ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (2)
- Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε.
Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος.
- Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο.
Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. Μα στην πόρτα σταμάτησε.
- Αφέντη… μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος.
- Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. Δεν ξέρεις;
Και αλλάζοντας τόνο:
- Χμ… ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε… Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!… Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο.
Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε
Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο.
Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρισμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει.
- Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο.
- Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο.
Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε.
- Τι λες;… Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει. - Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη
- Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς.
- Μυστήριο, Αφέντη μου.
- Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς.
Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω.
Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει.
- Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! είπε θυμωμένα.
Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος.
- Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα.
Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος
- Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. Κάνει σίδερα.
- Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο Βασιλιάς.
- Τα έκανε τώρα τελευταία.
- Μα με τι; Με τι;
- Με τα σίδερα των καραβιών.
Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα. - Τρελάθηκαν όλοι! Όλοι! φώναξε.
Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα:
- Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου! Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού
Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος.
Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα.
Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες.
Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει.
- Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! πρόσταξε ο Βασιλιάς.
Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός.
Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και φθάνοντας κούτσα - κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα.
- Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς
- Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός.
- Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. Ξέρεις σε ποιον μιλάς;
- Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του. - Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση.
- Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός.
- Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες.
Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα:
- Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. Είναι ο στρατός.
- Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει
Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό.
- Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα.
Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε:
- Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια.
Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο.
Ο Βασιλιάς του έδειξε το γερο-φρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του.
- Δεν είναι καλά, είπε σιγά.
- Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια Δεν έχει στρατιώτες…
- Μα τι παραμύθια λες! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου.
Και γυρίζοντας στο γέρο:
- Φέρε ευθύς το στρατηγό… το στρατηγό… πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος. - Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος.
- Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη!
- Δεν έχει σωματάρχη!
- Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών.
- Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο.
- Μα ο στρατός…
- Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! Μείναμε μεις οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ!
Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.
- Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;… Μα λες παραμύθια! ξέσπασε πάλι με θυμό. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν… Και αλλάζοντας τόνο:
- Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο. - Δεν ξέρω, Αφέντη Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ.
- Πληρώνω… χμ… πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. Και για το στόλο μου πληρώνω… άλλα τόσα. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Πού είναι τα καράβια;
Κανείς δεν ήξερε να του πει.
Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του.
- Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε.
Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος.
Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι.
Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό.
Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.
- Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα.
Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο.
- Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ-Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.
- Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται.
Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε:
- Ε!… βαρκάρη!… ξύπνα!…
Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε.
- Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.
Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη
- Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.
Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.
- Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.
- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.
Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά. - Παρών! φώναξε.
- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει.
- Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του.
- Δεν καταλαβαίνει! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες;
- Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμέ- νος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά
Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του.
- Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε.
- Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών!
Ο Αστόχαστος αναπήδησε.
- Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;
- «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο. Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.
- Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.
- Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι
- Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος;
Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση.
- Στα ξένα, είπε σύντομα.
- Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή!
- Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.
- Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά;
- Παρών, είπε πάλι ο κουλός.
Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες:
- Στόλος, παρών.
Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:
- Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει.
Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε.
- Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά Δούλος σας, Αφεντάδες μου!
- Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε.
Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου.