×

Utilizziamo i cookies per contribuire a migliorare LingQ. Visitando il sito, acconsenti alla nostra politica dei cookie.


image

Ηχητικά άρθρα..., Γιατί ο νέος κύκλος του «Top Boy» αρέσει σε όλους;

Γιατί ο νέος κύκλος του «Top Boy» αρέσει σε όλους;

Όταν το «Top Boy» προβλήθηκε για τέσσερις συνεχόμενες νύχτες στο βρετανικό Channel 4 το 2011 με πρωταγωνιστές δύο πολύ γνωστούς ράπερ, τον Asher D (Ashley Walters) και τον Kano (Kane Robinson), προκάλεσε μεγάλο σαματά, γιατί παρουσίαζε με εντελώς ρεαλιστικό τρόπο την άγρια καθημερινότητα δύο μαύρων εμπόρων ναρκωτικών στο (φανταστικό) συγκρότημα κατοικιών Summerhouse και στους δρόμους του λονδρέζικου Χάκνεϊ.

Οι υποβαθμισμένες γειτονιές του Λονδίνου και οι σκληρές συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον, η εκμετάλλευση, η παραμέληση αλλά και η παρανομία στην οποία εύκολα μπορούν να οδηγηθούν έκανε τη σειρά τόσο δημοφιλή, που δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε με τέσσερα νέα επεισόδια.

Το «Top Boy» ήταν μια σειρά χαρακτήρων, του «top boy» Ντουσέν, που από το «shithole» του Summerhouse γίνεται ο «βαρόνος» ολόκληρης της περιοχής, κάτι σαν τον δον Κορλεόνε του Χάκνεϊ, και του αδελφικού του φίλου, του Σάλι, με τον οποίο διακινούν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, που έχουν γύρω τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, με τους οποίους το κοινό μπορούσε να ταυτιστεί και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξή τους. Όταν το Channel 4 αποφάσισε να μην τη συνεχίσει, όλοι αγωνιούσαν για το τι απέγιναν ο Σάλι και ο Ντουσέν.

Το «Top Boy» θίγει κοινωνικά προβλήματα, αλλά οι ήρωές του δεν δίνουν μία γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και δεν τους αφορούν άμεσα. Ενδιαφέρονται για τον εύκολο πλουτισμό, με κάθε κόστος και με κάθε τρόπο, ενδιαφέρονται να ξεφύγουν από τη μιζέρια του Summerhouse και να προχωρήσουν στη ζωή τους, αλλά, εκτός από τον καθημερινό αγώνα και τον νόμιμο τρόπο, η παρανομία είναι κάτι που θεωρούν δεδομένο για να τα καταφέρουν.

Ο δεύτερος κύκλος του Channel 4 κλείνει αφήνοντας τους ήρωες μετέωρους, τον Ντουσέν να τον κυνηγούν για να τον σκοτώσουν οι Αλβανοί μαφιόζοι και τον Σάλι χωρίς συνεργάτες, με μόνη παρέα ένα κακοποιημένο νεαρό αγόρι που πήρε υπό την προστασία του. Το απότομο κλείσιμο της σειράς, χωρίς ουσιαστικό τέλος, προκάλεσε τις υπερβολικές αντιδράσεις των φαν της.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Kane «Kano» Robinson, ο grime μουσικός που παίζει τον ρόλο του Σάλι, αναφέρει ότι όταν κάποια στιγμή συνάντησε τον Noel Gallagher, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε ήταν «πότε θα επιστρέψει το "Top Boy"».

Κάτι παρόμοιο αναφέρει και ο Ashley Walters: «Αρκετές φορές ήταν ενοχλητικές οι αντιδράσεις των φαν, παρότι βρίσκω ωραίο το ότι κάποιοι άνθρωποι αγαπούσαν τόσο πολύ τη σειρά. Αισθανόμουν όμως ότι ήταν κάτι που με έπνιγε. Ήταν σαν μην μπορείς να υπάρξεις πέρα από αυτόν τον χαρακτήρα. Συνεχώς υπήρχε κάποιος που με ρωτούσε “πότε θα επανέλθει το "Top Boy"».

