ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (1)
Το γράμμα της μητέρας του τον βασάνιζε. Σχετικά όμως με το βασικό, το κεφαλαιώδες ζήτημα, δεν απόμεινε πια μέσα του ο παραμικρός δισταγμός, από την πρώτη κιόλας στιγμή που διάβαζε το γράμμα. Κατά βάθος, είχε πάρει πια την απόφαση μες στο κεφάλι του, και την είχε πάρει οριστικά: "Όσο ζω εγώ, αυτός ο γάμος δε θα γίνει, κι ας πάει στο διάβολο ο κύριος Λούζιν".
"Είναι ολοφάνερο", μουρμούριζε ανάμεσα στα δόντια του, μ' ένα χαμόγελο, σα να χαιρότανε προκαταβολικά για τον θρίαμβο που θα σημείωνε η απόφαση του.
"Όχι, μητέρα, όχι Ντουνιά, δε με ξεγελάτε εμένα! Κι από πάνω να μου ζητάνε συγνώμη, που δε ζήτησαν τη συμβουλή μου και τ' αποφάσισαν χωρίς να με ρωτήσουν. Αυτό μας έλειπε! Φαντάζονται πως δεν υπάρχει πια τρόπος να τα χαλάσουνε, θα το ιδούμε αν υπάρχει ή όχι τέτοιος τρόπος.
"Και βρήκανε μια δικαιολογία εκπληκτική' "Είναι τόσο δραστήριος, τόσο πολυάσχολος άνθρωπος" ο Πιότρ Πετρόβιτς", που δε μπορεί παρά και ο γάμος του ακόμα να γίνει με την ταχύτητα ταχυδρομικής άμαξας - για να μην πούμε ατμομηχανής.
"Όχι, Ντουνιά, το βλέπω ολοκάθαρα και τα ξέρω όλα - που έχεις να μου πεις. Ξέρω τί σκέφτηκες ολόκληρη εκείνη τη νύχτα, που πηγαινοερχόσουνα πέρα-δώθε στην κάμαρα και τί ζήτησες στις προσευχές σου απ' την Παναγία του Καζάν, που η εικόνα της κρέμεται στο δωμάτιο της μητερούλας. Είναι τόσο τραχύ: ο ανήφορος του Γολγοθά!... Χμ.. Έτσι, λοιπόν, πάρθηκε η απόφαση οριστικά. Σου αρέσει, αδελφή μου Αβντότια Ρομάνοβνα, vc' παντρευτείς έναν άνθρωπο θετικό, που έχει μια περιουσία (ας πούμε που έχει κιόλας μια περιουσία, είναι πιο σοβαρό, πιο επιβλητικό έτσι), που έχει δυο θέσεις, που συμφωνεί με τις ιδέες της νέας γενιάς (όπως το γράφει η μητέρα) και που φαίνεται καλός, όπως παρατηρεί κι η ίδια η Ντουνιά. Αυτό το φαίνεται είναι έξοχο! Και η Ντουνιά θα παντρευτεί αυτό το φαίνεται! Έξοχα!
Έξοχα!
"Είμαι περίεργος να μάθω, γιατί η μητέρα έκανε λόγο στο γράμμα της γι' αυτή τη "νέα γενιά". Ήθελε μήπως να δώσει έτσι τον χαρακτήρα του ή απέβλεπε σε κάτι μακρινότερο, λόγου χάριν στο να με κάνει να συμπαθήσω τον κ. Λούζιν; Αχ, αυτές οι πονηριές! Είμαι περίεργος ακόμα να ξεκαθαρίσω και κάτι άλλο: Μέχρι ποίου σημείου ήτανε ειλικρινείς μεταξύ τους εκείνη την ημέρα κι εκείνη τη νύχτα κι όλον τον άλλο καιρό ύστερα. Ειπώθηκαν στ' αλήθεια όλα αυτά τα λόγια μεταξύ τους, ή μήπως η καθεμιά κατάλαβε τί γινότανε μες στην καρδιά και στο μυαλό της άλλης κι έτσι ήτανε πια τα λόγια περιττά;
Σίγουρα, έτσι έγινε - ως ένα βαθμό τουλάχιστον. Και φαίνεται αυτό από το γράμμα:
Η μαμά τον βρήκε κάπως ψυχρό και απλοϊκή καθώς είναι είπε τις παρατηρήσεις της στη Ντουνιά. Κι εκείνη στενοχωρήθηκε, φυσικά, και της "απάντησε θυμωμένα". Το πιστεύω! Και ποιος δε θα γινότανε έξω φρενών, όταν το πράγμα είναι ολοφάνερο και δεν χρειάζονται ερωτήσεις, όταν πάρθηκε πια η απόφαση και είναι περιττά τα λόγια;
"Κυρίως είναι "ένας άνθρωπος με πολλές δουλειές που φαίνεται καλός": Να σκεφτεί κανείς μονάχα ότι ανέλαβε να τους μεταφέρει τις αποσκευές με δικά του έξοδα! Πώς θα ήτανε δυνατό να μην είναι καλός, ύστερα απ' αυτό;
Κι εκείνες, η μνηστή του και η μητέρα της, θα 'παιρναν έναν αγωγιάτη και θα ταξίδευαν μ' ένα κάρο, σκεπασμένο με ψαθί (ξέρω πολύ καλά τί σημαίνει αυτό γιατί την έχω κάνει έτσι τη διαδρομή αυτή). Δε βαριέσαι! Είναι μόνο ενενήντα βερστιάκια! Ύστερα "θα ταξιδέψουμε μια χαρά, στην τρίτη θέση" - χίλια βέρστια.
Φυσικά, έτσι είναι: Πορεύεται κανείς όπως μπορεί. Του λόγου σας, όμως κύριε Λούζιν, τί λέτε γι' αυτό; Πρόκειται για τη μνηστή σας... Και σίγουρα το ξέρατε ότι για να γίνει αυτό το ταξίδι η μητέρα προεξόφλησε τη σύνταξη της. Βέβαια, κατά τη νοοτροπία σας είναι μια υπόθεση καθαρά εμπορική, βλέπετε το πράγμα σα μια επιχείρηση με δυο μερίδια και πρέπει να συμμετέχουν οι εταίροι κατά τις ίδιες αναλογίες: Πρέπει συνεπώς να μοιράζονται τα έξοδα: "Ο ένας το ψωμί, ο άλλος το αλάτι κι ο ταμπάκος χώρια", που λέει κι η παροιμία. Φαίνεται όμως ότι ο επιχειρηματίας μας βγήκε κερδισμένος στο σημείο αυτό: Οι αποσκευές θα στοιχίσουνε λιγότερο από τα έξοδα του ταξιδιού και μάλιστα μπορεί να τις στείλει και τζάμπα. Δεν το βλέπουν τάχα αυτό, ή κάνουν πως δεν το βλέπουν;
Και σου λένε κιόλας ότι είναι ευχαριστημένες! Πώς να μην πείς ότι όλα αυτά είναι οι αρχές ακόμα, τα λουλούδια, και ότι οι πραγματικοί καρποί θα έλθουν ύστερα; Το σοβαρότερο σε όλα αυτά δεν είναι η τσιγκουνιά του, η σπαγκοροσύνη του, αλλά κυρίως ο τόνος που έχουν όλα αυτά - ένας τόνος που δείχνει ότι υπάρχει ολόκληρο πρόγραμμα προς εφαρμογή, μόλις θα γίνει ο γάμος. Και γιατί η μητέρα πάει να κάνει τέτοιες τρέλλες; Με τί θα 'ρθει στην Πετρούπολη; Με τρία ρούβλια στην τσέπη ή με δυο "χαρτάκια", όπως τα λέει... εκείνη η γριά; Χμ!
