4. Η ιστορία του Φαλακρού Άντρα (1)
Ακολουθήσαμε τον Ινδό μέσα από έναν άθλιο και συνηθισμένο διάδρομο, κακοφωτισμένο και κακόγουστα επιπλωμένο, μέχρι που έφτασε σε μια πόρτα στα δεξιά, την οποία κι άνοιξε. Μια λάμψη κιτρινωπού φωτός ξεχύθηκε πέφτοντας πάνω μας, και στο κέντρο της λάμψης στεκόταν ένας μικρόσωμος άντρας με ένα πολύ ψηλό μέτωπο, φούντες κόκκινων μαλλιών στα πλάγια του, κι ένα φαλακρό, γυαλιστερό κεφάλι το οποίο ξεχώριζε από μέσα τους σαν ένα κορφοβούνι από έλατα. Έσφιξε τα χέρια του καθώς στεκόταν, και τα χαρακτηριστικά του βρίσκονταν σε μια αδιάκοπη αναταραχή —πότε χαμογελώντας, πότε κατσουφιάζοντας, μα ούτε για μια στιγμή δεν έπαυε. Η φύση του είχε δώσει ένα κρεμασμένο χείλος, και μια υπερβολικά ορατή σειρά από κίτρινα κι ακανόνιστα δόντια, τα οποία πάσχισε άτονα να συγκαλύψει περνώντας το χέρι του μπροστά από το χαμηλότερο μέρος του προσώπου του. Παρά την έντονη φαλάκρα του απέπνεε μια εντύπωση νιότης. Στην πραγματικότητα, είχε μόλις πατήσει το τριακοστό έτος της ζωής του.
«Υπηρέτης σας, Δεσποινίδα Μόρσταν», συνέχισε να επαναλαμβάνει με τη λεπτή, τσιριχτή φωνή του. «Υπηρέτης σας, κύριοι. Παρακαλώ περάστε στο μικρό μου καταφύγιο. Ένας μικρός χώρος, δεσποινίς, αλλά επιπλωμένος βάση του γούστου μου. Μια όαση τέχνης στην άγρια ερημιά του Νότιου Λονδίνου.»
Εκπλαγήκαμε όλοι στην εμφάνιση του δωματίου στο οποίο μας προσκάλεσε. Σε αυτό το οικτρό σπίτι φάνταζε ως εκτός τόπου σαν διαμάντι πρώτης διαλογής σε ένα μπρούτζινο δέσιμο. Οι πλουσιότερες και πολυτελέστερες κουρτίνες κι υφαντά κάλυπταν τους τοίχους, τραβηγμένες εδώ κι εκεί για να φανερώσουν κάποιο πίνακα με βαριά κορνίζα ή κάποιο Ανατολίτικο βάζο. Το χαλί ήταν πορτοκαλί και μαύρο, τόσο μαλακό και τόσο παχύ που το πόδι βυθιζόταν ευχάριστα μέσα του, σαν σε ένα στρώμα από βρύα. Δυο υπέροχα δέρματα από τίγρεις στρωμένα λοξά ενέτειναν την εντύπωση Ανατολίτικης πολυτέλειας, όπως επίσης κι ένας πελώριος ναργιλές ο οποίος αναπαυόταν σε ένα χαλάκι στην γωνία. Μια λάμπα κατά την μόδα της ασημένιας περιστέρας κρεμόταν από ένα σχεδόν αόρατο χρυσό σύρμα στο κέντρο του δωματίου. Καθώς άναβε πλημμύριζε τον αέρα με μια λεπτή κι αρωματική οσμή.
«Κος Θαντέους Σόλτο», είπε ο μικρόσωμος άντρας, με το μόνιμο σπασμό του και χαμογελώντας. «Αυτό είναι το όνομα μου. Είστε, φυσικά, η Δεσποινίδα Μόρσταν. Και αυτοί οι κύριοι—»
«Από εδώ ο Κος Σέρλοκ Χολμς, και ο Δρ. Γουώτσον.»
«Ένας γιατρός, ε;» φώναξε εκείνος, αρκετά εξημμένος. «Έχετε μαζί το στηθοσκόπιο σας; Θα μπορούσα να σας ζητήσω —αν θα είχατε την καλοσύνη; Έχω σοβαρότατες αμφιβολίες σχετικά με την μιτροειδή βαλβίδα μου, αν θα μπορούσατε θα ήταν υπέροχα. Στην αορτική μπορώ να βασισθώ, αλλά θα εκτιμούσα την γνώμη σας σχετικά με τη μιτροειδή.»
