×

LingQをより快適にするためCookieを使用しています。サイトの訪問により同意したと見なされます クッキーポリシー.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Η Σμυρνιά

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Η Σμυρνιά

Περπατούσα μ' ένα φίλο μου στην πλακοστρωμένη ακρογιαλιά της Σμύρνης. Περπατούσα κι έβλεπα, αισθανόμουν κι αναγάλλιαζα. Όλες οι αίσθησες, οι πέντε γνώριμες στον πρωτόλουβο άνθρωπο κι οι νιες, που τώρα φανερώνονται με το ξετύλιμα του είδους, όλες έχασκαν ν' αποθηκέψουν στην ψυχή κάθε φανερό και κρυφό, για να κάμουν την αμβροσία της. Ολόγυρα προβαίνανε της αγέραστης Ιωνίας τα βουνά καλογραμμένα, το ένα πίσω από τ' άλλο, το άλλο ψηλότερο από τ' άλλο, ώσπου κατέβαιναν σε ακρωτήρια ήμερα και λούζονταν στα ξάστερα νερά.

Κάτω περικλεισμένος ο κόρφος με το λιμάνι γεμάτο από κάθε λογής πλεούμενο, από καπνοδόχους και καπνούς, από σκοινιά και κατάρτια, μόλις έδειχνε το καθρέφτισμα τ' ουρανού. Μπροστά με τα ψηλά χτίρια και τους ανθοσπαρμένους κήπους της ξετυλιγόταν η ακρογιαλιά πέρα πέρα κάτασπρη. Κι απάνω της, όπως παρθένα χώρα στέλνει με τα ποτάμια της στη θάλασσα, στου άνθρωπου τη γνώση τ' αφάνταστα πλούτη της, έχυνε κι η Σμύρνη απ' τα στενοσόκακα, της μύριες ομορφιές που ανατρέφει στα σπλάχνα της. Και σαν να ήμουνα σε μουσείο ζωγραφικής, έβλεπα αρμονικό ανακάτωμα από φορέματα και χρώματα και λυγερά αναστήματα και μαλλιά μαύρα, ξανθά και καστανά, χείλη κοραλλένια και μάτι' αθάνατα, που λάμπουν, καθώς λάμπουν σε πέπλο αρχοντικό τα διαμάντια και τα ζαφείρια.

- Διες και το παλιάλογο, μου λέει άξαφνα ο σύντροφός μου. Το 'χουν για το θηριοτροφείο.

Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. Έσκυφτε κάτω με τ' αφτιά ριγμένα, τα μάτια σφαλιστά, τα ρουθούνια βρόμικα· η κοιλιά χώνευε στα πλευρά του· η ραχοκοκαλιά, τα καπούλια, οι γοφοί, ο λαιμός, τα γόνατα, οι αρμοί όλοι φαίνονταν ξεκλειδωμένοι. Η ουρά του σπανή κι άπαστρη έπεφτε ανάμεσα στα πισινά του, ανίκανη να κινηθεί για να διώξει τις χαλκόμυγες. Τα κρέατά του έλεγες πως θα ρέψουν κάτω, όπως ρέβουν το χινόπωρο τα μαραμένα φύλλα κι αφήνουν γυμνό και άσκημο το δέντρο. Αυτό το χάλι του κρατούσε γύρω κάθε τάξης και ηλικίας διαβάτη κι έλεγε καθένας το λόγο του και την αστεία του σκέψη.

Στάθηκα και γω με το φίλο μου· όταν, δεν ξέρω πώς, τα μάτια μου έπεσαν σ' ένα παραθύρι του αντικρινού σπιτιού. Ανάμεσ' από τα γυαλιά και τις κάτασπρες κουρτίνες, κόρη όμορφη και μαυρομάτα έβλεπε με προσοχή. Τα μαλλιά της κατάμαυρα, στη μέση χωρισμένα, έπεφταν δαχτυλίδια άταχτα στο φιλντισένιο μέτωπο και στα μελίγγια, στα ριζάφτια, πίσω στο χαριτωμένο της λαιμό κι έδιναν όψη άγουρου στο πρόσωπό της, που είχε το χρώμα δροσερής μοσκιάς. Και φανέρωνε θλίψη μεγάλη για κείνο το παλιάλογο. Μα τη θλίψη και την ψυχοπόνια, που φανέρωναν τα μάτια της, πώς να την ιστορήσω; Μου φάνηκε πως έβλεπα τ' αθάνατο νερό να κυλάει από τα μάτια εκείνα, να περνά το γυαλί, να κατεβαίνει θεϊκό χάρισμα στ' άλογο και να το περιχύνει απ' ολούθε. Το είδα, λέει, να ποτίζει τα φυλλοκάρδια, να του δυναμώνει τα νεύρα, να του γυαλίζει την τρίχα, να του ξανάβει το θυμό. Και πίστεψα πως θα ιδώ να λαχτίσει άξαφνα τη γη, ν' ανεμίσει τη χήτη του, να ορθολυγίσει την ουρά, να τινάξει το κεφάλι και με βαθύ χλιμίντρισμα να τρέξει στα λιβάδια πέρα, γαύρο κι αδάμαστο.

Παρέκει, ανάμεσα σε δυο χτίρια, ήταν μια φράχτη ψηλή από σανίδες. Απάνω στις σανίδες και γύρω στους τοίχους, χρωματιστές ρεκλάμες έλεγαν το τι γίνεται κάθε δειλινό πίσω αποκεί. Πόσων ειδών άγρια θερία είναι κλεισμένα· πώς ο θεριοδαμαστής με τη θεατρική του φορεσιά μπαίνει, κρατώντας το βούρδουλα και το πολύκροτο στο χέρι και πώς κατορθώνει να τα τρομάζει μόνον με τις ματιές του. Και θαρρείς, για να βεβαιώνουν τα λόγια τους, έρχονταν κάποτε φωνές και χτύποι και βρουχήματα, που έκαναν τους διαβάτες ν' ανατριχιάζουν. Μα ο χωριάτης αδιάφορος, κρατώντας πάντα το χαλινάρι στο χέρι, παζάρευε με τον εργολάβο το πράμα του. Από τα λόγια τους, από τ' αγριοκοιτάγματά τους φαίνονταν που παλεύανε ποιος να γελάσει τον άλλον.

- Εμ! αν είναι να το πλερώσω τόσο, δεν παίρνω καλύτερα ένα βόδι; έλεγε ο εργολάβος γυρίζοντας τα κρύα ματάκια του γύρω στο λαό, να πάρει τάχα τη γνώμη του. Αν πάρω το βόδι, δε θα 'χω τουλάχιστο το φόβο να μου αρρωστήσουν τα θεριά, που μπορεί ναν το πάθω μ' αυτό το ψοφίμι.