Με τί λογαριάζει ύστερα να ζήσει στην Πετρούπολη; Από μερικές ενδείξεις, λέει, κατάλαβε ότι θα ήτανε αδύνατο να μείνει μαζί με τη Ντουνιά μετά το γάμο της, έστω και για λίγον καιρό στις αρχές. Σίγουρα, αυτός ο θαυμάσιος κ. Λούζιν, θ' άφησε να του ξεφύγουν μερικές λέξεις και θα της το 'δώσε να το καταλάβει καλά, παρ' όλο που η μητέρα πάει να μου ρίξει στάχτη στα μάτια, λέγοντας πως εκείνη θ' αρνηθεί να μείνει μαζί τους!
"Τί περιμένει λοιπόν, σε τί υπολογίζει; Στα εκατόν είκοσι ρούβλια που παίρνει σύνταξη, απ' όπου πρέπει ν' αφαιρεθούν και τα δανεικά που της έδωσε ο Αθανάση Ιβάνοβιτς; Πλέκει όλο το χειμώνα σάλια και γάντια δίχως δάχτυλα, κουράζοντας τα έρημα ματάκια της. Ξέρω όμως ότι με τα σάλια βγάζει μόνο άλλα είκοσι ρούβλια το χρόνο, πάρα πάνω από τα εκατόν είκοσι που είναι η σύνταξη της. Φαίνεται λοιπόν ότι, παρ' όλα αυτά, υπολογίζει στα ευγενικά αισθήματα του κυρίου Λούζιν: "θα το προτείνει ο ίδιος, θα με παρακαλέσει να δεχτώ". Εμένα μου λες! Έτσι κάνουν πάντοτε αυτές οι ρομαντικές ψυχές - όπως μας τίς δίνει ο Σίλλερ. Τους αρέσει να στολίζουν, ως την τελευταία στιγμή, την καρακάξα με φτερά παγωνιού, βλέπουν μόνο το καλό και όχι το κακό. Παρ' όλο που μαντεύουν την άλλη όψη του νομίσματος, ποτέ δε λένε απ' τα πριν αυτό που θα 'πρεπε να πουν. Και μόνο που το σκέφτονται τρομάζουν. Κρύβουν και με τα δυο τους χέρια το πρόσωπο τους μπροστά στην αλήθεια, ως τη στιγμή που η εικόνα που έφτιαξαν γι' αυτόν τον άνθρωπο θα 'ρθει η ίδια για να τους στραπατσάρει τα μούτρα.
"Θά 'θελα πολύ να μάθω αν ο κύριος Λούζιν είναι παρασημοφορημένος. Στοιχηματίζω πως έχει στη μπουτονιέρα του το παράσημο της Αγίας Άννας και ότι το φορεί όταν τον καλούν σε δείπνο τίποτα επίσημα πρόσωπα ή εμπορευόμενοι. Δεν υπάρχει φόβος να το ξεχάσει και την ημέρα του γάμου. Ύστερα απ' όλα αυτά, ας πάει να γ...