Ακροάστηκα την καρδιά του, όπως ζήτησε, όμως απέτυχα να εντοπίσω κάτι άσχημο, εκτός, όντως, του ότι βρισκόταν σε μια εντονότατη κατάσταση φόβου, γιατί έτρεμε σύγκορμος.
«Δείχνει φυσιολογική», είπα. «Δεν έχετε κανένα λόγο να ανησυχείτε.»
«Να με συγχωρείτε για την αναστάτωση, Δεσποινίδα Μόρσταν», σχολίασε εύθυμα. «Πάσχω από πολλά, κι είχα από παλιά υποψίες όσον αφορά αυτή την βαλβίδα. Χαίρομαι αφάνταστα που είναι αβάσιμες. Αν ο πατέρας σας, Δεσποινίς Μόρσταν, απέφευγε να φορτώνει την καρδιά του, ίσως να ήταν ακόμη ζωντανός.»
Θα μπορούσα να τον είχα χαστουκίσει, τόσο νευριασμένος που ήμουν σε αυτήν την άσπλαχνη και απερίσκεπτη αναφορά επί ενός τόσο λεπτού ζητήματος. Η Δεσποινίδα Μόρσταν κάθισε, και το πρόσωπο της χλόμιασε ως και τα χείλη.
«Ήξερα μες στην καρδιά μου πως ήταν νεκρός», είπε.
«Μπορώ να σας παράσχω κάθε πληροφορία», είπε εκείνος, «και, επιπλέον, είμαι σε θέση να σας δικαιώσω, και θα το κάνω, επίσης, ασχέτως του ότι ενδεχομένως να πει ο Αδελφός Μπαρθόλομιου. Χαίρομαι επίσης που έχω εδώ και τους φίλους σας όχι μόνο ως συνοδούς σας αλλά κι ως μάρτυρες σε όσα πρόκειται να πράξω και να αναφέρω. Οι τρεις μας είμαστε σε θέση να παρατεθούμε θαρραλέα εμπρός στον Αδελφό Μπαρθόλομιου. Ωστόσο ας μην εμπλέξουμε τρίτους — ούτε αστυνομία, ούτε αξιωματούχους. Μπορούμε να διευθετήσουμε τα πάντα ικανοποιητικά μεταξύ μας δίχως καμία ανάμειξη. Τίποτα δεν θα ενοχλούσε περισσότερο τον αδελφό Μπαρθόλομιου περισσότερο από την δημοσιότητα.»
Κάθισε πάνω σε έναν χαμηλό σοφά και μας κοίταξε εξεταστικά με τα αδύναμα, υγρά γαλάζια του μάτια.
«Από πλευράς μου», είπε ο Χολμς, «οτιδήποτε θελήσετε να πείτε δεν θα βγει πιο έξω.»
Ένευσα για δείξω την συμφωνία μου.
«Πολύ καλά! Πολύ καλά!» είπε. «Να σας προσφέρω ένα ποτήρι Chianti, Δεσποινίς Μόρσταν; Ή ένα Tokay; Δεν διατηρώ άλλα κρασιά. Να ανοίξω μια μποτίλια; Όχι; Καλώς, τότε, ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση στον καπνό, στο μυρωδικό βάλσαμο του Ανατολίτικου καπνού. Είμαι κάπως νευρικός, και θεωρώ τον ναργιλέ μου ένα ανεκτίμητο ηρεμιστικό.»
Εφάρμοσε ένα κερί στο μεγάλο δοχείο, κι ο καπνός δημιούργησε φυσαλίδες πρόσχαρα μέσα από το ροδόνερο. Καθίσαμε και οι τρεις μας σε ημικύκλιο, με τα κεφάλια μας προτεταμένα και τα σαγόνια μας στα χέρια, καθώς ο παράξενος, σπασμωδικός ανθρωπάκος, με το μακρύ, γυαλιστερό κεφάλι, ρουφούσε τον καπνό νευρικά στο κέντρο.
«Όταν αρχικά αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί σας», είπε, «θα σας έδινα την διεύθυνση μου, όμως φοβόμουν πως ίσως να αψηφούσατε το αίτημα μου και να φέρνατε δυσάρεστους ανθρώπους μαζί σας. Πήρα την ελευθερία, επομένως, να κλείσω ένα ραντεβού κατά τρόπο τέτοιο ώστε ο άνθρωπος μου, ο Γουίλιαμς, να μπορέσει να σας δει πρώτος.