- Ετούτο ψοφίμι; καλά, μπράτιμε! φώναξε ο χωριάτης αγαναχτώντας, που κατηγορήσανε το ζώο του. Το βλέπεις πιστεύω και δεν είν' ανάγκη να σου ειπώ, πως τ' άλογο έχει ψυχή να ζήσει χίλια χρόνια. Μα τι να του κάνω που σακατεύτηκε στον αραμπά.

- Ρε ποιος σε ρωτάει για την ψυχή του! Τι να την κάμω γω την ψυχή; Κρέας έχει; Εγώ θέλω να χορτάσω τα θεριά μου· είπε ο εργολάβος με ολοφάνερη πείνα στα μάτια.

Εκεί που παζάρευαν εκείνοι, σήκωσα πάλι τα μάτια μου στο παραθύρι. Η λυγερή ήταν ακόμη εκεί, πάντα θλιμμένη και πονετική. Τα μάτια της όλο και θόλωναν· τα μάγουλά της πότε άσπριζαν, πότε κοκκίνιζαν· το μεστωμένο στήθος της ανεβοκατέβαινε και το χνώτο της θάμπωνε τα γυαλί όσο που την έχανα. Έχανε όμως και κείνη τη διασκέδασή της κι αμέσως το κρινοδάχτυλο χέρι έσερνε κεντητό τριανταφυλλί μαντιλάκι κι έπαιρνε τον αχνό και πρόβαινε πάλι το γλυκό πρόσωπο, σαν φεγγάρι μέσ' από τα σύγνεφα, που βούλεται να συντροφέψει στον ύπνο της τη γη. Και γω έχασκα στο παραθύρι, στο αισθαντικό κορίτσι μπροστά και δεν έβλεπα τίποτ' άλλο παρά ό,τι γινότανε πίσω από το γυαλί. Και λίγο λίγο από τη συχνή προσήλωση, την άφαντη αλυσίδα που έδενε τον ψαρή με την κόρη, την κόρη με μένα, άρχισα ν' απεικάζω ένα καρδιοχτύπι για κείνο το σαράβαλο. Η κόρη με την αγάπη της, σαν τις νεράιδες των παραμυθιών, που ανασταίνουν ό,τι αγγίξουν, που ομορφαίνουν ό,τι ιδούν, που λαμπροστολίζουν ό,τι αγαπήσουν, άλλαξε στα μάτια μου το παλιάλογο και μ' έκαμε να το βλέπω ανεχτίμητο. Φαντάστηκα πως ο ψαρής εκείνος σπάρθηκε μέσα στου μαγιάπριλου το λιοπύρι από κανένα γοργογόνατο άτι της Αραπιάς. Είπα πως γεννήθηκε στα τροφαντά λιβάδια της Λυκίας, εκεί που άλλοτε βοσκήσανε οι φοράδες του Κύρου, και μεγάλωσε στ' αχούρια κανενός πασά. Πίστεψα πως καβαλικεύτηκε από λεβέντη πετροκαταλύτη να τον φέρει στην καλή του ή από οχτρών κουφάρια στη ζηλευτή δόξα του πολέμου και της νίκης. Και ψιχάλιζε η καρδιά μου γιατί τώρα που δε μπορεί να δουλέψει τον αφέντη του, ο αχάριστος, δεν το ψυχοπονεί. Δεν το βγάζει να το χλωρονομήσει ελεύθερο, ώσπου να βρει το θάνατο με φούντα δροσερό τριφύλλι στα δόντια του. Δεν του φυτεύει ένα βόλι στο ριζάφτι, να πέσει νεκρό στον τράφο, να λιώσει κάτω από τον γλυκό ήλιο, εκεί που το χόρτο θα ηχά επάνω του κι οι πεταλούδες θα χαμοπετούν και τα μαμούδια θα βουίζουν και τα πουλιά θα κελαηδούν· όταν τα νερά θα δροσίζουν τ' αφράτα χώματα και χιλιόχρωμ' άνθη θα μοσκομυρίζουν τον αέρα και μύριοι θ' ανασταίνονται χάμω και ψηλά μικρόκοσμοι. Αχόρταγος θέλει ακόμη να κερδίσει από τη νέκρα του και για εκατό γρόσια έρχεται να τα παραδώσει στα θεριά!

Άξαφνα όμως είδα την κόρη να σηκώσει τα μάτια της και να τα ρίξει πέρα στην εμπατή του κόρφου. Εκεί, ανάμεσα σε δυο ακρωτήρια χρυσογάλανα, ο ήλιος στριφογυρίζοντας έγερνε να χαθεί στην άβυσσο. Συγνεφάκια μικρά, χρυσορόδινα και πορφυρά κι ολόξανθα ακολουθούσαν το βασίλεμά του. Δυο κόκκινα καραβοφάναρα, που στέκουν εκεί για να δείχνουν τις ξέρες στους θαλασσινούς, ένα μεγάλο μπάρκο με απλωμένα πανιά, μια ψαρόβαρκα, καθώς πλεύρωναν στον ορίζοντα, έκαναν μεγάλη και περίχαρη θαλασσογραφία. Ο ήλιος, αφού έβαψε όλον τον κόρφο ως την πόλη απάνω και τα περίγυρα βουνά με μια ολόχρυση βαφή, έχυσε έπειτα μιαν άλλη ξανθοκόκκινη, αργότερα άλλη αιματένια κι άλλη χαλκοπράσινη, ώσπου με μια σκοτεινή βούτηξε μέσα στα νερά.

Μα η κόρη έμενε ακόμη εκεί σαν αγγελόφερτη. Και γω από το ηλιόγερμα και κεινής το βλέμμα άρχισα ν' απεικάζω μιαν άφραστη θλίψη στα στήθη μου. Το συναπάντημα που έκαναν τα βλέμματά μας, πέρα εκεί στις γλυκοβαμμένες αοριστιές του ορίζοντα, έχυσε στα αίμα μου όλους της κόρης τους θλιβερούς στοχασμούς, σαν απόφωνο μοιρολογιού χαροκαμένης μάνας. Και άρχισα πάλι να κλαίω δανεικά του άλογου τη μαύρη μοίρα.