Ακριβώς την ίδια απορία είχε και ο Αμερικανός μεγα-στάρ Drake, επίσης οπαδός των δύο κύκλων του «Top Boy», ο οποίος, μετά από έξι χρόνια αναμονής, και επειδή έβλεπε ότι οι παραγωγοί της σειράς δεν σκόπευαν να ετοιμάσουν νέο κύκλο, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει τη συνέχεια. Μάλιστα σκόπευε να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος στα νέα επεισόδια, κάτι που θεωρήθηκε μεγάλο πρόβλημα από τον δημιουργό της σειράς, τον Ronan Bennett.

«Αν εμφανιζόταν ο Drake , θα προκαλούσε σύγχυση στο κοινό, και όχι μόνο επειδή θα έστρεφε όλη την προσοχή πάνω του. Θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η αυθεντικότητα της σειράς» λέει. «Έτσι, τον πείσαμε να μην το κάνει».

Το «Top Boy» επέστρεψε το 2019 στο Netflix, ακόμα πιο βίαιο και με νέους χαρακτήρες, περιγράφοντας με ωμό τρόπο όλη την αγριότητα του inner city του Λονδίνου και μια νέα κατάσταση στη διακίνηση ναρκωτικών, τα οποία, μέσω των county lines, μεταφέρονταν πλέον στις επαρχιακές πόλεις, κυρίως από παιδιά ή ευάλωτους ανθρώπους που γίνονταν υποχείρια των συμμοριών.

Τον Ντουσέν και τον Σάλι πλαισιώνουν πρόσωπα όπως η Τζακ (Jasmine Jobson) και η Σέλι (η ράπερ Little Simz σε έναν καταπληκτικό ρόλο), ενώ την παράσταση στον τρίτο κύκλο (ή πρώτο για το Netflix) κλέβει ο Τζέιμι (Micheal Ward), ένας νεαρός γκάνγκστερ που έχει πάρει τη θέση των δύο «βετεράνων» όσο αυτοί λείπουν από τους δρόμους του Λονδίνου.

Ο τρίτος κύκλος κλείνει με αιματοκύλισμα και τον Τζέιμι να μπαίνει στη φυλακή, ενώ ο Ντουσέν και ο Σάλι ξεπερνούν κάθε ηθικό κανόνα για να παραμείνουν στην κορυφή. Σκοτώνουν κολλητούς, εκδικούνται, εξοντώνουν κάθε αντίπαλο.

Ο νέος, τέταρτος κύκλος, και ο καλύτερος μέχρι στιγμής, είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Μπορεί να καθυστέρησε να εμφανιστεί λόγω της πανδημίας, αλλά είναι ο πιο συναρπαστικός και καλοδουλεμένος από κάθε άποψη.

Ήταν γνωστό από τον πρώτο κύκλο ότι οι ράπερ μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους πειστικά και με μεγάλες δόσεις ρεαλισμού, αλλά αυτήν τη φορά οι ερμηνείες είναι καταπληκτικές απ' όλους, βασικούς πρωταγωνιστές, δευτερεύοντες χαρακτήρες, μικρούς ρόλους. Και το πρώτο επεισόδιο ξεκινάει ως υπερπαραγωγή, γιατί η δράση έχει μεταφερθεί στο Μαρόκο μέσω Ισπανίας, απ' όπου ο Ντουσέν προμηθεύεται τα ναρκωτικά σε μεγάλες ποσότητες, με τη συνεργασία του Τζέιμι, τον οποίο έχει βγάλει από τη φυλακή.

Η Τζακ έχει αναλάβει πιο σοβαρό ρόλο στην ομάδα, είναι πλέον το δεξί χέρι του Ντουσέν, ενώ ο Σάλι είναι ακόμα τσακισμένος από τη δολοφονία του φίλου του, τον οποίο έχει σκοτώσει επειδή τους πρόδωσε. Μένει σε μια βάρκα στο ποτάμι και ταΐζει με το χέρι μια αλεπού, που εμφανίζεται μέσα απ' τους θάμνους –η σκηνή που ο grime MC ταΐζει την αλεπού με το πιρούνι, ενώ παίζει μαζί της, είναι απίθανη και εντελώς απρόβλεπτη–, και δημιουργεί φιλικές σχέσεις με μια γυναίκα που μένει δίπλα του.

Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από το ξεκίνημα τη σειράς και οι δύο βασικοί ήρωες είναι πλέον 30άρηδες, ενώ τα παιδιά που τους πλαισίωναν και πήγαιναν ακόμα στο σχολείο ενήλικες. Όσο μεγαλώνουν, αλλάζουν και οι χαρακτήρες τους, αλλάζουν τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους, αλλάζει η σχέση με την οικογένειά τους, αλλάζουν οι ανάγκες τους.

Στον τέταρτο κύκλο οι χαρακτήρες είναι πιο ολοκληρωμένοι, αποκαλύπτονται άλλες πτυχές τους, ευαισθησίες που κάνουν τους αχώνευτους γκάνγκστερ πιο ανθρώπινους και συμπαθείς. Η οικογένεια είναι με κάποιον τρόπο το πιο σημαντικό πράγμα για όλους, ο πυρήνας της δράσης και αυτό που καθορίζει την πλοκή, ενώ στα περιστατικά που πλαισιώνουν τη βασική ιστορία περνούν όλα τα κοινωνικά προβλήματα της Βρετανίας μετά το Brexit, η απέλαση των μαύρων αφρικανικής και τζαμαϊκανής καταγωγής, το gentrification που αφήνει άστεγους φτωχούς και ηλικιωμένους, ο ρατσισμός, όλες οι δυσκολίες του να είσαι μαύρος χαμηλής κοινωνικής τάξης – όλα αυτά που αγνοούν τα mainstream μέσα.

Το σημαντικότερο στοιχείο του νέου κύκλου, όμως, είναι ότι έδωσε προτεραιότητα σε αρκετούς γυναικείους χαρακτήρες, που αυτήν τη φορά περνούν σε πρώτο πλάνο και γίνονται πρωταγωνίστριες: η Λορίν, αδελφή της Τζακ, που το σκάει από τον τύπο που τη φυλακίζει σε μια κακοποιητική σχέση στο Λίβερπουλ, η ίδια η Τζακ που ερωτεύεται την Μπεκς και γίνονται θύματα ομοφοβικής επίθεσης, η Τία, η φίλη του νεαρού Στεφ, αδελφού του Τζέιμι, που έχει αποβληθεί διά παντός από το σχολείο και μεγαλώνει μόνη της τη μικρή αδελφή της, η Μάντι, που βγαίνει από τη φυλακή και το παιδί της το έχει πάρει η πρόνοια. Δεν είναι απλώς αδελφές, φίλες, μητέρες, έχουν δικές τους επιχειρήσεις και δουλεύουν με γυναίκες, όπως η Σέλι, που έχει ανοίξει πλέον «σαλόνι ομορφιάς».

Το «Top Boy» θίγει κοινωνικά προβλήματα, αλλά οι ήρωές του δεν δίνουν μία γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και δεν τους αφορούν άμεσα. Ενδιαφέρονται για τον εύκολο πλουτισμό, με κάθε κόστος και με κάθε τρόπο, ενδιαφέρονται να ξεφύγουν από τη μιζέρια του Summerhouse και να προχωρήσουν στη ζωή τους, αλλά, εκτός από τον καθημερινό αγώνα (που έχει επιλέξει η Σέλι) και τον νόμιμο τρόπο (ο μεγάλος αδελφός του Τζέιμι είναι επιμελής φοιτητής στο πανεπιστήμιο), η παρανομία είναι κάτι που θεωρούν δεδομένο για να τα καταφέρουν.