Είχα πλήρη εμπιστοσύνη στην διακριτικότητα του, και είχε εντολή, αν ένοιωθε δυσαρέσκεια να μην συνέχιζε περισσότερο στην υπόθεση. Θα συγχωρήσετε αυτές μου τις προφυλάξεις, αλλά είμαι άνθρωπος κάπως μοναχικών, κι ίσως ακόμη να έλεγα εκλεπτυσμένων γούστων, και δεν υπάρχει κάτι περισσότερο ακαλαίσθητο από έναν αστυνομικό. Έχω εκ του φυσικού μου μια φοβία προς όλες τις μορφές του βάναυσου υλισμού. Σπανίως έρχομαι σε επαφή με τα πλήθη. Ζω, όπως βλέπετε, σχετικά με λίγη ατμόσφαιρα αίγλης ολόγυρα μου. Θα μπορούσα να αποκαλέσω τον εαυτό μου και αρωγό της τέχνης. Αποτελεί την αδυναμία μου. Το τοπίο είναι ένας αυθεντικός Κορότ, και μολονότι ένας τεχνοκριτικός ίσως να αμφιβάλει για εκείνον τον Σαλβατόρ Ρόσα, είναι αδύνατον να τεθεί και το παραμικρό ερώτημα σχετικά με τον Bouguereau. Τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία στην μοντέρνα Γαλλική σχολή.»
«Να με συγχωρείτε, Κε Σόλτο», είπε η Δδα Μόρσταν, «όμως βρίσκομαι εδώ κατόπιν του αιτήματος σας για να μάθω κάτι το οποίο επιθυμείτε να μου πείτε. Είναι πολύ αργά, και θα ήθελα η συζήτηση να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.»
«Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα κρατήσει κάποια ώρα», απάντησε εκείνος, «διότι είναι βέβαιο πως θα χρειαστεί να μεταβούμε στο Νόργουντ και να δούμε τον Αδελφό Μπαρθόλομιου. Θα πάμε όλοι μαζί και θα προσπαθήσουμε να δούμε αν θα επωφεληθούμε από τον Αδελφό Μπαρθόλομιου. Είναι εξαιρετικά θυμωμένος γιατί διάλεξα την διαδρομή που μου φαινόταν ορθότερη. Λογόφερα εντόνως μαζί του χθες βράδυ. Δεν φαντάζεστε πόσο τρομερός γίνεται όταν είναι θυμωμένος.»
«Αν πρόκειται να πάμε στο Νόργουντ, θα ήταν τότε εξίσου καλό να ξεκινήσουμε αμέσως», επιχείρησα να σχολιάσω.
Γέλασε μέχρι που τα αυτιά του έγιναν κατακόκκινα.
«Ελάχιστα θα βοηθούσε στην περίπτωση μας», φώναξε. «Δεν έχω ιδέα τι θα έλεγε αν σας πήγαινα εκεί τόσο ξαφνικά. Όχι, πρέπει να σας προετοιμάσω δείχνοντας σας που στεκόμαστε όλοι μας. Κατ' αρχήν, θα πρέπει να σας πω πως υπάρχουν αρκετά σημεία στην ιστορία τα οποία κι εγώ ο ίδιος αγνοώ. Μπορώ μόνο να παραθέσω ενώπιον σας τα γεγονότα ως εκεί που τα γνωρίζω και εγώ.
«Ο πατέρας μου ήταν, όπως ίσως να μαντέψατε, ο Ταγματάρχης Τζων Σόλτο, απόστρατος του Ινδικού Στρατού. Αποστρατεύθηκε πριν από έντεκα χρόνια περίπου κι ήρθε να ζήσει στην Οικία Ποντιτσέρι στο Άνω Νόργουντ. Είχε πλουτίσει στην Ινδία κι έφερε μαζί του ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό, μια ευμεγέθη συλλογή από πολύτιμες παραδοξότητες, και προσωπικό από ιθαγενείς υπηρέτες. Με αυτά τα πλεονεκτήματα αγόρασε ένα σπίτι, κι έζησε με μεγάλη πολυτέλεια. Ο δίδυμος αδελφός μου Μπαρθόλομιου κι εγώ είμαστε τα μόνα του παιδιά.
«Θυμάμαι πολύ καλά την αίσθηση που προκλήθηκε από την εξαφάνιση του Λοχαγού Μόρσταν. Διαβάσαμε τις λεπτομέρειες στις εφημερίδες, και γνωρίζοντας πως υπήρξε φίλος του πατέρα μας συζητούσαμε την υπόθεση ελεύθερα υπό την παρουσία του. Συνήθιζε να λαμβάνει μέρος στις εικασίες μας όσον αφορά το τι μπορεί να είχε συμβεί. Ούτε για μια στιγμή δεν υποπτευθήκανε πως είχε ολόκληρο το μυστικό κρυμμένο στην καρδιά του, πως από όλο τον κόσμο εκείνος μονάχα γνώριζε την μοίρα του Άρθουρ Μόρσταν.
«Γνωρίζαμε, εντούτοις, πως κάποιο μυστήριο, κάποιος σίγουρος κίνδυνος, έσκιαζε τον πατέρα μας. Φοβόταν αφάνταστα να βγαίνει μόνος έξω, και πάντοτε είχε στην δούλεψη του δυο παλαιστές για να δρουν ως φύλακες της Οικίας Ποντιτσέρι. Ο Γουίλιαμς, ο οποίος σας έφερε εδώ απόψε, ήταν ένας από αυτούς. Υπήρξε κάποτε πρωταθλητής ελαφρών βαρών της Αγγλίας. Ο πατέρας μας δεν μας έλεγε ποτέ τι ήταν αυτό που τον φόβιζε, όμως είχε μια πλέον χαρακτηριστική αποστροφή προς τους ανθρώπους με ξύλινα πόδια.
Σε μια περίσταση είχε στην κυριολεξία πυροβολήσει με το περίστροφο του έναν άνθρωπο με ξύλινο πόδι, ο οποίος αποδείχθηκε πως ήταν ένας άκακος πωλητής που έψαχνε για παραγγελίες. Χρειάστηκε να πληρώσουμε ένα μεγάλο ποσό για να αποσιωπήσουμε το ζήτημα. Ο αδελφός μου κι εγώ συνηθίζαμε να σκεπτόμαστε πως επρόκειτο για ένα απλό καπρίτσιο του πατέρα μας, όμως τα γεγονότα έκτοτε μας έκαναν να αλλάξουμε γνώμη.
«Νωρίς το 1882 ο πατέρας μου έλαβε ένα γράμμα από την Ινδία το οποίο αποτέλεσε ένα μεγάλο σοκ. Σχεδόν λιποθύμησε στο πρωινό όταν το άνοιξε, κι από εκείνη την μέρα αρρώστησε ως και τον θάνατο του. Τι υπήρχε σε εκείνο το γράμμα δεν κατορθώσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε, όμως έβλεπα καθώς το κρατούσε πως ήταν σύντομο και γραμμένο με δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα. Υπέφερε για χρόνια από μια διογκωμένη σπλήνα, αλλά χειροτέρεψε ραγδαία, και κατά τα τέλη του Απρίλη πληροφορηθήκαμε πως δεν υπήρχε πλέον ελπίδα, και πως επιθυμούσε να μιλήσει μαζί μας για μια τελευταία φορά.
«Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο του ήταν ανασηκωμένος πάνω σε μαξιλάρια κι ανέπνεε βαριά. Μας παρακάλεσε να κλειδώσουμε την πόρτα και να καθίσουμε εκατέρωθεν του κρεβατιού. Κατόπιν πιάνοντας τα χέρια μας προέβη σε μια αξιοσημείωτη δήλωση με μια φωνή που έσπαζε τόσο από συναίσθημα όσο κι από πόνο. Θα προσπαθήσω να σας την παραθέσω με τα ίδια του τα λόγια.
«'Ένα πράγμα έχω μονάχα,' είπε, ‘το οποίο βαραίνει την συνείδηση ετούτη την ύστατη στιγμή. Πρόκειται για τη συμπεριφορά μου στο φτωχό ορφανό του Μόρσταν. Η καταραμένη απληστία η οποία υπήρξε βασανιστική αμαρτία όλη μου την ζωή κράτησε μακριά της τον θησαυρό, τα μισά τουλάχιστον από όσα θα ́πρεπε να ήταν δικά της. Κι όμως δεν τα χρησιμοποίησα ούτε για τον εαυτό μου, τόσο αλόγιστο κι ανόητο πράγμα είναι η πλεονεξία. Το απλό αίσθημα της κατοχής μου ήταν τόσο αγαπητό που δεν άντεχα να τα μοιραστώ με κάποιον άλλο. Δείτε αυτήν την τιάρα που στολίζεται από πέρλες πλάι σε εκείνο το φιαλίδιο κινίνου. Ακόμη κι αυτό δεν άντεχα να αποχωριστώ, μολονότι το είχα πάρει με την πρόθεση να της το στείλω. Εσείς, γιοι μου, θα της δώσετε ένα δίκαιο μερίδιο του θησαυρού του Άνγκρα. Όμως μην της στείλετε τίποτα —ούτε καν την τιάρα— μέχρι να πεθάνω. Στο κάτω-κάτω, οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν τόσο κακοί ώσπου να ξαναβρούν το φως.
«'Θα σας πω πως πέθανε ο Μόρσταν», συνέχισε. ‘Χρόνια υπέφερε από μια καρδιά ασθενική, όμως το έκρυβε από τον καθένα. Εγώ μονάχα το γνώριζα. Στην Ινδία, εκείνος κι εγώ, μέσω μια περίεργης αλυσίδας γεγονότων, φτάσαμε να κατέχουμε έναν αξιόλογο θησαυρό. Τον έφερα στην Αγγλία, και την νύχτα της άφιξης του ο Μόρσταν ήρθε ευθύς σε μένα κι απαίτησε το μερίδιο του. Ήρθε περπατώντας από το σταθμό και τον δέχθηκε ο πιστός μου γέρο Lal Chowdar, ο οποίος είναι πια νεκρός. Ο Μόρσταν κι εγώ είχαμε διαφορετική γνώμη σχετικά με την μοιρασιά του θησαυρού, και καταλήξαμε σε φορτισμένες κουβέντες. Ο Μόρσταν είχε πεταχτεί από την καρέκλα του σε ένα παροξυσμό θυμού, όταν άξαφνα πίεσε το χέρι του στο πλευρό του, το πρόσωπο του πήρε μια μαβιά απόχρωση, κι έπεσε προς τα πίσω, κόβοντας το κεφάλι του πάνω σε μια γωνιά του κουτιού του θησαυρού. Όταν έσκυψα από πάνω του ανακάλυψα, προς μεγάλο μου τρόμο, πως ήταν νεκρός.
«'Ήμουν βαθιά συλλογισμένος επί του ζητήματος, όταν, κοιτώντας πάνω, είδα τον υπηρέτη μου, τον Lal Chowdar, στην πόρτα. Μπήκε κλεφτά μέσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. ‘Μην φοβάσαι, sahib', είπε, ‘κανείς δεν χρειάζεται να μάθει πως τον σκότωσες. Ας τον απομακρύνουμε, και ποιος θα το μάθει;' ‘Δεν τον σκότωσα', είπα εγώ. Ο Lal Chowdar κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Τα άκουσα όλα, sahib,” είπε, «Σας άκουσα να διαφωνείτε, κι άκουσα το χτύπημα. Μα τα χείλη μου είναι σφαλιστά. Όλοι κοιμούνται στο σπίτι. Ας τον πάρουμε από εδώ παρέα.» Αρκούσε αυτό για να αποφασίσω. Αφού ο ίδιος μου ο υπηρέτης δεν πίστευε την αθωότητα μου, πως θα ήταν δυνατόν να ελπίζω να τα βγάλω πέρα ενώπιον δώδεκα ανόητων εμπόρων ως ενόρκους απέναντι μου; Ο Lal Chowdar κι εγώ ξεφορτωθήκαμε το σώμα εκείνη την νύχτα, και εντός μερικών ημερών οι εφημερίδες του Λονδίνου ήταν γεμάτες από τη μυστηριώδη εξαφάνιση του Λοχαγού Μόρσταν. Καταλαβαίνετε από όσα λέω πως δύσκολα μπορώ να κατηγορηθώ για το ζήτημα. Το σφάλμα μου έγκειται στο γεγονός πως αποκρύψαμε όχι μόνο το σώμα αλλά το θησαυρό και πως είχα προσκολληθεί στο μερίδιο του Μόρσταν εξίσου με το δικό μου. Σας εύχομαι, συνεπώς, να επανορθώσετε. Φέρτε τα αυτιά σας κοντά στο στόμα μου. Ο θησαυρός είναι κρυμμένος στο—»