×

Utilizziamo i cookies per contribuire a migliorare LingQ. Visitando il sito, acconsenti alla nostra politica dei cookie.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 1. Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

1. Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

1.Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια.

Η Κυριακή το χειμώνα είναι η πιο βαρετή μέρα. Θα 'θελα να ξέρω, αν όλα τα παιδιά του κόσμου περνούνε τόσο βαρετά, όσο η Μυρτώ κι εγώ. Το απόγευμα μάλιστα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Απο το πρωί έχουμε παίξει, έχουμε τσακωθεί, ύστερα ξαναμονοιάσει, έχουμε διαβάσει —εγώ το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» και η Μυρτώ τον «Τζακ» - και δε μένει πια τίποτα, μα τίποτα να κάνεις.

Ο μπαμπάς κι η μαμά, τις Κυριακές, παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι διευθυντής του μπαμπά στην Τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδελφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Έτσι μένουμε τα κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι μόνες με τον παππού. Αν είναι καλός καιρός, ο παππούς μας πάει περίπατο κι ύστερα, μόλις σκοτεινιάσει, γυρνάμε πίσω. Τότε αρχίζει η μεγάλη βαρεμάρα. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του, με τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά.

Εμείς πάμε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Όταν έχει τρικυμία, τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες απάνω τους μοιάζουν με δάκρυα. Τότε είναι που συλλογιζόμαστε τις πιο θλιβερές ιστορίες. Τάχατες πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός και από του Δαβίδ Κόπερφηλδ.

Η πάλι σκεφτόμαστε, πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος και μείς ντυμένες κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε, από πόρτα σε πόρτα, ψωμί. Καθετί που συλλογιζόμαστε, του δίνουμε και τίτλο, λες και είναι ολόκληρο παραμύθι.

Τούτη όμως την Κυριακή είχαμε τόσο βαρεθεί, που σαν είπα στη Μυρτώ να παίξουμε « Ο παππούς ζητιάνος», μου απάντησε πως πιο σαχλή ιστορία δεν είχαμε ξανασκεφτεί. Καθίσαμε κάμποση ώρα μουτρωμένες και ύστερα πήρε καθεμιά ένα τζαμάκι για δικό της και είπαμε, σ' όποιο πέσουν οι πιο πολλές σταγόνες εκείνη θα κερδίσει. Επειδή όμως κέρδιζα συνέχεια εγώ, η Μυρτώ είπε πάλι, πως πιο κουτό παιχνίδι δεν ξαναπαίξαμε.

- Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; έκαμα, μα το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλοτελειώσω τη φράση μου και μούδιασα.

- Σα δεν ντρέπεσαι! Αυτό μονάχα σου λέω, αγρίεψε η Μυρτώ. Έχεις τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, που νομίζεις πως μπορείς να φτιάχνεις ιστορίες για το καπλάνι!

Ίσως να 'χε δίκιο. Γιατί, για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα κάτω στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγιέται. Ο Νίκος μένει στην Αθήνα και σπουδάζει χημικός στο Πανεπιστήμιο. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνει μαζί μας εξοχή.

Μπορεί, βέβαια, η θεία Δέσποινα να έλεγε, πως το σκότωσε το καπλάνι ο άντρας της, γιατί περνούσε κολυμπώντας από την Τουρκία και έτρωγε τα πρόβατα στο νησί - αυτό όμως είναι ιστορία για τους μεγάλους και κανένα παιδί δεν την πιστεύει. Ο Νίκος ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι της βιτρίνας, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.

Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε μήτε τα κύματα. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν ξαφνικά τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήτανε έρημος. Τότε πήγαινα να πιστέψω, πως το νησί μας άδειαζε τις χειμωνιάτικες Κυριακές, οι άνθρωποι έφευγαν κάπου μακριά κι απόμενε μόνο η τζαμωτή βεράντα με μας τις δυο, που, θαρρείς, έπλεε μέσα στην αφρισμένη θάλασσα.

- Σα δεν ντρέπεσαι, ξανάπε η Μυρτώ.

Κατάλαβα πως το 'λεγε πιο πολύ για να ξαναπιάσουμε κουβέντα, έστω κι αν ήτανε για να τσακωθούμε. Κι εγώ έψαχνα αφορμή να πάω κοντά της, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ...

Ήτανε ο παππούς, που σαν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε Βυζαντινή. Η Μυρτώ κι εγώ, άμα θέλαμε να κάνουμε τις σπουδαίες στ' άλλα παιδιά, μιλούσαμε τάχα, μεταξύ μας, μια ξένη γλώσσα. Έλεγε η μια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ και απαντούσε η άλλη: ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ. Τότε κείνα μας ρωτούσανε: «Μα τι γλώσσα μιλάτε;». Εμείς απαντούσαμε καμαρωτά: «Δεν καταλαβαίνετε; Βυζαντινά».

Ο παππούς ήρθε στην τζαμωτή και μας πήρε να πάμε στην τραπεζαρία. Μας έσπασε καρύδια και μας έδωσε να τα φάμε με μέλι. Ο τα ν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς της είπε:

— Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια η να σου διηγηθώ ένα μύθο;

— Φυσικά, καρύδια! απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται!

Παράξενος που είναι ο παππούς μας! Δε μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Ψηλός ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι αντί μπαστούνι, χωρίς να καμπουριάζει καθόλου τη ράχη του. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ».

Ξέρει όλο τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δε μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μύθους για τους αρχαίους θεούς και θρύλους, για τους ήρωες. Καμιά φορά πιστεύω πως ο παππούς είναι αρχαίος Έλληνας, δεν τολμώ όμως ούτε στη Μυρτώ να το πω, γιατί θα μου απαντήσει: «Σαχλαμάρες».

— Λοιπόν, τι θα κάνετε τώρα; ρώτησε ο παππούς, αφού τελειώσαμε με τα καρύδια.

Εμείς δεν είπαμε τίποτα, γιατί, αν του λέγαμε πως θέλαμε να παίξουμε μαζί του τόμπολα, εκείνος θα μας απαντούσε: «Να σας πω καλύτερα ένα μύθο. Τόμπολα παίζετε και με τη Σταματίνα».

— Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.

«...Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε τόσο ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήτανε κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον...».

Μέσα στο Ικάριον πέλαγος είναι το νησί μας. Τι μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σαν μία μικρή τελεία. Πέρα, τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες απέραντες.

Τι όμορφα που θα 'ναι να βάζεις δυο φτερά στην πλάτη σου και να πετάς! Να 'ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: Δε βάζω τα φτερά μου να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία η στην Κίνα η στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Να δω αν παίζουνε σαν και μας κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;

- Μπορεί στ' αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; ρώτησα.

- Σαχλαμάρες! πρόλαβε ν' απαντήσει η Μυρτώ.

Μα ο παππούς δεν την άφησε να συνεχίσει.

- Μπορεί, άμα περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, να γίνει κι αυτό. Τώρα έχομε Γενάρη του 1936, και ίσως ως το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε, σαν τον Ίκαρο, κοντά στον ήλιο χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.

- Ούουου, ως τότε τι να το κάνουμε, λέει η Μυρτώ. Εμείς πια θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούμε να πετάμε.

Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν, λέει, σκεφτόντανε έτσι όλοι, δε θα 'χε γίνει καμιά ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες θα λέγανε: Γιατί να κουραζόμαστε να βρούμε τούτο η εκείνο, αφού ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή μας εμείς θα είμαστε γέροι η θα 'χουμε πεθάνει.

- Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, συνέχισε ο παππούς, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.

- Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.

- Αν οι... εφευρέτες ξέρανε τόσο άσχημα την προπαίδεια, όπως εσύ, της πέταξε ο παππούς, δε θα γινότανε καμιά εφεύρεση στον κόσμο.

Δε φανταζόμασταν πως θα τέλειωνε τόσο άσχημα η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7X7 κι εκείνη, θαρρείς το έκανε επίτηδες, κι όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα τόσο, πως 7X8 κάνει 46 - ενώ ο παππούς έλεγε 56 — που έκανε τον παππού να θυμώσει.

- Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δε θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.

Εγώ πηγαίνω στη δεύτερη τάξη και η Μυρτώ στην τέταρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν «διδαχθείσες κατ' οίκον» και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δε θέλουν να μας στείλουν γιατί εκεί, λέει ο παππούς, είναι τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».

Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει, πως εγώ έφταιγα και την κατσάδιασε ο παππούς για την προπαίδεια: που ρώτησα, αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Που να το 'ξερα πως, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά κι έτσι θα θυμότανε ο παππούς να ρωτήσει τη Μυρτώ;

Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα...

- Αχ, να πηγαίναμε σχολείο; λέω δυνατά.

Μα η Μυρτώ έχει κουκουλωθεί από το κεφάλι και κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:

- ΕΥ- ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη πεισμωμένα, κάτω από τα σκεπάσαμτα.

Αυτά δεν ήτανε βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυό μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει: πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ: πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές σχεδόν πάντα απαντούσαμε: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ;

Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

1. Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια ||Sundays||Icarus||| 1\. Langweilige Sonntage, Ikarus und Propädie 1\. Boring Sundays, Icarus and multiplication tables 1. Domingos aburridos, Ícaro y prepedicina 1\. Les dimanches ennuyeux, Icare et la propédie 1. Le domeniche noiose, Icaro e la prepedicina 1\. Nudne niedziele, Ikar i propedia 1\. Domingos chatos, Ícaro e propaedia 1. Sıkıcı Pazarlar, İkarus ve prepedisin 1. 无聊的周日、伊卡洛斯和传播

1.Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια. |boring|||||| 1\. Langweilige Sonntage, Ikarus und Propaganda. 1. The boring Sundays, Icarus and propaedia (multiplication tables). 1\. Nudne niedziele, Ikaros i propedia.

Η Κυριακή το χειμώνα είναι η πιο βαρετή μέρα. Der Sonntag im Winter ist der langweiligste Tag. Sunday in winter is the most boring day. Le dimanche en hiver est le jour le plus ennuyeux. Niedziela w zimie to najnudniejszy dzień. Domingo no inverno é o dia mais chato. Θα 'θελα να ξέρω, αν όλα τα παιδιά του κόσμου περνούνε τόσο βαρετά, όσο η Μυρτώ κι εγώ. Ich würde gerne wissen, ob alle Kinder auf der Welt so langweilig sind wie Myrto und ich. I would like to know if all the children in the world are as bored as Myrto and I. J'aimerais savoir si tous les enfants du monde s'ennuient autant que Myrto et moi. Eu gostaria de saber se todas as crianças do mundo estão se divertindo tanto quanto Myrto e eu. Το απόγευμα μάλιστα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Tatsächlich wissen wir am Nachmittag, wenn es früh morgens dunkel wird, nicht, was wir tun sollen. And in the afternoon, when it starts to get dark early, we don't know what to do Même l'après-midi, quand il commence à faire nuit tôt, on ne sait pas quoi faire. Mesmo à tarde, quando começa a escurecer cedo, não sabemos o que fazer. Απο το πρωί έχουμε παίξει, έχουμε τσακωθεί, ύστερα ξαναμονοιάσει, έχουμε διαβάσει —εγώ το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» και η Μυρτώ τον «Τζακ» - και δε μένει πια τίποτα, μα τίποτα να κάνεις. ||||||||made up|||||||||||Jack|||||nothing at all|||| Am Morgen haben wir gespielt, wir haben gekämpft, dann haben wir überlegt, wir haben gelesen - ich "David Copperfield" und Myrto "Jack" - und es gibt nichts mehr, aber nichts zu tun. Since the morning we have played, we have quarrelled , then we have reconciled , we have read - I "David Copperfield" and Myrto "Jack" - and there is nothing left but nothing to do. Le matin, nous avons joué, nous nous sommes battus, puis nous nous sommes retrouvés seuls, nous avons lu - moi "David Copperfield" et Myrtle "Jack" - et il n'y a plus rien, mais rien à faire. De manhã jogamos, brigamos, depois ficamos sozinhos de novo, lemos - eu "David Copperfield" e Myrtle "Jack" - e não há mais nada, mas nada a fazer.

Ο μπαμπάς κι η μαμά, τις Κυριακές, παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι διευθυντής του μπαμπά στην Τράπεζα. ||||||||cards|||"his"||Pericles||||||| Sonntags spielen Papa und Mama im Haus von Mr. Pericles, Papas Manager bei der Bank, Karten. On Sundays, dad and mom play cards at the house of Mr. Pericles, who is Dad's manager at the Bank. Le dimanche, papa et maman jouent aux cartes chez M. Périclès, qui est le gérant de papa à la Banque. Η θεία Δέσποινα, η αδελφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. ||||||||||||||Stamatina||||exit Tante Despina, die Schwester des Großvaters, besucht ihre Freunde und Stamatina, das Dienstmädchen, hat eine Verabredung. Aunt Despina, grandfather's sister, goes to visit her friends and Stamatina, the maid, has an outing. Tante Despina, la sœur du grand-père, va rendre visite à ses amis et Stamatina, la bonne, a une sortie. Tia Despina, irmã do avô, vai visitar os amigos e Stamatina, a empregada, tem uma saída. Έτσι μένουμε τα κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι μόνες με τον παππού. So verbringen wir die Sonntagnachmittage allein zu Hause mit meinem Großvater. So we spend the Sunday afternoons at home alone with my grandfather. Nous passons donc les dimanches après-midi seuls à la maison avec papy. Então passamos as tardes de domingo em casa sozinhos com o vovô. Αν είναι καλός καιρός, ο παππούς μας πάει περίπατο κι ύστερα, μόλις σκοτεινιάσει, γυρνάμε πίσω. ||||||||||"then"|||we return| Bei schönem Wetter geht unser Großvater spazieren und dann, sobald es dunkel wird, gehen wir zurück. If the weather is good, our grandfather goes for a walk and then, as soon as it gets dark, we go back. S'il fait beau, notre grand-père va se promener et dès qu'il fait noir, nous rentrons. Τότε αρχίζει η μεγάλη βαρεμάρα. |begins||great| Dann beginnt die große Langeweile. Then begins the great boredom. Commence alors le grand ennui. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του, με τους «αρχαίους» του. ||shuts himself in||office|||his|ancient texts| Der Großvater ist mit seinen "Alten" in seinem Büro eingesperrt. Grandfather closes himself in his office with his "ancients". Le grand-père s'enferme dans son bureau, avec ses « anciens ». Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. |"we call"||||||||books||||"are"||Ancient Greek texts| So sagen wir bei meiner Schwester Myrto die Bücher meines Großvaters, weil sie alle altgriechisch sind. That's what my sister Myrto and I call my grandfather's books, because they are all Ancient Greek. C'est comme ça qu'on dit, avec ma sœur Myrto, les livres de mon grand-père, parce qu'ils sont tous en grec ancien.

Εμείς πάμε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. "We"|||glass-enclosed||||| Wir gehen auf die Glasterrasse und schauen aufs Meer. We go to the glass terrace and look at the sea. Nous allons dans la véranda vitrée et regardons la mer. Όταν έχει τρικυμία, τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες απάνω τους μοιάζουν με δάκρυα. "When"||stormy sea|||break against|||splash on||||||||||||| Wenn es stürmt, brechen die Wellen an den Felsen, bespritzen die Fenster und wenn die Tropfen darüber rollen, sehen sie aus wie Tränen. When there is a storm, the waves break on the rocks, splashing the windows and as the drops roll over them, they look like tears. Quand il y a une tempête, les vagues se brisent sur les rochers, elles éclaboussent les fenêtres et la façon dont les gouttes roulent sur elles ressemblent à des larmes. Τότε είναι που συλλογιζόμαστε τις πιο θλιβερές ιστορίες. Da denken wir an die traurigsten Geschichten. That's when we contemplate the saddest stories. C'est alors que nous réfléchissons aux histoires les plus tristes. Τάχατες πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός και από του Δαβίδ Κόπερφηλδ. supposedly||||||||||||||||||| Kurz nachdem Dad gestorben war, heiratete Mom wieder und unser Vater ist noch schlimmer als David Copperfield. As soon as dad died, mom remarried, and our stepfather is meaner than David Copperfield. Malheureusement, papa est mort, maman s'est remariée et notre beau-père est pire que David Copperfield.

Η πάλι σκεφτόμαστε, πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος και μείς ντυμένες κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε, από πόρτα σε πόρτα, ψωμί. Oder wir denken wieder, dass der Großvater ein armer Bettler ist, und wir gehen in Lumpen gekleidet mit ihm in die Kälte zurück und betteln von Tür zu Tür um Brot. Or again we think that grandfather is a poor beggar and we, dressed in rags, go with him in the cold and beg from door to door for bread. A nouveau nous pensons que le grand-père est un pauvre mendiant et nous, vêtus de haillons, nous promenons avec lui dans le froid et mendions, de porte en porte, du pain. Καθετί που συλλογιζόμαστε, του δίνουμε και τίτλο, λες και είναι ολόκληρο παραμύθι. Alles, woran wir denken, geben wir ihm einen Titel, als wäre es ein ganzes Märchen. Everything we reflect on, we give it a title, as if it were a whole fairy tale. Tout ce que nous contemplons, nous lui donnons un titre, comme s'il s'agissait de tout un conte de fées.

Τούτη όμως την Κυριακή είχαμε τόσο βαρεθεί, που σαν είπα στη Μυρτώ να παίξουμε « Ο παππούς ζητιάνος», μου απάντησε πως πιο σαχλή ιστορία δεν είχαμε ξανασκεφτεί. Aber an diesem Sonntag waren wir so gelangweilt, dass, als ob ich Myrto sagte, er solle "The Beggar Grandpa" spielen, er antwortete, dass wir nie an eine sicherere Geschichte gedacht hätten. But this Sunday we were so bored, that when I told Myrto to play "Grandfather Beggar", she replied that we had never thought of a sillier story before. Mais ce dimanche on s'ennuyait tellement, que quand j'ai dit à Myrto de jouer "Le grand-père mendiant", elle m'a répondu qu'on n'avait jamais pensé à une histoire plus bête. Καθίσαμε κάμποση ώρα μουτρωμένες και ύστερα πήρε καθεμιά ένα τζαμάκι για δικό της και είπαμε, σ' όποιο πέσουν οι πιο πολλές σταγόνες εκείνη θα κερδίσει. |||sullen||||||||||||||||||||| Wir saßen eine Weile mürrisch da und dann nahm jeder von ihnen ein Glas von ihrem und wir sagten, wer die meisten Tropfen bekommt, gewinnt. We sat sulking for a while and then each took a jar for her own and we said, whichever one had the most drops she would win. Nous nous sommes assis un moment à bouder puis chacun de nous a pris un verre pour le sien et nous avons dit, celui qui aura le plus de gouttes gagnera. Επειδή όμως κέρδιζα συνέχεια εγώ, η Μυρτώ είπε πάλι, πως πιο κουτό παιχνίδι δεν ξαναπαίξαμε. Aber weil ich immer wieder gewann, sagte Myrto noch einmal, dass wir nie wieder ein dümmeres Spiel gespielt hätten. But because I was always winning, Myrto said again that this was the stupidest game we had ever played. Mais parce que j'ai continué à gagner, Myrto a encore dit, que nous n'avons plus jamais joué à un jeu plus stupide.

- Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; έκαμα, μα το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλοτελειώσω τη φράση μου και μούδιασα. |||||||I made||||||||||| - Machen wir nicht eine Geschichte über die Kaplani? Das tat ich, aber ich bereute es sofort, bevor ich meinen Satz beendete und wie betäubt wurde. - Aren't we making a story about the kaplani? I did, but I regretted it immediately, before I finished my sentence and I became numb.

- Σα δεν ντρέπεσαι! - Schäm dich! - Shame on you! - Sanki utanmıyorsun da! Αυτό μονάχα σου λέω, αγρίεψε η Μυρτώ. Ich erzähle dir nur das, knurrte Myrto. I'm just telling you this, Myrto growled. Έχεις τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, που νομίζεις πως μπορείς να φτιάχνεις ιστορίες για το καπλάνι! Du hast so eine tolle Idee für dich, dass du denkst, du könntest Geschichten über Kaplani schreiben! You have such a great idea for yourself, that you think you can make stories about kaplani!

Ίσως να 'χε δίκιο. Vielleicht hatte er recht. Maybe he's right. Γιατί, για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα κάτω στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγιέται. ||||||stuffed||||||||||||||||| Denn von der Kaplani, die unten im großen Wohnzimmer in einem Schaufenster einbalsamiert ist, weiß nur unser Cousin Nikos zu erzählen. Because, about the kaplani, which is embalmed in a shop window down in the big living room, only our cousin Nikos knows how to tell. Ο Νίκος μένει στην Αθήνα και σπουδάζει χημικός στο Πανεπιστήμιο. Nikos lebt in Athen und studiert Chemie an der Universität. Nikos lives in Athens and is studying chemistry at the University. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνει μαζί μας εξοχή. Jeden Sommer kommt er auf die Insel und geht mit uns aufs Land. Every summer he comes to the island and goes with us to the countryside.