«Μπορεί να μην τους απασχολούν ευρύτερα προβλήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με τη ζωή τους, αλλά μην ξεχνάτε τι είδους άνθρωποι είναι οι χαρακτήρες της σειράς», λέει ο Robinson. «Είναι βίαιοι έμποροι ναρκωτικών που κατάγονται από ένα μέρος που τους έχει κάνει αυτό που είναι. Θα πήγαιναν σε αντιρατσιστικές πορείες; Αμφιβάλλω! Αμφιβάλλω αν θα πήγαιναν οι πιο πολλοί άνθρωποι που πουλάνε ναρκωτικά».

Στον νέο κύκλο το ζευγάρι που εμφανιζόταν εθισμένο στα ναρκωτικά, παρακαλώντας για μια δόση στους δρόμους, εμφανίζονται πλέον ως αστυνομικοί που προσπαθούν να στριμώξουν τον Ντουσέν και να αποκαλύψουν τη δράση του, αν και η παρουσία της αστυνομίας είναι ελάχιστη στη σειρά.

Αυτό είναι ένα από τα σημεία όπου κάποιοι εντοπίζουν ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα, στην απονομή δικαιοσύνης και στη διελεύκανση των εγκλημάτων, αλλά ο κόσμος του «Top Boy» είναι κυρίως ο κόσμος των εμπόρων ναρκωτικών και των επιπτώσεων που φέρνει αυτή η ασχολία στους ίδιους και στους δικούς τους ανθρώπους.

Γιατί αυτός ο κύκλος αρέσει σε όλους; Επειδή δεν δείχνει ωραιοποιημένο τον τρόπο ζωής των εγκληματιών, επειδή δείχνει αλήθειες και προσωπικά δράματα με τρόπο ντοκιμαντερίστικο, επειδή έχει εξαιρετική κινηματογραφία με κοντινά πλάνα που αιχμαλωτίζουν κάθε συναίσθημα, κάθε έκφραση των προσώπων, επειδή το σενάριο εξελίσσεται σε μια εις βάθος ανάλυση των ηρώων, επειδή έχει συνεχείς ανατροπές και σοκαριστικά στιγμιότυπα, επειδή το φινάλε του τελευταίου επεισοδίου σε τσακίζει και δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη αγωνία απ' ό,τι το τέλος του 2013. Μακάρι το Netflix να ετοιμάσει και τρίτο κύκλο…

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου

Γιατί ο νέος κύκλος του «Top Boy» αρέσει σε όλους; Why does everyone like the new season of "Top Boy"?

Όταν το «Top Boy» προβλήθηκε για τέσσερις συνεχόμενες νύχτες στο βρετανικό Channel 4 το 2011 με πρωταγωνιστές δύο πολύ γνωστούς ράπερ, τον Asher D (Ashley Walters) και τον Kano (Kane Robinson), προκάλεσε μεγάλο σαματά, γιατί παρουσίαζε με εντελώς ρεαλιστικό τρόπο την άγρια καθημερινότητα δύο μαύρων εμπόρων ναρκωτικών στο (φανταστικό) συγκρότημα κατοικιών Summerhouse και στους δρόμους του λονδρέζικου Χάκνεϊ.

Οι υποβαθμισμένες γειτονιές του Λονδίνου και οι σκληρές συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον, η εκμετάλλευση, η παραμέληση αλλά και η παρανομία στην οποία εύκολα μπορούν να οδηγηθούν έκανε τη σειρά τόσο δημοφιλή, που δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε με τέσσερα νέα επεισόδια.

Το «Top Boy» ήταν μια σειρά χαρακτήρων, του «top boy» Ντουσέν, που από το «shithole» του Summerhouse γίνεται ο «βαρόνος» ολόκληρης της περιοχής, κάτι σαν τον δον Κορλεόνε του Χάκνεϊ, και του αδελφικού του φίλου, του Σάλι, με τον οποίο διακινούν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, που έχουν γύρω τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, με τους οποίους το κοινό μπορούσε να ταυτιστεί και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξή τους. Όταν το Channel 4 αποφάσισε να μην τη συνεχίσει, όλοι αγωνιούσαν για το τι απέγιναν ο Σάλι και ο Ντουσέν.

Το «Top Boy» θίγει κοινωνικά προβλήματα, αλλά οι ήρωές του δεν δίνουν μία γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και δεν τους αφορούν άμεσα. Ενδιαφέρονται για τον εύκολο πλουτισμό, με κάθε κόστος και με κάθε τρόπο, ενδιαφέρονται να ξεφύγουν από τη μιζέρια του Summerhouse και να προχωρήσουν στη ζωή τους, αλλά, εκτός από τον καθημερινό αγώνα και τον νόμιμο τρόπο, η παρανομία είναι κάτι που θεωρούν δεδομένο για να τα καταφέρουν.

Ο δεύτερος κύκλος του Channel 4 κλείνει αφήνοντας τους ήρωες μετέωρους, τον Ντουσέν να τον κυνηγούν για να τον σκοτώσουν οι Αλβανοί μαφιόζοι και τον Σάλι χωρίς συνεργάτες, με μόνη παρέα ένα κακοποιημένο νεαρό αγόρι που πήρε υπό την προστασία του. Το απότομο κλείσιμο της σειράς, χωρίς ουσιαστικό τέλος, προκάλεσε τις υπερβολικές αντιδράσεις των φαν της.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Kane «Kano» Robinson, ο grime μουσικός που παίζει τον ρόλο του Σάλι, αναφέρει ότι όταν κάποια στιγμή συνάντησε τον Noel Gallagher, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε ήταν «πότε θα επιστρέψει το "Top Boy"».

Κάτι παρόμοιο αναφέρει και ο Ashley Walters: «Αρκετές φορές ήταν ενοχλητικές οι αντιδράσεις των φαν, παρότι βρίσκω ωραίο το ότι κάποιοι άνθρωποι αγαπούσαν τόσο πολύ τη σειρά. Αισθανόμουν όμως ότι ήταν κάτι που με έπνιγε. Ήταν σαν μην μπορείς να υπάρξεις πέρα από αυτόν τον χαρακτήρα. Συνεχώς υπήρχε κάποιος που με ρωτούσε “πότε θα επανέλθει το "Top Boy"».

Ακριβώς την ίδια απορία είχε και ο Αμερικανός μεγα-στάρ Drake, επίσης οπαδός των δύο κύκλων του «Top Boy», ο οποίος, μετά από έξι χρόνια αναμονής, και επειδή έβλεπε ότι οι παραγωγοί της σειράς δεν σκόπευαν να ετοιμάσουν νέο κύκλο, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει τη συνέχεια. Μάλιστα σκόπευε να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος στα νέα επεισόδια, κάτι που θεωρήθηκε μεγάλο πρόβλημα από τον δημιουργό της σειράς, τον Ronan Bennett.

«Αν εμφανιζόταν ο Drake , θα προκαλούσε σύγχυση στο κοινό, και όχι μόνο επειδή θα έστρεφε όλη την προσοχή πάνω του. Θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η αυθεντικότητα της σειράς» λέει. «Έτσι, τον πείσαμε να μην το κάνει».

Το «Top Boy» επέστρεψε το 2019 στο Netflix, ακόμα πιο βίαιο και με νέους χαρακτήρες, περιγράφοντας με ωμό τρόπο όλη την αγριότητα του inner city του Λονδίνου και μια νέα κατάσταση στη διακίνηση ναρκωτικών, τα οποία, μέσω των county lines, μεταφέρονταν πλέον στις επαρχιακές πόλεις, κυρίως από παιδιά ή ευάλωτους ανθρώπους που γίνονταν υποχείρια των συμμοριών.

Τον Ντουσέν και τον Σάλι πλαισιώνουν πρόσωπα όπως η Τζακ (Jasmine Jobson) και η Σέλι (η ράπερ Little Simz σε έναν καταπληκτικό ρόλο), ενώ την παράσταση στον τρίτο κύκλο (ή πρώτο για το Netflix) κλέβει ο Τζέιμι (Micheal Ward), ένας νεαρός γκάνγκστερ που έχει πάρει τη θέση των δύο «βετεράνων» όσο αυτοί λείπουν από τους δρόμους του Λονδίνου.

