στην περιγραφή του πατέρα της.
«Όταν έρθει, θα μας συμβουλέψει καλύτερα. Όμως για σένα είναι που φοβάμαι, καλέ μου. Ακούγονται—ακούγονται τόσο τρομερές ιστορίες για εκείνους που εναντιώνονται στον Προφήτη: πάντοτε κάτι τρομερό τους συμβαίνει.»
«Μα δεν του έχουμε εναντιωθεί ακόμη», απάντησε ο πατέρα της. «Έχουμε ακόμη καιρό πριν να χτυπήσει η καταιγίδα. Έχουμε έναν ολάκερο μήνα μπροστά μας· στο τέλος του, θαρρώ πως καλά θα κάνουμε να ‘μαστε μακριά από την Γιούτα.»
«Να αφήσουμε την Γιούτα!»
«Έτσι έχει η κατάσταση.»
«Και το αγρόκτημα;»
«Θα μαζέψουμε όσο πιο πολλά μπορούμε σε χρήματα,
και θα αφήσουμε τα υπόλοιπα πίσω. Να σου πω την αλήθεια, Λούσυ, δεν είναι η πρώτη φορά που σκέφτηκα να το κάνω. Δεν σκοπεύω να καταθέσω τα όπλα σε κανέναν, όπως όλοι εδώ κάνουν μπροστά στον καταραμένο τους προφήτη. Είμαι ελεύθερος Αμερικάνος, και όλα αυτά μου είναι καινούργια. Θαρρώ, πως είμαι πολύ γέρος για να μάθω. Αν πάει γυρεύοντας και ‘ρθει σε ετούτο το αγρόκτημα, ίσως και να συναντηθεί με ένα τσούρμο χοντρά σκάγια τα οποία θα ταξιδεύουν προς την αντίθετη μεριά.»
«Μα δεν θα μας αφήσουν να φύγουμε», αντέδρασε η κόρη του.
«Περίμενε ως να έρθει ο Τζέφερσον, και σύντομα θα τα καταφέρουμε. Εν τω μεταξύ, μη χολοσκάς, αγαπούλα μου, και μη μου κλαις, αλλιώς θα έχω να κάνω μαζί του αν έρθει και σε δει έτσι.»
Ο Τζων Φερριέρ άρθρωσε τα παρηγορητικά του λόγια με έναν τόνο σιγουριάς, όμως εκείνη δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει πως εκείνο το βράδυ κλείδωσε με περισσή φροντίδα τις πόρτες, και πως προσεκτικά καθάρισε και γέμισε την σκουριασμένη του καραμπίνα η οποία κρεμόταν στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας του.