Έπειτ' από την αχαριστία του αφέντη του, έλεγα, μέλλει να μάθει του εργολάβου την απονιά και των θεριών τη λύσσα. Θα έχουν τάχα την ευσπλαχνία να το σφάξουν πριν τα παραδώσουν στο κλουβί; Δεν το πιστεύω. Πώς μπορεί να λυπηθούν ένα άλογο άνθρωποι, που νυχτόημερα ζουν με λεοντάρια και τίγρεις και ύαινες και κροκόδειλους· που συχνακούνε το άγριό τους μούγκρισμα και συχνοβλέπουν τ' ανήμερά τους πρόσωπα. Δεν πήρανε τάχα και κείνοι από την αγριάδα τους, δεν πέτρωσαν σε κάθε τρυφερό αίσθημα την καρδιά τους; Έτσι, για ξεφάντωμά τους μάλιστα, θ' ανοίξουν την καγκελωτή θυρίδα και θα σπρώξουν μέσα τ' αθώο πλάσμα, που μόνον από τη μυρουδιά θα το πιάσει το ριο του. Από φόβο θα το ιδείς να φρυμάξει άγρια και να τιναχτεί πίσω με όση έχει δύναμη. Μα θα έβρει τη θυρίδα κλεισμένη κι ανοιχτό το χώρισμα. Θα γυρίσει τότε τα μάτια του - μπορεί και δακρυσμένα, γιατί όχι; - στου κλουβιού τα κάγκελα, ψηλά στην πάνινη σκεπή, χάμω στο πάτωμα, ζητώντας χαραμάδα να χωρέσει μέσα, να γλιτώσει από το μαρτύριο. Και σαν ιδεί πως όλα το προδίνουν, θα βγάλει βαθύ χλιμίντρισμα, πικρό μοιρολόγι της ζωής, που θέλουν να του πάρουν. Μα δε θα προφτάσει να δευτερώσει. Τα θερία σύνταχα θα χυθούν να το πετσοκόψουν. Και σε μια στιγμή δε θα μείνει εκεί παρά λίγες σταλαγματιές αιμάτου στο πάτωμα κι η λαχτάρα της ζωής, του αφέντη του η αχαριστία, αόρατες στον κούφιον αέρα.

Ένας ξαφνικός θόρυβος μ' έβγαλε από τους στοχασμούς. Γυρίζω και βλέπω το λαό να σκορπάει με γέλια και με χάχανα. Ο χωριάτης πούλησε το παλιάλογο και πήγαινε να το παραδώσει στο θηριοτροφείο. Ο λαός συντρόφιαζε του ζώου τη νεκροπομπή με σφυρίγματα και χάχανα. Σηκώνω τα μάτια ψηλά και βλέπω ν' ανοίγει βιαστικά το παραθύρι και να προβαίνει η κόρη με ματόφυλλα κόκκινα και φουσκωμένα. Στο στερνό της κίνημα δε μπόρεσα και γω να κρατηθώ άρχισαν να με τσούζουν τα μάτια. Απόρησα όμως γιατί η κόρη, αντί να βλέπει δεξιά που πήγαινε τ' άλογο, έβλεπε αριστερά και σκύβοντας όσο μπορούσε, έδειχνε το θλιμμένο της πρόσωπο και κουνούσε το δακρυοποτισμένο μαντιλάκι της. Μήπως τάχα ζητεί αποκεί το σαράβαλο, σκέφτηκα. Έσμιξα τα βλέμματά μου με τα δικά της κι απόρησα, όταν έπεσαν πέρα σ' ένα νέο καλοντυμένο, ψηλόν και σγουρομάλλη, που κατέβαινε στη βάρκα. Κατέβαινε και τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στης κόρης το παράθυρο.

- Φεύγει· είπε ο φίλος μου.

Τόση ώρα η Σμυρνιά μου δεν έκλαιε για το παλιάλογο. Έκλαιε, που έφευγε ο αγαπητικός της!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Η Σμυρνιά Karkavitsas|Andreas|The|Smyrniot La Esmirna - Andreas Karkavitsas Karkavitsas, Andreas - The Smyrniot

Περπατούσα μ' ένα φίλο μου στην πλακοστρωμένη ακρογιαλιά της Σμύρνης. I was walking|with|one|friend|my|on the|paved|beach|of|Smyrna I was walking with a friend along the paved beach of Smyrna. Περπατούσα κι έβλεπα, αισθανόμουν κι αναγάλλιαζα. I was walking|and|I was seeing|I was feeling|and|I was rejoicing I was walking and seeing, feeling and rejoicing. Όλες οι αίσθησες, οι πέντε γνώριμες στον πρωτόλουβο άνθρωπο κι οι νιες, που τώρα φανερώνονται με το ξετύλιμα του είδους, όλες έχασκαν ν' αποθηκέψουν στην ψυχή κάθε φανερό και κρυφό, για να κάμουν την αμβροσία της. All|the|senses|the|five|familiar|to the|primitive|man|and|the|new|that|now|are revealed|with|the|unwrapping|of the|species|all|were gaping|to|store|in the|soul|every|manifest|and|hidden|in order to|to|make|the|ambrosia|of her All the senses, the five familiar to the primitive man and the new ones, which now reveal themselves with the unfolding of the species, all were gaping to store in the soul every apparent and hidden, to make its ambrosia. Ολόγυρα προβαίνανε της αγέραστης Ιωνίας τα βουνά καλογραμμένα, το ένα πίσω από τ' άλλο, το άλλο ψηλότερο από τ' άλλο, ώσπου κατέβαιναν σε ακρωτήρια ήμερα και λούζονταν στα ξάστερα νερά. All around|advanced|of|ageless|Ionia|the|mountains|well-written|the|one|behind|from|the|other|the|other|taller|than|the|other|until|descended|to|capes|gentle|and|bathed|in the|clear|waters All around, the ageless mountains of Ionia rose beautifully, one behind the other, each higher than the last, until they descended into gentle capes and bathed in the clear waters.

Κάτω περικλεισμένος ο κόρφος με το λιμάνι γεμάτο από κάθε λογής πλεούμενο, από καπνοδόχους και καπνούς, από σκοινιά και κατάρτια, μόλις έδειχνε το καθρέφτισμα τ' ουρανού. Down|enclosed|the|harbor|with|the|port|full|of|every|kind|vessel|from|smokestacks|and|smoke|from|ropes|and|masts|barely|reflected|the|reflection|of the|sky Below, enclosed, the bay was filled with all kinds of vessels, with smokestacks and smoke, with ropes and masts, barely reflecting the sky. Μπροστά με τα ψηλά χτίρια και τους ανθοσπαρμένους κήπους της ξετυλιγόταν η ακρογιαλιά πέρα πέρα κάτασπρη. In front of|with|the|tall|buildings|and|the|flower-filled|gardens|her|unfolded|the|beach|far|beyond|completely white In front, with its tall buildings and flower-strewn gardens, the beach stretched out completely white. Κι απάνω της, όπως παρθένα χώρα στέλνει με τα ποτάμια της στη θάλασσα, στου άνθρωπου τη γνώση τ' αφάνταστα πλούτη της, έχυνε κι η Σμύρνη απ' τα στενοσόκακα, της μύριες ομορφιές που ανατρέφει στα σπλάχνα της. And|upon|her|as|virgin|land|sends|with|the|rivers|her|to|sea|of the|man|the|knowledge|the|unimaginable|riches|her|poured|and|the|Smyrna|from|the|narrow streets|her|countless|beauties|that|nurtures|in the|womb|her And above it, just as a virgin land sends its rivers to the sea, pouring into human knowledge its unimaginable riches, so did Smyrna spill forth from its narrow streets, the countless beauties it nurtures in its depths. Και σαν να ήμουνα σε μουσείο ζωγραφικής, έβλεπα αρμονικό ανακάτωμα από φορέματα και χρώματα και λυγερά αναστήματα και μαλλιά μαύρα, ξανθά και καστανά, χείλη κοραλλένια και μάτι' αθάνατα, που λάμπουν, καθώς λάμπουν σε πέπλο αρχοντικό τα διαμάντια και τα ζαφείρια. And|as|to|I was|in|museum|of painting|I saw|harmonious|mixture|of|dresses|and|colors|and|slender|figures|and|hair|black|blonde|and|brown|lips|coral-colored|and||immortal|that|shine|as|shine|in|veil|aristocratic|the|diamonds|and|the|sapphires And as if I were in an art museum, I saw a harmonious mix of dresses and colors and slender figures and black, blonde, and brown hair, coral lips and immortal eyes, shining as diamonds and sapphires shine in a noble veil.

- Διες και το παλιάλογο, μου λέει άξαφνα ο σύντροφός μου. I don't know|and|the|old story|to me|says|suddenly|the|partner|my - Look at the old horse, my companion suddenly says to me. Το 'χουν για το θηριοτροφείο. They|have|for|the|zoo They have it for the zoo.

Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Truly|at|right|edge|of|road|there was|a|old horse|and|nearby|a|skinny|peasant|was holding|the|reins|of him Indeed, on the right side of the road there was an old horse and nearby a skinny villager was holding its reins. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. But|the|animal|had|such|condition|that|admitted|that|even|free|if|remains|movement|not|has|to|move But the animal was in such a state that it seemed to say that even if it were free, it wouldn't be able to move. Έσκυφτε κάτω με τ' αφτιά ριγμένα, τα μάτια σφαλιστά, τα ρουθούνια βρόμικα· η κοιλιά χώνευε στα πλευρά του· η ραχοκοκαλιά, τα καπούλια, οι γοφοί, ο λαιμός, τα γόνατα, οι αρμοί όλοι φαίνονταν ξεκλειδωμένοι. He bent down|down|with|the|ears|drooping|the|eyes|closed|the|nostrils|dirty|the|belly|digested|in the|sides|his|the|spine|the|buttocks|the|hips|the|neck|the|knees|the|joints|all|seemed|unlocked It was hunched down with its ears drooping, its eyes closed, its nostrils dirty; its belly was digesting against its sides; its spine, its haunches, its hips, its neck, its knees, all the joints seemed to be unlocked. Η ουρά του σπανή κι άπαστρη έπεφτε ανάμεσα στα πισινά του, ανίκανη να κινηθεί για να διώξει τις χαλκόμυγες. The|tail|his|rare|and|colorless|fell|between|the|hind legs|his|unable|to|move|to|to|drive away|the|horseflies Its tail, thin and colorless, fell between its hind legs, unable to move to chase away the flies. Τα κρέατά του έλεγες πως θα ρέψουν κάτω, όπως ρέβουν το χινόπωρο τα μαραμένα φύλλα κι αφήνουν γυμνό και άσκημο το δέντρο. The|meats|his|you said|that|will|burp|down|as|fall|the|autumn|the|withered|leaves|and|leave|bare|and|ugly|the|tree Its flesh looked as if it would fall off, just like the withered leaves fall in autumn, leaving the tree bare and ugly. Αυτό το χάλι του κρατούσε γύρω κάθε τάξης και ηλικίας διαβάτη κι έλεγε καθένας το λόγο του και την αστεία του σκέψη. This|the|mess|of|held|around|every|class|and|age|passerby|and|said|everyone|the|reason|his|and|the|funny|his|thought This mess held around every class and age of passerby, and everyone shared their thoughts and funny ideas.

Στάθηκα και γω με το φίλο μου· όταν, δεν ξέρω πώς, τα μάτια μου έπεσαν σ' ένα παραθύρι του αντικρινού σπιτιού. I stood|and||with|the|friend|my|when|not|I know|how|the|eyes|my|fell|on|one|window|of|opposite|house I stood with my friend; when, I don't know how, my eyes fell on a window of the opposite house. Ανάμεσ' από τα γυαλιά και τις κάτασπρες κουρτίνες, κόρη όμορφη και μαυρομάτα έβλεπε με προσοχή. Between|from|the|glasses|and|the|pure white|curtains|girl|beautiful|and|dark-eyed|was looking|with|attention Amidst the glasses and the pure white curtains, a beautiful dark-eyed girl was watching attentively. Τα μαλλιά της κατάμαυρα, στη μέση χωρισμένα, έπεφταν δαχτυλίδια άταχτα στο φιλντισένιο μέτωπο και στα μελίγγια, στα ριζάφτια, πίσω στο χαριτωμένο της λαιμό κι έδιναν όψη άγουρου στο πρόσωπό της, που είχε το χρώμα δροσερής μοσκιάς. The|hair|her|jet black|in|middle|parted|fell|ringlets|unruly|on the|ivory|forehead|and|on the|temples|on the|cheeks|back|on the|charming|her|neck|and|gave|appearance|immature|to the|face|her|which|had|the|color|fresh|tan Her hair was jet black, parted in the middle, falling in unruly curls on her ivory forehead and at the temples, behind her charming neck, giving an immature look to her face, which had the color of fresh musk. Και φανέρωνε θλίψη μεγάλη για κείνο το παλιάλογο. And|revealed|sadness|great|for|that|the|old thing And it revealed great sorrow for that old horse. Μα τη θλίψη και την ψυχοπόνια, που φανέρωναν τα μάτια της, πώς να την ιστορήσω; Μου φάνηκε πως έβλεπα τ' αθάνατο νερό να κυλάει από τα μάτια εκείνα, να περνά το γυαλί, να κατεβαίνει θεϊκό χάρισμα στ' άλογο και να το περιχύνει απ' ολούθε. But|the|sorrow|and|the|psychological pain|that|revealed|the|eyes|her|how|to|it|narrate|to me|seemed|that|I saw|the|immortal|water|to|flow|from|the|eyes|those|to|pass|the|glass|to|descend|divine|gift|on the|horse|and|to|it|pour over|from|everywhere But how can I describe the sorrow and the heartache that her eyes revealed? It seemed to me that I saw the immortal water flowing from those eyes, passing through the glass, descending as a divine gift onto the horse and pouring over it from all sides. Το είδα, λέει, να ποτίζει τα φυλλοκάρδια, να του δυναμώνει τα νεύρα, να του γυαλίζει την τρίχα, να του ξανάβει το θυμό. It|I saw|he says|to|waters|the|leafy greens|to|his|strengthens|the|nerves|to|his|shines|the|hair|to|his|reignites|the|anger I saw it, they say, watering the heart leaves, strengthening its nerves, shining its coat, reigniting its anger. Και πίστεψα πως θα ιδώ να λαχτίσει άξαφνα τη γη, ν' ανεμίσει τη χήτη του, να ορθολυγίσει την ουρά, να τινάξει το κεφάλι και με βαθύ χλιμίντρισμα να τρέξει στα λιβάδια πέρα, γαύρο κι αδάμαστο. And|I believed|that|will|see|to|gallop|suddenly|the|ground|to|wave|the|mane|his|to|straighten|the|tail|to|shake|the|head|and|with|deep|whinnying|to|run|in the|meadows|beyond|wild|and|untamed And I believed that I would see it suddenly strike the ground, wave its mane, straighten its tail, toss its head, and with a deep neigh, run across the meadows, wild and untamed.

Παρέκει, ανάμεσα σε δυο χτίρια, ήταν μια φράχτη ψηλή από σανίδες. Nearby|between|in|two|buildings|there was|a|fence|tall|made of|boards Beyond, between two buildings, there was a tall fence made of boards. Απάνω στις σανίδες και γύρω στους τοίχους, χρωματιστές ρεκλάμες έλεγαν το τι γίνεται κάθε δειλινό πίσω αποκεί. On|the|boards|and|around|the|walls|colorful|advertisements|said|what|what|happens|every|evening|behind|there On the boards and around the walls, colorful advertisements told what happens every evening back there. Πόσων ειδών άγρια θερία είναι κλεισμένα· πώς ο θεριοδαμαστής με τη θεατρική του φορεσιά μπαίνει, κρατώντας το βούρδουλα και το πολύκροτο στο χέρι και πώς κατορθώνει να τα τρομάζει μόνον με τις ματιές του. how many|species|wild|beasts|are|confined|how|the|beast tamer|with|the|theatrical|his|costume|enters|holding|the|whip|and|the|loud|in|hand|and|how|manages|to|them|frighten|only|with|the|glances|his How many kinds of wild beasts are locked up; how the beast tamer in his theatrical costume enters, holding the whip and the loud stick in his hand and how he manages to scare them only with his gaze. Και θαρρείς, για να βεβαιώνουν τα λόγια τους, έρχονταν κάποτε φωνές και χτύποι και βρουχήματα, που έκαναν τους διαβάτες ν' ανατριχιάζουν. And|you would think|in order to||assure|the|words|their|there would come|sometimes|voices|and|knocks|and|thuds|that|made|the|passersby|to|shiver And you would think, to confirm their words, sometimes voices and knocks and growls would come, making passersby shiver. Μα ο χωριάτης αδιάφορος, κρατώντας πάντα το χαλινάρι στο χέρι, παζάρευε με τον εργολάβο το πράμα του. But|the|villager|indifferent|holding|always|the|reins|in the|hand|bargained|with|the|contractor|the|goods|his But the villager, indifferent, always holding the reins in his hand, was bargaining with the contractor over his goods. Από τα λόγια τους, από τ' αγριοκοιτάγματά τους φαίνονταν που παλεύανε ποιος να γελάσει τον άλλον. From|the|words|their|from|the|fierce glances|their|they seemed|who|were struggling|who|to|laugh|the|other From their words, from their fierce glances, it was clear they were struggling to see who could outsmart the other.

- Εμ! Hmm - Well! αν είναι να το πλερώσω τόσο, δεν παίρνω καλύτερα ένα βόδι; έλεγε ο εργολάβος γυρίζοντας τα κρύα ματάκια του γύρω στο λαό, να πάρει τάχα τη γνώμη του. if|it is|to|it|pay|that much|not|should I take|better|one|ox|said|the|contractor|turning|the|cold|little eyes|his|around|at the|people|to|take|supposedly|the|opinion|his If I have to pay that much, wouldn't it be better to just buy a bull? said the contractor, turning his cold little eyes around the crowd, as if to seek their opinion. Αν πάρω το βόδι, δε θα 'χω τουλάχιστο το φόβο να μου αρρωστήσουν τα θεριά, που μπορεί ναν το πάθω μ' αυτό το ψοφίμι. If|I take|the|bull|not|will|I have|at least|the|fear|to|me|get sick|the|beasts|that|might|be|it|suffer|from me|this|the|dead animal If I take the bull, at least I won't have the fear of my beasts getting sick, which I might experience with this dead animal.

- Ετούτο ψοφίμι; καλά, μπράτιμε! This|dead animal|okay|my brother - This dead animal? Alright, my friend! φώναξε ο χωριάτης αγαναχτώντας, που κατηγορήσανε το ζώο του. shouted|the|villager|exasperated|who|accused|the|animal|his shouted the villager, exasperated, who had been accused of his animal. Το βλέπεις πιστεύω και δεν είν' ανάγκη να σου ειπώ, πως τ' άλογο έχει ψυχή να ζήσει χίλια χρόνια. The|you see|I believe|and|not|is|necessity|to|to you|tell|that|the|horse|has|soul|to|live|thousand|years I believe you can see it, and there's no need for me to tell you that the horse has a soul to live a thousand years. Μα τι να του κάνω που σακατεύτηκε στον αραμπά. But|what|to|to him|do|that|was injured|in the|cart But what can I do to him since he got crippled in the cart.

- Ρε ποιος σε ρωτάει για την ψυχή του! hey|who|you|asks|about|the|soul|his - Hey, who is asking you about his soul! Τι να την κάμω γω την ψυχή; Κρέας έχει; Εγώ θέλω να χορτάσω τα θεριά μου· είπε ο εργολάβος με ολοφάνερη πείνα στα μάτια. What|to|her|do|I|the|soul|Meat|has|I|want|to|satisfy|the|beasts|my|said|the|contractor|with|obvious|hunger|in the|eyes What do I care about the soul? Does it have meat? I want to feed my beasts; said the contractor with evident hunger in his eyes.

Εκεί που παζάρευαν εκείνοι, σήκωσα πάλι τα μάτια μου στο παραθύρι. There|where|they were bargaining|those|I raised|again|the|eyes|my|at the|window While they were bargaining, I raised my eyes to the window again. Η λυγερή ήταν ακόμη εκεί, πάντα θλιμμένη και πονετική. The|slender|was|still|there|always|sad|and|sorrowful The slender one was still there, always sad and painful. Τα μάτια της όλο και θόλωναν· τα μάγουλά της πότε άσπριζαν, πότε κοκκίνιζαν· το μεστωμένο στήθος της ανεβοκατέβαινε και το χνώτο της θάμπωνε τα γυαλί όσο που την έχανα. The|eyes|her|more|and|became blurry|the|cheeks|her|sometimes|turned white|sometimes|turned red|the|full-grown|chest|her|rose and fell|and|the|breath|her|fogged|the|glasses|as much as|that|her|was losing Her eyes kept getting misty; her cheeks would sometimes pale, sometimes flush; her mature chest rose and fell, and her breath fogged the glass until I lost her. Έχανε όμως και κείνη τη διασκέδασή της κι αμέσως το κρινοδάχτυλο χέρι έσερνε κεντητό τριανταφυλλί μαντιλάκι κι έπαιρνε τον αχνό και πρόβαινε πάλι το γλυκό πρόσωπο, σαν φεγγάρι μέσ' από τα σύγνεφα, που βούλεται να συντροφέψει στον ύπνο της τη γη. She was losing|but|and|she|her|enjoyment|her|and|immediately|the|lily-fingered|hand|dragged|embroidered|rose-colored|handkerchief|and|took|the|faint|and|advanced|again|the|sweet|face|like|moon|in|from|the|clouds|that|wishes|to|accompany|in the|sleep|her|the|earth But she was losing her amusement too, and immediately her lily-like hand would drag a delicate pink handkerchief and take the misty one, and again the sweet face would emerge, like a moon through the clouds, wanting to accompany the earth in her sleep. Και γω έχασκα στο παραθύρι, στο αισθαντικό κορίτσι μπροστά και δεν έβλεπα τίποτ' άλλο παρά ό,τι γινότανε πίσω από το γυαλί. And||was losing|at the|window|to the|sensitive|girl|in front|and|not|was seeing|anything|else|but||was happening|behind|from|the|glass And I was staring out the window, at the sensitive girl in front, and I saw nothing else but what was happening behind the glass. Και λίγο λίγο από τη συχνή προσήλωση, την άφαντη αλυσίδα που έδενε τον ψαρή με την κόρη, την κόρη με μένα, άρχισα ν' απεικάζω ένα καρδιοχτύπι για κείνο το σαράβαλο. And|little|by little|from|the|frequent|focus|the|invisible|chain|that|tied|the|fisherman|with|the|daughter|the|daughter|with|me|I began|to|imagine|a|heartbeat|for|that|the|old wreck And little by little, from the frequent attachment, the invisible chain that bound the fisherman to the girl, the girl to me, I began to imagine a heartbeat for that old wreck. Η κόρη με την αγάπη της, σαν τις νεράιδες των παραμυθιών, που ανασταίνουν ό,τι αγγίξουν, που ομορφαίνουν ό,τι ιδούν, που λαμπροστολίζουν ό,τι αγαπήσουν, άλλαξε στα μάτια μου το παλιάλογο και μ' έκαμε να το βλέπω ανεχτίμητο. The|daughter|with|her|love|of her|like|the|fairies|of the|fairy tales|who|resurrect||they touch|who|beautify||they see|who|adorn with brilliance||they love|changed|in the|eyes|my|the|old story|and|me|made|to|it|see|invaluable The girl with her love, like the fairies of fairy tales, who resurrect whatever they touch, who beautify whatever they see, who adorn whatever they love, changed the old thing in my eyes and made me see it as invaluable. Φαντάστηκα πως ο ψαρής εκείνος σπάρθηκε μέσα στου μαγιάπριλου το λιοπύρι από κανένα γοργογόνατο άτι της Αραπιάς. I imagined|that|the|fishmonger|that|was sown|inside|of the|April|the|sun|by|any|swift|horse|of the|Arabia I imagined that fisherman was sown in the scorching sun of April by some swift-footed steed of Arabia. Είπα πως γεννήθηκε στα τροφαντά λιβάδια της Λυκίας, εκεί που άλλοτε βοσκήσανε οι φοράδες του Κύρου, και μεγάλωσε στ' αχούρια κανενός πασά. I said|that|was born|in the|lush|pastures|of|Lycia|there|where|once|grazed|the|mares|of|Cyrus|and|grew up|in the|stables|no|pasha I said he was born in the lush meadows of Lycia, where once the mares of Cyrus grazed, and grew up in the stables of some pasha. Πίστεψα πως καβαλικεύτηκε από λεβέντη πετροκαταλύτη να τον φέρει στην καλή του ή από οχτρών κουφάρια στη ζηλευτή δόξα του πολέμου και της νίκης. I believed|that|was mounted|by|brave man|stone destroyer|to|him|bring|to the|good|his|or|by|enemies|corpses|to the|enviable|glory|of the|war|and|of the|victory I believed that he was mounted by a brave stonebreaker to bring him to his good side or from the carcasses of enemies to the enviable glory of war and victory. Και ψιχάλιζε η καρδιά μου γιατί τώρα που δε μπορεί να δουλέψει τον αφέντη του, ο αχάριστος, δεν το ψυχοπονεί. And|drizzled|the|heart|my|because|now|that|not|can|to|work|the|master|his|the|ungrateful|not|it|pities And my heart was drizzling because now that he cannot serve his master, the ungrateful one, he does not feel pity. Δεν το βγάζει να το χλωρονομήσει ελεύθερο, ώσπου να βρει το θάνατο με φούντα δροσερό τριφύλλι στα δόντια του. It doesn't|it|takes out|to|it|chlorinate|free|until|to|finds|the|death|with|tuft|fresh|clover|in the|teeth|his He does not let it go to be chlorinated free, until he finds death with a fresh clover tuft in his teeth. Δεν του φυτεύει ένα βόλι στο ριζάφτι, να πέσει νεκρό στον τράφο, να λιώσει κάτω από τον γλυκό ήλιο, εκεί που το χόρτο θα ηχά επάνω του κι οι πεταλούδες θα χαμοπετούν και τα μαμούδια θα βουίζουν και τα πουλιά θα κελαηδούν· όταν τα νερά θα δροσίζουν τ' αφράτα χώματα και χιλιόχρωμ' άνθη θα μοσκομυρίζουν τον αέρα και μύριοι θ' ανασταίνονται χάμω και ψηλά μικρόκοσμοι. Not|to him|plants|a|bullet|in the|forehead|to|fall|dead|in the|ground|to|melt|under|from|the|sweet|sun|there|where|the|grass|will|sound|above|him|and|the|butterflies|will|flutter|and|the|bumblebees|will|buzz|and|the|birds|will|sing|when|the|waters|will|refresh|the|soft|soils|and|multicolored|flowers|will|scent the air|the|air|and|countless||rise again|from the ground|and|high|microcosms He does not plant a bullet in his neck, to fall dead in the meadow, to melt under the sweet sun, where the grass will echo above him and the butterflies will flutter and the bumblebees will buzz and the birds will sing; when the waters will refresh the fluffy soils and multicolored flowers will scent the air and countless beings will rise from the ground and high microcosms. Αχόρταγος θέλει ακόμη να κερδίσει από τη νέκρα του και για εκατό γρόσια έρχεται να τα παραδώσει στα θεριά! Insatiable|wants|still|to|gain|from|the|death|his|and|for|a hundred|grosia|comes|to|them|deliver|to the|beasts The insatiable wants to gain even more from his own death and for a hundred grosia he comes to deliver them to the beasts!

Άξαφνα όμως είδα την κόρη να σηκώσει τα μάτια της και να τα ρίξει πέρα στην εμπατή του κόρφου. Suddenly|but|I saw|the|girl|(particle for subjunctive)|raise|her|eyes|(possessive pronoun)|and|(particle for subjunctive)|them|cast|away|in the|direction|of the|hill Suddenly, however, I saw the girl lift her eyes and cast them over to the edge of the cliff. Εκεί, ανάμεσα σε δυο ακρωτήρια χρυσογάλανα, ο ήλιος στριφογυρίζοντας έγερνε να χαθεί στην άβυσσο. There|between|in|two|capes|golden-blue|the|sun|spinning|inclined|to|disappear|in the|abyss There, between two golden-blue capes, the sun, spinning, leaned to disappear into the abyss. Συγνεφάκια μικρά, χρυσορόδινα και πορφυρά κι ολόξανθα ακολουθούσαν το βασίλεμά του. little clouds|small|golden-rose|and|purple|and|completely blonde|followed|the|kingdom|his Small clouds, golden-rose and purple and completely golden followed his kingdom. Δυο κόκκινα καραβοφάναρα, που στέκουν εκεί για να δείχνουν τις ξέρες στους θαλασσινούς, ένα μεγάλο μπάρκο με απλωμένα πανιά, μια ψαρόβαρκα, καθώς πλεύρωναν στον ορίζοντα, έκαναν μεγάλη και περίχαρη θαλασσογραφία. Two|red|lighthouse lanterns|that|stand|there|to|(particle for infinitive)|show|the|shallows|to the|sailors|one|large|barque|with|spread|sails|a|fishing boat|as|sailed|on the|horizon|made|great|and|joyful|seascape Two red lighthouses, standing there to show the shoals to sailors, a large barque with its sails spread, a fishing boat, as they sailed on the horizon, created a grand and joyful seascape. Ο ήλιος, αφού έβαψε όλον τον κόρφο ως την πόλη απάνω και τα περίγυρα βουνά με μια ολόχρυση βαφή, έχυσε έπειτα μιαν άλλη ξανθοκόκκινη, αργότερα άλλη αιματένια κι άλλη χαλκοπράσινη, ώσπου με μια σκοτεινή βούτηξε μέσα στα νερά. The|sun|after|painted|all|the|horizon|up to|the|city|above|and|the|surrounding|mountains|with|a|golden|hue|poured|then|another|another|yellowish-red|later|another|blood-red|and|another|bronze-green|until|with|a|dark|dove|into|the|waters The sun, after painting the entire bay up to the city and the surrounding mountains with a golden hue, then poured another golden-red, later another blood-red and another copper-green, until it plunged darkly into the waters.

Μα η κόρη έμενε ακόμη εκεί σαν αγγελόφερτη. But|the|daughter|stayed|still|there|like|angelic But the girl remained there like an angel. Και γω από το ηλιόγερμα και κεινής το βλέμμα άρχισα ν' απεικάζω μιαν άφραστη θλίψη στα στήθη μου. And||from|the|sunrise|and|of her|the|gaze|I began|to|imagine|an|unutterable|sorrow|in the|chest|my And I, from the sunset and her gaze, began to feel an indescribable sadness in my chest. Το συναπάντημα που έκαναν τα βλέμματά μας, πέρα εκεί στις γλυκοβαμμένες αοριστιές του ορίζοντα, έχυσε στα αίμα μου όλους της κόρης τους θλιβερούς στοχασμούς, σαν απόφωνο μοιρολογιού χαροκαμένης μάνας. The|meeting|that|made|the|eyes|our|over|there|in the|sweetly tinted|uncertainties|of the|horizon|poured|into the|blood|my|all|of the|girl|their|sad|thoughts|like|the sound of|lamentation|sorrowful|mother The encounter of our gazes, over there in the sweetly painted vagueness of the horizon, poured into my blood all the sad thoughts of their daughter, like the lament of a grieving mother. Και άρχισα πάλι να κλαίω δανεικά του άλογου τη μαύρη μοίρα. And|I started|again|to|cry|borrowed|of the|horse|the|black|fate And I began to cry again for the borrowed black fate of the horse.

Έπειτ' από την αχαριστία του αφέντη του, έλεγα, μέλλει να μάθει του εργολάβου την απονιά και των θεριών τη λύσσα. Then|from|the|ingratitude|of his|master|of him|I said|is destined|to|learn|of the|contractor|the|cruelty|and|of the|beasts|the|rage Then, from the ingratitude of its master, I said, it is destined to learn the cruelty of the contractor and the madness of the beasts. Θα έχουν τάχα την ευσπλαχνία να το σφάξουν πριν τα παραδώσουν στο κλουβί; Δεν το πιστεύω. They will|have|perhaps|the|compassion|to|it|slaughter|before|the|they deliver|to the|cage|Not|it|I believe Will they perhaps have the compassion to slaughter it before they deliver it to the cage? I do not believe it. Πώς μπορεί να λυπηθούν ένα άλογο άνθρωποι, που νυχτόημερα ζουν με λεοντάρια και τίγρεις και ύαινες και κροκόδειλους· που συχνακούνε το άγριό τους μούγκρισμα και συχνοβλέπουν τ' ανήμερά τους πρόσωπα. How|can|to|feel sad|a|horse|people|who|day and night|live|with|lions|and|tigers|and|hyenas|and|crocodiles|who|often hear|the|wild|their|roar|and|often see|the|ferocious|their|faces How can people feel sorry for a horse, who live day and night with lions and tigers and hyenas and crocodiles; who often hear their wild roar and frequently see their untamed faces. Δεν πήρανε τάχα και κείνοι από την αγριάδα τους, δεν πέτρωσαν σε κάθε τρυφερό αίσθημα την καρδιά τους; Έτσι, για ξεφάντωμά τους μάλιστα, θ' ανοίξουν την καγκελωτή θυρίδα και θα σπρώξουν μέσα τ' αθώο πλάσμα, που μόνον από τη μυρουδιά θα το πιάσει το ριο του. Not|they took|perhaps|and|they|from|the|wildness|their|not|hardened|in|every|tender|feeling|the|heart|their|Thus|for|their revelry|their|especially|will|open|the|barred|compartment|and|will|push|inside|the|innocent|creature|that|only|from|the|scent|will|it|catch|the|flow|of it Did they not also take from their wildness, did they not harden their hearts against every tender feeling? Thus, for their amusement, they will open the barred hatch and push the innocent creature inside, which will only be caught by its scent. Από φόβο θα το ιδείς να φρυμάξει άγρια και να τιναχτεί πίσω με όση έχει δύναμη. From|fear|will|it|see|to|snarl|fiercely|and|to|leap|back|with|as much as|has|strength Out of fear, you will see it snort wildly and recoil with all its strength. Μα θα έβρει τη θυρίδα κλεισμένη κι ανοιχτό το χώρισμα. But|will|find|the|safe|locked|and|open|the|partition But it will find the hatch closed and the partition open. Θα γυρίσει τότε τα μάτια του - μπορεί και δακρυσμένα, γιατί όχι; - στου κλουβιού τα κάγκελα, ψηλά στην πάνινη σκεπή, χάμω στο πάτωμα, ζητώντας χαραμάδα να χωρέσει μέσα, να γλιτώσει από το μαρτύριο. will|turn|then|the|eyes|his|may|and|tearful|why|not|of the|cage|the|bars|high|on the|cloth|roof|down|on the|floor|seeking|crack|to|fit|inside|to|escape|from|the|torment He will then turn his eyes - perhaps even tearful, why not? - to the bars of the cage, high on the canvas roof, down on the floor, seeking a crack to fit into, to escape from the torment. Και σαν ιδεί πως όλα το προδίνουν, θα βγάλει βαθύ χλιμίντρισμα, πικρό μοιρολόγι της ζωής, που θέλουν να του πάρουν. And|when|he sees|that|everything|it|betray|will|let out|deep|whinny|bitter|lament|of|life|that|they want|to|his|take And when he sees that everything betrays him, he will let out a deep whinny, a bitter lament of life, which they want to take from him. Μα δε θα προφτάσει να δευτερώσει. But|not|will|manage|to|second But he will not have time to repeat. Τα θερία σύνταχα θα χυθούν να το πετσοκόψουν. The|beasts|soon|will|be spilled|to|it|butchered The beasts will quickly rush in to butcher him. Και σε μια στιγμή δε θα μείνει εκεί παρά λίγες σταλαγματιές αιμάτου στο πάτωμα κι η λαχτάρα της ζωής, του αφέντη του η αχαριστία, αόρατες στον κούφιον αέρα. And|in|a|moment|not|will|remain|there|except|few|drops|of blood|on the|floor|and|the|longing|of|life|of|master|his||ingratitude|invisible|in the|hollow|air And in a moment, there will be nothing left there but a few drops of blood on the floor and the longing for life, the master's ingratitude, invisible in the hollow air.

Ένας ξαφνικός θόρυβος μ' έβγαλε από τους στοχασμούς. A|sudden|noise|me|took|out of|the|thoughts A sudden noise pulled me out of my thoughts. Γυρίζω και βλέπω το λαό να σκορπάει με γέλια και με χάχανα. I turn around|and|I see|the|people|to|scatter|with|laughter|and|with|giggles I turn and see the crowd scattering with laughter and giggles. Ο χωριάτης πούλησε το παλιάλογο και πήγαινε να το παραδώσει στο θηριοτροφείο. The|villager|sold|the|old horse|and|was going|to|it|deliver|to the|zoo The villager sold the old junk and was going to deliver it to the zoo. Ο λαός συντρόφιαζε του ζώου τη νεκροπομπή με σφυρίγματα και χάχανα. The|people|accompanied|of the|animal|the|funeral procession|with|whistles|and|laughter The people accompanied the animal's funeral procession with whistles and laughter. Σηκώνω τα μάτια ψηλά και βλέπω ν' ανοίγει βιαστικά το παραθύρι και να προβαίνει η κόρη με ματόφυλλα κόκκινα και φουσκωμένα. I lift|the|eyes|up|and|I see|to|opens|hurriedly|the|window|and|to|advances|the|girl|with|eyelids|red|and|swollen I raised my eyes high and saw the window opening hastily, and the girl coming forward with red, swollen eyelids. Στο στερνό της κίνημα δε μπόρεσα και γω να κρατηθώ άρχισαν να με τσούζουν τα μάτια. In the|last|her||not|I could|and||to|hold back|began|to|me|sting|the|eyes In her last movement, I couldn't hold back either; my eyes started to sting. Απόρησα όμως γιατί η κόρη, αντί να βλέπει δεξιά που πήγαινε τ' άλογο, έβλεπε αριστερά και σκύβοντας όσο μπορούσε, έδειχνε το θλιμμένο της πρόσωπο και κουνούσε το δακρυοποτισμένο μαντιλάκι της. I wondered|but|why|the|girl|instead|to|see|right|where|was going|the|horse|she saw|left|and|bending|as much as|she could|she showed|the|sad|her|face|and|she waved|the|tear-soaked|handkerchief|her I was puzzled, however, because the girl, instead of looking to the right where the horse was going, was looking to the left and, bending as much as she could, showed her sad face and waved her tear-soaked handkerchief. Μήπως τάχα ζητεί αποκεί το σαράβαλο, σκέφτηκα. Perhaps|really|seeks|from there|the|old wreck|I thought I wondered if perhaps the old wreck was asking for it. Έσμιξα τα βλέμματά μου με τα δικά της κι απόρησα, όταν έπεσαν πέρα σ' ένα νέο καλοντυμένο, ψηλόν και σγουρομάλλη, που κατέβαινε στη βάρκα. I mixed|the|eyes|my|with|the|her|her|and|I wondered|when|fell|over|at|a|new|well-dressed|tall|and|curly-haired|who|was descending|into the|boat I locked my gaze with hers and was surprised when it fell on a tall, well-dressed young man with curly hair who was descending to the boat. Κατέβαινε και τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στης κόρης το παράθυρο. He was descending|and|the|eyes|his|remained|fixed|in the|girl's|the|window He was going down and his eyes were fixed on the girl's window.

- Φεύγει· είπε ο φίλος μου. He is leaving|said|the|friend|my "He's leaving," my friend said.

Τόση ώρα η Σμυρνιά μου δεν έκλαιε για το παλιάλογο. Such|time|the|Smyrniot|my|not|cried|for|the|old man All this time my Smyrni girl wasn't crying for the old thing. Έκλαιε, που έφευγε ο αγαπητικός της! She cried|when|was leaving|the|suitor|her She was crying because her beloved was leaving!

SENT_CWT:AFkKFwvL=9.33 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=10.75 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=108 err=0.00%) translation(all=86 err=0.00%) cwt(all=1720 err=0.76%)