Μπορεί, βέβαια, η θεία Δέσποινα να έλεγε, πως το σκότωσε το καπλάνι ο άντρας της, γιατί περνούσε κολυμπώντας από την Τουρκία και έτρωγε τα πρόβατα στο νησί - αυτό όμως είναι ιστορία για τους μεγάλους και κανένα παιδί δεν την πιστεύει. Natürlich mag Tante Despina gesagt haben, dass ihr Mann sie getötet hat, weil er in der Türkei geschwommen ist und auf der Insel Schafe gegessen hat – aber dies ist eine Geschichte für Erwachsene und kein Kind glaubt sie. Of course, Aunt Despina may have said that her husband killed her because he was swimming in Turkey and eating sheep on the island - but this is a story for adults and no child believes it. Ο Νίκος ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι της βιτρίνας, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει. Nikos kennt eine wunderbare Geschichte über die Schaufensterseelsorge, die nie endet und die er jeden Sommer fortsetzt. Nikos knows a wonderful tale about the chaplaincy of the shop window, which never ends and he continues it every summer.

Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Es wurde endgültig dunkel. It was getting dark for good. Hava iyice kararıyordu. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε μήτε τα κύματα. Das Meer ragte nicht hervor oder die Wellen. The sea did not stand out or the waves. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν ξαφνικά τα τζάμια δάκρυα. ||||||||windows|tears Wir hörten nur ein "Hauchen" und Tränen füllten plötzlich die Fenster. We only heard a "puff" and tears suddenly filled the windows. Ο δρόμος έξω ήτανε έρημος. Die Straße draußen war menschenleer. The road outside was deserted. Τότε πήγαινα να πιστέψω, πως το νησί μας άδειαζε τις χειμωνιάτικες Κυριακές, οι άνθρωποι έφευγαν κάπου μακριά κι απόμενε μόνο η τζαμωτή βεράντα με μας τις δυο, που, θαρρείς, έπλεε μέσα στην αφρισμένη θάλασσα. Dann wollte ich glauben, dass unsere Insel an Wintersonntagen leer sei, die Leute irgendwo in der Ferne abreisten und nur die gläserne Veranda von uns beiden übrig geblieben sei, die wagemutig in der schäumenden See segelten. Then I was going to believe that our island was empty on winter Sundays, people were leaving somewhere far away and only the glass veranda was left with the two of us, who, daringly, were sailing in the foamy sea.

- Σα δεν ντρέπεσαι, ξανάπε η Μυρτώ. - Als ob Sie sich nicht schämen, Myrto schon wieder. - As if you are not ashamed, Myrto again. - Sanki utanmıyormuşsun gibi, dedi Myrtle yine.

Κατάλαβα πως το 'λεγε πιο πολύ για να ξαναπιάσουμε κουβέντα, έστω κι αν ήτανε για να τσακωθούμε. Mir wurde klar, dass er es eher sagte, damit wir wieder anfangen konnten zu reden, auch wenn es um Streit ging. I realized that he was saying it more so that we could start talking again, even if it was to fight. Κι εγώ έψαχνα αφορμή να πάω κοντά της, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινά και φοβόμουνα. Ich suchte auch eine Gelegenheit zu ihr zu gehen, weil es sehr dunkel war und ich Angst hatte. I was also looking for an occasion to go to her, because it was very dark and I was afraid. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ... Dann wurden die Zauberworte gesungen: PA VOU GA DE KE ZO NI ... Then the magic words were sung: PA VOU GA DE KE ZO NI ...

Ήτανε ο παππούς, που σαν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε Βυζαντινή. |||||||||was chanting||||||||Byzantine Greek Er war der Großvater, der, als ob er sein Studium beendet hätte, in einer fremden Sprache namens Byzantinisch sang. He was the grandfather, who, as if finishing his study, sang in a strange language called Byzantine. Η Μυρτώ κι εγώ, άμα θέλαμε να κάνουμε τις σπουδαίες στ' άλλα παιδιά, μιλούσαμε τάχα, μεταξύ μας, μια ξένη γλώσσα. Myrto und ich, wenn wir Großes für die anderen Kinder tun wollten, haben wir schnell miteinander gesprochen, eine Fremdsprache. Myrto and I, if we wanted to do great things for the other children, we quickly spoke to each other, a foreign language. Έλεγε η μια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ και απαντούσε η άλλη: ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ. Einer sagte: PA VOU GA und der andere antwortete: DE KE ZO NI. One said: PA VOU GA and the other answered: DE KE ZO NI. Τότε κείνα μας ρωτούσανε: «Μα τι γλώσσα μιλάτε;». Dann fragten sie uns: "Aber welche Sprache sprichst du?". Then they asked us: "But what language do you speak?". Εμείς απαντούσαμε καμαρωτά: «Δεν καταλαβαίνετε; Βυζαντινά». ||proudly||| Wir antworteten stolz: „Verstehst du nicht? byzantinisch". We answered proudly: "Do not you understand? Byzantine ".

Ο παππούς ήρθε στην τζαμωτή και μας πήρε να πάμε στην τραπεζαρία. Opa kam zur Verglasung und führte uns ins Esszimmer. Grandpa came to the glazing and took us to the dining room. Büyükbabam şöminenin yanına geldi ve bizi yemek odasına götürdü. Μας έσπασε καρύδια και μας έδωσε να τα φάμε με μέλι. Er brach unsere Nüsse und gab uns, sie mit Honig zu essen. He broke our nuts and gave us to eat them with honey. Ο τα ν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς της είπε: |||||||||||||small plate|||| Myrto bat sie zum dritten Mal, ihre Untertasse zu füllen, ihr Großvater sagte ihr: Myrto asked her to fill her saucer for the third time, her grandfather told her:

— Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια η να σου διηγηθώ ένα μύθο; — Myrte, was bevorzugst du? Und noch mehr Nüsse oder soll ich dir eine Fabel erzählen? - Myrto, what do you prefer? And other nuts or can I tell you a myth?