Ο τρίτος κύκλος κλείνει με αιματοκύλισμα και τον Τζέιμι να μπαίνει στη φυλακή, ενώ ο Ντουσέν και ο Σάλι ξεπερνούν κάθε ηθικό κανόνα για να παραμείνουν στην κορυφή. Σκοτώνουν κολλητούς, εκδικούνται, εξοντώνουν κάθε αντίπαλο.

Ο νέος, τέταρτος κύκλος, και ο καλύτερος μέχρι στιγμής, είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Μπορεί να καθυστέρησε να εμφανιστεί λόγω της πανδημίας, αλλά είναι ο πιο συναρπαστικός και καλοδουλεμένος από κάθε άποψη.

Ήταν γνωστό από τον πρώτο κύκλο ότι οι ράπερ μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους πειστικά και με μεγάλες δόσεις ρεαλισμού, αλλά αυτήν τη φορά οι ερμηνείες είναι καταπληκτικές απ' όλους, βασικούς πρωταγωνιστές, δευτερεύοντες χαρακτήρες, μικρούς ρόλους. Και το πρώτο επεισόδιο ξεκινάει ως υπερπαραγωγή, γιατί η δράση έχει μεταφερθεί στο Μαρόκο μέσω Ισπανίας, απ' όπου ο Ντουσέν προμηθεύεται τα ναρκωτικά σε μεγάλες ποσότητες, με τη συνεργασία του Τζέιμι, τον οποίο έχει βγάλει από τη φυλακή.

Η Τζακ έχει αναλάβει πιο σοβαρό ρόλο στην ομάδα, είναι πλέον το δεξί χέρι του Ντουσέν, ενώ ο Σάλι είναι ακόμα τσακισμένος από τη δολοφονία του φίλου του, τον οποίο έχει σκοτώσει επειδή τους πρόδωσε. Μένει σε μια βάρκα στο ποτάμι και ταΐζει με το χέρι μια αλεπού, που εμφανίζεται μέσα απ' τους θάμνους –η σκηνή που ο grime MC ταΐζει την αλεπού με το πιρούνι, ενώ παίζει μαζί της, είναι απίθανη και εντελώς απρόβλεπτη–, και δημιουργεί φιλικές σχέσεις με μια γυναίκα που μένει δίπλα του.

Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από το ξεκίνημα τη σειράς και οι δύο βασικοί ήρωες είναι πλέον 30άρηδες, ενώ τα παιδιά που τους πλαισίωναν και πήγαιναν ακόμα στο σχολείο ενήλικες. Όσο μεγαλώνουν, αλλάζουν και οι χαρακτήρες τους, αλλάζουν τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους, αλλάζει η σχέση με την οικογένειά τους, αλλάζουν οι ανάγκες τους.

Στον τέταρτο κύκλο οι χαρακτήρες είναι πιο ολοκληρωμένοι, αποκαλύπτονται άλλες πτυχές τους, ευαισθησίες που κάνουν τους αχώνευτους γκάνγκστερ πιο ανθρώπινους και συμπαθείς. Η οικογένεια είναι με κάποιον τρόπο το πιο σημαντικό πράγμα για όλους, ο πυρήνας της δράσης και αυτό που καθορίζει την πλοκή, ενώ στα περιστατικά που πλαισιώνουν τη βασική ιστορία περνούν όλα τα κοινωνικά προβλήματα της Βρετανίας μετά το Brexit, η απέλαση των μαύρων αφρικανικής και τζαμαϊκανής καταγωγής, το gentrification που αφήνει άστεγους φτωχούς και ηλικιωμένους, ο ρατσισμός, όλες οι δυσκολίες του να είσαι μαύρος χαμηλής κοινωνικής τάξης – όλα αυτά που αγνοούν τα mainstream μέσα.

Το σημαντικότερο στοιχείο του νέου κύκλου, όμως, είναι ότι έδωσε προτεραιότητα σε αρκετούς γυναικείους χαρακτήρες, που αυτήν τη φορά περνούν σε πρώτο πλάνο και γίνονται πρωταγωνίστριες: η Λορίν, αδελφή της Τζακ, που το σκάει από τον τύπο που τη φυλακίζει σε μια κακοποιητική σχέση στο Λίβερπουλ, η ίδια η Τζακ που ερωτεύεται την Μπεκς και γίνονται θύματα ομοφοβικής επίθεσης, η Τία, η φίλη του νεαρού Στεφ, αδελφού του Τζέιμι, που έχει αποβληθεί διά παντός από το σχολείο και μεγαλώνει μόνη της τη μικρή αδελφή της, η Μάντι, που βγαίνει από τη φυλακή και το παιδί της το έχει πάρει η πρόνοια. Δεν είναι απλώς αδελφές, φίλες, μητέρες, έχουν δικές τους επιχειρήσεις και δουλεύουν με γυναίκες, όπως η Σέλι, που έχει ανοίξει πλέον «σαλόνι ομορφιάς».

Το «Top Boy» θίγει κοινωνικά προβλήματα, αλλά οι ήρωές του δεν δίνουν μία γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και δεν τους αφορούν άμεσα. Ενδιαφέρονται για τον εύκολο πλουτισμό, με κάθε κόστος και με κάθε τρόπο, ενδιαφέρονται να ξεφύγουν από τη μιζέρια του Summerhouse και να προχωρήσουν στη ζωή τους, αλλά, εκτός από τον καθημερινό αγώνα (που έχει επιλέξει η Σέλι) και τον νόμιμο τρόπο (ο μεγάλος αδελφός του Τζέιμι είναι επιμελής φοιτητής στο πανεπιστήμιο), η παρανομία είναι κάτι που θεωρούν δεδομένο για να τα καταφέρουν.

«Μπορεί να μην τους απασχολούν ευρύτερα προβλήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με τη ζωή τους, αλλά μην ξεχνάτε τι είδους άνθρωποι είναι οι χαρακτήρες της σειράς», λέει ο Robinson. «Είναι βίαιοι έμποροι ναρκωτικών που κατάγονται από ένα μέρος που τους έχει κάνει αυτό που είναι. Θα πήγαιναν σε αντιρατσιστικές πορείες; Αμφιβάλλω! Αμφιβάλλω αν θα πήγαιναν οι πιο πολλοί άνθρωποι που πουλάνε ναρκωτικά».

Στον νέο κύκλο το ζευγάρι που εμφανιζόταν εθισμένο στα ναρκωτικά, παρακαλώντας για μια δόση στους δρόμους, εμφανίζονται πλέον ως αστυνομικοί που προσπαθούν να στριμώξουν τον Ντουσέν και να αποκαλύψουν τη δράση του, αν και η παρουσία της αστυνομίας είναι ελάχιστη στη σειρά.

Αυτό είναι ένα από τα σημεία όπου κάποιοι εντοπίζουν ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα, στην απονομή δικαιοσύνης και στη διελεύκανση των εγκλημάτων, αλλά ο κόσμος του «Top Boy» είναι κυρίως ο κόσμος των εμπόρων ναρκωτικών και των επιπτώσεων που φέρνει αυτή η ασχολία στους ίδιους και στους δικούς τους ανθρώπους.

Γιατί αυτός ο κύκλος αρέσει σε όλους; Επειδή δεν δείχνει ωραιοποιημένο τον τρόπο ζωής των εγκληματιών, επειδή δείχνει αλήθειες και προσωπικά δράματα με τρόπο ντοκιμαντερίστικο, επειδή έχει εξαιρετική κινηματογραφία με κοντινά πλάνα που αιχμαλωτίζουν κάθε συναίσθημα, κάθε έκφραση των προσώπων, επειδή το σενάριο εξελίσσεται σε μια εις βάθος ανάλυση των ηρώων, επειδή έχει συνεχείς ανατροπές και σοκαριστικά στιγμιότυπα, επειδή το φινάλε του τελευταίου επεισοδίου σε τσακίζει και δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη αγωνία απ' ό,τι το τέλος του 2013. Μακάρι το Netflix να ετοιμάσει και τρίτο κύκλο…

__Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου__