25. Η γριά Χάρμαινα
|old woman|old woman
25. Old Charmina
25. Vieja Charmina
25. Vieux Charmina
25. Stara Charmina
25. Velha Charmina
Ενώ ανέβαιναν για το Χλωρό, απάντησαν μια γριά φορτωμένη ένα δεμάτι κλαδιά.
while|were climbing|||Green|answered||old woman|loaded||a bundle|branches
While they were climbing up to Chloro, they answered an old woman carrying a bundle of branches.
Ήταν η βάβω η Χάρμαινα, η πιο γριά που υπάρχει στο Μικρό Χωριό.
||grandmother||grandmother|||||there is|||Village
She was the most old woman in the Little Village, the most old woman in the Little Village.
Λένε πως είναι ενενήντα χρονών, μα η ίδια δε θυμάται πόσο είναι.
|||ninety|years old|||||remembers|how old|
They say she is ninety years old, but she doesn't remember how old she is.
Κι όμως δεν μπορεί, λέει, να ζήσει χωρίς δουλειά.
||||||live|without|work
And yet, he says, he cannot live without a job.
Θα δουλεύει, ώσπου να την πάρει ο Θεός.
||until|||take||God
She'll work until God takes her.
—Καλημέρα, κυρούλα, της φώναξαν.
|little lady||
-"Good morning, miss," they called to her.
—Η ώρα η καλή, αγγόνια μου, απάντησε.
||||little ones||answered
-The time is good, my angels, he answered.
—Είσαι καλά, κυρούλα;
-Are you all right, miss?
—Τι καλά να είμαι ‘γώ, παιδιά μου!
||||I||
-What a good thing I am, my children!
Μόνο δόξα να 'χει ο Θεός.
only|glory||has||
God be praised.
Αχ, ας ξαποστάσω λίγο.
||rest|
Oh, let me rest a while.
Απόθεσε το μικρό της φόρτωμα στο πεζούλι κι αναστέναξε η κυρούλα η καημένη· αναστέναξε από τον κόπο κι από τα χρόνια.
deposited||||loading||little ledge||sighed||little lady||poor|sighed|||effort||||years
She laid her little load on the terrace and the poor little lady sighed; she sighed from the toil and the years.
Είχε βαρεθεί να ζει.
Had|bored||
He was tired of living.
Έτσι λέει.
He says.
Κι όμως αν ερχόταν ένας να της πάρει και τη ζωή και το φόρτωμα, δε θα 'δινε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
|||was coming||||||||||burden|||would give||||||
And yet if one came to take both her life and her burden, she would give neither.
Όσο κανείς στέκει στα πόδια του, είναι πάντα η ζωή καλή.
As long as|as long as|stands||feet|||always|||
As long as one stands on one's feet, life is always good.
Από τη ζώνη της γριάς κρεμόταν ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε μέσα λάδι.
||belt|||was hanging|||small bottle||had|inside|oil
From the old woman's belt hung a small bottle with oil in it.
—Κι από πού έρχεσαι, κυρούλα;
|||are you coming|lady
-And where are you from, lady?
—Η χάρη της!
|grace of her|
-Her grace!
Πήγα κι άναψα το καντήλι στην Άγια Ζώνη, στο ρημοκλήσι.
||lit||candle||Holy|Holy Belt||small church
I went and lit the candle in the Holy Belt, in the chapel.
—Πού είναι αυτό;
-Where is it?
—Εδώ που ανεβαίνουμε.
||we are climbing
-Here we go up.
Είναι γκρεμισμένο.
|is demolished
Es wird abgerissen.
It's demolished.
Μα ξέρεις τι παλιό; Ήμουνα σαν εσάς μικρή και κείνο είχε γκρεμιστεί.
|you know||old|I was||you|||that||had collapsed
But do you know what old?I was a little girl like you and that one had been torn down.
Μα ‘γώ πάω κι ανάβω το καντήλι της χάρης της δυο φορές τη βδομάδα.
||||light||candle||grace|||twice||week
But I go and light her candle of grace twice a week.
Ξέρεις πόσον καιρό βάνω λάδι σ' αυτό το καντήλι; Τριάντα χρόνια τώρα.
|how long|time|put|oil||||lamp|||
Do you know how long I've been putting oil in this candle? Thirty years now.
Έχω βλέπεις δυο ρίζες ελιές· ναίσκε.
I have|you see||roots|olive trees|yes indeed
I have two olive roots, you see.
Κι η Άγια Ζώνη, παιδί μου, τους δίνει πάντα καρπό· για τα λάχανά μου και για το καντήλι.
|||Belt|||||always|fruit|||vegetables|||||lamp
And the Holy Belt, my child, always gives them fruit, for my cabbage and for the candle.
Και δεν κάνει, βλέπεις, να μείνει κείνο το καντήλι δίχως λάδι.
||does not|||should not stay|that||lamp|without oil|oil
And it's not good, you see, to leave that candle without oil.
Γιατί αυτό το ρημοκλήσι είναι παλιό από παππού και προσπάππου.
|||small chapel||||grandfather||and great-grandfather
Because this chapel is old from grandfather and grandfather's time.
Κι όσο το καντήλι του είναι αναμμένο φοβάται να βγει ο ξορκισμένος.
|as long as||lamp candle|||lit|fears||go out||exorcised person
Und solange seine Kerze brennt, hat er Angst, aus dem Bann zu kommen.
And as long as his candle is lit he fears to come out of the spell.
—Και ποιος είναι αυτός ο ξορκισμένος;
|||||exorcised
-And who is this exorcised one?
—Η ώρα η κακή του, το ξόρκι να τον πιάσει!
|hour||bad|||spell|||catch
-His evil hour, the spell to catch him!
Αράπης είναι, μακριά από ‘δώ, στον Αραπόβραχο κάθεται.
black man||far away||||Arab rock|sits
He's a nigger, far from here, sitting in the nigger hole.
Ναίσκε.
yes
Naisuke.
—Και πώς είναι; Είναι μαύρος;
|how|||black
-And what does he look like? Is he black?
—Μαύρος, κατάμαυρος, ένας τόσος αράπης!
|jet black||such|black
-Black, jet black, such a nigger!
Εγώ τον είδα.
I||saw
I saw him.
—Τον είδες λέει; ρώτησαν όλοι μαζί κι έσκυψαν ν' ακούσουν καλύτερα.
|saw|he says|they asked||||leaned||to listen|better
-"You saw him?" they all asked together and bent down to listen better.
—Αμ δεν τον είδα!
um|||didn't see
-I didn't see him!
Ξέρεις πόσα χρόνια είναι από τότε; Ήμουνα μικρή σαν και την αφεντιά σας.
You know||years||||I was|||||yourself|
Do you know how many years it has been since then? I was small like you.
Ήταν ακόμη τότε οι Τούρκοι.
were|still|then||Turks
The Turks were still around then.
Και καθώς βράδιαζε, κοιτάζουμε, τι να δούμε.
|as|it was getting dark|we look|||see
And as it was getting dark, we looked, what to see.
Απάνω στον βράχο στην κορφή καθόταν και κοίταζε!
On||rock||top|was sitting||was looking
On the rock on the top of the cliff he was sitting and watching!
Ναίσκε.
behold
—Ποπό!
Wow
-Bottom!
έκανε ο Σπύρος, και πού είναι αυτός ο βράχος, κυρούλα;
did||Spyros||||||rock|little lord
said Spyros, and where is that rock, miss?
—Είναι μακριά από ‘δώ, σ' άλλο βουνό· πίσω απ' τον ήλιο!
|||here|||mountain|behind|||sun
-It's far away from here, on another mountain; behind the sun!
—Για πες μας, κυρούλα, λέει ο Κωστάκης, ανάβει καμιά φωτιά τη νύχτα;
|tell||little lady|he says||Kostakis|lights|any|fire||at night
-And tell us, my lady, says Kostakis, does he light a fire at night?
—Ανάβει και φωτιά πολλές φορές.
It ignites||a fire|many|
-It also lights a fire many times.
—Ακούς, Μαθιέ!
|Matthew
-Listen, Mathieu!
λέει ο Κωστάκης.
Kostakis says.
—Ναίσκε, σ' αυτήν τη φωτιά ο ξορκισμένος καίει τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια και τα χρυσά μαλλιά των νυφάδων που άρπαξε.
yes see||||fire||exorcised|burns||rings|||earrings|||golden|hair||brides||snatched
-Behold, in this fire the cursed one burns the rings and the earrings and the golden hair of the nymphs he has snatched.
Φαίνονται δα στην ανηφοριά τα πετρωμένα τους συμπεθερικά.
They appear|you know|in the|uphill path||rocky||in-laws
Man kann ihre versteinerten Gefährten bergauf sehen.
You can see their petrified companions uphill.
Μόνο ας πούμε το Κύρι' ελέησον τρεις φορές: Κύρι' ελέησον!
Only||let's||Lord|Lord have mercy|||Lord|have mercy
Only let us say the Lord have mercy three times: 'Lord have mercy!
Κύρι' ελέησον!
Lord have mercy!
Κύρι' ελέησον!
Lord have mercy!
Βοηθήστε με, παιδιά μου, να φορτωθώ γιατί νύχτωσα.
Help me|||||get loaded||It's night
Help me, my children, to load up because I've been up all night.
Αχ!
Ah!
Τη βοήθησαν να φορτωθεί το δεμάτι τα ξύλα και τράβηξε σιγά τον κατήφορο.
|helped||to load||bundle||wood||pulled|slowly||downhill
They helped her load the bale of wood and she slowly pulled it downhill.