— Φυσικά, καρύδια! — Natürlich Walnüsse! - Of course, nuts! απάντησε εκείνη. Sie hat geantwortet. she replied. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται! Da wird der Mythos nicht gegessen! Since the myth is not eaten!

Παράξενος που είναι ο παππούς μας! Seltsam, dass unser Großvater ist! Strange that our grandfather is! Δε μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. ||||grandparents||| Er sieht nicht aus wie die Großeltern der anderen Kinder. He does not look like the grandparents of the other children. Ψηλός ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι αντί μπαστούνι, χωρίς να καμπουριάζει καθόλου τη ράχη του. |||||cane|||||hunching|||| Groß, er geht mit einem Gehstock statt mit einem Stock, ohne überhaupt auf dem Rücken zu hocken. Tall, he walks holding a cane instead of a cane, without squatting on his back at all. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Jeder auf der Insel nennt ihn "The Wise". Everyone on the island calls him "THE WISE".

Ξέρει όλο τον Όμηρο απέξω. ||||by heart Er kennt alle Homer draußen. He knows all Homer outside. Ποτέ δε μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μύθους για τους αρχαίους θεούς και θρύλους, για τους ήρωες. ||||||||||||||||legends||| Er erzählt uns nie Geschichten über Drachen und Könige, sondern Mythen über alte Götter und Legenden, über Helden. He never tells us tales about dragons and kings, but myths about ancient gods and legends, about heroes. Καμιά φορά πιστεύω πως ο παππούς είναι αρχαίος Έλληνας, δεν τολμώ όμως ούτε στη Μυρτώ να το πω, γιατί θα μου απαντήσει: «Σαχλαμάρες». ||||||||ancient Greek||||not even|||||||||| Manchmal glaube ich, dass mein Großvater ein alter Grieche ist, aber ich traue mich nicht einmal, es Myrto zu sagen, denn sie wird mir antworten: „Sakhlamares“. Sometimes I believe that my grandfather is an ancient Greek, but I do not dare to say it to Myrto either, because he will answer me: "Sachlamares".

— Λοιπόν, τι θα κάνετε τώρα; ρώτησε ο παππούς, αφού τελειώσαμε με τα καρύδια. - So what are you going to do now? Grandpa asked, after we were done with the nuts.

Εμείς δεν είπαμε τίποτα, γιατί, αν του λέγαμε πως θέλαμε να παίξουμε μαζί του τόμπολα, εκείνος θα μας απαντούσε: «Να σας πω καλύτερα ένα μύθο. Wir sagten nichts, denn wenn wir ihm sagten, dass wir mit ihm Tombola spielen wollten, antwortete er uns: „Ich erzähle dir lieber eine Fabel. We did not say anything, because if we told him that we wanted to play tombola with him, he would answer us: "Let me tell you a myth. Τόμπολα παίζετε και με τη Σταματίνα». |"you play"|||| You also play tombola with Stamatina ". Stamatina ile de tombala oynarsınız".

— Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου. - Well, I will tell you a myth, said the grandfather and began the story of Daedalus and Icarus.

«...Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. "... Ikarus begann mit den Flügeln, die sein Vater Dädalus für ihn gemacht hatte, wie ein Vogel zu fliegen. "... Icarus, with the wings made by his father Daedalus, began to fly like a bird. "...İkarus, babası Daedalus'un kendisi için yaptığı kanatlarla bir kuş gibi uçmaya başladı. Μα πέταξε τόσο ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήτανε κολλημένα τα φτερά του. But he flew so high, almost close to the sun, and melted the candle with which his wings were glued. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. So he fell into the sea and drowned. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον...». Denn dieses Meer, in das es fiel, heißt Ikarion ... ". For this sea, where it fell, is called Ikarion ... ".

Μέσα στο Ικάριον πέλαγος είναι το νησί μας. Inside the Icarian Sea is our island. Τι μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! ||||||globe How small it looks on the globe! Σαν μία μικρή τελεία. Like a small dot. Πέρα, τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες απέραντες. ||||||||Greece||||| Beyond, the other islands, and then the whole of Greece and the other countries are endless. Ötesinde diğer adalar, sonra da tüm Yunanistan ve diğer büyük ülkeler.

Τι όμορφα που θα 'ναι να βάζεις δυο φτερά στην πλάτη σου και να πετάς! How beautiful it would be to put two wings on your back and fly! Να 'ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: Δε βάζω τα φτερά μου να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία η στην Κίνα η στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Να δω αν παίζουνε σαν και μας κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα; Ja, sagen wir, ein langweiliger Sonntag und du sagst: Ich lasse meine Flügel nicht einen Moment fliegen, in Japan oder in China oder in Afrika, um zu sehen, ob die Japaner, die Chinesen und die Araber vorbeikommen und sie auch bekommen langweilige Sonntage? Um zu sehen, ob sie wie wir Lahm spielen, Seil springen, Fünfecke? Yes, let's say, a boring Sunday and you say: I do not put my wings to fly, for a moment, in Japan or in China or in Africa, to see if the Japanese, the Chinese and the Arabs pass and they also get boring Sundays? To see if they play like us lame, skipping rope, pentagons? Diyelim ki sıkıcı bir Pazar günü ve siz diyorsunuz ki: Kanatlarımı takıp Japonya'ya, Çin'e ya da Afrika'ya uçmayacağım, bakalım Japonlar, Çinliler ve Araplar da sıkıcı Pazar günleri geçiriyor mu? Bakalım onlar da bizim gibi gevşek, ipli, beş kartlı studs oynuyorlar mı?

- Μπορεί στ' αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; ρώτησα. - Kann ein Mann wirklich jemals fliegen, Opa? Ich habe gefragt. - Can a man really ever fly, Grandpa? I asked. - İnsan bazen gerçekten uçabilir mi dede? diye sordum.

- Σαχλαμάρες! - Sachlamares! - Tricks! πρόλαβε ν' απαντήσει η Μυρτώ. managed|||| Myrto managed to answer. Myrto'nun cevap verecek zamanı vardı.

Μα ο παππούς δεν την άφησε να συνεχίσει. Aber der Großvater ließ sie nicht weiter. But the grandfather did not let her continue.

- Μπορεί, άμα περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, να γίνει κι αυτό. - Vielleicht wird das nach fünfzig, vielleicht hundert Jahren auch passieren. - Maybe, after fifty, maybe a hundred years, this will happen too. Τώρα έχομε Γενάρη του 1936, και ίσως ως το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε, σαν τον Ίκαρο, κοντά στον ήλιο χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους. ||January||||||January|||||||||||||||||| Jetzt haben wir den Januar 1936, und vielleicht würden die Menschen im Januar 1986 wie Ikarus nahe der Sonne fliegen, ohne mit den Flügeln zu flattern. Now we have January 1936, and maybe by January 1986 people would fly, like Icarus, close to the sun without fluttering their wings.

- Ούουου, ως τότε τι να το κάνουμε, λέει η Μυρτώ. - Wow, was ist bis dahin zu tun, sagt Myrto. - Wow, until then what to do, says Myrto. - Oooh, o zaman bununla ne yapabiliriz, diyor Myrto. Εμείς πια θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούμε να πετάμε. Wir werden jetzt alt und können sowieso nicht fliegen. We will be old now and we will not be able to fly anyway.

Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Her grandfather scolded her for being selfish. Αν, λέει, σκεφτόντανε έτσι όλοι, δε θα 'χε γίνει καμιά ανακάλυψη στον κόσμο. Wenn, sagt er, alle so dachten, wäre keine Entdeckung auf der Welt gemacht worden. If, he says, everyone thought so, no discovery would have been made in the world. Οι επιστήμονες θα λέγανε: Γιατί να κουραζόμαστε να βρούμε τούτο η εκείνο, αφού ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή μας εμείς θα είμαστε γέροι η θα 'χουμε πεθάνει. Wissenschaftler würden sagen: Warum sich die Mühe machen, dieses oder jenes zu finden, denn bis unsere Erfindung perfektioniert ist, werden wir alt oder tot sein. Scientists would say: Why bother to find this or that, since until our invention is perfected we will be old or dead.

- Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, συνέχισε ο παππούς, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. ||||||||||humanity||||| - Aber die Wissenschaftler, Frau Myrto, fuhr der Großvater fort, denken an die Menschheit und nicht an sich selbst. - But the scientists, Mrs. Myrto, continued the grandfather, are thinking of humanity and not themselves. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο. Sie selbst mögen nicht existieren, aber ihr Name bleibt unsterblich. They themselves may not exist, but their name remains immortal.

- Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ. ||||inventor||| - Ich möchte Erfinder werden, sagt Myrto. - I would like to become an inventor, says Myrto.

- Αν οι... εφευρέτες ξέρανε τόσο άσχημα την προπαίδεια, όπως εσύ, της πέταξε ο παππούς, δε θα γινότανε καμιά εφεύρεση στον κόσμο. ||inventors|"knew"||||||||||||||||| - Wenn die ... Erfinder Propaedy so schlecht kennen würden wie Sie, ihr Großvater hat sie damit beworfen, es gäbe keine Erfindung der Welt. - If the ... inventors knew propaedy as badly as you did, her grandfather threw it at her, there would be no invention in the world.

Δε φανταζόμασταν πως θα τέλειωνε τόσο άσχημα η Κυριακή. |we imagined||||||| Dass der Sonntag so schlimm enden würde, hätten wir nicht gedacht. We did not imagine that Sunday would end so badly. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7X7 κι εκείνη, θαρρείς το έκανε επίτηδες, κι όλο τα μπέρδευε. ||||||||||||||||||kept mixing up Mein Großvater fing an, Myrto nach dem 7X7 zu fragen, und sie tat es tapfer mit Absicht, und sie verwirrte alles. My grandfather started asking Myrto about the 7X7 and she, bravely, did it on purpose, and she was confusing everything. Επέμενε μάλιστα τόσο, πως 7X8 κάνει 46 - ενώ ο παππούς έλεγε 56 — που έκανε τον παππού να θυμώσει. Tatsächlich bestand er so sehr darauf, dass 7X8 46 macht - während der Großvater 56 sagte -, was den Großvater wütend machte. In fact, he insisted so much that 7X8 makes 46 - while the grandfather said 56 - which made the grandfather angry.

- Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δε θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε. ||||multiplication table|by heart||backwards|||||||||||||||| - Wenn du nicht draußen Propädeutik lernst und durcheinander kommst, wirst du nie auf eine richtige Schule gehen, sagte der Großvater und schickte uns schlafen. - If you do not learn propaedeutics outside and mixed up, you will never go to a real school, said the grandfather and sent us to sleep. - "Hazırlık okulunun içini ve dışını öğrenmezseniz, asla gerçek bir okula gidemezsiniz," dedi büyükbabam ve bizi yatağa gönderdi.

Εγώ πηγαίνω στη δεύτερη τάξη και η Μυρτώ στην τέταρτη. I go to the second grade and Myrto to the fourth. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Aber wir gehen nicht zur Schule, unser Großvater bringt uns Hausaufgaben bei. But we do not go to school, our grandfather teaches us homework. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν «διδαχθείσες κατ' οίκον» και περνούμε τις τάξεις. |||||taught at home||at home||pass through|| Jedes Jahr legen wir Prüfungen ab, wie "zu Hause unterrichtet" und bestehen den Unterricht. Every year we take exams, as if "taught at home" and pass the classes. Σε δημόσιο σχολείο δε θέλουν να μας στείλουν γιατί εκεί, λέει ο παππούς, είναι τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. |||||||send us|||||||||||||||||||||||| Sie wollen uns nicht auf eine öffentliche Schule schicken, weil dort, sagt der Großvater, in jeder Klasse so viele Kinder sind, dass ein halbes Jahr vergehen kann und sie dich nicht zum Unterricht abholen. They do not want to send us to a public school because there, says the grandfather, there are so many children in each class, that half a year can pass and they do not pick you up for class. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας». |||||||Karanasis's|||||||||||||budget| Es ist auch die Privatschule von Herrn Karanasis in unserer Nachbarschaft, aber das, sagt Papa, sei nicht "für unser Budget". It is also Mr. Karanasis's private school in our neighborhood, but this, says Dad, is not "for our budget".

Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει, πως εγώ έφταιγα και την κατσάδιασε ο παππούς για την προπαίδεια: που ρώτησα, αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. |||||||||the|||||||||scolded||||||"because"|||||||||| Als wir zum Schlafen in unsere Betten fielen, fing Myrto an zu sagen, dass es meine Schuld sei und ihr Großvater schimpfte sie für das Training: was ich fragte, ob der Mann wirklich fliegen könne. When we fell into our beds to sleep, Myrto began to say, that it was my fault and her grandfather scolded her for the training: which I asked, if the man could really fly. Που να το 'ξερα πως, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά κι έτσι θα θυμότανε ο παππούς να ρωτήσει τη Μυρτώ; |||"I knew"|||||||||||||||||||would remember|||||| Woher wusste ich, dass man, um fliegen zu können, Propädeutik draußen und durcheinander kennen muss, damit der Großvater daran denken würde, Myrto zu fragen? How did I know that, in order for a person to fly, one needs to know propaedeutics outside and mixed up, so that the grandfather would remember to ask Myrto?

Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Aber könnte an Sonntagen jemals alles gut gehen? Wenn wir zur Schule gehen würden, würden wir den Sonntag lieben, wo wir zu Hause bleiben würden. But could everything ever go well on Sundays? If we went to school, we would love Sunday, where we would stay at home. Ενώ τώρα... But now...

- Αχ, να πηγαίναμε σχολείο; λέω δυνατά. - Ah, sollen wir zur Schule gehen? sage ich laut. - Oh, should we go to school? I say out loud.

Μα η Μυρτώ έχει κουκουλωθεί από το κεφάλι και κάνει πως δεν ακούει. ||||covered up|||||||| Aber Myrto hat ihren Kopf bedeckt und tut so, als würde sie nicht hören. But Myrto has covered her head and pretends not to hear. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά: Dann sagte ich noch lauter: Then I said even louder:

- ΕΥ- ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; |<ΠΟ> translates to "SAD" in this context.|| - YEAH? LY-PO?

- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη πεισμωμένα, κάτω από τα σκεπάσαμτα. ||||||||||blankets - LY-PO, LY-PO, antwortete sie stur unter der Decke. - LY-PO, LY-PO, she answered stubbornly, under the covers.

Αυτά δεν ήτανε βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυό μας την καταλαβαίναμε. ||||||||||||"the two of us"|||"we understood" These were not Byzantine, but our own language, which only the two of us understood. ΕΥ-ΠΟ, θα πει: πολύ ευχαριστημένη. ΕΥ-ΠΟ, wird er sagen: sehr glücklich. EY-PO, he will say: very pleased. ΛΥ-ΠΟ: πολύ λυπημένη. |||very sad LY-PO: sehr traurig. SORRY: very sad. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. |||we asked||||||||||fall asleep Wenn wir uns nicht jede Nacht fragten, könnten wir nicht schlafen. If we did not ask each other every night, we could not sleep. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές σχεδόν πάντα απαντούσαμε: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; I do not know why, on Sundays we almost always answered: LY-PO, LY-PO?

Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; ||||||||||fly|||||||||||||||| Wenn ich jetzt Flügel hätte wie Ikarus, könnte ich von Land zu Land fliegen und alle Kinder der Welt fragen: EY-PO? LY-PO? If I had wings like Icarus now, I could fly from country to country and ask all the children of the world: EV-PO? LY-PO?