"Και, τέλος πάντων, καλά για τη μητέρα, έτσι είναι πλασμένη. Η Ντουνιά όμως; Αγαπητή μου Ντουνιά, σε ξέρω εγώ πολύ καλά. Ήσουνα είκοσι χρονών την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Είχα καταλάβει πια το χαρακτήρα σου. Η μητερούλα μου γράφει στο γράμμα της ότι η Ντουνιά "αντέχει πολύ". Αυτό το 'ξερά. Το ξέρω εδώ και δυόμισυ χρόνια. Εδώ και δυόμισυ χρόνια, μονάχα αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, ότι μπορεί ν' αντέξει η Ντουνιά πολλά βάσανα. Αφού μπόρεσε κι άντεξε τον Σβιντριγκάιλωφ κι όλες τις άλλες συνέπειες, πρέπει ασφαλώς να πιστέψουμε, πως η ικανότητα της στο ν' αντέχει βάσανα, είναι πολύ μεγάλη. Και να που τώρα φαντάστηκαν, αυτή και η μητέρα, ότι θα μπορέσουν ν' αντέξουν και τον κύριο Λούζιν, να τους κάνει κήρυγμα για τα πλεονεκτήματα των γυναικών, που τις παίρνεις μέσα από τη φτώχεια και για την ευγνωμοσύνη που πρέπει να αισθάνονται προς τον ευεργέτη σύζυγο τους - και να τα διακηρύσσει όλα αυτά στην πρώτη κιόλας συνάντηση τους! Έστω, ας πούμε πως αυτό του "ξέφυγε", αν και είναι μάλλον υπολογιστής (κι έτσι δεν είναι δυνατόν να του ξέφυγε τίποτα αλλά είχε ακριβώς το σκοπό να εξηγηθεί απ' την αρχή), η Ντουνιά όμως; Η Ντουνιά; Το κατάλαβε πολύ καλά αυτό το μούτρο κι ωστόσο, θα πρέπει να περάσει όλη τη ζωή της δίπλα σε τέτοιον άντρα! Αυτή όμως, θα προτιμούσε καλύτερα να τρώει ξερό ψωμί και να πίνει μονάχα νερό, παρά να πουλήσει την ψυχή της. Δε θα ξε-πούλαγε ποτέ την ελευθερία της για τις ανέσεις.
Δε θα δεχόταν να την ξεπουλήσει ακόμα κι αν της έδιναν ολόκληρο το Σλέσβιχ- Χολστάιν, όχι για χάρη ενός κυρίου Λούζιν! Όχι! Η Ντουνιά που ήξερα εγώ δεν ήτανε έτσι και... σίγουρα, δε θα 'χει αλλάξει σήμερα καθόλου.
"Τί να πεις; Είναι θλιβερό να μένεις σε Σβιντριγκάιλωφ. Είναι σκληρό να σέρνεσαι για διακόσια ρούβλια σ' όλη σου τη ζωή από επαρχία σ' επαρχία κάνοντας την γκουβερνάντα. Ξέρω όμως πως η αδελφή μου θα προτιμούσε να κάνει το νέγρο σε φυτείες ή να δουλεύει σα Λεττονός σε Γερμανούς τσιφλικάδες της Βαλτικής, παρά να βρωμίσει την ψυχή και τα αισθήματα της, δένοντας τη ζωή της μ' έναν άνθρωπο, που δε θα τον εκτιμάει καθόλου, που δεν έχει τίποτα κοινό μαζί του, μόνο και μόνο για προσωπικό της όφελος. Ακόμα κι αν ο κ. Λούζιν ήτανε από καθαρό χρυσάφι ή σκαλισμένος ολόκληρος πάνω σε διαμάντι, η Ντουνιά δε θα δεχότανε ποτέ να γίνει νόμιμη παλλακίδα του. Γιατί λοιπόν τ' αποφάσισε τώρα; Τί σημαίνει αυτό; Πού βρίσκεται το αίνιγμα;
"Το πράγμα είναι ολοφάνερο: Η Ντουνιά δε θα πουλιότανε ποτέ για τον εαυτό της, για τη δικιά της αποκατάσταση. Ακόμη κι αν ήτανε να γλυτώσει έτσι το θάνατο, πάλι δε θα πουλιότανε. Για ένα αγαπημένο της πρόσωπο, όμως, για έναν άνθρωπο που θα τον λάτρευε, θα πουλιότανε! Να λοιπόν τι είναι το αίνιγμα: θα πουληθεί για τον αδελφό της και για τη μητέρα της. θα πουλήσει τα πάντα! Ω, ναι, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, επιδιώκουμε να εκμηδενίσουμε ακόμα και τα αισθήματα μας.
Βγάζουμε στο παζάρι την ελευθερία μας, τη γαλήνη μας και την ίδια τη συνείδηση μας - τα πάντα. Ας γκρεμιστεί η ζωή μας, φτάνει μόνο να είναι ευτυχισμένοι οι αγαπημένοι μας. Κι ακόμα, σφυρηλατούμε μια δικιά μας θεολογική ερμηνεία της συνείδησης, παρμένη από την ηθική διδασκαλία των Ιησουιτών και καθησυχάζουμε για λίγον καιρό, αποχτάμε τη βεβαιότητα ότι έτσι πρέπει να 'ναι, οπωσδήποτε, και ότι, αφού ο σκοπός είναι καλός, κάθε μέσο που θα χρησιμοποιήσουμε για την επιτυχία του είναι καθαγιασμένο. Έτσι είμαστε και το πράγμα είναι ολοφάνερο σαν το φως της ημέρας. Είναι ολοφάνερο ότι υπάρχει στη μέση ο Ροντιόν Ρωμάνοβιτς Ρασκόλνικωφ και κανένας άλλος. Γι' αυτόν μονάχα πρόκειται, αυτός είναι στο πρώτο πλάνο. Πρέπει να του εξασφαλίσουμε την ευτυχία του και την ελευθερία του, να τον βοηθήσουμε να βγάλει το Πανεπιστήμιο, να του βρούμε σ' ένα γραφείο μια θέση συνεταίρου και κατόπιν θα γίνει πλούσιος, ύστερα... γιατί όχι;... θ' αποχτήσει φήμη, ίσως και δόξα ακόμα στα τέλη της ζωής του! Και η μητέρα; Γι' αυτή μόνον ο Ρόντια της υπάρχει, ο κανακάρης της, το πρώτο παιδί της. Πώς να μη θυσιάσει για έναν τέτοιο πρωτότοκο γιο την κόρη της, έστω και μια κόρη σαν τη Ντουνιά;
"Ω, αγαπημένες και άδικες καρδιές! Μα τί, λοιπόν, θα καταντήσουμε να δεχτούμε τη μοίρα της Σόνιας, της Σόνιας Μαρμελάντωφ, της αιώνιας Σόνιας, που θα υπάρχει όσο θα υπάρχει και ο κόσμος; Εκτιμήσατε καλά και οι δυο σας την έκταση της θυσίας σας; Την εκτιμήσατε; Κοιτάξατε τις δυνάμεις σας, ψάξατε να ιδείτε ποιο είναι το συμφέρον σας; Είναι λογικό αυτό το πράγμα; Το ξέρεις. Ντουνιά, ότι η τύχη της Σόνιας δεν είναι καθόλου χειρότερη από τη δικιά σου, που θα είσαι αναγκασμένη να περάσεις τη ζωή σου μαζί με τον κ. Λούζιν; "Δεν υπάρχει βέβαια αίσθημα", γράφει η μητέρα. Μα τότε, αφού δεν έχει καμμιά θέση εδώ ο έρωτας, ούτε η εκτίμηση και, αντίθετα, υπάρχει από τώρα κιόλας μια απέχθεια, μια περιφρόνηση, ένα αίσθημα αηδίας, δεν αντιστοιχεί αυτό το πράγμα με τη μοίρα εκείνης της κοπέλας που επιδίδεται στην πορνεία και "πρέπει να είναι καθαρή;". Βλέπετε σεις καμμιά διαφορά;
Το καταλαβαίνετε ότι η καθαριότητα ενός Λούζιν αντιστοιχεί ακριβώς προς την καθαριότητα της Σόνιας; Ίσως μάλιστα να είναι χειρότερη, πιο άσχημη, πιο ποταπή γιατί, όπως και να το κάνουμε. Ντουνιά, εσύ θα έχεις σα σκοπό την παραπανήσια άνεση, ενώ γι' αυτούς εκεί το ζήτημα ήταν να μην ψοφήσουνε απ' την πείνα!
Στοιχίζει ακριβά, αυτή η καθαριότητα. Ντουνιά!